Αναθεωρητισμός
Ο αναθεωρητισμός [αναθεωρητισμός < αναθεωρητής + -ισμός < αναθεωρώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική λέξη révisionnisme)] ή ρεβιζιονισμός ή νεολογισμός, είναι όροι με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι ιδεολογικές, θεωρητικές ή και πρακτικές, τάσεις που έχουν ως σκοπό την τροποποίηση ή την κατάργηση τού στάτους κβο, των συμφωνιών και της υπάρχουσας καταστάσεως, δηλαδή των συνθηκών που ισχύουν μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών, η κάθε είδους απόκλιση από καθιερωμένα δόγματα ή γενικώς αποδεκτές απόψεις. Αντίστοιχα, στη φιλοσοφία ως αναθεωρητισμός αναφέρεται η τάση αναθεωρήσεως των φιλοσοφικών ιδεών.
Περιεχόμενα
Γενικά
O όρος «αναθεωρητισμός» ανάγεται στο πεδίο της επιστημονικής και πολιτικής σφαίρας και σε όλες τις μορφές του, έχει σχεδόν το ίδιο περιεχόμενο και τις ίδιες επιδιώξεις, δηλαδή τη μερική ή ριζική μεταβολή μιας ιδέας ή μιας νοοτροπίας, η οποία διακατέχει είτε έναν άνθρωπο είτε μια ομάδα ανθρώπων, ακόμη και την ηγεσία ενός κράτους, στην ουσία μια αλλαγή πορείας ή «γραμμής».
Στις διεθνείς σχέσεις αναθεωρητισμός είναι η απόπειρα να αμφισβητηθούν και τελικά να αναθεωρηθούν διεθνείς συνθήκες που διαμόρφωσαν σύνορα. Φορείς των αναθεωρητικών απόψεων είναι δυνάμεις που πιστεύουν ότι έχουν αδικηθεί από διεθνείς συνθήκες είτε εκτιμούν ότι οι καταστάσεις έχουν αλλάξει στη διαδρομή των χρόνων. Καθώς στη διεθνή σκηνή κυριαρχεί το pacta sunt servanda ο μόνος τρόπος να αναθεωρηθεί μία διεθνής συνθήκη είναι ο πόλεμος ή μία μορφή θερμού επεισοδίου που εξαναγκάζει την ηττημένη πλευρά να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όντας σε μειονεκτική θέση. Θεωρείται ότι η τελική έκφραση του αναθεωρητισμού είναι ο επεκτατισμός, το μεγάλωμα των συνόρων και η δημιουργία νέου, ευρύτερου ζωτικού χώρου.
Πολιτικός αναθεωρητισμός
Στην πολιτική ονομάστηκε ρεβιζιονισμός η τάση για αναθεώρηση των αρχών του μαρξισμού. Την άποψη διατύπωσε ο Έντουαρντ Μπερνστάιν, οι απόψεις του οποίου οδήγησαν στη δημιουργία της σοσιαλδημοκρατίας ως διακριτού πολιτικού ρεύματος. Στα λενινιστικά-μαρξιστικά κόμματα ο όρος ρεβιζιονισμός όπως και ο ρεφορμισμός χρησιμοποιείται ως κατηγορία εναντίον όσων επιχειρούν να αναθεωρήσουν βασικές αντιλήψεις του μαρξισμού ενώ οι μαοϊκοί επιπρόσθετα χαρακτήρισαν ρεβιζιονιστική, στο σύνολο της, την ηγεσία και τη δομή της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών μετά τον θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν. Ο Μπερνστάιν θεωρώντας ότι η πραγματικότητα διέψευσε τμήμα της θεωρίας και των προβλέψεων του Καρλ Μαρξ, διατύπωσε απόψεις με τις οποίες υποστήριξε ότι είναι δυνατή η άμβλυνση της πάλης των τάξεων και η οργάνωση του εργατικού αγώνα μέσα από νόμιμες διαδικασίες στο πλαίσιο του αστικού κράτους και τάχθηκε ευθέως εναντίον της ιδέας της σοσιαλιστικής επαναστάσεως. Ο Έντουαρντ Μπερνστάιν ενέταξε στη μαρξιστική θεωρία την μέχρι τότε άγνωστη έννοια του «welfare state» ή αλλιώς του «κοινωνικού κράτους πρόνοιας», εξοβελίζοντας τη βασική έννοια της εργατικής επαναστάσεως. Η θεωρία του καταπολεμήθηκε από τους κομμουνιστές, όπως και η συναφής αντίληψη του ρεφορμισμού και ο Eduard Bernstein χαρακτηρίστηκε προδότης ρεβιζιονιστής από τον ιθύνοντα νου της εξεγέρσεως των μπολσεβίκων του 1917, Βλαδίμηρο Ίλιτς Ουλιάνοφ, γνωστό και ως «Λένιν».
Το γνωστότερο παράδειγμα πολιτικού ρεφορμισμού είναι η πολιτική της «Από-Σταλινοποίησης» Era of De-Stalinisation, που εισήγαγε ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενώσεως, Νικίτα Χρουστσόφ, τα χρόχια μετά τον θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν. Με ομιλία του στο 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ στις 25 Φεβρουαρίου 1956, στην προσπάθειά του να σταθεροποιήσει την εξουσία του και να απομακρύνει τη σοβιετική ηγεσία από το σταλινικό παρελθόν της, το οποίο στιγματίστηκε από τη βίαιη προσπάθεια κολεκτιβοποίησης και τον θάνατο σχεδόν τρεισήμισι έως και πέντε εκατομμυρίων Ουκρανών, τις μαζικές κομματικές εκκαθαρίσεις ανώτατων στελεχών του ΚΚΣΕ, τα βίαια πογκρόμ κατά των εθνοτικών μειονοτήτων της ΕΣΣΔ αλλά και τη λειτουργία στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας, τα γνωστά Γκουλάγκ ή Glavnoye Upravleniye Ispravitelno-trudovykh Lagerey, ανακοίνωσε πως η ΕΣΣΔ εισέρχονταν σε μια περίοδο άρσεως των αμείλικτων μεθόδων διακυβερνήσεως, τόσο με την παραχώρηση εγγυήσεων σε στελέχη του ΚΚΣΕ για τη διασφάλιση της ακεραιότητάς τους και τη μη περαιτέρω διενέργεια εκκαθαρίσεων, όσο και με το κλείσιμο των γκουλάγκ και την ένταξη του δόγματος της «ειρηνικής συνύπαρξης» εκ μέρους του νέου ηγέτη της ΕΣΣΔ. Την περίοδο εκείνη, κατά τους επικριτές της, διαμορφώθηκε η πολιτική κυριαρχία του δεξιού καιροσκοπισμού (οπορτουνισμού) και του αντίστοιχου δεξιού αναθεωρητισμού (ρεβιζιονισμού) στο κομμουνιστικό κίνημα, αρχικά με την άνοδο και τελικά με τη σταθεροποίηση του Νικήτα Χρουστσόφ στην ηγεσία.
Ιστορικός αναθεωρητισμός
Με τον όρο ιστορικός αναθεωρητισμός αναφέρεται η προσπάθεια για την προσέγγιση της ιστορικής πραγματικότητος κυρίως με ιδεολογικά και πολιτικά κίνητρα, τα οποία στηρίζονται και τεκμηριώνονται σε επιστημονικά δεδομένα ή σε πηγές που ως την ώρα εκείνη παρέμειναν άγνωστες ή αποσιωπούνται.
Ο αναθεωρητισμός στο πεδίο της ιστοριογραφικής επιστήμης, δηλώνει την αμφισβήτηση των καθολικά αποδεκτών απόψεων σχετικά με την ιστορικά διαμορφωμένη πραγματικότητα. Πρωταγωνιστής υπήρξε ο Γάλλος ιστορικός Μαρκ Μπλοχ (1866-1944), ιδρυτής της ιστοριογραφικής σχολής των «Annales», ο οποίος υποστήριξε ότι το παρελθόν οφείλουμε να το καταλάβουμε και όχι να το κρίνουμε ενώ έθεσε τα θεμέλια για την εξέλιξη της επιστήμης. Συγκεκριμένα, ο Μπλοχ, θεωρείται καινοτόμος, λόγω της προσπάθειας του να εισάγει στον κόσμο της Ιστοριογραφίας την έννοια του «επιστημονικά αποστασιοποιημένου ιστοριογράφου», του οποίου η εργασία είναι να αντλεί πληροφορίες από όσες το δυνατόν περισσότερες πηγές ενώ παράλληλα αποφεύγει τον δογματισμό και τη μεροληπτική απόδοση σημαντικών ιστορικών γεγονότων.
Ο Ιταλός ιστορικός Renzo De Felice (1929-1996), εξίσου «ρεβιζιονιστής», προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από την ιταλική κοινή γνώμη αλλά και από συναδέλφους του ιστορικούς όταν σε συνέντευξη στον Αμερικάνο ιστορικό Michael Ledeen, σχετικά με τον χαρακτήρα του φασιστικών ιδεών του Μπενίτο Μουσολίνι, τις χαρακτήρισε ως επαναστατικές. Ο Renzo De Felice έγιεν στόχος κριτικής επειδή αντί να καταδικάσει το καθεστώς Μουσολίνι –όπως μοιάζει λογικό και είναι το σύνηθες–, εξέφρασε άποψη κόντρα στις κυρίαρχες τάσεις της εποχής του.
Ο καθηγητής Χάρι Έλμερ Μπαρνς (Harry Elmer Barnes), ένας από τους πιο επιδραστικούς ιστορικούς αναθεωρητές, έγραψε σε ένα δοκίμιο του 1958:
«...Ο αναθεωρητισμός συνεπάγεται την ειλικρινή αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας και την απαξίωση των παραπλανητικών μύθων που αποτελούν εμπόδιο στην ειρήνη και την καλή θέληση μεταξύ των εθνών. Στο μυαλό των αντι-ρεβιζιονιστών, ο όρος μυρίζει κακία, εκδικητικότητα και μια ανίερη επιθυμία να σπιλώσουν τους σωτήρες της ανθρωπότητας. Στην πραγματικότητα, ο αναθεωρητισμός δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από την προσπάθεια διόρθωσης της ιστορικής καταγραφής υπό το πρίσμα μιας πληρέστερης συλλογής ιστορικών γεγονότων, μιας πιο ήρεμης πολιτικής ατμόσφαιρας και μιας πιο αντικειμενικής στάσης. Συνεχίζεται από τότε που ο Λορέντζο Βάλλα (1407-1457) αποκάλυψε την πλαστή Δωρεά του Κωνσταντίνου, η οποία αποτελούσε ακρογωνιαίο λίθο της παπικής διεκδίκησης της κοσμικής εξουσίας, και αργότερα επέστησε την προσοχή στις αναξιόπιστες μεθόδους του Λίβιου όσον αφορά την πρώιμη ρωμαϊκή ιστορία. Πράγματι, η αναθεωρητική παρόρμηση προϋπήρχε κατά πολύ του Βάλλα και αναπτύσσεται από τότε. Είχε χρησιμοποιηθεί στην αμερικανική ιστορία πολύ πριν ο όρος αποκτήσει πιο γενικευμένη χρήση μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο...» [1].
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- [Αναθεωρητισμός lexigram.gr]
Παραπομπές