Μπενίτο Μουσολίνι

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μπενίτο {Βενέδικτος} Αμίλκαρε Αντρέα Μουσολίνι, [Ιταλικά, Benito Andrea Amilcare Mussolini], Ιταλός εθνικιστής πολιτικός, ιδρυτής και ηγέτης του Ιταλικού φασιστικού κόμματος, ο οποίος διατέλεσε 40ος Πρωθυπουργός της Ιταλίας από τις 31 Οκτωβρίου 1922 έως τις 25 Ιουλίου 1943, γνωστός και ως «Ντούτσε» [«Il Duce»=αρχηγός, ηγέτης], γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1883 σε ένα φτωχικό σπίτι του συνοικισμού Βαράνο Ντέι Κόστα [Varnano dei Costa] του χωριού Ντόβιο [Dovia di Predappio] κοντά στο Πρεντάπιο [Predappio], στην περιφέρεια Φορλί της επαρχίας Εμίλια–Ρομάνια στη βορειοανατολική Ιταλία και δολοφονήθηκε από Ιταλούς αριστερούς αντάρτες στις 28 Απριλίου 1945 στο Τζουλίνο της επαρχίας του Κόμο, ενώ κατευθυνόταν στην πόλη Κιαβένα [Chiavenna] μαζί με την ερωμένη του Κλαρέττα Πετάτσι [Claretta Petacci].

Tο 1910 παντρεύτηκε με την τη Ρακέλε Γκουίντι [Rachele Guidi], κόρη της χήρας ερωμένης τού πατέρα του, με την οποία απέκτησαν πέντε παιδιά, τον Benito Albino Mussolini, την Edda Mussolini, τον Vittorio Mussolini, τον Bruno Mussolini, τον Romano Mussolini και την Anna Maria Mussolini, από την εκτός γάμου σχέση του με την ερωμένη του Ida Dalser.

Μπενίτο Μουσολίνι
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 29 Ιουλίου 1883
Τόπος: Varnano dei Costa, Dovia di Predappio,
Εμίλια–Ρομάνια (Ιταλία)
Δολοφονία: 28 Απριλίου 1945
Τόπος: Τζουλίνο, Κόμο (Ιταλία)
Υπηκοότητα: Ιταλική.
Ασχολία: Πολιτικός, Συγγραφέας, Δημοσιογράφος.

Βιογραφία

Η οικογένεια του Μπενίτο καταγόταν από την επαρχία της Ρωμάνια, ιδιαίτερα φτωχή επαρχία της Ιταλίας που κατοι­κούνταν κατά βάση από ακτήμονες εργάτες γης και ήταν γη της αιματηρής βεντέτας και τόπος πολιτικής βίας, ο οποίος πριν την άνοδο του επαναστατικού σοσιαλισμού και του μπακουνισμού, κατακλύστηκε από τη βία των Γιακωβίνων και των Καρ­μπονάρων. Στη διάρκεια των τελευ­ταίων δεκαετιών του 19ου αιώνος, οι βεντέτες και η πολιτική αντιπαράθεση εκφράστηκαν με πολιτική βία μεταξύ των ρεπουμπλικάνων και των σοσιαλιστών επαναστατών, κυρίως των αναρχοκομμουνιστών.

Οικογένεια / Σπουδές

Το Πρεντάπιο ήταν ένα χωριό από τα διαχρονικά προπύργια της Ιταλικής Αριστεράς και ο πατέρας του Μπενίτο ήταν ο Αλεσσάντρο Μουσολίνι, σιδηρουργός που δραστηριοποιούνταν στον αναρχικό συνδικαλιστικό χώρο, ιδρυτής του τοπικού κινήματος ως μέλους της «Διεθνούς», ο οποίος μολονότι τάχθηκε υπέρ του σοσιαλισμού κατά τη δεκαετία του 1880, παρέμεινε κοντά στους αναρχοκομμουνιστές και κινούνταν μεταξύ του μαρξισμού και του αναρχισμού. Μητέρα του ήταν η Ρόζα Μαλτόνι, δασκάλα του χωριού και πιστή καθολική, που θεωρούσε ότι οι διακηρύξεις των αναρχικών και των σοσιαλιστών περί ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης έμοιαζαν με το κήρυγμα των Αποστόλων του Χριστού. Η πολιτική δράση του Αλεσάντρο είχε ως αποτέλεσμα την παραμέληση της εργασίας του και η οικογένεια του, ο Μπενίτο που ήταν πρωτότοκος και τα δύο αδέλφια του ο Arnaldo και η Edvige, να στερούνται συχνά και τα αναγκαία, αφού η μητέρα τους δυσκολεύονταν να συντηρεί το σπίτι με το μισθό της δασκάλας. Στον Μπενίτο, που δεν βαφτίστηκε κατά τη γέννηση του και αυτό παρέμεινε έως και το τέλος της ζωής του λόγω της διαμάχης των γονέων του, δόθηκε το όνομα του, υποκοριστικό του καθολικού ονόματος Βενέδικτος, λόγω του θαυμασμού του πατέρα του για τον Μπενίτο Χουάρες [Benito Juárez], το σοσιαλιστή πρόεδρο του Μεξικού, Αμίλκαρε προς τιμήν του γαριβαλδινού κομμουνάρου Αμίλκαρε Τσιπριάνι [Amilcare Cipriani] και Αντρέα προς τιμήν του σοσιαλιστή ηγέτη Αντρέα Κόστα [Andrea Costa], εκ των ιδρυτών του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος [P.S.I.].

Σε ηλικία οκτώ ετών εκδιώχθηκε από την εκκλησία, στην οποία πήγαινε με τη μητέρα του. Σε ηλικία εννέα ετών, η μητέρα του Μπενίτο αδιαφορώντας για την αντίδραση του πατέρα του, τον έγραψε σε καθολική εκκλησιαστική σχολή, ένα οικοτροφείο που το διεύθυναν Σαλεσιανοί μοναχοί. Ο πατέρας του τον συνόδευσε μέχρι την είσοδο της σχολής και τον συμβούλευσε να διαβάζει κυρίως τα πρακτικά μαθήματα και να «μην πιστεύει τους παπάδες». Ο Μπενίτο του απάντησε, «Μην ανησυχείς πατέρα, ξέρω ότι δεν υπάρχει Θεός». Δύο χρόνια αργότερα αποβλήθηκε από το σχολείο, όταν τραυμάτισε συμμαθητή του στο χέρι και στη συνέχεια πέταξε ένα μελανοδοχείο στον δάσκαλο της τάξεως του. Συχνά γυρνούσε στο σπίτι με ανοιγμένο κεφάλι και έπαιρνε εκδίκηση χρησιμοποιώντας βίαια μέσα. Στην παρέα του, όλοι τον φοβόντουσαν και κανείς δεν τον προκαλούσε, αντιθέτως, αυτός προκαλούσε μονίμως καυγάδες. «...Υπάρχουν παιδιά που ξυπνούν το πρωί με την επιθυμία της περιπέτειας, της βίας, της απόκλισης, της αδιαλλαξίας και συνήθως αποβάλλονται από το σχολείο… Εγώ τσάκιζα στο ξύλο τους συνομήλικους μου...», όμως υπήρξε καλός μαθητής αν και σε ηλικία 17 ετών, επαι­νούσε τη δολοφονία του βασιλιά Ουμπέρτο από έναν αναρχικό και υποστήριζε την πολιτική βία ως μέσο αγώνα, ενώ η σχέση του με το αναρχικό κίνημα ή­ταν στενή. Το 1901 έλαβε το δίπλωμα του δημοδιδάσκαλου από το διδασκαλείο του Φορλιμπόπολι και τον ίδιο χρόνο διορίσθηκε δάσκαλος στο Γκουαλτιέρι. Εκεί δημιουργούσε φασαρίες ενοχλώντας τους φιλήσυχους χωρικούς και ήταν αναγκασμένος να κυκλοφορεί με σιδερογροθιά. Τελικά έχασε την θέση του δασκάλου, καθώς ο μονότονος χαρακτήρας της εργασίας του δημιουργούσε αποστροφή κι ασφυξία, ενώ σε μια εκδήλωση προς τιμή του μεγάλου μουσικοσυνθέτη Τζουζέπε Βέρντι, άρχισε να προπαγανδίζει αναρχικές ιδέες στους γονείς των μαθητών και τους καθηγητές.

Πολιτική δράση

Ανυπότακτος από ιδιοσυγκρασία και με φλογερό πείσμα να τον διακατέχει ο Μπενίτο σχεδίαζε να ταξιδέψει ως μετανάστης στην Αμερική, όμως το 1902, λόγω ελλείψεως χρημάτων για το ταξίδι αλλά και για να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία, αποφάσισε να εγκατασταθεί στη γειτονική Ελβετία. Στην Ελβετία παρακολούθησε μαθήματα γαλλικής φιλολογίας στα Πανεπιστήμια της Γενεύης, της Λωζάνης και αργότερα στη Βέρνη, ενώ εργάζονταν στην αρχή ως κτίστης, οργανώνοντας απεργίες Ιταλών μεταναστών και έγινε γραμματέας της Ενώσεως των Ιταλών Οικοδόμων στην Λωζάννη, ενώ η αδερφή του είχε γίνει μέλος της Πρώτης Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Επηρεάστηκε από τις ιδέες του εθνικιστή κοινωνιολόγου Βιλφρέντο Παρέτο [Vilfredo Pareto], και του συνδικαλιστή Ζορζ Σορέλ, ο οποίος υποστήριζε την ανάγκη για την ανατροπή της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του καπιταλισμού με τη χρήση βίας, με συγκρότηση ομάδων άμεσης δράσης και με την επιβολή της γενικής απεργίας ως μέσου ανατροπής. Την ίδια εποχή συνελήφθη για αλητεία και αναρχική δράση και το 1903, ήταν ομιλητής, μαζί με τον αναρχικό Λουίτζι Μπερτόνι, σε μια συνάντηση και γι' αυτό το λόγο καταγράφηκε ως αναρχικός από το ιταλικό προξενείο της Γενεύης. Μιλώντας στην Ελβετία για τον ιταλικό σοσιαλισμό, υπογράμμισε την επαναστατική φύση του, αρνήθηκε ότι είναι αναρχικός, αλλά υποστήριζε ότι είναι επαναστάτης.

Ο Μουσολίνι πέρασε δύο εβδομάδες στη φυλακή, απελάθηκε από την Ελβετία στην Ιταλία και εκεί αφέθηκε ελεύθερος. Κατηγόρησε για την απέλασή του τους Ελβετούς μεταρρυθμιστές σοσιαλι­στές, σε ένα άρθρο που δημοσίευσε σε μια αναρχική εφημε­ρίδα με τον τίτλο «Η Εξέγερση». Το 1904, ο Μουσολίνι συζήτησε για τη θρη­σκεία με τον Αιμίλιο Βαντερβέλντε, ο οποίος θεωρούσε ότι η θρησκεία ήταν ιδιωτικό ζήτημα και ήταν λάθος να διαιρείται η ερ­γατική τάξη εξ αιτίας της. Ο Μουσολίνι, υπερασπι­ζόταν τον αθεϊσμό και κατη­γορούσε τον Χριστό υποστηρίζοντας ότι η ηθική του οδηγεί στη βλακεία και την ανανδρία. Τον ίδιο χρόνο επέστρεψε στην Ελβετία και συνελήφθη ξανά στη Λωζάννη για παραποίηση των εγγράφων του και με απόφαση των σοσιαλιστών βουλευτών αποπέμφθηκε από τη Βέρνη στη Γενεύη και χαρακτηρίστηκε ανεπιθύμητος σε όλα τα καντόνια της χώρας. Επέστρεψε στην Ιταλία για να επωφεληθεί από μια αμνηστία για τη λιποταξία του, για την οποία είχε καταδικαστεί ερήμην και εκπλήρωσε τη στρατιωτική θητεία στο ιταλικό στρατό, από τον Ιανουάριο 1905 έως τον Σεπτέμβριο του 1906.

Επέστρεψε σε καθήκοντα δασκάλου και παρέμεινε στην Ιταλία λόγω της ασθένειας της μητέρας του, όμως το 1909, αναμίχθηκε σε σχέδιο ανατινάξεως ενός αστυνομικού σταθμού στο Τρέντο και στη συνέχεια κατέφυγε, κυνηγημένος από τις Ιταλικές αρχές, στην υπό αυστριακή κατοχή περιοχή του Τιρόλο, όπου εξέδωσε μια τοπική σοσιαλιστική εφημερίδα. Στο έντυπο δημοσίευσε μεταφρασμένο στα αγγλικά και το έργο του

  • «Claudia Particella, l'amante del Cardinal Madruzzo» [«The Cardinal’s Mistress» ή «Η ερωμένη του καρδιναλίου»],

πράξη για την οποία εκδιώχθηκε από τις αυστριακές αρχές και επέστρεψε στο Φορλί, όπου εξέδωσε την εφημερίδα «La Lotta di Classe» [«Ταξική Πάλη»] και το 1910 εκλέχθηκε γραμματέας της τοπικής οργανώσεως του Ιταλικού Σοσιαλιστικού κόμματος.

Το 1911, στις αρχές του πολέμου της Ιταλίας με την Τουρκία, φυλακίστηκε για αντιπολεμική δράση παρέα με τον φίλο του Νέννι, γνωστό και ως «μικρό Ροβεσπιέρο». Στο δικαστήριο κατηγορήθηκε για αντίσταση κατά της αρχής, πρόκληση ζημιών σε δημόσια γραφεία και τηλεπικοινωνίες, κλείσιμο εργοστασίων και πολλά άλλα. Αμέσως μετά την αποφυλάκιση του διορίστηκε αρχισυντάκτης της επίσημης εφημερίδας του ιταλικού σοσιαλιστικού κόμματος «Avanti!» [«Εμπρός!»] και μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου εγκαταστάθηκε. Το Σεπτέμβριο του 1911 συνελήφθη και φυλακίστηκε για πέντε μήνες στην Λιβύη καθώς συμμετείχε σε μία αντιπολεμική εξέγερση. Την ίδια εποχή μετέβαλλε σταδιακά τις πολιτικές του απόψεις, αποστασιοποιήθηκε από τις ιδέες του Καρλ Μαρξ και άρχισε να επηρεάζεται από τη φιλοσοφία του Φρειδερίκου Νίτσε, τις πεποιθήσεις για την επανάσταση του Γάλλου ριζοσπάστη διανοητή Ωγκύστ Μπλανκί [Auguste Blanqui] και τη συνδικαλιστική θεωρία του Ζωρζ Σορέλ [Georges Sorel]. Αρχικά, με την κήρυξη του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου συντάχθηκε με την άποψη του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και τάχθηκε εναντίον κάθε πολεμικής δραστηριότητας από πλευράς του ιταλικού βασιλείου. Μάλιστα, ήταν ακόμα πιο εξτρεμιστής από τους κοινούς σοσιαλιστές πάνω στο ζήτημα του πολέμου υιοθετώντας τη θέση του Γουσταύου Ερβέ υπέρ της λιποταξίας ως μιας αντιμιλιταριστικής τακτικής.

Μερικούς μήνες αργότερα, άλλαξε άποψη και συμπαρατάχθηκε με ένα τμήμα των συνδικαλιστών του κόμματος που υποστήριζε την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, με τους οποίους δημιούργησε την ομάδα «Fasci d'azione rivoluzionaria internazionalista» [«Πυρήνες επαναστατικής διεθνιστικής δράσης»], ενέργεια που οδήγησε στην αποπομπή του από τη θέση του αρχισυντάκτη της «Avanti!». Στις 15 Νοεμβρίου 1914 με την υποστήριξη της μετέπειτα ερωμένης του, Μαργαρίτας Σαρφάττι [Margherita Sarfatti], ίδρυσε την εφημερίδα «Il popolo d' Italia» [«Ο λαός της Ιταλίας»] [1], με προμετωπίδα τη ρήση του Μικέλε Μπλανκί «Όποιος έχει όπλο έχει ψωμί», καθώς και την εθνικιστική ομάδα «Fasci d' Azione Rivoluzionaria» [«Πυρήνες-Σύνδεσμοι επαναστατικής δράσης»] και ταυτόχρονα διαγράφηκε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Τον Μάιο του 1915 η Ιταλία εξέρχεται στον Πόλεμο και τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ο Μουσολίνι επιστρατεύθηκε με το βαθμό του δεκανέα, ενώ το 1917 τραυματίστηκε από θραύσματα χειροβομβίδας, αποστρατεύθηκε και επέστρεψε στο Μιλάνο, όπου συνέχισε την έκδοση της εφημερίδας του.

Εθνικό Φασιστικό Κόμμα

Πιστεύοντας ότι το προλεταριάτο μπορεί να ενωθεί σ’ ένα δυνατό «επαναστατικό πυρήνα», που τον ονόμασε «fascio», από το σύμβολο της κρατικής εξουσίας της αρχαίας Ρώμης, δηλαδή τον πέλεκυ και τη δέσμη ράβδων των δικαστών, δημιούργησε στο μυαλό του το σπέρμα για την δημιουργία του φασιστικού κινήματος και για την επιτυχία του εγχειρήματος του κατάφερε να συνενώσει τους πρωτοφασίστες συνδικαλιστές, τους εθνικιστές και τους Εθνικο-σοσιαλιστές συνδικαλιστές, όπως ο Ντίνο Γκράντι, ο Γκιουζέπι Μποτάι, ο Αουγκούστο Τουράτι, ο Ίταλο Μπαλμπόα και ο Κούρτσιο Σούκερτ, που αναδείχθηκαν σε κορυφαίους θεωρητικούς του Φασιστικού κινήματος. Όλοι τους υποστήριζαν την εργά­σιμη ημέρα των 8 ωρών, τον εργατικό έλεγχο, τη σύνταξη στα 55, την ψήφο των γυναικών και την προοδευτική φορο­λογία του εισοδήματος.

Στις 23 Φεβρουαρίου 1919 ίδρυσε το Μιλάνο, μαζί με τους συνδικαλιστές ηγέτες Αγκοστίνο Λαντσίλο και Μικέλε Μπλανκί, το κόμμα «Fasci Italiani di Combattimento» [«Ιταλικοί Πυρήνες της Μάχης»], που συγκροτήθηκε κυρίως από τις μονάδες κρούσεως του ιταλικού στρατού. Τάχτηκε εναντίον των σοσιαλιστών και υπέρ του βασιλικού θεσμού, όμως απέτυχε να εκπροσωπηθεί στο Ιταλικό κοινοβούλιο, καθώς στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1919, το κόμμα του συγκέντρωσε μόλις το 1,5% των ψήφων. Η ομάδα του, κατά τη διάρκεια των μεγάλων απεργιών της περιόδου 1920–1921, έδρασε εναντίον των αριστερών απεργών, οργανώνοντας εκστρατείες διαφωτίσεως και στις εκλογές της 15ης Μαΐου 1921 οι Φασίστες σημείωσαν σημαντικά κέρδη, εξέλεξαν 37 βουλευτές, μεταξύ τους και ο Μουσολίνι, που εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής.

Το Σεπτέμβριο του 1919 έγινε το επεισόδιο του Φιούμε, της σημερινής Ριέκα στην Κροατία, του λιμανιού που διεκδικούσαν τόσο η Ιταλία όσο και η τότε Γιουγκοσλαβία λόγω της θέσης του στη μεθόριο τους. Εκείνο το μήνα η Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων συζητούσε το μέλλον της πόλεως, όταν ο Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο, διάσημος Ιταλός εθνικιστής ποιητής και ήρωας πολέμου, την κατέλαβε επικεφαλής ομάδας ατάκτων. H υποστήριξή του Μουσολίνι προς την κίνηση του ντ' Ανούντσιο προκάλεσε θόρυβο γύρω από το όνομα του και το κίνημά του άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστό. Το 1920, ο Μουσολίνι έγινε βασικός συνεργάτης στο περιοδικό «Σοσιαλιστική Πρωτοπορία», που εξέδωσε ο Αρτούρο Λαμπριόλα και ο Μόκι για να προωθήσουν το συνδικα­λισμό.

Στις 9 Νοεμβρίου 1921, μετονόμασε το κόμμα σε «Partito Nazionale Fascista» [«P.N.F.» ή «Εθνικό Φασιστικό Κόμμα»] και υπερβαίνοντας τις παραδοσιακές θεωρήσεις αριστερά, δεξιά, κέντρο, τοποθέτησε το φασισμό πέρα και πάνω από αυτές, έχοντας στη διάθεση του 300.000 οργανωμένα μέλη. Η είσοδός του P.N.F. στο Ιταλικό κοινοβούλιο σήμανε την αρχή του τέλους για τον εύθραυστο ιταλικό κοινοβουλευτισμό και ο Μουσολίνι σε μια συμβολική κίνηση υπερβάσεως, παρέταξε τους βουλευτές του τοξοειδώς στα τελευταία έδρανα και από το βήμα της Βουλής έκανε λόγο για την ανάγκη επιβολής ολοκληρωτικού καθεστώτος. Παράλληλα δημιούργησε «ομάδες επαγρύπνησης» που άρχισαν να συγκρούονται στους δρόμους με τους σοσιαλιστές, ενώ έκαψαν τα γραφεία της «Avanti». Τον Μάιο του 1922, 20.000 Μελανοχίτωνες κατέλαβαν την Μπολόνια και τον Αύγουστο το Μιλάνο. Έπειτα από μια αποτυχημένη απεργία της Αριστεράς τον Αύγουστο του 1922, ο Μουσολίνι πίστεψε ότι είχε έλθει η ώρα. Στις 3 και 4 Οκτωβρίου 1922 εισέβαλαν στη Γένοβα, το Λιβόρνο και την Ανκόνα, όπου δημιούργησαν τοπικές φασιστικές διοικήσεις, ενώ στις 24 Οκτωβρίου ενώπιον 60.000 φασιστών στη Νάπολη ο Μουσολίνι διακήρυξε, «Θέλουμε να γίνουμε το κράτος!». Την ίδια ημέρα σχημάτισε μια τετρανδρία με τον ίδιον επικεφαλής, δήλωσε υποταγή και σεβασμό στον βασιλιά και κήρυξε αμείλικτο πόλεμο στους κομμουνιστές. Στην Ιταλία επικράτησε αναταραχή, όμως οι κυβερνήσεις των Τζοβάννι Τζιολίτι [Giovanni Giolitti], Ιβανόε Μπονόμι [Ivanoe Bonomi] και Λουίτζι Φάκτα [Luigi Facta] απέτυχαν να ανακόψουν την πορεία του.

Πορεία στη Ρώμη

Τον Οκτώβριο του 1923 ο Μουσολίνι απαιτούσε να του ανατεθεί ο σχηματισμός κυβερνήσεως για να σώσει την Ιταλία από τον κομμουνισμό, ενώ οι φασίστες είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται ανάμεσα στην Μπολόνια και στη Ρώμη. Ο φιλελεύθερος πρωθυπουργός Λουίτζι Φάκτα, που τελούσε υπό παραίτηση, ανησύχησε και διέταξε την κήρυξη της αιώνιας πόλης σε κατάσταση πολιορκίας στις 27 Οκτωβρίου. Την επόμενη ημέρα, στις 28 Οκτωβρίου ο Μουσολίνι οργάνωσε την «Πορεία προς τη Ρώμη» [«Marcia su Roma»] και πραγματοποίησε τη διαδρομή Μιλάνο-Ρώμη με τη νυκτερινή ταχεία, ενώ οι οπαδοί του μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς στην πρωτεύουσα και πήραν μέρος σε μια τελετουργική παρέλαση. Στις 31 Οκτωβρίου 100.000 Μελανοχίτωνες, μέλη των Φασιστικών Φαλάγγων, αφού παρελαύνουν τελετουργικά, εισέρχονται στη Ρώμη και παρατάσσονται απέναντι από την αστυνομία και τους Κυανοχίτωνες του βασιλικού στρατού. Ο Βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ [Vittorio Emanuele III], ευρισκόμενος σε αδυναμία να ελέγξει την κατάσταση παρέδωσε την εξουσία στον Μουσολίνι, τον οποίο όρισε πρωθυπουργό και στο κοινοβούλιο υποστηρίχθηκε από τους Φιλελεύθερους. Αμέσως εισήγαγε διατάξεις λογοκρισίας, τροποποίησε το εκλογικό σύστημα και ανέδειξε τον Φασισμό ως πολιτική θεωρία και κρατική οργάνωση.

Πρωθυπουργός

«La difesa della razza»

Το 1923, διέταξε το βομβαρδισμό και κατέλαβε για ένα μήνα την Κέρκυρα, όταν άγνωστοι δολοφόνησαν Ιταλούς στρατιώτες, μέλη της Διεθνούς Επιτροπής για τη διευθέτηση προβλήματος μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας, στην Ελληνοαλβανική μεθόριο. Τότε ο Μουσολίνι θεώρησε υπεύθυνη για τις δολοφονίες την Ελληνική κυβέρνηση από την οποία απαίτησε ηθική ικανοποίηση και οικονομική αποζημίωση. Όταν η Ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε να παράσχει οποιαδήποτε ικανοποίηση, δηλώνοντας ότι η Ελλάδα δεν έχει καμία σχέση με το γεγονός, ο Μουσολίνι διέταξε τον ιταλικό στόλο να βομβαρδίσει την Κέρκυρα. Επιπλέον, με την καταδίκη από την Κοινωνία των Εθνών του γεγονότος του βομβαρδισμού, απείλησε με απόσυρση της Ιταλίας από τον Οργανισμό. Λίγο αργότερα εγκαθίδρυσε φιλοϊταλικό καθεστώς στην Αλβανία, την οποία υπήγαγε, ουσιαστικά, σε ιταλική διοίκηση, ενώ επέβαλε πλήρη Ιταλικό διοικητικό έλεγχο στη Λιβύη, η οποία από το 1912, βρισκόταν σε κατάσταση χαλαρής αποικιακής εξαρτήσεως από την Ιταλία.

Στις 27 Ιανουαρίου 1924, υπέγραψε τη Συνθήκη της Ρώμης με τη Γιουγκοσλαβία, βάσει της οποίας το Φιούμε, η σημερινή πόλη Ριέκα της Κροατίας, περιήλθε στην Ιταλία, ενώ τον ίδιο χρόνο η δολοφονία του σοσιαλιστή βουλευτή Τζιάκομο Ματτεότι [Giacomo Matteotti], υπήρξε η αρχή μιας χρονικά παρατεταμένης πολιτικής κρίσεως στην Ιταλία. ο Μουσολίνι επικράτησε στην εκλογική αναμέτρηση τον Απρίλιο του 1924, συγκεντρώνοντας το 64% των ψήφων, ενώ τον Ιούνιο του 1924 τα πολιτικά κόμματα αποχώρησαν από τη Βουλή, θεωρώντας ότι έτσι «εκβιάζουν» για τον τερματισμό της βίας. Η περίοδος γενικών αναταραχών έληξε στις αρχές του 1925, όταν ο Μουσολίνι ανέλαβε ολοκληρωτικά την εξουσία και διέλυσε τα πολιτικά κόμματα καθώς και τα μη φασιστικά συνδικάτα. Σταδιακά προχώρησε στη διάλυση του κοινοβουλίου και ίδρυσε, από τις εφεδρείες των Μελανοχιτώνων, τη Φασιστική Αστυνομία [Milizia]. Στις 31 Οκτωβρίου 1926, έπειτα από μία απόπειρα εις βάρος της ζωής του, ο Μουσολίνι εισήγαγε τη θανατική ποινή για συνωμοσία κατά της βασιλικής οικογένειας ή του αρχηγού του κράτους.

Το 1927, δέχθηκε την επίσκεψη του Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος στην ομιλία του στη Ρώμη είπε στον Μουσολίνι, «...Το κίνημά σας πρόσφερε υπηρεσία σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ο μεγάλος φόβος που διακατείχε τον δημοκρατικό ηγέτη ή ηγέτη της εργατικής τάξης ήταν η πιθανότητα να υπονομευτεί ή να υπερθεματιστεί από κάποιον πιο ακραίο από αυτόν. Φαίνεται ότι μια συνεχής μετακίνηση προς τα αριστερά, ένα είδος αναπόφευκτης διολίσθησης στην άβυσσο, ήταν το χαρακτηριστικό όλων των επαναστάσεων. Η Ιταλία έδειξε ότι υπάρχει ένας τρόπος να παλέψεις τις ανατρεπτικές δυνάμεις, ένας τρόπος που μπορεί να κινητοποιήσει την πλειοψηφία του κόσμου, η οποία κατάλληλα καθοδηγούμενη, μπορεί να εκτιμήσει και να θελήσει να υπερασπίσει την τιμή και τη σταθερότητα των πολιτισμένων κοινωνιών. Η Ιταλία παρείχε το απαραίτητο αντίδοτο στο ρώσικο δηλητήριο. Από δω και στο εξής, κανένα μεγάλο έθνος δεν θα μείνει χωρίς το έσχατο μέσο προστασίας απέναντι στην ανάπτυξη καρκινωμάτων… Αν ήμουν Ιταλός θα ήμουν με όλη την καρδιά μαζί σας, από την αρχή μέχρι το τέλος, στη θριαμβευτική σας μάχη ενάντια στις βάρβαρες ορέξεις και τα πάθη του Λενινισμού...» [2].

Το 1929, θέλοντας να αποδυναμώσει την επιρροή της Εκκλησίας, έρχεται σε συμβιβασμό με τον πάπα και με τις συμφωνίες του Λατερανού, κονκορδάτο αλληλοαναγνωρίσεως μεταξύ του Παπικού Κράτους του Βατικανού και του Βασιλείου της Ιταλίας, παραχώρησε πλήρη εξουσία στο Βατικανό, υπό τον όρο ότι δεν θα αναμειγνύεται στα κοινά. Ο Μουσολίνι ασπάστηκε σταδιακά τις απόψεις του δόγματος της άκρας επιθετικότητας και του επεκτατικού εθνικισμού. Στις 14 Ιουνίου 1934 ο Αδόλφος Χίτλερ ταξίδεψε στην Βενετία, πραγματοποιώντας την πρώτη του επίσκεψη στο εξωτερικό ως καγκελάριος της Γερμανίας, καθώς τον ανησυχούσε η προοπτική μιας συμμαχίας Γαλλίας-Σοβιετικής Ένωσης, και επιδίωκε να την εξουδετερώσει με μια συμφωνία με τον Μπενίτο Μουσολίνι.

Το 1935, η Ιταλία συμμετείχε στη Διάσκεψη της Στρέζα [Stresa] και ο Μουσολίνι βοήθησε στη δημιουργία ενός αντιγερμανικού μετώπου, επιδιώκοντας να υπερασπίσει την ανεξαρτησία της Αυστρίας. Τον Οκτώβριο του 1935 εισέβαλε στην Αβησσυνία, τη σημερινή Αιθιοπία, και γρήγορα κατέλαβε την πρωτεύουσα της χώρας την Αντίς Αμπέμπα, όμως η καταδίκη της καταλήψεως της Αβησσυνίας από την Κοινωνία των Εθνών, τον υποχρέωσε να αναζητήσει συμμάχους και προχώρησε στη σύναψη συμμαχίας με τον Αδόλφο Χίτλερ, τον Γερμανό Φύρερ. Το 1936, με την κήρυξη του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, ο Μουσολίνι μετατράπηκε σε πρωταγωνιστή του αντικομμουνιστικού αγώνα στην Ευρώπη και εγκατέστησε αεροναυτική βάση στις Βαλεαρίδες νήσους, με την οποία ήλεγχε τη Δυτική Μεσόγειο. Παράλληλα, πρόσφερε βοήθεια στους Ισπανούς στρατηγούς, στους οποίους διέθεσε τεράστιες ποσότητες στρατιωτικού υλικού δωρεάν, ενώ απέστειλε και Ιταλούς εθελοντές, οι οποίοι αφού αποβιβάστηκαν στην Σεβίλλη, συμμετείχαν στις μάχες μετά την αποβίβασή τους στη Σεβίλλη. Η Κοινωνία των Εθνών, υπό την πίεση της Μεγάλης Βρετανίας, αρνήθηκε να εξετάσει τα στοιχεία που αποδείκνυαν τη συμμετοχή της Ιταλίας στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, την ώρα που Ιταλικά αεροπλάνα υπερίπτανται των εδαφών των γαλλικών αποικιών Μαρόκου και Αλγερίας, βοηθώντας τον Φρανθίσκο Φράνκο, ενώ Ιταλοί αριστεροί πολέμησαν με το σώμα των «Γκαριμπάλντι» των Διεθνών Ταξιαρχιών. Σταδιακά οι σχέσεις του Μουσολίνι με τον Φράνκο μεταβλήθηκαν, αρχικά σε αδιάφορες και στη συνέχεια σε σχέσεις μίσους, όταν ο ένας επέρριπτε στον άλλον τις ευθύνες για τις χαμένες μάχες του πολέμου.

Το 1938, ο Μουσολίνι αδιαφόρησε όταν ο Αδόλφος Χίτλερ κατέλαβε την Αυστρία, την οποία ως τότε θεωρούσε χώρα που ανήκε στην ιταλική σφαίρα επιρροής, και λίγο αργότερα οι Άγγλοι ζήτησαν από τον Μουσολίνι να επέμβει και να πείσει τον Χίτλερ να δεχτεί συμβιβασμό. Το Σεπτέμβριο του 1938, συγκλήθηκε η Διάσκεψη του Μονάχου και στη διάρκεια της ο Μουσολίνι έπεισε τον Αδόλφο Χίτλερ, με αντάλλαγμα την κατοχή της Τσεχοσλοβακίας από τους Γερμανούς, να συνυπογράψει συνθήκη ειρήνης με την Αγγλία του πρωθυπουργού Νέβιλ Τσάμπερλεν και τη Γαλλία.Τον ίδιο χρόνο οι Arturo Donaggio και Edoardo Zavattari υπέγραψαν «Το Μανιφέστο της Φυλής», αν και πολλοί ισχυρίζονται [3] ότι είναι γραμμένο από τον ίδιο τον Μουσολίνι, που αποτελεί την επίσημη θέση της φασιστικής Ιταλίας σχετικά με το λεγόμενο «φυλετικό ζήτημα» και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στις 15 Ιουλίου του 1938 στην εφημερίδα Giornale d’Italia. Το μανιφέστο προετοίμασε τους σχετικούς νόμους της κυβερνήσεως του Μουσολίνι, σύμφωνα με τους οποίους οι Εβραίοι έχαναν την Ιταλική υπηκοότητα και δεν μπορούσαν να εργαστούν σε κυβερνητικές θέσεις ενώ απαγορευόταν οι σχέσεις και οι γάμοι μεταξύ Ιταλών και Εβραίων ή Αφρικανών. Μετά τρεις βδομάδες, στις 5 Αυγούστου, έκανε την εμφάνισή του ένα πολυτελές 44σέλιδο δεκαπενθήμερο περιοδικό, με τον τίτλο Η υπεράσπιση της Φυλής, που τυπωνόταν με φωτοχαρακτική, υπό την επιμέλεια του φασίστα δημοσιογράφου Τελέσιο Ιντερλάντι [4].

Τον Μάιο του 1939 ο Μουσολίνι κολακευμένος από το άνοιγμα του Χίτλερ προς την Ιταλία, υπέγραψε την πολεμική συμμαχία των δύο χωρών, που ο ίδιος ονόμασε «Άξονα». Όταν εξαγγέλθηκε το Χαλύβδινο Σύμφωνο ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι φέρεται να συμφώνησαν στο διαμελισμό της Μακεδονίας, σε Ανατολική και Δυτική, την οποία θα έλεγχαν Γερμανοί και Ιταλοί αντίστοιχα, χρησιμοποιώντας ως στρατούς κατοχής του Βούλγαρους και τους Αλβανούς. Η πληροφορία ανάγκασε τον Ιωάννη Μεταξά να συνταχθεί με την Αγγλική εξωτερική πολιτική. Ο Μουσολίνι προχώρησε στη δίωξη των Εβραίων, στους οποίους ως τότε επιτρεπόταν να κατέχουν υψηλές θέσεις στο φασιστικό κόμμα, καθώς και τη δημιουργία καθεστώτος φυλετικών διακρίσεων, ενώ ο Ιταλός βασιλιάς, Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄, προχώρησε στην συνυπογραφή του σχετικού νόμου. Τον ίδιο χρόνο τα μέλη της «TIGR», μιας σλοβενικής αντιφασιστικής ομάδος, σχεδίασαν να δολοφονήσουν τον Μουσολίνι στο Kobarid, όμως απέτυχαν.

Το επόμενο διάστημα ο Μουσολίνι εξήγγειλε την πρόθεσή του για προσάρτηση της Μάλτας, της Κορσικής και της Τυνησίας και τον Απρίλιο του 1939, κατέλαβε την Αλβανία. Στις 10 Ιουνίου 1940, μετά την πτώση της Γαλλίας, κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της όπως και εναντίον της Αγγλίας, από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου Palazzo Venezia, ενώ σχεδίασε για τον Σεπτέμβριο του 1940, χωρίς την σύμφωνη γνώμη του Επιτελείου του, τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδος, ο οποίος πήρε παράταση ενός μήνα και ξεκίνησε το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου. Η Ιταλία εξελίχθηκε στον αδύναμο κρίκο του «Άξονα», η επίθεση στην Ελλάδα που κατέληξε σε δεινή και ατιμωτική ήττα στα βουνά της Πίνδου ανέδειξε την Ιταλική αδυναμία, ενώ οι δυνάμεις της υπέστησαν πανωλεθρία και απωθήθηκαν στην αλβανική ενδοχώρα, χάνοντας το 1/3 της εδαφικής εκτάσεως της Αλβανίας, ώσπου τον Απρίλιο του 1941, έσωσε την κατάσταση για την Ιταλία, η επέμβαση των γερμανικών στρατευμάτων. Ο Μουσολίνι ακολούθησε τον Αδόλφο Χίτλερ και τη Γερμανία στην κήρυξη του πολέμου κατά της Σοβιετικής Ένωσης τον Ιούνιο του 1941 καθώς και κατά των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, ενέργεια με την οποία έστρεψε εναντίον του την τεράστια Ιταλική κοινότητα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

«La difesa della razza»

Το περιοδικό «La difesa della razza» εκδόθηκε στις 5 Αυγούστου του 1938 και ανάμεσα στους συντάκτες της εκδόσεως, εκτός από τον Τελέσιο Ιντερλάντι, βετεράνο φασίστα δημοσιογράφο, υπήρχαν τρεις καθηγητές του Πανεπιστημίου της Ρώμης, ο Γκουίντι Λάντρα, ανθρωπολόγος, ο Μαρτσέλο Ρίτσι, ζωολόγος, ο Λίνο Μπουσίνκο, παθολόγος, καθώς και ο καθηγητής Λίντιο Τσιπριάνι, ο πιο διάσημος της ομάδας, διευθυντής του Εθνικού Μουσείου Ανθρωπολογίας και Εθνολογίας της Φλωρεντίας. Αργότερα, από το τρίτο τεύχος και μετά, μπήκε στη συντακτική ομάδα και ο Λεόνε Φράντσι, παιδίατρος στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Από το 1942, εργάστηκε ως αρχισυντάκτης στο περιοδικό ο Τζόρτζιο Αλμιράντε, μετέπειτα συνιδρυτής και ηγέτης του M.S.I. του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος. Το περιοδικό, που προωθούσε τις ρατσιστικές θέσεις του Ιταλικού καθεστώτος, πωλούνταν μια λίρα και η κυκλοφορία των πρώτων τεσσάρων τευχών έφτανε τα 130.000 με 150.000 αντίτυπα. Διαφήμιζε τρεις από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ιταλίας, την Banca Commerciale Italiana, την Credito Italiano, και την Banco di Sicilia, δύο ασφαλιστικές εταιρίες, τη Riunione Adriatica di Sicurtà, και την Istituto Nazionale delle Assicurazione και δύο βιομηχανικές φίρμες, τη Società E. Breda, και την Officine Villar Perosa.

Το πρώτο τεύχος του περιοδικού, που εμφανίστηκε στις 5 Αυγούστου του 1938, όπως και τα δύο επόμενα, είχαν εξώφυλλο που απεικόνιζε μια ρωμαϊκή προτομή, κατά τους εκδότες ύψιστη έκφραση του ανθρώπου, χωρισμένο από ένα ατσάλινο σπαθί από μια γαμψομύτικη καρικατούρα Εβραίου του 3ο αιώνα μ.Χ. και μια λαμπερή και χαντροστολισμένη Αφρικανή γυναίκα από την Αιθιοπία με νεγροειδή χαρακτηριστικά. Αυτή η φωτογραφική σύνθεση, αντιπροσωπευτική του ρατσιστικού χαρακτήρα του περιοδικού, έγινε το επίσημο έμβλημά του, και αναπαράχθηκε πολλές φορές στις σελίδες των επόμενων φύλλων. Αμέσως μετά την έκδοση του πρώτου τεύχους ο Μουσολίνι δέχτηκε τον Ιντερλάντι στο γραφείο του. Σ' αυτή τη συνάντηση που έλαβε χώρα μεταξύ 5 και 7 Αυγούστου, ο Ντούτσε λέγεται ότι εξέφρασε την ικανοποίησή του για την έκδοση κι έδωσε κατευθύνσεις για τη μελλοντική εξέλιξη του εγχειρήματος.

Δημοκρατία του Σαλό

Οι στρατιωτικές αποτυχίες και στη συνέχεια η αποβίβαση των συμμαχικών στρατευμάτων στη Σικελία τον Ιούλιο του 1943 έστρεψε εναντίον του το σύνολο των μελών του κόμματος. Την νύχτα της 24ης Ιουλίου ο Μουσολίνι συγκάλεσε το «Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο» [«Gran Consiglio del Fascismo»], το οποίο αποτελείτο κυρίως από πιστούς συντρόφους του από τα πρώτα χρόνια που ιδρύθηκε το φασιστικό κόμμα. Στο συμβούλιο ο Ντίνο Γκράντι, ένας από τους «πιονέρους» του φασισμού και αφοσιωμένος φίλος του Μουσολίνι εξαπέλυσε λεκτική επίθεση εναντίον του, ζητώντας από τον βασιλιά, Βίκτωρα Εμμανουήλ Γ΄ να αναλάβει την πλήρη συνταγματική του εξουσία. Ουσιαστικά, επρόκειτο για μια άρση της εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Μουσολίνι από το κόμμα που ο ίδιος είχε δημιουργήσει. Οι συναγωνιστές του τάχθηκαν εναντίον του Μουσολίνι με ψήφους 19 κατά έναντι 7 υπέρ , μεταξύ όσων τον καταψήφισαν ήταν και ο γαμπρός του, ο Γκαλεάτσο Τσιάνο.

Ο Βασιλιάς Βιττόριο Εμμανουέλε ΙΙΙ, κάλεσε το Μουσολίνι στα Ανάκτορα και του αφαίρεσε κάθε εξουσία, ενώ κατά την έξοδό του συνελήφθη από τη βασιλική φρουρά σκαλιά του παλατιού κι αφού επιβιβάστηκε βίαια σε ένα νοσοκομειακό όχημα, εξορίστηκε, σε καθεστώς πλήρους απομονώσεως. Κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων μηνών και ενώ ήταν κρατούμενος, μεταφερόταν από μέρος σε μέρος για να μην τον βρουν οι Γερμανοί σύμμαχοί του και τελικά μεταφέρθηκε στο θέρετρο του Γκραν Σάσο [Gran Sasso] στη περιοχή του Αμπρούτσο, στα Αβρούζια Όρη της κεντρικής Ιταλίας. Ο αντικαταστάτης του Μουσολίνι, ο στρατάρχης Πιέτρο Μπαντόλιο, διακήρυξε τη συνέχιση του πολέμου, όμως στις 4 Ιουνίου 1943 τα συμμαχικά στρατεύματα εισήλθαν στη Ρώμη και στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, ο Μπαντόλιο αφού υπέγραψε ανακωχή με τους Συμμάχους, εγκατέλειψε την πόλη μαζί με τη Ιταλική βασιλική οικογένεια.

Σε αντίποινα για την ιταλική ανακωχή και τη συνθήκη παραδόσεως της χώρας, οι Γερμανοί εξαπέλυσαν την επιχείρηση Axis, η οποία περιλάμβανε τον άμεσο αφοπλισμό των ιταλικών μονάδων και την πλήρη εξόντωση όσων αντιστέκονταν, ενώ Γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο βόρειο τμήμα της Ιταλίας και το κατέλαβαν. Παράλληλα, Γερμανοί αλεξιπτωτιστές με διοικητή τον Ότο Σκορτσένυ, απελευθέρωσαν τον Μπενίτο Μουσολίνι, τον οποίο φυγάδευσαν στα εδάφη που τελούσαν υπό Γερμανική κατοχή, όπου τέθηκε επικεφαλής της επονομαζόμενης «Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας» [«Repubblica Sociale Italiana»] γνωστής ως «Δημοκρατίας του Σαλό», από το όνομα της πόλεως Salò της βόρειας Ιταλίας, όπου είχε έδρα η κυβέρνηση. Την ίδια περίοδο ο Μουσολίνι, προχώρησε στην εξόντωση αρκετών από όσους απομακρύνθηκαν από κοντά του, όπως ο γαμπρός του Γκαλεάτσο Τσιάνο [Galeazzo Ciano], ενώ τότε έγραψε και την αυτοβιογραφία του με τίτλο

  • «Η Άνοδος και η Πτώση μου».

Το τέλος του

Ο Μπενίτο Μουσολίνι συζητά με τον Αδόλφο Χίτλερ και τον Μέγα Ναύαρχο Καρλ Ντένιτς. Η φωτογραφία είναι από την τελευταία συνάντηση μεταξύ των δυο ηγετών, στις 22 Ιουλίου 1945, λίγες ώρες μετά την δολοφονική απόπειρα εναντίον του Χίτλερ.

Η σύλληψη του

Στις 27 Απριλίου 1945, λίγο πριν την είσοδο των συμμαχικών στρατευμάτων στο Μιλάνο, ενώ ο Μουσολίνι, η ερωμένη του Κλαρέττα Πετάτσι [Claretta Petacci] και όσοι τους συνόδευαν ταξίδευαν κρυμμένοι σε μια γερμανική φάλαγγα, η οποία κατευθυνόταν στην πόλη Κιαβένα [Chiavenna] με σκοπό τη διαφυγή τους στην Ελβετία. Στο ορεινό πέρασμα του Μούσε έπεσαν σε ενέδρα των παρτιζάνων κι άρχισαν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον αρχηγό των ανταρτών και τον Γερμανό λοχαγό, που κράτησαν έξι ώρες και κατέληξαν στη συμφωνία να γίνει έλεγχος από τους παρτιζάνους και να περάσουν μόνο οι Γερμανοί. Οι Ιταλοί φασίστες θα έμεναν πίσω να δικαστούν, συμφωνία που αποδέχθηκε ο λοχαγός Φολμάγιερ. Όμως με διαταγή του, πριν αρχίσει ο έλεγχος, έδωσαν στρατιωτικά ρούχα στον Μπενίτο και στην Κλάρα και τους ανέβασαν σ’ ένα φορτηγό να παριστάνουν τους Γερμανούς φαντάρους. Όταν η γερμανική φάλαγγα απομακρύνθηκε ο Νίκολας Μπομπάτσι, υπουργός του Μουσολίνι, ρώτησε τον επικεφαλής του αποσπάσματος:
«Ξέρετε ότι, μαζί με τους Γερμανούς, αφήσατε να περάσουν κι ο Μουσολίνι με την Κλάρα του;».

Μόλις η γερμανική φάλαγγα έφτασε στο χωριό Ντόνγκο, μόλις δυο χιλιόμετρα από τα ιταλοελβετικά σύνορα, ο κόμης Περλουίτζι Μπελίνι ντέλε Στέλε ζήτησε να επαναληφθεί ο έλεγχος. Ο Μουσολίνι έκανε τον μεθυσμένο φαντάρο κι η Κλάρα πως τάχα κοιμόταν. Τους κατέβασαν, όμως, και τους στοίβαξαν σ’ ένα καμιόνι, μαζί με την οικογένεια Πετάτσι, που άδικα διαμαρτύρονταν ότι είναι Ισπανοί. Το βράδυ της συλλήψεως του Μουσολίνι, ο Σάντρο Περτίνι, ο ηγέτης των Σοσιαλιστών ανταρτών στη βόρεια Ιταλία και μετέπειτα πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας, ανακοίνωσε στο Ράδιο Milano ότι, «...Ο επικεφαλής αυτής της συμμορίας των παραβατών, ο Μουσολίνι, που μαζί με τον με εχθρό και με φόβο προσπάθησε να διασχίσει τα σύνορα της Ελβετίας, συνελήφθη. Θα πρέπει να παραδοθεί στο δικαστήριο του λαού, ώστε να μπορεί να τον κρίνει γρήγορα. Αυτό θέλουμε, ακόμα κι αν νομίζουμε ότι η εκτέλεση από μια διμοιρία, είναι πάρα πολύ μεγάλη τιμή για αυτόν τον άνθρωπο. Θα άξιζε να σκοτωθεί σαν ψωριάρικο σκυλί...».

Η δολοφονία του

Περισσότεροι από πενήντα φασίστες ηγέτες με τις οικογένειές τους ανακαλύφθηκαν στο κομβόι και συνελήφθησαν από τους αντάρτες, που τους οδήγησαν σε ένα κοντινό αγρόκτημα, όπου ο Μουσολίνι και η Πετάτσι πέρασαν το υπόλοιπο της νύχτας και το μεγαλύτερο μέρος της επόμενης ημέρας. Ο Παλμίρο Τολιάτι που εκπροσωπούσε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας στην Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, κάλεσε τον λογιστή Βάλτερ Αουντίσιο, και του έδωσε σαφείς εντολές. Το μεσημέρι της 27ης Απριλίου, ο συνταγματάρχης Βαλέριο εκτελούσε τη διαταγή να μεταφέρει τον Μουσολίνι, την ερωμένη του και τους άλλους στο Μιλάνο, να δικαστούν. Όμως οι αντάρτες τους ακινητοποίησαν, την ώρα που έκαναν βόλτα στον κήπο, όπου στήθηκε ένα πρόχειρο λαϊκό δικαστήριο. Όταν άκουσε την ποινή του θανάτου, η Πετάτσι πέρασε τα χέρια της γύρω από τον Μουσολίνι και φώναξε, «Όχι, δεν πρέπει να πεθάνει». Εκείνη τη στιγμή ο εκτελεστής τους την πυροβόλησε και η Κλάρα έπεσε κάτω. Ο Μουσολίνι τότε, άνοιξε το σακάκι του και φώναξε, «Ρίξε μου στο στήθος!». Ο λογιστής Βάλτερ Αουντίσιο, γνωστός στην αντίσταση με το ψευδώνυμο συνταγματάρχης Βαλέριο, που σημάδευε τον Μουσολίνι, πυροβόλησε, εκείνος έπεσε όμως δεν ήταν νεκρός, έτσι τον πυροβόλησε ξανά στο στήθος ώσπου να σιγουρευτούν οι αντάρτες. Εκτελέστηκαν στο Giulino di Mezzegra το Σάββατο 29 Απριλίου 1945 μαζί με 16 ακόμη άτομα, τα περισσότερα μέλη της κυβέρνησης του Σαλό, κοντά στο χωριό Ντόγκο στη λίμνη Κόμο λίγο πριν τα ελβετικά σύνορα.

Οι σοροί τους πετάχθηκαν στο πίσω μέρος ενός φορτηγού και αφού μεταφέρθηκαν, κρεμάστηκαν ανάποδα από μικρή ομάδα ανταρτών, στην Πιατσάλε Λορέτο [Piazzale Loreto] του Μιλάνου, όπου και παρέμειναν ως την άλλη μέρα το πρωί, ενώ άλλοι δέκα Ιταλοί φασίστες ηγέτες εκτελέστηκαν τις επόμενες δύο νύχτες. όταν κατέβηκαν οι σωροί, το κεφάλι του Μουσολίνι είχε τοποθετηθεί πάνω στο στήθος της Κλάρας, που το σώμα της είχε αρκετές τρύπες από σφαίρες, ενώ διάσπαρτοι ήταν οι λεκέδες αίματος στη λευκή μπλούζα με βολάν που φορούσε. Το πρόσωπο του Μουσολίνι ήταν σταχτί γκρι, βαριά παραμορφωμένο, φορούσε στρατιωτικό μπουφάν και γκρι παντελόνι ιππασίας της ιταλικής πολιτοφυλακής, το οποίο είχε μια μικρή κόκκινη λωρίδα στις πλευρές. Το σώμα του, είχε κακοποιηθεί βάναυσα και ήταν καλυμμένο με βρωμιά, ενώ φορούσε ακόμη τις ψηλές μαύρες μπότες. Η θύελλα διαμαρτυριών που ξέσπασε κατά του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας κόπασε σύντομα, ενώ ο Ουίνστον Τσώρτσιλ έγραψε στα απομνημονεύματά του, «Ο Βαλέριο μας απάλλαξε από μια ιταλική Νυρεμβέργη».

Πολιτικές / Ιδεολογικές θέσεις

Στράφηκε εναντίον των σοσιαλιστών, του κοινοβουλευτισμού και των τεκτόνων, των οποίων διέλυσε όλες τις στοές. Στις 21 Απριλίου 1923 κατάργησε την αργία της Πρωτομαγιάς και ανακήρυξε εθνική γιορτή της Ιταλίας την ημέρα της ιδρύσεως της Ρώμης. Ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα και εφάρμοσε μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση, τη γεωργία, το εμπόριο και τη βιομηχανία με εξαιρετικά αποτελέσματα. Υπήρξε σκληρός αντικληρικαλιστής, αντικαπιταλιστής και αντιμοναρχικός, αντιτάχθηκε στο μαρξισμό, το φιλελευθερισμό και το συντηρητισμό, ενώ δανείστηκε θέσεις και ιδέες και από τις τρεις ιδεολογίες. Ο φασισμός του απέρριπτε τις αρχές της πάλης των τάξεων και του διεθνισμού των εργαζομένων, τις οποίες θεωρούσε απειλές στην εθνική ή φυλετική ενότητα. Απέρριπτε τα δόγματα της προσωπικής ελευθερίας των πολιτών και των πολιτικών δικαιωμάτων, του κομματικού και πολιτικού πλουραλισμού καθώς και της αντιπροσωπευτικής κυβερνήσεως, όμως μέσω των συντεχνιών υποστήριζε την ευρεία λαϊκή συμμετοχή στην πολιτική. Με νόμο που δημοσιεύθηκε στις 3 Απριλίου 1926, δημιούργησε μια ενιαία συνδικαλιστική οργάνωση, την «Εθνική Συνομοσπονδία Φασιστικών Ενώσεων», ενώ ο «κορπορατιβισμός», δικό του ιδεολογικό δημιούργημα, του επέτρεψε να ελέγχει το σύνολο των επαγγελματικών οργανώσεων ως εξισορροπιστής στις αντιθέσεις των κοινωνικών τάξεων.

Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου κατόρθωσε να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των Ιταλών και πέτυχε την εκβιομηχάνιση της χώρας. Πολλοί τον κρίνουν, μιλώντας για ένα συντηρητικό, αντιλαϊκό κι αντεπαναστατικό καθεστώς, όμως όπως είπε ο Αδόλφος Χίτλερ, ο Μουσολίνι είναι ο «...μόνος άξιος άνθρωπος στην Ιταλία» και η αξία του αποδείχθηκε απ’ το ότι πήρε στα χέρια του μια διαλυμένη χώρα και την μετέτρεψε σε μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις στην Ευρώπη. Ο Αδόλφος Χίτλερ είχε εξαιρετική άποψη για τον Μουσολίνι για τον οποίο είπε, «..Ο Ντούτσε ήταν καθ' όλα ίσος μου και, ίσως, από μερικές απόψεις ανώτερός μου...», όμως οι υπερφίαλες απαιτήσεις του και η εμμονή του στην άποψη να ανασυστήσει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τον οδήγησαν στον πόλεμο με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα για τη χώρα του. Ανάλογη ήταν και η εκτίμηση που έτρεφε στο πρόσωπο του Μουσολίνι ο Βλαδίμηρος Λένιν, που είχε πει ότι, «...Οι Ιταλοί σύντροφοι άφησαν να φύγει μέσα από τα χέρια τους ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να κάνει επανάσταση στην Ιταλία...».

Στο πρόγραμμα που ψηφίστηκε στο Α' Συνέδριο των «Fasci Italiani di Combattimento», προβλέπονται, Εργατική συμμετοχή και πιο ειδικά συμμετοχή εργατικών αντιπροσώπων στην τεχνική διεύθυνση της βιομηχανίας και διατυπώνεται αίτημα για «τεχνικά εργατικά συμβούλια». Επίσης απαλλοτρίωση των πλουτοκρατών με τμηματικό τρόπο, κρατικοποίηση της πολεμικής βιομηχανίας, θέσπιση οκταώρου και κατώτερου ημερομισθίου, κατάσχεση των υπέρογκων κερδών που είχαν αποκομίσει οι πλουτοκράτες στην διάρκεια του πολέμου, ισότητα των δύο φύλων, αποκέντρωση, κατάργηση των τίτλων ευγενείας και καθιέρωση της αβασίλευτης δημοκρατίας, καθιέρωση εξωτερικής πολιτικής που να επιδιώκει την ειρήνη μεταξύ των κρατών.

Το 1919, υποστήριξε τις μεγάλες καταλήψεις εργοστασίων από τους εργάτες, ενώ Φασίστες ακτιβιστές θεώρησαν τα εργατικά συμβούλια και τα συνδικάτα σαν τα όργανα καταστροφής του καπιταλισμού και απολυτοποίησαν τη σημασία της Γενικής Απεργίας, άποψη στην οποία αντιτάχθηκαν οι θεωρητικοί του μαρξισμού, ενώ συνεργάτες του Μουσολίνι πρωτοστάτησαν σε κορυφαίες καταλήψεις όπως στο Ντάλμινε της επαρχίας του Μπέργκαμο. Χαρακτηριστικό της κοινωνικής διαστρωματώσεως και της εξαπλώσεςω των ιδεών του Φασισμού στην Ιταλική κοινωνία, είναι ότι το 1936, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα απηύθυνε έκκληση στους φασίστες της παλιάς πρώτης φρουράς, στους φασίστες που δεν έχουν ξεχάσει και δεν έχουν παραιτηθεί από τα αιτήματα του 1919, με σκοπό τη συνεργασία στην προσπάθεια ανατροπής του Μουσολίνι.

Θεωρήθηκε χαρισματικός και οραματιστής πολιτικός, ενώ η ρητορεία του έπεισε προσωπικότητες όπως τον Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο, τον Ουίνστον Τσώρτσιλ και τον Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος σε μια επιστολή προς τη σύζυγό του Γαλάτεια αναφέρει, «...Ανυπομονώ να δω πού βρίσκεται τόρα η Ιταλία, τί πνεματικά ρέματα, τί ανησυχίες, τί προσπάθειες στην τέχνη και στη σκέψη. Ένα κανείς διακρίνει: την κυριαρχία του φασισμού. Και φασισμός είναι ένα μεγάλο κοινωνικό (όχι μονάχα πολιτικό) ρέμα που παρασύρει την νεολαία όλης της Ιταλίας. Όπως είναι ο μπολσεβικισμός ένα σύνθημα πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, πνεματικό κλπ. όμοια κι ο Φασισμός. Νέοι από 15 χρονών γυρίζουν τους δρόμους με τα μάβρα τους πουκάμισα, μάβρους σκούφους, σε διαρκή επιστράτεψη. Περιοδικά τέχνης πλήθος εκδίδονται με φασιστικό ιδανικό. Ίσως αφτό να μελετήσω είναι το κλειδί της σύχρονης πνεματικής Ιταλίας. Μπολσεβικισμός και φασισμός είναι οι δυο σύχρονοι πόλοι που περιστρέφεται η Εβρώπη. Ο Μουσολίνι είναι ίσως πολύ μεγαλήτερος απ' ό,τι ωστόρα συνηθίσαμε να θαρούμε. Πάντως αργότερα θα μπορέσω να κρίνω... τόρα Σου γράφω απλώς την πρώτη μου εντύπωση....». Το λαϊκίστικο στυλ του Μουσολίνι, το στρατιωτικό ντύσιμο, το πάντρεμα αριστερής και εθνικιστικής ρητορείας και οι επιτυχίες του στο εσωτερικό της χώρας κατά την δεκαετία του 1920, τον κατέστησαν δημοφιλή στους πολιτικούς ανά την Ευρώπη, με εξαίρεση τους μαρξιστές. Στην Ελλάδα ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξε ο μεγαλύτερος θαυμαστής της πολιτικής του Ντούτσε, είχε πει στον Νικόλαο Πλαστήρα «...Δυστυχώς, φίλε μου, Πλαστήρα, δεν είσαι Μουσσολίνι...» περισσότερο από τους αντιβενιζελικούς, ενώ ανάλογη υπήρξε και η άποψη του Νικολάου Πλαστήρα.

Πολλοί ιστορικοί ισχυρίζονται, ότι ο Μουσολίνι ήταν από την αρχή της πολιτικής σταδιοδρομίας του, πράκτορας της Βρετανικής Μυστικής Υπηρεσίας Ασφαλείας Μ15, με μισθό 100 Αγγλικές λίρες την εβδομάδα και ότι αυτή η σχέση ήταν ο λόγος που συνελήφθη από Εγγλέζους πράκτορες προς τη λήξη του Β” Παγκόσμιου πολέμου εκτελέσθηκε και παραδόθηκε στους Ιταλούς παρτιζάνους νεκρός, οι οποίοι τον κρέμασαν ανάποδα. Η εγγονή του Αλεσάνδρα Μουσολίνι, σημερινή αρχηγός του φασιστικού κόμματος της Ιταλίας, ζήτησε από το Ιταλικό κοινοβούλιο της αναψηλάφηση της υπόθεσης εκτέλεσης του με συνοπτικές διαδικασίες.

Εργογραφία

Έγραψε και δημοσίευσε πολλά δοκίμια για την γερμανική λογοτεχνία, κάποιες ιστορίες και τα έργα

  • «Claudia Particella, l'amante del Cardinal Madruzzo» [«The Cardinal’s Mistress» ή «Η ερωμένη του καρδιναλίου»], το οποίο δημοσίευσε μεταφρασμένο στα Αγγλικά.

Το έργο δημοσιεύθηκε, σε συνέχειες, στην εφημερίδα «Il Popolo» του Τρέντο, από τις 20 Ιανουαρίου έως τις 11 Μαΐου 1910. Το μυθιστόρημα ήταν έντονα αντικληρικό, και χρόνια αργότερα αποσύρθηκε από την κυκλοφορία, αφού ο Μουσολίνι έκανε ανακωχή με το Βατικανό.

  • «Giovanni Hous, il veridico», «Γιαν Χους, ο αληθινός προφήτης», to 1913.

Iστορική και πολιτική βιογραφία, για τη ζωή και την αποστολή του Τσέχου εκκλησιαστικού μεταρρυθμιστή Γιαν Χους, και των μαχητικών οπαδών του, τους Hussites. Κατά τη διάρκεια αυτής της σοσιαλιστικής περιόδου της ζωής του Μουσολίνι, χρησιμοποίησε μερικές φορές το ψευδώνυμο «Eιλικρινής αιρετικός [«Vero Eretico»].

  • «Η Άνοδος και η Πτώση μου», αυτοβιογραφικό, το οποίο είναι γραμμένο την εποχή της «Δημοκρατίας του Σαλό».

Μετέφρασε στην ιταλική γλώσσα τα έργα

  • «Αναμνήσεις Ενός Επαναστάτη», του Κροπότκιν,
  • «Ο Άνθρωπος και η Γη», του Ρεκλύ
  • «Η Γαλλική Επανάσταση», του Κροπότκιν.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Διαβάστε τα λήμματα

Παραπομπές

  1. [Η εφημερίδα «Il popolo d' Italia» [«Ο λαός της Ιταλίας»], εκδόθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1914 από τον Μπενίτο Μουσολίνι. Αρχικά υποστήριξε τις θέσεις του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, στο οποίο και ανήκε ο Μουσολίνι, όμως ακολούθησε την «πολιτική στροφή» του «Ντούτσε» και από το 1922 μετατράπηκε σε όργανο του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος. Συνέχισε την κυκλοφορία της έως την 26η Ιουλίου 1943, οπότε η αρνητική εξέλιξη του πολέμου για την Ιταλία επέφερε το κλείσιμο της. Έκτοτε, όποτε ο Μουσολίνι ήθελε να προχωρήσει σε διάγγελμα, δημοσίευε στην μέχρι σήμερα εκδιδόμενη «Corriere della Sera». Η εφημερίδα υποστήριξε τον Ιταλό εθνικιστή συγγραφέα Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο, ο οποίος ήταν ένας από τους σημαντικότερους πνευματικούς υποστηρικτές του φασιστικού καθεστώτος. Οι πρώτες εκδόσεις της εφημερίδας περιλάμβαναν αφιερώματα σε συνδικαλιστικά θέματα, δίπλα στην υποστήριξη εθνικών και πατριωτικών θέσεων, ενώ το 1920, δύο χρόνια πριν την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία, υποστήριζε την εργατική τάξη και τους εργαζομένους. Όταν στις 10 Ιουνίου 1940, η Ιταλία εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της Εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας οι πωλήσεις της εφημερίδας εκτινάχτηκαν στα 435.000 φύλλα, μένοντας έκτοτε σταθερά κοντά στις 400.000, ενώ πολλοί δημοσιογράφοι της κατέλαβαν δημόσια αξιώματα. Το βράδυ της 25ης προς την 26η Ιουλίου 1943, διαδηλωτές εισέβαλαν στην αίθουσα συντάξεως της, με σκοπό να εμποδίσουν την έκδοση του πρωινού φύλλου. Το φύλλο με το νούμερο 207 του έτους 1943, δεν εκδόθηκε ποτέ και την ίδια ημέρα, ο Πιέτρο Μπαντόλιο, νέος επικεφαλής της κυβερνήσεως, έθεσε την εφημερίδα εκτός νόμου.]
  2. [Απόσπασμα δημοσιευμένο στο βιβλίου «Arditi del Popolo Η ιστορία της πρώτης αντιφασιστικής οργάνωσης» του Tομ Μπεχάν.]
  3. [Αντονίνο Ρασπάντι, Οι Ρατσισμοί του Φασισμού.]
  4. [Ο Ιντερλάντι, ένας βετεράνος δημοσιογράφος ο οποίος το 1924 είχε ιδρύσει την εφημερίδα Il Tevere, δηλαδή Ο Τίβερης, σύντομα αναδείχθηκε σε πρωταγωνιστή του ρατσισμού και αργότερα έγραψε ένα βιβλίο πολεμικής με τίτλο Contra Judaeos, δηλαδή Κατά των Εβραίων, το οποίο περιλήφθηκε στη σειρά Biblioteca Razziale Italiana, δηλαδή Ιταλική Φυλετική Βιβλιοθήκη.]





Τζέραλντ Σμιθ