Ιούλιος Γαλβάνης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Ιούλιος Γαλβάνης Έλληνας γιατρός χειρουργός και οφθαλμολόγος, ένας από τους πρώτους χειρουργούς της νεότερης Ελλάδας, και Πανεπιστημιακός καθηγητής, γεννήθηκε το 1838 στη Ζάκυνθο και πέθανε στις 2 Σεπτεμβρίου 1901 [1] στη διάρκεια ενός κυνηγετικού περιπάτου στο Σούνιο. Η κηδεία του έγινε στις 5 το απόγευμα της Δευτέρας 3 Σεπτεμβρίου 1901, με δαπάνη του Πανεπιστημίου Αθηνών και τον επικήδειο εκφώνησε ο Σπυρίδων Μαγγίνας, καθηγητής της Ιατρικής Σχολής και Ακαδημαϊκός.

Ήταν παντρεμένος με την κόμισσα Ανδριανή Ρώμα-Γαλβάνη, κόρη του Καίσαρα και της Μαρίας Ρώμα και δεν είχαν αποκτήσει απογόνους.

Ιούλιος Γαλβάνης

Βιογραφία

Καταγόταν από ιταλική οικογένεια του Pione di Saggo, η οποία εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο τον 18ο αιώνα κι είχε έναν αδελφό, το Μάριο Γαλβάνη, σημαντικό και ιδιαίτερα γνωστό γιατρό στο Παρίσι. Παρακολούθησε τα μαθήματα του Γυμνασίου και αποφοίτησε από το ιδιωτικό Λύκειο Παπαδόπουλου στην Αθήνα. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και στο Παρίσι στη Γαλλία, όπου ειδικεύτηκε στη χειρουργική και επιστρέφοντας στην Ελλάδα, άσκησε την Ιατρική αρχικά στη Ζάκυνθο και αργότερα στην Αθήνα. Ήταν εξαιρετικός χειρουργός, αλλά και ευγενής, ανιδιοτελής και αφιλοχρήματος ως χαρακτήρας. την περίοδο μεταξύ 1864 έως το 1879, ασχολήθηκε με τη μελέτη της διφθερίτιδας, ενώ στη Συνεδρίαση της 15ης Δεκεμβρίου 1880 της «Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών» ανέφερε, «..Επιτυχή εγχείρησιν βρέφους 4 μηνών μετά συγγενούς ραιβοποδίας». Το 1879 βοήθησε τους αρχαιολόγους Σ. Φιντικλή και E. Καστόρχη, οι οποίοι μαζί με τον Λ. Φυτάλη και τον γλύπτη Siegel, πραγματοποιούσαν ανασκαφή στην περιοχή που είναι τοποθετημένος ο Λέων της Χαιρώνειας, για να εξετασθούν οι 254 σκελετοί από ιατρικής πλευράς και να βεβαιωθούν οι αιτίες του θανάτου των νεκρών [2]. Τον ίδιο χρόνο διορίστηκε καθηγητής της Χειρουργικής Παθολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όμως απολύθηκε από τη θέση του καθηγητή ύστερα από ένα μόλις έτος για πολιτικούς λόγους.

Το 1882, μετά τον θάνατο του καθηγητή Θεόδωρου Αρεταίου, διορίστηκε εκ νέου στην πανεπιστημιακή έδρα, έχοντας συνυποψήφιο τον Παύλο Ιωάννου, όμως προτιμήθηκε από την κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη και στις 16 Απριλίου 1884 διορίσθηκε -έπειτα από πρόταση της βασίλισσας Όλγας, διευθυντής της Χειρουργικής κλινικής στο νεοσύστατο Θεραπευτήριο «Ευαγγελισμός» στην Αθήνα. Δύο χρόνια αργότερα, το 1886, πραγματοποίησε την πρώτη κοιλιακή λαπαροτομία και το 1888 την πρώτη κολπική υστερεκτομή στην Ελλάδα, ενώ το 1890 εγχείρησε και θεράπευσε φυματιώδη περιτονίτιδα με λαπαροτομία, το 1895 φυματίωση τυφλού, το 1897 στομαχοτομία, το 1899 νεφροτομία και το 1900 διεκτομή στομάχου [3]. Το 1901 εφήρμοσε την πρώτη υπαραχνοειδή αναισθησία με κοκαΐνη στο Αρεταίειο Νοσοκομείο, η οποία αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από τη στοβαΐνη και τη νοβοκαϊνη. Σχετικά με την αναισθησία έγραψε, «..Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η μέθοδος αυτή έχει μεγάλο μέλλον καθ’ ότι προορίζεται να παρέχει μεγάλες υπηρεσίες στην πάσχουσα ανθρωπότητα και γι’ αυτό εκ πεποιθήσεως σας την συνιστώ...». Το 1901 κι ως το θάνατό του ήταν διευθυντής της Χειρουργικής Κλινικής στο Νοσοκομείο «Ελπίς», όπου είχε επιμελητή τον Νικόλαο Αλεβιζάτο που μόλις είχε επιστρέψει στην Ελλάδα από τις σπουδές του στο εξωτερικό.

Εργογραφία

Συνέγραψε έργα σχετικά με την ειδικότητα του, όπως,

  • «Εγχειρητική», το 1884, σε δύο τόμους, «Παρά τω Βιβλιοπώλει Κ.Μπεκ, οδός Ερμού Αθήναι». Το έργο περιγράφει στοιχεία χειρουργικών μεθόδων αναισθησίας, αιμοστατικών μεθόδων καθώς και τεχνικές ακρωτηριασμών.
  • «Θεραπεία της φυματιώσεως δια της χειρουργικής», το 1901.

Γαλβανικά

Στις 17 Δεκεμβρίου 1896, ο Γαλβάνης ζήτησε από τους φοιτητές να παρουσιάσουν ένα ιατρικό περιστατικό στο αμφιθέατρο, ενώπιον όλων των συναδέλφων τους [4]. Ήταν μια μέθοδος που θα βελτίωνε την ποιότητα της διδασκαλίας, αλλά ενώ στην Ιατρική φοιτούσαν 250 άτομα, οι ασθενείς του νοσοκομείου ήταν μόνο 70 και δεν επαρκούσαν για όλους και ο Γαλβάνης αρνείτο να τους χορηγήσει αποδείξεις, με αποτέλεσμα να καθυστερούν οι φοιτητές να πάρουν το πτυχίο τους. Μια επιτροπή επισκέφτηκε τον καθηγητή και αιτήθηκε τη μη εφαρμογή του μέτρου, όμως ο Γαλβανης αρνήθηκε λέγοντας στους φοιτητές ότι δεν δέχεται υποδείξεις κι ότι αυτοί ούτε επιθυμούν να σπουδάσουν ούτε έχουν ιδέα από την επιστήμη τους και ότι ατιμάζουν την Ελλάδα [5], κάτι που επιβεβαίωσε λέγοντας ότι το επαναλαμβάνει και στην αίθουσα να το ακούσουν όλοι, αν και αργότερα θέλησε να κατευνάσει τα πνεύματα λέγοντας ότι τα λεγόμενά του παρεξηγήθηκαν. Οι φοιτητές άρχισαν να αποδοκιμάζουν τον καθηγητή χτυπώντας τα πόδια τους, κάτι που προκάλεσε την παρέμβαση του διοικητή του νοσοκομείου. Η αντίδραση των φοιτητών ήταν να εκκενώσουν την αίθουσα.

Ο Γαλβάνης ενημέρωσε τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου για όσα έγιναν στην κλινική του και υποστήριξε ότι δεν εκστόμισε ύβρεις και ότι «...ουδέν άλλο έπραξεν ειμή να υποτιμήσει τους θορυβήσαντες και ατακτήσαντας χωρίς όμως να έχει την ελαχίστην πρόθεσιν δια της επιτιμήσεώς τους να προσβάλλει κάποιον από τους φοιτητές πράγμα το οποίο και εις τον χαρακτήραν του αντίκειτα...ι». Η Σύγκλητος αφού άκουσε τον καθηγητή, συνέταξε την ακόλουθη ανακοίνωση, «...Η Ακαδημαϊκή Σύγκλητος συνελθούσα εις συνεδρίασιν την 18η Δεκεμβρίου 1896 και εξετάσασα τα κατά την 17ην του μηνός γενόμενα εν τη κλινική του καθηγητού κ. Γαλβάνη, επείσθη ότι ουδέν συνέβη εκ των διαδοθέντων. Ο κ. Γαλβάνης επετίμησεν μόνον τους ατακτήσαντας εν τη παραδόσει του ουδαμώς δε εξεφράσθη κατά των ακροατών αυτού, πολλώ δε ολιγώτερον κατά του συνόλου των φοιτητών. Η Ακαδημαϊκή Σύγκλητος προτρέπει τους κ.κ. φοιτητάς να εξακολουθήσωσιν ησύχως το εαυτών έργον...».

Οι φοιτητικές ταραχές που ακολούθησαν είχαν ως αφορμή το λεκτικό επεισόδιο, όμως αιτία τους ήταν η αναταραχή που είχε προκαλέσει το Κρητικό ζήτημα. Οι ταραχές κράτησαν από τις 9 έως τις 19 Ιανουαρίου 1897, κι έμειναν γνωστές στην Ιστορία ως «Γαλβανικά» ή «Πανεπιστημιακά», Έληξαν με την επέμβαση της Χωροφυλακής αλλά και του Στρατού, υπό τη διοίκηση του Δημητρίου Μπαϊρακτάρη, που, με το βαθμό του Ταγματάρχη, ασκούσε καθήκοντα αστυνομικού διευθυντή Αθηνών. Στη συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου 1897 ο Πρύτανης Αναστάσιος Χρηστομάνος δέχθηκε έγγραφο του Μπαϊρακτάρη με το οποίο του ζητούσε ονομαστικό κατάλογο των φοιτητών «...των μη ακολουθούντων το μάθημα του καθηγητή Ι. Γαλβάνη, ίνα ούτω δυνηθώμεν να ανεύρωμεν τους υπαιτίους και καταδιώξωμεν αυτούς κατά τον νόμον...». Το αίτημα του το απέρριψε η Σύγκλητος θεωρώντας ότι το θέμα αφορά, «....την εσωτερικήν του Πανεπιστημίου τάξιν....» για τη οποία «...τόσο η Σύγκλητος όσο και η Πρυτανεία λαμβάνουν τα προσήκοντα μέτρα...». Εκτός των χώρων του Πανεπιστημίου και γύρω του υπήρχαν ισχυρές στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις υπό τις διαταγάς του Μπαϊρακτάρη, καθώς επίσης και φοιτητές οι οποίοι ενημέρωναν τους πολίτες για την κατάληψη και οργάνωναν συλλαλητήρια διαμαρτυρίας.

Σε ένα από τα συλλαλητήρια αυτά φοιτητές και πολίτες συγκρούσθηκαν ενόπλως [6] με τις αστυνομικές δυνάμεις στην οδό Σταδίου με αποτέλεσμα το θάνατο του μαθητή Βαρότση, τη σύλληψη και τον τραυματισμό δεκάδων φοιτητών και πολιτών. Μετά τα δραματικά αυτά γεγονότα και την ανεξέλεγκτη πλέον κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη των Αθηνών η Κυβέρνηση αποφάσισε να κηρύξει τους φοιτητές «εν στάσει» και να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής του στρατιωτικού νόμου. Τα γεγονότα έληξαν με τη μεσολάβηση του συντάκτη της εφημερίδας «Ακρόπολις» Δάσιου, του Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιου καθώς και ομάδας καθηγητών του Πανεπιστημίου με επικεφαλής τον καθηγητή Γεωργίου Μιστριώτη ο οποίος πληροφόρησε τους φοιτητές ότι έχει -δήθεν- την έγκριση της Κυβερνήσεως να τους ανακοινώσει ότι τα αιτήματά τους έγιναν αποδεκτά. Οι φοιτητές με επικεφαλής τον Μιστριώτη και τον Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιο αποχώρησαν από το Πανεπιστήμιο και κατευθύνθηκαν στην πλατεία του Κολωνακίου, όπου πληροφορήθηκαν ότι η Κυβέρνηση «...έλαβεν απόφασιν να καταδιώξη τους πρωταιτίους των επεισοδίων και εζήτα τας κλείδας όπως εγκαταστήση φρουράν εν τω πανεπιστημίω..». Την επομένη εγκαταστάθηκε στρατιωτική φρουρά στο Πανεπιστήμιο και πολλοί από τους φοιτητές οι οποίοι είχαν πρωταγωνιστήσει στα γεγονότα είχαν αρχίσει να καταζητούνται από την αστυνομία.

Διακρίσεις

Διατήρησε την έδρα μέχρι τον αιφνίδιο θάνατο του. Ήταν αντεπιστέλλον μέλος της Χειρουργικής Εταιρείας των Παρισίων καθώς και μέλος σε ιατρικές εταιρείες άλλων Ευρωπαϊκών χωρών. Είχε τιμηθεί με τα παράσημα του Ελληνικού και του Ρωσικού Ταξιάρχου, το παράσημο της Λεγεώνος της Τιμής, καθώς και με διακρίσεις και παράσημα άλλων χωρών. Προς τιμήν του, ένας μικρός αθηναϊκός δρόμος στα Πατήσια, κάθετος της Λεωφόρου Πατησίων, απέναντι από τη φοιτητική εστία, φέρει το όνομά του.

Το τέλος του

Έπασχε από στηθάγχη και υπέστη οξεία κρίση περί τις 11:30 το βράδυ της 1ης Σεπτεμβρίου, ενώ είχε κοιμηθεί ήσυχος. Λίγες μέρες πριν το θάνατο του είχε μεταβεί στο στο Σούνιο για κυνήγι. Παρά τις προσπάθειες των φίλων του εξέπνευσε ένα τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα. Η σορός του μεταφέρθηκε σιδηροδρομικά στην Αθήνα, όπου έφτασε στις 10 το πρωί και στο Σταθμό ήταν παρόντες τα μέλη της οικογενείας του, συνάδελφοι του καθηγηταί από το Πανεπιστήμιο, καθώς και ο Σπύρος Μερκούρης, τότε δήμαρχος της Αθήνας, ενώ ο καθηγητής της Ιατρικής Καλλιοντζής ταρίχευσε το σώμα του Γαλβάνη.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Ο θάνατος του Γαλβάνη Εφημερίδα «Σκριπ», Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 1901, σελίδες 1, 2 & 3
  2. Χαιρώνεια Η επιδίωξη της αναστήλωσης: Σαράντα χρόνια καθυστερήσεων
  3. [«Η αναισθησία τον 19ο αιώνα στην Ελλάδα»] Ιστορική μελέτη, Αρμένη Κωνσταντίνα, Κορρέ Μαρία, Θεολογής Θωμάς, Παπαδόπουλος Γεώργιος, Αναισθησιολογική Κλινική Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, «Ιατρικά Χρονικά Βορειοδυτικής Ελλάδος», τεύχος 1ο, σελίδα 6, Τόμος 8ος, 2011
  4. Η πρώτη παραβίαση πανεπιστημιακού ασύλου στην Ελλάδα
  5. [Ο καθηγητής Γαλβάνης είπε στην επιτροπή των φοιτητών που τον επισκέφθηκε για να του εκθέσει τα προβλήματα τους «…Είσθε ανάξιοι νά κατέχητε τάς φοιτητικός έδρας καί ατιμάζετε τήν Ελλάδα καί τό Έλληνικόν Πανεπιστήμιον» και οι φοιτητές του απάντησαν: «...Είσθε εσείς ανάξιος νά κατέχητε τήν καθηγητικήν έδραν τού Εθνικού Πανεπιστη­μίου...»]
  6. [Λαϊκός στιχοπλόκος τον Ιανουάριο του 1897 με αφορμή την κατάληψη του Πανεπιστημίου, έγραψε για τον τύπο του φοιτητή που είχε πρωταγωνιστήσει στην κατάληψη,
    «Με ρεβόλβερ στη μέση και κάμα
    σαν ιππότης κι' εγώ αληθής
    εις την αίθουσαν μπαίνω γενναίως
    και το μάθημα κόβω ευθύς.
    Αστυφύλαξ αν έρθη εμπρός μου
    κι' αστυνόμος κοντά μου σταθή
    του αλλάζω την πίστι στο ξύλο
    και του παίρνω ευθύς το σπαθί.
    Στο προαύλιο μέσα γυρίζω
    και γλυτώνω αλόγου κλωτσιές
    κι' αν ο πρύτανις κάπου προβάλλη
    ελευθέρως του δίνω βρισιές.
    Μες την αίθουσαν μπαίνω την νύχτα
    και προχώματα στήνω γερά
    και κοιμούμαι στο ένα μου πόδι
    ροκανώντας κουλούρια ξερά.
    Του πολέμου η ώρ' ανατέλλει
    και παιάνων ακούω σκοπό
    θέλω πρόβες πολέμου να κάνω
    τους αστυφύλακας των Αθηνών κτυπώ!»] Εφημερίδα «Ακρόπολις», αριθμός φύλλου 5334, 16 Ιανουαρίου 1897