Δημήτριος Μπαϊρακτάρης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης [1], Έλληνας αξιωματικός που αποστρατεύτηκε με το βαθμό Υποστρατήγου του Πεζικού, ο πρώτος αστυνομικός διευθυντής των Αθηνών, γεννήθηκε το 1832 στο Αγρίνιο και πέθανε από αποπληξία, λίγο μετά τις 10 το πρωί στις 27 Δεκεμβρίου 1904, στο σπίτι του στην οδό Βησσαρίωνος 6 στην Αθήνα. Η κηδεία του έγινε την Τρίτη 28 Δεκεμβρίου στις 2 μετά το μεσημέρι στον Ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών [2].

Ήταν παντρεμένος με την Πηνελόπη Μπαϊρακτάρη και από το γάμο του είχε αποκτήσει μία θυγατέρα, την Ερασμία.

Δημήτριος Μπαϊρακτάρης

Βιογραφία

Η καταγωγή της οικογένειας του ήταν από την περιοχή των χωριών του Σουλίου στην Ήπειρο, οι πρόγονοι του είχαν εγκατασταθεί στο Αγρίνιο και πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Μπαϊρακτάρης. Παρακολούθησε τα μαθήματα της βασικής εκπαιδεύσεως στο Αγρίνιο και στη συνέχεια το 1848, κατατάχθηκε στο 3ο Τάγμα Ακροβολιστών του Ελληνικού στρατού στο Μεσολόγγι ως απλός στρατιώτης. Με το βαθμό του Λοχία υπηρετούσε στην Πάτρα όπου εκτελούσε καθήκοντα Αστυνόμου το 1850, στα «Παρκερικά» γεγονότα, όταν ο Αγγλικός στόλος είχε αποκλείσει την Ελλάδα. Στο λιμάνι της Πάτρας ξυλοκόπησε άγρια δυο Άγγλους ναύτες και τους πέταξε στη θάλασσα γιατί πείραξαν μια Eλληνίδα και όταν οι ανώτεροι τους ζήτησαν εξηγήσεις για το συμβάν, ο Νομάρχης Αχαΐας τον μετέθεσε στο Ναύπλιο, προκειμένου να αποτρέψει διπλωματικό επεισόδιο.

Σύντομα προήχθη σε αξιωματικό του Πεζικού και από το Θεοδωράκη Γρίβα, μυήθηκε στο κίνημα για την εκθρόνιση του βασιλιά Όθωνα και το 1862 πήρε μέρος σε ένοπλο αιματηρό επεισόδιο στο οποίο βρέθηκε αντιμέτωπος με τον αδελφό του, που πολεμούσε στην απέναντι πλευρά. Ως Ανθυπασπιστής συμμετείχε στην Κρητική επανάσταση του 1866, και παρέμεινε για μία διετία την Κρήτη, όπου διέπρεψε σε ανδραγαθίες, ενώ διακρίθηκε για τη γενναιότητα και το επιτελικό του πνεύμα και στο Θεσσαλικό πόλεμο. Του ανατέθηκε η καταδίωξη και η εξόντωση ληστρικών συμμοριών που λυμαίνονταν την ύπαιθρο Ελλάδα και ως λοχαγός υπηρέτησε -για το σκοπό αυτό- στη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα καθώς και στην Πελοπόννησο, στην Αρκαδία και από το 1883 στη Μεσσηνία.

Αστυνομικός διευθυντής Αθηνών

Χρημάτισε τέσσερις φορές αστυνομικός διευθυντής Αθηνών, αρχικά το 1886, όταν ανακλήθηκε από τη Μεσσηνία όπου υπηρετούσε και του ανατέθηκαν καθήκοντα τα οποία έφερε εις πέρας. Το 1890 ο στρατός ανέλαβε αστυνομική εξουσία και το 1893 όταν συστάθηκε η στρατιωτική αστυνομία [3], ο Μπαϊρακτάρης διορίσθηκε Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών με το βαθμό του Ταγματάρχη από το Χαρίλαο Τρικούπη, ο οποίος διπλασίασε τον αριθμό των αστυνομικών, αύξησε τον μισθό τους και φρόντισε για την εκπαίδευση τους. Στόχος του Τρικούπη ήταν να αντιμετωπίσει τους κουτσαβάκηδες, οι οποίοι υποστήριζαν τον πολιτικό του αντίπαλο Θεόδωρο Δηλιγιάννη.

Ο Μπαϊρακτάρης από τη θέση αυτή διέπρεψε στο διωγμό των κουτσαβάκηδων, ορισμένοι από τους οποίους ήταν στην υπηρεσία των κομματαρχών της εποχής, και αποτελούσαν μάστιγα για το κέντρο της πόλεως. Για να πετύχει το σκοπό του επέλεξε Ευζώνους κι αφοσιωμένους πυροβολητές, τους οποίους διάλεγε ο ίδιος και προχωρούσε στη διαπόμπευση στην Πλατεία Κλαυθμώνος, όσων συνελάμβαναν τα αστυνομικά όργανα. Με την απειλή του βούρδουλα τους υποχρέωνε να σπάσουν τα όπλα τους μπροστά στον κόσμο, με σφυρί και αμόνι, ενώ πουλούσε στο δημοπρατήριο τα απομεινάρια τους. Κατόπιν ένας αρχάριος κουρέας τους κούρευε με ψιλή μηχανή και ξύριζε το μισό τους μουστάκι, ψαλίδιζε τις αφέλειες των μαλλιών και το αφόρετο μανίκι από το σακάκι τους, έκοβε με το ψαλίδι τις σουβλερές μύτες των παπουτσιών και το ζωνάρι τους, που έπεφτε στο χώμα και ήταν αιτία παρεξηγήσεως, όταν κάποιος τους το πατούσε. Στη συνέχεια ο Μπαϊρακτάρης απελευθέρωνε κι άφηνε τους μικροαπατεώνες να επιστρέψουν στα σπίτια τους ή οδηγούσε σιδηροδέσμιους στη φυλακή όσους βαρύνονταν με σοβαρότερα αδικήματα και πολλοί δικάστηκαν αν και κρατούνταν παράνομα από τις αρχές [4].

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του δημοσιογράφου Θεόδωρου Βελλιανίτη του εντύπου «Εφημερίς», ο Μπαϊρακτάρης χρησιμοποίησε τις πυροσβεστικές αντλίες διαλύοντας προεκλογικές συγκεντρώσεις με τη χρήση νερού εναντίον των συγκεντρωμένων, όταν οι ομιλίες των πολιτικών ξεπερνούσαν το χρονικό όριο της 9ης νυκτερινής ώρας το οποίο είχε θεσπιστεί από την Αστυνομική διεύθυνση. Το 1892 ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, που είχε διαφωνήσει με τον Δημήτριο Ράλλη, έδωσε εξουσιοδότηση στον Μπαϊρακτάρη, να ρυθμίσει την προεκλογική ζωή στους δρόμους της πρωτεύουσας κι αυτός υπέγραψε διάταξη ότι οι εκλογείς μπορούν να συνέρχονται όπως και όποτε ήθελαν κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά όφειλαν να διαλύονται μετά τις εννέα το βράδυ.

Η αντιμετώπιση των γυμνιστών

Το 1895 προκειμένου να αντιμετωπίσει τους γυμνιστές που κολυμπούσαν στην παραλία στο Φάληρο, προχώρησε στην κατάσχεση των ρούχων τους [5] και οι κολυμβητές -δεν ήταν παραβάτες νομικής διατάξεως καθώς δεν υπήρχε σχετική διάταξη νόμου- παραλάμβαναν τα ρούχα τους μόνο με ενυπόγραφη δήλωση στο Αστυνομικό Τμήμα, με την οποία διαβεβαίωναν ότι δεν θα επαναλάβουν την πράξη τους.

Επεισόδιο με βουλευτή του Τρικούπη

Είχε έντονο το αίσθημα του δικαίου και την Άνοιξη του 1895 χαστούκισε δύο φορές και κλώτσησε πετώντας τον έξω από το γραφείο του ένα βουλευτή του κόμματος του Χαρίλαου Tρικούπη, ο οποίος του ζήτησε να απελευθερώσει από το κρατητήριο κάποιον εγκληματία φίλο του Τρικουπικού κόμματος. Στη συνέχεια έγραψε και υπέβαλλε την παραίτηση του στο γραφείο του πρωθυπουργού Τρικούπη και του υπέβαλε την παραίτησή του. Μόλις ο Τρικούπης παρέλαβε την αίτηση παραιτήσεως, την έσχισε και του είπε, «...Γνωρίζω τι έχει συμβεί...Εγώ σε διόρισα στη θέση αυτή και σε διατάζω να παραμείνεις στη θέση σου και να συνεχίσεις να εκπληρώνεις όπως πάντα, καθ’ όν τρόπο νομίζεις ορθό, το καθήκον σου προς την υπηρεσία και την πατρίδα, έστω και χαστουκίζοντας εκείνους που σου φέρουν εμπόδια στο έργο σου...». Έπεισε το Χαρίλαο Tρικούπη να ψηφίσει το νόμο για τα πνευματικά δικαιώματα των συγγραφέων και εξιχνίασε με πρωτότυπο τρόπο πολλά από τα εγκλήματα που διαπράχτηκαν στην Αθήνα, ενώ έκλεισε τις χαρτοπαικτικές λέσχες και τοποθέτησε στις πόρτες αστυνομικούς φρουρούς για να μην ξανανοίξουν.

Περίοδος Α' Ολυμπιακών Αγώνων

Το 1896, στη διάρκεια των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα, χρησιμοποίησε μια έξυπνη τακτική για να αντιμετωπίσει τους εισαγόμενους λωποδύτες. Συγκέντρωσε στην Πλατεία της συνοικίας του Ψυρρή τα κουτσαβάκια και τους ζήτησε να μην γίνουν κλοπές και δυσφημιστεί η Ελλάδα στο εξωτερικό. Αυτοί έδωσαν τον λόγο τους, αλλά ερώτησαν τί θα γίνει με τους ξένους κλέφτες που σίγουρα μέσα στο μεγάλο ξένο πλήθος θα είχαν παρησφρύσει κι αυτοί. Τότε Μπαϊρακτάρης έδωσε τη λύση και κέντρισε το φιλότιμο των ντόπιων, τους οποίους χρησιμοποίησε ώστε να προσέχουν τους ξένους κλέφτες, με αποτέλεσμα, κατά τη διάρκεια των αγώνων, να μη σημειωθούν κρούσματα κλοπών.

Γαλβανικά γεγονότα

Από τον Δεκέμβριο του 1896 έως και τον Ιανουάριο του 1897 διαδραματίσθηκαν στην Αθήνα σοβαρά γεγονότα με πρωταγωνιστές τους φοιτητές του Εθνικού Πανεπιστημίου. Τα γεγονότα που έμειναν γνωστά στην Ιστορία ως «Γαλβανικά» ή «Πανεπιστημιακά», ξεκίνησαν με αφορμή ένα λεκτικό επεισόδιο [6] μεταξύ του Καθηγητή της Ιατρικής Σχολής Ιουλίου Γαλβάνη και φοιτητών του και κατέληξαν στην κατάληψη του Πανεπιστημίου από φοιτητές όλων των Σχολών και στη συνεπακόλουθη πολιορκία του από τις αστυνομικές και τις στρατιωτικές δυνάμεις. Στη συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου 1897 ο Πρύτανης δέχθηκε έγγραφο του Μπαϊρακτάρη με το οποίο του ζητούσε ονομαστικό κατάλογο των φοιτητών «...των μη ακολουθούντων το μάθημα του καθηγητή Ι. Γαλβάνη, ίνα ούτω δυνηθώμεν να ανεύρωμεν τους υπαιτίους και καταδιώξωμεν αυτούς κατά τον νόμον...». Το αίτημα του το απέρριψε η Σύγκλητος θεωρώντας ότι το θέμα αφορά, «....την εσωτερικήν του Πανεπιστημίου τάξιν....» για τη οποία «...τόσο η Σύγκλητος όσο και η Πρυτανεία λαμβάνουν τα προσήκοντα μέτρα...».

Εκτός των χώρων του Πανεπιστημίου και γύρω του υπήρχαν ισχυρές στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις υπό τις διαταγάς του Μπαϊρακτάρη, καθώς επίσης και φοιτητές οι οποίοι ενημέρωναν τους πολίτες για την κατάληψη και οργάνωναν συλλαλητήρια διαμαρτυρίας. Σε ένα από τα συλλαλητήρια αυτά φοιτητές και πολίτες συγκρούσθηκαν με τις αστυνομικές δυνάμεις στην οδό Σταδίου με αποτέλεσμα το θάνατο του μαθητή Βαρότση, τη σύλληψη και τον τραυματισμό δεκάδων φοιτητών και πολιτών. Μετά τα δραματικά αυτά γεγονότα και την ανεξέλεγκτη πλέον κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη των Αθηνών η Κυβέρνηση αποφάσισε να κηρύξει τους φοιτητές «εν στάσει» και να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής του στρατιωτικού νόμου. Τα γεγονότα έληξαν με τη μεσολάβηση του συντάκτη της εφημερίδας «Ακρόπολις» Δάσιου, του Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιου καθώς και ομάδας καθηγητών του Πανεπιστημίου με επικεφαλής τον καθηγητή Μιστριώτη ο οποίος πληροφόρησε τους φοιτητές ότι έχει -δήθεν- την έγκριση της Κυβερνήσεως να τους ανακοινώσει ότι τα αιτήματά τους έγιναν αποδεκτά. Οι φοιτητές με επικεφαλής τον Μιστριώτη και τον Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιο αποχώρησαν από το Πανεπιστήμιο και κατευθύνθηκαν στην πλατεία του Κολωνακίου, όπου πληροφορήθηκαν ότι η Κυβέρνηση «...έλαβεν απόφασιν να καταδιώξη τους πρωταιτίους των επεισοδίων και εζήτα τας κλείδας όπως εγκαταστήση φρουράν εν τω πανεπιστημίω..». Την επομένη εγκαταστάθηκε στρατιωτική φρουρά στο Πανεπιστήμιο και πολλοί από τους φοιτητές οι οποίοι είχαν πρωταγωνιστήσει στα γεγονότα είχαν αρχίσει να καταζητούνται από την αστυνομία.

Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897

Τον Απρίλιο του 1897, κατείχε το βαθμό του Συνταγματάρχη και προήχθη σε Ταξίαρχο. Με την κήρυξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου του ίδιου χρόνου, μετατέθηκε στην Άρτα όπου συγκρότησε μία ταξιαρχία, που την αποτελούσαν δυνάμεις πεζικού, μηχανικού, πυροβολικού αλλά και ιππικού καθώς και δύο τάγματα Χωροφυλακής και Αστυφυλακής, συνολικά 7.000 αξιωματικοί και οπλίτες, στην οποία υπηρετούσε και ο τότε Ταγματάρχης Παναγιώτης Δαγκλής. Η Ταξιαρχία με τη βοήθεια της ταξιαρχίας του Γκολφινόπουλου πήρε μέρος στην τριήμερη μάχη του Γριμπόβου, από 30 Απριλίου μέχρι και την 2α Μαΐου 1897, στη μόνη νικηφόρο μάχη του Ελληνικού Στρατού στη διάρκεια αυτού του πολέμου. Αποστρατεύθηκε στις 10 Μαρτίου 1900, με το βαθμό του υποστρατήγου.

Διακρίσεις

Ο Κοντόσωμος, λιγομίλητος, μεγαλοκέφαλος, με πλατείς ώμους, αμείλικτος και με πελώριο μουστάκι, Μπαϊρακτάρης τιμήθηκε με

  • Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος,
  • παρασημοφορήθηκε δύο φορές επ' ανδραγαθία καθώς και με
  • τέσσερα ξένα παράσημα.

Παραπομπές

  1. [Ο μπαϊρακτάρης: αυτός που κρατάει το μπαϊράκι, ο σημαιοφόρος]
  2. Η κηδεία του Δημητρίου Μπαϊρακτάρη Εφημερίδα «Εμπρός», 28 Δεκεμβρίου 1904, σελίδες 2η & 3η.
  3. [Νόμος 2609/1892, βάσει του οποίου ο αστυνομικός διευθυντής είχε την εξουσία να χρησιμοποιεί ακόμα και στρατό για τη διασφάλιση της τάξεως και Nόμος ΒΡΠΗ΄, 20 Μαρτίου 1893 για τη δημιουργία της Στρατιωτικής Αστυνομίας]
  4. [«...Ο Μπαϊρακτάρης μου έκοψε το ένα το μανίκι
    Και να ξεχάσω δεν μπορώ, αυτό το ρεζιλίκι
    Ο Μπαϊρακτάρης μ έπιασε στο Μεντρεσέ με έκλεισε
    Τη σκανδαλιάρα μου έσπασε και το μουστάκι μου έκοψε…….»] Τετράστιχο απόσπασμα από στιχούργημα της εποχής
  5. [«...Τα αστυνομικά όργανα εντέλλονται όπως συλλαμβάνουσι τους εν αδαμιαία περιβολή λουομένους και εφ’ όσον δεν καταστεί τούτο δυνατόν, προβούν εις την κατάσχεσιν των ενδυμασιών τους… Αι κατασχεθείσαι ενδυμασίαι δέον επιστραφώσι εις τους ιδιοκτήτας των την πρωίαν της επομένης, μετά των σχετικών οδηγιών…..»] Απόσπασμα από τη διαταγή του Δημητρίου Μπαϊρακτάρη, προς τους στρατιωτικούς αστυνόμους της υπηρεσίας του
  6. [Ο καθηγητής Γαλβάνης είπε στην επιτροπή των φοιτητών που τον επισκέφθηκε για να του εκθέσει τα προβλήματα τους «…Είσθε ανάξιοι νά κατέχητε τάς φοιτητικός έδρας καί ατιμάζετε τήν Ελλάδα καί τό Έλληνικόν Πανεπιστήμιον» και οι φοιτητές του απάντησαν: «...Είσθε εσείς ανάξιος νά κατέχητε τήν καθηγητικήν έδραν τού Εθνικού Πανεπιστη­μίου...»]