Μητροπολίτης Κωνσταντίνος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μακαριστός Μητροπολίτης Κυρός Κωνσταντίνος, [κατά κόσμον Κωνσταντίνος Πούλος], Έλληνας θεολόγος και Πανεπιστημιακός καθηγητής, που διατέλεσε Μητροπολίτης Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος, υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Ροδόπης και παντός Αιμιμόντου, γεννήθηκε το 1912 στο ορεινό χωριό Σιταράλωνα της τότε επαρχίας Θέρμου στο νομό Αιτωλοακαρνανίας και πέθανε στις 26 Ιουλίου 1994, σε Γηροκομείο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

Μητροπολίτης Κωνσταντίνος Πούλος

Βιογραφία

Πρόγονοι

Η καταγωγή της οικογένειας Πούλου είναι από το χωριό Πλάτανος της τότε επαρχίας Ναυπακτίας στο νομό Αιτωλοακαρνανίας. Γενάρχης της οικογένειας ήταν ο Αθανάσιος Πούλος που από το γάμο του απέκτησε την Ζήσω (Ζωή) σύζυγο Κωνσταντίνου Δ. Καούρη, τον Χαράλαμπο Αθ. Πούλο με σύζυγο την Αργυρή (Αργύρω), τον Ιωάννη Αθ. Πούλο που παντρεύτηκε δυο φορές (πρώτος γάμος με την Μαρία που πέθανε και δεύτερος γάμος με την Χριστίνα Καραμπίνη από Βονώρτα), τον Κωνσταντίνο που απεβίωσε άγαμος και τον Γεώργιο που παντρεύτηκε την Μαρία Θωμά. Προπάππος του μετέπειτα εν Αγίοις Μητροπολίτη Καλλίνικου ήταν ο Χαράλαμπος Αθ. Πούλος που παντρεύτηκε την Αργυρή Πούλου και απέκτησαν τον Κωνσταντίνο που παντρεύτηκε την Αναστασία, τον Θεόδωρο που παντρεύτηκε την Βασιλική (Βασίλω) Χαντζή, τον Αντώνη που παντρεύτηκε την Βασίλω Τσώτσου, τον Δημήτριο που γεννήθηκε το 1837 και έλαβε σύζυγο την Βασίλω Γρηγοροπούλου, τον Μιχάλη που παντρεύτηκε την Βασίλω Καρμανίδη, τον Σωτήρη που παντρεύτηκε την Μαρίνα Παπασάββα από τη Δερβέκιστα, την Βασίλω που παντρεύτηκε τον Γεώργιο Τσώτσο και τον Αθανάσιο που έλαβε δύο συζύγους, την Κωνσταντίνα Παπασάββα, που απεβίωσε και την Τασούλα Σκρέττα. Παππούς του Καλλίνικου ήταν ο Δημήτριος και γιαγιά του η Βασίλω Πούλου που εγκαταστάθηκαν στα Σιταράλωνα περί το 1870. Από το γάμο τους απέκτησαν τον Ιωάννη που απεβίωσε άγαμος, τον Λεωνίδα γνωστό ως Καραμάνη που παντρεύτηκε την Αθηνά Βασιλοπούλου το γένος Παπατράμπα, η οποία απεβίωσε και στη συνέχεια παντρεύτηκε την Φάνια Τρομάρα, τον Αντώνη που απεβίωσε άγαμος, τον Χαράλαμπο που απεβίωσε άγαμος, την Ειρήνη που παντρεύτηκε τον Νικόλαο Χ. Σκουφή, την Αργύρω που παντρεύτηκε τον Δήμο Νικολάου, την Κωστούλα που απεβίωσε άγαμη και τον Γεώργιο.

Γενάρχης της οικογένειας του Μητροπολίτη είναι ο Χαράλαμπος Πούλος, που γεννήθηκε το 1803, και είχε σύζυγο την Αργυρή. Πατέρας του Κωνσταντίνου ήταν ο Γεώργιος Δημητρίου Πούλος, ο οποίος ασχολήθηκε με το εμπόριο και παντρεύτηκε την Αικατερίνη, μοναχοκόρη του ιερέα Αθανασίου Καρζιάκη, και εγκαταστάθηκε στα Σιταράλωνα. Ο Κωνσταντίνος, που ήταν το πρώτο από τα επτά παιδιά που απέκτησε η οικογένεια του Γεωργίου Πούλου και αδέλφια του ήταν η Ελένη, η Χαρίκλεια, ο Δημήτριος, μετέπειτα εν Αγίοις Κυρός Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, ο Αθανάσιος, ο Ιωάννης και η Θωμαΐδα, έλαβε Εθνική και Ορθόδοξη Χριστιανική ανατροφή υπό την επίβλεψη του ιερέα παππού του.

Οικογένεια Δημητρίου Πούλου

Πατέρας του Κωνσταντίνου ήταν ο Γεώργιος Δημητρίου Πούλος, ο οποίος ασχολήθηκε με το εμπόριο και παντρεύτηκε την Αικατερίνη, μοναχοκόρη του ιερέα Αθανασίου και της πρεσβυτέρας Σπυριδούλας Καρζιάκη, και εγκαταστάθηκε στα Σιταράλωνα [1]. Ο Κωνσταντίνος, που ήταν το πρώτο από τα επτά παιδιά που απέκτησε η οικογένεια του Γεωργίου Πούλου και αδέλφια του ήταν ο Καλλίνικος, μετέπειτα εν Αγίοις Κυρός Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, η Ελένη, η Χαρίκλεια, ο Αθανάσιος, ο Ιωάννης και η Θωμαΐδα, έλαβε σωστή Εθνική και Ορθόδοξη Χριστιανική ανατροφή υπό την επίβλεψη του ιερέα παππού του.

Σπουδές

Ο Κωνσταντίνος Πούλος παρακολούθησε τα μαθήματα του Δημοτικού σχολείου στη γενέτειρα του πλην της τελευταίας τάξεως που την ολοκλήρωσε στο ορεινό χωριό Δερβέκιστα, τη σημερινή Ανάληψη Θέρμου. Παρακολούθησε τα μαθήματα του Γυμνασίου στο Θέρμο, όπου και αποφοίτησε και υπήρξε άριστος μαθητής. Μετά από επιτυχείς εισαγωγικές εξετάσεις φοίτησε και αποφοίτησε από τη Θεολογική σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο οποίο αναγορεύτηκε Διδάκτωρ Θεολογίας. Το 1940, με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου στρατεύτηκε και πολέμησε στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Υπηρέτησε ως Γραμματέας στην Ιερή Μητρόπολη Αιτωλίας & Ακαρνανίας επί Μητροπολίτου Ιεροθέου. Χειροτονήθηκε Διάκονος, Πρεσβύτερος, Αρχιμανδρίτης και ανέλαβε καθήκοντα Πρωτοσυγκέλλου της Μητροπόλεως.

Μητροπολίτης Διδυμοτείχου & Ορεστιάδος

Στις 13 Νοεμβρίου 1957 εκλέχθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Διδυμοτείχου και Ορεστιάδας. Ανοικοδόμησε ναούς, γηροκομεία, ορφανοτροφεία, οικοτροφεία και παιδικούς σταθμούς. Το 1973 εργάστηκε για την «περίλαμπρον νίκην του Δημοψηφίσματος» στο δημοψήφισμα που διενήργησε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.

Ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος καθαιρέθηκε [2] χωρίς δίκη και απολογία στις 11 Ιουλίου 1974, επί Αρχιεπισκόπου Αθηνών του Σεραφείμ Τίκα, τον οποίο είχε επιλέξει και επιβάλει ο Δημήτριος Ιωαννίδης, με αντικανονική απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κηρύχθηκε έκπτωτος με ψήφους 7 υπερ και 30 κατά, με τη δημοσίευση της υπ' αριθμόν 7 Συντακτικής πράξεως, στην οποία δεν αναφέρεται ούτε ένας ιερός κανόνας, χωρίς δίκη και απολογία και η Ιερά Σύνοδος τον κήρυξε σχολάζοντα Μητροπολίτη. Παράλληλα του επέβαλε την ανυπόστατη και αντικανονική ποινή του δεκαετούς αποκλεισμού από τα διοικητικά όργανα της Εκκλησίας. Ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος υπέβαλλε έκκλητο αναφορά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για την αντικανονική καθαίρεση του, δίχως ουσιαστικό αποτέλεσμα [3]. Η Ιερά Σύνοδος τοποθέτησε στη θέση του τον Μητροπολίτη τον Αγαθάγγελο Ταμπουρατζάκη. Ο Κωνσταντίνος μετά την παύση του εγκαταστάθηκε κοντά στον αδελφό του, τον Μητροπολίτη Καλλίνικο στην Έδεσσα και μετά τον θάνατο του Καλλινίκου κοντά στην αδερφή του στην Αθήνα, ενώ στη συνέχεια επέστρεψε στη γενέτειρα του.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Διαβάστε το λήμμα

Παραπομπές

  1. [Γράφει για την οικογένεια Πούλου ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος, πνευματικό παιδί του Μητροπολίτη Καλλίνικου στο βιβλίο του «Κόσμημα της Εκκλησίας. Βίος και Πολιτεία του Μητροπολίτη Εδέσσης Καλλίνικου»: «....Οι γονείς του Γέροντός μου ήταν πραγματικά ευλογημένοι. Ο πατέρας του Γεώργιος ήταν απλός και καλοκάγαθος άνθρωπος. Η μητέρα του Αικατερίνη ήταν πανέξυπνη γυναίκα και πραγματική ασκήτρια. ... Για την ανατροφή των παιδιών έχει μεγάλη σημασία η ατμόσφαιρα της οικογενειακής ζωής στην οποία μεγαλώνουν. ... Όταν όμως το περιβάλλον είναι Άγιο, τότε βοηθείται στην ανάπτυξη της προσωπικότητός του. ... Ο Δημήτριος Πούλος, αξιώθηκε από τον Θεό να μεγαλώση και να αναπτυχθή μέσα σ’ ένα Άγιο περιβάλλον, που ήταν ποτισμένο με τις παραδόσεις της Ρωμηοσύνης, γι’ αυτό και η ανατροφή του και η εξέλιξή του ήταν κατά πάντα φυσιολογική ... Μια από τις μεγάλες αρετές της οικογένειας αυτής ήταν η φιλοξενία και γενικά η αγάπη προς τον συνάνθρωπο.....».]
  2. Εξεθρονίσθησαν ο Λεωνίδας και άλλοι έξι αντικανονικοί. Εφημερίδα «Μακεδονία», 12 Ιουλίου 1974, σελίδα 1.
  3. [Περί το Φθινόπωρο του 1974, προσέφυγαν στο Πατριαρχείο οι οκτώ εκ των δώδεκα «ιερωνυμικών» Μητροπολιτών, οι οποίοι είχαν κηρυχθεί έκπτωτοι, κατόπιν αποφάσεως της υπό τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ Ιεραρχίας, με την Συντακτική Πράξη 7/1974. Πρόκειται για τους τότε Μητροπολίτες, εκ μέν των Νέων Χωρών Θεσσαλονίκης Λεωνίδα (Παρασκευόπουλου), Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος Κωνσταντίνου (Πούλου), Αλεξανδρουπόλεως Κωνσταντίου (Χρόνη), και Παραμυθίας Παύλου (Καρβέλη), εκ δε της Αυτοκέφαλου Εκκλησίας της Ελλάδος τους Ζακύνθου Αποστόλου (Παπακωνσταντίνου), Δημητριάδος Ηλία (Τσακογιάννη), Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνου (Σακελλαρόπουλου) και Τρίκκης Σεραφείμ (Στεφάνου). Οι Μητροπολίτες δια κοινής εκκλήτου αναφοράς, ζητούσαν «…να τεθή φραγμός εις τα αντικανονικός πράξεις και αποκατασταθή εν τη σπαρασσομένη Εκκλησία της Ελλάδος η ποθητή ειρήνη...», επιδιώκοντας την αποκατάστασή τους στους θρόνους από τους οποίους είχαν, εν τω μεταξύ, κηρυχθεί έκπτωτοι. Το Πατριαρχείο παρατήρησε ότι «…ούτοι εν καιρώ ήσαν πρωτεργάται και συντελεσταί διαγραφής του δικαιώματος της εκκλήτου του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκ του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», όμως υπέδειξε στους προσφυγόντες να υποβάλλουν το αίτημα τους, «κατά την τάξιν» μέσω της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ «ομοφών αποφάσει» της περί αυτόν Δ.Ι.Σ. παρέπεμψε το θέμα «εις το αδιάβλητον κριτήριον του Οικουμενικού Πατριαρχείου», επκαλούμενος τους καθιερούντες το έκκλητον προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη ιερούς κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων γ' της Β', θ’, ιζ' και κη’ της Δ' και λστ’ της Πενθέκτης, τις διατάξεις του Τόμου του 1850, «δια των οποίων προσδιορίζονται οι κανονικοί όροι ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου (της Εκκλησίας της Ελλάδος) και αι έναντι της Μητρός Εκκλησίας υποχρεώσεις αυτής», τον όρον Ζ' της Πράξεως του 1928 και το άρθρο 3, παρ. 1 του ισχύοντος τότε Συντάγματος, και τούτο έτσι, ώστε η Εκκλησία της Ελλάδος να «τηρήση και επί του προκειμένου θέματος την υπό των ιερών κανόνων και των ιερών παραδόσεων επιβαλλομένην κανονικήν εκκλησιαστικήν διαδικασίαν». Μ’ αυτό τον τρόπο η έκκλητος αναφορά έφθασε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφού ακολουθήθηκε η οδός της νομοκανονικής- εκκλησιαστικής διαδικασίας.] Το «έκκλητον», οι Κανόνες και οι Νόμοι.