Οδυσσέας Ανδρούτσος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, Έλληνας εθνικός αγωνιστής, από τους σημαντικότερους της Εθνεγερσίας του 1821, που οι φίλοι τον αποκαλούσαν Γερο-Χουλιάρα [1] για τις πονηριές και τα ξαφνιάσματα του, γεννήθηκε το 1788 ή το 1790 στην Ιθάκη ή σύμφωνα με άλλη πηγή στην Πρέβεζα [2], και στραγγαλίστηκε στις 5 Ιουνίου 1825, στην Ακρόπολη της Αθήνας, όπου κρατούνταν φυλακισμένος. Η σορός του τάφηκε δίχως τιμές στο ναό του Αγίου Διονυσίου, στα δυτικά της Ακροπόλεως.

Ήταν παντρεμένος με την Ελένη Καρέλη, κόρη του επιφανή Ηπειρώτη Χρήστου Καρέλη, από τους Καλαρρύτες, και για το γάμο του πήρε ως προίκα από τον Αλή πασά, την οπλαρχηγία της Λιβαδειάς. Το 1824 γεννήθηκε στις Λιβανάτες Φθιώτιδας ο γιος τους Λεωνίδας, που πήρε αυτό το όνομα εις ανάμνηση της νίκης της Γραβιάς. Ο Λεωνίδας τον οποίο ανέλαβε να σπουδάσει στο Μόναχο, ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος, αρρώστησε και πέθανε το 1837, σε ηλικία 12 ετών.

Οδυσσέας Ανδρούτσος

Βιογραφία

Ήταν γιος του αρματωλού Αντρούτσου, [Ανδρέα], Βερούση, από τις Λιβανάτες της Φθιώτιδος και της Ακριβής, κόρης του οπλαρχηγού Πάνου Ταρλαμπά, που είχαν παντρευτεί στις 13 Μαρτίου 1786 [3]. Βαπτίστηκε συμβολικά -Οδυσσεύς- σε μυστική, ελληνορθόδοξη βάπτιση αρματωλών, από τη Μαρουδιά Κατσώνη, χήρα του Λάμπρου Κατσώνη, κόρη του Σοφιανού από την Τζιά, και ο Ιθακήσιος Γιάννης Ζαβός. Το 1798 κατέφυγε με τη μητέρα του στη Λευκάδα, όταν έγινε ο «Χαλασμός της Πρέβεζας» και έκτοτε δεν επέστρεψε στην Ηπειρωτική πόλη. Ο καθηγητής Ηλίας Βασιλάς έγραψε το 1956, «..μια από τις τραγωδίες του μεγάλου εταίρου της Φιλικής Εταιρίας Ιωάννη Ζαμπέλιου, του Λευκαδίτη τις τυπωμένες εις την Κέρκυρα το 1844 και αφιερωμένες στους μεγάλους άνδρες της Ελληνικής Επαναστάσεως , είναι η τραγωδία με τον τίτλο «Ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος». Εις τον πρόλογον της ο μεγάλος και θαρραλέος πατριώτης απευθύνεται εις την Σεβαστήν κυρίαν Ακριβή Τσαρλαμπά με τα εξής λόγια: «Μετά του υιού σας Οδυσσέως ότε ποτέ δια την άλωση της Πρεβέζης παρά του Αλή Πασά Τεπελενλή κατέφυγε εις την Λευκάδα, συνέζησα και συνηλικιώθηκα. Κατήντησας εις βαθύ γήρας προσκαρτερούσα εις δεινά τα οποία είδες και έπαθες.Αλλ' απηλαύσας και αγαθόν σπάνιον προς άλλην γυναίκα. Εχρημάτισας σύζυγος του Ανδρούτσου και μήτηρ του Οδυσσέως.» [4].

Όταν ο Αλή έμαθε ότι ήταν γιος του φίλου του Αντρούτσου Βερούση, τον προστάτευσε μαζί με την οικογένειά του και τον μύησε, σεβόμενος όμως την Ορθόδοξη πίστη του- στο μοναχικό τάγμα των Μπεκτασίδων-Αλεβίδων δερβίσιδων και τον προστάτεψε από την αναγκαστική κατάταξη στους Γενίτσαρους και τον εξισλαμισμό του. Σε ηλικία 16 περίπου ετών, έγινε σωματοφύλακας του Αλή πασά και αργότερα πήρε το αρματολίκι της Ανατολικής Στερεάς. Υπηρέτησε πιστά τα αντιοθωμανικά συμφέροντα του Αλή πασά και το 1818, όταν άρχισε η διαμάχη του με το σουλτάνο, έφυγε για τους Παξούς. Ανήκει στους αγωνιστές της Ελληνικής Εθνεγερσίας που απέκτησαν ιδιαίτερη μόρφωση και είχε μελετήσει αρχαία και μεσαιωνικά ελληνικά κείμενα, όπως εύκολα προκύπτει από επιστολές του που σώζονται. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του στον πολιτικό Ανδρέα Λόντο, στον οποίο απευθύνεται χρησιμοποιώντας τα λεγόμενα «Περί Σωκράτους δαψονίου» του Πλάτωνα και τα «Περί ενανθρωπίσεως του Λόγου» του Μεγάλου Αθανασίου.

Μυστική Εταιρεία

Δημιούργησε την πατριωτική, μυστική εταιρία «Γεροπυριόβολος του Ολύμπου» στην οποία ανήκε και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Η εταιρεία διέπονταν από ιδεολογικές αρχές που ήταν κοντά στη «Χάρτα του Ρήγα», και προέκρινε τη δημιουργία συνθηκών παμβαλκανικού ξεσηκωμού, ενώ αναζητούσε τρόπους εμπλοκής του Αλή Πασά, και των Αλβανών -Ορθοδόξων και Αλεβίτων- αλλά και των Σέρβων στην Επανάσταση. Συζητούσε τη συμμετοχή στην Ελληνική επανάσταση και άλλων αξιωματικών, πέρα από τους Μλάντιτς, Προντάνοβιτς και Χρήστο Ντάνκοβιτς, με απώτερο στόχο την εμπλοκή του ηγέτη των Σέρβων, Μίλος Ομπρένοβιτς.

Απόπειρες δολοφονίας του

Κατά καιρούς κατηγορήθηκε για «τουρκολάτρης», «προσκυνημένος» και «προδότης», ενώ επικηρύχθηκε με 5.000 γρόσια. Εναντίον του επιχειρήθηκαν τρεις δολοφονικές απόπειρες, οι οποίες απέτυχαν. Η πρώτη από τον Μπούσγο, με εντολή των προκρίτων της Λιβαδειάς, η δεύτερη στο καράβι του Αντώνη Βισβίζη με ενέδρα που στήθηκε με εντολή του Ιωάννη Κωλέττη και η τρίτη από τους Αγγλους, που έδρασαν με εντολή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.

Σε επιστολή του η οποία διασώθηκε, παραπονιέται ότι τρεις φορές η Κυβέρνηση αποπειράθηκε να τον δολοφονήσει και πως, ενώ ο ίδιος έπιασε τους δράστες και τους παρέδωσε στις Αρχές, αφέθηκαν στη συνέχεια ελεύθεροι. Στην επιστολή γράφει «οι κυβερνήτες μας από τότε που πήραν το δάνειο, δεν σκέπτονται άλλο τίποτα, απ’ το να δολοφονούν εκείνους που υπερασπίζονται τα δίκαια του λαού... χρησιμοποιούν τα χρήματα του δανείου όχι για τις ανάγκες του πολέμου... είκοσι ως τριάντα άνθρωποι έχουν πληρωθεί από τους ελεεινούς κυβερνήτες και τριγυρίζουν γιο να βρουν ευκαιρία να με δολοφονήσουν...».

Επαναστατική δράση

Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία από τους αδερφούς Πετμεζά. Στις 20 Φεβρουαρίου του 1821, στην οικία του ποιητή Γιάννη Ζαμπέλου στην Αγία Μαύρα της Λευκάδας, συγκεντρώθηκαν οι αυτοεξόριστοι καπεταναίοι και μεταξύ αυτών o Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, o Πανουργιάς, o Γεώργιος Τσόγκας, o Δημήτριος Μακρής, και από τον Μοριά ο Νικόλαος Τομπάζης και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, προκειμένου να αποφασίσουν για τον ξεσηκωμό. Στο συμβούλιο που πραγματοποίησαν, αποφασίσθηκε και ορίσθηκε σε ποιο μέρος ο κάθε καπετάνιος θα αναλάμβανε να οργανώσει υπεύθυνα και να πραγματοποιήσει την επανάσταση. Επειδή η έναρξη της επανάστασης είχε ορισθεί την 25η Μαρτίου 1821, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ανέλαβε μαζί με άλλους καπεταναίους να κυρήξει την επανάσταση στη Ρούμελη, με σκοπό να εμποδίσει το πέρασμα των τουρκικών στρατευμάτων προς τον Μοριά. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στις 19 Μαρτίου πέρασε με ένα καΐκι στη Ρούμελη και συγκεκριμένα στην Ακαρνανία. Προχωρώντας προς τον Βάλτο μάζεψε όσα περισσότερα παλικάρια μπορούσε, αφού είχε συναντήσει τον Γεώργιο Βαρνακιώτη, τον Γεώργιο Τσόγκα και τον Ανδέα Ίσκο, οι οποίοι όμως ήταν διστακτικοί στο να συμμετάσχουν στην επανάσταση, ίσως δικαιολογημένα, διότι εκείνη την εποχή βρίσκονταν στην Ήπειρο μεγάλες εχθρικές δυνάμεις εναντίον του Αλή Πασά, υπό την αρχηγία του Χουρσίτ, πασά του Μοριά. Πικραμένος ο Ανδρούτσος αλλά αποφασιστικός, μην έχοντας άλλη επιλογή, τράβηξε κατευθείαν για το μοναστήρι της Τατάρνας, όπου έφτασε στις 21 Μαρτίου με τη μικρή ομάδα ενόπλων που είχε συγκεντρώσει στη διαδρομή του από τον Βάλτο.

Εκεί ο Οδυσσέας πληροφορήθηκε ότι την επόμενη μέρα, στις 22 Μαρτίου, θα περνούσε από το γεφύρι της Τατάρνας για το Μεσολόγγι ο Τουρκαλβανός Χασάνμπεης Γκέκας με ασκέρι 60-70 ενόπλων, ως συνοδός μεγάλης χρηματαποστολής. Έχοντας λοιπόν την ενίσχυση του γενναίου ηγούμενου του μοναστηριού Κυπριανού, με 10 μοναχούς περίπου, έστησε ενέδρα τοποθετώντας έγκαιρα και κατάλληλα τα παλικάρια του στο πέρασμα του γεφυριού, έτσι ώστε προτού φτάσουν στο γεφύρι οι Τουρκαλβανοί, να βρεθούν βαλλόμενοι ανάμεσα σε διπλά πυρά. Και πράγματι λοιπόν, οι τελευταίοι βρισκόμενοι στην αναπάντεχη αυτή ενέδρα τα έχασαν, και η άμυνά τους κάμφθηκε. Με τους πρώτους πυροβολισμούς έπεσαν αρκετοί νεκροί, ενώ οι ελάχιστοι που απόμειναν, αναγκάστηκαν να παραδοθούν άνευ όρων, ζητώντας έλεος από τον Ανδρούτσο για τη ζωή τους. Από τους Έλληνες δεν αναφέρθηκε μεν καμία απώλεια, αλλά μετά το γεγονός αυτό οι Τούρκοι έστειλαν στρατιωτικό απόσπασμα που λεηλάτησε το μοναστήρι και έκαψε τα κελιά του.

Τον ίδιο χρόνο ο Ανδρούτσος πήγε στην Ανατολική Στερεά και έγινε ήρωας με την επιτυχία του στη μάχη της Γραβιάς. Από τότε το άστρο του ανεβαίνει συνέχεια. Οι καπεταναίοι της Στερεάς, εκτιμώντας την αναμφισβήτητη στρατηγική του ικανότητα, τον προτείνουν στην εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου για αρχιστράτηγο. Η πρόταση έγινε δεκτή παρά τη λυσσώδη αντίδραση των προκρίτων, που τον έβλεπαν ως επικίνδυνο πολιτικό αντίπαλο, λόγω της μεγάλης του επιρροής στο λαό. Επακολούθησαν όμως μερικές παρεξηγήσεις, που οδήγησαν στην καθαίρεση του Ανδρούτσου. Εκείνος όμως εξακολούθησε και έτσι να αγωνίζεται για την πατρίδα. Μετά την καταστροφή του Δράμαλη, στην οποία συνέβαλε σημαντικά με τη διακοπή των εφοδιοπομπών του Τούρκου στρατηγού, το γόητρο των στρατιωτικών, που είχε υποσκάψει ο Ι. Κωλέττης, αναστηλώθηκε και από το 1822 ο Ανδρούτσος έγινε αρχηγός των Αθηνών. Το 1823 βοήθησε στην καταστροφή των λειψάνων του Δράμαλη κατά τη μετάβασή του στο Άργος για τη Β΄ Εθνική Συνέλευση. Εκεί όμως οι σύνεδροι διασπάστηκαν σε στρατιωτικούς και πολιτικούς και ο Ανδρούτσος έφυγε για την Εύβοια, από όπου έδιωξε τις τουρκικές δυνάμεις, που είχαν πάει να βοηθήσουν τον Ομέρ πασά.

Οι πολιτικοί όμως εξακολουθούσαν να τον συκοφαντούν, γιατί καταλάβαιναν ότι, εφόσον εξακολουθούσε να λάμπει το αστέρι του στο ελληνικό στερέωμα, αυτοί θα έμεναν στη σκιά. Η αδικαιολόγητη καταφορά και η μειωτική πολλές φορές μεταχείριση έφερε τα αποτελέσματά της. Αγανακτισμένος ο Οδυσσέας άρχισε να συνεννοείται με τους εχθρούς και συγκεκριμένα με τον Ομέρ πασά της Εύβοιας (αρχές του 1825). Η κυβέρνηση έστειλε εναντίον του στρατό, αλλά ο Ανδρούτσος, που δεν ήθελε να χυθεί αδερφικό αίμα, απέφυγε τις συμπλοκές, όσο μπορούσε. Ο Γκούρας τότε ανέλαβε εκ μέρους της κυβέρνησης Κωλέττη να τον πείσει να παραδοθεί με την υπόσχεση ότι τίποτε δεν είχε να φοβηθεί. Εκείνος δέχτηκε. Και στην αρχή έμεινε πραγματικά ελεύθερος. Αργότερα όμως τον περιόρισαν στο μοναστήρι του Δομοκού, πάνω στον Ελικώνα, απ` όπου σε λίγο τον πήραν δέσμιο, τον μετέφεραν στην Αθήνα και τον φυλάκισαν στο βενετσάνικο πύργο των Προπυλαίων της Ακρόπολης.

Το τέλος του

Στην Ακρόπολη οι δεσμοφύλακές του τον βασάνισαν πολλές ημέρες, για να τους αποκαλύψει πού είχε κρυμμένους τους θησαυρούς του. Όταν όμως είδαν ότι δεν κατόρθωσαν τίποτε, αποφάσισαν να απαλλαγούν τελείως από την παρουσία του. Ο Ιωάννης Γκούρας, που ήταν παλαιότερα πρωτοπαλίκαρό του, έδωσε την έγκρισή του και οι εχθροί του αρχιστράτηγου Μήτσος της Τριανταφυλλίνας, Ιωάννης Μαμούρης και Παπακώστας τον στραγγάλισαν και τον έριξαν έπειτα από την Ακρόπολη και βρέθηκε την επομένη νεκρός κοντά στα ερείπια του ναού της Απτέρου Νίκης. Στο παράθυρο του πύργου έδεσαν ένα σκοινί και παρέστησαν έτσι τη δολοφονία ως ατύχημα απόδρασης. Στο μητρώο των αξιωματικών του Αγώνα αναγράφεται ότι σκοτώθηκε στην Ακρόπολη από άγνωστους. Μετά από πιέσεις που του ασκήθηκαν ο γιατρός που τον εξέτασε, άλλαξε το ιατροδικαστικό του πόρισμα και κατέληξε ότι πρόκειται για αυτοκτονία, όμως 38 χρόνια αργότερα, ο τότε φύλακας Κωνσταντίνος Καλατζής, τον οποίο αντικατέστησαν οι εκτελεστές του το βράδυ της δολοφονίας του, αποκάλυψε την αλήθεια στον δικηγόρο Σπύρο Φόρτη και η διήγηση του δημοσιεύτηκε με καθυστέρηση το 1898, στην εφημερίδα «Καιροί» της Αθήνας.

Μετά θάνατον η Ελληνική πολιτεία τον κατέταξε στην εξαίρετη τάξη των επίλεκτων αγωνιστών του 1821 μαζί με τους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Γεώργιο Καραϊσκάκη, Μάρκο Μπότσαρη και άλλους, ενώ αναίρεσε την κατηγορία της προδοσίας και δέχτηκε ότι δεν πρόδωσε αλλά συνθηκολόγησε με τον εχθρό. Τελικά το 1865, τα οστά του μεταφέρθηκαν από την Ακρόπολη και εναποτέθηκαν αρχικά στο Α' νεκροταφείο Αθηνών και στη συνέχεια στις 15 Ιουλίου 1967, ο στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος, γεννημένος στην Πρέβεζα, διοικητής της Ελληνικής Ταξιαρχίας του Ρίμινι και επικεφαλής του Εθνικού Στρατού, την περίοδο από το 1947 έως το 1949, τα μετέφερε με πολεμικό σκάφος στη γενέτειρά του, μέσα σε μεταλλικό κουτί.

Παραπομπές