Πήλιος Γούσης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Πήλιος Γούσης, [το πραγματικό του όνομα ήταν Πήλιος Πούσμπος], γνωστός ως Γούσιας ή Πηλιογούσης, Έλληνας οπλαρχηγός της Ελληνικής Εθνεγερσίας του 1821 με καταγωγή από το Σούλι της Ηπείρου, που συκοφαντήθηκε και του καταλογίστηκε η κατάληψη του Σουλίου από τα μισθοφορικά στρατεύματα του Αλή πασά Τεπελενλή των Ιωαννίνων, σκοτώθηκε τη νύχτα της 11ης προς 12η Απριλίου 1826 στη διάρκεια της Εξόδου του Μεσολογγίου, όταν ανατινάχθηκε η πυριτιδαποθήκη του Χρήστου Καψάλη. Ο Γούσης τάφηκε στον Κήπο των Ηρώων της πόλεως του Μεσολογγίου, όπου υπάρχει τάφος με χαραγμένο το όνομα του.

Πήλιος Γούσης

Βιογραφία

Πατέρας του Πήλιου Γούση ήταν ο Γούσης Πούσμπος. Ο Πήλιος Γούσης ήταν αδελφός του οπλαρχηγού Λάμπρου Γούση, που έζησε από το 1775 έως το 1871 και θείος του Υποστράτηγου της Χωροφυλακής, Ιωάννη Γούση, που έζησε από το 1809 έως το 1894 και με το βαθμό του Συνταγματάρχη διατέλεσε ως αρχηγός [1] του Σώματος. Ο Γούσης συμμετείχε στους πολέμους των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά και το 1803 υπηρετούσε ως έμπιστος του Τουρκαλβανού στρατηγού Ζελιχτάρ Μπόττα, την εποχή που ο Αλή Πασάς με την 3η εκστρατεία του προσπάθησε να εκπορθήσει το Σούλι. Όλες οι μαρτυρίες συμφωνούν ότι κατά την αρχή της τρίτης πολιορκίας του Ιουλίου από τον Αλή, το 1803, ο Πήλιος ήταν από τους πρώτους αγωνιστές. Μετά τον θάνατο του Γεωργίου Τζαβέλλα, οι Σουλιώτες προχώρησαν στην εκλογή νέου αρχηγού. Ο Γούσης έθεσε υποψηφιότητα για το αξίωμα, όμως τελικά εξελέγη ο Φώτος Τζαβέλλας. Τότε ακούστηκε να λέει δυσαρεστημένος ο Γούσης: «γαμώ τη μάνα του, όλο οι Τζεβελλαίοι θα ορίζουν το Σούλι; Θα τους δείξω εγώ». Το Δεκέμβριο εκείνου του χρόνου, ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, καταπατεί τη συμφωνία που είχε υπογράψει με τους Σουλιώτες για αναίμακτη αποχώρηση από την πατρίδα τους, με αφορμή την άρνηση του ηρωϊκού καλόγερου Σαμουήλ να παραδοθεί και την ηρωική θυσία του στις 12 Δεκεμβρίου στο Κούγκι. Ακολουθεί η θυσία του Ζαλόγγου στις 18 Δεκεμβρίου, με τη θυσία των Σουλιωτισσών και των παιδιών τους, συνολικώς περί τους 57 ανθρώπους, όμως οι ακριβείς συνθήκες υπό τις οποίες επέσε το Σούλι δεν έγιναν γνωστές ποτέ.

Μετά την συνθηκολόγηση ο Πήλιος έφτασε στο Ζάλογγο. Στη μάχη που ακολούθησε πολέμησε γενναία και τραυματίστηκε. Ο πατέρας του, ο θείος του, τα ανήψια του και η κόρη του σκοτώθηκαν. Ο ίδιος, η γυναίκα του, οι δυο άλλες θυγατέρες του, Χρύσω και Μαρία και ο ανεψιός του Λάμπρος αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν στα Γιάννενα. Λέγεται ότι ο Πήλιος δεν δίστασε να πει στον Αλή: «Άπιστε δεν κράτησες το λόγο σου και μας έσφαξες άδικα. Ο Θεός να σε τιμωρήσει». Ο Αλή πασάς απάντησε ότι έγινε λάθος και τους επέτρεψε να φύγουν για το Βουλγαρέλι της Άρτας. Ο Πήλιος πήρε μέρος στην καταστροφική μάχη του Σέλτσου και -μαζί με τον ανιψιό του Λάμπρο- ήταν από τους λίγους που σώθηκαν. Κατάφεραν να φτάσουν στην Πάργα, και από κει να περάσουν στην Κέρκυρα, όπου η Συνέλευση των Σουλιωτών τον εξέλεξε μεταξύ των αρχηγών. Το 1814 πήγε στην Κέρκυρα ο Χριστόφορος Περραιβός και σε συνέλευση των Σουλιωτών πρότεινε να οριστεί ο ίδιος πληρεξούσιος για να πάει στη Βιέννη και να ζητήσει την προστασία του Αυτοκράτορα Αλέξανδρου της Ρωσίας, όμως ο Πήλιος Γούσης στάθηκε αντίθετος στην πολιτική του Περραιβού. Το 1819 στην Κέρκυρα, σύμφωνα με τον Λάμπρο Κουτσονίκα, ο Γούσης ορκίστηκε κι έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας.

Το 1820, μετά την νέα συνθηκολόγηση του Σουλίου, ο Γούσης ακολούθησε τον Μάρκο Μπότσαρη στα Ιωάννινα και μαζί με τον Νότη Μπότσαρη, τον Κίτσο Τζαβέλλα και τον Καραμπίνη συναντήθηκαν με τον στόλαρχο του Σουλτάνου Αλήμπεη για να διαπραγματευτούν την συμμετοχή των Σουλιωτών στον αγώνα της Πύλης κατά του Αλή Πασά. Μετά την πτώση του Αλή ο Γούσης κατέφυγε στην Κεφαλλονιά. Τον Φεβρουάριο του 1825, μετά από πρόταση του Κώστα Μπότσαρη, ο Γούσης ανακηρύχθηκε αντιστράτηγος. Προτού αρχίσει η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου με την οικογένεια του, αλλά και 65 ακόμη γυναικόπαιδα μπήκαν στην πόλη [2]. Ο Γούσης, υπό τον Κίτσο Τζαβέλλα και μαζί με ακόμη 500 μαχητές, συμμετείχε στην προσπάθεια διασώσεως της νησίδας Ντολμάς, η οποία τελικά αλώθηκε από τους Τούρκους. Στις 3 Μαρτίου 1826, αμέσως μετά από την άλωση του Αιτωλικού, στο καλύβι του Ν. Ζέρβα συνήλθαν οι καπεταναίοι που βρίσκονταν στο Μεσολόγγι και ο Γούσης που πίστευε ότι όσοι δεν είχαν οικογένειες ήθελαν να αποχωρήσουν από την πόλη, τους φοβέρισε λέγοντας τους, όπως περιγράφει ο φίλος του Νίκος Κασομούλης: «...Πουθενά δεν πηγαίνομεν! Βουνόν να το κάμη απ’ έξω, εδώ θα πεθάνωμεν, και όποιου βαστά ο κώλος ας κάμη αρχήν και βλέπει. Ανατολικόν εδώ δεν το κάμνομεν». Μετά την πτώση του Μεσολογγίου οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ πασά έκοψαν το κεφάλι του Γούση και «θέσαντες αυτό επί ακοντίου, το περιήγαγον ανά την πόλιν, ως επιφανές αιματηρόν τρόπαιον, ...».

Μνήμη Πήλιου Γούση

Αν και ως τις μέρες μας το όνομα του Πήλιου Γούση αποτελεί συνώνυμο της προδοσίας καθώς θεωρήθηκε ότι ήταν αυτός που οδήγησε τους Τούρκους στο Σούλι αποκαλύπτοντας στους μισθοφόρους του Αλή Πασά ένα μυστικό πέρασμα, εντούτοις ουδέποτε υπήρξε προδότης κι αντιθέτως υπήρξε θύμα μικροπολιτικών ερίδων. Στις 24 Απριλίου 1803, τρεις μήνες πριν πέσει το Σούλι, οι αρχηγοί του απεύθυναν επιστολή στον πρίγκηπα των Κορφών Θεοτόκη, στην οποία έγραφαν: «...Και εμίς αποφασίσαμαιν να απαιθάνουμεν όλλοι μικρί και μοιγάλοι και όχοι να παραδοθούμαιν εις τα χαίρια του. Τόρα άρχεισαι να μαζόνει ασκέρη και να κάνει και μουσαβαιρέδες μαι όλην την Τουρκιάν δια να έλθει απάνου μας, δια τούτο και εμίς προσπεύτομαιν και παρακαλούμαιν την υψηλότητά σας και σεναρότους δια να μας ευρεθύται ος ομόπυστει χριστιανοί ότι έχουμαιν μαιγάλην χρίαν δια κάμποσες μπάλες από λίτραις τρις και τριούμισει, όσα σας φανούν εύλογον δια να υμποραίσομεν να αντισταθούμεν ότι ύμαισταν πολλά χριαζούμαινει από αυτή και αυτή μυστικό το τρόπο δια να λάβουμαιν...». Η επιστολή υπογράφεται και από τον Πήλιο Γούση, με το πραγματικό του όνομα, Πήλιος Πούσμπος.

Σύμφωνα με όσα γράφει [3] ο Χριστόφορος Περραιβός, που ήταν αφοσιωμένος στην οικογένεια Τζαβέλα κι αντίθετος με την οικογένεια Μπότσαρη της οποίας ήταν συγγενής ο Γούσης, ενώ υπήρξε ο πρώτος που έκανε αναφορά στην φερόμενη προδοσία «ο Γεώργιος Μπότσαρης και οι συμπέθεροί του Πήλιος Γούσης και Κουτσονίκας επρόδωσαν στον Αλή Πασά την πατρίδα τους το Σούλι». Στην έκδοση της ιστορίας του 1815 ο Περραιβός κατακεραύνωνει τον Γούση, στον οποίο καταλόγιζει ότι οδήγησε τις δυνάμεις του Βελή μέσα από ένα αφύλακτο μονοπάτι στο Σούλι και μάλιστα ότι αυτές χρησιμοποίησαν το σπίτι του ως βάση για να αναγκάσουν τους Σουλιώτες να παραδοθούν. Αιτία, όπως υποστηρίζει, ήταν η φιλοχρηματία του -δηλαδή ότι τον εξαγόρασε ο Βελής- αλλά και η επιθυμία του να απελευθερωθεί ο γαμπρός του που ήταν όμηρος στα Ιωάννινα.

Κατά τον Ιωάννη Γσύση, ο οποίος ήταν ανιψιός του Πήλιου, αγωνιστής του ’21 και πρώτος αρχηγός της Χωροφυλακής επί βασιλέως Όθωνα: «...Το έτος 1814, στην Κέρκυρα, ο Xριστόφορος Περραιβός παρουσιάστηκε στην συνέλευση των εξόριστων εκεί Σουλιωτών και τους εζήτησε να τον εξουσιοδοτήσουν, να παραστεί στο Συνέδριο της Βιέννης, όπου βρισκόταν και ο Τσάρος Αλέξανδρος ο Α', ώστε να του ζητήσει την προστασία των Ελλήνων. Τότε ο θείος μου Πήλιος, οργισμένος του είπε: “Περραιβέ οι Σουλιώτες έχουν άντρες να υπερασπιστούν τα δίκαιά τους όπως έγινε και πριν από μερικά χρόνια, όταν έστειλαν αντιπροσωπεία στην Αικατερίνη την Μεγάλη”». Ο Περραιβός προσβλήθηκε αφάνταστα και ένα χρόνο αργότερα, με τη δεύτερη έκδοση του έργου του, εκδικήθηκε το Γούση, χαρακτηρίζόντάς τον «...προδότη του Σουλίου». Ο Παναγιώτης Κουγιτέας, υπολοχαγός του Πυροβολικού και ιστορικός συγγραφέας, στο έργο του υποστηρίζει ότι το σπίτι στο οποίο οχυρώθηκαν οι 200 Αλβανοί «...κατά κακήν σύμπτωσιν ανήκεν εις τον Πήλιον Γούσην, όστις κατά την ημέραν εκείνην εμάχετο απεγνωσμένως εις Κιάφαν. Το περιστατικόν τούτο και μόνο ήρκεσεν εις ιστορικόν των αγώνων του Σουλίου,εξυπηρετούντα μάλλον προσωπικόν πάθος ή την αλήθειαν, να προσάψει εις τον Σουλιώτην τούτον αρχηγόν το στίγμα της προδοσίας....». Η άποψη του ιστορικού Παναγιώτη Κουγιτέα είναι σωστή, διότι συμφωνεί με τα ιστορικά γεγονότα, τα οποία πιστοποιούν ότι πρώτα έπεσε το Σούλι στα χέρια των μισθοφόρων του Αλή Πασά και μετά τα υπόλοιπα χωριά.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Πηγές

  • «Ο Πήλιο-Γούσης-Ο μύθος της προδοσίας-Αποκατάσταση» [4], Πάνος Δημ. Τζιόβας [5], Ιστοριοδίφης, Ιωάννινα, 1η έκδοση το 1990, 2η έκδοση το 1999.

Παραπομπές

  1. Διατελέσαντες Αρχηγοί Χωροφυλακής 1833-1984
  2. [Ο Παναγιώτης Τζιόβας γράφει πως «....προτού αρχίσει η δεύτερη πολιορκία του θρυλικού Μεσολογγίου, 65 γυναικόπαιδα οδηγούμενα από τους Θεοδ. Λάμπρου, Λ. Βέικο, Γ. Δράκο και Πήλιο Γούση μπήκαν στην πόλη με τη φροντίδα του φιλικού Αθ. Κεφαλά, ο οποίος καταγόταν από την Πρέβεζα».]
  3. [ Χριστόφορος Περραιβός, «Ιστορία Σουλλίου και Πάργας», 2η έκδοση το 1815 & 3η έκδοση το 1857, ενώ δεν υπάρχει καμμία σχετική αναφορά στην 1η έκδοση του έργου του Λαρισαίου ιστορικού, που γράφτηκε την ίδια χρονική περίοδο με τα ιστορικά γεγονότα του Σουλίου και εκδόθηκε το 1803, ανώνυμα όπως και ή 2η έκδοση- στο Παρίσι.]
  4. «Ο Πήλιο-Γούσης-Ο μύθος της προδοσίας-Αποκατάσταση» Ολόκληρο το βιβλίο.
  5. [Ο Πάνος Δημητρίου Τζιόβας γεννήθηκε το 1942 στο Χωριό Μελιγγοί του νομού Ιωαννίνων. Το 1979 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Αναδρομή». Διακρίθηκε ως ιστοριογράφος και ερευνητής ιστορικών θεμάτων και υπήρξε τακτικός συνεργάτης του έγκυρου περιοδικού «Ηπειρωτική Εστία». Συνεργάστηκε επίσης με το ίδρυμα «Βορειοηπειρωτικών Ερευνών» και τον τοπικό Τύπο. Πολλά άρθρα και μελέτες του είναι δημοσιευμένα στο «Ηπειρωτικό Ημερολόγιο» της «Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών», στο Περιοδικό «Ηπειρωτική Εστία», στα «Ηπειρωτικά Χρονικά» καθώς και σε εφημερίδες των Ιωαννίνων. Είναι ιδρυτικό μέλος της «Ηπειρωτικής Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών» και έχει διατελέσει κατ’ επανάληψη μέλος του διοικητικού της συμβουλίου ως έφορος Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων και ως έφορος λογοτεχνίας και ιστορίας.]