Κίτσος Τζαβέλας
Ο Κίτσος Τζαβέλας, Έλληνας αγωνιστής της Επαναστάσεως του 1821, στρατιωτικός και πολιτικός που διατέλεσε βουλευτής, υπουργός και πρωθυπουργός της Ελλάδος, γεννήθηκε το 1800 στο Σούλι της Ηπείρου και πέθανε στις 9 Μαρτίου 1855 από μαρασμό, στο Μεσολόγγι.
Ήταν παντρεμένος και από το γάμο του είχε αποκτήσει το Δημήτριο Τζαβέλλα και την Καλλιόπη, σύζυγο του Δημήτρη Κριεζή.
Συνοπτικές πληροφορίες αξιώματος * Πρωθυπουργός * |
---|
Έναρξη Θητείας : 5 Σεπτεμβρίου 1847 |
Λήξη θητείας : 8 Μαρτίου 1848 |
Προκάτοχος |
|
Διάδοχος |
|
Περιεχόμενα
Βιογραφία
Ήταν εγγονός του Λάμπρου και της Μόσχως Τζαβέλλα και δευτερότοκος γιος του Σουλιώτη αρματολού Φώτου Τζαβέλα και της Δέσπως Πάνου, αδελφής του οπλαρχηγού Ζώη Πάνου από την Παραμυθιά Σουλίου. Μετά την πτώση και την καταστροφή της γενέτειρας του το 1803, ακολούθησε την οικογένειά του και τους περίπου 2000 συμπατριώτες του, αρχικά στην Πάργα και κατόπιν στην Κέρκυρα όπου και έζησε μέχρι τα είκοσι του χρόνια. Μετά το 1814 και τη δεύτερη κατοχή των Επτανήσων από τους Άγγλους, δημιουργήθηκαν έξι τάγματα από Σουλιώτες πολεμιστές και ο Κίτσος Τζαβέλλας ανέλαβε επικεφαλής ενός από αυτά. Το 1818, μαζί με τον Ζώη Πάνου, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, από κάποιο μέλος της Εταιρείας.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1820, μετά την επικήρυξη του Αλή Πασά από τον Τούρκο Σουλτάνο, επέστρεψε στο Σούλι, όπου ανακηρύχτηκε καπετάνιος και στις 11 Ιανουαρίου 1821, υπέγραψε τη συμφωνία με τους μπέηδες του Αλή και πήρε μέρος στις συγκρούσεις τους με τα στρατεύματα των Τούρκων, σε ολόκληρη την Ήπειρο. Ως απεσταλμένος των Σουλιωτών, μετέβη στην Πίζα της Ιταλίας για να συνεννοηθεί με τους Φιλικούς για την Επανάσταση και συνάντησε τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, από τους οποίους ζήτησε πληροφορίες, συμβουλές και πολεμοφόδια. Στις 28 Ιουνίου 1821 δημοσιεύθηκε η προκήρυξη που υπέγραψαν με το Μάρκο Μπότσαρη [1].
Επαναστατική δράση
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1822 και διακρίθηκε στις μάχες για την άμυνα της Κιάφας, όμως στις 28 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, μετά την αποτυχία των επιχειρήσεων του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στην Ήπειρο και την ήττα στη μάχη της Σπλάντζας, οι Σουλιώτες σύναψαν συνθήκη με τους Τούρκους και ο Κίτσος Τζαβέλλας στις 2 Σεπτεμβρίου 1822, εγκατέλειψε μαζί με τους Σουλιώτες, την ιδιαίτερη πατρίδα του κι εγκαταστάθηκε αρχικά στα Επτάνησα κι από κει στην κυρίως Ελλάδα. Πήρε μέρος στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου από τις 20 Οκτωβρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 1822, ενώ στη συνέχεια με εντολή του έπαρχου Κωνσταντίνου Μεταξά, τράβηξε μαζί με το Μάρκο Μπότσαρη προς το Καρπενήσι, όπου αντιμετώπισαν τις δυνάμεις του Μουσταή Πασά στο Κεφαλόβρυσο. Στη μάχη αυτή άφησε την τελευταία του πνοή ο Μπότσαρης που τάφηκε με τιμές στο Μεσολόγγι. Το 1823 στην πολιορκία του Αιτωλικού, έστησε ενέδρα στη θέση Σκαλί, στο δρόμο από το Αιτωλικό στο Μεσολόγγι, και με την απώλεια 350 Τούρκων ιππέων, οι Τούρκοι επικεφαλής έλυσαν την πολιορκία κι αποσύρθηκαν στα πασαλίκια του Ασπροποτάμου.
Πολέμησε στη νίκη της Άμπλιανης, στο δρόμο Σαλώνων-Γραβιάς, υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, στις 13 Ιουλίου 1824, όπου οι Τούρκοι είχαν περισσότερους από 2000 νεκρούς. Πήρε μέρος στις εμφύλιες διενέξεις στο Αίγιο στο πλευρό του Ιωάννη Κωλέττη και των εκπροσώπων του Βουλευτικού, αντιμετωπίζοντας τους Ανδρέα Ζαΐμη, Ανδρέα Λόντο και Νικηταρά, τους οποίους ανάγκασαν να καταφύγουν στο Μεσολόγγι, ζητώντας άσυλο από τον Μαυροκορδάτο και το Νοέμβριο του 1824, επέβαλαν τη θέληση της κεντρικής εξουσίας. Συμμετείχε στις μάχες στο Δίστομο και στις 7 Απριλίου 1825, στο Κρεμμύδι, απ' όπου διέφυγε πολεμώντας, αφού άνοιξε δρόμο μέσα από τις γραμμές του εχθρικού ιππικού. Στις 26 Μαρτίου 1825, αποβιβάστηκε στο νησί Κλείσοβα, το οποίο δέχονταν επίθεση από τον Ιμπραήμ πασά και ηγήθηκε της φρουράς των εκατό υπερασπιστών του νησιού. Τον Ιούνιο του 1825 ως επικεφαλής μια επιθετικής φάλαγγας οπλιτών, διέσπασε τον αποκλεισμό των στρατευμάτων του Κιουταχή και μπήκε στην πολιορκημένη πόλη του Μεσολογγίου. Στην έξοδο ως αρχηγός 2.500 οπλιτών και αμάχων, που αποτελούσαν την μία από τις τρεις φάλαγγες των πολιορκημένων, διέσπασε τις γραμμές των Τούρκων και οδήγησε στα Σάλωνα 1.300 άνδρες. Στη συνέχεια τον Οκτώβριο του 1826, πήρε μέρος στη μάχη της Αράχωβας υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη αλλά και στη μάχη του Παλαιού Φαλήρου όπου στις 23 Απριλίου 1827, σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης, μετά το θάνατο του οποίου, ανέλαβε προσωρινά την αρχιστρατηγία.
Περίοδος της Ανεξαρτησίας
Τον Ιανουάριο του 1828 διορίστηκε χιλίαρχος από τον Ιωάννη Καποδίστρια, κι ανέλαβε την 1η χιλιαρχίας στις 14 Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου, υπό την αρχιστρατηγία του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Τον Αύγουστο του 1828, επικεφαλής 1400 ανδρών και με τη βοήθεια της 3ης χιλιαρχίας, αποβιβάστηκε στο Λουτράκι και κατευθύνθηκε στα Τροιζόνια και πέτυχε νίκες κατά των Τούρκων στο Μυρμηγκάρι στις 14 Σεπτεμβρίου, στο Καστέλι στις 16 Σεπτεμβρίου και στις 23 Σεπτεμβρίου στη Γραμμένη Οξιά. Στις 10 Οκτωβρίου αφού νίκησε τους Τούρκους στην Τέρνοβα, τους καταδίωξε και πολιόρκησε το Καρπενήσι, το οποίο εγκατέλειψαν οι Τούρκοι στις 23 Νοεμβρίου, κι απελευθέρωσε ολόκληρη την επαρχία Καρπενησίου. Το Μάρτιο του 1829 επικεφαλής της χιλιαρχίας του πολέμησε στη Ναύπακτο, όπου μετά από πολιορκία οι Τούρκοι στις 11 Απριλίου υπέγραψαν ανακωχή και στις 18 Απριλίου εγκατέλειψαν την πόλη.
Πολιτική δράση
Η αδελφή του Κίτσου Τζαβέλλα παντρεύτηκε το γιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, μαζί με τον οποίο, καθώς και τους Γενναίο Κολοκοτρώνη και Δημήτριο Πλαπούτα, φυλακίστηκε το Σεπτέμβριο του 1833, στα χρόνια της αντιβασιλείας και δικάστηκε μαζί τους σε μια δίκη που τελείωσε στις 26 Μαΐου 1834 κι έγινε στο παλαιό τζαμί του Ναυπλίου, της πρώτης πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η κατηγορία που τους βάρυνε ήταν της απόπειρας για ανατροπή του ανήλικου Όθωνα και της εγκαθιδρύσεως δικού τους καθεστώτος. Η ποινή για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών και στο άκουσμά της ο μεν Κολοκοτρώνης σταυροκοπήθηκε, ο δε Πλαπούτας αναλύθηκε σε λυγμούς.
Ο βασιλιάς Όθωνας του απένειμε το βαθμό του υποστράτηγου και αργότερα τον προβίβασε σε αντιστράτηγο κάνοντας τον υπασπιστή του, μαζί με τον Νότη Μπότσαρη. Σταδιακά αναμίχθηκε στην πολιτική, καθώς ήδη από το 1827 ήταν αντιπρόσωπος των Σουλιωτών στην 3η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και στις 20 Μαρτίου 1827, πέτυχε την ανάκληση του ατιμωτικού ψηφίσματος με το οποίο ο Δημήτριος, αδελφός του Αλέξανδρου Υψηλάντη, είχε καθαιρεθεί και υποβιβασθεί σε πολίτη Β' τάξεως, επειδή διαφώνησε για έναν συμβιβασμό με τους Οθωμανούς. Μετά την απόσυρση του από το στρατό, αναδείχθηκε σε αρχηγό του Γαλλικού κόμματος. Εκλέχθηκε αντιπρόσωπος στην 1η Εθνοσυνέλευση που προέκυψε μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 για την παραχώρηση Συντάγματος. Το Μάιο του 1844 με το πολεμικό πλοίο Όθων επικεφαλής κυβερνητικών στρατευμάτων, κατέπλευσε στη Μάνη όπου είχαν εξεγερθεί 2000 ένοπλοι υπό την ηγεσία των Μαυρομιχάλη, Τζαννετάκη και Πιερράκου και κατέστειλε το κίνημα, ενώ ανάλογη δράση είχε και στον Αβαρίκο της Αιτωλοακαρνανίας, όπου είχαν οχυρωθεί στασιαστές υπό τον Θεόδωρο Γρίβα, ο οποίος με τη βοήθεια των Γάλλων κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Υπουργός & Πρωθυπουργός
Στις 6 Αυγούστου 1844 διορίστηκε Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Ιωάννη Κωλέτη, πράξη που σηματοδότησε την είσοδο του στο στενό κύκλο, όσων ήταν αφοσιωμένοι στον βασιλιά Όθωνα. Στις 7 Σεπτεμβρίου ορίστηκε πρωθυπουργός θέση από την οποία παραιτήθηκε στις 7 Μαρτίου 1847, σε μια εποχή που στην Ελλάδα κυριαρχούσαν τα ανταρτικά κινήματα, του Φαρμάκη, του Παπακώστα των Κοντογιανναίων και του Βελέντζα, ενώ το 1849 ορίσθηκε εκ νέου Υπουργός Στρατιωτικών. Ήταν επικεφαλής του επαναστατικού κινήματος της Ηπείρου το οποίο εκδηλώθηκε στις αρχές του 1854, ταυτόχρονα με τα ανάλογα κινήματα, της Θεσσαλίας, με αρχηγό τον υπασπιστή του Όθωνα στρατηγό Χριστόδουλο Χατζηπέτρο, της Χαλκιδικής, με αρχηγό τον πρώην υπασπιστή του Όθωνα συνταγματάρχη Δημήτριο ή Τσάμη Καρατάσο και της Δυτικής Μακεδονίας, με αρχηγό τον παλαιό αρματολό Θεόδωρο Ζιάκα.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- Κίτσος Τζαβέλλας Γιώργος Γκορέζης
Παραπομπές
- ↑ [Αι σημαίαι ημών φέρουσιν ένα σταυρόν και ένα στέφανον εκ δάφνης. Ελευθερία! Θρησκεία! Πατρίς! Ιδού το έμβλημα ήμών. Η ειρήνη έστω μεθ' υμών αδελφοί. Ημείς λέγομεν την αλήθειαν, άλλοι δ' εισίν εκείνοι οίτινες θέλουσι να εξαπατήσωσιν υμάς. Πάργιoι, Ο όφις επατάχθη από τον Σταυρόν. Oι Σουλιώται πολεμούσιν υπέρ της ελευθερίας της Ηπείρου. Απομακρυνθήτε της χώρας της οποίας δεσπόζουσιν oι εχθροί υμών. Oι Έλληνες εισί δούλοι εκεί όπου κυματίζει η Βρεττανική σημαία. Oι ʼγγλoι εισί φίλοι των βαρβάρων. Φύγετε, δράμετε υπό τας σημαίας ημών. Επίσης, υμείς ευγενείς νέοι της Επτανήσου, λεοντόκαρδοι αποβήτε εις τα παράλια ημών. Θα είσθε ο επίλεκτος λόχος. Η ιερά σημαία του Σταυρού κυματίζει απανταχού της Ηπειρωτικής ακτής. Πάργιoι και επτανήσιοι προσθέσατε τας δυνάμεις υμών προς τας των Σουλιωτών. Αι σημαίαι ημών φέρουσιν ένα σταυρόν και ένα στέφανον εκ δάφνης. Ελευθερία! Θρησκεία! Πατρίς! Ιδού το έμβλημα ήμών. Η ειρήνη έστω μεθ' υμών αδελφοί. Ημείς λέγομεν την αλήθειαν, άλλοι δ' εισίν εκείνοι οίτινες θέλουσι να εξαπατήσωσιν υμάς. 28 Ιoυνίoυ 1821 Oι οπλαρχηγοί Μάρκος Βότσαρης, Κίτσος Τζαβέλας]