Σάσων

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Σάσων, ή Σασώ, ή Σάσωνα ή Σάζενο, [Ιταλικά: Saseno, Αλβανικά: Sazan ή Sazanit], είναι νησί μπροστά στην είσοδο και σε απόσταση περίπου τρία ναυτικά μίλια, του κόλπου της Αυλώνας στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου, η οποία κατέχεται από τους Αλβανούς. Έχει έκταση περίπου 5.7 τετραγωνικά χιλιόμετρα και εκτείνεται μόλις δυόμισι ναυτικά μίλια από βορά προς νότο, ενώ το μέγιστο πλάτος του δεν ξεπερνά το ένα μίλι. Το υψηλότερο σημείο του είναι τριακόσια τριάντα ένα μέτρα. Αποτελείται από δύο λόφους που ξεγελούν το ανθρώπινο μάτι, ώστε ο περιηγητής να σχηματίζει, αρχικά, την εντύπωση ότι πρόκειται για δύο νησιά. Στις 2 Ιουλίου 1914 η τελευταίοι Έλληνες φρουροί του νησιού, εκτελώντας σχετική εντολή της Ελληνικής κυβερνήσεως υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αποχώρησαν από την περιοχή υποστέλλοντας την Ελληνική σημαία και οι κάτοικοι που αφέθηκαν απροστάτευτοι, σφαγιάσθηκαν με άγριο τρόπο από τους Αλβανούς.

Νήσος Σάσων

Μορφολογία

Το νησί είναι απόκρημνο, ενώ οι απότομοι βράχοι του και το πλήθος των υφάλων που το περιβάλλουν, δημιουργούν φυσικά εμπόδια, τα οποία καθιστούν αδύνατη την προσέγγιση του από τη θάλασσα. Είναι άγονο και προσφέρεται μόνο για βοσκή αιγοπροβάτων. Το ενδιαφέρον για το νησί, εστιάζεται στη στρατηγική του θέση, η οποία συνδέεται άμεσα με την αντίστοιχη στρατηγική σημασία της Αδριατικής θάλασσας, καθώς βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του στενού του Οτράντο, εύρους σαράντα ναυτικών μιλίων μεταξύ Αλβανίας και Ιταλίας. Το δυτικό άκρο του αποτελείται από την άκρα Σάντα Μαρία ντι Λέουκα και την άκρα Οτράντο της Ιταλίας.

Οι κοντινότερες αποστάσεις του από την ηπειρωτική στεριά είναι στο νότο η άκρα Λιγκουέτα, [Gjuherzes], της χερσονήσου των Ακροκεραυνίων, στα τρία ναυτικά μίλια, ενώ ανατολικά είναι τεσσεράμισι ναυτικά μίλια. Τα βάθη γύρω του είναι μεγάλα, γεγονός που επιτρέπει την αβλαβή διέλευση μεγάλων πλοίων και για το λόγο αυτό, μισό μίλι νοτιότερα από τη βορειοδυτική άκρη, λειτουργεί φάρος με ύψος εκατόν ενενήντα οκτώ μέτρα. Διαθέτει ασφαλές λιμάνι στο βορειότερο τμήμα των ανατολικών ακτών του, το οποίο προφυλάσσεται από κυματοθραύστη και λιμενοβραχίονα, στην περιοχή που ονομαζόταν «Άγιος Νικόλαος». Στην περιοχή του λιμανιού υπήρχε η ομώνυμη μικρή εκκλησία που καταστράφηκε το 1788 από Τούρκους του Αυλώνα.

Ιστορία

Αρχαιότητα & Μεσαίωνας

Αναφέρεται ήδη από το 2ο π.Χ. αιώνα από τον ιστορικό Πολύβιος και τον γεωγράφο Σκύλακα τον Καρυανδέα, ενώ μνημονεύεται από τους γεωγράφους Στράβωνα, Κλαύδιο Πτολεμαίο και από το Ρωμαίο Ναύαρχο και ιστορικό Πλίνιο σαν ορμητήριο πειρατών. Στο νησί υπάρχουν ερείπια Ρωμαϊκού φρουρίου. Ανήκε για 125 χρόνια στην Οθωμανική αυτοκρατορία και από το 1696, περιήλθε μαζί με τα υπόλοιπα Ιόνια νησιά, στην κυριαρχία των Ενετών.

Νεότεροι χρόνοι

Τον Οκτώβριο του 1797, με τη Συνθήκη του Κάμπο–Φόρμιο μεταξύ Γαλλίας και Αυστρίας περιήλθε στη Γαλλία και προσαρτήθηκε στο Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων μετά τους Ναπολεοντείους Πολέμους, μαζί με τα Ιόνια νησιά και τις «… άλλοτε Βενετικάς κτήσεις εις την Αλβανίαν, που κείνται νοτίως του κόλπου του Δρίνου». Το Μάρτιο του 1800, συμπεριλήφθηκε στη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, μεταξύ Τούρκων και Ρώσων, για τη συγκρότηση της Δημοκρατίας των Επτανήσων, ενώ το Μάρτιο του 1802, με τη Συνθήκη της Αμιένης μεταξύ Γαλλίας, Αγγλίας και Ισπανίας, αναγνωρίστηκε η Επτάνησος Πολιτεία και κατοχυρώθηκε το καθεστώς προστασίας των Συμμάχων Δυνάμεων. Το 1815 υπογράφηκε η Συνθήκη των Παρισίων, μεταξύ Γαλλίας και των τότε συμμάχων, Αυστρίας, Αγγλίας, Πρωσίας και Ρωσίας, με την οποία αναγνωρίσθηκαν τα νησιά του Ιονίου πελάγους, ως ελεύθερη και ανεξάρτητη Πολιτεία υπό Αγγλική προστασία. Σύμφωνα με διευκρίνιση της 17ης Νοεμβρίου 1825 στην Ιόνιο Πολιτεία περιλαμβανόταν και η Σάσων «… με τα εξαρτήματα των, όπως αναφέρονται εις την Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 21ης Μαρτίου 1800». Με την ανακήρυξη της Ιονίου Πολιτείας, Αγγλικά Πολεμικά Πλοία κατέλαβαν το νησί, υπέστειλαν τη σημαία των Οθωμαν'ων, υποστέλλοντας την Οθωμανική Σημαία και ύψωσαν τη Σημαία της Ιονίου Πολιτείας. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να ανακαταλάβουν το νησί από το 1850 έως το 1959, όμως εκδιώχθηκαν από τις Αγγλικές Δυνάμεις και το Μάρτιο του 1864, το νησί παραχωρήθηκε στην Ελλάδα με την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου, όμως δεν ενσωματώθηκε ποτέ και δεν υψώθηκε Ελληνική σημαία στο έδαφος της. Οι Τούρκοι επωφελήθηκαν και κατοχύρωσαν την κυριαρχία τους στο νησί, όπου το 1871, εγκατέστησαν και λειτούργησαν φάρο.

Βαλκανικοί πόλεμοι

Στις 15 Νοεμβρίου 1912, στη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου, ο Αντιπλοίαρχος Κωνσταντίνος Γεωργαντάς, Διοικητής Ομάδας Ατμομυοδρομώνων της Μοίρας Ιονίου, με τον Ατμομυοδρόμωνα «Πηνειός», που είχε Κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Αναστάσιο Ανδρεάδης, απελευθέρωσε τη Σάσωνα και ύψωσε την Ελληνική Σημαία, απελευθερώνοντας δεκαπέντε Ελληνικές Οικογένειες κτηνοτρόφων που το κατοικούσαν, ενώ στις 21 Νοεμβρίου άρχισε να λειτουργεί εκ νέου, ο φάρος του νησιού. Παράλληλα εγκαταστάθηκε φρουρά που την αποτελούσαν 25 στρατιώτες υπό επιλοχία και 8 ναύτες με υποκελευστή.

Μετά από πιέσεις της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας, το νησί παραχωρήθηκε στην Αλβανία στις 13 Φεβρουαρίου 1914, με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας και στις 5 Μαΐου 1914 η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, με νόμο που ψήφισε η Ελληνική Βουλή και κυρώθηκε στις 9 Μαΐου 1914 από τον τότε Βασιλιά Κωνσταντίνο, παραχώρησε το νησί στην Αλβανία. Ο νόμος δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως [1]. Tο άρθρο 1 του εν λόγω νόμου, επί θητείας ως υπουργού Δικαιοσύνης του Κωνσταντίνου Ρακτιβάν, που συνέδεσε το όνομα του με μια πράξη εθνικής μειοδοσίας καθώς υπήρξε μέλος κυβερνήσεως της οποίας ο πρωθυπουργός, εν προκειμένω ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πέρασε στην ιστορία ως ο μοναδικός που παραχώρησε έδαφος της ελληνικής επικράτειας σε ξένη χώρα, αναφέρει ότι: «...Επιτρέπεται εις την Κυβέρνησιν η εις την αλβανικήν επικράτειαν παραχώρησις της νησίδος Σασώνος, ανηκούσης τω ελληνικώ Βασιλείω δυνάμει του 2ου άρθρου της περί παραχωρήσεως των Ιονίων νήσων συνθήκης του Λονδίνου της 17/29 Μαρτίου 1864».

Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στις πρεσβείες των Μεγάλων Δυνάμεων τρεις ημέρες αργότερα. Στις 2 Ιουλίου 1914, η Ελληνική φρουρά απέπλευσε για την Κέρκυρα υποστέλλοντας τη Σημαία και οι Έλληνες κάτοικοι του νησιού, οι οποίοι αφέθηκαν απροστάτευτοι, σφαγιάσθηκαν με άγριο τρόπο στις 16 Ιουλίου 1914, από τους Αλβανούς. Στις 26 Απριλίου 1915, υπογράφηκε η Συμφωνία του Λονδίνου, και βάσει του άρθρου 6 του μυστικού πρωτοκόλλου που τη συνόδευε, η Ιταλία πέτυχε την ουδετεροποίηση του Στενού της Κέρκυρας, ενώ αποφασίσθηκε η παραχώρηση της νήσου και του Αυλώνα στην Ιταλία, όπως συνέβη και με το σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, με το άρθρο 8 του ίδιου μυστικού πρωτοκόλλου.

Μεσοπόλεμος

Παράλληλα με την προσπάθεια για την απόκτηση επιρροής στο νεοσύστατο Αλβανικό κράτος ο Μπενίτο Μουσολίνι, επιθυμούσε να εξαπλώσει την Ιταλική κυριαρχία στην Κέρκυρα και για το λόγο αυτό εκμεταλλεύτηκε τη δολοφονία από άγνωστους του Ιταλού Στρατηγού Ενρίκο Τελλίνι και της συνοδείας του στις 27 Αυγούστου 1923 στην Κακαβιά. Έτσι στις 31 Αυγούστου 1923, διέταξε την κατάληψη της Κέρκυρας, από μέρος του Ιταλικού στόλου υπό το Ναύαρχο Σαλάρι, ο οποίος αφού βομβάρδισε την πόλη δημιουργώντας θύματα μεταξύ των αμάχων και καταστρέφοντας πλήθος κτισμάτων, αποβίβασε στρατό κατοχής. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1923 οι Ιταλοί εγκατέλειψαν την Κέρκυρα, ύστερα από τις πιέσεις της Μεγάλης Βρετανίας που θεωρούσε επικίνδυνη για τα συμφέροντα της, την Ιταλική κυριαρχία στα δύο σημεία εισόδου στην Αδριατική. Η Ιταλία έκτοτε, έστρεψε το ενδιαφέρον της στη Σάσωνα και προχώρησε στον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων στο νησί, τον οποίο ολοκλήρωσε στις 7 Απριλίου του 1939, δημιουργώντας Ναυτική Βάση.

Σύγχρονοι χρόνοι

Το νησί περιήλθε στην Αλβανική κυριαρχία στις 10 Φεβρουαρίου 1947 με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων, στα πλαίσια των συνοριακών αλλαγών μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Εμβέρ Χότζα, [Enver Hoxha], ο επικεφαλής του κομμουνιστικού καθεστώτος της γειτονικής στην Ελλάδα χώρας έστειλε αξιωματικούς του Ναυτικού επικεφαλής στρατιωτικής δυνάμεως που εγκαταστάθηκε για τη φρούρηση του νησιού, ενώ στη συνέχεια παραχώρησε το νησί, ως βάση, στη Σοβιετική Ένωση. Το Ιούλιο του 1948, έφτασε στο νησί ομάδα Αξιωματικών ειδικών σε ζητήματα οχυρώσεως και εγκαταστάσεως πυραύλων και με εντατικές εργασίες που διήρκεσαν μέχρι το Φθινόπωρο του 1952, δημιουργήθηκαν θαλάσσιες στοές, στις οποίες μπορούσαν να σταθμεύουν περισσότερα από τέσσερα υπερσύγχρονα υποβρύχια, ελέγχοντας το στενό του Οτράντο και την Αδριατική θάλασσα. Η ναυτική βάση που δημιουργήθηκε ήταν εξοπλισμένη με πυρηνικά όπλα και πυραύλους με βεληνεκές που υπερκάλυπτε την Αδριατική, το Ιόνιο πέλαγος, μεγάλο μέρος της Ιταλικής χερσονήσου, τον Τάραντα, την κυριότερη Ναυτική Βάση των Ιταλών.

Στην κορυφή Ravina λειτούργησε ραντάρ αέρος και επιφανείας, με εμβέλεια που κάλυπτε όλο το θαλάσσιο χώρο μέχρι την Ιταλία, ενώ εγκαταστάθηκαν πυροβολαρχίες για αντιαεροπορική κάλυψη. Παράλληλα εξοπλίσθηκαν και τα όρη Karaburum, στη βορειοηπειρωτική ακτή νότια της Σάσωνος και κατασκευάσθηκαν τρία αεροδρόμια με υπόγειες θέσεις αποκρύψεως αεροσκαφών καθώς και υπόγειες αποθήκες καυσίμων ανταλλακτικών και πυρομαχικών, το ένα στον Αυλώνα, το άλλο νοτιοδυτικά της κοιλάδας Dukatti και το τρίτο ανατολικά του ποταμού Sushitsa. Στο νησί δημιουργήθηκε καλό οδικό δίκτυο για τις μετακινήσεις του προσωπικού, σπίτια για τη στέγαση των οικογενειών του προσωπικού και λειτουργούσαν σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως. Το 1961 ο Εμβέρ Χότζα απομάκρυνε τους Σοβιετικούς από τη Σάσωνα, όμως κράτησε τα Σοβιετικά υποβρύχια και το νησί παρέμεινε ναυτική Βάση της Αλβανίας, ενώ οι κατοικίες χρησιμοποιήθηκαν για τον παραθερισμό των οικογενειών των Αλβανών Αξιωματικών καθώς και της νομενκλατούρας του «Αλβανικού Κόμματος Εργασίας», του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Κατάρρευση του κομμουνισμού

Το 1990, μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, το νησί ερημώθηκε. Το 1993, το επισκέφθηκε ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Μάνφρεντ Βέρνερ, στην πρώτη επίσκεψη Δυτικού Αξιωματούχου. Ο Αλβανός Πρωθυπουργός Παντελί Mάικο την Τρίτη 10 Νοεμβρίου 1998 υπέγραψε στη Ρώμη συμφωνία οικονομικής συνεργασίας με τον Ιταλό πρωθυπουργό Μάρκο Ντ’ Αλέμα, στα πλαίσια της οποίας, η Ιταλία δημιούργησε στο νησί μια υπερσύγχρονη στρατιωτική βάση για έλεγχο του στενού του Οτράντου, με πρόσχημα την αποτροπή της διακινήσεως των λαθρομεταναστών, επανδρωμένη με τριακόσιους στρατιωτικούς και υπερσύγχρονο εξοπλισμό. Το αντάλλαγμα ήταν η δέσμευση της Ιταλίας για χρηματοδότηση προγράμματος ύψους τριακοσίων σαράντα δισεκατομμυρίων λιρετών με μορφή δωρεάν βοήθειας ή με την παροχή χαμηλότοκων δανείων, ενώ περιλαμβάνονταν η αποκατάσταση του αλβανικού ηλεκτρικού δικτύου, ο εξοπλισμός δύο ταξιαρχιών, η κατασκευή δρόμου μήκους 72 χιλιομέτρων και η επαναλειτουργία ενός πολεμικού αεροδρομίου.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βιβλιογραφία

Παραπομπές

  1. [Νόμος 272/1914, Φ.Ε.Κ. 151/Α΄/7 Ιουνίου 1914]