Συμφωνία της Μεταφοράς
Η «Συμφωνία της Μεταφοράς» ή «Συμφωνία Χααβαρά» (αγγλικά:Haavara Agreement) (γερμανικά: Haavara Abkommen γνωστή επίσης ως Hoofien-Abkommen από τον Sigmund Hoofien, κύριο διαπραγματευτή και Πρόεδρος της Αγγλο-Παλαιστινιακής Τράπεζας) (εβραϊκά: הסכם העברה: Ha’avarah heskem) ήταν συμφωνία μεταφοράς (μετανάστευσης) του εβραϊκού πληθυσμού της Γερμανίας στην Παλαιστίνη. Η συμφωνία υπογράφηκε στις 25 Αυγούστου 1933 από το Υπουργείο Οικονομίας του Τρίτου Ράιχ από τη μία πλευρά και της «Σιωνιστικής Ομοσπονδίας της Γερμανίας» (die Zionistische Vereinigung für Deutschland) και της «Αγγλο-Παλαιστινιακής Τράπεζας» (Anglo-Palestine Bank) υπό τις εντολές της «Εβραϊκής Υπηρεσίας» (Jewish Agency) από την άλλη.
Η Συμφωνία χρησίμευσε ως ένας τρόπος να μην χαθεί η κινητή περιουσία (κεφάλαια/αποταμιεύσεις) των Εβραίων της Γερμανίας που ήθελαν να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη, αλλά και να τονωθεί η γερμανική οικονομία. Από αυτή τη συμφωνία επωφελήθηκαν περίπου 60.000 γερμανοεβραίοι που κατόρθωσαν να μεταναστεύσουν χωρίς να απωλέσουν τις καταθέσεις τους, όσο και το γερμανικό κράτος αφού οι Εβραίοι αγόραζαν και μετέφεραν γερμανικά προϊόντα και αγαθά στην νέα τους πατρίδα. Υπολογίζεται ότι το χρηματικό ποσό που διακινήθηκε ανέρχεται στα 100.000.000 δολλάρια.
Η ιστορική σπουδαιότητα της Συμφωνίας έγκειται στο γεγονός ότι αποδεικνύει την αγαστή συνεργασία του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος με τους σιωνιστές ηγέτες της εποχής, συνεργασία η οποία κρατήθηκη μυστική για πολλά χρόνια από τους ιθύνοντες στο Ισραήλ. Όταν τελικά ήρθε στο φως, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ξεκίνησε μια σφοδρή αντιπαράθεση στον δημόσιο λόγο της χώρας [1]
Σύμφωνα με τον έγκριτο ιστορικό Έντουιν Μπλακ, αυτή η συνεργασία ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ [2].
Ιστορικό
Τον δρόμο για την επίτευξη της συμφωνίας μεταξύ των δυο μερών, άνοιξε η σιωνιστική εταιρεία εξαγωγής εσπεριδοειδών από την Παλαιστίνη, "Hanotea" (הַנּוֹטֵעַ «Ο φυτευτής») όταν τον Μάρτιο του 1933 ο διευθυντής της, Σάμι Κοέν, ήρθε σε απευθείας διαπραγματεύσεις με το Υπουργείο Οικονομικών του Τρίτου Ράιχ, προκειμένου να της παρασχεθεί η δυνατότητα μεταφοράς του εβραϊκού κεφαλαίου μέσω της αγοράς γερμανικών προϊόντων που θα στέλνονταν στην Παλαιστίνη [3]. Η "Hanotea" αγόραζε τα γερμανικά αγαθά που χρειαζόταν, πληρώνοντάς τα από τους γερμανικούς τραπεζικούς λογαριασμούς των Εβραίων μεταναστών. Στη συνέχεια οι μετανάστες εγκατέλειπαν τη Γερμανία και έπαιρναν την αντίστοιχη αξία των πληρωμών σε ακίνητα.
Καθώς οι εμπειρίες της "Hanotea" φάνηκαν επιτυχημένες στους σιωνιστές ηγέτες, το καλοκαίρι του 1933 πραγματοποιήθηκαν διαπραγματεύσεις μεταξύ της σιωνιστικής πλευράς και του γερμανικού Υπουργείου Οικονομίας, οι οποίες οδήγησαν στην υπογραφή της λεγόμενης «Συμφωνίας της μεταφοράς».
H πρωτοβουλία για τις διαπραγματεύσεις με τις ναζιστικές Αρχές ανήκε στη «Σιωνιστική Ένωση για τη Γερμανία», η οποία μέσω του του γενικού διευθυντή της Αγγλοπαλαιστινιακής Τράπεζας στην Παλαιστίνη, Eliezer Sigfried Hoofien ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον ανώτερο κυβερνητικό σύμβουλο του «Υπουργείου Οικονομίας του Ράιχ». Η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων ωστόσο, διεκπεραιώθηκε από τον τότε επικεφαλής του πολιτικού τμήματος της Εβραϊκής Υπηρεσίας, Χαΐμ Αρλοσόροφ. ([Haim Arlosoroff])
Ως αποτέλεσμα της συμφωνίας που επιτεύχθηκε στο Βερολίνο, ιδρύθηκαν δύο εταιρείες: η εταιρεία "Haavara" στο Τελ Αβίβ (πλήρης τίτλος: «Γραφείο Καταπιστευμάτων και Μεταβιβάσεων "Χααβαρά"») και μια αδελφή εταιρεία με την ονομασία "Paltreu" (Palästina Treuhandstelle) στο Βερολίνο. Η διαδικασία γινόταν με τον εξής τρόπο : ο Εβραίος μετανάστης κατέθετε τα χρήματά του (το ελάχιστο ποσό ήταν περίπου χίλιες λίρες στερλίνες) στον γερμανικό λογαριασμό της Haavara (στην τράπεζα Wassermann στο Βερολίνο ή στην τράπεζα Warburg στο Αμβούργο), Με αυτά τα χρήματα, οι Εβραίοι εισαγωγείς μπορούσαν να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα για εξαγωγή στην Παλαιστίνη, ενώ κατέβαλαν την αντίστοιχη αξία σε παλαιστινιακές λίρες στο λογαριασμό Haavara στην Αγγλοπαλαιστινιακή Τράπεζα στην Παλαιστίνη. Όταν ο μετανάστης έφτανε στην Παλαιστίνη, έπαιρνε από τον λογαριασμό αυτό την ισοδύναμη αξία του ποσού που είχε καταβάλει στη Γερμανία.
Αντιδράσεις
Οι αντιδράσεις εναντίον της Συμφωνίας τάραξαν την παγκόσμια εβραϊκή κοινότητα . Όπως το έθεσε ο ιστορικός Έντουιν Μπλακ: «Η Συμφωνία Μεταφοράς διέλυσε τον εβραϊκό κόσμο, στρέφοντας ηγέτες εναντίον ηγετών, απειλώντας με εξέγερση, ακόμη και με δολοφονίες.» [4]. Η αντίθεση προήλθε από την κυρίαρχη αμερικανική ηγεσία του «Παγκόσμιου Σιωνιστικού Συμβουλίου», ιδίως τον Αμπά Χίλελ Σίλβερ και τον πρόεδρο του «Αμερικανοεβραϊκού Κογκρέσου» ραββίνο Στίβεν Γουάιζ. Ο Γουάιζ και άλλοι ηγέτες του αντιναζιστικού μποϊκοτάζ του 1933 επιχειρηματολόγησαν κατά της συμφωνίας, αποτυγχάνοντας οριακά να πείσουν το 19ο Σιωνιστικό Συνέδριο τον Αύγουστο του 1935 να ψηφίσει εναντίον της.
Οι δεξιοί αναθεωρητικοί Σιωνιστές και ο ηγέτης τους Βλαντιμίρ Τζαμποτίνσκι ήταν ακόμη πιο έντονα αντίθετοι. Η αναθεωρητική εφημερίδα στην Παλαιστίνη, "Hazit Haam", δημοσίευσε μια έντονη καταγγελία όσων συμμετείχαν στη συμφωνία ως "προδότες" και λίγο αργότερα ένας από τους διαπραγματευτές, ο Χαΐμ Αρλοσόροφ, δολοφονήθηκε.
Παραπομπές