Εθνικοσοσιαλισμός

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Εθνικοσοσιαλισμός (στο παρόν λήμμα εννοείται ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός, για μορφές εθνικοσοσιαλισμού εκτός Γερμανίας βλέπε εθνικοκοινωνισμός), στη γερμανική γλώσσα Nationalsozialismus, είναι η κοσμοθεωρία και βιοθεωρία του Εθνικο-Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανών Εργατών [N.S.D.A.P., Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei] υπό τον Αδόλφο Χίτλερ. Ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός, πολιτική κίνηση με εθνικιστικό χαρακτήρα που στρέφεται εναντίον τόσο του κομμουνισμού όσο και της αστικής δημοκρατίας, αν και μπορεί να θεωρηθεί μορφή φασισμού, δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον Ιταλικό φασισμό όπως τον εξέφρασε ο Μπενίτο Μουσολίνι, με τον οποίο έχει σημαντικές διαφορές, όπως και με τα κατά καιρούς εφαρμοσμένα παραδείγματα σοσιαλισμού στην υφήλιο. Κυριότερα ιδεολογικά χαρακτηριστικά του εθνικοσοσιαλισμού είναι ο εθνικισμός, όχι αστικός-πολιτικός αλλά φυλετικός, η απόρριψη του φιλελευθερισμού και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ο οικονομικός κορπορατιβισμός με χαρακτηριστικά προσομοιάζοντα στον μη-μαρξιστικό σοσιαλισμό α(δημόσιο έλεγχο των μέσων παραγωγής, καταπολέμηση της τοκογλυφίας, μοίρασμα των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων, δημοτικοποίηση των εμπορικών καταστημάτων και υπενοικίασή τους σε μικρούς επιχειρηματίες), η ευγονική, ο αντικομμουνισμός, η παραδοσιοκρατία και ο αντισημιτισμός.

Γενικά στοιχεία

Ο όρος εθνικοσοσιαλισμός χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς εθνικιστές για να χαρακτηρίσουν ταυτόχρονα το κίνημα, την κοσμοθεωρία και την βιοθεωρία, ενώ ο όρος ναζισμός [1] , ο οποίος στη Γερμανία χρησιμοποιείται εξαιρετικά σπάνια και οι εθνικιστές δεν τον χρησιμοποιούσαν καν, προέρχεται από την αγγλική λέξη nazism, η οποία με τη σειρά της έχει τη ρίζα της στη συντόμευση της γερμανικής λέξεως Nationalsozialismus (εθνικοσοσιαλισμός). Αν και οι ρίζες του εθνικοσοσιαλισμού ιδεολογικά ανάγονται στον 19ο αιώνα, εξελίχθηκε μετά το 1920. Πρόκειται για μια μοναδική εκδοχή του φασισμού που οι βάσεις του τέθηκαν από στοιχεία του γερμανικού εθνικιστικού κινήματος και αντικομουνιστικές ομάδες, που δημιουργήθηκαν μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου στη Γερμανία.

Ιδεολογία

Οι απαρχές της εθνικοσοσιαλιστικής κοσμοθεωρίας και βιοθεωρίας φτάνουν ως την Αρχαία Ελλάδα, στη σκέψη και τους Νόμους του Πλάτωνος και στη σύλληψή του για μια Φυσική Ζωή, προς την πραγμάτωση του Αληθινού Ανθρώπου, συμφιλιωμένου με τη Φύση και σε έναν άμεσο δεσμό με την Κυβέρνησή του εντός της φυσικής του φυλετικής λαϊκής κοινότητος, την οποία υποχρεούται να υπηρετεί και να προασπίζεται. Βρίσκονται στο Πολεμικό Ιδεώδες της Αρχαίας Σπάρτης και στο Φυσικό κάλος της Αρχαίας Αθήνας, στη Ρωμαϊκή έννοια του Imperium, όπως την περιγράφει ο μέγας μύστης Ιούλιος Έβολα. Ο Εθνικοσοσιαλισμός αναβιώνει το αίσθημα της Τιμής, της Γης και του Αίματος, την αίσθηση της Λαϊκής Κοινότητος, όπως αυτά εμφανίζονται στα Ελληνικά ή Σκανδιναβικά Φύλα, όλα αυτά που δημιουργούν το αίσθημα ότι το άτομο είναι αναπόσπαστο μέλος του λαού και ότι όλα τα μέλη του είναι συνδεδεμένα με δεσμό αίματος, με αμοιβαία καθήκοντα και υποχρεώσεις.

Στα νεώτερα χρόνια ο εθνικοσοσιαλισμός βρίσκει τη βάση του στην ιδεολογία και την βιοθεωρία του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος [N.S.D.A.P.] το οποίο ιδρύθηκε το 1920 και αναπτύχθηκε αρχικά από τον Άντον Ντρέξλερ [Anton Drexler]. Ιδεολογικά ο εθνικοσοσιαλισμός υποστηρίζει την υπεροχή της άριας φυλής. Οι εθνικοσοσιαλιστές θεωρούν ότι η πρόοδος της ανθρωπότητος είναι εξαρτημένη από την άρια φυλή και πιστεύουν ότι αυτή θα διατηρήσει την κυριαρχία της μόνο εάν διατηρήσει την καθαρότητά της. Υποστηρίζουν πως η μεγαλύτερη απειλή για την άρια φυλή είναι οι Εβραίοι, μια παρασιτική φυλή που έχει συνδεθεί με τον διαφωτισμό, την εκβιομηχάνιση, τον καπιταλισμό, τον φιλελευθερισμό, τον μαρξισμό, τη δημοκρατία και τον συνδικαλισμό. Ο Εθνικοσοσιαλισμός, ως σύστημα διακυβερνήσεως, εφαρμόστηκε στην πράξη μετά το 1933 με την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία και μέχρι το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά την πτώση του Τρίτου Ράιχ, ο εθνικοσοσιαλισμός ως όρος υιοθετήθηκε στην κατοπινή Δυτική Γερμανία, ενώ στην Ανατολική Γερμανία, όπως και στην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών [Ε.Σ.Σ.Δ.], καθιερώθηκε ο όρος χιτλεροφασισμός [Hitlerfaschismus].

Οικονομία

Κεντρική οικονομική ιδέα του Εθνικοσοσιαλισμού ήταν και εξακολουθεί να παραμένει ο έλεγχος και η ρύθμιση της οικονομίας από το κράτος, θεωρία που βασίστηκε στις αντιφιλελεύθερες οικονομικές θεωρίες των Μύλλερ, Χάλερ, και Λίστ, ο οποίος τιμήθηκε από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς ως εθνικός ήρωας και ως ένας από τους πρωτεργάτες της ενώσεως των γερμανικών κρατών. Πολύ πριν ανέλθει στην εξουσία ο Εθνικοσοσιαλισμός στην Γερμανία ο έλεγχος της οικονομίας από το κράτος είχε λάβει επικές διαστάσεις, καθώς η εφαρμογή του Σχεδίου Χίντεμπουργκ στην αρχή και τα παρεμβατικά μέτρα της κυβερνήσεως του Καγκελαρίου Μπρύνινγκ οδήγησαν σε απόλυτο έλεγχο μισθών και ημερομισθίων, έλεγχο των τιμών των περισσοτέρων ειδών και σε αυστηρούς περιορισμούς στη λειτουργία του συνόλου της οικονομίας. Ο Αδόλφος Χίτλερ αρκέστηκε, απλώς, στο να συνεχίσει, να επεκτείνει και να εφαρμόσει με επιτυχία την παρεμβατική πολιτική στην οικονομία.

Καταπολέμηση της δουλείας των τόκων

Το αρχικό οικονομικό πρόγραμμα του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος προετοιμάσθηκε από τον G.Feder, οι απόψεις του οποίου ήταν μεν αντικαπιταλιστικές αλλά σε καμία περίπτωση αντισημιτικές, που είχε εκδώσει το «Μανιφέστο για την καταπολέμηση της δουλείας των τόκων»β και το 1933 διορίσθηκε γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών.

Βασικές αρχές του προγράμματος

Οι εννέα βασικές αρχές του προγράμματος του ήταν οι εξής:

  • Μετατροπή όλων των χρεών της Γερμανίας «υπό καθεστώς» αναστολής της υποχρέωσης καταβολής τόκων. Πληρωμή τους με το εθνικό νόμισμα, στην ονομαστική τους αξία (χωρίς τόκους).
  • Για τους τίτλους σταθερού εισοδήματος, στους οποίους είχαν υπολογισθεί ήδη οι τόκοι, η υποχρέωση καταβολής τόκων έπρεπε να συνδυαστεί με την υποχρέωση επιστροφής τους.
  • Επιστροφή με δόσεις όλων των χρεών στα ακίνητα και στις υποθήκες, έτσι ώστε να μηδενιστούν.
  • Υπαγωγή ολόκληρου του νομισματικού συστήματος στον έλεγχο του κράτους – στα κεντρικά του ταμεία. Λειτουργία όλων των ιδιωτικών τραπεζών σαν υποκαταστήματα του δημοσίου – παραμένοντας στους ιδιώτες.
  • Παροχή πραγματικών δανείων, δανείων δηλαδή απόκτησης κατοικίας, μόνο από την κρατική τράπεζα. Οι ιδιωτικές τράπεζες θα επιτρεπόταν να δίνουν μόνο καταναλωτικά και εμπορικά δάνεια, μετά από άδεια του κράτους.
  • Πληρωμή των μερισμάτων με τον ίδιο τρόπο, όπως με τους τίτλους σταθερού εισοδήματος.
  • Όλοι οι πολίτες, οι οποίοι δεν θα ήταν σε θέση να κερδίσουν τα προς το ζην, θα δικαιούνταν να παίρνουν, έναντι των τόκων που δεν θα επιτρεπόταν πλέον από τα χρεόγραφα που διέθεταν, μία σύνταξη εφ' όρου ζωής – με την προϋπόθεση της παράδοσης των αξιόγραφων τους στο κράτος.
  • Με κριτήριο την περιουσιακή κατάσταση των ανθρώπων, θα δημιουργούνταν κλίμακες κατάσχεσης μέρους των πολεμικών ομολόγων ή άλλων τίτλων του δημοσίου που κατείχαν.
  • Δημόσιο διάγγελμα για να ανακοινωθεί σε όλους ότι, τα χρήματα δεν θα ήταν και δεν θα επιτρεπόταν πλέον να είναι τίποτα άλλο, από την αμοιβή πραγματοποιηθείσας εργασίας.

Τελικά, όταν το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα ανήλθε στην εξουσία, δεν υιοθέτησε -τουλάχιστον στο σύνολο τους- τις αρχές καταπολεμήσεως της δουλείας των τόκων. Υπουργός Οικονομικών τοποθετήθηκε ο H.Schacht, που δεν ήταν υποστηρικτής της θεωρίας, αντίθετα θεωρούσε πως ήταν ανόητη και επικίνδυνη για το σύστημα, ενώ το 1934 απολύθηκε από την θέση του στο Υπουργείο ο Feder.

Αδόλφος Χίτλερ

Μερικά χρόνια αργότερα ο Αδόλφος Χίτλερ επιτέθηκε τόσο στην αριστερή όσο και στη δεξιά πολιτική της Γερμανίας κατηγορώντας τους μεν αριστερούς για πράξεις προδοσίας εναντίον της Γερμανίας, όταν αυτοί υπέγραψαν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, και τους δεξιούς για δειλία, αφού δέχτηκαν τον αφοπλισμό της χώρας ως όρο των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Επίσης εμφανίστηκε αντίθετος στην ιδέα της δημοκρατίας, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την τυπική πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης μετά την άνοδό του στην εξουσία. Ο εθνικοσοσιαλισμός επικράτησε καθώς οι εκπρόσωποι του αρχικά συμμετείχαν σε κυβέρνηση συνασπισμού με το C.D.U. και το N.S.A.D.P. (τα αρχικά στη γερμανική γλώσσα ανταποκρίνονται στον τίτλο Εθνικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Δημοκρατικό Κόμμα, ο οποίος υφίσταται ακόμα εν καιρώ κοινοβουλευτισμού και αργότερα γίνεται πανευρωπαϊκά γνωστό ως Ναζιστικό Κόμμα). Το κόμμα σύντομα διαμόρφωσε εναλλακτικό πολιτικό λόγο, υποστηρίζοντας την καταπολέμηση της ανεργίας, την δημόσια δωρεάν παιδεία, την κοινωνική ασφάλιση, την επανεκκίνηση της βαριάς βιομηχανίας και της πρωτογενούς παραγωγής, την επιδότηση των νέων ζευγαριών και των φτωχών νοικοκυριών καθώς και την αποτελεσματική δημόσια διοίκηση. Κατήγγειλε το αφύσικα υψηλό κόστος ζωής, την έλλειψη σεβασμού προς τους υπαξιωματικούς και στρατιώτες που θυσιάστηκαν για την πατρίδα, τις μηχανορραφίες των Εβραϊκής καταγωγής τραπεζιτών και των δημοσιογράφων, άλλα και διάφορα παρόμοια που άγγιξαν την ψυχή του γερμανικού λαού που είχε κουραστεί σωματικά και συναισθηματικά από τον έλεγχο που άσκησαν στη Γερμανία οι νικητές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Αδόλφος Χίτλερ γοητεύτηκε από συγκεκριμένες σοσιαλιστικές ιδέες και τοποθετήσεις, όπως δήλωσε σε συνέντευξή του, τον Ιούλιο 1932 στο περιοδικό «Liberty», στην οποία είπε μεταξύ άλλων:
«Ο σοσιαλισμός είναι η επιστήμη που έχει ως κύριο μέλημά της το κοινό καλό. Ο σοσιαλισμός δεν είναι ίδιος με τον κομμουνισμό. Ο μαρξισμός δεν είναι σοσιαλισμός. Οι μαρξιστές οικειοποιήθηκαν τον όρο διαστρεβλώνοντας τη σημασία του. Εγώ θα δώσω τον σοσιαλισμό πίσω στους σοσιαλιστές. Ο σοσιαλισμός είναι ένας παλαιός, άριος και γερμανικός θεσμός. Οι πρόγονοί μας ζούσαν σε ορισμένα εδάφη και καλλιεργούσαν την ιδέα του κοινού καλού. Ο μαρξισμός δεν μπορεί να θεωρείται σοσιαλισμός. Αντίθετα με τον μαρξισμό, ο σοσιαλισμός δεν απορρίπτει την ιδιωτική περιουσία. Αντίθετα με τον μαρξισμό, δεν καταργεί την προσωπικότητα του ατόμου. Αντίθετα με τον μαρξισμό, ο σοσιαλισμός είναι πατριωτικός. Θα μπορούσαμε να έχουμε βαπτίσει το κόμμα μας Φιλελεύθερο Κόμμα, αποφασίσαμε όμως να ονομαστούμε εθνικοσοσιαλιστές. Δεν είμαστε διεθνιστές· ο δικός μας σοσιαλισμός είναι εθνικός. Απαιτούμε από το κράτος να ικανοποιήσει τα δίκαια αιτήματα των παραγωγικών τάξεων με γνώμονα τη φυλετική αλληλεγγύη. Για μας κράτος και φυλή είναι το ίδιο πράγμα».

Στη ριζοσπαστική του μορφή, της οποίας χαρακτηριστικοί φορείς ήταν οι αδελφοί Γκρέγκορ και Ότο Στράσερ και, αρχικά, ο Γιόζεφ Γκαίμπελς, καθώς και η ομάδα των S.A. -ιδιαίτερα όσοι συμμετείχαν στην ανταρσία του Βάλτερ Στένες- ο εθνικοσοσιαλισμός προέβλεπε μέτρα που έρχονταν σε αντίθεση με το καπιταλιστικό σύστημα όπως δημόσιο έλεγχο των μέσων παραγωγής, καταπολέμηση της τοκογλυφίας, μοίρασμα των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων, δημοτικοποίηση των εμπορικών καταστημάτων και υπενοικίασή τους σε μικρούς επιχειρηματίες, γενικά μια αντικαπιταλιστική ρητορική και οικονομική πολιτική, η οποία αφαιρούσε ή προλάμβανε τη μεταπήδηση των εργατών προς τα κόμματα της γερμανικής Αριστεράς, όμως από την άλλη ανησυχούσε τους Γερμανούς κεφαλαιοκράτες και γενικότερα τον επιχειρηματικό κόσμο.

Ανάληψη εξουσίας

Το 1934 ο Αδόλφος Χίτλερ πέτυχε να μειώσει την ανεργία μέσω προγράμματος κρατικών παρεμβάσεων και υλοποιήσεως δημοσίων έργων, σημαντικό χρονικό διάστημα πριν την δημοσίευση των βιβλίων «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος» το 1936 και «Το Νέο Βιομηχανικό Κράτος» του Γκάλμπρεηθ. Με βασική αρχή και πεποίθηση ότι «Το γενικό συμφέρον προηγείται του ατομικού» το καθεστώς δήμευσε τεράστιες ιδιωτικές αγροτικές εκτάσεις και επιχειρήσεις, περιόρισε τις εισαγωγές κατά 80% και δημιούργησε -με αναγκαστικές συγχωνεύσεις μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων- τα «εργοστάσια Χέρμαν Γκαίρινγκ». Την παραγωγή, τους προμηθευτές, τις αγορές, τις τιμές των προϊόντων και το ύψος του μισθού των εργατών, τα καθόριζε το Υπουργείο Οικονομικών του Χέρμαν Γκαίρινγκ, για τον οποίο αναφέρεται ότι υπήρξε δεδηλωμένος και ξεκάθαρος θαυμαστής κάποιων πρακτικών του κομμουνιστικού καθεστώτος της Σοβιετικής Ενώσεως. Το 1937 διαλύθηκαν όλες οι επιχειρήσεις με κεφάλαιο μικρότερο των 40.000 Δολαρίων, ενώ με την ίδια απόφαση επιτρέπονταν η ίδρυση νέας επιχειρήσεως με απαραίτητη προϋπόθεση το μετοχικό της κεφάλαιο να είναι μεγαλύτερο από 200.000 Δολάρια, με αποτέλεσμα μικροί επιχειρηματίες να προσπαθούν με κάθε τρόπο νς μεταφέρουν τα κεφάλαιά τους εκτός Γερμανίας καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των κρατικών βιομηχανιών ενώ, παράλληλα, με την κατάργηση των εισαγωγών οι μικρές ιδιωτικές βιομηχανίες αναγκάστηκαν να αγοράζουν τις πρώτες ύλες τους από τα κρατικά εργοστάσια σε υψηλές τιμές, τις οποίες καθόριζε το κράτος.

Ιστορικά αίτια ευδοκιμήσεως των εθνικοσοσιαλιστικών ιδεών

Μια σειρά ιστορικών γεγονότων από τα τέλη του Μεσαίωνα ως τον 20ό αιώνα επέδρασαν ώστε η Γερμανία ή ορθότερα ο γερμανικός κόσμος, να μην ακολουθήσει, όπως η Αγγλία, η Γαλλία, η Ολλανδία ή οι Η.Π.Α., τον δυτικοευρωπαϊκό δρόμο του καπιταλιστικού μετασχηματισμού που διέπεται από οικονομικό φιλελευθερισμό σε συνδυασμό με μια μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά ακολούθησε ένα δικό της, αποκλειστικά γερμανικό εθνικό δρόμο προς τη νεωτερικότητα, ο οποίος αντίθετα υπερτόνιζε την αφοσίωση του πολίτη στον ηγεμόνα και το κράτος, την κοινωνική πειθαρχία, την αντίληψη του έθνους ως προαιώνια φυλετική οντότητα (ρομαντικός εθνικισμός), τον μιλιταρισμό κ.ά.. Ορισμένα σημεία καμπής σε αυτή την εξέλιξη της γερμανικής ιστορίας είναι τα παρακάτω:

  • Ο μαρασμός της Χανσεατικής Ενώσεως, που αποτελούσε υπόδειγμα ελεύθερου εμπορίου στον ύστερο Μεσαίωνα, και την αντικατάστασή της με πριγκιπικά φέουδα.
  • η ήττα της αγροτικής εξεγέρσεως του 1525 και η ακόμα μεγαλύτερη ενδυνάμωση των φεουδαρχών έναντι της κεντρικής εξουσίας, και κατόπιν η σύνδεση της λουθηρανικής μορφής του προτεσταντισμού, που επικράτησε στη Γερμανία, με τον συντηρητικό φεουδο-απολυταρχισμό, σε αντίθεση με τον αγγλικό και ολλανδικό Καλβινιστικό προτεσταντισμό, που έγινε ιδεολογικό όπλο των αναδυόμενων αστών και εμπόρων και βοήθησε στη φιλελεύθερη-καπιταλιστική μεταρρύθμιση αυτών των χωρών.
  • η αδυναμία του Αυστριακού Αυτοκράτορα στον Τριακονταετή Πόλεμο να ενώσει τη Γερμανία τερματίζοντας τις θρησκευτικές έριδες και να στρέψει τη δυναμική του έθνους προς το εξωτερικό, πράγμα που πέτυχε ο Ρισελιέ και ο Λουδοβίκος ΙΓ' στη Γαλλία την ίδια εποχή με το τέλος των θρησκευτικών πολέμων, και εξ αυτού η Γαλλία μπόρεσε να έχει έναν αιώνα εσωτερικής ειρήνης και να κυριαρχήσει στον αποικιοκρατικό αγώνα. Στη Γερμανία όχι μόνο δεν επιτεύχθηκε κάτι ανάλογο την ίδια εποχή, αλλά το αποτέλεσμα τελικά του Τριακονταετούς Πολέμου ήταν το ακριβώς αντίθετο: πολιτικός, οικονομικός και θρησκευτικός κατακερματισμός της Γερμανίας.
  • ως συνέπεια του παραπάνω, ο κατακερματισμός της Γερμανίας σε σχεδόν 300 μικρά και μεγάλα αντιμαχόμενα κράτη και η επί δύο αιώνες χρήση του γερμανικού εδάφους ως θεάτρου πολέμων για ξένες δυνάμεις, όπως οι μάχες Άγγλων με Γάλλους το 1704 στη Βαυαρία και τη Βυρτεμβέργη κ.ά., με τα γερμανικά κράτη να είναι απλοί θεατές ή δορυφόροι.
  • ως απόρροια των παραπάνω, η έλλειψη δυνατής και ανεξάρτητης αστικής τάξεως τον 18ο αιώνα στη Γερμανία, η εξάρτηση των αστών από τις φεουδαρχικές αυλές και ως εκ τούτου η μη ύπαρξη επαναστατικού φιλελευθερισμού επί γερμανικού εδάφους ούτε καν μετά το 1789, που σήμαινε ότι οι αστικές μεταρρυθμίσεις των αρχών του 19ου αιώνα έγιναν όχι από φιλελεύθερους αστούς, αλλά είτε από κυβερνώντες ευγενείς, λόγου χάριν στην Πρωσία από τον βαρώνο φον Στάιν, τους Σάρνχορστ και Γκνάιζεναου κ.ά., είτε από τα γαλλικά κατοχικά στρατεύματα του Μεγάλου Ναπολέοντα στην υπόλοιπη Γερμανία ως το 1815.
  • η αποτυχία της εθνικο-φιλελεύθερης επαναστάσεως του 1848, που σήμαινε ότι η ένωση και εθνική πραγμάτωση της Γερμανίας θα ερχόταν όχι στα πλαίσια αστικής δημοκρατίας αλλά καθοδηγούμενη από τη συντηρητική πρωσική γραφειοκρατία και τους Γιούνκερ, τους μεγαλογαιοκτήμονες, όπως τελικά έγινε το 1871 με την ενοποίηση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας από τον βασιλιά της Πρωσίας Γουλιέλμο Α' και τον πρίγκηπα επί τιμή Όττο φον Μπίσμαρκ.
  • με τη σειρά του, αυτό σήμαινε ότι η ραγδαία βιομηχανοποίηση και ο οικονομο-τεχνικός εκσυγχρονισμός της Γερμανίας στα τέλη του 19ου αιώνα δεν συνδυάστηκε με κάποιον δυτικού τύπου εκδημοκρατισμό, αλλά αντίθετα, ήταν ακριβώς εκείνη η περίοδος που ιδεολογικά η Γερμανία έγινε το κέντρο της αντιδημοκρατικής σκέψεως, με την ευδοκίμηση των αριστοκρατικών ιδεών των Αρτύρ ντε Γκομπινώ, Φρειδερίκου Νίτσε, Ριχάρδου Βάγκνερ κ.ά..
  • ειδικά στην οικονομία, οι γερμανικές οικονομικές θεωρίες βρίσκονταν στον αντίποδα του αγγλικού φιλελευθερισμού, ο παραδοσιοκράτης οικονομολόγος Άνταμ Μύλλερ και ο εθνικιστής φιλόσοφος Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε με τις ιδέες περί "κλειστού εμπορικού κράτους" [Geschlossene Handelsstaat] και οι μετέπειτα εμπειρίες του κοινωνικού κράτους του Μπίσμαρκ επηρέασαν τη γερμανική οικονομική σκέψη προς μια συντηρητική στο εξωτερικό εμπόριο και ταυτόχρονα φιλολαϊκή στην εσωτερική οικονομική ζωή, κατεύθυνση, απόληξη της οποίας ήταν οι μετέπειτα εθνικοσοσιαλιστικές οικονομικές θεωρίες.
  • η μεγάλη καθυστέρηση της εθνικής πραγματώσεως της Γερμανίας, που σήμαινε ότι η χώρα εισήλθε τελευταία και καταϊδρωμένη στον αποικιακό στίβο των Μεγάλων Δυνάμεων, και ως εκ τούτου ήθελε περισσότερο από όλες τις δυνάμεις ένα ριζικό ξαναμοίρασμα του πλανήτη μέσω πολέμου για να αναπληρώσει το χαμένο χρόνο και χώρο, κατεύθυνση προς την οποία κινήθηκαν οι ιδέες περί ζωτικού χώρου [Lebensraum] του Ράτζελ, η γεωπολιτική του Χάουσχοφερ, η αναφορά των Ντελμπρύκ και Ράτεναου στην ανάγκη αποκτήσεως μιας Γερμανικής Ινδίας, εννοώντας με τον όρο την κατάκτηση της Ανατολικής Ευρώπης, που θα έδινε μεγάλα εδαφικά και οικονομικά κέρδη στη Γερμανία και θα αντιστάθμιζε τα τεράστια κέρδη των Βρετανών από την κυριαρχία τους στην Ινδία, κ.ά..
  • η ήττα στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και ο εδαφικός και οικονομικός μαρασμός που επέβαλλαν οι νικήτριες δυνάμεις της Αντάντ στη Γερμανία με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919, καλλιέργησαν στο γερμανικό λαό το αίσθημα της εκδικήσεως για αυτή την ταπείνωση, που εκφράστηκε ιδεολογικά από τους εθνικιστές διανοουμένους Ερνστ Γιούνγκερ, Όσβαλντ Σπένγκλερ κ.ά., οι ιδέες των οποίων βρήκαν ευρεία απήχηση στο γερμανικό λαό πριν το 1933.
  • η ξενοκίνητη φύση του καθεστώτος της Βαϊμάρης, που εδραιώθηκε και κυβερνούσε με τη βοήθεια γαλλικών πολυβόλων και αμερικανικών δανείων, σε συνδυασμό με την απουσία δημοκρατικής γαλουχήσεως του γερμανικού λαού στους αιώνες της απολυταρχίας, όχι απλά έκαναν τους Γερμανούς να μισήσουν το καθεστώς της Βαϊμάρης ως κάτι το ξένο και να θέλουν ν' απαλλαγούν απ' αυτό με την πρώτη ευκαιρία, αλλά και να μισήσουν κάθε μορφή δημοκρατίας εν γένει, ως κάτι μη γερμανικό, ως προϊόν της δυτικής παρακμής. Η δημοκρατία έγινε συνώνυμο της ταπεινώσεως της Γερμανίας, ενώ αντίθετα οι μεγάλες γερμανικές νίκες του παρελθόντος ήταν συνδεδεμένες με αντιδημοκρατικές περιόδους, δηλαδή με τον Μέγα Φρειδερίκο, τον Μπλύχερ ή τον Μπίσμαρκ. Σε αυτό επέδρασε και το έργο αντιδημοκρατών εθνικιστών διανοουμένων όπως ο Σπένγκλερ, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο Καρλ Σμιτ και ο Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλαιν, οι οποίοι προετοίμασαν το έδαφος για τον εθνικοσοσιαλισμό.
  • η οικονομική κρίση του 1929, που έκανε το γερμανικό λαό να αντιληφθεί τη χρεωκοπία του οικονομικού μοντέλου του φιλελεύθερου καπιταλισμού και να ριζοσπαστικοποιηθεί, είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι μέσα σε τέσσερα χρόνια, από το 1928 ως το 1932, τα ποσοστά του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος ανέβηκαν από το 2,6% στο 37%.

Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να γίνει πολύ ευκολότερα ευπρόσδεκτος ο εθνικοσοσιαλισμός από τη γερμανική κοινωνία. Είναι λοιπόν λαθεμένες οι θεωρίες ότι ο Χίτλερ ήταν ένας ουρανοκατέβατος παρανοϊκός που απλά πάτησε πάνω σε συγκυρίες για να ανελιχθεί στην εξουσία, αντίθετα, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι οι ιδέες του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος είχαν, άλλες λίγο και άλλες πολύ, βαθιές ρίζες στην ιστορία και τις συνειδήσεις των Γερμανών.

Ιδεολογικά χαρακτηριστικά

Ως κύρια χαρακτηριστικά του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού μπορούν να αναφερθούν τα εξής:

  • Φυλετισμός, αντισημιτισμός και παγγερμανισμός.
  • Ευγονική και «φυλετική υγιεινή», οι νόμοι της Νυρεμβέργης.
  • Αντίθεση στον μαρξισμό, τον κομμουνισμό, τον μπολσεβικισμό.
  • Σοσιαλιστικές ιδέες (κυρίως από τους Ερνστ Ρεμ, Γκότφριντ Φέντερ και αδελφούς Στράσερ) οι οποίες όμως δεν τέθηκαν σε εφαρμογή όταν ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία.
  • Ιδεολογία της Volksgemeinschaft, της εθνικής και βιολογικής ενότητας δίχως ταξική πάλη.
  • Αντικοινοβουλευτισμός-Αντιφιλελευθερισμός. Απόρριψη της δημοκρατίας, σύνθλιψη πολιτικών κομμάτων και συνδικάτων και περιορισμός της ελευθερίας τύπου και εκφράσεως. Συγκέντρωση της εξουσίας σε μια κεντρική ηγετική προσωπικότητα [Führerprinzip].
  • Μιλιταρισμός.
  • Υπεράσπιση «αίματος και γης» [Blut und Boden]. Παράγωγο των ιδεών αυτών ήταν η πολιτική ζωτικού χώρου [Lebensraum], ιδιαιτέρως προς την Ανατολή,
  • Μαζική αισθητική και ευρεία χρήση των τεχνικών προπαγάνδας, η οποία μεταξύ άλλων φαίνεται στην αριστοτεχνική χρήση του ραδιοφώνου και στη διοργάνωση τεράστιων παρελάσεων και καλά σκηνοθετημένων συγκεντρώσεων με ομιλίες από τον ίδιο τον Χίτλερ ή άλλα σημαίνοντα στελέχη, λαμπαδηφοριών κ.α..
  • Μυθοποίηση της κλασικής αρχαιότητας και της ρωμαϊκής περιόδου. Αναγωγή της καταγωγής της άριας φυλής στους αρχαίους Έλληνες, των οποίων οι αρετές, κατά τους Εθνικοσοσιαλιστές, πηγάζουν από την ελληνική αρχαιότητα και συγκεκριμένα από τη δόξα της στρατοκρατικής Σπάρτης. Συχνά ως φιλόσοφοι του εθνικοσοσιαλισμού προβάλλονται ο Νίτσε και ο Πλάτων, ενώ έρχονται σε σύγκρουση με άλλους φιλοσόφους, ιδιαίτερα τους Στωικούς, των οποίων τις ιδέες θεωρούν εκφυλισμένες και φιλοσημιτικές.

Κάποιες διαφορές από τον ιταλικό φασισμό, είναι ότι ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός ήταν πολύ πιο αντικληρικαλιστικός και πολύ πιο αντισημιτικός, αντίθετα ο ιταλικός φασισμός στήριζε και στηριζόταν από τον καθολικό κλήρο και δεν κυνήγησε τους Εβραίους παρά μόνο μετά το 1937, περισσότερο ως ένδειξη καλής θελήσεως του Μουσολίνι προς τον Χίτλερ. Ο ισπανικός φρανκισμός, επίσης, ενώ ήταν παρόμοιο καθεστώς και στηρίχτηκε από τον Χίτλερ, ήταν πολύ κληρικαλιστικός και φεουδαρχικός, και καθόλου αντισημιτικός και ιμπεριαλιστικός.

Διανοητές και κινήματα που επηρέασαν τον εθνικοσοσιαλισμό

Πλάτων

Πολλές ιδέες από το πλατωνικό έργο, όπως η διάκριση των ανθρώπων σε γένος του χρυσού και γένος του σιδήρου, η ευγονική, ο ιδεαλισμός, ο ελιτισμός κ.ά. επηρέασαν τον Χίτλερ. Ιδιαίτερη είναι η αναφορά στη σύνδεση του «Mein Kampf» του Χίτλερ με την πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα, όπως έκαναν πολλοί εθνικοσοσιαλιστές θεωρητικοί, μεταξύ των οποίων, ο Joachim Bannes: «Platon, die Philosophie des heroischen Vorbildes» 1930 «Πλάτων, η φιλοσοφία του ηρωϊκού υποδείγματος», και «Platons Staat und Hitlers Kampf» το 1933 [Η Πολιτεία του Πλάτωνα και ο Αγώνας του Χίτλερ]. Από τον Πλάτωνα δεν δανείστηκε απευθείας μόνο ο Νίτσε αντιδραστικές απόψεις, αλλά και το σύνολο των εθνικοσοσιαλιστών θεωρητικών, όπως τις απόψεις περί του «υπερανθρώπου», ευγονικής, τη θεωρία της κυριαρχίας των ελίτ, επιλογή των «καλύτερων και ισχυρών», αντίληψη του «Fuehrer», κλπ. που τον εκθειάζουν στα έργα τους, και αποτελεί το ίνδαλμα τους, μεταξύ των οποίων, οι: F.K.Guenther (1935), K.Hildebrandt (1930 & 1933), J. Bannes (1933), A. Rusch (1933), E. Krieck (1933), H. Heyse (1933), W. Jaeger (1933), κλπ. με ανάλογους χαρακτηριστικούς τίτλους.

Ο Πλάτων, θαυμαστής και υμνητής της αριστοκρατίας της εποχής του, εκθειάζει και εξιδανικεύει το αντιδημοκρατικό στρατοκρατικό δουλοκτητικό καθεστώς της Σπάρτης -ιδδανικό υπόδειγμα οργανώσεως του Ναζι-φασιστικού κράτους της Χιτλερικής Γερμανίας, κι είναι ενδεικτικό ότι ο ίδιος ο Χίτλερ στο Zweites Buch ονομάζει τη Σπάρτη το πρώτο φυλετικό κράτος της ιστορίας [2].

Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε

Ο Γερμανός ιδεαλιστής φιλόσοφος Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε, θεωρούμενος ως ο πατέρας του γερμανικού εθνικισμού, πρόβαλε στις διεθνείς σχέσεις το πιστεύω του για την κακότητα των ανθρώπων και αντιλαμβάνονταν τα γειτονικά προς τη Γερμανία κράτη ως κίνδυνο για την εδαφική της ακεραιότητα. Θεωρεί πως δεν αρκεί να υπερασπιζόμαστε το εθνικό έδαφος, αλλά να εκμεταλλευόμαστε κάθε ευκαιρία για να μεγαλώσει το δικό μας κράτος και υποστήριζε ότι «Στις σχέσεις με τα άλλα κράτη, δεν υπάρχει ούτε νόμος, ούτε δίκαιο εκτός από το δίκαιο του ισχυρότερου». H αντίληψη της εθνότητας ως μιας κοινότητας με δημογραφικά χαρακτηριστικά, γλώσσα, θρησκεία, και πολιτισμό υπήρξε προϊόν των σκέψεων του και υποστήριζε ότι η ύπαρξη ενός έθνους δεν αποτελεί επιλογή των μελών του, αλλά αποτέλεσμα των κοινών αυτών χαρακτηριστικών, τα οποία διαμόρφωναν τη συνείδησή τους. Υπήρξε ένθερμος εθνικιστής, συμβάλλοντας με το έργο και τον στοχασμό του στην αφύπνιση του γερμανικού λαού από τον γαλλικό ζυγό, με τον αγώνα του να τον μετουσιώνει σε γνήσιο σύμβολο και πρόδρομο του γερμανικού εθνικισμού. Προσπάθησε να διαμορφώσει μια θεμελιώδη «μεγάλη ιδέα» για το γερμανικό έθνος, απέναντι στη στρατηγική ή στρατιωτική διαπερατότητα του γερμανικού χώρου από τους ναπολεόντειους ή τους άλλους στρατούς, και το πολύπαθο των γερμανικών εδαφών.

Τον χειμώνα του 1807-08, αντιδρώντας στην κατοχή γερμανικών χωρών από τον Ναπολέοντα, εκφώνησε στο Βερολίνο, παρουσία και Γάλλων κατασκόπων, τις δεκατέσσερις «Ομιλίες προς το Γερμανικό Έθνος» [Reden an die deutsche Nation] επιβάλλοντας στο κοινό του την άποψη ότι η Γερμανία είναι μια, ότι πρέπει αυτονόητα να είναι ένα ενιαίο κράτος, και ότι αν δεν είναι το οφείλει στις ραδιουργίες των εχθρών της. Προέβη επίσης, στην ενεργό διεκδίκηση των υποκειμενικών δικαιωμάτων του ανθρώπου απέναντι στο κράτος, το οποίο υποστήριζε ότι όφειλε να διανέμει τόσα τα αγαθά, όσο και τις κοινωνικές του δραστηριότητες στον λαό. Στο έργο του «Φυσικό Δίκαιο» υποστηρίζει ότι κάθε άνθρωπος πρέπει να μπορεί να ζει και να έχει τα μέσα για τη συντήρησή του, ενώ αν μέσα σε μια κοινότητα υπάρχει έστω και ένας που δεν τα διαθέτει, τότε κινδυνεύει η ασφάλεια όλων. Στους λόγους του χρησιμοποιούσε τον γαλλικό όρο για το Έθνος [Nation], όμως στη δική του εκδοχή το Έθνος δεν ήταν μια πολιτική σύμβαση. Ήταν μια ενότητα ανθρώπων που συγκροτούσαν ενιαίο σώμα εξαιτίας της κοινής γλώσσας, της κοινής παραδόσεως και του κοινού πολιτισμού. Η έννοια αυτή κινούνταν ανεξάρτητα από κοινωνικές ομάδες και τάξεις, ανεξάρτητα από τις όποιες εσωτερικές διαφορές. Δεν χρειαζόταν η ανατροπή της τάξης του κόσμου για την υιοθέτησή της. Η νέα αυτή ιδέα έδινε σχεδόν μεταφυσικές ιδιότητες στον γερμανικό λαό. Η σύγκριση εμπεριείχε όπως ήταν φυσικό την «αξιολόγηση». Προφανώς τα χαρακτηριστικά του γερμανικού λαού όφειλαν να είναι υπέρτερα από τα αντίστοιχα των εχθρών του ή των γύρω του αλλοεθνών. Από το σημείο αυτό δεν χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια για να διαχωριστεί ο κόσμος σε λαούς εκλεκτούς, «ανώτερους» και σε αντίστοιχους ταπεινούς, «κατώτερους». Το κριτήριο για την ταξινόμηση λαών και ανθρώπων ήταν ο «πολιτισμός».

Εισήγαγε την ιδέα της «υπεροχής», αναφερόμενος σε μια πνευματική υπεροχή, ως το αναγκαίο συστατικό του προτεινόμενου από αυτόν οραματικού ρόλου του έθνους του, που θα βασιζόταν σε μια διαδικασία ενοποιήσεως. Υποχρέωσε την γερμανική «ελίτ» να εγκαταλείψει τον κοσμοπολιτισμό της και να αισθανθεί γερμανική, οδηγώντας την να μιλάει για την άρρηκτη ενότητα του γερμανικού λαού, για την αρχέγονη εσωτερικότητα του, και την ειδική του αποστολή εντός της ιστορίας, κάτι που κατά τον φιλόσοφο πρέπει να ισχύει για κάθε έθνος. Κατά τον Φίχτε «...πάντοτε και χωρίς καμία εξαίρεση, τα περισσότερο πολιτισμένα κράτη είναι τα πλέον επιθετικά». Έλεγε ότι οι Γερμανοί, οφείλουν την ταυτότητά τους στη μοναδικότητα της γλώσσας τους, η οποία «..εξελίσσεται χωρίς καμιά διακοπή από την αρχική εκείνη στιγμή που γεννήθηκε η γλώσσα σαν φυσική δύναμη». Τόσο ο Φίχτε όσο και ο Χέγκελ και ο Νίτσε, συμπεριλήφθηκαν το 1946, κατά τη διάρκεια της Δίκης της Νυρεμβέργης στους ιδεολογικούς προδρόμους του εθνικοσοσιαλισμού, από τον βασικό κατήγορο της Γαλλίας Francois de Menthon [3].

Γερμανικός ρομαντισμός

Το καλλιτεχνικό και φιλοσοφικό κίνημα του γερμανικού ρομαντισμού, κίνημα στρεφόμενο ενάντια στον αστικό φιλελευθερισμό και τον ορθολογισμό της περιόδου του Διαφωτισμού, επηρέασε όσο λίγα κινήματα την πορεία της Γερμανίας προς τον εθνικοσοσιαλισμό. Βασικές ιδέες του ρομαντισμού ήταν μια κριτική από Δεξιά σκοπιά στον τότε ανερχόμενο καπιταλισμό, γιατί δεν είχε ως σκοπό την αλλαγή των ξεπερασμένων πια κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων αλλά αντίθετα επεδίωκε, άμεσα-έμμεσα τη διατήρηση και διαιώνιση του παρακμασμένου και καταδικασμένου ιστορικά σε εξαφάνιση φεουδαρχικού οινονομικο-κοινωνικού Σχηματισμού – άμεσα με την εξύμνηση του Μεσαίωνα, την απροσχημάτιστη στήριξη της φεουδαρχικής Παλινόρθωσης (1815-1830) και της «Ιεράς Συμμαχίας», έμμεσα με τη στροφή στο λεγόμενο «εσωτερικό κόσμο» και τα ένστικτα, την ωραιοπάθεια και μυστικοπάθεια, τη θεοποίηση του ερωτισμού, το σκοταδισμό και τη θρησκοληψία, τον ακραίο υποκειμενισμό, κλπ., και προπαντός την ισχυρή βιολογικοποίηση της έννοιας «λαός», που όλα μαζί κατέληξαν στον εθνικισμό και την «ιερή» αποστολή του Υπερανθρώπου, μια και άμεσος επίγονος του γερμανικού ρομαντισμού υπήρξε ο Νίτσε [4].

Αρχικά, το κείμενο του ρομαντικού ποιητή Friedrich von Hardenberg (Novalis) "Χριστιανισμός ή Ευρώπη;" [Christenheit oder Europa, 1800], εγκαινιάζει τη συντηρητική αντίληψη της Ευρώπης ως "χριστιανικού φρουρίου" σε αντιδιαστολή με την έννοια της Ευρώπης ως κοιτίδας του φιλελεύθερου-δημοκρατικού διαφωτισμού. Στη συνέχεια, τα εθνικιστικά δραματικά έργα του Χάινριχ φον Κλάιστ [Heinrich von Kleist] ενάντια στην κατοχή της Γερμανίας από τον Ναπολέοντα εγκαινιάζουν τον γερμανικό ρομαντικό εθνικισμό και έτσι αυτός ο Πρώσος αξιωματικός γίνεται πρόδρομος του μοντερνισμού, από αυτόν εμπνέονται ο Βάγκνερ και ο Ίψεν, ο Στρίντμπεργκ και ο Νίτσε, ο Χόφμανσταλ και ο Βέντεκιντ [5]. Ταυτόχρονα, ο επίσης ρομαντικός πολιτικός φιλόσοφος και οικονομολόγος Άνταμ Μύλλερ υποστήριξε την μεσαιωνική κοινωνική οργάνωση και τη συνεργατική οικονομική προοπτική εντός του κράτους κι ήταν υποστηρικτής της υπεροχής του κοινωνικού ή του εθνικού συνόλου έναντι του ατόμου. Ο Μύλλερ αναφέρει ότι το κράτος αποτελεί σύνδεσμο οικογενειών, δίνοντας έτσι χώρο στο στοιχείο της καταγωγής και της φυλετικής προέλευσης εντός του θεωρητικού του σχήματος και καταπιάνεται µε τη φύση του ολοκληρωτικού κράτους, η ρίζα της ιδέας του οποίου απαντάται στην θεωρία του. Ο Μύλλερ, αντίθετα με τον Χέγκελ, υποστήριξε ότι το κράτος υπάρχει από τις απαρχές της ζωής. Στη σκέψη του Μύλλερ, έθνος, κράτος και κοινωνία ταυτίζονται, σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής και ιστορίας. Ο Μύλλερ υπήρξε ένας από τους φιλοσόφους που υποστήριξε δημόσια την θετική φύση του πολέμου ως κοινωνικό φαινόμενο, εγκωμίασε το πολεμικό πνεύμα και το ανέδειξε ως ζωτικό συστατικό για τη λειτουργία και τη ζωή ενός κράτους, αλλά και ως βασικό παράγοντα για την ανάπτυξη του πραγματικού δικαίου ανά τον κόσμο.

Στο έργο του Μύλλερ υπάρχουν αναφορές στην ατέλεια της ανθρώπινης φύσεως, που προϋποθέτει αυστηρό έλεγχο της ατομικής ελευθερίας από υπερατομικές δυνάμεις, όπως το κράτος και οι ηθικοί κώδικες, καθώς επίσης και η φυσική υπόσταση της κοινωνικής ιεραρχίας. Ο Μύλλερ ήταν ρομαντικός, συντηρητικός και σεβόταν τη λογοτεχνία, τη φαντασία, το θρησκευτικό μυστικισμό, την εθνική συνοχή, την παράδοση και το πατριωτικό συναίσθημα. Στάθηκε ειρωνικός απέναντι στους στοχαστές της εποχής του που ερμήνευαν την πολιτική βασισμένοι στις ιδέες του Διαφωτισμού αλλά και στους πολιτικούς που έδιναν σημασία στο έργο τους και τους αποκαλούσε «πολιτικούς επιστήμονες και πολιτικούς του δωματίου». Απεχθάνονταν την λέξη ατομικότητα και πίστευε ότι οι άνθρωποι προορίζονταν από τη φύση τους να ζήσουν σε οργανικές κοινότητες και όχι μεμονωμένα που διέθεταν την απόλυτη ελευθερία να προσδιορίζουν όπως νόμιζαν τη ζωή τους. Αντιλαμβάνονταν τα έθνη ως ζώσες συλλογικές οντότητες, τις κοινότητες ως επιμέρους ζωτικά όργανά τους, τους ανθρώπους και τις οικογένειες ως κύτταρα και τα κράτη ως την πνευματικότητα που διαπερνούσε απ’ άκρη σε άκρη τις οντότητες αυτές. Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο Μύλλερ δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται απλά ως συντηρητικός αλλά ως αδιάλλακτος παραδοσιοκράτης.

Ο Μύλλερ αναφέρεται στην φύση της αριστοκρατικής τάξεως αλλά και της βασιλικής οικογένειας ως φορείς του συλλογικού, γερμανικού, εθνικού πνεύματος, όμως δεν αναγνωρίζει στον βασιλιά κάποια «ηρωική» ιδιότητα. Παράλληλα, ο Μύλλερ αναφερόμενος στους κυβερνήτες που ασκούν την εξουσία τους βασισμένοι στη βία, θεωρεί ότι δεν έχουν μεγάλη διάρκεια. Η φιλοσοφία του αποτέλεσε την μήτρα από την οποία γεννήθηκαν πολλές ιδέες, που τα επόμενα χρόνια εισχώρησαν σε φιλοσοφικά σχήματα και αποτυπώθηκαν σε πολιτικές πρακτικές. Αφουγκράζεται τους παλμούς της πολιτικής ζωής, νοιάζεται για τις απαιτήσεις των μελλοντικών γενεών και λαμβάνει υπόψη του την ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία κάθε εθνικής ομάδας, καταφέρνοντας τελικά να διατυπώσει εύστοχες κρίσεις και ανθεκτικές ιδέες, που άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ιδέες του τροφοδότησαν τις πολιτικές ιδεολογίες του συντηρητισμού, του εθνικοσοσιαλισμού και του φασισμού, ενώ παραμένουν ζωντανές ως τις μέρες μας.

O διακεκριμένος Γερμανός ρομανιστής καθηγητής φιλόλογος Βίκτορ Κλέμπερερ (9.10.1881-11.2.1960) σημειώνει: «για να καθησυχάσω τη φιλολογική μου συνείδηση προσπάθησα κατά τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου να αποκαταστήσω αυτή την αλυσίδα του Gobineau προς το Γερμανικό Ρομαντισμό και σήμερα την έχω κάπως ενδυναμώσει. Είχα και έχω την ακριβή και εντελώς απαραίτητη βαθιά γνώση της στενότατης συνένωσης ναζισμού και Γερμανικού Ρομαντισμού. Πιστεύω, ότι ο Ναζισμός θα είχε νομοτελειακά ξεπηδήσει απ’ το Ρομαντισμό, ακόμα και αν δεν είχε ποτέ υπάρξει ο γάλλος φιλογερμανός Gobineau, του οποίου ο θαυμασμός-λατρεία προς τους γερμανούς ισχύει παρεμπιπτόντως πολύ περισσότερο προς τους σκανδιναβούς και άγγλους παρά προς τους γερμανούς. Διότι όλα εκείνα που συγκροτούν το Ναζισμό, εμπεριέχονται εν σπέρματι στο Ρομαντισμό: η εκθρόνιση του Λογικού, η αποκτήνωση του ανθρώπου, η αποθέωση της εξουσίας, του αρπακτικού ζώου, του ξανθού κτήνους...». Και αλλού: «οι γερμανικές ρίζες του Ναζισμού είναι ο Ρομαντισμός» [6].

Ρίχαρντ Βάγκνερ

Κορυφαίος μεταξύ των Γερμανών ρομαντικών, ο μουσουργός και δραματουργός Ρίχαρντ Βάγκνερ είναι μια από τις βασικές πηγές επιρροής για τον Χίτλερ και τους εθνικοσοσιαλιστές. Το έργο του Βάγκνερ "συνόδεψε τη Γερμανία σε όλες τις εθνικιστικές της εξορμήσεις, του 1870, 1914 και 1933" [7]. Αναμείχθηκε ενεργά με την πολιτική υποστηρίζοντας την ιδέα για ανεξάρτητη και φιλελεύθερη Σαξονία, συμμετέχοντας σε επαναστάσεις στο πλευρό του Ραίκελ και του Μπακούνιν, όμως υπήρξε πάντοτε εθνικιστής και ριζοσπαστικός στις πολιτικές του ιδέες. Στην εξέγερση του 1849 τάχθηκε με το μέρος των επαναστατών κι όταν εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του κατέφυγε στο σπίτι τού φίλου του Φραντς Λιστ στη Βαϊμάρη και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Ζυρίχη, ενώ η επιστροφή του στη Γερμανία του επετράπη αρκετά χρόνια αργότερα.

Ο Βάγκνερ ήταν ρατσιστής, οπαδός της θεωρίας της Άριας φυλής ενώ αντιτάχθηκε και πολέμησε τους Εβραίους και κατέκρινε το χαρακτήρα τους, που θεωρούσε ότι ήταν ο «...πλαστικός δαίμονας της παρακμής».γ Η αντιπάθειά του προέκυψε όταν κατέταξε στους εχθρούς του δύο Εβραίους συνθέτες, τον Τζάκομο Μέγιερμπερ και τον Φέλιξ Μέντελσον, που ήταν πιστός Λουθηρανός. Ο Βάγκνερ πίστεψε ότι η ψυχρή τους στάση απέναντι στις όπερες του ήταν χαρακτηριστικό δείγμα ανθρώπων της καταγωγής τους. Ο αντιεβραϊσμός του Βάγκνερ και η αγάπη του Χίτλερ για τη μουσική του τον ταύτισαν με τον εθνικοσοσιαλισμό, γεγονός το οποίο συντηρεί την απαγόρευση της ερμηνείας των έργων του στο Ισραήλ. Οι απόψεις του Βάγκνερ περί της φύσεως της φυλής και εναντίον των Εβραίων αντανακλούσαν συγκεκριμένες τάσεις της γερμανικής σκέψεως του 19ου αιώνα. Τα φυλλάδια του ενθουσίασαν τον Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος τον θεωρούσε μαζί με τον Λούθηρο και τον Φρειδερίκο το Μέγα, ως ένα των «τριών μεγάλων Γερμανών». Ο Αδόλφος Χίτλερ είχε δηλώσει [8] ότι τα έργα του Βάγκνερ είναι τα πλέον κατάλληλα ακούσματα για τα αυτιά των γνήσιων Γερμανών, ενώ διάβασε όλα τα κείμενα του Βάγκνερ όταν ετοίμαζε το βιβλίο του «Ο Αγών μου» [«Mein Kampf»].δ

Ένα από τα δοκίμια του Βάγκνερ, με τίτλο

που δημοσιεύθηκε -αρχικά με ψευδώνυμο και αργότερα με το όνομά του- προκαλώντας έντονες αντιδράσεις, στο περιοδικό «Neue Zeitschrift für Musik» έδωσε στον Αδόλφο Χίτλερ την ιδέα του πως μπορεί να ευδοκιμήσει ο αντιεβραϊσμός ενώ σε πολλές όπερες του συνθέτη εμφανίζονται σατανικές καρικατούρες Εβραίων, αυτές που έδωσαν το έναυσμα στον υπουργό Προπαγάνδας του Γ' Ράιχ, το Γιόζεφ Γκαίμπελς να πει, «Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ μας δίδαξε τι είναι οι Εβραίοι». Ο Αδόλφος Χίτλερ λάτρευε την μουσική του Βάγκνερ, από τότε που 12χρονος, ήρθε πρώτη φορά σε επαφή με την μουσική του συνθέτη, ζωντανά, σε μία παραγωγή του «Lohengrin» στην αυστριακή πόλη Λίντς το 1901. Περιγράφοντας αργότερα ο ίδιος την εμπειρία δήλωσε, «Γοητεύτηκα αμέσως». Ως πολιτικός αρχηγός διατηρούσε εξαιρετικά στενές και πυκνές σχέσεις με την οικογένεια του και προς τιμήν του, είχε αναβαθμίσει το Φεστιβάλ Μπαϊρόιτ. Προσέφερε κυβερνητική βοήθεια ακόμη και στη διάρκεια του πολέμου και φρόντιζε να έχει πάντα κοινό, ενώ έστελνε ως θεατές τους εργάτες αλλά και τους αδειούχους στρατιώτες με τις οικογένειές τους. Το 1915, ο Ζίγκφριντ Βάγκνερ παντρεύτηκε με την Αγγλίδα Γουίνιφρεντ Κλίντγουορθ και απέκτησαν τέσσερα παιδιά, ενώ το 1930, πέθανε από καρδιακή προσβολή, λίγο μετά τη γνωριμία της Γουίνιφρεντ με τον Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος λάτρευε τον Βάγκνερ και πήγαινε στο Μπαϊρόιτ, όπου έπαιζε στον κήπο με τα παιδιά της Γουίνιφρεντ, η οποία ήταν μεγάλη θαυμάστρια του Χίτλερ και τον αποκαλούσε «Ο ευλογημένος μας Αδόλφος». Οι δυο τους πρωτοσυναντήθηκαν το 1923 και όταν ο Χίτλερ φυλακίστηκε, του έστελνε δέματα με φαγητό και γραφική ύλη με την οποία ο Χίτλερ έγραψε το έργο του «Ο Αγών μου». Έκτοτε το σπίτι του Βάγκνερ έγινε καταφύγιο αναψυχής του Χίτλερ και ο Εθνικοσοσιαλισμός συνδέθηκε στενά με το Μπαϋρόιτ και τη μουσική του συνθέτη.

Η κόρη της Γουίνιφρεντ, η Φρίντελιντ στον πόλεμο έφυγε απ’ τη Γερμανία και πήγε στην Αγγλία όπου έγραψε μια σειρά από άρθρα για τον άνθρωπο που αποκαλούσε «Uncle Wolfie», δηλαδή «Θείο Λύκο». Μέτα τον πόλεμο η Γουίνιφρεντ καταδικάστηκε σε αστυνομική επιτήρηση για τη στενή της σχέση με τον Αδόλφο Χίτλερ. Οι Βίλαντ και Βόλφγκανγκ, εγγονοί του διάσημου συνθέτη αποφάσισαν να συνεχίσουν το φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ, όπου λειτουργεί και Μουσείο Βάγκνερ [9]. Ο Βόλφανγκ ήταν μέλος της χιτλερικής νεολαίας και τραυματίστηκε σοβαρά στην εισβολή στην Πολωνία, ενώ στο νοσοκομείο τον επισκέφθηκε ο Αδόλφος Χίτλερε. Μετά το πέρας του Β' Παγκοσμίου πολέμου η Γουίνιφρεντ Βάγκνερ καταδικάστηκε για τη σχέση της με το ναζιστικό καθεστώς, όμως δε σταμάτησε ποτέ να εκφράζει δημοσίως την αγάπη της στο Χίτλερ. Η διοίκηση του Φεστιβάλ της αφαιρέθηκε όμως στη συνέχεια πέρασε στους δύο γιους της, τον Βόλφγκανγκ. ο οποίος όταν απέκτησε δίπλωμα οδηγήσεως, ο Αδόλφος Χίτλερ του χάρισε μια Μερτσέντες, και τον Βίλαντ.

Μεγάλο μέρος της γερμανικής νεολαίας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, γαλουχημένη στην εθνικιστική μουσική του Βάγκνερ, με τις μεθυστικές, εκστασιακού χαρακτήρα, ιεροτελεστίες, δημιουργίας μιας ασυνήθιστα μεθυστικής ατμόσφαιρας λατρείας, υποκριτικής ψευτοευλάβειας, υπνωτικής κατάνυξης και ερωτισμού, κυριαρχημένες από ακραία μυστικοπάθεια, ρατσισμό και μυστικισμό, αλλά και απ’ τους παμπάλαιους μύθους-θρύλους της Γερμανίας, συμπληρωμένα και σκεπασμένα μ’ ένα «μεταξωτό» περιτύλιγμα «θεωριών» (περί «άριας ανώτερης φυλής», «ισχυρής προσωπικότητας», «υπεράνθρωπο» «ανώτερο έθνος», «περιούσιος λαός», κλπ.) – στρατεύτηκε μαζικά στις γερμανικές στρατιές του Α' και Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μια νεολαία στρατιωτών που κουβαλούσαν στο γυλιό τους μαζί με το Ζαρατούστρα του Νίτσε, τις παρτιτούρες του Βάγκνερ, τα ποιήματα του Στέφαν Γκεόργκε, που «οραματίζονταν» το 1921 ένα «Νέο Ράιχ» και τον Πρυτανικό Λόγο του Χάιντεγκερ [10] [11]

Το 2012 στο Ισραήλ απαγορεύθηκε η πραγματοποίηση παρουσιάσεως των έργων του Βάγκνερ λόγω του «...αντισημιτισμού του συνθέτη και της ιδιαίτερης προτίμησης που έτρεφε για τη μουσική του Ρίχαρντ Βάγκνερ ο ηγέτης των ναζί Αδόλφος Χίτλερ και από σεβασμό στους επιζώντες του «Ολοκαυτώματος»...». Η εκδήλωσε ήταν προγραμματισμένο να γίνει στο Πανεπιστήμιο του Τελ-Αβίβ και ο διοργανωτής Λίβνι, είπε μετά από έντονες διαμαρτυρίες, ότι είναι ο γιος ενός επιζήσαντα του «Ολοκαυτώματος», ενώ είχε δηλώσει ότι «...σέβεται αυτούς που δεν θέλουν να ακούσουν τη μουσική του Γερμανού μουσικολόγου του 19ου αιώνα. ...{...}... Όποιος θέλει, μπορεί να αγοράσει ένα εισιτήριο, όποιος δεν θέλει, δεν θα αγοράσει...». Ο Λίβνι ειδοποιήθηκε γραπτώς για την απόφαση της κυβερνήσεως και η υπόθεση κατέληξε στην δικαιοσύνη, ενώ ο Λίβνι αναζήτησε άλλο χώρο για την εκδήλωση.

Φρειδερίκος Νίτσε

Ο Φρειδερίκος Νίτσε [12] θεωρείται κεντρική μορφή του ανορθολογισμού [irrationalism] και επηρέασε τον Χίτλερ και τους εθνικοσοσιαλιστές. Βάση της νιτσεϊκής φιλοσοφίας είναι ο σκεπτικισμός και ο βιολογικός βουλησιαρχισμός. Επηρεασμένος βαθιά από τη διδασκαλία του Σοπενχάουερ, σχετικά με την παγκόσμια σημασία της βούλησης, τη σύνδεσε με το βιολογικό παράγοντα. Η κινητήρια δύναμη της ανθρωπότητας είναι η βούληση για δύναμη. Πεποίθησή του είναι πως η κίνηση του κόσμου δεν υποτάσσεται σε κανένα νόμο, δε διέπεται από καμία λογική. Συνέπεια αυτού είναι πως αντιλαμβάνεται ως ψεύτικη κάθε θεωρία, που ερμηνεύοντας τον κόσμο προϋποθέτει μια σταθερότητα και μια αλληλουχία στην εξέλιξη των κοινωνικών γεγονότων. Ακόμα στρέφεται εναντίον του χριστιανισμού και της ηθικής του και τον κατηγορεί πως με τις αρετές της αγάπης και της ειρήνης που προβάλλει προσπαθεί να εμποδίσει την επιβολή των ισχυρότερων. Πίστη του είναι πως μόνο με το ηρωικό πνεύμα, με τη συναισθηματική φόρτιση και κυρίως τη θέληση της δύναμης θα μπορέσει ο άνθρωπος, ξεφεύγοντας από την αθλιότητα, να φτάσει τον υπεράνθρωπο και ακόμη ότι οι χριστιανικές ιδέες για έλεος, ισότητα και εγκαρτέρηση είναι ψεύτικες αξίες.

Κοινωνικός δαρβινισμός

Στη Γερμανία, τις ιδέες του κοινωνικού δαρβινισμού προπαγάνδισαν οι Λούντβιχ Γκούμπλοβιτς [Ludwig Gumplowicz], Γκούσταβ Ράτζενχοφερ [Gustav Ratzenhofer] και Λούντβιχ Βόλτμαν [Ludwig Woltmann], ενώ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξή τους έπαιξε ο Γερμανός δαρβινιστής φυσικός επιστήμονας (αλλά και ρατσιστής και παγγερμανιστής) Ερνστ Χαίκελ [Ernst Haeckel] και η αποικιακή ιδεολογία του Β' Ράιχ (1871-1918) περί της κατωτερότητας των Αφρικανών και Ασιατών που τότε η Γερμανία πρωτοσυναντούσε στις χώρες που κατακτούσε και αποίκιζε (Ναμίμπια, Καμερούν, κομμάτια της Κίνας κ.ά.). Οι ιδέες αυτές επηρέασαν τους φυλετιστές και ευγονιστές θεωρητικούς του εθνικοσοσιαλισμού, κυριότερος των οποίων υπήρξε ο Χανς Γκύντερ.

Αρτύρ ντε Γκομπινώ

Ο Γαλλος αριστοκράτης και διπλωμάτης Αρτύρ ντε Γκομπινώ θεωρείται ως ο πρώτος σύγχρονος φυλετιστής θεωρητικός, τις ιδέες του οποίου στη Γερμανία προώθησαν η σύζυγος του Βάγκνερ, Κόζιμα, και ο εκγερμανισμένος Άγγλος φυλετιστής Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλαιν. Ο Γκομπινώ, ο θεμελιωτής του ρατσισμού, υπήρξε ένας εκλεπτυσμένος διανοητής αριστοκρατικού τύπου, πολύ μακριά από το σκληρό αντισημιτισμό θα μπορούσε μάλιστα να χαρακτηριστεί το ακριβώς αντίθετο καθώς εκφράστηκε θετικά για τους Εβραίους, όπως και από κάθε μορφή βαναυσότητος. Έγινε ο δημιουργός της θεωρίας «των αρείων» που προορίστηκε για τη μεγάλη αποστολή των Γερμανών, για τους οποίους ο ίδιος πίστευε ότι έπαψαν να είναι μια καθαρή φυλή. Για τον Gobineau η θεωρία της ανισότητας των φυλών χρησίμευσε στη θεμελίωση της ιδέας του αριστοκρατισμού και τη δικαίωση του πολιτισμού και του ελιτισμού. Γενικά, ήταν απαισιόδοξος και πίστευε στην αναπόφευκτη παρακμή των φυλών και των πολιτισμών. Στη Γαλλία οι ιδέες του δεν είχαν ανταπόκριση, όμως τα αποτελέσματα τους φάνηκαν στη Γερμανία.

Ο Γκομπινό διέκρινε τρεις ανθρώπινες φυλές,

  • τη λευκή, με ανώτερη νοημοσύνη, ηθική, και βούληση,
  • τη μαύρη, λιγότερο ικανή, με ζωώδη φύση, συναισθηματικά ασταθή και δίχως ηθική και
  • την κίτρινη.

Σύμφωνα με τις απόψεις που διατύπωσε οι μεγάλοι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν στην ιστορική διαδρομή των ανθρώπων, ήταν δέκα. Οι Περσικός, Ινδικός, Αιγυπτιακός, Ασυριακός, στον οποίο συμπεριλαμβάνει τον Εβραϊκό και τον Φοινικικό, Αρχαίος Ελληνικός, Κινεζικός, Γερμανικός του 5ου αιώνα μ.Χ., Αλλεγανιακός της Βορείου Αμερικής, Μεξικάνικος και Περουβιανός, όλοι με την καθοριστική συμβολή της Αρείων. Κατά τη γνώμη του η μόνη καθαρή φυλή της εποχής του ήταν η Γερμανική, όχι των σύγχρονων Γερμανών που είχαν αναμιχθεί με Σλάβους και Κέλτες, αλλά η ξανθή δολιχοκέφαλος φυλή κυανού αίματος, που κατοικούσε στην Αγγλία, το Βέλγιο και τη Βόρεια Γαλλία.

Στο έργο του

  • «Δοκίμιο περί της ανισότητας των φυλών», [«Essai sur l' inegalite des races humaines»], το 1853 [13],

εκθέτει απόψεις, όπου διατύπωσε τις απόψεις του για το φυλετισμό. Το βιβλίο γνώρισε μεγάλη διάδοση και θεωρήθηκε αφετηρία των ρατσιστικών θεωριών αφού «έφερε στο προσκήνιο» τους Άριους, ως ανώτερης ομάδας της λευκής φυλής. Σύμφωνα με τον Γκομπινώ, η ανδρεία και η λαμπρότητα κάθε φυλής απορρέει από την ποσόστωση, την αναλογία της άριας φυλής σε σχέση με τις εκφυλισμένες. Στο έργο του υποστηρίζει ότι μεταξύ των ανθρώπινων φυλών υπάρχει ιεραρχία, η οποία τεκμηριώνεται από βιολογικές, ανθρωπολογικές και ιστορικές μελέτες, ενώ ανώτερη φυλή θεωρεί το λευκό έθνος των Αρείων της Ινδίας. Υποστηρίζει παράλληλα ότι οι ανθρώπινοι πολιτισμοί καθορίζονται από τη φυλετική τους σύνθεση και θεωρούσε πως οι κοινωνίες των Αρείων, όσο δεν έρχονται σε επιμιξία με μαύρα και κίτρινα στοιχεία, ζουν σε συνθήκες ευημερίας. Ο φυλετισμός του επηρέασε την εξέλιξη των θεωριών και των πρακτικών του ρατσισμού και ήταν απόρροια πολύχρονων ιστορικών, ανθρωπολογικών και εθνολογικών μελετών, συνεπώς δεν ήταν πολιτικός, αλλά «επιστημονικός», ενώ δεν ήταν αντισημίτης. Τις φυλετικές του θεωρίες ασπάστηκαν ο Richard Wagner, οι Παγγερμανιστές του 19ου αιώνα, ο αγγλογερμανός πολιτικός Χιούστον Τσάμπερλεν που θεωρείται πνευματικό του παιδί, αλλά και ο Αδόλφος Χίτλερ.

Όσβαλντ Σπένγκλερ

Ο συγγραφέας των έργων «Η Παρακμή της Δύσης» και «Παρσισμός και Σοσιαλισμός», Όσβαλντ Σπένγκλερ δημοσίευσε αρκετά έργα στα οποία εκφράζει τις μοναρχικές και αντικοινοβουλευτικές του απόψεις, ενώ είπαν ότι ήταν εθνικιστής, αντισοσιαλιστής και διανοούμενος της μοναρχικής δεξιάς στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ένιωθε ιδιαίτερο θαυμασμό για τον Μπενίτο Μουσολίνι και εξ ίσου μεγάλη απέχθεια για τις μάζες και θεωρούσε «πρωτόγονο αντισημιτισμό», τη στάση του Τρίτου Ράιχ απέναντι στους Εβραίους. Στις εκλογές του 1932 υποστήριξε το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ, όμως στάθηκε αρνητικός στις επίμονες προσπάθειες του Γιόζεφ Γκαίμπελς να δώσει δημόσιες διαλέξεις, ενώ τον ίδιο χρόνο εκλέχθηκε μέλος της Γερμανικής Ακαδημίας. Συνάντησε τον Αδόλφο Χίτλερ μία φορά στο Μπαϊρόιτ, στις 25 Ιουλίου 1933 και απογοητεύθηκε τόσο που τον χαρακτήρισε «χοντροκομμένο» και «ανόητο». Διαφώνησε δημόσια με τον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ [Alfred Rosenberg], διαφωνία η οποία, σε συνδυασμό με τις απόψεις του για τον Αδόλφο Χίτλερ, τον οδήγησαν στην απομόνωση και τη δημόσια σιωπή, καθώς από τον Σεπτέμβριο του 1933 το καθεστώς επιβάλλει στο ραδιόφωνο να μην ακούγεται το όνομά του.

Το 1934, απαγορεύτηκε το βιβλίο του «Η ώρα της αποφάσεως», το οποίο υπερασπιζόταν μεν τον γερμανικό εθνικισμό, αλλά απέρριπτε τον αντισημιτισμό, ενώ τον Οκτώβριο του 1935 αποσύρθηκε από τα καθήκοντά του ως διαχειριστής στο Αρχείο του Φρειδερίκου Νίτσε για να καταγγείλει μια υποτιθέμενη νέα ερμηνεία του έργου του φιλοσόφου από το εθικοσοσιαλιστικό καθεστώς. Μελέτησε σε έκταση τον όρο «πολιτιστική περιοχή», που διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο του, σημείο στο οποίο εκφράζει παρόμοιες απόψεις με εκείνες του Άρθουρ Μύλλερ φαν ντεν Μπρουκ [Arthur Moeller van den Bruck], που ήταν εκπρόσωπος της σχολής του «πρωσικού σοσιαλισμού» [Prussian Socialism]. όπως επισημαίνει ο Άρθουρ Μύλλερ φαν ντεν Μπρουκ, εκπρόσωπος του επαναστατικού συντηρητισμού, στο βιβλίο του «Το Τρίτο Ράιχ» [Das dritte Reich], «...κάθε λαός έχει τον δικό του σοσιαλισμό» ο οποίος «..αρχίζει εκεί όπου τελειώνει ο Μαρξ». Ο Σπένγκλερ εκφράζει την πρωτοφασιστική διανόηση των Έζρα Πάουντ και Μάρτιν Χάιντεγκερ που αποζητούσαν ένα πάντρεμα Εθνικισμού, ανορθολογισμού και αντι-υλιστική χρήση της τεχνολογίας. Υπήρξε πολυΐατωρ, έντονα φασιστικός και συντάχθηκε με τον εθνικοσοσιαλισμό, ιδεολογικά ρεύματα ραγδαία ανερχόμενα στη δεκαετία του 1920.

Για τον Σπένγκλερ «η ιστορία είναι πολεμική ιστορία», διότι ο άνθρωπος είναι αρπακτικό και από τις αλληλοσυγκρούσεις των αρπακτικών γεννιέται ο Πόλεμος. Επομένως, ο Νόμος συνιστά απλά τέκνο της ήττας: όταν ο ηττημένος εκμηδενιστεί, τότε, ανίσχυρος πλέον, αποδέχεται το δίκαιο του νικητή (ισχυρού), και αυτή η αποδοχή παγιώνει την κατάσταση Ειρήνης. Ως λογική επέκταση των παραπάνω οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι «η πολιτική δεν είναι παρά μια προσωρινή αντικατάσταση του πολέμου από έναν αγώνα με πιο εκλεπτυσμένα όπλα». Αυτό διαρκεί μέχρι να εξαντληθεί ο πολιτικός τρόπος επιλύσεως των διαφορών, δηλαδή η διπλωματία, και να φουντώσει ξανά ο πόλεμος, ώστε να προκύψουν νέες γενιές κατατροπωμένων που θα αποδεχτούν καινούργιους όρους υποταγής, νέα δικαιικά συστήματα, δηλαδή νέους νόμους). Κατά τον Σπρένγκλερ «οι τεχνικές της διακυβερνήσεως του πολέμου και της διπλωματίας έχουν την ίδια ρίζα και διαχρονικά μοιράζονται μια βαθιά εσωτερική συγγένεια. ...{...}... Υπάρχουν λαοί με ισχυρό φυλετικό στοιχείο ...{...}... ληστρικοί, κατακτητικοί, κυριαρχικοί, λάτρεις της μάχης εναντίον του ανθρώπου, οι οποίοι αφήνουν την οικονομική μάχη απέναντι στη φύση σε άλλους λαούς, προκειμένου να τους λεηλατούν και να τους υποτάσσουν». Επίσης θεωρεί ότι ο τεχνικός πολιτισμός παγίδεψε τον άνθρωπο σε ένα κλουβί αιχμαλωτίζοντας την αρπακτική, την ελεύθερη ψυχή του. Έτσι ο δημιουργός κατέληξε σκλάβος της δημιουργίας του. Από αυτή την αιχμαλωσία ξεκινά ο ατομικισμός ως αντίθεση στην ψυχολογία των «μαζών», πράγμα που οδηγεί σε τάσεις εξεγέρσεως ώστε να αποφευχθεί η ψυχική και πνευματική ισοπέδωση στην οποία οδηγεί η αύξηση των πληθυσμών.

Για τον κόσμο του μέλλοντος έγραφε προφητικά πριν από ένα σχεδόν αιώνα ο Σπένγκλερ: «...Οι δυνάμεις που θα σείσουν το μέλλον δεν είναι παρά εκείνες του παρελθόντος. Αυτές οι δυνάμεις είναι: Η θέληση του Δυνατού, τα υγιή ένστικτα, η φυλή, η θέληση για κατοχή και ισχύ. Ενώ η δικαιοσύνη, η ευτυχία και η ειρήνη – αυτά τα όνειρα, που πάντα θα μείνουν όνειρα -αιωρούνται χωρίς αποτέλεσμα από πάνω τους..... Η εποχή είναι μεγαλειώδης, αλλά άλλο τόσο μικροσκοπικοί είναι οι άνθρωποι σ’ αυτήν. Δεν μπορούν πια ν’ αντέξουν την τραγωδία, είτε επί σκηνής είτε στην πραγματική ζωή. Λαχταρούν το ευτυχισμένο τέλος στα ανούσια μυθιστορήματα, τόσο αξιολύπητοι και κουρασμένοι είναι… Η ζωή σε κίνδυνο, η πραγματική ζωή της ιστορίας, δικαιώνεται.»

Ερνστ Γιούνγκερ και Ερνστ φον Ζάλομον

Ο εθνικιστής συγγραφέας Ερνστ Γιούνγκερ, παρασημοφορημένος με το ανώτατο παράσημο ανδρείας του γερμανικού στρατού στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (το Pour le Merite) έγινε γνωστός στον Μεσοπόλεμο με το έργο του Ο Εργάτης [Der Arbeiter] και το μετέπειτα Ολική Κινητοποίηση, στα οποία οραματιζόταν μια ολοκληρωτική μιλιταριστική κοινωνία στα πρότυπα του πρωσικού στρατώνα της εποχής του Μπλύχερ. Το έργο του επηρέασε τον εθνικοσοσιαλισμό, αλλά ο ίδιος δεν είχε κάποια επίσημη θέση στο καθεστώς. Ο επίσης εθνικιστής συγγραφέας Ερνστ φον Ζάλομον [Ernst von Salomon], που στο Μεσοπόλεμο ήταν μέλος εθνικιστικών ομάδων που αγωνίζονταν ένοπλα κατά της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και περιέγραψε αυτές του τις εμπειρίες σε μυθιστορήματα, επίσης επηρέασε τον εθνικοσοσιαλισμό αλλά επίσης δεν του δόθηκε κάποια θέση στο καθεστώς. Μετά τον πόλεμο εξέδωσε το Ερωτηματολόγιο [Der Fragebogen], στο οποίο απαντούσε με ειρωνικό ύφος στις ερωτήσεις του ερωτηματολογίου που έδιναν οι αμερικανικές κατοχικές δυνάμεις στους Γερμανούς πολίτες. Με τον τρόπο αυτό ο Γιούνγκερ απεικονίζει ρεαλιστικά την απέχθεια του μέσου Γερμανού για την αμερικανική κατοχή.

Έζρα Πάουντ

Ο Αμερικανός εθνικιστής ποιητής Έζρα Πάουντ ήταν θαυμαστής της αρχαιότητος και βαθύς γνώστης της αρχαίας ελληνικής, ρωμαϊκής, αιγυπτιακής, αρχαίας κινεζικής και μεσαιωνικής των τροβαδούρων, της ποίησης που απέπνεε «ιερότητα», υπήρξε σφοδρός πολέμιος της μάστιγας της διεθνούς τοκογλυφίας και αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του στην οξύτατη καταγγελία της. Υπήρξε πολέμιος των επικυρίαρχων οικονομικών θεωριών του Δυτικού Κόσμου, επισημαίνοντας ότι οι άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών είναι πάντα πρωτοπόροι σε κάθε επανάσταση ή κοινωνική αλλαγή. Πίστευε ότι το χρήμα δεν θα έπρεπε να ήταν παρά ένα αποδεικτικό, μια έντυπη πιστοποίηση της πραγματικής εργασίας του ανθρώπου, ένα «μέτρο» του χρόνου που επένδυσε και της αξίας του έργου που παρήγαγε ένας άνθρωπος. Απώλεσε όμως την φύση του, καθώς μετετράπη σε ανώνυμο εμπόρευμα που πωλείται, αγοράζεται, και χειραγωγείται από «τα γουρούνια των τραπεζών» που μονοπωλούν την οικονομία. Οι τραπεζίτες, άνθρωποι χωρίς πρόσωπο, καλυμμένοι κάτω από την ανώνυμη συλλογικότητα των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών, μπορούν να ελέγχουν την κυκλοφορία του χρήματος εις βάρος της κοινωνίας με το να το κρατούν δέσμιο στις τράπεζες, δυσκολεύοντας τις αγορές προϊόντων και δημιουργώντας ένα χάσμα μεταξύ εθνικού προϊόντος και εθνικού πλούτου.

Η γνώμη του για το τραπεζικό κατεστημένο είχε τις ρίζες της στις ιδέες ενός εκ των εμβληματικών μορφών και ιδρυτών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, του Τόμας Τζέφερσον, σύμφωνα με τον οποίο το τραπεζικό κατεστημένο είναι πιο επικίνδυνο από ολόκληρους στρατούς. Σήμερα λίγοι είναι εκείνοι που αμφιβάλλουν για κάτι τέτοιο. Η πολιτική κριτική που ασκούσε στο καπιταλιστικό σύστημα περιστρεφόταν γύρω από το γεγονός ότι όπου ευνοείται ο οικονομικός ανταγωνισμός, οι τραπεζίτες, οι τοκογλύφοι, και οι άνθρωποι του χρήματος και των αγορών γίνονται επικυρίαρχοι της κοινωνίας, σε αντίθεση με τους πραγματικούς παραγωγούς αγαθών που βυθίζονται στα χρέη και την υποτέλεια δεδομένου ότι σύμφωνα με την εβραϊκή οικονομική θεολογία, «όταν δουλεύεις δεν έχεις χρόνο για να βγάλεις λεφτά». Αντιπαθούσε τον μονοθεϊσμό, που τον θεωρούσε εβραϊκό και υπεύθυνο για το τέλος της αρχαίας λατρείας, την οποία θαύμαζε. Θεωρούσε τον εαυτό του 100% Αμερικανό και πατριώτη που αγωνιζόταν αντίθετα στον Ρούζβελτ και τους Εβραίους που τον επηρέαζαν.

Υπήρξε οπαδός της οικονομικής θεωρίας της Κοινωνικής Πίστεως του Βρετανού οικονομολόγου Κλίφορτ Χιούτζ Ντάγκλας, ο οποίος διαφωνούσε με την θεωρία του Άνταμ Σμιθ, αλλά και με τη θεωρία του Καρόλου Μαρξ. Θεωρούσε το φασισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό ως την προσωποποίηση της Κοινωνικής Πίστεως και του πνεύματος της Αμερικανικής Επαναστάσεως, ενώ ταύτιζε το τραπεζιτικό σύστημα με την τοκογλυφία και την κυριαρχία των Εβραίων. Κάποιες από τις «οικονομικές» του ιδέες ήταν εύλογες και ενδιαφέρουσες, όπως για παράδειγμα η καταπολέμηση της ανεργίας σε περιόδους ύφεσης με την εισαγωγή εβδομάδας εργασίας μικρότερης διάρκειας της συνήθους, ένα είδος μερικής απασχολήσεως των εργαζομένων, αλλά και η προβολή της «αρχής του Τζέφερσον» ότι «κανένα έθνος δεν έχει το δικαίωμα να δανείζεται χωρίς να αποπληρώνει το χρέος του κατά την διάρκεια της ζωής αυτών που υπέγραψαν την δανειακή σύμβαση», δηλαδή πρακτικά εντός μιας εικοσαετίας, άποψη ιδιαιτέρως βαρύνουσα σε σχέση με τα όσα διαμείβονται σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα.

Ήταν επικριτικός για τους κατασκευαστές, τους εμπόρους και τους οικονομικούς παράγοντες της βιομηχανίας των οπλικών συστημάτων, που θεωρούσε υποκινητές πολέμων και αρνητές της ειρήνης για λόγους προσωπικού τους κέρδους. Μελέτησε «Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών» και επέρριπτε κατά τρόπο εκκεντρικό και απόλυτο, την ευθύνη για την χρηματοδότηση των πολέμων του 20ού αιώνα στους «Εβραίους τραπεζίτες και τοκογλύφους». Θεωρούσε τον Εβραίο, άγριο νομάδα που οδηγούσε το κοπάδι διαρκώς σε καινούργια βοσκοτόπια, έχοντας εξαντλήσει τα παλιά, στα οποία αφήνει πίσω του μόνο τις κοπριές του. Θεωρούσε την «εβράϊλα» της Βίβλου διαβολική, ονόμαζε τις εφημερίδες (newspapers) «εβραιημερίδες» (Jews-papers), την Νέα Υόρκη (New York) «Εβραία Υόρκη» (Jew York), τις Ηνωμένες Πολιτείες (United States) «Εβραιωμένες Πολιτείες» (Jew-nited States). τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρούζβελτ (Roosvelt) «Εβραιούζβελτ» (Jew-sfeld), ενώ θεωρούσε την αμερικανική μουσική βιομηχανία «εβραϊσμένη» (Jewed).

Εκθέτει τα κακά της τοκογλυφίας στο γνωστό «Κάντο XLV» (45), που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1937 με τίτλο «With Usura», «Με την Τοκογλυφία» αλλά και «Ενάντια στην Τοκογλυφία», εφόσον το with (=με) του τίτλου, επιδέχεται και δεύτερη ανάγνωση, δεδομένου ότι σε πολλές αγγλικές λέξεις έχει την έννοια του «αντί», όπως για παράδειγμα στο ρήμα withstand, (=αντιστέκομαι). Στο ποίημα διακρίνει κανείς τις αριστοτελικές απόψεις περί οικονομίας όπως διατυπώνονται στο έργο «Πολιτικά», σύμφωνα με τις οποίες το νόμισμα έγινε για να διευκολύνει την ανταλλαγή προϊόντων, [«μεταβολής εγένετο χάριν»], ενώ ο τόκος τον οποίο γεννά το νόμισμα -γι' αυτό άλλωστε λέγεται τόκος, [«όθεν και τούνομα τούτ' είληφεν, όμοια γαρ τα τικτόμενα τοις γεννώσιν αυτά εστίν, ο δε τόκος γίγνεται νόμισμα εκ νομίσματος»]-εκπηγάζει κατά παράβασιν αυτών για τα οποία δημιουργήθηκε το νόμισμα. [«ούκ εφ όπερ επορίσθη»], μόνο για την ανταλλαγή δηλαδή, με αποτέλεσμα ο τόκος να είναι απόκτηση νομίσματος από το νόμισμα, μια πράξη contra naturam, ενάντια στην φύση, [«ο δε τόκος νόμισμα ποιεί πλέον, ώστε και μάλιστα παρά φύσιν ούτος των χρηματισμών εστίν»]. Η πολιτική του άποψη για την τοκογλυφία είναι σαφής, «η τοκογλυφία είναι η νεοπλασία του κόσμου, την οποία μόνο το χειρουργικό νυστέρι του φασισμού μπορεί να αφαιρέσει από το σώμα των εθνών». Τους γνωστούς διωγμούς και κατατρεγμούς που υπέστη για τις ιδέες του, δικαιολογούσε λέγοντας, «είναι στη μοίρα του ιδιοφυούς να σταυρώνεται» [14].

Καρλ Σμιτ

Ο Γερμανός νομικός και φιλόσοφος του δικαίου Καρλ Σμιτ, γνωστός ως «ο εστεμμένος νομικός του Γ΄ Ράιχ», υπήρξε θεωρητικός του κράτους, εχθρός του Σιωνισμού, με σαφή αντιφιλελεύθερο λόγο και ο επιφανέστερος πολέμιος του φιλελευθερισμού, ο οποίος μέμφονταν την ομοιογένεια που δημιουργεί στην κοινωνία η δημοκρατία, διότι έτσι εξοντώνεται η ετερογένεια. Κατέδειξε ότι ο φιλελευθερισμός είναι τυφλός μπροστά στην ανταγωνιστική διάσταση της πολιτικής, δεν μπορεί να κατανοήσει την ιδιαιτερότητα του πολιτικού, δηλαδή τη διάκριση φίλος/εχθρός. Ανήκει στην παράδοση που παραπέμπει στον ρομαντικό εθνικισμό του 19ου αιώνα και πίστευε ότι το μεγαλείο των Γερμανών αντλούσε δυνάμεις από τις αναζητήσεις τους στον υπερβατικό κόσμο του πνεύματος. Ήταν συντηρητικός ερμηνευτής του Συνταγματικού Δικαίου, με τεράστιο εύρος ενδιαφερόντων, αμετακίνητος καθολικός και πιστός χριστιανός. Υιοθέτησε την ιδέα του «εντεταλμένου δικτάτορα» που ο Μακιαβέλι είχε ανακαλύψει στη ρωμαϊκή δημοκρατία, που θεωρούσε ότι προοριζόταν για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, ακόμα και με επιβολή καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης περιορισμένης χρονικής διάρκειας [15], ενώ θεωρούσε ότι ο Μαρξισμός αποτελεί μόνιμη απειλή για τη νομιμότητα.

Είπε πως «μπορούμε να πούμε ότι ο Χέγκελ πέθανε την ημέρα που ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία». Θεωρούσε ότι «..ο κοινοβουλευτισμός έχει μετατρέψει όλες τις δημόσιες υποθέσεις σε αντικείμενο εκμετάλλευσης και συμβιβασμού των κομμάτων και των οπαδών τους, και η πολιτική που δεν αποτελεί πλέον σε καμία περίπτωση υπόθεση μιας ελίτ, έχει καταλήξει να είναι η απαξιωμένη ενασχόληση μιας απαξιωμένης τάξης ανθρώπων». Πριν την κήρυξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου υποστήριξε την άποψη, ότι «...Κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης..», την οποία μετά την λήξη του πολέμου επαναδιατύπωσε λέγοντας, «..Κυρίαρχος είναι όποιος κατέχει τα κύματα της περιοχής..». Θεωρούσε ότι το κυρίαρχο κράτος, είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα του δυτικού ρασιοναλισμού ενώ σε διάφορες εποχές τάχθηκε κατά του συνταγματικού κράτους, του κοινοβουλευτισμού και του πλουραλισμού, πήρε θέση υπέρ της «δημοψηφισματικής δημοκρατίας» και του «ισχυρού κράτους της ελεύθερης οικονομίας» ενώ υπερασπίστηκε τον περιορισμό της ελευθερίας, αυτό που ονόμαζε «condition of the liberty». Όρισε την πολιτική ως σύγκρουση εχθρών και φίλων. Θεωρούσε ότι το Κατέχον [16] αντιπροσωπεύει την διανοητικοποίηση της αρχαίας Χριστιανικής Αυτοκρατορίας, που με όλες τις αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις της επιδιώκει να επιβάλει την ορθόδοξη ηθική [17]. Στο ημερολόγιό του που δημοσιεύθηκε μετά το θάνατό του και στην καταχώριση της 19ης Δεκεμβρίου του 1947, γράφει, «...Πιστεύω στο Κατέχον: είναι για μένα ο μόνος δυνατός τρόπος για να κατανοήσουμε την χριστιανική ιστορία και να την βρούμε γεμάτη νόημα....{...}...Κάποιος πρέπει να είναι σε θέση να αναφέρει το Κατέχον για κάθε εποχή των τελευταίων 1948 χρόνων. Ο χώρος ουδέποτε υπήρξε κενός, αλλιώς δεν θα υπήρχαμε πλέον....».

Ιούλιος Έβολα

Ο Ιταλός φιλόσοφος Ιούλιος Έβολα, τον οποίο οι Michael Löwy και Robert Sayre χαρακτήρισαν, μαζί με τον επίσης εθνικοσοσιαλιστή Γερμανό ποιητή Γκότφριντ Μπεν, ως τους τελευταίους των ρομαντικών αντικαπιταλιστών [18], δηλαδή μιας μακράς παράδοσης στοχαστών που κριτικάρουν τον καπιταλισμό από ρομαντική σκοπιά (από τον Μπερκ και τον Ντε Μεστρ, τον Σισμοντί και τον Καρλάιλ, τον Χάινε και τον Μπαλζάκ, τον Ταίννις και τον πρώιμο Τόμας Μαν) ήταν επηρεασμένος από το Φρειδερίκο Νίτσε, τον Όττο Βάϊνινγκερ, [Otto Weininger], το Τζιαμπατίστα Βίκο, αλλά και τον Κάρλο Μικελστέτερ, [Carlo Michelstaedter]. Πολιτικά ήταν αντίθετος με τον καπιταλισμό και τον Μπολσεβικισμό, όμως το έργο του «La Torre», που αποτελεί μία έντονη κριτική στο πολιτικό καθεστώς της εποχής, στη σχέση του με την καθολική εκκλησία και τους μεγαλοβιομήχανους, απαγορεύθηκε το 1930, με προσωπική εντολή του Μπενίτο Μουσολίνι. Η οπτική του απέναντι στον Φασισμό είναι ρομαντική και ανορθόδοξη, κυρίως πνευματική και δεν πήρε ποτέ συγκεκριμένη πολιτική έκφραση, θέσεις που αποτυπώνονται το 1934 στο έργο του «Επανάσταση ενάντια στον σύγχρονο κόσμο». Κατηγορήθηκε όπως ο Αμερικανός ποιητής Έζρα Πάουντ, ως «φασίστας» και αποκλείσθηκε από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Τον χαρακτήρισαν «σκοτεινό φιλόσοφο», φιλόσοφο της εξέγερσης, μύστη της αρχαίας παράδοσης, αλλά και προφήτη του κόσμου.

Σύμφωνα με τον εθνικιστή Πανεπιστημιακό καθηγητή Χρήστο Γούδη, ο Έβολα «...κάνει διάκριση μεταξύ της συνήθους, εξωτερικής γνώσης των «πολλών», και της μυστικής, εσωτερικής γνώσης των «αρίστων» (των ηρώων και των ανθρώπων της γνώσης, των ιερέων και των ασκητών), σύμφωνα με την πλατωνική διάκριση μεταξύ «δόξας» και «επιστήμης». Επικριτικός για τον άνθρωπο της τετριμμένης καθημερινότητας που ζει για να τρώει, να αναπαράγεται και να πεθαίνει, αναζητά «κάτι περισσότερο από το να ζει», το γερμανικό «mehr als leben», ένα είδος νοσταλγίας για το «hyperuranium», ...[...]... Στην πίστη αντιπροτείνει την εμπειρία, στην ευλάβεια την ηρωική και ασκητική πράξη, στον Θεό των θεϊστών, που θεωρείται από αυτούς ως η έσχατη πραγματικότητα και η εσχατολογική τους ελπίδα, αντιπροτείνει την ιδέα της απελευθέρωσης και του διαφωτισμού.».

Διακήρυξε την ανάγκη ενός «αναρχισμού της δεξιάς», έτσι ώστε «..να αποδιοργανωθεί, να διαρραγεί και να καταλυθεί η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων..» και ενέπνευσε την ηγεσία πολλών πολιτικών κομμάτων, όπως το «Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα», [M.S.I.] και η αμερικανική «Εθνική Συμμαχία». Η προσέγγιση του Έβολα με τον Φασισμό είναι, ολοφάνερα, ρομαντική και ανορθόδοξη και όχι απαλλαγμένη από εσωτερικές αντιφάσεις. Παραμένει πάντως πνευματική και δεν πήρε συγκεκριμένη πολιτική έκφραση. Στη βάση της βρίσκεται μία κοσμοαντίληψη που διαμορφώνει ο συγγραφέας όλα αυτά τα χρόνια, αντι-μοντέρνα, αντι-υλιστική και αντι-προοδευτική, η οποία τον κάνει να βλέπει είτε στον αμερικανισμό, είτε στον μπολσεβικισμό τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: απεναντίας, εξυψώνει ρομαντικά τον αρχαίο και παραδοσιακό κόσμο. Οι θέσεις αυτές αποτυπώνονται στο πιο γνωστό ίσως έργο του, Rivolta contro in mondo moderno (Επανάσταση ενάντια στον σύγχρονο κόσμο, 1934). Μεταξύ 1935 και 1943 τον απασχολεί το φυλετικό πρόβλημα, αλλά αντιτίθεται στις βιολογικές θεωρίες του ρατσισμού: η προβληματική αυτή έχει αποτυπωθεί σε βιβλία όπως τα Tre aspetti del problema ebraico (1936) και Il mito del sangue (1941). Το τελευταίο προκάλεσε το ενδιαφέρον του Μουσολίνι, ο οποίος τον προσκαλεί τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου στο Palazzo Venezia.

Τα μεταπολεμικά χρόνια αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο συγγραφικό του έργο και σταδιακά διαμόρφωσε μια αντίληψη για την εποχή ως τη σκοτεινή περίοδο, [Kali-yunga], του τέλους ενός πολιτισμού, της παρακμής και της αποσύνθεσης και γράφει, μεταξύ άλλων, τα έργα του Gli uomini e le rovine το 1953 και La metafisica del sesso, [Η μεταφυσική του φύλου], το 1958. Το 1963 τον επανανακαλύπτουν ως ντανταϊστή: οργανώνεται μια έκθεση όλων του των έργων στη γκαλερί «Medusa» της Ρώμης και ακολουθούν μια αυτοβιογραφία του (Il camino del cinabro, 1964) και μια συγκεντρωτική έκδοση των ποιητικών του έργων (Raaga Blanda, 1969). Από το 1968 μέχρι το 1974, χρονιά του θανάτου του, ιδρύει και επιμελείται στις εκδόσεις Mediteranee τη σειρά «Orrizonti dello Spirito» όπου παρουσιάζει έργα ποικίλου πνευματικού και παραδοσιακού προσανατολισμού. Η γενιά «της αμφισβήτησης» του 1960 ανακαλύπτει εκ νέου το έργο του, το οποίο ερμηνεύει όχι μόνο προς τα δεξιά αλλά και προς τ’ αριστερά. Οι πίνακες και τα έργα του σήμερα εκτίθενται σε ιδιωτικές συλλογές και στη Galleria Nationale d’ Arte Moderna της Ρώμης. Το συγγραφικό του έργο έχει μεταφραστεί σε όλες τις Ευρωπαϊκές γλώσσες.

Μάρτιν Χάιντεγκερ

Ο γερμανικός υπαρξισμός, στο σύνολο του, όμως κυρίως οι Γιάσπερς και Χάιντεγκερ, προετοίμασαν το έδαφος για τον εθνικοσοσιαλισμό [19] [20]. O Χάιντεγκερ θεωρείται εκείνος που «εισήγαγε τον εθνικοσοσιαλισμό στη φιλοσοφία» [21]. Είπε ότι «ο Φύρερ και μόνο αυτός είναι η παρούσα και μελλοντική γερμανική πραγματικότητα και ο νόμος της», ενώ «όλες οι ιδέες και σκέψεις που ίσχυαν ως τώρα πρέπει να γίνουν άλλες» και ισχυρίστηκε πως «από την εργασία για το κράτος δεν μπορεί να προέλθει κανένας κίνδυνος, ο κίνδυνος προέρχεται μόνο από την αδιαφορία και την αντίσταση» [22]. Στο ερώτημα του Καρλ Γιάσπερς: «πως είναι δυνατόν ένας τόσο αμόρφωτος άνθρωπος όπως ο Hitler να κυβερνήσει τη Γερμανία;», ο Χαϊντέγκερ απάντησε: «Η μόρφωση είναι εντελώς αδιάφορη» [«sehen Sie nur seine wunderbaren Hände an!»] και συνέχισε: «κοιτάξτε μόνο τα υπέροχα χέρια του» [23], ενώ σε επιστολή του, της 18ης Δεκεμβρίου του 1931, στον αδελφό του Fritz, ο Μάρτιν του συστήνει να μελετήσει το «Mein Kampf», επειδή: «αυτός ο άνθρωπος έχει ένα ασυνήθιστο και σίγουρο, πολιτικό ένστικτο και το είχε ήδη όταν εμείς ακόμα είχαμε θολούρα, αυτό κανείς λογικός δεν επιτρέπεται πλέον να το αμφισβητεί» [24].

Επίσης, κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Χάιντεγκερ στήριζε αδιαμφισβήτητα τον υπόθεση της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας, όπως φαίνεται από επιστολή στο στρατιώτη μαθητή του, Καρλ Ούλμερ [Karl Ulmer], που πολεμούσε στο Ανατολικό μέτωπο: «..η μοναδική αντάξια ύπαρξη ενός Γερμανού είναι να βρίσκεται στο Μέτωπο» [25] κι αυτό μετά την μεγάλη καταστροφή των γερμανικών στρατευμάτων στο Στάλινγκραντ, με τον Οττ να σχολιάζει, μεταξύ άλλων: «..μετά το Stalingrad μια τέτοια επιστολή στο μαθητή του Karl Ulmer –παρά το ότι η τύχη του γερμανικού λαού, αυτού του μεταφυσικού λαού, είχε ήδη κριθεί: προορισμένος πλέον να παρακμάσει, φορτωμένος με εγκλήματα, που τα είχε διατάξει ο Fuehrer, αυτός ο Fuehrer, που «μόνον αυτός είναι η σημερινή και η μελλοντική γερμανική πραγματικότητα και ο νόμος της» [26]. «Ποτέ ο Heidegger δεν πήρε πίσω αυτή τη φράση!» [27]. Στις παραδόσεις του για τον Ηράκλειτο στα θερινά εξάμηνα του 1943-44 –πάλι μετά την καταστροφική ήττα στο Στάλινγκραντ αλλά τώρα και μετά το Κουρσκ- o Χάιντεγκερ απευθύνει έκκληση στο γερμανικό λαό να συνέλθει απ’ αυτή την ήττα [28]. Τέλος, στα Μαύρα Τετράδια [Schwarze Hefte] που ο Χάιντεγκερ συνέγραφε κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του πολέμου και εκδόθηκαν το 2015, μιλά για την «Selbstvernichtung der Juden» [«αυτο-εξολόθρευση των Εβραίων»] [29] Παρ' όλα αυτά, ας επισημανθεί το γεγονός ότι ο Χάιντεγκερ προστάτευσε από διωγμούς τους Εβραίους μαθητές του, Χάνα Άρρεντ, Καρλ Λέβιτ κ.ά.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βιβλιογραφία

  • [«Ο εθνικοσοσιαλισμός επί τη βάσει του έργου του Ad. Hitler "Mein Kampf"» Βεζάνης, Δημήτριος Σ. «Επιθεώρησις κοινωνικής και δημόσιας οικονομικής», Τόμος 4ος/1935.]
  • [«Εθνικοσοσιαλισμός», Κώστας Γ. Λανάρας, εκδόσεις «Εντός», Αθήνα 2004.]
  • [«Ο εθνικοσοσιαλισμός και η αρχαιότητα», Johann Chapoutot [Γιοχάν Σαπουτώ], εκδόσεις «Πόλις», 11 Δεκεμβρίου 2013.]

Διαβάστε τα λήμματα

Σημειώσεις

  • Χαρακτηριστικώς ενδεικτικά υπήρξαν τα λόγια του Γιόζεφ Γκαίμπελς: «Θέλουμε τη Γερμανία της εργατικής τάξεως. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι θέλουμε μια Γερμανία όπου η εργασία και η δημιουργικότητα θα αποτελούν την ανώτερη ηθική και πολιτική αξία. Να γιατί είμαστε εργατικό κόμμα με την ειλικρινέστερη σημασία της λέξεως. Μόλις αναλάβουμε την εξουσία του κράτους, η Γερμανία θα γίνει ένα εργατικό Έθνος, ένα Κράτος της εργατικής τάξεως».
  • Ο όρος «δουλεία των τόκων» χρησιμοποιήθηκε αρχικά από το γερμανικό εργατικό κόμμα, το οποίο απαιτούσε με το νέο του πρόγραμμα, την καταπολέμηση του βασικότερου «εργαλείου» του χρηματοπιστωτικού συστήματος: του επιτοκίου. H «καταστολή» της δουλείας των τόκων θα είχε σαν αποτέλεσμα το μηδενισμό των περισσότερων άμεσων και έμμεσων φόρων του κράτους –το μεγαλύτερο μέρος των οποίων εξυπηρετούσε τότε, όπως και σήμερα στις περισσότερες χώρες του κόσμου- τους τόκους του χρέους.
  • «.... Έτσι όπως είναι ο κόσμος σήμερα, ο Εβραίος είναι περισσότερο από χειραφετημένος, είναι ο κυβερνήτης. Και θα συνεχίσει να κυβερνά, όσο το χρήμα παραμένει η δύναμη στην οποία υποδουλώνονται όλες οι δραστηριότητες μας. ...{...}... Επιτρέψαμε στην Ιερουσαλήμ να έχει την απόλυτη κυριαρχία και ανακαλύψαμε προς δυσαρέσκεια μας ότι ο κύριος φον Ρότσιλντ, πολύ πονηρός για να ανακηρύξει εαυτόν Βασιλέα των Ιουδαίων, προτίμησε να παραμείνει ο Εβραίος των Βασιλέων. ..{...}... Κάθε νέα επανάσταση στο Παρίσι αναπαραγόταν ταχύτατα στην Γερμανία. Πράγμα ευνόητο, αφού κάθε νέα θεαματική παρισινή όπερα ανέβαινε αμέσως στα αυλικά θέατρα του Βερολίνου και της Βιέννης, τα οποία αποτελούσαν το πρότυπο για όλη την Γερμανία. Η δημοκρατία στην Γερμανία είναι απολύτως ένα μεταφρασμένο πράγμα. Υφίσταται μονάχα στον τύπο. Και τι είναι αυτός ο γερμανικός τύπος πρέπει να το ανακαλύψει κανένας μόνος του. ...{...}... Αλλά περιέργως αυτή μεταφρασμένη γαλλοεβραιογερμανική δημοκρατία μπορούσε πραγματικά να κερδίσει την υποστήριξη του κακομεταχειρσμένου και καταφρονημένου πνεύματος του γερμανικού λαού. Για να εξασφαλίσει ακολούθους ανάμεσα στον λαό, η δημοκρατία πήρε γερμανικό πρόσωπο. «Γερμανισμός», «γερμανικό πνεύμα», «γερμανική τιμιότις», «γερμανική ελευθερία», «γερμανική ηθική», έγιναν φράσεις συνθήματα που αηδίαζαν πιο πολύ από όλους τους πραγματικά καλλιεργημένους Γερμανούς, οι οποίοι ήσαν αναγκασμένοι να στέκονται και να κοιτούν θλιμμένοι την μοναδική κωμωδία των ταραχοποιών, που προέρχονταν από μη-γερμανικό λαό, να αγορεύουν υπέρ αυτού, χωρίς να επιτρέπουν στον πελάτη τους ούτε μία λέξη. ...{...}... Το ότι ο Γκαίτε, ο Σίλλερ, ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν προήλθαν από το γερμανικό έθνος, πολύ εύκολα βάζει σε πειρασμό τα πλήθη των μετρίων ταλέντων να θεωρήσουν αυτές τις μεγάλες διάνοιες παρόμοιες με τον εαυτό τους κληρονομικώ δικαίω, και τους πείθουν να φαντάζονται τον εαυτό τους σαν Γκαίτε και Σίλλερ, και Μότσαρτ και Μπετόβεν....{...}... Τίποτε δεν συμβάλλει πιο πολύ στην νωθρότητα και στην τεμπελιά από την μεγάλη ιδέα κάποιου για τον εαυτό του, την ιδέα ότι κάποιος είναι κάτι το εγγενώς μεγάλο και ότι δεν χρειάζεται να κουραστεί για να βελτιώσει τον εαυτό του..».] Ρίχαρντ Βάγκνερ, «Ο Ιουδαϊσμός στην μουσική».
  • Στο βιβλίο του «Ο Αγών μου» [«Mein Kampf»], ο Αδόλφος Χίτλερ γράφει χαρακτηριστικά, «.....Έτσι, πρόωρα επαναστατικός στα πολιτικά μου κριτήρια, δεν άργησα να γίνω το ίδιο και στα ζητήματα της τέχνης. Η πρωτεύουσα της Άνω Αυστρίας είχε τότε ένα θέατρο που, να πούμε την αλήθεια, δεν ήταν άσχημο. Έδινε παραστάσεις αρκετά συχνά. Δώδεκα χρονών άκουσα για πρώτη φορά τον Γουλιέλμο Τέλλο και μερικούς μήνες αργότερα την πρώτη όπερα της ζωής μου: τον Λόεγκριν. Απ' την πρώτη στιγμή κατακτήθηκα. Ο νεανικός ενθουσιασμός μου για τον δάσκαλο του Μπαϊρόιτ ήταν απέραντος. Πάντα από τότε τα έργα του με τραβούσαν και το θεωρώ τύχη για μένα το ότι άκουσα αυτές τις άθλιες εκτελέσεις στην μικρή μου πόλη γιατί έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να ακούσω αργότερα πολύ καλύτερες και να τις εκτιμήσω περισσότερο..»
  • «...Χίτλερ, ξανά και ξανά! Μετά την κατάληψη της εξουσίας από το Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα είχαν ειδικό κατασκευασμένο παράρτημα στην βουλή για τον Siegfried Wagner, και στο εσωτερικό του παραρτήματος χτίστηκε το «Τζάκι του Φύρερ». Μετά από μια παράσταση του Götterdämmerung στο Festspielhaus, ο θείος μου και ο πατέρας αποδέχθηκαν την πρόσκληση του Χίτλερ σε μια μακρά νυχτερινή συζήτηση στο «Τζάκι του Φύρερ» για το μέλλον της γερμανικής τέχνης στο πνεύμα του Ρίχαρντ Βάγκνερ, ως έκφραση της ανανέωσης του κόσμου μέσω του Εθνικοσοσιαλισμού. Είχα κάποια δυσκολία στο να κατανοήσω τα χειμαρρώδη λόγια του πατέρα μου αλλά δεν τον διέκοψα κι εκείνος συνέχισε την ιστορία του. Καθόμασταν γύρω από το τζάκι, και ο Χίτλερ σχεδίασε για μας τα πολιτιστικά οράματά του για το μέλλον. Όταν θα έχουμε απαλλάξει τον κόσμο από τον Μπολσεβικισμό και την εβραϊκή συνωμοσία, τότε, ο Wieland, θα τρέξει το θέατρο της Δύσης και ο Wolfgang το θέατρο της Ανατολής...» Gottfried Wagner, γιος του Wolfgang Wagner, «Το λυκόφως των Βάγκνερ»

Παραπομπές

  1. [Εθνικοσοσιαλισμός ή σκέτο Ναζισμός; ]
  2. [ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ-Χ. ΚΕΦΑΛΗΣ. Εφημερίδα «Ανασύνταξη».]
  3. [«Αριστερά» ιδεολογικο-πολιτικά φερέφωνα των HEIDEGGER-HITLER με «φιλοσοφική» μάσκα Εφημερίδα «Ανασύνταξη»]
  4. [Μ’ αφορμή την προβολή του RICHARD WAGNER-Ίνδαλμα του ΧΙΤΛΕΡ και ολόκληρης της ναζι-φασιστικής περιόδου της χιτλερικής Γερμανίας Εφημερίδα «Ανασύνταξη»]
  5. [German Realists in the Nineteenth Century]
  6. [Μ’ αφορμή την προβολή του RICHARD WAGNER – Ίνδαλμα του ΧΙΤΛΕΡ και ολόκληρης της ναζι-φασιστικής περιόδου της χιτλερικής Γερμανίας Εφημερίδα «Ανασύνταξη».]
  7. [German Realists in the Nineteenth Century ]
  8. [Ρίχαρντ Βάγκνερ-Τι είπε ο Χίτλερ για τον μεγάλο δημιουργό.]
  9. [Οι Σχέσεις Του Ρίχαρντ Βάγκνερ με Τους Εθνικοσοσιαλιστές... Εκτίθενται Σε Μουσείο.]
  10. [P. HÜNERFLD: Im Schatten Heideggers, σ. 14, Hamburg 1959.]
  11. [Από τους WAGNER-NIETZSCHE-HEIDEGGER κατευθείαν στο HITLER Εφημερίδα «Ανασύνταξη».]
  12. [Alfred Baeumler: Νίτσε και Εθνικοσοσιαλισμός 10 Απριλίου 2021]
  13. [Δοκίμιο περί της ανισότητας των φύλων Ολόκληρο το βιβλίο στην Αγγλική γλώσσα.]
  14. [Εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος»]
  15. [Καρλ Σμιτ: Η έκτακτη ανάγκη ως πολιτική απόφαση Μανόλης Αγγελίδης, «Βαϊμάρη: Σύνταγμα και έκτακτη ανάγκη».]
  16. [Το κατέχον, σύμφωνα με μια άποψη, είναι η κατάσταση που εμποδίζει την επικράτηση της ανομίας αλλά και εκείνου που θα «νομιμοποιήσει όλα τα παράνομα»]
  17. [Carl Schmitt, The Nomos of the Earth in the International Law of the Jus Publicum Europaeum.]
  18. [New German Critique-Figures of Romantic Anti-Capitalism pages 42–92. Duke University Press for the Cornell University Department of German Studies.]
  19. [The Destruction of Reason The Ash-Wednesday of Parasitic Subjectivism (Heidegger, Jaspers), Merlin Press, 1980, London]
  20. [Georg Mende: Studien über die Existenzphilosophie – 1 ]
  21. [Raymond Klibanski 2001]
  22. [Ας τελειώνουμε με τον Χάιντεγκερ Εφημερίδα Το Βήμα», Francis Kaplan, 24 Νοεμβρίου 2008, 23:41.]
  23. [Karl Jaspers: Philosophische Autobiographie, σελίδα 101η, Piper Verlag, München 1977 και 1984.]
  24. [Walter Honolka / Arnulf Heidegger (Hgs): Heidegger und der Antisemitismus, Positionen im Widerstreit, Mit Briefen von Martin und Fritz Heidegger, σελίδα 22η, Herder Freiburg, Basel, Wien 2006] Εκλογές σε Γερμανία-Αυστρία. Ο ΦΑΣΙΣΤΙΚΟΣ–ΝΑΖΙ-ΦΑΣΙΣΤΙΚΟΣ χαρακτήρας των λεγόμενων «Ευρωσκεπτικιστικών» κομμάτων, Εφημερίδα «Ανασύνταξη».]
  25. [HUGO OTT: Martin Heidegger, unterwegs zu seiner Biographie, S. 154, Frankfurt (Main)/New York 1988]
  26. [SCHNEEBERGER 1962, σ. 135-136, αρ. 114]
  27. [SCHNEEBERGER 1962, σ. 135-136, αρ. 114]
  28. [M.HEIDEGGER: «HERAKLIT», στο: Gesamtausgabe, τόμος 55, σ. 180f και σ. 123, Frankfurt an Mein]
  29. [«Αριστερά» ιδεολογικο-πολιτικά φερέφωνα των HEIDEGGER-HITLER με «φιλοσοφική» μάσκα Εφημερίδα «Ανασύνταξη».]