Δημήτριος Υψηλάντης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Δημήτριος Υψηλάντης, Έλληνας πρίγκηπας, γόνος εύπορης και ισχυρής φαναριώτικης οικογένειας, αδελφός του αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρου Υψηλάντη, στρατηγός, σημαντική προσωπικότητα της παγκοσμίου επαναστατικής ιστορίας ως πρωταγωνιστής της Ελληνικής Εθνεγερσίας του 1821 και πολιτικός που για διάφορους λόγους δεν διαδραμάτισε τον σημαντικό ρόλο για τον οποίον προοριζόταν και για μεγάλη χρονικό διάστημα παρέμεινε ανενεργός, γεννήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1793 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε στις 5 Αυγούστου 1832 στο Ναύπλιο σε μια αναπνευστική κρίση ή από κάποιο είδος δύσπνοιας που προκλήθηκε από μυοτονική δυστροφία [1] [2]. Η νεκρώσιμη ακολουθία του Υψηλάντη έγινε στον ναό του Αγίου Γεωργίου στην πόλη του Ναυπλίου ενώ ο ενταφιασμός της σορού του έγινε στον νάρθηκα του ίδιου ναού.

Ο Υψηλάντης ήταν άγαμος και δεν άφησε απογόνους.

Πρίγκηπας Δημήτριος Υψηλάντης
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 14 Δεκεμβρίου 1793
Τόπος: Κωνσταντινούπολη, (Οθωμανική Αυτοκρατορία)
Θάνατος: 5 Αυγούστου 1832
Τόπος: Ναύπλιο (Ελλάδα)
Σύζυγος: Άγαμος
Τέκνα: Άτεκνος
Υπηκοότητα: Ρωσική, Ελληνική
Ασχολία: Υποστράτηγος, Εθνικός ήρωας

Βιογραφία

Η οικογένεια Υψηλάντη [3], ιστορική Βυζαντινή αριστοκρατική οικογένεια με καταγωγή από τα Ύψαλα της Τραπεζούντας στον Πόντο. Τα μέλη της οικογένειας Υψηλάντη ήταν παρόντα στους Αγώνες του έθνους από τον 9ο αιώνα κι έφεραν τον τίτλο του Πρίγκιπα. Η οικογένεια Υψηλάντη εμφανίζεται και με το επώνυμο Ξιφιλίνος, το οποίο θα εγκαταλειφθεί αργότερα, χρησιμοποιείται όμως από ένα μέρος της αφού υπάρχει Ξιφιλίνος ή Ξιφιλινός ο οποίος γίνεται Οικουμενικός Πατριάρχης, ο Ιωάννης Η' ο Ξιφιλινός, (1065-1075). Ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμονας αποτελεί την πλέον σημαντική πηγή για την ιστορική διαδρομή της οικογένειας Υψηλάντη. Ο Φιλήμονας αναφέρει ότι την εποχή της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς η οικογένεια κατέφυγε στην αυλή των Κομνηνών της Τραπεζούντας, όπως και άλλες ισχυρές οικογένειες της αυτοκρατορίας (οικογένεια Μουρούζη, κλπ). Η οικογένεια Υψηλάντη επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη μετά την άλωση της Τραπεζούντας. Ο πρώτος γνωστός Υψηλάντης, είναι ο Ιωάννης, που έγραψε την Ελληνική ιστορία από τη διάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας έως και το τέλος του 16ου αιώνος. Ο Ιωάννης αποκεφαλίστηκε από τους Οθωμανούς με την κατηγορία ότι συνωμοτούσε κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο αδελφός του Ιωάννη, ο Αθανάσιος Υψηλάντης, απέτυχε να γίνει το 1758, ηγεμόνας της Μολδαβίας, όμως ο γιος του, ο Ιωάννης Υψηλάντης, έγινε μέγας διερμηνέας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας βοηθώντας σημαντικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο καθώς και στο σύνολο του τον υπόδουλο Ελληνισμό. Γενάρχες του νεώτερου κλάδου της οικογένειας ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης του Ιωάννη (1736-1807) που τελεύτησε τον βίο του με αποκεφαλισμό και η Αικατερίνη Μουρούζη.

Οικογένεια Κωνσταντίνου Υψηλάντη

Πατέρας του Δημητρίου ήταν ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης (1760-1816), ο οποίος διετέλεσε μέγας διερμηνέας και μεταφραστής στρατιωτικών εγχειριδίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υπήρξε ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας. Ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης ως ηγεμόνας της Μολδαβίας, ήρθε σε επαφή με τους Ρώσους για να εξυπηρετήσει τα Ελληνικά συμφέροντα και όταν το 1806 πληροφορήθηκε ότι οι Οθωμανοί θα τον αποκεφάλιζαν κατέφυγε στη Ρωσία, συγκεκριμένα στο Κίεβο, όπου σώζεται ακόμη η οικία των Υψηλαντών, στην οποία μεγάλωσαν οι Δημήτριος και Αλέξανδρος Υψηλάντης. Ο Κωνσταντίνος παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο με την Ραλλού Καλλιμάχη (1769-1787), κόρη του ηγεμόνα της Μολδαβίας Ιωάννη Καλλιμάχη που αποκεφαλίστηκε το 1761, με την οποία το έτος του θανάτου της απέκτησαν μια κόρη, την Ελένη μετέπειτα σύζυγο του Αλέξανδρου Νέγρη. Μητέρα του Δημητρίου ήταν η δεύτερη σύζυγος του Κωνσταντίνου, η Ελισάβετ (Σάφτα) Αικατερίνη Βακαρέσκου [4] (1771-1866), κόρη σημαντικής οικογένειας της Μολδαβίας των οποίων ήταν ο δεύτερος γιος και το τρίτο από τα συνολικά επτά παιδιά τους. Σύμφωνα με πηγές της εποχής, στα χέρια της οικογένειας Υψηλάντη, και συγκεκριμένα σε αυτά του Αλέξανδρου, έφτασε το σπαθί του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του τελευταίου αυτοκράτορα της Βασιλεύουσας. Αυτό το σπαθί με το οποίο ο Παλαιολόγος έπεσε μαχόμενος στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, λέγεται ότι δόθηκε από τον σουλτάνο Σελίμ στον πατέρα του Αλέξανδρου.

Αδέλφια και αδελφές του Δημητρίου Υψηλάντη ήταν:

Ο Δημήτριος ακολούθησε την οικογένεια του στο Βουκουρέστι όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια και αργότερα στο Κίεβο στην Ρωσία. Δάσκαλοι του στα πρώτα χρόνια στην εκπαίδευση ήταν ο Μακάριος Καββαδίας, ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος, ο Σέργιος Μυστάκης, ο Ιωάννης Μακρής, και άλλοι. Εγγονός του, για την ακρίβεια εγγονός του αδελφού του, του στρατηγού Γεώργιου Υψηλάντη, ήταν ο πολιτικός Θεόδωρος Υψηλάντης ο οποίος την περίοδο 1914-17 διετέλεσε σταυλάρχης των Βασιλικών Ανακτόρων και ιδρυτής της Ενώσεως Ελλήνων Φασιστών. Το όνομα του Θεόδωρου Γρ. Υψηλάντη είχε αναφερθεί στο Κίνημα των Επιστράτων και ο ίδιος διώχθηκε για πράξη που φέρεται πως διέπραξε σε βάρος του τότε Δημάρχου Αθηναίων Εμμανουήλ Μπενάκη.

Στρατιωτική σταδιοδρομία

Ο Δημήτριος Υψηλάντης, μετά την βασική του εκπαίδευση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, και στην Κωνσταντινούπολη, εκπαιδεύτηκε επί οκτώ χρόνια σε στρατιωτικές σχολές στο Παρίσι και στη διάρκεια των Ναπολεοντίων Πολέμων κατατάχθηκε ως αξιωματικός στο ρωσικό στρατό και υπηρέτησε στο σώμα των Ουσσάρων της αυτοκρατορικής φρουράς στην Πετρούπολη, όπου ανήλθε μέχρι το βαθμό του λοχαγού, όμως δεν αναφέρεται να έχει λάβει μέρος σε καμμιά πολεμική επιχείρηση. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον αδελφό του Αλέξανδρο κι έλαβε το κωδικό όνομα «Χαρίτος». Ως τον Οκτώβριο του 1820 υπηρετούσε στο Κίεβο ως υπασπιστής του στρατηγού του ιππικού, Νικολάι Νικολάγεβιτς Ραγέφσκι, όμως παραιτήθηκε για οικογενειακούς λόγους, αλλά και διότι η λεπτή κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεπε να βιώνει την τραχύτητα της στρατιωτικής ζωής. Για τον ίδιο λόγο απέρριψε αρχικά την πρόταση να κατέβει στην Πελοπόννησο ως πληρεξούσιος του αδελφού του όμως η ανάγκη των στιγμών και η κρισιμότητα των περιστάσεων τον υποχρέωσε να μεταβάλει γνώμη και τελικά να συναινέσει. Μετά την παραίτηση του από το ρωσικό στρατό ο Δημήτριος διαχειρίζονταν, κατά την απουσία των αδελφών του, τα ζητήματα της οικογένειας Υψηλάντη. Αφού συγκατατέθηκε ο Δημήτριος, η προσπάθεια του Αλέξανδρου εστιάστηκε να πείσουν και τη μητέρα τους Ελισάβετ που θα έμενε μόνη με τα δυο της κορίτσια και τον ανήλικο γιο της. Στο οικογενειακό συμβούλιο που συγκλήθηκε η μητέρα συγκατένευσε: «Όταν είναι να ελευθερωθεί η Ελλάς από την αποστολή και αυτού του παιδιού που μου έμεινε, στερούμαι και αυτό. Ας υπάγει με την ευχή μου!» [5].

Πληρεξούσιος Γενικού Επιτρόπου

Στις 23 Φεβρουαρίου 1821, την ημέρα που κηρύχθηκε η Επανάσταση στην Μολδοβλαχία αποφασίστηκε να κατέβει στην Ελλάδα ο Υψηλάντης προκειμένου να αναλάβει την ηγεσία της Επαναστάσεως ως «Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής», δηλαδή ως εκπρόσωπος του αδελφού του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Η ιδέας της αναπληρώσεως του Αλέξανδρου από τον Δημήτριο φαίνεται πως ανήκε σε κάποιον από τους Εμμανουήλ Ξάνθο και Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο και χρονικά τοποθετείται μεταξύ 9ης και 19ης Μαρτίου 1821. Εν όψει της καθόδου του στην Ελλάδα ο Δημήτριος πραγματοποίησε ένα σύντομο ταξίδι στην Οδησσό στη διάρκεια του οποίου συγκεντρώθηκαν χρήματα από τους Έλληνες της εκεί κοινότητας, ενώ ο ίδιος ο Υψηλάντης δανείστηκε κάποια ποσά υποθηκεύοντας οικογενειακά κειμήλια και εκποιώντας κοσμήματα των γυναικείων μελών της οικογένειας. Μέρος του ποσού που συγκεντρώθηκε το διέθεσε για την αγορά όπλων και στη συνέχεια επέστρεψε στο Κισνόβιο.

Ο Δημήτριος άρχισε το μακρύ ταξίδι του από το Κισνόβιο, το σημερινό Κισινάου Μολδαβίας, προς την Ελλάδα στις 23 Απριλίου. Μαζί του έφερε δύο διαβατήρια -Ρωσικό αλλά και Γερμανικό- με το όνομα Αθανάσιος Στοστόπουλος. Συνταξιδιώτες του ήταν ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ηγετικό στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας, ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός, ο Γεώργιος Τυπάλδος-Κοζάκης και άλλοι. Στις 17 Μαΐου στο Έρμανστατ ο Υψηλάντης αναγνωρίστηκε από κάποιον Mολδαβό, ο οποίος κατήγγειλε την παρουσία του στις Αυστριακές αρχές στην Βιέννη. Η συνάντηση αυτή επέβαλε την αλλαγή του δρομολογίου του Υψηλάντη και της συνοδείας του, και από το Έρμανστατ, μέσω Τεμεσβάρ, Έσσινγκ Κάρλσταντ και Φιούμε, ξεκίνησαν για το Τριέστι. Στο Τσέρνοβιτς η ομάδα τους συναντήθηκε με τον τυχοδιώκτη Σαλόνσκη, πρώην υπηρέτη διωγμένο από το σπίτι του γαμπρού της οικογένειας Υψηλάντη. Η ομάδα τον αιχμαλώτισε και τον κράτησαν ως το Τριέστι, όπου όταν επιβιβάστηκαν στο καράβι τον άφησαν ελεύθερο και ο Υψηλάντης του πρόσφερε 600 δίστηλα ως αντάλλαγμα για την ταλαιπωρία και την σιωπή του. Ύστερα από ταξίδι σαράντα ημερών και με σημαντικά μέτρα προφυλάξεως η ομάδα των επαναστατών έφτασε στην Τεργέστη, όπου πληροφορήθηκε την κήρυξη της Ελληνικής Επαναστάσεως κι ο Υψηλάντης αποφάσισε να επισπεύσει την μετάβασή του στην Ελλάδα. Εκεί, στις 26 Μαΐου 1821, συνάντησε και τον Ελληνο-κορσικανό Ταγματάρχη του στρατού του Μεγάλου Ναπολέοντα, τον Ιωσήφ Βαλέστ, στον οποίο πρότεινε να τον ακολουθήσει στην Ελλάδα και να αναλάβει τη διοργάνωση και την εκπαίδευση σώματος τακτικού στρατού.

Γερουσία της Πελοποννήσου

Μετά τη συνέλευση στις Καλτεζές στις 26 Μαΐου 1821, τη «Μεσσηνιακή Σύγκλητο» διαδέχθηκε η «Γερουσία της Πελοποννήσου». Αρχιστράτηγος των Ελληνικών δυνάμεων αναδείχθηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και πρόεδρος της Γερουσίας ο Επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος. Στο πρακτικό της Συνελεύσεως, «αποδεικτικόν και κυρωτικόν γράμμα», ορίζονταν ως διάρκεια λειτουργίας της Γερουσίας η χρονική περίοδος μέχρι την άλωση της Τριπολιτσάς. Η «Γερουσία της Πελοποννήσου» εκτός του συντονιστικού ρόλου για τη συνέχιση του Αγώνα και την εφαρμογή ενός φορολογικού συστήματος για τη συντήρηση της Επαναστάσεως, στην πράξη ήταν προσπάθεια των προκρίτων να προλάβουν να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους, πριν την άφιξη του Υψηλάντη. Ο Κολοκοτρώνης, πικραμένος από τα αποτελέσματα αναφέρει: «...Εις τες Καλτεζιές, επαρχία Μυστρά, έγινε συνέλευσις από μέρους προυχόντων Πελοποννήσου και το εύρηκαν εύλογον να φέρωμεν τον Μαυρομιχάλην, όπου ήτον εις την Καλαμάταν, τον επήγαν εις την Στεμνίτσα και τον έκαμαν Πρόεδρον της Γερουσίας......ημείς εκοιτάζαμεν την δουλειά μας. Κάθε ημέρα είχαμε ακροβολισμούς από το πρωί ίσαμε το βράδυ...».

Ο Υψηλάντης στην Ελλάδα [6]

Η ομάδα των Ελλήνων επαναστατών πρόλαβε να εγκαταλείψει το έδαφος της Αυστρίας και να αποφύγει τη σύλληψη καθώς Μολδαβός τυχοδιώκτης αναγνώρισε τον Δημήτριο Υψηλάντη στη διαδρομή μέχρι να φτάσουν στην Τεργέστη από το Ερμανστάντ και μετέφερε την πληροφορία στις αρχές της Βιέννης. Οι Αυστριακές αρχές, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητος, δεν εξέδωσαν διαταγή κατά του Υψηλάντη και των ακολούθων του κι ο απόπλους των πλοίων που τους μετέφεραν έγινε κανονικά. Το μπριγαντίνι «Fidelissimo», ιδιοκτησίας του φιλικού Μιχαήλ Παξιμάδη με καπετάνιο τον Παύλο Στοϊκόβιτς, με προορισμό την Ύδρα όπου έφτασε στις 8 Ιουνίου 1821, στο οποίο επέβαινε ο Υψηλάντης έχοντας στις αποσκευές του το ποσό των 300.000 γροσίων, προσφορά της οικογενείας του, και ένα τυπογραφείο, στο οποίο θα τυπωνόταν στην Καλαμάτα η πρώτη εφημερίδα του Αγώνα, η «Σάλπιγξ Ελληνική». Το άλλο πλοίο, ιδιοκτησίας του Νικολάου Στρατή, μέλους της τριμελούς Εφορίας -Αντώνιος Αντωνόπουλος, Νικόλαος Στρατής, Μιχαήλ Παξιμάδης- που διόρισε ο Δημήτριος Υψηλάντης μεταξύ των Φιλικών της Τεργέστης, ήταν αυτό που μετέφερε τον Ιωσήφ Βαλέστ στην Ελλάδα [7].

Ο Βαλέστ συνταξίδεψε με τον Γεώργιο Ψύλλα, με καπετάνιο τον Φωκά, από Τεργέστη προς Κεφαλονιά, όπου έφτασε μετά από 10 ημέρες ταξίδι, σύμφωνα με γράμμα που έστειλε ο Βαλέστ στον φίλο του Σεβαλιέ, γραμματέα του Προξενείου στην Τεργέστη. Στην Κεφαλλονιά, σύμφωνα με την επιστολή του Βαλέστ, οι Άγγλοι τους φυλάκισαν και τους αποφυλάκισε ο στρατηγός Frend Adam που διάβασε την αίτηση Βαλέστ και έδωσε διαταγή ώστε να επιτραπεί η αναχώρηση από το νησί. Έτσι με ναύλο άλλου πλοίου ο Βαλέστ έφτασε στην Καλαμάτα σε 30 ώρες. Στη συνέχεια ύστερα από 6 ημέρες πορεία με άλογο μέσα από τα βουνά της Πελοποννήσου έφτασε στο Ναύπλιο με προορισμό την Ύδρα. Την ίδια περίοδο ο Jean-Francois Baleste, ο πατέρας του Ιωσήφ, με εντολή και αμοιβή του πασά Λατίφ των Χανίων μετέβη στα Κύθηρα προκειμένου να συλλέξει πληροφορίες για την επανάσταση στην Πελοπόννησο και το Αιγαίο [8]. Ο Jean-François Baleste επέστρεψε στις 9 Ιουνίου στην Κρήτη και ενημέρωσε τους Τούρκους για την κατάσταση στο Μοριά και την πολιορκία της Τριπολιτσάς που είχε ήδη ξεκινήσει.

Άφιξη & Υποδοχή στην Ύδρα

Το πλοίο που μετέφερε τον Πρίγκηπα Υψηλάντη έδεσε στο λιμάνι της Ύδρας στις 19 Ιουνίου 1821. Σύμφωνα με την μαρτυρία του αυτόπτη Ολλανδού προξένου, στην πρύμνη του είχε ανυψώσει ρωσική εμπορική σημαία ενώ στον κεντρικό του ιστό υπήρχε πολεμική ρωσική σημαία. Στο νησί επιφυλάχθηκε παλλαϊκή υποδοχή στον Υψηλάντη, κυριολεκτικά του αποδόθηκαν τιμές αρχηγού, σωτήρα και λυτρωτή, καθώς ο κόσμος συνδύασε την παρουσία του με την πιθανότητα ρωσικής βοήθειας και στρατιωτικής εμπλοκής στην Ελληνική επανάσταση. Χρειάστηκε, να παραμείνει αρκετές ώρες ο Πρίγκιπας στο πλοίο που τον μετέφερε από την Τεργέστη, προκειμένου να προετοιμαστεί η τελετή της υποδοχής. Τη στιγμή που αποβιβάστηκε οι νησιώτες εντυπωσιάστηκαν από τη στολή του και από το χρυσό σπαθί του που αποτελούσε οικογενειακό κειμήλιο καθώς το είχε χαρίσει στον πατέρα του Κωνσταντίνο Υψηλάντη Οθωμανός σουλτάνος. Οι Έλληνες συνδύασαν την άφιξή του με την απαρχή της ρωσικής βοήθειας κι έτσι, μικρά και μεγάλα καράβια που βρίσκονταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Ύδρας, ύψωσαν τις σημαίες τους, ενώ «αδιάκοπος ήρξατο τηλεβολισμός παρά πάντων». Ο Ιωάννης Φιλήμων αναφέρει για ποιους λόγους του έγινε αυτού του είδους η υποδοχή: «Ήταν Έλληνας, οικογένειας ηγεμονικής πριν, Έλλην οικογένειας πατριωτικής πάντοτε οστούν ων εκ των οστέων και σαρξ εκ της σαρκός της Ελλάδος. Επί πλέον ο Δημήτριος προήρχετο εκ της αρκτώας γης (Ρωσίας), εις την οποίαν πάντοτε προσηλούτο η καρδία και το όμμα των Ελλήνων ως τον φυσικόν εχθρόν του μόνου φυσικού εχθρού τούτων» [9].

Ο Θεολόγος Νεόφυτος Βάμβας, που ανήκε στην ακολουθία του Υψηλάντη, διάβασε τα έγγραφα του «Αρχηγού της Υπέρτατης Αρχής» με τα οποία ο Δημήτριος Υψηλάντης διοριζόταν «Πληρεξούσιος του Γενικού Εφόρου». Ο Υψηλάντης από την Ύδρα ανάγγειλε τον ερχομό του όχι στη «Γερουσία των Καλτετζών» αλλά στην «Εφορία της Φιλικής Εταιρείας», μια πράξη τόσο συμβολική όσο και ουσιαστική η οποία όμως όπως αποδείχθηκε δεν σηματοδότησε τίποτε απολύτως για την τάξη πραγμάτων που είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται. Στην επιστολή του ο ίδιος απευθυνόταν «Προς τους ευγενεστάτους και φιλογενεστάτους Εφόρους της Πελοποννήσου» και φαινόταν αποφασισμένος να μην αναγνωρίσει άλλη αρχή ή εξουσία παρά μόνο εκείνη της Φιλικής Εταιρείας. Μαζί του έφερε χειρόγραφο με τίτλο «Γενικός οργανισμός της Πελοποννήσου», με τον οποίο επιχειρούσε να οργανώσει τις πολιτικές και διοικητικές υποθέσεις, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα της εποχής του καθώς σχεδίαζε να αναλάβει και την πολιτική διοίκηση της Πελοποννήσου.

Επαναστατική προκήρυξη

Στις 12 Ιουνίου 1821, ο Υψηλάντης εξέδωσε την πρώτη προκήρυξη ως «πληρεξούσιος αρχιστράτηγος Πελοποννήσου και άλλων μερών», στην οποία ανέφερε:
«Ομογενείς φιλελεύθεροι Έλληνες.
Διορισμένος από τον αρχιστράτηγον του Γένους ημών Αλέξανδρον Υψηλάντην, να έλθω εις την φιλτάτην Ελλάδα, πληρεξούσιος αρχιστράτηγος Πελοποννήσου και των άλλων μερών, έφθασα ήδη θεία δυνάμει εις την νήσον Ύδραν.
Όσοι μεν ελάβατε τα όπλα υπέρ της Ελευθερίας, του Ορθοδόξου ημών Γένους, φιλοτιμηθήτε να φανήτε άξιοι πολεμισταί, δεικνύοντες εις τον κατά του ασεβούς τυράννου πόλεμον, ανδρίαν ακαταμάχητον, ομόνοιαν αδιαίρετον, και εις τους στρατηγούς, ευπείθειαν απαράβατον.
Όσοι δε μέχρι τούδε εμείνατε ακίνητοι, εγέρθητε, αρπάσατε τα όπλα και πανταχόθεν τρέξατε να ελευθερώσητε την πατρίδα σας, και εντός ολίγου να ενωθώμεν όλοι δια να καθυποτάξωμεν εξ ολοκλήρου τον τύραννον του Γένους.
Δεν έλπίζω να ευρεθή κανείς εξ υμών αμέτοχος της προγονικής ανδρίας και ανάξιος του ελληνικού ονόματος εις τον ιερόν τούτον αγώνα, εις τον οποίον και αυτή η αδιαφορία λογίζεται και είναι τωόντι ασυγχώρητον αμάρτημα.
Το στάδιον της δόξης ηνοίχθη, φίλοι πατριώται. Ο μη δυνάμενος να εισέλθη, θέλει υποφέρει να μένη έξω και να ονειδίζεται ως νόθος Έλλην;
Το τέλος των αγώνων μας είναι η ελευθερία ή ο ένδοξος θάνατος. Αιώνιος δόξα παρά θεώ και ανθρώποις, βραβεία καί προβιβασμοί θέλουν δοθή εις έκαστον αναλόγως της αξιότατος και των ανδραγαθημάτων του μετά την αποκατάστασιν του Έθνους».

Οργανωτική προσπάθεια

Από την Ύδρα, ο Υψηλάντης, ξεκίνησε την οργανωτική του προσπάθεια με κύριο στόχο την δημιουργία τακτικού στρατού, την οποία ανέθεσε στον Ιωσήφ Βαλέστ, που έφτασε λίγες ημέρες μετά στην Ελλάδα, αλλά και στόλου προκειμένου να υπάρξει διεξαγωγή του Αγώνα υπό ενιαία πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Στις 19 Ιουνίου ο Υψηλάντης αποβιβάστηκε στο Άστρος Κυνουρίας [10] [11], όπου είχαν συγκεντρωθεί οι αρχηγοί των σωμάτων που πολιορκούσαν ήδη την Τριπολιτσά, οπλαρχηγοί άλλων περιοχών, ανώτεροι κληρικοί και τα μέλη της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Σύμφωνα με την διήγηση του αυτόπτη μάρτυρα Ιωάννη Φιλήμονα, που ήταν ο ιδιαίτερος γραμματέας του Υψηλάντη, εκεί ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης παρέθεσε γεύμα στον Υψηλάντη. Ψητό αρνί, τυρί σε ασκί «δεινώς αλμυρό», ρετσίνα σε ασκό και αζυμίτης χωρικός άρτος, ενώ αντί τραπεζιού υπήρχαν κλαδιά σχίνου και δεν υπήρχαν πιάτα, μαχαίρια, πιρούνια, κούπες για κρασί και νερό. Ο Κολοκοτρώνης έκοψε με τα χέρια και μοίρασε το ψωμί, το κρέας και το τυρί, ενώ τον κέρασε κρασί μέσα σε ξεραμένη φλούδα κολοκύθας. Ο Υψηλάντης προσαρμόστηκε στην πρωτόγονη και πρωτόγνωρη για τον ίδιο κατάσταση. Κάθισε οκλαδόν, έφαγε και ήπιε. Ο Κολοκοτρώνης του είπε: «Έτσι πρέντσιπα θα τρως πλιά και θα πίνεις διά την ελευθερία της πατρίδας» κι ο Υψηλάντης χειροκρότησε ενθουσιασμένος.

Στις 21 Ιουνίου μετέβη στα Βέρβαινα, όπου συναντήθηκε με τους εκεί προκρίτους και οπλαρχηγούς και την επομένη ημέρα εξέδωσε διαταγή προς τους στρατιώτες, στην οποία τόνιζε ότι θα τιμωρούνταν αυστηρά οι λιποταξίες και ότι θα πολεμούσαν μόνον εκείνους που εναντιώνονταν στην απελευθέρωσή τους κι έγραφε χαρακτηριστικά. «Ας μεταχειρισθώμεν ως φίλους τους ήσυχους Μουσουλμάνους». Ο Υψηλάντης, και η συνοδεία του, έφτασε στα Βέρβαινα [12] τον Ιούλιο του 1821. Εκεί τον υποδέχθηκαν περισσότεροι από δέκα χιλιάδες ένοπλοι και λαός. Μετά τη δοξολογία της υποδοχής, ο Νεόφυτος Βάμβας διάβασε το έγγραφο του Αλέξανδρου Υψηλάντη που τον διόριζε πληρεξούσιο του γενικού επιτρόπου της Αρχής: «...Επί τούτοις στέλνω προς υμάς τον φίλτατόν μου αδελφόν Δημήτριον Υψηλάντην, άνδρα φιλογενέστατον, πατριώτην άριστον και ειδήμονα των διατρεχόντων. {...} Δώσατε, λοιπόν, ακρόασιν εις τους λόγους του και θέλετε ιδή εντός ολίγου την τυραννίαν κατακρημνιζομένην, την δε ελευθερίαν ημών ανυψουμένην και στηριζομένην εις την πρώτην αυτής κατοικίαν...».

Επαναστατική σημαία

Ο Δημήτριος Υψηλάντης στην Ελλάδα χρησιμοποίησε μια τρίχρωμη σημαία (μαύρο-άσπρο-κόκκινο τα χρώματα της), ίδια μ' αυτήν που ύψωσε ο αδελφός του, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στην Επανάσταση στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Όταν πέρασε από την Τεργέστη, οι Ελληνίδες του έδωσαν μία μεταξωτή σημαία. Την τρίχρωμη σημαία με τα σύμβολα της ο Υψηλάντης την είχε στείλει στην Μονεμβασία και στην Κρήτη και αυτήν την σημαία είχε το πρώτο τακτικό στράτευμα που οργάνωσε με τον Βαλέστ. Η τρίχρωμη σημαία, όπως και άλλες σημαίες με τα σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας, αποφασίσθηκε κατά το 1822 (διακήρυξη αρ. 540 της «Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος») να αντικατασταθεί, από την κυανόλευκο, διότι ήθελαν να δώσουν στις Αυλές της Ευρώπης την αίσθηση ότι ο αγώνας των Ελλήνων ήταν απελευθερωτικός και όχι επαναστατικό κίνημα μιας μυστικής εταιρείας. Εντούτοις η τρίχρωμη σημαία του Υψηλάντη συνέχισε να χρησιμοποιείται, κι ο Υψηλάντης από το Δαδί γράφει στο Βουλευτικό, στις 9 Απριλίου 1822: «Περί δε της μορφής και του χρώματος της σημαίας, όποιοι ποτέ και αν ήσαν οι λόγοι των νεωτερισάντων, ουτ’ εναντιώθην ποτέ ούτ’ εναντιούμαι. Την σωτηρίαν της Ελλάδος θεωρώ ουχί εις τα χρώματα, αλλά εις τας πράξεις και την απαθή και ειλικρινή αφιέρωσιν προς την κοινήν του έθνους ωφέλειαν και δόξαν. Μάλιστα δε βλέπων ενταύθα σημαίας διαφόρων ειδών, τας μεν λευκάς, τας δε ποικίλων χρωμάτων και στοχαζόμενος ότι δεν συμφέρει, ουδέ πρέπει τοιαύτη ανομοιότης, επρόσταξα ν’ ακολουθήσωσιν όλοι την νέαν. Ανάγκη όμως να ετοιμασθώσιν αυτού αρκεταί και να σταλώσιν εις τα διάφορα στρατιωτικά σώματα και να γράψει περί αυτών η Βουλή προς τον Άρειον Πάγον»

Δημιουργία τακτικού στρατού

Στα Βέρβαινα ο Υψηλάντης επιδόθηκε στη στρατολόγηση οπλιτών με σκοπό την οργάνωση τακτικού στρατού, υπό την εποπτεία του Παρασκευά Παναγιώτη, αναθέτοντας ρόλο εκπαιδευτή, αλλά και διοικητή των στρατολογούμενων οπλιτών στον Baleste, τον οποίο προήγαγε στον βαθμό του Συνταγματάρχη. Ο Βαλέστ χρησιμοποίησε Ιταλούς και Γάλλους αξιωματικούς για να συνδράμουν στην προσπάθεια του [13]. Αυτό το πρώτο τακτικό σώμα αποτελούσαν 248 άνδρες, οπλισμένοι με γαλλικά όπλα από χρήματα που διέθεσε ο Υψηλάντης. Γράφει [14] σχετικά ο Χρίστος Βυζάντιος: «Ο Δημήτριος Υψηλάντης επρομηθεύθη ιδία δαπάνη διά τών ομογενών τής Τεργέστης τά περί μικρού τακτικού σώματος αναγκαιούντα, οίον όπλα, λογχοφόρα, αποσκευήν, πολεμοφόδια καί διά 300 άνδρας ενδύματα, υπόδυσιν καί τροφάς....». Ο Βαλέστ εκπαίδευσε τους άνδρες κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα της εποχής προκειμένου στη συνέχεια ν' αποτελέσει τον πυρήνα του Ελληνικού Στρατού. Οι άνδρες έφεραν ομοιόμορφο ιματισμό «εν ιματίδιον μια αναξηρίς πάνινη και μια σκούφια μ’ εθνόσημον τρίχρωον ο δε οπλισμός και η αποσκευή εν λογχοφόρον τουφέκιον και μια πυριτοθήκη». «Έτσι οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες του σώματος τούτου έφεραν την στολήν των ιερολοχιτών».

Το εγχείρημα του Υψηλάντη, όπως το είχε αναθέσει στον Ιωσήφ Βαλέστ απέτυχε. Οι προύχοντες αρνήθηκαν να διαθέσουν τρόφιμα και λοιπά απαραίτητα για τη συντήρηση των οπλιτών ενώ οι οπλαρχηγοί -αντίπαλοι του Υψηλάντη- εναντιώθηκαν στη σύσταση τακτικού στρατού και παρουσίαζαν τον τακτικό στρατό ως κάτι αντιπαθές. Η προσπάθεια συνάντησε εξ αρχής την απροθυμία να αξιοποιηθεί ή να χρηματοδοτηθεί από τους τοπικούς πολιτικούς και στρατιωτικούς αρχηγούς η δημιουργία τακτικών στρατιωτικών μονάδων. Όλοι υπολόγιζαν πως η συμμετοχή τους σε επιχειρήσεις απελευθερώσεως πόλεων συνεπάγονταν και μερίδιο στα λάφυρα από τα οποία οι ντόπιοι οπλαρχηγοί ήθελαν να αποκλεισθούν οι ξένοι, τους οποίους περιφρονούσαν επειδή τους θεωρούσουν απειροπόλεμους και γενικά απροετοίμαστους για τις ανάγκες του αγώνα της Ελληνικής ανεξαρτησίας [15] λόγοι για τους οποίους το τακτικό σώμα του Βαλέστ δεν αξιοποιήθηκε στο Ναβαρίνο και στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ο ίδιος ο Βαλέστ σε γράμμα του προς τον φίλο του, γραμματέα του Γαλλικού προξενείου της Τεργέστης, Chevalier από την Καλαμάτα, στις 21 Ιουλίου 1821, γράφει: «Πολλά φρούρια πρόκειται να παραδοθούν. Θα είχαν μάλιστα παραδοθεί από καιρό εάν επικρατούσε μεταξύ των Ελλήνων έστω και λίγη τάξη. Αλλά δυστυχώς όλα βρίσκονται σε τέτοια αταξία και κακομοιριά, ώστε μόνο ένα ανώτερο ον μπορεί να τη γιατρέψει [...] Οι Τούρκοι δεν είναι τίποτα. Κλεισμένοι μέσα στα φρούριά τους, δεν τολμούν να ξεμυτίσουν. Εάν είχα μόνο 2 τάγματα από το παλιό μου σύνταγμα, η Τριπολιτσά θα έπεφτε σε μισή μέρα. Αλλά τι μπορεί κανείς να περιμένει από απειθάρχητα μπουλούκια και από αρχηγούς που ενδιαφέρονται να συνεχίζεται η αταξία; Ο πρίγκιψ Υψηλάντης μού έδωκε την εντολή να παρατήσω το στρατόπεδο (της Τρίπολης) και να έρθω εδώ (στην Καλαμάτα) για να οργανώσω ένα σύνταγμα από όλους τούς ξένους που πλεονάζουν στον Μοριά...» [16].

Αναγνώριση Υψηλάντη ως Αρχιστρατήγου

Την 1 Ιουλίου 1821, 22 οπλαρχηγοί αναγνώρισαν στα Τρίκορφα τον Υψηλάντη ως αρχιστράτηγο και του ζήτησαν να αναλάβει την αρχηγία της πολιορκίας της Τριπολιτσάς. Στη συνάντηση και τη συζήτηση που ακολούθησε μεταξύ των προκρίτων και του Υψηλάντη σχετικά με το θέμα της οργανώσεως και της διοικήσεως των πολιτικών και στρατιωτικών πραγμάτων προέκυψαν διαφωνίες εξ αρχής. Στις πρώτες συναντήσεις του με τους προκρίτους της Πελοποννήσου διαπιστώθηκαν σοβαρές διαφωνίες, καθώς ο Υψηλάντης επιδίωκε την οργάνωση τακτικού στρατού και την συγκρότηση κεντρικής πολιτικής εξουσίας, ενώ οι πρόκριτοι ήθελαν ένα πιο αποκεντρωμένο και απολύτως χαλαρό σύστημα, προκειμένου να το ελέγχουν απολύτως. Τα αρχικά εμπόδια ξεπεράστηκαν χάρις στην διαλλακτικότητα του Υψηλάντη, με αποτέλεσμα να υπάρξει σχετική σύγκλιση απόψεων για την πολιτική οργάνωση της Επαναστάσεως. Οι πρόκριτοι, που συχνά λειτουργούσαν δολίως επιθυμούσαν να διατηρήσουν τα προνόμια τους και με τον τρόπο αυτό να διατηρήσουν ουσιαστικά την εξουσία, επιχείρησαν να επιβάλλουν την άποψη τους, λόγος για τον οποίο ο Υψηλάντης αποχώρησε δυσαρεστημένος από την συνάντηση και αναχώρησε για την Καλαμάτα προκειμένου να οργανώσει από εκεί την Επανάσταση. Με την αποχώρηση του Υψηλάντη υπήρξε λαϊκή αντίδραση και μόνο η διαμεσολάβηση του Κολοκοτρώνη ηρέμησε την κατάσταση. Ο Υψηλάντης επέστρεψε στα Τρίκορφα μετά από επιστολή που έλαβε από τους οπλαρχηγούς της συναντήσεως στα Τρίκορφα και τη μεσολάβηση του Κολοκοτρώνη ενώ οι πρόκριτοι δήλωσαν πως συνεργάζονται μαζί του, δίχως να τον αναγνωρίσουν ως αρχιστράτηγο. Η πρώτη μαρτυρία για την κακή κατάσταση της υγείας του Υψηλάντη αναφέρεται τον ίδιο μήνα, όταν δε μπόρεσε να παραλάβει το κάστρο της Μονεμβασιάς που παραδόθηκε στους επαναστατημένους Έλληνες όπου απέστειλε πρόσωπα της ακολουθίας του, γεγονός που προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια των προκρίτων της περιοχής.

Απελευθέρωση της Τριπολιτσιάς

Στις 11 Σεπτεμβρίου 1821 οι πολιορκητές αρχηγοί συνέταξαν συμφωνία μεταξύ τους για τη διανομή των λαφύρων που την υπέγραφε πρώτος ο Υψηλάντης ως γενικός διοικητής της πολιορκίας. Ακολούθησαν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος, ο Παναγιώτης Γιατράκος, ο επίσκοπος Έλους Άνθιμος, ο Σωτήρης Χαραλάμπης, ο Παναγιώτης Κρεββατάς, και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης Ο Υψηλάντης, ως γενικός διοικητής βελτίωσε την οργάνωση τω Ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων ενώ παράλληλα συμμετείχε υποφέροντας ο ίδιος πολλές κακουχίες και κινδύνους. Με τον τρόπο λειτουργίας του στρατεύματος αλλά και την τακτική δράσεως που επέλεξε συμφωνούσε μια μεγάλη μερίδα των στρατιωτικών όμως η αντιπαράθεση με τη Φιλική Εταιρεία έμοιαζε μονόδρομος για τους προκρίτους και τους οπλαρχηγούς. Ο Υψηλάντης αηδιασμένος «από τας αδιάκοπους φατριαστικάς έριδας», εγκατέλειψε την πολιορκούμενη Τριπολιτσιά καθώς οι διαφωνίες του με τους οπλαρχηγούς της Επαναστάσεως τον ανάγκασαν να αποχωρήσει και να μετακινηθεί με 1.000 άνδρες στις ακτές του Κορινθιακού κόλπου προκειμένου να εμποδίσει μια πιθανή προσπάθεια αντιπερισπασμού των Οθωμανών. Μετά την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς αλλά και όσα ακολούθησαν, ο Υψηλάντης επέστρεψε εσπευσμένα στην Τρίπολη, από την οποία είχε απομακρυνθεί έντεχνα από τους τοπικούς οπλαρχηγούς, για να επιβάλει τάξη στα στρατεύματα Ελλήνων ατάκτων που λεηλατούσαν την πόλη και να κάψει τα πτώματα που άφησαν πίσω τους οι μάχες.

Πρόταση δολοφονίας Θ. Κολοκοτρώνη

Από όσα συνέβησαν την περίοδο που προηγήθηκε της πολιορκίας της Τριπολιτσιάς σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Υψηλάντης, όπως και ο στενός του συνεργάτης Ιωσήφ Βαλέστ, ήταν υποστηρικτής της στρατιωτικής τακτικής και πειθαρχίας, χρονολογείται η απολύτως αρνητική άποψη που είχε σχηματίσει ο δεύτερος για τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον οποίο θεωρούσε ως έναν αχρείο και άπληστα φιλοχρήματο ενώ του καταλόγιζε πως ήταν ο κύριος οπλαρχηγός των ατάκτων. Σε έργο το οποίο εξέδωσε ο Ιταλός αξιωματικός Brengeri ο οποίος ήταν άμεσος συνεργάτης του Βαλέστ, αναφέρει πως όταν ο Υψηλάντης τρομαγμένος από την έκταση των λεηλασιών και της βίας μετά την απελευθέρωση της Τριπόλεως επέστρεψε εκεί από τις ακτές του Κορινθιακού κόλπου ο Βαλέστ ζήτησε να συναντηθεί κατ' ιδίαν με τον Πρίγκιπα. Ο Βαλέστ, σύμφωνα με όσα μετέφερε μετά την συνάντηση στον Brengeri, είπε στον Υψηλάντη πως ο Κολοκοτρώνης «...μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, {...} μάζεψε τόσα χρήματα, όσα χρειάζονται για να απελευθερώσει όλη την Ελλάδα. Τώρα είναι η ευκαιρία, δώστε μου μονάχα την έγκρισή σας και αύριο, πριν το πρωί, ο Κολοκοτρώνης και οι ακόλουθοί του δεν θα υπάρχουν πια. Θα πάρετε στην κατοχή σας τα πλούτη του Κολοκοτρώνη· θα απαλλάξετε τον κόσμο από έναν αχρείο και θα έχετε τη δύναμη να φτιάξτε στρατό και να εξασφαλίσετε την ανεξαρτησία της πατρίδας σας.», ζητώντας την άδεια του Υψηλάντη να δολοφονήσει τον Κολοκοτρώνη, όμως εκείνος αρνήθηκε να συναινέσει.

Την καταγραμμένη άποψη του Brengeri μεταφράζει και μεταφέρει ο Κυριάκος Σιμόπουλος [17] που γράφει ότι ο Baleste στην απελπισία του για τις στερήσεις που υπέμενε το σώμα και απογοητευμένος από την συστηματική πρακτική των ατάκτων να επιδίδονται σε ασύστολη λαφυραγωγία, στερώντας το εθνικό ταμείο από ζωτικούς πόρους αναγκαίους για την ομαλή λειτουργία του στρατεύματος, πρότεινε τη δολοφονία του Κολοκοτρώνη.

Λοιπές δράσεις του 1821

Στις 25 Ιουλίου 1821 ο Δημήτριος Υψηλάντης απέστειλε κείμενο-διακήρυξη στις οθωμανικές αρχές της Κρήτης στο οποίο ανάφερε:
«Λαμπρότατε σερίφη Μεχμέτ πασά, σερασκέρη ολοκλήρου της Κρήτης και βαλή του Χάνδακος και σεις γενναίοι πέντε ορτάδες και αγιάννησες:
Έχοντας διορισθεί αρχιστράτηγος του μιλλετίου των χριστιανών, θεωρώ χρέος μου να σας γράψω όσα μου φαίνονται επωφελή σε σας και σε μας. Το μιλλέτι των χριστιανών που βρίσκεται από τόσα χρόνια υπό την κυβέρνηση του Σουλτάνου, υπέφερε τυραννίες και φοβερές αδικίες, όπως όλοι το γνωρίζετε. Κανείς χριστιανός δεν ήταν σίγουρος, μήτε δια την ζωήν του, μήτε δια την τιμήν του, μήτε δια τα υποστατικά του. Ο Θεός του εμπιστεύθηκε τόσα εκατομμύρια ανθρώπων για να τα διοικεί ως πατέρας με δικαιοσύνη και με νόμους. Αλλά ο Σουλτάνος εξέχασε τον Θεόν κι έκανε ό,τι ήθελε και ό,τι τον συνεβούλευαν αυλικοί κόλακες, άδικοι και αρπακτικοί. Με καθημερινές καταπιέσεις και αδικίες, οι άνθρωποι που αποκαλούμε ραγιάδες κατέπεσαν στην εσχάτη πτώχεια και μερικοί πέθαιναν αδίκως και άλλοι εγκατέλειπαν τις πατρίδες τους και περιπλανώντο στα ξένα.
Τέλος ο παντοδύναμος Θεός... απεφάσισε να θέσει τέρμα στις αδικίες και στις ανομίες και όπλισε το χριστιανικό μιλλέτι. Συνεπώς δεν πολεμούμε τους μουσουλμάνους αλλά πολεμούμε την αδικία και την τυραννία. Ενθυμείσθε ότι και οι μουσουλμάνοι υπήρξαν θύματα πολλών αδικιών και κατατρεγμών. Πασάδες και αγιάνηδες είτε εξορίσθησαν είτε εκτελέσθηκαν βάσει αδίκου και ανόμου φιρμανίου. Όλοι οι μουσουλμανικοί λαοί της Ανατολής αναστενάζουν και κλαίνε λόγω των διωγμών. Συνεπώς όλοι μας είμεθα θύματα αδικιών. Επί πλέον, έχετε γεννηθεί και έχετε μεγαλώσει στις ίδιες χώρες με μας. Όπως και άλλοτε είμεθα ενωμένοι στην άσκηση των πραγματικών μας δικαίων και συμφερόντων, θα έπρεπε και τώρα να είσθε μαζί μας όπως το έπραξε όλη η Αλβανία, ώστε να βάλουμε τέρμα στην άδικη και τυραννική διοίκηση και να ζήσουμε ως αδελφοί και συμπολίτες υπό τους νόμους της δικαιοσύνης, ακολουθώντας ο καθένας την πίστη του».

Τον Δεκέμβριο του 1821 ο Υψηλάντης μετακινήθηκε στη Βόρεια Πελοπόννησο για να συμμετάσχει στην πολιορκία του Ακροκορίνθου και συνέχισε την πολεμική του δράση, αδιαφορώντας για την προσπάθεια των προκρίτων, αλλά και του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου που είχε ήδη καταφτάσει στην Πελοπόννησο να υποβαθμίσουν την παρουσία του στην αγωνιζόμενη Ελλάδα. Η πρώτη πολεμική ενέργεια στην οποία συμμετείχε ο Υψηλάντης ήταν η προσπάθεια καταλήψεως του Ναυπλίου, στις 4 Δεκεμβρίου 1821, η οποία όμως απέτυχε και το στρατιωτικό σώμα που είχε συγκροτήσει ο Ιωσήφ Βαλέστ με την συμμετοχή Γερμανών φιλελλήνων αποδεκατίστηκε από τους Τούρκους. Ο πρώτος χρόνος της Ελληνικής Επαναστάσεως έκλεισε να δραματικό τρόπο για τον Υψηλάντη καθώς από τον ενθουσιασμό, με τον οποίο τον είχαν υποδεχθεί στην Ύδρα, στις 8 Ιουνίου του 1821, κατέληξε λίγους μήνες μετά να τον μετατρέψουν σε αποδέκτη της πεισματικής αντιστάσεως των γαιοκτημόνων στα σχέδια του. Γράφει ο Hering [18], «τη διάθεση που επικρατούσε μεταξύ των αρχόντων δείχνουν οι μανιώδεις κατηγορίες ενός από τους ισχυρότερους εκπροσώπους τους, του Κανέλλου Δεληγιάννη: οι οπαδοί της Φιλικής Εταιρείας, γράφει, που περιέβαλλαν τον κούφιο και ανόητο Υψηλάντη, ήταν τυχοδιώκτες, φυγάδες, εξόριστοι, απάτριδες, αναρχικοί καταστροφείς της πατρίδας. Ήθελαν να δολοφονήσουν τους άρχοντες της Πελοποννήσου και να πάρουν οι ίδιοι τη θέση των μπέηδων και των αγάδων. Ο Υψηλάντης είχε έρθει, έτσι διέδιδαν, για να απελευθερώσει το λαό όχι μόνο από τους Τούρκους, αλλά και από τους χειρότερους συνεργάτες τους, τους άρχοντες».

Γεγονότα έτους 1822

Μετά την αποτυχία της καταλήψεως του Ναυπλίου ο Υψηλάντης στράφηκε προς το Άργος και πέτυχε την παράδοσή του, στις 14 Ιανουαρίου 1822, μετά από στενή και παρατεταμένη πολιορκία. Κατά την Α' Εθνοσυνελεύσεως στην Επίδαυρο, στις 15 Ιανουαρίου του 1822, ο Υψηλάντης εκλέχθηκε πρόεδρος τού Βουλευτικού, όμως δίχως το παρμικρό πολιτικό όφελος για τον ίδιο και την Επανάσταση καθώς η εξουσία είχε ήδη περιέλθει ουσιαστικά στους αντιπάλους του και ο ίδιος κατά την εύστοχη παρατήρηση σύγχρονου ιστορικού «δεν υπήρχε πλέον πολιτικώς». Ο ίδιος διατηρώντας αμείωτο το κύρος του μεταξύ των αγωνιστών και του λαού συνέχισε τη δράση του. Τον ίδιο χρόνο συμπολέμησε με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια, στις 26 Ιουλίου, και στο Αγιονόρι, δύο ημέρες αργότερα, πολεμώντας εναντίον των δυνάμεων του Δράμαλη. Στις 21 Αυγούστου 1822, ο Υψηλάντης έγραψε προς τους νησιώτες: «Γνωρίζετε ότι μήτε πλούτος μήτε κτήματα μήτε υπάρχοντα δεν εξισούνται με την ελευθερίαν, με την ζωήν των γυναικών και των παιδίων σας. Εχετε προ οφθαλμών τα θλιβερά παραδείγματα των δυστυχεστάτων αδελφών μας, Χίων, Κασσανδρινών, Ναουσαίων και άλλων, διά τα οποία ανατριχίζετε βέβαια οσάκις τα συλλογίζεσθε. Είδετε με τα ίδια σας τα ομμάτια τον απάνθρωπον τύραννον να ξεσχίζη και αυτά τα έμβρυα εις τας κοιλίας των εγκύων!!!» [19].

Στην αρχή της Εθνεγερσίας ο Υψηλάντης προσπάθησε να θέσει ως δεσμευτικό κανόνα ότι τμήμα των λαφύρων -από την απελευθέρωση πόλεων, την κυρίευση οχυρών και την παράδοση οικονομικά ισχυρών Τούρκων- θα διατίθονταν υπέρ του ταμείου του κράτους, όμως αντιμετωπίστηκε με γέλια και χλευασμούς Το 1822, τον δεύτερο χρόνο της Επαναστάσεως, μόνη εφικτή λύση ήταν να εισπραχθούν εισφορές. Λόγω του οικονομικού αποφασίστηκε η αναγκαστική είσπραξη και τη σχετική απόφαση κλήθηκε να συνυπογράψει και ο «γενναιότατος στρατηγός κύριος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης», όπως αναφέρει το σχετικό θέσπισμα, του οποίου το όνομα προκαλούσε τον φόβο. Στη συνέχεια σχηματίστηκε μια πενταμελής επιτροπή, στην οποία, εκτός από τον Κολοκοτρώνη συμμετείχαν και οι γερουσιαστές Ανδρέας Καλαμογδάρτης (!), Ηλίας Καράπαυλος, Χριστόδουλος Άχολος και Παναγιώτης Σοφιανόπουλος. Οι πέντε εφοδιάστηκαν με σχετικό πληρεξούσιο και ικανή στρατιωτική δύναμη, κι άρχισαν να περιοδεύουν τις επαρχίες της Πελοποννήσου για να εισπράξουν τον αναγκαστικό φόρο. Σύμφωνα με το πληρεξούσιο, έπρεπε «να βιάσουν τόσον τους καταγεγραμμένους εις τον κατάλογον, διά να λάβουν τας προσδιωρισμένας ποσότητας, όσον και όσους άλλους γνωρίσουν ευκαταστάτους εκτός του καταλόγου εις πάσαν επαρχίαν διά να λάβουν όσα χρήματα κρίνουν εύλογον αναλόγως των καταστάσεων». Προκειμένου δε να αποσπούν χρήματα μοίραζαν τα πρώτα Ελληνικά ομόλογα, τα οποία δεν είχαν κανένα αντίκρισμα.

Γεγονότα μετά το 1823

Κατά τη διάρκεια της Β' Εθνοσυνελεύσεως του Άστρους τον Απρίλιο του 1823 η αντιπαράθεση μεταξύ της κεντρικής πολιτικής διοικήσεως και των οπλαρχηγών εντάθηκε και ο Υψηλάντης αρνήθηκε να συμβιβαστεί. Το γεγονός που τον εξόργισε ήταν η μεθόδευση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου προκειμένου να συναφθεί το πρώτο αγγλικό δάνειο, δανεισμός που ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1824, λέγοντας πως «οι Έλληνες έχουμε πληρώσει πολύ ακριβά την ελευθερία μας για να την πουλήσουμε τόσο φτηνά στον πρώτο τυχόντα». Αμέσως μετά ο Υψηλάντης αποκαμωμένος από τα προβλήματα της υγείας του κι απογοητευμένος από τις έριδες και τις αντεγκλήσεις μεταξύ των Ελλήνων αποσύρθηκε από τις πολεμικές επιχειρήσεις και εγκαταστάθηκε στην Τρίπολη όπου αποφάσισε να ιδιωτεύσει. Μετά την εμφάνιση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ Πασά στην Πελοπόννησο η παρουσία των οποίων έθεσε κίνδυνο τίτλων τέλους για την Ελληνική Επανάσταση κι ύστερα από την διαμεσολάβηση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, επαναδραστηριοποιήθηκε και τον Ιούνιο του 1825 επικεφαλής σώματος 350 ανδρών απέκρουσε τον Ιμπραήμ στους Μύλους Αργολίδος.

Συμπολεμιστές του σ' αυτή τη μάχη ήταν ο Γιάννης Μακρυγιάννης αλλά και ο νεαρός Αμερικανός γιατρός Dr Gridley Samuel Howe ο οποίος, απόφοιτος από το πανεπιστήμιο Harvard, έτρεξε να πολεμήσει στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων κι έφθασε στην Πελοπόννησο τον χειμώνα του 1824. Στη μάχη των Μύλων όπως καταγράφει ο Howe χρειάσθηκε να σηκώσουν τον Πρίγκηπα στους ώμους οι στρατιώτες του γιατί ήταν τόσο αδύναμος που δεν μπορούσε πλέον να προχωρήσει άλλο. Αμέσως μετά τη μάχη των Μύλων ο Samuel Howe διορίσθηκε αρχίατρος του στόλου, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια και σύμφωνα με την μαρτυρία του δεν ξαναείδε τον Υψηλάντη. Η δράση του πρίγκηπα στους Μύλους προκάλεσε τα εγκωμιαστικά σχόλια του Γάλλου ναυάρχου Δεριγνί που ναυλοχούσε στον Αργολικό Κόλπο κι όταν αυτή έγινε γνωστή στην Ευρώπη προκάλεσε κύμα συμπάθειας για την Ελληνική Επανάσταση και δημιούργησε κύμα ξένων που πύκνωναν τις τάξεις των φιλελλήνων. Λίγες ημέρες μετά την Μάχη στους Μύλους ο Υψηλάντης συγκρούστηκε εκ νέου με τον Ιμπραήμ στα Βέρβαινα Αρκαδίας, όπου ηττήθηκε και κινδύνευσε να συλληφθεί αιχμάλωτος.

Εναντίωση στην Αγγλική κυριαρχία

Ο Υψηλάντης αντιτάχθηκε στην απόφαση της Γ' Εθνοσυνελεύσεως της Επιδαύρου να τεθεί η Ελλάδα υπό αγγλική προστασία και με επιστολή που απέστειλε, στις 12 Απριλίου 1826, διαμαρτυρήθηκε με έντονο τρόπο για την απόφαση αυτή. Στην επιστολή του γράφει:
«Κύριοι,
Και ώς απλούς πολίτης καί ώς πρωταίτιος του σημερινού αγώνος, χρεωστώ εις τό έθνος μου, εις τήν οίκογένειάν μου, εις έμέ τόν ίδιον νά εκφράσω παρρησία τά φρονήματα μου εις μίαν κρίσιμον περίστασιν, έκ της οποίας κρέμαται ή μέλλουσα τύχη της Ελλάδος. Ή Εθνική Συνέλευσις αποφασίζουσα νά ζήτηση την μοναδικήν μεσιτείαν του έν Κωνσταντινουπόλει πρέσβεως της Αγγλίας, δια νά συμβιβάση την Ελλάδα μέ τους τυρράνους της, παρεκτρέπεται άπό τά ιερά χρέη της καί άπό τόν προς ον δρον της συγκροτήσεως της. Ό λαός, κύριοι, του όποιου παρρησιάζετε τό πρόσωπον δέν σας έδωκε πληρεξουσιότητa νά Καταργήσετε την έθνικήν καί πολιτικήν άνεξαρτησίαν του, αλλά νά τήν στερεώσητε, νά τήν διαιωνίσητε. Ή ιστορία θέλει κρίνει μίαν ήμέραν άδεκάστως τήν πραξιν σας.
Ή Ευρώπη, κύριοι, ήσθάνθη τώρα, πλέον παρά ποτέ, ότι ή ύπόθεσις των Ελλήνων είναι αρκετά προχωρημένη δια νά μήν ύποπέση εφεξής είς τάς έναντιότητας της τύχης. Καί πώς γίνεται, οί πληρεξούσιοι του ίδίου αυτού έθνους, διά μιας πράξεως ανήκουστου είς τά χρονικά των λαών, ν' άποδεικνύωσιν είς τόν κόσμον, ότι μόνοι αυτοί δέν γνωρίζουσιν αυτήν τήν άλήθειαν! Σας φοβίζει ή πτώσις του Μεσολογγίου; άφιερωθήτε, ώς καί είς τάς αρχάς τοϋ αγώνος, είς τήν χαρακτηριστικήν ένέργειαν καί τόν πατριωτισμόν τών Ελλήνων τό στήθος κάθε Έλληνος είναι δεύτερον Μεσολόγγι.
Σας θορυβεί ή έλλειψις τών πόρων; καταφύγετε είς τήν γενναιοφροσύνην τών πολιτών. Έλλην δέν έκώφευσε ποτέ είς τήν φωνήν της πατρίδος. Τέλος πάντων, χρήματα δέν έχομεν; ας έπικυρώσωμεν τά χρέη μας.
Έχομεν όμως, ανάγκην προστασίας. Άς καταφύγωμεν είς τους ηγεμόνας όλων τών εθνών έξ ίσου όλα έχουσι δικαίωμα είς τήν εύγνωμοσύνην μας. Αί περιστάσεις μας, αί θέσεις των εγγυώνται την έπιθυμητήν βοήθειαν. Τά μεγάλα έθνη καί οί καλοί πατριώται φαίνονται είς τάς κρίσιμους περιστάσεις της πατρίδος των. Δούλος είναι ευκολον νά γένη τις όταν θέλη. αύθέντης είναι δύσκολον. Επιθυμούμεν είρήνην; ας τρέξωμεν είς τά όπλα.
Άν, έξ εναντίας, διά λόγους απόκρυφους είς έμέ, ή Εθνική Συνέλευσις έπιμένη είς τήν προλαβούσαν άπόφασίν της, κρίνω χρέος μου ίερόν καί άπαραίτητον νά διαμαρτυρηθώ, ώς καί ήδη διαμαρτύρομαι επισήμως κατ' αυτής, ενώπιον τού ελληνικού λαού καί όλων τών λοιπών της χριστιανικής Ευρώπης, ώς κατά μιας πράξεως παρανόμου άντιελληνικής καί διόλου άναξίας ενός έθνους, τό όποιον, ύπεδουλώθη μέν πολλάκις, πλην ποτέ δέν έσυμβιβάσθη μέ τους τυράννους του.
Έλλην, όμως, καί φίλος άδολος της ελευθερίας τού έθνους μου, δέν θέλω λείψει νά συναγωνισθώ μετά τών λοιπών συναδέλφων μου καί νά χύσω καί την τελευταίαν ρανίδα τοϋ αίματος μου, έν όσω διαρκεί ό υπέρ ανεξαρτησίας πόλεμος. Παρακαλώ δέ νά μοί δοθη έπίσημον άντίγραφον της παρούσης μου διαμαρτυρήσεως.
Μένω μέ τό ανήκον σέβας
Είς Πιάδαν τη 12 'Απριλίου 1826
Ό πατριώτης
Δημήτριος Υψηλάντης.»

Tην ίδια ημέρα η Εθνοσυνέλευση με απόφαση της τον απέκλεισε «από κάθε πολιτικόν και στρατιωτικόν υπούργημα», κατηγορώντας τον ότι «καθυβρίζει αυθαδώς τους νομίμους πληρεξουσίους του έθνους». Στις 16 Φεβρουαρίου 1827 η ίδια Εθνοσυνέλευση, αφού συνεδρίασε στην Ερμιόνη, ακύρωσε εντελώς το ψήφισμα της Γ’ Συνέλευσης στην Επίδαυρο, που αφορούσε τον Υψηλάντη επειδή θεώρησε ότι έγινε για λόγους πολιτικών και πατριωτικών πιστεύω και αποκατέστησε τα δικαιώματα του Υψηλάντη σαν πολίτη. Ο Πρίγκιπας εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στην Εθνοσυνέλευση με γράμμα στο οποίο έγραψε: «Η απόφαση σας με προτρέπει να προσφέρω και την τελευταία ρανίδα του αίματος μου για τον αγώνα της εθνικής μας ανεξαρτησίας».

Θάνατος Αλέξανδρου Υψηλάντη

Ο Δημήτριος Υψηλάντης πληροφορήθηκε στο Ναύπλιο όπου κατοικούσε τον θάνατο του αδελφού του Αλέξανδρου, από επιστολή την οποία του απέστειλε ο Γεώργιος Υψηλάντης, ένας από τους δύο μικρότερους αδελφούς τους που ήταν συγκρατούμενοι με τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας. Στην επιστολή του από την Αυστρία, ο Γεώργιος Υψηλάντης αναφέρει, παραθέτοντας και κάποια στοιχεία από τη νεκροτομή:
«Φίλτατε αδελφέ Δημήτριε,
Κάγώ, πλήρης θερμών δακρύων, δέν λείπω νά σέ αναγγείλω αυτήν την θλιβεράν είδησιν δτι ό αγαπητός ημών Αλέξανδρος αυτός ό αείμνηστος πατήρ ημών καί φίλος, έτελεύτησε καί είσήλθεν εις τάς αιωνίους μονάς, αυτός έγινε μάρτυς της δυστυχισμένης καί φίλτατης πατρίδος μας, καί ώς καλός χριστιανός έκτέλεσεν όλα τά πνευματικά του χρέη. Τό σώμα αυτού του αειμνήστου ήνοίχθη έμπροσθεν είς τόν φίλον μας Λασσάνην καί οί ιατροί είπαν οτι ήτο αδύνατον νά βαστάξη περισσότερον, καί η καρδία του ήταν τόσον πειραγμένη, όπου έγινε διπλή άπ' ό,τι είναι είς κάθε θνητόν. Έκτος τούτου, καί άλλα πολλά μέρη τοϋ σώματος ήταν καταπειραγμένα, μ' όλον τούτο τό έβαλσάμωσαν καί ή καρδία του έβάλθη είς ένα κουτί, διά νά μετακομισθη μέ καιρόν είς τήν δυστυχισμένην καί φίλτατην πατρίδα μας.
Φίλτατε αδελφέ, έγραψον τόν άδελφόν Γρηγόριον ότι αυτή ή μεγαλοτάτη δυστυχία πρέπει νά φανερωθη μέ μεγάλην προσοχήν είς τήν σεβαστήν μας μητέραν, καί ελπίζω είς τόν άγιον θεόν νά άνθέξη.
Υγίαινε φίλτατε αδελφέ προς παρηγορίαν ημών.
Καί μένω όλος πρόθυμος
Ο Γεώργιος.»

Διακυβέρνηση Ιωάννη Καποδίστρια

Με την άφιξη του στην Ελλάδα του Ιωάννη Καποδίστρια, στον Υψηλάντη ανατέθηκε η αρχηγία του στρατού της Ανατολικής Χέρσου (Στερεάς) Ελλάδος. Πραγματοποίησε νικηφόρες επιχειρήσεις στην Βοιωτία τον Οκτώβριο του 1828, εκκαθάρισε την περιοχή από τα υπολείμματα του στρατού των Οθωμανών και στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 στη θέση Πέτρα Βοιωτίας διηύθυνε την τελευταία μάχη της Ελληνικής Επαναστάσεως που ολοκληρώθηκε με ολοκληρωτική νίκη των Ελληνικών δυνάμεων. Την επικράτηση ακολούθησε υπογραφή συνθήκης, την οποία διαπραγματεύτηκε ο Υψηλάντης, μέσω του ειδικού γραμματέα του Ιωάννη Φιλήμονα, και της οποίας τους όρους τήρησε πιστά. Όταν απάλλαξε από τους Οθωμανούς τη Βοιωτία ο Υψηλάντης, στρατοπέδευσε στο Χρισσό Φωκίδας προς φόβο των Οθωμανών που κατείχαν ακόμη κάποια μέρη της Φθιώτιδας. Εκεί τον ακολούθησαν ιατροί και χειρουργοί του στρατού, οι καθηγητές Χορτάκης και Ολύμπιος, οι οποίοι είχαν ήδη εξοικειωθεί με κάθε είδους στερήσεις και κακουχίες, όμως κινδύνευαν, μετά από οδοιπορία μέσα σε βροχές να αρρωστήσουν εξαιτίας της υγρασίας, της ελλείψεως κρεβατιού και σκεπασμάτων εξ αιτίας της ελλείψεως των οποίων ο Χορτάκης έπασχε από χρόνιο άσθμα κι αποφάσισαν να υποβάλλουν τα παράπονα τους στον Αρχιστράτηγο. Τον βρήκαν να κάθεται σταυροπόδι πάνω σε ψάθα και να τινάζει τις ψείρες του περιλαίμιου του στη φωτιά που έκαιγε, την ώρα που οι βοηθοί του στέγνωναν την μουσκεμένη κάπα του, που χρησιμοποιούσε και ως στρώμα και ως πάπλωμα. Οι δύο γιατροί αισθάνθηκαν τόσο δέος μπροστά στην εικόνα του Υψηλάντη, που δεν ανέφεραν λέξη απ' όσα είχαν σχεδιάσει κι αποχώρησαν άπρακτοι.

Ο Αυγουστίνος Καποδίστριας, ο αδελφός του Κυβερνήτη, ήταν αυτός που επιδίωξε και πέτυχε να απομακρύνει τον Υψηλάντη και να αναλάβει αυτός τη διοίκηση του στρατού της Ρούμελης, έτσι ο Υψηλάντης επέστρεψε στο Ναύπλιο και με την πάροδο του χρόνου εντάχθηκε στις δυνάμεις που αντιπολιτεύονταν τον Καποδίστρια τον οποίο θεωρούσε υπεύθυνο για την παραίτηση από την υποψηφιότητα για τον Ελληνικό θρόνο του Λεοπόλδου του Σαξ Κόμπουργκ. Μετά την δολοφονία του Καποδίστρια επιτροπή που την αποτελούσαν στρατιωτικοί παρουσιάστηκε στη Γερουσία, την 31 Μαρτίου 1832, ζητώντας εισέλθει και ο Δημήτριος Υψηλάντης στην Διοικητική Επιτροπή όμως ο Υψηλάντης αρχικά αρνήθηκε το αξίωμα αυτό «εξ αγαθής προαιρέσης και πατριωτισμό» κατά τον Finley. Τελικά τον μετέπεισαν οι φίλοι του και την 2α Απριλίου, η Γερουσία ψήφισε νέα Διοικητική Επιτροπή με τον Υψηλάντη να είναι ένα από τα μέλη της.

Σχέση με Μαντώ Μαυρογένους

Στην διάρκεια μιας στρατιωτικής επιχειρήσεως περί το έτος 1823, ο Υψηλάντης συνάντησε την Μαντώ Μαυρογένους και σύντομα η γνωριμία τους εξελίχθηκε σε ερωτική σχέση, από την οποία δεν προέκυψε γάμος, όπως φαίνεται πως της είχε υποσχεθεί ο Υψηλάντης κάτι το οποίο επιδίωκε για πολλούς λόγους η ίδια η Μαυρογένους. Εικάζεται ότι η αθέτηση της υποσχέσεως του Υψηλάντη οφείλεται στο γεγονός πως το περιβάλλον του Πρίγκιπα διέβαλε την Μαντώ Μαυρογένους ότι διατηρούσε παράλληλα δεσμό με τον Άγγλο Έντουαρντ Μπλάκιερ, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα με ρόλο στα αποκαλούμενα δάνεια της ανεξαρτησίας, λόγος που οδήγησε τον Υψηλάντη να διαλύσει την σχέση τους. Η Μαυρογένους από την πλευρά της προσπάθησε να υπερασπιστεί την τιμή της και να εξαναγκάσει τον Υψηλάντη να την παντρευτεί λόγω «παρθενοφθορίας» με σειρά επιστολών που απηύθυνε προς την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας.

Η Μαυρογένους φέρεται να γνώρισε τον Δημήτριο Υψηλάντη το 1823, αν και κάποιες πηγές αναφέρουν πως ο Πρίγκιπας ήταν γνωστός της από συνάντηση που είχαν στο πατρικό της σπίτι στην Τεργέστη, με τον οποίον αρραβωνιάστηκε κι είχαν δεσμευτεί να παντρευτούν και εγγράφως. Στις 11 Μαΐου του ίδιου χρόνου, το σπίτι της καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά και η περιουσία της λεηλατήθηκε, καθώς έμπιστοι άνθρωποι του Μανώλη Τομπάζη έκλεψαν και αφάνισαν όλη της την προίκα, από ρούχα και διαμαντικά, μέχρι το σπαθί του πατέρα της [20]. Αφού έμεινε χωρίς χρήματα, αδυνατούσε να πληρώσει το ενοίκιο του σπιτιού της και κάποιος Κάββας, με τη συνοδεία ενόπλων της ζητούσε να το εγκαταλείψει [21]. Από το σπίτι αυτό της έκλεψαν ως και το λαχουρένιο σάλι κι η Μαντώ το αντιλήφθηκε όταν θέλησε να το φορέσει στον εκκλησιασμό, ενώ και ο καμαριέρης του Υψηλάντη φέρεται πως της έκλεψε δύο ομολογίες. Η Μαντώ εγκαταστάθηκε στην Τρίπολη για να βρίσκεται κοντά στον Υψηλάντη και ο Παπαφλέσσας φρόντιζε για την τροφή της. Ο αρραβώνας της Μαντούς με τον Υψηλάντη προκάλεσε την οργή ισχυρών παραγόντων της εποχής, οι οποίοι είδαν με φόβο και φθόνο την ενοποίηση δύο ισχυρών οικογενειών κι με προεξάρχοντα τον Ιωάννη Κωλέττη, έβαλαν σκοπό να διαλύσουν τον αρραβώνα.

Ο Ιωάννης Κωλέττης έπεισε τους σωματοφύλακες του Υψηλάντη ότι κινδύνευε η επισφαλής υγεία του Πρίγκιπα από τη σχέση του με την Μαυρογένους και μια νύχτα που ο πρίγκιπας έλειπε σε περιπολία στους Μύλους, μερικοί άνδρες του εισέβαλαν στο σπίτι της Μαντώς, τη μετέφεραν στο λιμάνι του Ναυπλίου και την επιβίβασαν βίαια σε ένα πλοίο που απέπλεε για τη Μύκονο, απειλώντας τη με θάνατο αν επέστρεφε στην Πελοπόννησο. Όταν ο Υψηλάντης επέστρεψε πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί κι εξοργίσθηκε. Τιμώρησε τους ενόχους κι έστειλε επιστολή στη Μαντώ, με την οποία την καλούσε κοντά του, έτσι η Μαντώ επέστρεψε στο Ναύπλιο [22]. Λίγο καιρό αργότερα, ο Κωλέττης έστειλε στην ίδια τους δύο προσωπικούς γιατρούς του Υψηλάντη να της παρουσιάσουν με τραγικό τρόπο την κατάσταση της υγείας του πρίγκιπα και να της δηλώσουν πως, αν δεν τον αποχωριζόταν, εκείνος θα πέθαινε και η πατρίδα θα έχανε έναν από τους πιο άξιους υπερασπιστές της. Η Μαυρογένους συγκέντρωσε τα πράγματα της και εγκατέλειψε το Ναύπλιο. Ο Υψηλάντης της έστειλε επανειλημμένα επιστολές καλώντας τη να επιστρέψει, όμως αυτές έπεσαν στο κενό. Σύμφωνα με τον Μαυροκορδάτο, ο Υψηλάντης «επικράθη πάρα πολύ και απεφάσισε να πάρη το λόγο του οπίσω, όπου είχε δώσει προς αυτήν πριν ανακαλύψει τας μετά του κυρίου Βλακέρου [23] σχέσεις της».

Η Μαντώ στο Ναύπλιο ζούσε βίο καταθλιπτικό στα όρια της εξαθλιώσεως λόγω της φτώχειας και των παντός είδους στερήσεων. Το 1827 υπέβαλε στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, ένα υπόμνημα [24] με το οποίο κατηγορούσε τον Υψηλάντη για αθέτηση υποσχέσεως γάμου, ζητώντας από τους πληρεξουσίους να δικαιώσουν την ίδια και να καταδικάσουν τον στρατηγό. Όπως γράφει ο ιστορικός Νικόλαος Δραγούμης στο έργο «Ιστορικές Αναμνήσεις»: «Και εκ των ακροατών μία μόνη γυνή, η αντιστράτηγος Μαντώ Μαυρογένους, ήτις πωλήσασα τα εν Μυκόνω υπάρχοντα αυτής ώρμησεν εις το πεδίον τού Αγώνος, φορούσα μέλαιναν εσθήτα χρυσοπάρυφον και πίλον ευρωπαϊκόν, ουχί βεβαίως του τελευταίου των Παρισίων συρμού, και διά νευμάτων αιτουμένη την ανάγνωσιν τής ουδέποτε αναγνωσθείσης κατά τού Υψηλάντου αναφοράς». Το υπόμνημα της δεν αναγνώστηκε ποτέ, ούτε αναφέρεται στα πρακτικά της Συνελεύσεως.

Το τέλος του

Χαρακτηριστική εικόνα της καταστάσεως του Υψηλάντη, μόλις λίγους μήνες πριν τον θάνατο του, δίνει η περιγραφή του William Rathborne Greg: «...Η εξωτερική του εμφάνιση είναι πολύ παράξενη. Όταν τον γνώρισα, την άνοιξη του 1832, δεν πρέπει να ήταν μεγαλύτερος από τριανταπέντε χρονών και όμως έμοιαζε με εξηντάρη. Aνάστημα κοντό, κεφάλι τελείως φαλακρό σαν σκελετού, μέλη εύθραυστα και καχεκτικά, σε βαθμό που δεν έχω δει ποτέ μου, ούτε στο τελευταίο στάδιο φυματιώσεως. Έβηχε συνεχώς και η φωνή του ήταν αδύνατη και έντονα δυσαρθρική. Θα έλεγε κανείς ότι βλέπει έναν αναστημένο σκελετό από τους τριακόσιους πεσόντες στις Θερμοπύλες» [25]

Ο Δημήτριος Υψηλάντης έλαβε μέρος στη Δ' κατά συνέχεια Εθνοσυνέλευση, όμως στη διάρκεια των εργασιών της απεβίωσε την 5 Αυγούστου 1832 στο Ναύπλιο, σε ηλικία 39 ετών, πιθανότατα σε μια αναπνευστική κρίση ή από κάποιο είδος δύσπνοιας που προκλήθηκε από κληρονομική μυοτονική δυστροφία. Στον επικήδειο λόγο του Μ. Σχινά αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: «..Εκεί άγοήτευτος άπό τά άσματα των φατριαστικών σειρήνων, μόνον τό δημόσιον όφελος στήσας πρό οφθαλμών, ασθενών, ασθμαίνων, καθ' ήμέραν τηκόμενος ώσεί κηρός άπό προσώπου πυρός, όλην όμως τήν ύπολειπομένην ίσχύν της καρδίας καί της ψυχής του έξώδευσε, διανυκτερεύων μέχρι καί αυτής της εσχάτης αναπνοής είς τήν εύσυνείδητον της πατρίδος ύπηρεσίαν...». O Γεώργιος Τερτσέτης, κατά την εκφώνηση του επικήδειου λόγου, είπε μεταξύ άλλων: «Επέλεξε να θυσιάσει τα πάντα για την πατρίδα, χωρίς να σκιάσει την ψυχή του το μίσος για τους άλλους...» [26].

Η μητέρα του Ελισάβετ Υψηλάντη που κατοικούσε στην Βέλικα Κόσνιτσα, στην σημερινή Κροατία, πληροφορήθηκε το θάνατο του γιου της από επιστολή του Προέδρου της Εθνοσυνελεύσεως Πανούτσου Νοταρά. Στην απαντητική της επιστολή προς τον Νοταρά αναφέρει:
«Εν τη παρά τον Νίστρον Μεγάλη Κοσνίτση, 24 Ιανουαρίου 1833
Όταν η πάσχουσα πατρίς επροσκάλεσε τα αληθή τέκνα της, οι υιοί μου κατά χρέος έτρεξαν αμέσως προς την φωνήν της. Χαίρουσα εις τα πατριωτικά των φρονήματα, τους επρόπεμψα με τας ευχάς των αρχαίων Ελληνίδων. Εφύλαξαν τον λόγον των. Η τύχη του πολέμου εσεβάσθη τον πατριωτισμόν των, αλλ’ επέπρωτο εις τους κόλπους της ειρήνης να στερηθώ πρότερον τον πρωτότοκόν μου Αλέξανδρον, τώρα προ ολίγου τον Δημήτριόν μου, όστις κατά τούτο εστάθη ευτυχέστερος, ότι είδε στεφανωμένους τους αγώνας του με την τελείαν ανεξαρτησίαν της φίλης πατρίδος και ετάφη εις αυτήν, δια την οποίαν δεν εφείσθη το αίμα του, από τους συναγωνιστάς ομογενείς του. Αυτό μόνον ημπόρεσε να επιθέση μάλαγμα εις την πληγήν των μητρικών σπλάχνων μου, πληγήν βαθυτάτην μ’ όλην την προς την γλυκυτάτην πατρίδα αφωσίωσίν μου.
Είσθε κύριε, πατήρ τέκνων και ελπίζω να μη με καταδικάσετε. Έτι μάλλον συνεισέφερεν εις ανακούφισιν της κατωδύνου ψυχής μου η από 21 Αυγούστου του παρελθόντος έτους σημειουμένης, προ ενός δε μόλις μηνός περιελθούσα εις χείρας μου επιστολή Σας, βεβαιώσασά με ότι η αποβίωσις του φιλτάτου μου Δημητρίου επέσπασε την γενικήν συμπάθειαν του Έθνους.
Είθε καν η εκατόμβη αυτή των πρώτων μελών της οικογενείας μου και τόσων ανδρείων ομογενών, γενομένη δεκτή εις τον θρόνον του υπερτάτου όντος, να φέρη την παύσιν των παρελθόντων δεινών και αρχήν ακαταπαύστου ευδαιμονίας της κοινής μητρός. Δι’ αυτήν χρεωστούν και τα λοιπά μέλη της οικογενείας μου να θυσιάσωσιν την εσχάτην ρανίδα του αίματός των.
Υμείς δε, Κύριε, δεχόμενος την αισθητικωτάτην ευγνωμοσύνην μου δι’ όσα παραμυθητικά και πιστοποιητικά της αγαθής του Έθνους διαθέσεως μ’ εγράψατε, εκφράσετε αυτήν και εις εκείνο εκ μέρους όλης της οικογενείας μου και ιδίως της υποσημειουμένης πατριώτιδος.
Ελισάβετ Υψηλάντη».

Ταφικό μνημείο Δ. Υψηλάντη [27] [28]

Στις 12 Μαΐου 1843 έγινε η μετακομιδή των λειψάνων του Δημητρίου Υψηλάντη από το νάρθηκα του ναού του Αγίου Γεωργίου, όπου είχε ενταφιαστεί, στην πλατεία του Πλατάνου, τη σημερινή πλατεία Συντάγματος στο Ναύπλιο. Εκείνο το έτος, ο αδελφός του Γεώργιος μετέφερε από τη Βιέννη όπου κατασκευάστηκε και τοποθετήθηκε στην κεντρική πλατεία του Ναυπλίου ένα καλλιμάρμαρο μνημείο και τα οστά του Εθνικού αγωνιστή τοποθετήθηκαν στην κρύπτη του μνημείου, που κατασκευάστηκε γι’ αυτό το σκοπό. Το μνημείο μεταφέρθηκε το έτος 1951 στην πλατεία Τριών Ναυάρχων.

Το μνημείο αποτελείται από δυο μαρμάρινες σαρκοφάγους, η μία τοποθετημένη πάνω στην άλλη και είναι στηριγμένο σε τσιμεντένια βάση. Η πρώτη σαρκοφάγος από κάτω προς τα πάνω, είναι και η μεγαλύτερη. Στην πρόσοψη της υπάρχουν τα ανάγλυφα δυο άυλων μορφών: η αριστερή μορφή φέρει περικεφαλαία, δόρατα, ασπίδες, τσεκούρια, βέλη και είναι ντυμένη με μανδύα ενώ η δεξιά μορφή έχει στραμμένο το κεφάλι προς τα αριστερά, φέρει περικεφαλαία, τσεκούρια, δόρατα, σπαθιά, βέλη, ασπίδες και πολεμική ενδυμασία. Οι δυο μορφές ενώνονται μεταξύ τους με ένα μακρύ κλωνάρι λουλουδιών. Στο μέσο, υπάρχει η επιγραφή:
ΟΥΚ ΑΘΑΝΑΤΟΥΣ ΣΦΙΣΙ ΠΑΙΔΑΣ
ΕΥΧΟΝΤΑΙ ΓΕΝΕΣΘΑΙ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ
ΑΛΛ ΑΓΑΘΟΥΣ ΚΑΙ ΕΥΚΛΕΕΙΣ.
Στην πρόσοψη της δεύτερης σαρκοφάγου η οποία είναι μικρότερη από την πρώτη, υπάρχουν οι ανάγλυφες μορφές ενός άντρα και μιας γυναίκας. Ο άντρας είναι άγγελος με φτερά και σπαθί στη μέση, γυμνός, κρατώντας στο δεξί του χέρι κάτι που μοιάζει με γραφίδα. Στο πίσω μέρος του μνημείο υπάρχει χαραγμένος ένας σταυρός μέσα σε κύκλο, καθώς και ένα στεφάνι μέσα στο οποίο είναι χαραγμένα τα λόγια:
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ
ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΤΟ ΑΨΨΛ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΚΣ
ΕΤΕΛΕΥΤΗΣΕ ΤΟ ΛΩΝΒ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
ενώ πιο κάτω είναι χαραγμένη η αφιερωματική αναφορά:
ΤΩ ΣΤΡΑΤΑΡΧΗ, ΔΗΜΗΤΡΙΩ ΥΨΗΛΑΝΤΗ
Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΑΥΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ
ΤΗ ΙΒ ΜΑΪΟΥ ΑΩΜΓ.

Μνήμη Δημητρίου Υψηλάντη

Ο Δημήτριος Υψηλάντης, λιτοδίαιτος στρατιώτης, υπήρξε υπέρμαχος της ελευθερίας κι εμπνεόταν από αγνό πατριωτισμό. Υπήρξε πολύγλωσσος, με φλογερό πατριωτισμό που συνδύαζε θάρρος, ακεραιότητα και ανθρωπισμό, ενώ ως χαρακτήρας ήταν άφοβος, καρτερικός, εντελώς αδιάφορος για οτιδήποτε έχει σχέση με ανθρώπινα πάθη και δεν είχε άλλη σκέψη, άλλη επιθυμία, από την δόξα και την ευτυχία της Ελλάδος. Αν και διαπιστωμένα σπούδασε σε στρατιωτική σχολή στο Παρίσι όπου παρέμεινε επί οκτώ χρόνια δεν έγινε γνωστός μεταξύ των Ελλήνων του Παρισιού, ούτε στους φιλολογικούς κύκλους την εποχή που σ' αυτούς κυριαρχούσε η παρουσία του Αδαμάντιου Κοραή. Οι δυο τους δεν είχαν γνωρισθεί, όπως τουλάχιστον αποκαλύπτει το ύφος επιστολής του Δημητρίου προς τον Αδαμάντιο Κοραή, στην οποία του αναγγέλλει την επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και στην Ελλάδα. Αργότερα ο Κοραής, σε επιστολή του προς τον Πολυχρονιάδη, χαρακτηρίζει τον Δημήτριο «νεανία ανόητο» ενώ σε επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στις 20 Σεπτεμβρίου 1823 αποκαλεί τον Υψηλάντη «άνδρα μη έχοντα σώας τας φρένας».

Προφανώς ο Δημήτριος Υψηλάντης δεν διέθετε την αποφασιστικότητα που απαιτείται για να κρατήσει το πηδάλιο σε δύσκολες στιγμές, καθώς έπασχε από κληρονομική εκφυλιστική μυασθένεια και σημαντική δυσκολία στην όραση του, έπασχε από σημαντική μυωπία, όμως διέγνωσε σωστά τις παθογένειες της Ελληνικής κοινωνίας την εποχή της Εθνεγερσίας και από την πρώτη στιγμή προσπάθησε να καταπολεμήσει το σύστημα λεηλασίας που είχαν υιοθετήσει, οργανώσει και εξελίξει οι καπετάνιοι και οι προεστοί στην Πελοπόννησο και στα νησιά. Δυστυχώς, καθώς απέτυχε ή κάποιοι οδήγησαν σε αποτυχία το εγχείρημα του για τη δημιουργία τακτικού στρατού δεν διέθετε ο ίδιος τις δυνάμεις που θα του παρείχαν την σταθερότητα και τη δυνατότητα να εφαρμόσει μέτρα ικανά που να προκαλέσουν φόβο και να οδηγήσουν στην επιβολή του ηθικού νόμου που ευαγγελίζονταν ο ίδιος. Αυτή του η προσπάθεια ήταν που μετέτρεψε σε εχθρούς του την πλειοψηφία των προεστών αν και ο ίδιος ήταν αξιαγάπητος, γενναιόψυχος με διάθεση να συνεισφέρει οικονομικά κάθε πάσχοντα με αποτέλεσμα να απομείνει σύντομα ο ίδιος χωρίς οικονομικούς πόρους.

Στη Διακήρυξη της Α' Εθνοσυνελεύσεως, οι πρόκριτοι πέτυχαν όχι μόνο να «...λησμονηθεί η συμβολή της οικογένειας Υψηλάντη στον Αγώνα, να λησμονηθεί η Φιλική Εταιρεία, να αποδοθεί η επανάσταση του ελλαδικού χώρου όχι στην ενιαία απόφαση του Έθνους για εξέγερση εναντίον της τουρκικής κυριαρχίας, αλλά σε ειδικά γεγονότα...» αλλά «και να δικαιολογηθεί η «αναρχία και η αταξία» που επικρατούσε από τις πολεμικές περιπέτειες, ενώ ήταν σε όλους γνωστό ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα της διαμάχης και προκρίτων, που είχαν προκαλέσει οι τελευταίοι» [29]. Η Α' Εθνοσυνέλευση όχι μόνο αγνόησε αλλά και κατάργησε με προκλητικό τρόπο τη σημαία των Φιλικών, παραμέρισε και απογύμνωσε από κάθε εξουσία τον Υψηλάντη, αποκλείοντας και παραγκωνίζοντας οριστικά και ολοκληρωτικά τη Φιλική Εταιρεία.

Ο Ιωσήφ Βαλέστ, στενός συνεργάτης και φίλος του Υψηλάντη, έτρεφε μεγάλη εκτίμηση προς αυτόν και γράφει σε επιστολή του: «Τίποτα δεν τρομάζει τον Υψηλάντη. Το μόνο που τον βασανίζει είναι η αναρχία που βλέπει και που δεν μπορεί να την γιατρέψει. … Ο πρίγκιψ δεν διαφέρει εις τίποτα από έναν απλούν στρατιώτην. Κακοκοιμάται εις πέτρας, κακονυκτά, κακοτρώγει. Κανένας μας δεν ημπορεί να παραπονεθεί δια κακοπέρασιν έχων αυτόν ως παράδειγμα» [30]. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στα «Απομνημονεύματα» γράφει: «Ο Υψηλάντης ήτον ένας άνθρωπος σταθερός, τίμιος, ανδρείος, μικρόνους, ευκολοαπάτητος... Το όνομά του εχρησίμευσε πολύ εις την αρχήν, είχε την φαντασία να ήναι αρχηγός (κεφαλή), πλην το μυαλό του δεν του έσωνε αναλόγως με τας περιστάσεις οπού ευρέθηκε. Αν ήθελε έλθει ο Αλέξανδρος ο αδελφός του ηθέλαμεν κάμει δουλειά, διατί ήθελα τον υποστηρίξει» [31]. Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης γράφει ότι ήταν ο πιο ανιδιοτελής άνθρωπος που είχε γνωρίσει ενώ ο ιστορικός Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος χαρακτηρίζει τον Υψηλάντη ως τον «αγνότερο ίσως και περισσότερο ανιδιοτελή από τους αρχηγούς της Ελληνικής Επανάστασης» και «κράσεως δ’ ήττον ανδρικής, αλλά καρδίας ανδρικωτάτης», όπως γράφει ο σύγχρονος του ιστορικός και γραμματέας του Ιωάννης Φιλήμων. Ο Φιλήμων, άνθρωπος δίκαιος και αυστηρός, που είχε το προνόμιο να γνωρίζει πάρα πολύ καλά τον Υψηλάντη και την οικογένεια του καθώς χρημάτισε ιδιαίτερος γραμματέας του, είχε πρόσβαση στο οικογενειακό αρχείο τους και διατήρησε θερμές σχέσεις μαζί τους ως το θάνατο του, γράφει πως ο Δημήτριος Υψηλάντης στήριζε την ιδέα της μοναρχίας [32]. Αλλού αναφέρεται στα προτερήματα και στα μειονεκτήματα του χαρακτήρα του Δημητρίου Υψηλάντη: «αγαθός εις την ψυχήν.. ένθης προς την ελευθερίαν της πατρίδος..όχι οξύνους.. φιλότιμος και γενναίος εις τους κινδύνους.. όχι όμως δραστήριος.. υπομονητικός.. απέχων από πάσαν αισχροκέρδειαν..φιλόδοξος εις άκρον..άπειρος της πρακτικής πολιτικής ..και ανίκανος να σχηματίσει εις τον εαυτόν του κέντρον δυνατόν μιας τάσεως» [33]. Τέλος, ο Σπυρίδων Τρικούπης, που δεν υπήρξε φίλος του, γράφει για τον Υψηλάντη: «Μεταξύ των μεγάλων μορφών του Εικοσιένα η παρουσία αυτού του ανδρός ακτινοβολεί με τη λάμψη του ευγενέστερου και του καθαρότερου μετάλλου ... θαύμαζε τη δημοκρατία, δαπάνησε το μεγαλύτερο μέρος της οικογενειακής του περιουσίας και δεν του έμεινε παρά μόνο ένα σπαθί. Άξιος της πατρίδας του από την αρχή ως το τέλος της επανάστασης. Ανιδιοτελής σε κάθε περίπτωση...».

Ο Δημήτριος Υψηλάντης αγωνίστηκε σε πεδία των μαχών, σε πολιορκίες πόλεων και ήταν ο επικεφαλής των Ελληνικών δυνάμεων στην μάχη των Μύλων όπου απέκρουσε τις στρατιές του Ιμπραήμ πασά. Στον περίφημο πίνακα του Peter Von Hess, που σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη, αποτυπώνεται η μορφή του κατά την μάχη όπου υπερασπίστηκε το Άργος από την πολιορκία των Τούρκων. Στο Μίσιγκαν η περιοχή Woodruff’s Grove, που είχε πάρει το όνομά της από ένα πρώτο οικιστή, μετονομάστηκε επισήμως σε Ypsilanti [34] [35]. Η πόλη, που είναι και η έδρα του Eastern Michigan University, ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 1825 και σήμερα αριθμεί 21.000 κατοίκους. Μια προτομή του Δημητρίου Υψηλάντη, που πλαισιώνεται από μια Ελληνική και μια σημαία των Η.Π.Α., βρίσκεται στη βάση του υδατόπυργου της πόλεως και αποτελεί το τοπόσημο της περιοχής. Η πόλη το 1997 αδελφοποιήθηκε με το Ναύπλιο, την πόλη που πέθανε ο Δημήτριος Υψηλάντης το 1832 ενώ η δήμαρχός της Dr. Cheryl Farmer παρέλασε την 25η Μαρτίου 2004 στην Νέα Υόρκη και ηγήθηκε του Ποντιακού αγήματος κρατώντας την Ελληνική σημαία πάνω στο άρμα του συλλόγου «Κομνηνοί» της Νέας Υόρκης. Ακόμη δύο πόλεις με το όνομα του Υψηλάντη δημιουργήθηκαν στις πολιτείες Βόρεια Ντακότα και Γεωργία στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Μυοτονική δυστροφία

Οι μαρτυρίες και οι περιγραφές ανθρώπων που γνώρισαν τον Δημήτριο Υψηλάντη μεταφέρουν ολοκάθαρη εικόνα για την εμφάνιση και το κληρονομικό πρόβλημα υγείας [36] από το οποίο έπασχε και εξ αιτίας του οποίου κατέληξε. Σύμφωνα με τις περιγραφές, η εξωτερική του εμφάνιση ήταν μειονεκτική σε τέτοιο βαθμό που δημιουργούσε ένα στενόχωρο συναίσθημα αμηχανίας σε όσους έρχονταν σε επαφή μαζί του. Ήταν μικρόσωμος, δύσμορφος και με εύθραυστα μέλη. Το ανέκφραστο πρόσω­πό του απωθούσε όλους όσους τον πλησίαζαν για πρώτη φορά. Είχε ρυτίδες στο μέτωπο και φωνή αδύνατη, ένρινη και δυσαρθρική. «Μιλούσε με ένα τόνο ένρινο σαν καπουκίνος», γράφει χαρακτηριστικά ο Πρώσσος ανθυπολοχαγός Ludwig von Bollmann πού τον γνώρισε το καλοκαίρι του 1822 στο Άργος. Ήταν περίπου 28 χρονών όταν ήρθε στην Ελλάδα, όμως έδειχνε πάρα πολύ μεγαλύτερος. Η όψη του ήταν υπναλέα και στην πραγματικότητα κοιμόταν περί τις δώδεκα ώρες το εικοσιτετράωρο. Οι μυς του προσώπου και των άκρων του ήταν τόσο ατροφικοί που στο τέλος της ζωής του έμοιαζε με σκελετό. Οι κινήσεις του ήταν αδέξιες. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα η πάθηση του, την οποία είναι προφανές ότι ο ίδιος γνώριζε, παρουσίαζε συνεχή επιδείνωση με περιόδους εξάρσεως, γεγονός που του επέβαλλε να διατηρεί μόνιμα τον Πολωνό γιατρό Kutzowski μεταξύ των μελών του επιτελείου του.

Στο στρατόπεδο των Τρικόρφων, κατά την πολιορκία της Τρίπολης, συνάντησε τον Δημήτριο ο Γάλλος απόστρατος λοχαγός Maxime Raybaud [Μαξίμ Ρεμπώ], σεμνός και αξιόπιστος απομνημονευματογράφος, ο οποίος γράφει [37] για τη συνάντηση του με τον Υψηλάντη: «Μπήκα στην κατοικία του {...}, μια καλύβα από ξερολιθιά, εννιά τετραγωνικά, από μια είσοδο τόσο χαμηλή, που έπρεπε να σκύψει κανείς σχεδόν ως το χώμα. Βρήκα τον Υψηλάντη καθισμένο σε κάτι σανίδες σκεπασμένες με ένα κιλίμι. Ήταν το κρεβάτι του. Χρυσές επωμίδες συνταγματάρχη, μαύρη στολή, μαύρος σκούφος στολισμένος με ασημένια πλάκα όπου ήταν χαραγμένη η φράση «Ελευθερία ή Θάνατος» κάτω από μια νεκροκεφαλή και δύο κόκαλα χιαστί. Μας δέχτηκε με την ψυχρή αμηχανία, που θα παρατήρησαν, όλοι όσοι τον γνώρισαν. Δεν ήταν υπεροψία αλλά το δυσάρεστο αποτέλεσμα μιας φυσικής συστολής. Σ’ αυτό είχε σίγουρα συντελέσει η συνείδηση των σωματικών του μειονεκτημάτων και ένα πολύ αισθητό ελάττωμα στην προφορά. Πραγματικά, η μοίρα αρνήθηκε στον πρίγκιπα Υψηλάντη τις φυσικές χάρες, το καλό παρουσιαστικό, δώρο πολύτιμο στα μάτια του πλήθους. Ανάστημα ούτε πέντε πόδια, κορμί και μέλη εύθραυστα, κεφάλι φαλακρό. Όλα αυτά δίνουν την εντύπωση ηλικιωμένου ανθρώπου. Και είναι μόλις 30 χρονών. Ωστόσο, παρά την καχεκτική του διάπλαση δεχόταν με θαυμαστή αντοχή τις ταλαιπωρίες της πολεμικής ζωής. Η ευψυχία του δυνάμωνε το κορμί και δεν μπορείς να του αρνηθείς το θάρρος και τις αρετές που ξεχωρίζουν έναν άνθρωπο στον ιδιωτικό του βίο. Μιλάει πολλές γλώσσες και κυρίως γαλλικά. Αλλά το βάρος των ευθυνών που έχει αναλάβει, ή καλύτερα που του ανέθεσε ο αδερφός του, ξεπερνάει τις δυνάμεις του. Δεν είχε ούτε την τέχνη να μεταχειρίζεται και να κυβερνάει ανθρώπους ούτε τη θέρμη της επικοινωνίας που συναρπάζει το πλήθος, χαρίσματα τόσο απαραίτητα για μια επανάσταση. Η μεγάλη καλοκαγαθία του εκφυλιζόταν σε αδυναμία».

Ο Άγγλος στρατιωτικός Thomas Gordon, αρχηγός του επιτελείου του Υψηλάντη στην πολιορκία της Τριπολιτσάς γράφει: «Ο Δημήτριος Υψηλάντης (λοχαγός τελευταία στο ρωσικό στρατό) ήταν 25 χρονών και είχε μεγαλώσει με πολυποίκιλη εκπαίδευση και με τις συνήθειες της καλύτερης κοινωνίας. Η φύση τον είχε προικίσει περισσότερο στο μυαλό παρά στο σώμα. Το μικρό του ανάστημα, το φαλακρό του κεφάλι, το αδέξιο θάρρος του και η ασαφής του έκφραση δεν προσφέρονταν γιά να κερδίσουν τις γνώμες όσων τον έβλεπαν. Ωστόσο, ήταν δύσκολο να τον γνωρίσει κανείς χωρίς να τον εκτιμήσει, γιατί κι οι εχθροί του ακόμα αναγκάζονταν να ομολογήσουν ότι με το φλογερό πατριωτισμό του συνδύαζε θάρρος, ακεραιότητα και ανθρωπισμό, ότι περιφρονούσε τα θέλγητρα των απολαύσεων κι ότι είχε στην καρδιά καλωσύνη μεγάλη, σε συνδυασμό με σταθερότητα σκοπών πού πότε-πότε άγγιζε τα όρια της ισχυρογνωμοσύνης. Η απάθεια του στα συνταγματικά και η αγάπη του γιά τον ύπνο τον έκαναν να φαίνεται σχεδόν ναρκωμένος. Είχε μεγάλη ιδέα γιά τον τίτλο του, πίστευε ότι θα κυβερνήσει την Ελλάδα και διέθετε πολύ λίγη ευστροφία και ενεργητικότητα. Εκείνο πού τον ζημίωνε πιό πολύ από όλα ήταν οι άνθρωποι πού τον περιστοίχιζαν, πού, χωρίς χαρακτήρα, δεν ήταν σε θέση να τον συμβουλεύουν σωστά και δεν άξιζαν την εμπιστοσύνη του».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Η μυοτονική δυστροφία είναι κληρονομική χρόνια εξελικτική πάθηση των σκελετικών μυών και των ενδοκρινών αδένων που εμφανίζεται συνήθως στην ηλικία μεταξύ των 20 μέχρι 30 ετών. Την ασθένεια περιέγραψε το 1909 ο Γερμανός γιατρός Steinert και συνεπώς δεν ήταν γνωστή την εποχή που ζούσε και εξ αιτίας της έχασε τη ζωή του ο Δημήτριος Υψηλάντης. Η ασθένεια κληρονομείται με επικρατητικό χαρακτήρα, δηλαδή μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, εξελίσσεται με βραδύ ρυθμό και οδηγεί στο θάνατο, συνήθως από αναπνευστικές λοιμώξεις, πριν από το 40ο έτος της ηλικίας. Ασθενής, η Jean de Negri, πάμπτωχη απόγονος της ευρύτερης οικογένειας Υψηλάντη, εντοπίστηκε και καταγράφηκε στο Λονδίνο έναν αιώνα μετά τον θάνατο του Δ. Υψηλάντη, συγκεκριμένα το 1932, από τον Νεοζηλανδό νευρολόγο John E. Caughey.]
  2. [Το μνημείο του Δημήτρη Υψηλάντη στο Ναύπλιο. Δ. Χ. Γεωργόπουλος.]
  3. [Οικογένεια Υψηλάντη: Ηρωες υπέρ Πίστεως και Πατρίδoς in.gr]
  4. [Οι Βακαρέσκου υπήρξε οικογένεια λογίων Ρουμάνων βογιάρων καταγόμενη από Φαναριώτες. Μέλη της υπήρξαν οι πρώτοι ποιητές της Ρουμανικής λογοτεχνίας (Εγκυκλοπαίδεια: Πάπυρος LAROSE-BRITANICA τόμος 13ος, σελίδα 165η.)]
  5. [Ιωάννου Φιλήμονος, «Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως», Τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτενά, Τόμος Γ', 1860, Κεφάλαιο ΙΓ'.]
  6. [Ο Δημήτριος Υψηλάντης κατεβαίνει στην Ελλάδα ejournals.epublishing.ekt.gr]
  7. [Τα πρώτα Τυπογραφεία του Αγώνα το 1821 στο Κισνόβι και την Καλαμάτα eleftheriaonline.gr]
  8. Ιστορία της Κρητικής επαναστάσεως Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, σελίδα 299η.]
  9. [Ιωάννου Φιλήμονος, «Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως», Τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτενά, Τόμος Γ', 1860, Κεφάλαιο ΙΓ'.]
  10. [19 Ιουνίου 1821, άφιξη του Δημήτριου Υψηλάντη στο Άστρος (Παράλιο) astrosparalio.gr]
  11. [Η άφιξις του Δ. Υψηλάντη στο Παράλιο Άστρος Συγκεντρωμένα (pdf) αρχεία διαφόρων ιστορικών συγγραφέων.]
  12. [Τα Βέρβαινα είναι οικισμός στις απολήξεις του Πάρνωνα Ν.Α. της Τρίπολης διαμέρισμα βόρια της Κυνουρίας.]
  13. [Λουκία Δρούλια, «Ο φιλελληνισμός από το 1821 ως το 1823», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΒ' (1975), σελίδα 315η.]
  14. [Χρ. Σ. Βυζάντιος, «Ιστορία των κατά την Ελλην. Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο Τακτικός Στρατός, από του 1821 μέχρι του 1833», Αθήνα 1874.]
  15. [Αριστέα Παπανικολάου Κρίστενσεν, «Το Φιλελληνικό κίνημα στην Δανία», έκδοσις «Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος», Αθήνα, 2010, σελίδα 32η, υποσημείωση 35η.]
  16. [Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, «Επίλεκτες Βασικές πηγές της Ελληνικής Επαναστάσεως», Εκδόσεις «Βάνιας», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος Α', σελίδα 235η.]
  17. [«Ο συνταγματάρχης Balestra, του γαλλικού τάγματος, ένας γενναίος αξιωματικός που γνώριζε από επαναστάσεις, κατευθύνθηκε αμέσως στον πρίγκιπα και ζήτησε ακρόαση. Μόλις έμειναν μόνοι, του μίλησε με τα εξής λόγια, τα οποία μου εμπιστεύθηκε ο ίδιος, μια εβδομάδα αργότερα: [...]. Σας αγαπά όλος ο λαός. Όλοι οι Ευρωπαίοι είναι με το μέρος σας. Βλέπετε πώς σας φέρεται ο Κολοκοτρώνης, ιδιαίτερα μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, όπου μάζεψε τόσα χρήματα, όσα χρειάζονται για να απελευθερώσει όλη την Ελλάδα. Τώρα είναι η ευκαιρία, δώστε μου μονάχα την έγκρισή σας και αύριο, πριν το πρωί, ο Κολοκοτρώνης και οι ακόλουθοί του δεν θα υπάρχουν πια. Θα πάρετε στην κατοχή σας τα πλούτη του Κολοκοτρώνη· θα απαλλάξετε τον κόσμο από έναν αχρείο και θα έχετε τη δύναμη να φτιάξτε στρατό και να εξασφαλίσετε την ανεξαρτησία της πατρίδας σας.». (Κυριάκος Σιμόπουλος, «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21», τόμος 1ος, 1821-1822, Αθήνα 1990, σελίδες 66η & 360η, βασισμένος στον Brengeri, Ιταλό αξιωματικό που υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Baleste, «Adventures of a foreigner in Greece», London Magazine, τεύχος 6ο, Λονδίνο 1826, σελίδα 41η.]
  18. [Hering, G., Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2004, τόμος Α', σελίδα 78η.]
  19. [Αρχείον της Κοινότητος Ύδρας, τόμος 8ος, σελίδα 432η.]
  20. [Μαντώ Μαυρογένη, «Αυτοβιογραφία», σελίδα 79η.]
  21. [Μαντώ Μαυρογένη, «Αυτοβιογραφία», σελίδα 79η.]
  22. [Σύμφωνα με τον Λαμπρινίδη η Μαντώ καταγράφεται ως κάτοικος Ναυπλίου στην απογραφή του πληθυσμού το 1824, με τα ακόλουθα στοιχεία: «Αριθ. 319, Κοκώνα Μαντώ, μετά του αδελφού της, του θείου της και των υπηρετών της. Εν όλω άτομα έξ».]
  23. [Το πρόσωπο που αναφέρει ο Μαυροκορδάτος με το επώνυμο Βλακέρος είναι ο Άγγλος Έντουαρντ Μπλάκιερ, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που διαδραμάτισε ενεργό και συνάμα σκοτεινό ρόλο στην σύναψη των πρώτων δανείων του αγώνος της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.]
  24. [Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος, «Η αναφορά της Μαντούς Μαυρογένη κατά του Δημητρίου Υψηλάντη», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 11ος (1936), σελίδες 292η-297η.]
  25. [Το 1932 ο νεαρός Νεοζηλανδός νευρολόγος Δρ John E. Caughey επισκέφθηκε και εξέτασε -στη λαϊκή συνοικία Brixton του Λονδίνου- την Jean de Negri, μια γυναίκα 54 χρονών, που βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο μυοτονικής δυστροφίας. Τέσσερα ακόμη αδέλφια της, από τα επτά, νοσούσαν από την ίδια πάθηση. Η ασθενής διηγήθηκε στον γιατρό ότι ο πατέρας της, ο οποίος νοσούσε και πέθανε από την ίδια ασθένεια, έζησε και εργάσθηκε στο Λονδίνο. Ο παππούς της ήταν καθηγητής των Ελληνικών σε ένα Πανεπιστήμιο του Βορρά και η προγιαγιά της, η πριγκίπισσα Ελένη Υψηλάντη, ήταν ετεροθαλής αδελφή των αδελφών Υψηλάντη. Ο Δρ. Caughey δημοσιεύει το γεγονός στη μονογραφία Dystrophia Myotonica and Related Disorders, αφιερωμένη εξ ολοκλήρου την πάθηση. Η μονογραφία εκδόθηκε το 1963 στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής με τη συνεργασία του Έλληνα, με καταγωγή από την Κύπρο, νευρογενετιστή και Πανεπιστημιακού καθηγητή στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής Κωνσταντίνου (Ντίνου) Μυριανθόπουλου.]
  26. [Ιωάννης Κρασσάς, τριμηνιαία εφημερίδα «Πολιτεία Παπάγου-Χολαργού», αρ. φύλλου 118ο (Μάιος-Ιούνιος 2021), σελίδα 10η.]
  27. [Δημήτριος Κωνσταντίνου Υψηλάντης]
  28. [Μνημείο Υψηλάντη]
  29. [Σφυρόερας, Β., «Η συνέλευση του Άργους», Ιστορία του Eλληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, τόμος ΙΒ', σελίδα 198η-199η.]
  30. [Η άλωση της Τριπολιτσάς. Η σφαγή, τα αλισβερίσια, το πλιάτσικο, η επιδημία atticavoice.gr/istoria]
  31. [«Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836». Υπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνστ. Κολοκοτρώνης, Αθήνησιν, Τύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, 1846, σελ. 87η.]
  32. [Ιωάννης Φιλήμων, εφημερίδα «Χρόνος», αριθμός φύλλου 18ο, 26 Ιουνίου 1833, άρθρο του με θέμα το Ελληνικό δάνειο.]
  33. [Ιωάννης Φιλήμων, εφημερίδα «Χρόνος», αριθμός φύλλου 22ο, 13 Ιουλίου 1833, άρθρο του με θέμα τον φαναριωτισμό.]
  34. Ypsilanti History, Mi, Official website City of Ypsilanti, USA]
  35. [Η Domino’s Pizza, o Iggy Pop και ο Δημήτριος Υψηλάντης Εταιρεία για τον Ελληνισμό και τον φιλελληνισμό.]
  36. [Μυοτονική Δυστροφία: Υποθέσεις και δεδομένα γύρω από τη νόσο των αδελφών Υψηλάντη. Διδακτορική διατριβή Κωνσταντίνας Μ. Σωτηριάδου]
  37. [Maxime Raybaud «Memoires sur la Grece pour servir a l’histoire de la guerre de l’Independance, accompagnes de plans topographiques» Paris, 1824-25, vol. 1-2.]