Θεόδωρος Δηλιγιάννης
Ο Θεόδωρος Δελιγιάννης ή Δηλιγιάννης, Έλληνας νομικός και πολιτικός, που διατέλεσε πληρεξούσιος, βουλευτής, υπουργός και πέντε φορές πρωθυπουργός της Ελλάδος, γεννήθηκε στις 19 Μαΐου 1824 ή σύμφωνα με άλλη πηγή [1] στις 2 Ιανουαρίου 1820, στο χωριό Λαγκάδια της επαρχίας Γορτυνίας στο νομό Αρκαδίας και δολοφονήθηκε στις 31 Μαΐου 1905, στον προαύλιο χώρο της Βουλής, όπου έχει στηθεί ανδριάντας του, στην Αθήνα. Η κηδεία του έγινε την 1η Ιουνίου με ιδιαίτερες τιμές και η καρδιά του φυλάσσεται στο ναό των Αγίων Ταξιαρχών στη γενέτειρά του.
Ήταν άγαμος και δεν άφησε απογόνους. Σε νεαρή ηλικία ερωτεύθηκαν με τη Σοφία Τρικούπη, αδελφή του Χαρίλαου Τρικούπη και για ένα διάστημα έβγαιναν μαζί, κυρίως στο εξωτερικό. Η αβυσσαλέα αντιπαλότητα του με το Χαρίλαο Τρικούπη, στάθηκε ανυπέρβλητο εμπόδιο στη σχέση τους. Η Σοφία έμεινε ανύπανδρη στο πλευρό του αδερφού της, φροντίζοντας τον ως το τέλος της ζωής του, ενώ και ο Δηλιγιάννης δεν παντρεύτηκε ποτέ.
Συνοπτικές πληροφορίες αξιώματος |
---|
Έναρξη 1ης Θητείας : 19 Απριλίου 1885 |
Λήξη θητείας : 30 Απριλίου 1886 |
Προκάτοχος |
|
Διάδοχος |
|
Έναρξη 2ης Θητείας : 14 Οκτωβρίου 1890 |
Λήξη θητείας : 18 Φεβρουαρίου 1892 |
Προκάτοχος |
|
Διάδοχος |
|
Έναρξη 3ης Θητείας : 31 Μαΐου 1895 |
Λήξη θητείας: 18 Απριλίου 1897 |
Προκάτοχος |
|
Διάδοχος |
|
Έναρξη 4ης Θητείας : 24 Νοεμβρίου 1902 |
Λήξη θητείας : 14 Ιουνίου 1903 |
Προκάτοχος |
|
Διάδοχος |
|
Έναρξη 5ης Θητείας : 16 Δεκεμβρίου 1904 |
Λήξη θητείας : 31 Μαΐου 1905 |
Προκάτοχος |
|
Διάδοχος |
|
Περιεχόμενα
Βιογραφία
Κατάγονταν από σημαντική πολιτική οικογένεια της Πελοποννήσου, η οποία περιλάμβανε στις τάξεις της προκρίτους και άρχοντες. Πατέρας του ήταν ο Πανάγος Δεληγιάννης, εθνικός αγωνιστής της επαναστάσεως του 1821, που διατέλεσε έπαρχος Ηλείας και διοικητής της Κορίνθου, ενώ ήταν εγγονός του Ιωάννη Δεληγιάννη, Μωρογιάννη του κοτζαμπάση όλου του Μωριά, στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Ο Θόδωρος Δηληγιάννης, είχε δύο αδέλφια, τον Κωνσταντίνο Δηλιγιάννη, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και τον Νικόλαο Δηλιγιάννη, ανώτατο δικαστικό που διατέλεσε και πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ενώ ήταν θείος του πολιτικού Αλέξανδρου Ζαΐμη, ο οποίος διατέλεσε και πρωθυπουργός.
Ο πατέρας του πέθανε όταν ο Θεόδωρος ήταν δεκατριών ετών. Πήρε απολυτήριο από το Γυμνάσιο Ναυπλίου το 1938, με το βαθμό «Καλώς». Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και αναδείχθηκε από τους πρώτους διδάκτορες της Νομικής σχολής, όμως δεν άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα. Αρχικά, διορίστηκε συντάκτης των πρακτικών της βουλής και το 1848 διορίστηκε στο υπουργείο Εσωτερικών, όπου εργάστηκε, ως ιδιαίτερος γραμματέας του υπουργού, το 1854 ως διευθυντής Προσωπικού και στη συνέχεια ως γενικός επιθεωρητής Νομαρχιών, ενώ το 1859, έγινε γενικός γραμματέας του υπουργείου. Αντιτάχθηκε στη δίωξη των υπουργών της τελευταίας οθωνικής κυβέρνησης, την οποία επεδίωκε η επαναστατική κυβέρνηση. Το 1865, διορίστηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα 1866 ανέλαβε πρέσβης της Ελλάδος στο Παρίσι, όπου διαχειρίστηκε τα ελληνικά ζητήματα, κυρίως το Κρητικό, παρά την αντιφατική πολιτική του Ναπολέοντα Γ’. Στις 7 Οκτωβρίου 1901 τραυματίστηκε σοβαρά, όταν ανατράπηκε η άμαξα του.
Τον Ιανουάριο 1872, ο πλωτάρχης Γεώργιος Μπούμπουλης, ο εγγονός της Μπουμπουλίνας, που λίγες ημέρες νωρίτερα είχε αναλάβει Υπουργός Ναυτικών στην Κυβέρνηση Συμμαχίας που είχαν σχηματίσει ο Δημήτριος Βούλγαρης και ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, κάλεσε το Δηλιγιάννη σε μονομαχία. Αιτία ήταν τα άρθρα του Δηλιγιάννη στις εφημερίδες της εποχής, με τα οποία τόνιζε, ότι δεν ήταν δυνατόν να αναλάβει Υπουργός Ναυτικών κάποιος που είχε χρεοκοπήσει. Ο Μπούμπουλης προσβεβλημένος, έστειλε δύο αξιωματικούς στον Δηλιγιάννη για να ζητήσουν εξηγήσεις και να του απευθύνουν πρόσκληση σε μονομαχία, όμως ο Δηλιγιάννης άρχισε να δημοσιεύει σειρά δικαστικών εγγράφων που αποδείκνυαν ότι πράγματι ο Μπούμπουλης είχε χρεοκοπήσει.
Πολιτική δράση
Το 1862 εκλέχθηκε πληρεξούσιος στη Εθνοσυνέλευση, μετά την έξωση του βασιλιά Όθωνα. Διατέλεσε έγινε Εξωτερικών στην κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου το 1863, θέση που διατήρησε και στην επόμενη κυβέρνηση. Από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών, διαπραγματεύτηκε με επιτυχία την πλήρωση του ελληνικού θρόνου, ενώ ήταν ο συντάκτης του διαγγέλματος που απηύθυνε ο βασιλιάς Γεώργιος Α' στην Ελληνική εθνοσυνέλευση, όταν ανέβηκε στον θρόνο. Μετά τον ερχομό του βασιλιά Γεωργίου Α΄ ανέλαβε άλλες δύο φορές το υπουργείο των Εξωτερικών με πρωθυπουργό το ναύαρχο Κωνσταντίνο Κανάρη. Την περίοδο από το 1876, διατέλεσε υπουργός Παιδείας και Εκκλησιαστικών.
Ανέλαβε υπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου και ήταν αυτός που ανακοίνωσε στις Μεγάλες Δυνάμεις στις 21 Ιανουαρίου 1878 την εισβολή του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλία, υπό τον αντιστράτηγο Σκαρλάτο Σούτσο, χωρίς όμως, την επίσημη κήρυξη πολέμου. Ο ελληνικός στρατός αποτελούνταν από 24.000 πεζούς, 300 ιππείς και 4 πυροβολαρχίες και ήρθε σε συνεννόηση με τα άτακτα σώματα που είχαν οργανώσει οι Έλληνες επαναστάτες στην περιοχή, απελευθερώνοντας μεγάλο μέρος της. Η Θεσσαλία μαζί με το νομό Άρτας παραχωρήθηκαν και επισήμως στην Ελλάδα το 1881, μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Κωνσταντινούπολης το 1881. Αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στο συνέδριο του Βερολίνου, υποστηρίζοντας τις ελληνικές θέσεις για την προσάρτηση της Κρήτης και των βορείων παραμεθόριων περιοχών. Το 1883, δύο χρόνια μετά την ένωση της Θεσσαλίας με την Ελλάδα, με τον θάνατο του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου ανέλαβε την ηγεσία του κόμματός του, το οποίο μετονόμασε σε «Εθνικόν κόμμα» και έκτοτε για είκοσι χρόνια ανταγωνίστηκε με τον κύριο πολιτικό του αντίπαλο, το Χαρίλαο Τρικούπη.
«Σανιδικά»
Στις 17 Νοεμβρίου 1902, έγιναν εκλογές στις οποίες το κόμμα του κέρδισε 102 έδρες, όμως ακριβώς ίδιος ήταν και ο αριθμός των βουλευτών που εξέλεξε ο αντίπαλος του Γεώργιος Θεοτόκης, με το «Νεωτερικόν Κόμμα». Το γεγονός οδήγησε τη χώρα σε πολιτική αστάθεια, λόγω της αδυναμίας του σχηματισμού κυβερνήσεως, και στις συγκρούσεις που ακολούθησαν οι οπαδοί των δύο κομμάτων άρπαξαν σανίδες από τις οικοδομές των Καλαμάρη και Πεσματζόγλου στην οδό Σταδίου. Οι συμπλοκές ήταν ήταν καθημερινές, με πολλούς τραυματίες κι από τις δύο πλευρές, ενώ τα γεγονότα των ημερών, έμειναν γνωστά στην ιστορία, ως «Σανιδικά».
Πρωθυπουργός
Διατέλεσε πέντε φορές πρωθυπουργός,
- από τις 7/19 Απριλίου 1885 έως τις 18/30 Απριλίου 1886, παρέλαβε την πρωθυπουργία από τον Χαρίλαο Τρικούπη και την παρέδωσε στον Δημήτριο Βάλβη.
Την περίοδο της πρωθυπουργίας του κατάργησε όλους τους νόμους του Χαρίλαου Τρικούπη και ενεπλάκη στην περιπέτεια της περιόδου 1885-86, η οποία οδήγησε στον αποκλεισμό των ελληνικών παραλίων από τα πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής του.
- από τις 14 Οκτωβρίου 1890 έως τις 18 Φεβρουαρίου 1892, παρέλαβε και παρέδωσε την πρωθυπουργία στο Χαρίλαο Τρικούπη.
Ως πρωθυπουργός, δημιούργησε ένα κλίμα προσδοκίας για εισβολή στην Τουρκία, που εκείνη την εποχή κατέρρεε ως αυτοκρατορία και επέκταση των ελληνικών συνόρων προς την Μακεδονία, που εκείνη την εποχή έφταναν μέχρι την Θεσσαλία. Ως αποτέλεσμα προκλήθηκε ο ναυτικός αποκλεισμός της Ελλάδας από τους συμμάχους, ενώ στην συνέχεια, η κυβέρνηση προέβη σε εξωτερικό δανεισμό για να αντεπεξέλθει στην δυσμενή οικονομική κατάσταση και ο βασιλιάς τον έπαψε με άκομψο τρόπο και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Χαρίλαος Τρικούπης. Τα συσσωρευμένα χρέη προκάλεσαν την πτώχευση του 1893, ενώ ο Τρικούπης με το Δηλιγιάννη, αντάλλασσαν κατηγορίες.
- από τις 31 Μαΐου 1895 έως τις 18 Απριλίου 1897, που ήταν και η πλέον άτυχη πρωθυπουργία του καθώς συνέπεσε με τον ατυχή και ταπεινωτικό για την Ελλάδα πόλεμο του 1897, ενώ επί πρωθυπουργίας του έγιναν το 1896, οι Πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες της σύγχρονης ιστορίας. Παρέλαβε την πρωθυπουργία από τον Νικόλαο Δηλιγιάννη και την παρέδωσε στο Δημήτριο Ράλλη.
Ο άτυχος πόλεμος, όπως ονομάστηκε, ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1897 και με τη λήξη του, η ηττημένη Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις στην Τουρκία. Η έλλειψη χρημάτων έστρεψε τη χώρα στον εξωτερικό δανεισμό, όμως οι δανειστές ανέλαβαν να εισπράξουν οι ίδιοι τα δάνεια και επέβαλαν στην Ελλάδα τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, [Δ.Ο.Ε.], που διάρκεσε για 50 περίπου χρόνια, μέχρι και μετά την λήξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου. To Μακεδονικό και το Κρητικό ζήτημα έφτασαν σε κρίσιμη οξύτητα ενώ στο στρατό κυριαρχούσε η «Εθνική Εταιρεία».
- από τις 24 Νοεμβρίου 1902, μετά τα επεισόδια, γνωστά ως «Σανιδικά», που προκάλεσαν οι οπαδοί του οι οποίοι διαμαρτύρονταν για τον αρχικό διορισμό του Γεωργίου Θεοτόκη.
Στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου τα κόμματα του Δηλιγιάννη και του Θεοτόκη είχαν εκλέξει από 102 βουλευτές, ενώ 19 βουλευτές είχε εκλέξει το κόμμα του Αλέξανδρο Ζαΐμη, από τον οποίο παρέλαβε την πρωθυπουργία και παρέδωσε το αξίωμα στον Γεώργιο Θεοτόκη στις 14 Ιουνίου 1903.
- από τις 16 Δεκεμβρίου 1904, όταν παρέλαβε από το Γεώργιο Θεοτόκη, έως τις 31 Μαΐου 1905, την ημέρα της δολοφονικής απόπειρας εναντίον του, από την οποία προκλήθηκε ο θάνατός του, όταν ανατέθηκε η εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στο Δημήτριο Ράλλη. Στις εκλογές που έγιναν στις 20 Φεβρουαρίου, ο Δηλιγιάννης είχε εξασφαλίσει 142 έδρες, ο Γεώργιος Θεοτόκης 60, ο Αλέξανδρος Ζαΐμης 13, ενώ είχαν εκλεγεί και 20 ανεξάρτητοι βουλευτές.
Η δολοφονία του
Στις 5 η ώρα το απόγευμα της 31ης Μαΐου 1905, με την άμαξα και το μόνιμο συνοδό του τον Ιωάννη Πάνου, έφτασε στο κτίριο της Βουλής, στην οδό Σταδίου, για να πάρει μέρος στη συνεδρίαση της. Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, με κορύφωση την άνοιξη του 1905, είχε πρωτοστατήσει σε μια σειρά από μέτρα που αφορούσαν τη λειτουργία των χαρτοπαικτικών λεσχών, επιβάλλοντας αυστηρά περιοριστικά μέτρα, ενώ ζήτησε από τις αστυνομικές διευθύνσεις της χώρας να εφαρμόσουν αυστηρά τα διατάγματα, που πρόβλεπα το οριστικό κλείσιμο τους. Την ώρα που ο Δηλιγιάννης έφτασε στη Βουλή, ο μετέπειτα δράστης, έτρεξε και του άνοιξε την πόρτα της άμαξας ενώ δευτερόλεπτα αργότερα τον κάρφωσε, στην περιοχή της κοιλιάς, με το μαχαίρι που κρατούσε. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Ακρόπολις» [2], «…Ο Δηλιγιάννης κλονισθείς έπεσε προς τα οπίσω, εγονάτισε στηριχθείς επί του εδάφους διά της αριστεράς χειρός του. Μεταφέρθηκε στον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, όπου εξέπνευσε….». Ο Δηλιγιάννης, λίγο πριν εκπνεύσει υποβλήθηκε σε λαπαροκτομή, από ομάδα τεσσάρων ιατρών, δίχως αποτέλεσμα, καθώς πέθανε στη διάρκεια της επεμβάσεως.
Δολοφόνος του ήταν ο Αντώνιος Κωνσταντίνου Γερακάρης, που τον φώναζαν Κωσταγερακάρη από το όνομα του πατέρα του, 38 ετών με καταγωγή από το χωριό Λάγια του νομού Λακωνίας, μανιώδης χαρτοπαίκτης και «κράχτης», «μπράβος» ή «κόφτης» στη Λέσχη του Μητσέα. Ήταν πατέρας πέντε παιδιών, ηλικίας από ενός έως δώδεκα ετών και κατοικούσε στην οδό Αρείου Πάγου, ενώ η οικογένειά του ήταν η φτωχότερη στη γειτονιά. Ο Γερακάρης σε σχετική ερώτηση του επικεφαλής της φρουράς στη Βουλή, απάντησε, «…Έκλεισε τα χαρτοπαίγνια και εψόφησα από την πείνα…». Το Γερακάρη συνέλαβαν, ένας πολίτης ο Γεώργιος Ρεγγούσης, μαζί με τους στρατιώτες της φρουράς. Ο Αλέξανδρος Ρώμας, τότε πρόεδρος της Βουλής, ανήγγειλε το θάνατο του Δηλιγιάννη και έλυσε τη συνεδρίαση, ενώ η σορός του μέχρι την ταφή του εκτέθηκε σε αίθουσα της Βουλής. Ο Γερακάρης δικάστηκε από το Κακουργιοδικείο, μαζί του δικάστηκε και ο Μητσέας που καταδικάστηκε σε ποινή οκτώ ετών για ηθική αυτουργία στη δολοφονία. Στο Γερακάρη επιβλήθηκε η θανατική ποινή δι' αποκεφαλισμού και καρατομήθηκε στο Παλαμήδι του Ναυπλίου. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εποχής το επίθετο Γερακάρης ήταν ωευδώνυμο, ενώ το πραγματικό επίθετο του ήταν Μιχελάκος [3].
Ο ανδριάντας του Δηλιγιάννη, έργο του γλύπτη Γεωργίου Δημητριάδη με ύψος 2 μέτρα, είναι κατασκευασμένος από μάρμαρο και βρίσκεται τοποθετημένος στον περίβολο της Παλαιάς Βουλής. Τα αποκαλυπτήρια του έγιναν στις 22 Μαρτίου 1931 από τον τότε πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.
Κριτική
Ήταν πάντα δημοφιλής σε μεγάλα λαϊκά τμήματα, όμως βρέθηκε στο στόχαστρο των Φιλελεύθερων, που τον χαρακτηρίζουν ως λαϊκιστή και δημαγωγό που εμπόδιζε την απελευθέρωση οικονομίας και κοινωνίας, αλλά και των Μαρξιστών ιστορικών που τον θεωρούν εκφραστή οπισθοδρομικών και «προ-καπιταλιστικών» κοινωνικών στρωμάτων, και αξιολογούν ως σημαντικότερο του τον Χαρίλαο Τρικούπη. Ήταν αντιπαθής και στην οικονομική ελίτ αλλά και στην εργατική τάξη, καθώς εξέφραζε κυρίως τους υπαλλήλους του Κράτους, τα μεσαία αγροτικά στρώματα, τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικρεμπόρους. Σημαντική ήταν η συμβολή του στον τομέα της κοινωνικής νομοθεσίας και της προστασίας των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών. Πολλές φορές ήρθε σε σύγκρουση με το στέμμα, αλλά έδειξε πάντα σεβασμό προς τους θεσμούς και υπήρξε εξαιρετικά φειδωλός στη διαχείριση των οικονομικών του δημοσίου, ενώ άφησε μνήμη εξαιρετικού ρήτορα.
Ο Γεώργιος Σουρής πένθησε το Δεληγιάννη με πρωτοσέλιδο ποίημα στο περιοδικό «Ρωμηός», όπου έγραφε:
«Λαός που τον καμάρωνε γονατιστός μπροστά του
Κι αθάνατα τα νόμιζε τ’ άσπρα γεράματά του
Σαν όνειρο του φαίνεται το γέρο του πως χάνει
Πως μνήμα ανοίγει σήμερα του γέρου Ντεληγιάννη
Κι ακούς να λεν χίλιες φορές, ανάθεμα στο χέρι
Που πήγε για το γέρο του κι ακόνισε μαχαίρι.»
Αντιθέτως η εφημερίδα «Νουμάς» θεώρησε ότι, «…Θάτανε χάρισμα θεϊκό για τον πολυτυραγνισμένο τούτο τόπο αν με το θάνατο του Ντεληγιάννη πέθαινε μια και καλή και η καταραμένη Πολιτική Δημοκοπία, που τόσα κακά μας φόρτωσε στη ράχη μας…» [4].
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Παραπομπές