Ιωάννης Πολέμης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Ιωάννης Πολέμης, Έλληνας εθνικιστής και πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός, λυρικός και δραματικός ποιητής, λογοτέχνης και συγγραφέας θεατρικών έργων, από τους υπέρμαχους του Δημοτικισμού και ο πρώτος Έλληνας φιλόζωος ποιητής που αφιέρωσε ποίημα του στα ζώα -76 χρόνια πριν τη «Διεθνή Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Ζώων» το 1978, γεννήθηκε το 1862 στην Αθήνα όπου και πέθανε στις 28 Μαΐου 1924 από κακοήθη γριππώδη πνευμονία. Η νεκρώσιμη ακολουθία του τελέστηκε με δημόσια δαπάνη στις 29 Μαΐου από τον Ιερό ναό Αγίου Γεωργίου του Καρύτση.

Ο Πολέμης ήταν άγαμος και δεν απέκτησε απογόνους.

Ιωάννης Πολέμης

Βιογραφία

Ο Ιωάννης κατάγονταν από μάλλον ευκατάστατη ιστορική οικογένεια που οι ρίζες της έφταναν ως την εποχή του Βυζαντίου, της οποίας υπήρξε ο τελευταίος απόγονος. Η οικογένεια του είχε αρχικά εγκατασταθεί στο νησί της Άνδρου, όπου οι πρόγονοι του, Λεονάρδος και Δημήτριος Πολέμης κατέλαβαν αρκετές φορές το αξίωμα του κοτζαμπάση. Μέλη της οικογένειας Πολέμη ήταν επίσης, ο Μακάριος, Επίσκοπος Τήνου και αργότερα Φαρσάλων καθώς και ο Μιχαήλ Πολέμης, πληρεξούσιος της Άνδρου στην Ε' εθνική συνέλευση στο Άργος και στο Ναύπλιο [1].

Πατρική οικογένεια

Πατέρας του Ιωάννη, που είχε μια αδελφή την Τερέζα Πολέμη, ήταν ο δικαστής Κωνσταντίνος Πολέμης, με καταγωγή από την Άνδρο, και μητέρα του η Αθηναία Αργυρώ Ντέκα.

Σπουδές

Ο ποιητής από μικρός ήταν άριστος μαθητής και γαλουχήθηκε με τις λαϊκές παραδόσεις και τους θρύλους, χάρη στη μητέρα του, οι διηγήσεις της οποίας αποτελούσαν μία ανεξάντλητη λαογραφική πηγή για τον μικρό Ιωάννη. Από τα δεκατρία του χρόνια ο Πολέμης άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα και χαρακτηρίστηκε πρώιμη ποιητική ιδιοφυία. Ο Πολέμης ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Αθήνα και σπούδασε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία δεν αποφοίτησε. Σε ηλικία 23 ετών πραγματοποίησε την πρώτη του απαγγελία στην Φιλολογικό Όμιλο «Παρνασσός». Τον Αύγουστο του 1888 έφυγε στο Παρίσι, όπου παρέμεινε έως το 1890 με υποτροφία του Δήμου Αθηναίων, και παρακολούθησε μαθήματα αισθητικής στη Sorbonne και το Collège de France ενώ ασχολήθηκε με την Ιστορία και την κριτική της τέχνης. Στο Γαλλία ήρθε σε επαφή με λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής και έκανε στενή παρέα με τους Λεγκράν, Σαιντ Ιλλαίρ, Γιάννη Ψυχάρη, Ρενάν και Κοππέ. Από κει στέλνει συχνά συνεργασίες του σε εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, ασχολήθηκε με την ποίηση, την οποία καλλιέργησε σ` όλη του τη ζωή.

Ενήλικα χρόνια

Μετά την επιστροφή του από το Παρίσι, ο Ιωάννης έγινε συνδιευθυντής του περιοδικού «Αττικόν Μουσείον» όμως παράλληλα εργάστηκε ως γραφέας του υπουργείου Παιδείας. Ο Πολέμης ανέπτυξε από νωρίς φιλικούς δεσμούς με τον Γεώργιο Σουρή, τον Κρητικό ποιητή Εμμανουήλ Στρατουδάκη και τον Δημήτριο Καμπούρογλου. Το 1900 βοήθησε το ζωγράφο Γεώργιο Ιακωβίδη στην οργάνωση της Εθνικής Πινακοθήκης και το 1909 ιδρύει την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων της οποίας διετέλεσε πρώτος πρόεδρος για κάποια χρόνια. Το 1895 η Φιλαρμονική Εταιρεία του ανέθεσε να συνθέσει ποίημα για τους Ολυμπιακούς αγώνες, τη μελοποίηση του οποίου ανέλαβε ο Διονύσης Λαυράγκας. Η πολύστιχη ποιητική αυτή σύνθεση με τον τίτλο «Πένταθλον» απέσπασε θετικές κριτικές και έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Αργότερα διορίστηκε υπογραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 1915 και ύστερα διορίστηκε γραμματέας της σχολής Καλών Τεχνών, ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του διατέλεσε γραμματέας της Εθνικής Πινακοθήκης.

Ο Πολέμης πίστευε στον πνευματισμό και τον αποκρυφισμό, στον οποίο είχε μυηθεί όταν σπούδαζε στο εξωτερικό [2]. Επιστρέφοντας από το Παρίσι, στα τέλη του 1890, συμμετείχε σε πνευματιστικές συγκεντρώσεις, στο σπίτι του σατυρικού ποιητή Γιώργου Σουρή, ως το απόλυτο «υπνωτιστικό υποκείμενο». Σε κατάσταση υπνώσεως ζωγράφιζε αριστουργηματικά ιχνογραφήματα τα οποία κατέστρεφε στη συνέχεια. Σύμφωνα με τον παριστάμενο νευρολόγο και ψυχίατρο Σίμωνα Αποστολίδη, οι σφυγμοί του έφταναν από τους 80 στους 140, ανάλογα με την ένταση του καλέσματος των πνευμάτων: του Βούδα, της Σαπφούς, του Γκαίτε και του Ουγκώ, τα οποία του υπαγόρευαν και ποιήματα, μερικά από τα οποία δημοσιεύτηκαν ως «αποδείξεις» υπνωτιστικής εναισθήσεως στο περιοδικό «Άστυ».

Τιμητικές διακρίσεις

Το 1888, για τη συλλογή «Ερείπια», ο Πολέμης μοιράστηκε με τον Κωστή Παλαμά το πρώτο βραβείο στο «Φιλαδέλφειο» διαγωνισμό ενώ κατά καιρούς κέρδισε διακρίσεις σε ποιητικούς και θεατρικούς διαγωνισμούς. Δύο έργα του, το δράμα «Ο βασιλιάς Ανήλιαγος» και το «Μια φορά και έναν καιρό» βραβεύτηκαν στον Αβερώφειο διαγωνισμό. Η πολιτεία, αναγνωρίζοντας την πνευματική του προσφορά του Πολέμη, τον τίμησε και του απένειμε, το 1917, τον Αργυρούν Σταυρόν του Σωτήρος. Την επόμενη χρονιά τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της νεοσύστατης Ακαδημίας για τα την ποιητική συλλογή

  • «Σπασμένα Μάρμαρα» αλλά και για το σύνολο του έργου του.

Από το 1884 διετέλεσε μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του ανατέθηκε η θέση του Γραμματέα της Εθνικής Πινακοθήκης. Ο ζωγράφος Γεώργιος Ροϊλός περιλαμβάνει τον ποιητή Πολέμη στα πρόσωπα που απεικονίζει στον πίνακα του «Οι ποιηταί», μαζί με τους Κωστή Παλαμά, Γεώργιο Δροσίνη, Γεώργιο Στρατήγη, Αριστομένη Προβελέγγιο και Γεώργιο Σουρή. Η προτομή του Πολέμη, έργο του γλύπτη Λουκά Δούκα [3], στήθηκε στο Ζάππειο, στις 24 Μαΐου 1936 [4], με χρήματα που συγκεντρώθηκαν από έρανο των αναγνωστών του περιοδικού «Διάπλασις των Παίδων». Στα αποκαλυπτήρια παρέστη ο τότε υπουργός Παιδείας Νικόλαος Λούβαρις, άνθρωποι των γραμμάτων και των Τεχνών και τον λόγο εκφώνησε ο Πρόεδρος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» Ιπποκράτης Καραβίας.

Εργογραφία

Ο Πολέμης υπήρξε πολυγραφότατος και σχεδόν δεν υπάρχει εφημερίδα, περιοδικό ή ημερολόγιο της περιόδου 1880-1924 που να μην περιλαμβάνει ποιήματα του. Η ποίηση του χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και καλοσύνη, στοιχεία άλλωστε που χαρακτηρίζουν και την ίδια του τη ζωή. Εμφανίστηκε στο προσκήνιο των γραμμάτων σε ηλικία δεκατριών χρόνων, με στιχουργήματα δημοσιευμένα σε λευκώματα, ημερολόγια και περιοδικά της εποχής και από τότε είναι αναρίθμητα τα έντυπα που δημοσιεύτηκαν στίχοι του. Το 1880 δημοσίευσε το πεζογράφημα «Ρέα Κυβέλη» στο περιοδικό «Αι Μούσαι» και μέσω του ομώνυμου συλλόγου ήρθε σε επαφή με τον Παλαμά και τους ποιητές του κύκλου του, οι οποίοι τον έστρεψαν από την καθαρεύουσα στη δημοτική γλώσσα, στην οποία έγραψε και δημοσίευσε τα επόμενα ποιήματα και πεζά του στο περιοδικό «Ραμπαγάς». Ξεκίνησε το 1884 την αρθρογραφία χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Guerrier» στο περιοδικό «Ασμοδαίος» του Εμμανουήλ Ροΐδη και στο «Άστυ», ενώ έγραφε επώνυμα στην «Εβδομάδα», την «Ποικίλη Στοά» και στο «Εθνικό Ημερολόγιο» του Κωνσταντίνου Σκόκου. Έγραψε θεατρικά έργα και ασχολήθηκε με μεταφράσεις ξένων έργων έμμετρων και πεζών. Μαζί με τους Γεώργιο Δροσίνη, Κωστή Παλαμά και Νικόλαο Καμπά, αποτέλεσαν την τετράδα των δημοτικιστών ποιητών, οι οποίοι διαδέχτηκαν τους καθαρευουσιάνους ρομαντικούς.

Το έργο του είχε πρωτοφανή λαϊκή απήχηση κι ο ίδιος χαρακτηρίστηκε ως ποιητής του έρωτα και της πατρίδος. Ο Πολέμης χρονικά τοποθετείται στο πέρασμα από το ρομαντισμό της Α' Αθηναϊκής Σχολής στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή και η ποίηση του είναι αυτή των απλών μέσων. Στις εμπνεύσεις του επικρατεί ένα κράμα δημοτικών και ρομαντικών στοιχείων. Η λυρικότητα της άσκησε γόνιμη επίδραση στους σύγχρονούς του και διαβάστηκε πολύ από τους νέους. Έγραψε ποίηση σε γλώσσα κατανοητή, κάποτε διδακτική-πατριωτική-ηθικοπλαστική και κάποτε με ρομαντικό επίχρισμα και πολλά από τα ποιήματα του έχουν μελοποιηθεί [5]. Μετέφρασε έργα των Σαπφούς, Ανακρέοντα, Θεοκρίτου, Ευριπίδη, Ουγκώ, Μιστράλ, Μολιέρου [6], Αριστοφάνη και άλλων. Ο Πολέμης επικρίθηκε συχνά και από τους συγχρόνους του και από τους μετέπειτα κριτικούς για το χαμηλόφωνο ύφος του, για τον έντονο αισθηματισμό του, την έλλειψη ποιητικού βάθους και θεματικής πρωτοτυπίας.

Ποιητικές συλλογές

Σημαντικότερες ποιητικές του συλλογές είναι:

  • «Ποιήματα», το 1883,
  • «Χειμώνανθοι», το 1888,
  • «Αλάβαστρα», το 1900.

Η συλλογή περιλαμβάνει και το ποίημα «Κρυφό Σχολειό» που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό του Γεωργίου Δροσίνη «Εθνική Αγωγή» [7].

  • «Πρώτα βήματα», το 1902, παιδικά ποιήματα,
  • «Κειμήλια», το 1904,
  • «Εξωτικά», το 1905,
  • «Το παλιό βιολί», το 1909, η οποία επανεκδόθηκε αρκετές φορές,
  • «Σπασμένα Μάρμαρα», το 1917,
  • «Ειρηνικά», το 1919.

Τα «Ειρηνικά» είναι μια σειρά ποιήματα που αναφέρονται στην ειρήνη. Γράφτηκαν στη διάρκεια και στο τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ως αντιπολεμική διαμαρτυρία όπως προκύπτει από τους στίχους του Προφήτη Ησαΐα τους οποίους βάζει στην αρχή της συλλογής: «Και θα κάμουν τα μαχαίρια τους δρεπάνια / και μαχαίρι έθνος ενάντια σε έθνος δεν θα σηκώσει / και την τέχνη του πολέμου όλοι πια θα την ξεχάσουν.»

  • «Εσπερινός», το 1923.

Ένα από τα πλέον γνωστά ποιήματα του, εμπνευσμένο από τον πίνακα «Σχολείον » του ζωγράφου Νικόλαου Γύζη, είναι:

* «Το κρυφό σχολειό» [8] .

«Ἀπ᾿ ἔξω μαυροφόρ᾿ ἀπελπισιά,
πικρῆς σκλαβιᾶς χειροπιαστὸ σκοτάδι,
καὶ μέσα στὴ θολόκτιστη ἐκκλησιά,
στὴν ἐκκλησιά, ποὺ παίρνει κάθε βράδυ
τὴν ὄψη τοῦ σχολειοῦ,
τὸ φοβισμένο φῶς τοῦ καντηλιοῦ
τρεμάμενο τὰ ὀνείρατα ἀναδεύει,
καὶ γύρω τὰ σκλαβόπουλα μαζεύει.

Ἐκεῖ καταδιωγμένη κατοικεῖ
τοῦ σκλάβου ἡ ἁλυσόδετη πατρίδα,
βραχνὰ ὁ παπάς, ὁ δάσκαλος ἐκεῖ
θεριεύει τὴν ἀποσταμένη ἐλπίδα
μὲ λόγια μαγικά,
ἐκεῖ ἡ ψυχὴ πικρότερο ἀγροικὰ
τὸν πόνο τῆς σκλαβιᾶς της, ἐκεῖ βλέπει
τί ἔχασε, τί ἔχει, τί τῆς πρέπει.

Κι ἀπ᾿ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ψηλά,
ποῦ ἐβούβανε τὰ στόματα τῶν πλάνων,
καὶ ρίχνει καὶ συντρίβει καὶ κυλᾶ
στὴν ἄβυσσο τοὺς θρόνους τῶν τυράννων,
κι ἀπὸ τὴ σιγαλιά,
ποῦ δένει στὸ λαιμὸ πνιγμοῦ θηλιά,
κι ἀπ᾿ τῶν προγόνων τ᾿ ἄφθαρτα βιβλία,
ποῦ δείχνουν τὰ πανάρχαια μεγαλεῖα,
ἕνας ψαλμὸς ἀκούγεται βαθὺς
σὰ μελῳδίες ἑνὸς κόσμου ἄλλου,
κι ἀνατριχιάζει ἀκούοντας καθεὶς
προφητικὰ τὰ λόγια του δασκάλου
μὲ μία φωνὴ βαριά.

«Μὴ σκιάζεστε στὰ σκότη! Ἡ λευτεριὰ
σὰν τῆς αὐγῆς τὸ φεγγοβόλο ἀστέρι
τῆς νύχτας τὸ ξημέρωμα θὰ φέρει».

Ανθολογίες

  • «Λύρα. Ανθολογία της νεωτέρας ελληνικής ποιήσεως» [9], Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα 1910, ανατυπώθηκε το 1919, με ασήμαντες διαφορές από την πρώτη έκδοση.
  • «Παιδική αύρα», το 1919.

Θεατρικά έργα

Έγραψε 17 έμμετρα δράματα και γενικώς θεατρικά έργα με βυζαντινή θεματολογία, μονόπρακτα και πολύπρακτα, αρκετά από τα οποία ανέβηκαν σε θεατρικές σκηνές, μεταξύ τους τα:

  • «Τραγουδιστής», το 1893,
  • «Πρόκρις», το οποίο παραστάθηκε στο Βασιλικό Θέατρο,
  • «Πτωχοπρόδρομος»,
  • «Βασιλιάς Ανήλιαγος» [10], το 1910, τρίπρακτο που ερμήνευσε στην σκηνή η Μαρίκα Κοτοπούλη,
  • «Γυναίκα» κ.ά.

Δράματα

  • «Το Όνειρον»,
  • «το Εικόνισμα»,
  • «Στην άκρη του κρεμνού»,
  • «το Στοίχημα»,
  • «το Μαγεμένο ποτήρι»,
  • «Του βίγκας»,
  • «Ο Πτωχοπρόδρομος».

Έγραψε το σχολικό βιβλίο

  • «Νεοελληνικά αναγνώσματα» [11], της Α’, Β’, Γ’ και Δ’ Γυμνασίου, της περιόδου από το 1920-24. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του εκδόθηκε το 1973, μετά τον θάνατό του, συγκεντρωμένο σε δύο τόμους, με τον γενικό τίτλο:
  • «Άπαντα Πολέμη».

Το τέλος του

Ο ποιητής -που ήταν άγαμος και ζούσε μαζί με την αδελφή του Τερέζα- πέθανε από κακοήθη γριππώδη πνευμονία (βρογχοπνευμονία) μετά από βραχύχρονη νοσηλεία σε κλινική. Σύμφωνα με όσα δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες της εποχής: «Σεμνή και επιβλητική, εγένετο δημοσία δαπάνη η κηδεία του Ι. Πολέμη από του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου Καρύτση εν μέσω ασφυκτικής συρροής. Την κηδείαν παρηκολούθησεν όλος ο κόσμος των γραμμάτων και των τεχνών, καθώς και ο Υπουργός Παιδείας κ. Λυμπερόπουλος. Κατετέθησαν πλείστοι στέφανοι εκ μέρους των φίλων του μεταστάντος, οίτινες και αποχαιρέτισαν αυτόν διά θερμοτάτων εκφράσεων».

Μνήμη Ιωάννη Πολέμη

Σύμφωνα με την περιγραφή [12] του δημοσιογράφου και λογοτέχνη Δημητρίου Χατζόπουλου του γνωστού με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο «Μποέμ» ο Πολέμης ήταν: «Μετρίου αναστήματος, ολίγον τι αδύνατος, πολύ ωχρός, με ξανθίζον γένειον, με καστανούς γλυκούς οφθαλμούς, αποπνέει λεπτοτάτην τρυφερότητα». Την περιγραφή αυτή συμπληρώνουν οι εφημερίδες της εποχής του θανάτου του στις στήλες που αφιέςρωσαν στην μνήμη του όπου συμπληρώνουν πως ο ποιητής ήταν ωχρός στην όψη, λεπτόσωμος, ευσταλής κι επιβλητικός με όμορφα γαλανά μάτια. Ό Δροσίνης γράφει για τον ποιητή Πολέμη: «...Έμεινε ποιητής, γλυκύφωνος τραγουδιστής ως τό τέλος τής ζωής του, καί κοσμοαγάπητος τόσο, πού τά ποιήματά του έχουν περισσότερες εκδόσεις άπό τά ποιήματα κάθε άλλου άπό τούς συγχρόνους του» [13] ενώ ο Τέλλος Άγρας γράφει πως «....ο Πολέμης ήταν ο τελευταίος εν Αθήναις τυπικός αντιπρόσωπος του νεοελληνικού αστικού ρομαντισμού».

Η ποίηση του αξίζει να διαβαστεί εκ νέου καθώς αποτελεί ένα καταφύγιο στην παράδοση, και στις ηθικές αξίες της φυλής και παράλληλα κομίζει διαχρονικές αξίες ενώ μόνο καλό έχει να προσφέρει σ' ένα λαό και μια κοινωνία που βρίσκονται σε πρωιούσα αποσύνθεση. Το έργο του συνέβαλε στην τόνωση του πατριωτικού συναισθήματος, τη διδασκαλία της πολεμικής αρετής, την υποστήριξη των αξιών που λέγονται τιμή, συνέπεια, αξιοπρέπεια, φιλότιμο, ταπεινοφροσύνη, καλοσύνη και αγάπη στην ελληνική φύση, παρουσιασμένη μέσα από την απλή ζωή του Ελληνικού λαού. Χάρη στην ποίηση του Πολέμη το Κρυφό Σχολειό, που το ανήγαγε σε Εθνικό θέμα, έζησε στα σχολικά αναγνώσματα, στις εθνικές επετείους, στους πανηγυρικούς λόγους, στο διαδίκτυο και κυρίως στις συνειδήσεις των Νεοελλήνων.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Ιωάννης Πολέμης.]
  2. [Ο ποιητής Ιωάννης Πολέμης και ο Πνευματισμός strangepress.gr, 7 Φεβρουαρίου 2018.]
  3. [Τα Γλυπτά στην περιοχή της Αθήνας (του Δήμου Αθηναίων).]
  4. [Η προτομή του Ιωάννη Πολέμη Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 226, σελίδα 722η.]
  5. [Ιωάννης Πολέμης (Στιχουργός).]
  6. [Ο Αρχοντοχωριάτης, μετάφραση Ιωάννη Πολέμη]
  7. [Περιοδικό «Εθνική Αγωγή», Τεύχος 1ης Ιανουαρίου 1899, σελίδα 1η.]
  8. [Το 1899, ο Πολέμης, εμπνεόμενος από τον πίνακα του Νικολάου Γύζη, δημοσίευσε στο περιοδικό Εθνική Αγωγή, του Γεωργίου Δροσίνη, το ποίημά του «Το Κρυφό Σχολειό», που μεταγενέστερα γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία ιδίως μέσα στον χώρο των νεοελληνικών αναγνωσμάτων της υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως.]
  9. [«Λύρα», Ολόκληρο το έργο.
  10. [«Βασιλιάς Ανήλιαγος», Ολόκληρο το έργο]
  11. [«Νεοελληνικά αναγνώσματα», Ολόκληρο το βιβλίο]
  12. [Εφημερίδα «Άστυ», φύλλο 26ης Μαρτίου 1893.]
  13. [Γεώργιος Δροσίνης, «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου», σελίδα 172η.]