Νικόλαος Δούμπας

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Νικόλαος Δούμπας [Nikolaus Dumba] Ελληνικής καταγωγής επιχειρηματίας και φιλότεχνος, ευεργέτης της Ελλάδος και της Αυστρίας, που χαρακτηρίστηκε ως «...Μία από τις εξέχουσες προσωπικότητες του 19ου αιώνα», που ήταν τότε και ο πλουσιότερος στον κόσμο μαζί με τον οίκο των Ρότσιλντ, γεννήθηκε στις 24 Ιουλίου 1830 στη Βιέννη και πέθανε στις 23 Μαρτίου 1900, γύρω στις 12 το μεσημέρι στη Βουδαπέστη από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, στο σπίτι του πεθερού του Στέφανου Μάνου, τότε Δημάρχου Βουδαπέστης, από την Κλεισούρα Καστοριάς. Η κηδεία του έγινε στις 27 Μαρτίου στη Βιέννη και ετάφη στον οικογενειακό του τάφο, στο ελληνικό τμήμα του κοιμητηρίου. Στις 13 Αυγούστου 1903 όμως έγινε εκταφή των λειψάνων του, τα οποία εναποτέθηκαν σε τιμητική θέση, στο Zentral-Friedhof, το κεντρικό νεκροταφείο της Βιέννης, όπου αργότερα ενταφιάστηκαν η σύζυγος και η κόρη του.

Το 1863 παντρεύτηκε με την, τότε 18χρονη, Μαρία Μάνου-Δούμπα, που πέθανε το 1936, κόρη του Στέφανου Μάνου, και από το γάμο τους απέκτησαν μια κόρη, την Ειρήνη, που αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας και πέθανε το 1920 άγαμη, κι ένα γιο, το Θεόδωρο, ενώ γιος του ή, σύμφωνα με άλλη πηγή, ανιψιός του ήταν ο βαρώνος Κωνσταντίνος Δούμπας [1], τελευταίος πρέσβης της Αυστρο-Ουγγαρίας στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Νικόλαος Δούμπας

Βιογραφία

Η οικογένεια του καταγόταν από την Μακεδονία. Ο παππούς κατάγονταν από το Λινοτόπι του Γράμμου κι έζησε στο Μπλάτσι, σημερινό χωριό Βλάστη της Εορδαίας, κοντά στην Κοζάνη και 21 χιλιόμετρα δυτικά της Πτολεμαΐδας στη Μακεδονία. Πατέρας του Νικόλαου ήταν ο Στέργιος Δούμπας, που ξεκίνησε από το Μπλάτσι αλλά εξαιτίας των τουρκαλβανικών διωγμών κατέφυγε μαζί με τα αδέλφια του Θεόδωρο και Νικόλαο και τον χρυσοχόο πατέρα τους στις Σέρρες, όπου δημιούργησαν την εταιρεία «Αυτάδελφοι Μιχαήλ Δούμπα» στις 17 Σεπτεμβρίου 1819, και ασχολήθηκαν με το εμπόριο και την υφαντουργία βάμβακος [2].

Το 1821 τα αδέλφια Δούμπα εγκαταστάθηκαν στην Αυστρία, όπου με επικεφαλής τον Στέργιο, που ήταν από το 1817 στη Βιέννη κι εργάζονταν στις επιχειρήσεις του Μιχαήλ Κούρτη, δημιούργησαν εταιρεία στις 13 Ιανουαρίου 1821, και ασχολήθηκαν με το εμπόριο βαμβακιού, ως αντιπρόσωποι της Ελληνικής εταιρείας στη Βιέννη. Δημιούργησαν κλωστοϋφαντουργεία και εμπορικές επιχειρήσεις, ενώ ο Στέργιος διατέλεσε πρόεδρος της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Βιέννης για πολλές δεκαετίες και μετά τον θάνατο των αδελφών του, Θεοδώρου και Νικολάου, ανέλαβε αποκλειστικά τη διεύθυνση της εταιρείας, συναποκομίζοντας τεράστια περιουσία. Στήριξε οικονομικά τη Φιλική Εταιρεία, προσέφερε υποτροφίες σε παιδιά από την Αυστρία και την Ελλάδα, προίκισε σχολεία στην Αυστρία και Ελλάδα και υπήρξε εκ των μεγάλων δωρητών του Πανεπιστημίου των Αθηνών. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Στέργιος και ο Βαρόνος φίλος του Σίμων Σίνας διατήρησαν τον παραδοσιακό ελληνικό τρόπο ζωής και την παραδοσιακή Ελληνική αμφίεση, μέχρι το τέλος της ζωής τους.

Μητέρα του Νικόλαου Δούμπα ήταν η Μαρία Κούρτη, κόρη του έμπορου Μιχαήλ Κούρτη, το γένος Τούφλη ή Παπαναούμ, από την Λάρισα, με την οποία ο Στέργιος Δούμπας παντρεύτηκαν στο Ναό του Αγίου Γωργίου της Αδελφότητας των Τουρκομεριτών Ελλήνων της Βιέννης. Η καταγωγή της ήταν από τη Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου, ενώ αδερφή της ήταν η Σοφία, η οποία είχε παντρευτεί τον Μετσοβίτη βαρόνο Τοσίτσα, κάτοικο Λιβόρνου. Ο Νικόλαος Δούμπας είχε αδελφό το Μιχαήλ Δούμπα που γεννήθηκε το 1828 στη Βιέννη και πέθανε άγαμος. Σε νηπιακή ηλικία, αυτός και ο αδερφός του, έμειναν ορφανοί καθώς η μητέρα τους πέθανε σε έναν ταξίδι της στο Λιβόρνο.

Ενήλικα χρόνια

Ο Νικόλαος Δούμπας την περίοδο από το 1848 έως το 1850 έζησε μαζί με τον αδελφό του στην Αθήνα, στο μέγαρο Anton von Prokesch-Osten της οδού Φειδίου, την παλιά κατοικία του αυστριακού πρέσβη στην Αθήνα και μετέπειτα στέγη του Ελληνικού Ωδείου Αθηνών, όπου τους είχε στείλει ο πατέρας τους για να τους κρατήσει μακριά από την επαναστατική κίνηση στη Βιέννη και αποφοίτησαν από το Ακαδημαϊκό Γυμνάσιο Ευγενών της Βιέννης. Στη συνέχεια, ο Νικόλαος επέστρεψε στην Αυστρία και εγγράφηκε στο ακαδημαϊκό γυμνάσιο της Βιέννης, από το οποίο αποφοίτησε και ήταν ένας από τους δύο νέους που συνόδεψαν τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ της Αυστρίας κατά τη στέψη του στο Ναό των Αυγουστίνων.

Το 1852 ταξίδεψε στο Κάιρο και την Άνω Αίγυπτο, όπου είναι πιθανό να γνώρισε και τον Γεώργιο Αβέρωφ με τον οποίο συνδέθηκε με βαθιά φιλία και τον οποίο φιλοξένησε για διάστημα ενός χρόνου στη Βιέννη. Το 1853, σε ηλικία 23 ετών, εγκαταστάθηκε στην πόλη Τάτεντορφ, και με τη στήριξη του πατέρα του αγόρασε ένα υφαντουργείο βάμβακος, ενώ επεκτάθηκε σε διάφορες βιομηχανικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες αυξάνοντας την οικογενειακή του περιουσία και ίδρυσε τη Λαϊκή Τράπεζα «Spar Kasse» της Βιέννης. Ο εμπορικός και τραπεζικός οίκος Δούμπα, το 1866, είχε την επωνυμία, «Fratii M. Dumba, Viena».

Μεταξύ των φίλων συγκαταλέγονταν ο καθηγητής της χειρουργικής Dr. Theodor Billroth, ο ζωγράφος Χανς Μάκαρτ [Hans Makart], τον οποίο είχε αναδείξει ο ίδιος και σήμερα θεωρείται ως πρότυπο για τους ιστορικούς τέχνης. Όταν ο Μάκαρτ ήταν 25 ετών, ο Δούμπας τον έστειλε με δικά του έξοδα στη Βενετία για να μελετήσει το έργο του Τισιανό και του είπε «..πήγαινε στη Βενετία και μην κάνεις τίποτα άλλο από το να βλέπεις». Ο Μάκαρτ έχει ζωγραφίσει στην κατοικία του Δούμπα, τη γνωστή ως «Palais Dumba», το «δωμάτιο Μάκαρτ». Μετά τον πρόωρο θάνατο του Μάκαρτ, ευνοούμενος ζωγράφος του έγινε ο Gustav Klimt.

Ο Δούμπας διατηρούσε πολυτελή κατοικία, γνωστή ως Μέλαθρον Δούμπα, στη νέα περιφερειακή λεωφόρο της Βιέννης [Ringstrasse], που βρισκόταν απέναντι από το δημοτικό πάρκο της Βιέννης, όπου βρίσκεται σήμερα το χρυσοποίκιλτο άγαλμα του Στράους. Η κατοικία του, που για την υποδοχή των προσκεκλημένων στην είσοδο, είχε κεντημένη σε μία κουρτίνα με χρυσά μεγάλα γράμματα τη λέξη «ΧΑΙΡΕ», στα Ελληνικά, αποτέλεσε σημείο συναντήσεως των μεγάλων καλλιτεχνών της εποχής. Σήμερα, το «Palais Dumba» σώζεται στην οδό Parkring 4, φιλοξενεί όμως γραφεία και καταστήματα. Διαθέτει πέντε ορόφους που είχαν διακοσμηθεί από γνωστούς ζωγράφους, όπως τον Χανς Μάκαρτ, τον Φρίντριχ Σίλχερ [Friedrich Schilcher] και τον Γκούσταβ Κλιμτ, που φιλοτέχνησε για το σαλόνι του σπιτιού το έργο «Αλληγορία της Μουσικής» καθώς και το «Ο Σούμπερτ στο Πιάνο [«Schubert am Klavier»].

Ήταν προσωπικός φίλος του Γεωργίου Αβέρωφ, τον οποίο και φιλοξένησε την περίοδο 1880-1881, τη μοναδική δηλαδή φορά που ο Αβέρωφ ταξίδεψε εκτός Αιγύπτου, ενώ φιλοξένησε, κατά καιρούς, συνθέτες όπως ο Γιοχάνες Μπραμς και ο Ρίχαρντ Βάγκνερ. Εκτός αυτών, διατηρούσε και εγκάρδιες σχέσεις με τους συγγενείς του Αυτοκράτορα, ιδιαιτέρως με τον Πρίγκιπα Ροδόλφο [Rudolf von Mayerling] και την Πριγκίπισσα Στεφανία, οι οποίοι μάλιστα ήταν συχνά προσκεκλημένοι του, όπως και στο εξοχικό του στο Tattendorf. Ακόμη ο Πρωθυπουργός και ο αυλάρχης πρίγκιπας Lichtenstein ήταν μεταξύ των επισκεπτών της κατοικίας του στη Βιέννη, ενώ στην εξοχική κατοικία του, στις όχθες του Δούναβη, ο Στράους συνέθεσε και πρωτοπαρουσίασε το «Βαλς του Δουνάβεως», τον επίσημο ύμνο της Βιέννης.

Εξαιρετικές ήταν οι σχέσεις του με το Γιόχαν Στράους Β', ο οποίος του αφιέρωσε το 1870 το βαλς «Neu Wien op. 342» [«Νέα Βιέννη»], το οποίο γράφτηκε για να τραγουδηθεί από το Σύλλογο Ανδρικής Χορωδίας, ενώ νωρίτερα, το 1858, είχε γράψει τη «Hellenen Polka op.203», την «Πόλκα των Ελλήνων». Η αφιέρωση στην παρτιτούρα γράφει με μεγάλα γράμματα «Αφιερωμένο στον Πρόεδρο, Κύριο Νικόλαο Δούμπα» και ο Γιόχαν Στράους στην επιστολή του προς τον Δούμπα ανέφερε «..Τις θερμότατες και βαθύτατες ευχαριστίες μου σε σας και την γλυκιά ανάμνηση την οποίαν μου εδώσατε επί τη ευκαιρία των εορτασμών του ιωβηλαίου μου...». Η πρώτη τους επαγγελματική συνάντηση των δύο ανδρών, έγινε όταν ο τότε 25χρονος συνθέτης αφιέρωσε στο Σύλλογο Ανδρικής Χορωδίας το έργο του «Sängerfahrten op.41», ενώ η γνωστότερη συνεργασία τους ήταν το 1867 με τον «Ωραίο Γαλάζιο Δούναβη». Το 1894 ο Δούμπας μαζί με τον κόμη Βίλσεκ συγκέντρωσαν πολλές προσωπικότητες και σχημάτισαν επιτροπή, με σκοπό να τιμήσουν τα 50 χρόνια του Στράους ως συνθέτη και αρχιμουσικού. Ο Δούμπας, ο κόμης Βίλσεκ και ο διευθυντής του Θεάτρου της Αυλής, πρόσφεραν στον Στράους ένα χρυσό αναμνηστικό μετάλλιο και του ανακοίνωσαν, επίσης, την ανακήρυξή του ως επίτιμου μέλους της Εταιρείας των Φίλων της Μουσικής. Ο Στράους, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ταξίδευε στο Bad Ischl για λουτροθεραπείες και πριν εγκατασταθεί σε δική του βίλα, διέμενε σ' αυτήν του Δούμπα, ο οποίος επίσης αναπαυόταν συχνά στη λουτρόπολη αυτή.

Υπήρξε, επίσης, φίλος και συνεργάτης του Γιοχάνες Μπραμς και σώζονται πολλές επιστολές του συνθέτη, στις οποίες αναφέρεται στο Δούμπα. Όταν πέθανε ο Μπραμς το 1897, η ιδέα ανεγέρσεως του ανδριάντα του Μπραμς ξεκίνησε από τον Δούμπα, ο οποίος επέλεξε ως τόπο ανεγέρσεως το δημοτικό πάρκο και συνέβαλε οικονομικά. Εξαιρετική ήταν η σχέση του με το Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο οποίος είχε γράψει μερικές από τις συνθέσεις του στην εξοχική κατοικία του Δούμπα, ενώ το 1861, όταν στη Βιέννη προετοιμαζόταν η πρεμιέρα της όπερας «Τριστάνος και Ιζόλδη», ο Βάγκνερ ήταν φιλοξενούμενος του Δούμπα και εντυπωσιάστηκε από το γεγονός ότι όλοι οι πρωταγωνιστές της όπερας του είχαν φιλικές σχέσεις με τον οικοδεσπότη του.

Ο Δούμπας ήταν συλλέκτης χειρογράφων του Φραντζ Σούμπερτ και το όνομα του συνδέεται με τη διαφύλαξη του έργου του. Διατηρούσε τη μεγαλύτερη συλλογή έργων του συνθέτη, απέτρεψε το διασκορπισμό και την καταστροφή τους, ενώ συνέβαλε αποφασιστικά στην προβολή και τη μελέτη του υλικού, καθώς κληροδότησε 200 αυτόγραφα του συνθέτη στον Δήμο της Βιέννης. Το 1884 υποστήριξε την πραγματοποίηση της συνολικής εκδόσεως των έργων του συνθέτη. Το 1997, που ανακηρύχθηκε έτος Σούμπερτ, με την επέτειο των 200 χρόνων από τη γέννηση του συνθέτη, η πόλη της Βιέννης και η Δημοτική και Κρατική Βιβλιοθήκη τίμησε και τον Δούμπα, δημοσιεύοντας βιογραφία του και περιγραφή του συλλεκτικού του έργου. Στο Λεύκωμα που εκδόθηκε τότε, με την εικόνα του Δούμπα στην μπροστινή όψη και του Σούμπερτ στην πίσω, υπήρχε η αφιέρωση «… από τον Δήμο της Βιέννης με ευγνωμοσύνη και εκτίμηση προς τον επιφανή αυτόν Έλληνα, τον Νικόλαο Δούμπα». Ο διευθυντής της Μουσικής βιβλιοθήκης της Βιέννης δήλωσε ότι «χωρίς τον Δούμπα ο Σούμπερτ θα ήταν για τους νεότερους ένας άγνωστος συνθέτης. Τα ελάχιστα αποσπασματικά έργα του τα οποία θα υπήρχαν, θα ήταν ασήμαντα, εάν δεν υπήρχε η συλλογή Δούμπα- η μεγαλύτερη παγκοσμίως» καθώς και του Μπραμς, αλλά και φίλος ή προστάτης πολλών σημαντικών καλλιτεχνών της Αυστρίας. Η συλλογή του αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία του μουσικού τμήματος της Βιβλιοθήκης, ενώ το όνομα του Δούμπα εμφανίζεται πρώτο μεταξύ των ευεργετών της. Το σύνολο των συλλεκτικών έργων που κατείχε και πρόσφερε στη Βιέννη περιγράφεται αναλυτικά σε βιβλίο που εξέδωσαν το 1997 οι Βιεννέζοι με χρηματοδότηση του Δήμου τους, για να τιμήσουν τη μνήμη του.

Πολιτική δράση

Διατέλεσε στενός συνεργάτης του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ Α' [Franz-Josef I] και ήταν μέλος της επιτροπής του προγράμματος επεκτάσεως της Βιέννης. Το 1870 εκλέχτηκε βουλευτής στην Κάτω Βουλή, στην οποία διατέλεσε και πρόεδρος, το 1874 εκλέχθηκε μέλος της Αναλογικής Αυστρο-Ουγγρικής Αντιπροσωπείας και αργότερα το 1885, διορίστηκε ισόβιος γερουσιαστής στην Άνω Βουλή, ενώ παρέμενε μέλος της Κάτω Βουλής και ήταν εισηγητής του προϋπολογισμού των εξωτερικών υποθέσεων της Αυτοκρατορίας.

Φιλανθρωπική δραστηριότητα

Από νεαρή ηλικία έδειξε μεγάλη εργατικότητα και καλή συμπεριφορά, και προχώρησε σε σημαντικές οικονομικές συνεισφορές για αγαθοεργίες. Δώρισε χρηματικά ποσά για την εκπαίδευση των νέων, την ανέγερση σχολείων και τη χορήγηση υποτροφιών σε σπουδαστές. Το Τάτεντορφ τον έχει ανακηρύξει ευεργέτη και του έχει αφιερώσει μνημείο στην κεντρική πλατεία, ενώ έχει δώσει το όνομά του σε πλατεία, δρόμο και πάρκο της πόλεως. Ως Ορθόδοξος Χριστιανός στάθηκε αρωγός της τοπικής εκκλησίας, προς την οποία έκανε διάφορες δωρεές κι έγινε πρόεδρος της ελληνορθόδοξης εκκλησιαστικής κοινότητας «Άγιος Γεώργιος» των Ελλήνων της Βιέννης. Διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά και κόσμησε τη Βιέννη με σημαντικά έργα, ενώ στήριξε, πρόβαλλε και ανέδειξε τις δημιουργίες των σημαντικότερων μουσικοσυνθετών και καλλιτεχνών της εποχή τους και παράλληλα προώθησε με το πολιτικό του κύρος και φρόνημα, τις αρχές του δικαίου και του ανθρωπισμού, στην Αυστριακή Βουλή. Ήταν μέλος του «Συλλόγου Ανδρικής Χορωδίας» της Βιέννης [«Wiener Maennergesang-Verein] από το 1852 και πρόεδρος της από το 1865.

Με την πρωτοβουλία και τη χρηματική συνεισφορά, κατασκευάστηκαν το κτίριο της Αυστριακής Βουλής με την ελληνική αρχιτεκτονική, τον ελληνικό γλυπτικό διάκοσμο και την «Παλλάδα Αθηνά», το κτίριο του Πανεπιστημίου το 1883, το κτίριο του Δημαρχείου [«Rathaus»], της Ακαδημίας Εικαστικών Τεχνών, στην οποία, επιπλέον, κληροδότησε 20.000 φιορίνια για το «Βραβείο Δούμπα» που απονέμεται κάθε χρόνο σε σπουδαστές της και του Μεγάρου Μουσικής της Βιέννης. Ήταν ο μέγας χορηγός της κατασκευής της νεογοτθικής «Εκκλησίας του Τάματος» [«Votivkirche»], ενώ στη διάρκεια της ανακαινίσεως του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Στεφάνου της Βιέννης προσέφερε τα βιτρό που αναπαριστούν το βίο της Παναγίας. Το 1898 με δική του δωρεά του, ανακαινίστηκε και ο Ναός του Αγίου Γεωργίου της Βιέννης και διαμορφώθηκε η σημερινή νεοκλασική ανατολική πρόσοψη του με την ανάγλυφη σύνθεση του Αγίου Γεωργίου στο τριγωνικό αέτωμα αποκτώντας παράλληλα και το σημερινό κωδωνοστάσιο. Συνείσφερε στην ανέγερση του αγάλματος προς τιμήν του Αυστριακού Εθνικού ήρωα, αρχιστράτηγου Γιόζεφ Ραντέτσκι [Joseph Radetzky].

Στη δημιουργία των περισσότερων κτιρίων συνεργάστηκε με τον Δανό αρχιτέκτονα Θεόφιλο Χάνσεν, λάτρη του αρχαιοελληνικού πνεύματος και πολιτισμού. Ο Theophil von Hansen είχε εργαστεί στην Αθήνα (1839-1843) διδάσκοντας στην τότε Σχολή Καλών Τεχνών και σχεδιάζοντας κτήρια όπως η Ακαδημία Αθηνών, που μοιάζει με την αυστριακή βουλή, το Ζάππειο Μέγαρο το 1888, το Αστεροσκοπείο Αθηνών, τη Βαλλιάνειο, γνωστή ως Εθνική Βιβλιοθήκη. Ο Χάνσεν σχεδίαζε στο ρυθμό της «Ελληνικής Αναγεννήσεως», όπως τον αποκαλούσε, γεγονός που καταμαρτυρούν οι 32 Καρυάτιδες του Musikverein και οι Ιωνικού ρυθμού κίονες της διπλανής αίθουσας Brahms-Saal.

Στην Ελλάδα

Υπήρξε στενός συνεργάτης του Χαρίλαου Τρικούπη. Συμπαραστάθηκε και στήριξε οικονομικά τους Έλληνες που κατοικούσαν ή επισκέπτονταν την Αυστρία και χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, φοιτητή της φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, ο οποίος υπήρξε δάσκαλος ελληνικών της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ, [Σίσι], όταν ζούσε στην Κέρκυρα και έχτιζε το περίφημο Αχίλλειον», το οποίο ο Δούμπας επισκεπτόταν συχνά λόγω των προβλημάτων υγείας της κόρης του Ειρήνης. Αγωνίστηκε για την προαγωγή των ελληνικών συμφερόντων στη Μακεδονία και άλλου, ενώ το 1888 σε επίσκεψή του στην Ελλάδα, ανέλαβε τη δαπάνη για τη ζωγραφική της ζωφόρου του Πανεπιστημίου με βάση τα διασωθέντα σχέδια του Rahl και ζωγράφο τον Eduard Lebiedski που έστειλε από τη Βιέννη. Στις Σέρρες δώρισε, για την Ίδρυση και λειτουργία του Δουμπείου Νηπιαγωγείου, το οίκημα και χρηματική χορηγία, για την ανέγερση εκ βάθρων κτιρίου Αλληλοδιδακτικής σχολής το 1835, 1.000 γρόσια, σύμφωνα με τη μαρτυρία του μητροπολίτη Φουρτουνιάδη. Για τη στέγαση του πρώτου Παρθεναγωγείου το 1853, εξασφάλισε το οίκημα του Νηπιαγωγείου. Το Παρθεναγωγείο μεταφέρθηκε αργότερα στο οίκημα του νέου Δουμπείου Νηπιαγωγείου, ως που κτίστηκε η «Γρηγοριάδα», ενώ το 1900, και λίγο πριν το θάνατό του, κληροδότησε τέλος 30.000 φράγκα στο Νοσοκομείο Σερρών καθώς και πολλά φιορίνια στο δημοτικό σχολείο της Βλάστης Λάρισης, της ιδιαίτερης πατρίδας του.

Το τέλος του

Την προηγούμενη του θανάτου του ο Δούμπας ταξίδεψε στη Βουδαπέστη, για να συμμετάσχει σε μία συνεδρίαση σχετικά με το έργο «Η Αυστροουγγρική Μοναρχία με λόγια και εικόνες», στην οποία επρόκειτο να συσκεφθούν για το ουγγρικό μέρος της έκδοσης και διέμενε στο σπίτι της κουνιάδας του, της αδελφής της συζύγου του. Στις 12 το μεσημέρι της 23ης Μαρτίου 1900, επέστρεφε από τη συνεδρίαση και μια κυρία που διέμενε στο ίδιο σπίτι άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα. Άνοιξε και είδε μπροστά της στο διάδρομο τον Δούμπα να ταλαντεύεται και να αγωνίζεται να αναπνεύσει. Τον οδήγησε στο σαλόνι και τον κάθισε σε μια πολυθρόνα, όμως λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ο Δούμπας πέθανε από οξύ καρδιακό έμφραγμα. Δύο ημέρες αργότερα, η σορός του μεταφέρθηκε στη Βιέννη, όπου στα δημόσια κτήρια οι σημαίες κυμάτιζαν μεσίστιες, όπως και η σημαία του Δημαρχείου, ενώ η πρόσοψη του Οίκου των Καλλιτεχνών ήταν ντυμένη με μαύρο ύφασμα.

Στην κηδεία του συμμετείχαν χιλιάδες επώνυμοι και ανώνυμοι Αυστριακοί. Η πένθιμη πομπή ξεκίνησε από την ελληνική εκκλησία της Αγίας Τριάδας [Fleischmarkt] με κατεύθυνση προς τον Οίκο των Καλλιτεχνών, όπου ο καθηγητής Wehr, πρόεδρος του Σωματείου, εκφώνησε τον επικήδειο. Η πομπή προχώρησε προς το Μέγαρο Φίλων της Μουσικής όπου η χορωδία έψαλε ένα πένθιμο έργο του Σούμπερτ το [«Ruh' in Frieden Allerseelen»] και στη συνέχεια κατέληξε στο κεντρικό κοιμητήριο. Τη σορό του συνόδευαν οκτώ άμαξες με 270 στεφάνια που είχαν κατατεθεί από τις Αρχές, τους ευγενείς καθώς και ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης. Στο κοιμητήριο ο Concordia, πρόεδρος του Συλλόγου Δημοσιογράφων και Συγγραφέων, ο πρόεδρος του Συλλόγου Ανδρικής Χορωδίας και ο Δήμαρχος της πόλης εκθείασαν τις υπηρεσίες του στην κοινωνία και η χορωδία τραγούδησε το μέρος «Grablied» από το έργο «Ο Θάνατος & η Κόρη», και «Nobensonnen», έργα του Σούμπερτ, εκπληρώνοντας την τελευταία επιθυμία του Δούμπα, όπως ήταν εκφρασμένη στη διαθήκη του, «...Κοντά στον τάφο μου, παρακαλώ το Σύλλογο να τραγουδήσει οποιοδήποτε χορωδιακό του Σούμπερτ..».

Ο Δούμπας τάφηκε, αρχικά, στον οικογενειακό του τάφο, στο ελληνικό τμήμα του κοιμητηρίου, όμως στις 13 Αυγούστου 1903 όμως έγινε εκταφή των λειψάνων του, τα οποία εναποτέθηκαν στο τμήμα 32α μουσικουργών [«Musiker Sektor 32a»] του «Τσεντράλ Φρίντχοφ» [«Zentral-Friedhof»], στο κεντρικό νεκροταφείο της Βιέννης, έχοντας αριστερά του τους τάφους των μουσικουργών Μπραμς και Στράους, όπου έχουν ενταφιασθεί ο Μόζαρτ, ο Μπετόβεν, ο Σούμπερτ, ο Τζέρνυ, ο Μπρύλλ, ο Γκλουκ, ο Κάλμαν, ο Παμπστ και ο Πρέσλερ.

Διακρίσεις

Έγινε μέλος της Αυστριακής Ακαδημίας Τεχνών και τιμήθηκε με

  • τον Σταυρό των Ιπποτών [«Ritterkreuz»], το 1868 από το μονάρχη της Αυστρίας.

Το συνοδευτικό της απονομής ανέφερε «...με υψηλοτάτη χειρόγραφη επιστολή της Α.Μ. του Αυτοκράτορα... απονέμει στον Νικόλαο Δούμπα το Σταυρό των Ιπποτών, του Τάγματος της Α.Ε. του Φραγκίσκου Ιωσήφ..» και παράλληλα απέρριψε την πρόταση απονομής τίτλου ευγενείας.

Προικισμένος με ωραία φωνή, υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Χορωδίας Ανδρών της Βιέννης, αντιπρόεδρος της Εταιρίας Φίλων της Μουσικής και πολλών καλλιτεχνικών συλλόγων, καθώς και ανθρωπιστικών ιδρυμάτων και οργανισμών. Το 1896, με την ευκαιρία των αποκαλυπτηρίων του μνημείου του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, ανακηρύχτηκε μυστικοσύμβουλος του Αυτοκράτορα. Στον εορτασμό του Ιωβηλαίου, των 50 χρόνων της βασιλείας του Φραγκίσκου Ιωσήφ, ντυμένος με την επίσημη στολή του βρισκόταν μεταξύ των τεσσάρων μυστικοσυμβούλων που στέκονταν δίπλα στον Μονάρχη, ενώ ανάλογη ήταν η σχέση του και με τον διάδοχο του Αυτοκράτορα Ροδόλφο. Ο καθηγητής γλυπτικής Victor Tilgner, ο οποίος φιλοτέχνησε τον ανδριάντα του Μότσαρτ χάρη στον Δούμπα, έγραφε χαρακτηριστικά στις 21 Απριλίου 1896, «...σήμερα, σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία, κανείς δεν δικαιούται τον τίτλο Εξοχότατος [Exzellenz], όσο εσείς..».

Πέντε ημέρες μετά το θάνατό του ο Δήμος της Βιέννης αποφάσισε να τον ανακηρύξει επίτιμο δημότη του και το όνομά του χαράχτηκε στο Χρυσό βιβλίο των Επίτιμων Πολιτών της, να αναγείρει στον τάφο του ειδικό μνημείο και να μετονομάσει σε Dumbastrasse τον μεγάλο κεντρικό δρόμο μπροστά από τη Musikferein εις εκτίμηση των προσφορών του στην πόλη. Στο θέρετρο Bad Ischl ο Δούμπας τιμάται ως μέγας ευεργέτης με οδό που φέρει το όνομά του, όπως και το ίδρυμα της κωμόπολης το «Dumba-Stiftung», ενώ στο Karlsbad, σήμερα Karlovy Vary στην Τσεχία το οποίο επισκέπτονταν τα τελευταία χρόνια της ζωής του και διατηρούσε εξοχική κατοικία, υπάρχει ένας δρόμος με το όνομα Nikolaus Dumba-Weg. Επίσης, προς τιμή του ο Άντον Κάρλ συνέθεσε το έργο «Dumba Marsch».

Ο τότε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Θεαγένης Λιβαδάς, σε επιμνημόσυνο δέηση στη Βιέννη την 28η Απριλίου 1900, ένα μήνα μετά τον θάνατο του Νικόλαου Δούμπα έλεγε: «...…Ουδείς Έλλην και άγνωστος, ουδέποτε έκρουσεν την φιλόξενον θύραν και απήλθεν κεναίς ταις χερσίν. Πόσην δε πληθύν πτωχών Ελληνοπαίδων και Ελληνίδων δεν εξεπαίδευσεν, ή δεν διηυκόλυνε τας σπουδάς αυτών και εν τω Ωδείω της Βιέννης και εν ταις αγρονομικαίς Σχολαίς και εν τοις Πανεπιστημίοις Αυστρίας και Γερμανίας;...».

Στης 16 Δεκεμβρίου 2011 στην οδό Király 57 στο 7ο Δημοτικό Διαμέρισμα της Βουδαπέστης έγιναν τα αποκαλυπτήρια αναμνηστικής πλάκας για τον Δούμπα. Στην αναμνηστική πλάκα υπάρχει μπρούτζινο ανάγλυφο του το οποίο είναι έργο του ομογενούς καλλιτέχνη Στεφάνου Στεφάνου, και σε τρεις γλώσσες Ελληνικά-Ουγγρικά-Γερμανικά είναι γραμμένο το παρακάτω κείμενο, «Σε αυτό το κτίριο της Ελληνικής οικογενείας ΜΑΝΝΟΥ απεβίωσε στις 23 Μαρτίου του 1900 ο Μεγάλος Έλληνας Ευεργέτης ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΟΥΜΠΑΣ 1830-1900». Απόγονοι της οικογένειας Δούμπα ζουν ακόμη στην Ελβετία, το Βέλγιο, την Αυστρία και την Oυγγαρία.

Στην Ελλάδα

Ο Ιωάννης Τζαφέττας, καθηγητής της Ιατρικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και η Elvira Konecny, που έχει ασχοληθεί με άρθρα της αλλά και με έρευνα με το έργο του Δούμπα- έγραψαν βιβλίο με θέμα τη ζωή και τη δραστηριότητα του, με τίτλο «Νικόλαος Δούμπας: 100 χρόνια από τον θάνατο του μαικήνα των τεχνών και εθνικού ευεργέτη της Αυστρίας και της Ελλάδος», το οποίο βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Στο βιβλίο βασίστηκε το ντοκιμαντέρ του σκηνοθέτη Φώτη Κωνσταντινίδη «Νικόλαος Δούμπας, μαικήνας των τεχνών», με αφηγητή τον ηθοποιό Γρηγόρη Βαλτινό. Μία προτομή του βρίσκεται στον περίβολο του Θωμαΐδειου Διδακτηρίου της Βλάστης κι είναι κατασκευασμένη από μάρμαρο. Ο Δούμπας αναπαρίσταται σε νεαρή ηλικία με πυκνά μαλλιά, μούσι και μουστάκι, ενώ φοράει σακάκι, γιλέκο και παπιγιόν.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [O Κωνσταντίνος Δούμπας διετέλεσε πρέσβης της αυστρο-ουγγρικής Αυτοκρατορίας. Κατηγορήθηκε για κατασκοπεία από την αμερικανική κυβέρνηση και θεωρήθηκε persona non grata στην Αμερική το 1915. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, εγκατέλειψε τη διπλωματία, έγινε ειρηνιστής και αφοσιώθηκε στο γράψιμο.]
  2. [To Συμφωνητικόν Γράμμα με το οποίο συστάθηκε η εταιρεία «Αυτάδελφοι Μιχαήλ Δούμπα» στις Σέρρες 17 Σεπτεμβρίου 1819, φέρεις τις υπογραφές των τριών ιδρυτών της εταιρείας, ήτοι των Θεόδωρου Μιχ. Δούμπα, Νικολάου Μιχ. Δούμπα και Στέργιου Μ. Δούμπα.]