Ρίχαρντ Βάγκνερ

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Βίλχελμ Ρίχαρντ Βάγκνερ [γερμανικά Wilhelm Richard Wagner], Γερμανός εθνικιστής, πρωτοποριακός ρομαντικός συνθέτης της όπερας, ο πλέον αντιπροσωπευτικός μουσικός δημιουργός του Γερμανικού Ρομαντισμού, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του Ρομαντικού Εθνικισμού στην Μουσική στον 19ο αιώνα [1], οι δέκα από τις δεκατρείς όπερες του οποίου κατέχουν δεσπόζουσα θέση στο διεθνές ρεπερτόριο καθώς πρόκειται για αριστουργήματα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας της μουσικής, δοκιμιογράφος, ποιητής, διευθυντής ορχήστρας και μουσικολόγος, γεννήθηκε στις 22 Μαΐου 1813 στη Λειψία και πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου 1883 στη Βενετία της Ιταλίας, από καρδιακή προσβολή ύστερα από ένα καυγά με την γυναίκα του. Η ταφή του έγινε στις 18 Φεβρουαρίου 1883, όπου μεταφέρθηκε η σορός του από τη Βενετία και τάφηκε στο σπίτι του στο Μπαϋρόιτ, λίγα μέτρα δεξιότερα από την εξώπορτα, ενώ στον ίδιο χώρο τάφηκε πολλά χρόνια αργότερα και η Cosima List.

Παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο που τελέστηκε στις 24 Νοεμβρίου 1836, με την ηθοποιό Μίνα Πλάνερ, με την οποία χώρισαν στις στις 7 Νοεμβρίου 1860, όταν ο Βάγκνερ εγκατέλειψε τη συζυγική τους εστία, ενώ έκανε δεύτερο γάμο στις 25 Αυγούστου 1870, στην προτεσταντική εκκλησία της Λουκέρνης, με την Κόζιμα Λιστ, κατά 28 χρόνια μικρότερη του και νόθο κόρη του Φραντς Λιστ, η οποία εγκατέλειψε το σύζυγο της, τον διάσημο πιανίστα Χανς φον Μπίλοφ, έναν από τους πλέον αφοσιωμένους οπαδούς του Βάγκνερ και από το γάμο τους απέκτησαν τρία παιδιά, την Ιζόλδη, την Εύα, που το 1908 παντρεύτηκε τον Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν και το 1909 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Μπαϋρόιτ, και τον αμφιφυλόφιλο Ζίγκφριντ, μετέπειτα γνωστό συνθέτη ο οποίος τα πρώρα χρόνια της ζωής του διατηρούσε ερωτική σχέση με τον Άγγλο αριστοκράτη Κλέμεντ Χάρρις.

Ρίχαρντ Βάγκνερ

Βιογραφία

Πατέρας του ήταν ο Καρλ Φρίντριχ Βάγκνερ [Carl Friedrich Wagner] γραφέας της Αστυνομίας και μητέρα του η Γιοχάννα Ροσίνε Βάγκνερ (το γένος Πετς), κόρη αρτοποιού, των οποίων ήταν το ένατο και τελευταίο από τα παιδιά τους. Στις 23 Νοεμβρίου 1813, μόλις έξι μήνες μετά τη γέννηση του Ρίχαρντ, πέθανε από τύφο ο πατέρας του και τον Αύγουστο του 1814 η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε με τον Λούντβιχ Γκάιερ [Ludwig Geyer], οικογενειακό φίλο, ηθοποιό, ζωγράφο και ποιητή, που έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το Ρίχαρντ και τα αδέλφια του. Αν και διατυπώθηκαν εικασίες ότι ο Γκάιερ ήταν ο πραγματικός πατέρας του Ρίχαρντ, αυτές ούτε επιβεβαιώθηκαν, ούτε και διαψεύστηκαν, ενώ έχει αποδειχθεί ψευδής και η πληροφορία ότι ο Γκάιερ ήταν Εβραίος στην καταγωγή.

Το 1814, η οικογένεια Γκάιερ μετακόμισε στη Δρέσδη, όπου στις 16 Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου γεννήθηκε η Σεσίλια [Cäcilie], η ετεροθαλής αδερφή του Βάγκνερ. Στη Δρέσδη παρακολουθούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα μαθήματα του Καρλ Φρίντριχ Σμιτ, κάντορα του βασιλικού παρεκκλησίου, προς απογοήτευση του πατριού του, που προσπαθούσε να του εμφυσήσει την αγάπη για τη ζωγραφική. Το 1819 αρρώστησε ο θετός του πατέρας ο οποίος πέθανε στις 30 Σεπτεμβρίου 1821 και ο αδελφός του θετού του πατέρα, ο θείος του Κάρολος Γκάιερ [Karl Geyer] θα αναλάβει την ανατροφή του. Το 1820 ο Βάγκνερ πήγε στο Πόσεντορφ, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Δρέσδη, όπου διδάσκεται τα πρώτα γράμματα και παίρνει μαθήματα πιάνου από τον ιερωμένο παιδαγωγό Βέντσελ, ο οποίος τον μύησε στον κόσμο του Μότσαρτ, του μίλησε για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και του εμφύσησε τον θαυμασμό και την αγάπη για την Ελλάδα [2].

Σπουδές

Από το 1822 ο Βάγκνερ φοίτησε κολέγιο Κρόιτσερσούλε [Kreuzschule] στη Δρέσδη, με το όνομα Βίλχελμ Ρίχαρντ Γκάιερ [Wilhelm Richard Geyer]. Έδειξε ιδιαίτερη έφεση στη μουσική και την ελληνική μυθολογία και το 1826 μετέφρασε στα γερμανικά μερικές ραψωδίες από την Οδύσσεια του Ομήρου, υπό την ενθάρρυνση του καθηγητή του Σίλινγκ. Τον ίδιο χρόνο η οικογένεια του μετακόμισε στην Πράγα και μόνο ο Ρίχαρντ παρέμεινε στη Δρέσδη και επισκέφτηκε την οικογένεια του, την πρώτη φορά το 1826 και το 1827 για δεύτερη φορά, ενώ από τα Χριστούγεννα του 1827, μετακόμισε στη Λειψία, τον τόπο καταγωγής του, όπου φοίτησε στη Σχολή Νικολάϊ [Nikolaischule] με το όνομα Βάγκνερ, καθώς και στη Σχολή Τόμας [Thomasschule]. Επηρεάστηκε σημαντικά από τον θείο του Αδόλφο Βάγκνερ, τον αδελφό του πατέρα του.

Πρώτος δάσκαλος του στη μουσική, με μαθήματα αρμονίας και αντίστιξης, ήταν ο Γκότλιμπ Μύλλερ. Το 1829 συνέθεσε τις πρώτες του σονάτες για πιάνο κι ένα κουαρτέτο για έγχορδα και τον επόμενο χρόνο εγγράφηκε στο κολέγιο Τόμας και παρακολούθησε μαθήματα πιάνου και βιολιού. Το πρώτο του έργο ήταν μια εισαγωγή που εκτελέστηκε στο θέατρο της Λειψίας το 1830, ενώ παράλληλα διάβαζε Ουίλιαμ Σαίξπηρ και ρομαντικούς, όπως τον ποιητή Ε.Τ.Α. Χόφμαν [E.T.A. Hoffmann]. Τον Οκτώβριο του 1830 η Λειψία μετατράπηκε σε θέατρο επαναστατικών εκδηλώσεων και ο Βάγκνερ διαδηλώνει στους δρόμους, ενώ από το Φεβρουάριο του 1831 σπούδασε ανώτερα μαθήματα μουσικής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα συνθέσεως με δάσκαλο το Κρίστιαν Τέοντορ Βάινλιγκ [Christian Theodor Weinlig], διευθυντή της χορωδίας της Λειψίας. Ως σπουδαστής ήταν μέλος της φοιτητικής ενώσεως "Corps Saxonia Leipzig", από την οποία απομακρύνθηκε, καθώς λόγω της δυσχερούς οικονομικής καταστάσεως καταχράστηκε τη σύνταξη της μητέρας του. Σχολιάζοντας την απομάκρυνση του από το σύλλογο είπε, «..Εγώ είμαι μια μεγαλοφυΐα! Για μένα μετράνε άλλες αξίες!».

Ενήλικα χρόνια

Τον Ιανουάριο του 1833 μετακόμισε στο Βίρτζμπουργκ και ανέλαβε τη διεύθυνση της χορωδίας και του θεάτρου της πόλεως, ενώ τον ίδιο χρόνο εντυπωσιάστηκε από τις ιδέες της επαναστατικής λογοτεχνικής κινήσεως «Νέα Γερμανία», την οποία γνώρισε μέσω του συγγραφέα και εκδότη Χάινριχ Λάουμπε [Heinrich Laube]. Στις 10 Ιουνίου 1833 δημοσίευσε το πρώτο του άρθρο με τίτλο «Η Γερμανική Όπερα», στην εφημερίδα του Λάουμπε, ενώ στα μέσα Ιουλίου εγκαταστάθηκε στο Μαγδεμβούργο, όπου ανέλαβε τη διεύθυνση του τοπικού λυρικού θιάσου και ως μουσικός διευθυντής της θερινής σεζόν στο Μπαντ Λάουχστεντ [Bad Lauchstädt] και του θεάτρου στο Μαγδεβούργο [Magdenburg] γνώρισε την ηθοποιό Μίνα Πλάνερ [Minna Planer].

Πρώτα επαγγελματικά βήματα

Το 1837 ανέλαβε τη διεύθυνση του θεάτρου του Κένιξμπεργκ, το οποίο χρεοκόπησε και στις 21 Αυγούστου του ίδιου χρόνου μετακόμισε στη Ρίγα, προκειμένου να αποφύγει τους δανειστές του αλλά και για να αναλάβει τη διεύθυνση του Δημοτικού Θεάτρου της πόλεως, όμως τον Μάρτιο του 1839 απολύθηκε, αλλά δεν επέστρεψε στη Γερμανία. Προσπάθησε να εγκατασταθεί στην Κοπεγχάγη, όμως στη διάρκεια του ταξιδιού η άμαξα που τους μετέφερε ανατράπηκε και η γυναίκα του τραυματίστηκε, ενώ το πλοίο με αρχικό προορισμό την Κοπεγχάγη έπεσε σε τρικυμία και παραλίγο να βυθισθεί και βρέθηκε αρχικά στο Λονδίνο και στη συνέχεια στο Παρίσι.

Στο Παρίσι δεν μπόρεσε να παρουσιάσει κάποιο έργο του, τα οικονομικά του ζεύγους ήταν άθλια κατάσταση και αναγκάστηκε να καταφύγει σε ενεχυροδανειστήριο, καταθέτοντας τα τιμαλφή του. Στη Γαλλική πρωτεύουσα έγραψε μία σειρά άρθρων για τον Μότσαρτ και τον Μπετόβεν και σ' ένα από αυτά σημειώνει, «Πιστεύω στο Θεό, στον Μότσαρτ και τον Μπετόβεν». Εγκατέλειψε το Παρίσι στις αρχές του 1842 και εγκαταστάθηκε στη Δρέσδη, ενώ τον ίδιο χρόνο ορίστηκε αρχιμουσικός της Αυλής της Βαϊμάρης και το 1843 αρχιμουσικός του παρεκκλησίου της βασιλικής Αυλής της Σαξονίας. Τα χρέη εξακολουθούν να τον πνίγουν και η δανείστριά του Βιλελμίνε Σρέντερ-Ντεβρίντ, δραματική σοπράνο και πρωταγωνίστρια σε έργα του, στρέφεται με αγωγή εναντίον του, απαιτώντας τα 5.000 τάλιρα, που της οφείλει.

Εξορία

Το Φεβρουάριο του 1848 συμμετέχει σε διαδηλώσεις στους δρόμους της Δρέσδης και απαιτεί από τον μονάρχη της Σαξονίας, δικαιοσύνη, καλύτερους όρους ζωής, λιγότερους φόρους και ελευθερία του λόγου. Στις 30 Απριλίου 1849 ο βασιλιάς της Σαξονίας Φρειδερίκος-Αύγουστος Β' διέλυσε τη Βουλή και κατάργησε το Σύνταγμα, ο Βάγκνερ συμμετείχε στην εξέγερση και καταδιώχθηκε από τις αρχές του κρατιδίου. Κατέφυγε αρχικά στο σπίτι του Φραντς Λιστ, στη Βαϊμάρη όπου εντοπίστηκε κι αναγκάστηκε να διαφύγει στην Ελβετία, όπου εγκαταστάθηκε στο μικρό χωριό Tribschen κοντά στη Λουκέρνη. Το 1850 ταξίδεψε στη Γαλλία, προσκεκλημένος στο Μπορντό του πλούσιου οινέμπορου της περιοχής Εζέν Λοσό.

Το 1852 γνωρίστηκε με την ποιήτρια Ματίλντε Βέζεντονκ, σύζυγο του πλούσιου υφασματέμπορου Ότο Βέσεντονκ, που είναι θαυμαστές του έργου του και τον διευκολύνουν οικονομικά. Ο συνθέτης ερωτεύθηκε τη Ματίλντε και συνέθεσε πέντε τραγούδια για γυναικεία φωνή και πιάνο, βασισμένα σε ποιήματα της ματίλντε, γνωστά ως «Wesendonck Lieder». Το 1854 οι αρχές της Σαξονίας εξακολουθούν να τον καταδιώκουν για τη συμμετοχή στην εξέγερση του 1849 και οι εκκλήσεις του για τη χορήγηση αμνηστίας, αποβαίνουν μάταιες. Τελικά στις 22 Ιουνίου 1860 ο βασιλιάς της Σαξονίας του επιτρέπει να επιστρέψει με όρο να μην επισκέπτεται τη Δρέσδη, όμως στις 28 Μαρτίου 1862 υπέγραψε διάταγμα, με το οποίο του έδωσε τη δυνατότητα να ταξιδεύει σε όλη τη γερμανική επικράτεια.

Επιστροφή στη Γερμανία

Το 1863 πραγματοποίησε μία επικερδή περιοδεία στη Ρωσία, που του απέφερε 7.000 τάλιρα, όμως τα χρέη του είναι δυσβάστακτα. To 1864 ο Ρίχαρντ φτωχός και άσημος ταξιδεύει στη Γερμανία προσπαθώντας να ανεβάσει τις όπερες του και ο 18χρονος Λουδοβίκος Β’ βασιλιάς της Βαυαρίας, που λάτρεψε τα έργα του, τον οποίο κάλεσε στο Μόναχο, τακτοποιώντας τα χρέη που είχε και παράλληλα του πρόσφερε σημαντικό ποσό ως μισθό. Ο Βάγκνερ του ζήτησε να φροντίσει και για το φίλο του Χανς φον Μπίλοφ, ταλαντούχο συνθέτη, πρώην προστατευόμενο και γαμπρό του Φραντς Λιστ, σύζυγο τότε της Κόζιμα, κόρης του Λιστ. Σύντομα ο Ρίχαρντ και η Κόζιαμ δημιούργησαν ερωτική σχέση από την οποία γεννήθηκε η, εκτός γάμου κόρη τους, Ιζόλδη. Ο Λουδοβίκος για να αντιμετωπίσει το σκάνδαλο ζήτησε από τον Βάγκνερ να φύγει από το Μόναχο. Στις αρχές του 1866, ο Βάγκνερ βρίσκονταν στη Νότια Γαλλία, όπου πληροφορήθηκε το θάνατο της Μίνας Πλάνερ, της πρώτης του συζύγου. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, με έξοδα του Λουδοβίκου της Βαυαρίας, εγκαταστάθηκε στη Βίλα Τρίμπσεν με θέα στη λίμνη της Λουκέρνης, μαζί με την Κόζιμα, τις δύο κόρες της και τη μικρή Ιζόλδη. Ο Βάγκνερ αναφέρει στον φίλο του Φρειδερίκο Νίτσε, με τον όποιο γνωρίστηκαν στη Βασιλεία της Ελβετίας τον καιρό της εξορίας του, ότι έχει σκοπό να δημιουργήσει ένα ειδικό λυρικό θέατρο στο Μπαϊρόιτ.

Το θέατρο του Μπαϊρόιτ

Το θέατρο του Μπαϊρόιτ

Στις 28 Απριλίου 1871 έδωσε διάλεξη με θέμα «Για το μέλλον της όπερας» στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Βερολίνου, ενώ ήδη από τις αρχές του ίδιου μήνα επισκέφθηκε το Μπαϊρόιτ και ξεκίνησε την υλοποίηση του σχεδίου του για τη δημιουργία ενός θεατρικού χώρου στον οποίο θα παίζονται τα έργα του. Στις 7 Νοεμβρίου η κοινότητα του εγκρίνει τη δημιουργία του θεάτρου και του προσφέρει το οικόπεδο, όμως ο Βάγκνερ δεν αποδέχεται την προσφορά και επιλέγει να αγοράσει ένα οικόπεδο σε άλλη τοποθεσία. Στο τέλος του 1872 παραπονείται για ενοχλήσεις και πόνους στο στήθος και οι γιατροί υποψιάζονται καρδιοπάθεια. Το 1873 κάνει έκκληση για οικονομική συνεισφορά προς το βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο Β', όμως οι αυλικοί του φέρνουν αντιρρήσεις κι έτσι στις αρχές του 1874 βρίσκεται στα πρόθυρα χρεωκοπίας. Στις 20 Φεβρουαρίου 1874, ο Λουδοβίκος του καταβάλλει 100.000 τάλιρα για την αποπεράτωση του έργου κι ο Βάγκνερ τον αποκαλεί «..μοναδικό Γερμανό πρίγκιπα με πνεύμα γερμανικό».

Στις 13 Αυγούστου 1876 εγκαινιάστηκε το θέατρο του Festpielhaus στο Μπαϊρόιτ της Βαυαρίας και έγινε το πρώτο φεστιβάλ με έργα Βάγκνερ, ενώ παρουσιάστηκε ολοκληρωμένη η τετραλογία «Το δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν» από τις 13 έως τις 17 Αυγούστου, δηλαδή ένα έργο κάθε ημέρα. Την εναρκτήρια παράσταση παρακολούθησαν προσωπικότητες, όπως ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Γουλιέλμος, ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος, ο αυτοκράτορας της Βραζιλίας Πέδρο, ο φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε και οι συνθέτες Μπρούκνερ, Σεν Σανς και Τσαϊκόφσκι. Μετά το θάνατό του ανέλαβε το φεστιβάλ η χήρα του, η Κοζίμα, που έκτοτε διοργανώνεται κάθε χρόνο από τα τέλη Ιουλίου έως τα τέλη Αυγούστου, έως το 1906, όταν ανέλαβε αυτό το έργο ο γιος τους Ζίγκφριντ Βάγκνερ.

Το τέλος

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταξίδεψε στην Ευρώπη, όπου ανέβαζε έργα του και στις 26 Ιουλίου 1882, παρουσίασε στο Μπαϊρόιτ την όπερα «Πάρσιφαλ». Αν και οι γιατροί του συνιστούσαν ανάπαυση, καθώς η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνονταν από κρίσεις στηθάγχης, στις 26 Αυγούστου 1882, στην τελευταία παράσταση του έργου, ανέβηκε στη σκηνή, πήρε την μπαγκέτα από τον μαέστρο Χέρμαν Λέβι και διηύθυνε την τρίτη πράξη του «Πάρσιφαλ». Στις αρχές του 1883 επισκέφθηκε με τη σύζυγό του τη Βενετία για ανάπαυση, όμως στις 3:30 το απόγευμα της 13ης Φεβρουαρίου 1883, έχασε τις αισθήσεις του. Η καρδιά του Βάγκνερ έπαψε να χτυπά και πέθανε στην αγκαλιά της Κόζιμα, έχοντας ήδη αναγνωριστεί πανευρωπαϊκά ως μυθική μουσική μορφή.

Πολλοί απέδωσαν το θάνατο στη σκληρή κριτική που του είχε ασκήσει λίγες ώρες πριν για ιδιωτικής φύσεως θέματα, η σύζυγός του. Η Κόζιμα ξάπλωσε για 25 ώρες δίπλα στο νεκρό σύζυγό της, κάνοντας απεργία πείνας, όμως η προσπάθεια της να αυτοκτονήσει απέτυχε, όπως κι εκείνες που δοκίμασε για να βάλει τέλος στη ζωή της, τις επόμενες εβδομάδες.

Εργογραφία

Ο Βάγκνερ αποτελεί μοναδική περίπτωση ανάμεσα στους συνθέτες του 19ου αιώνα και εμβληματική μορφή του γερμανικού ρομαντισμού, καθώς η δράση και το έργο του επηρέασαν βαθύτατα τη σκέψη, τα γράμματα και την τέχνη της δικής του και μεταγενέστερων εποχών. Αντλούσε θέματα από τους εθνικούς θρύλους της Γερμανίας και το έργο του θεωρείται τολμηρό και εντυπωσιακό, ενώ το τραγούδι του είναι μια συνεχής τραγουδιστική απαγγελία. Στο έργο του εισήγαγε τα λεγόμενα «λέιτ μοτίφ», δηλαδή μουσικά θέματα που το καθένα τους ταυτίζεται με ένα πρόσωπο, ένα αντικείμενο, ένα γεγονός, μια κατάσταση. Χαρακτηρίστηκε μουσική ιδιοφυΐα που με το έργο του άλλαξε την πορεία της όπερας, αλλά και γενικότερα την πορεία της λόγιας μουσικής και η επιρροή του εξακολουθεί ακόμη και στις μέρες μας να είναι έντονη στο έργο πολλών συνθετών. Υπήρξε πηγή έμπνευσης για ομότεχνους του, που επηρεάστηκαν άμεσα ή έμμεσα, θετικά ή αρνητικά, από το έργο του.

Διακρίθηκε για τις όπερες του, τα «μουσικά δράματα», όπως τις ονόμαζε, για τα οποία ανέπτυξε μία ολοκληρωμένη φιλοσοφική και αισθητική θεωρία, στο συγγραφικό του έργο. Η επίδρασή του ξεπέρασε τη μουσική και εξαπλώθηκε στη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, τις εικαστικές τέχνες και το θέατρο. Αντιθέτως από τους περισσότερους συνθέτες όπερας, ο Βάγκνερ έγραφε μόνος του τα λιμπρέτα των έργων του. Κατάφερε να αποκτήσει το δικό του θέατρο στο Μπαϊρόιτ -το διάσημο Φεστιβάλ του οποίου αποτελεί μία από τις λαμπρότερες πολιτιστικές διοργανώσεις του Γερμανικού καλοκαιριού και εξακολουθούν να διευθύνουν οι απόγονοι του. Τα τελευταία του έργα χαρακτηρίζονται από μουσικό πλούτο και πολυπλοκότητα, ενώ επηρέασε συνθέτες, όπως οι Άντον Μπρούκνερ, Γκούσταφ Μάλερ, Ρίχαρντ Στράους, Άρνολντ Σένμπεργκ, Άλμπαν Μπεργκ και ο Μανώλης Καλομοίρης. Στενός του φίλος και κατά καιρούς οικοδεσπότης του Βάγκνερ ήταν ο Νικόλαος Δούμπας, Έλληνας έμπορος, κάτοικος της Βιέννης και ο Δημήτρης Λάλας, μαθητής και φίλος του Βάγκνερ, συχνός επισκέπτης της οικογένειας, ο οποίος τον Αύγουστο του 1876 συμμετείχε ως βοηθός διευθυντή ορχήστρας στην πρώτη σκηνική παρουσίαση της τετραλογίας «Der Ring des Nibelungen» με την οποία εγκαινιάστηκε το θέατρο του Bayreuth.

Ο Βάγκνερ επηρέασε σημαντικά το έργο του Μανώλη Καλομοίρη και η επίδραση διαφαίνεται και μέσα από την επιλογή του Καλομοίρη να μελοποιήσει το δραματικό ποίημα του Yeats. Γιατί, μέσα στο έργο αυτό υπάρχουν στοιχεία που αφορούν περιβάλλον, σκηνική δράση και χαρακτήρες, τα οποία υπάρχουν και σε όπερες του Βάγκνερ. Αρχικά, υπάρχει το φυσικό περιβάλλον, νερό, θάλασσα, που παραπέμπει στο «Χρυσό του Ρήνου» και στον «Ιπτάμενο Ολλανδό» του Βάγκνερ. Κοινή είναι η προβολή μιας υψηλής ιδέας μέσω των ρομαντικών ηρώων, που αποτελεί ένα ακόμη ενοποιητικό στοιχείο στο έργο του Βάγκνερ και του Καλομοίρη. Στον πρώτο, η λύτρωση, η αγάπη και η θυσία και στον δεύτερο, η «Αγάπη» που εκπροσωπείται από μία γυναικεία μορφή σε όλο το σκηνικό έργο του, όπως ο ίδιος αναφέρει στον «Πρόλογο» των Ξωτικών νερών.

Ο Βάγκνερ όπως και ο Τζουζέπε Βέρντι ανήκουν στον πυρήνα της ευρωπαϊκής όπερας του 19ου αιώνα αν και αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικές εκδοχές του μουσικού Ρομαντισμού, αυτή του Ιταλικού Νότου και του κεντροευρωπαϊκού Βορρά. Τα έργα τους παρουσιάζονται με την ίδια συχνότητα σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι δυο τους είναι οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι του ρομαντικού εθνικισμού, έζησαν σε πολιτικά ταραγμένες δεκαετίες της βιομηχανικής εποχής, όταν στις χώρες τους διεξάγονταν μακροχρόνιοι αγώνες ενοποιήσεως, υπήρξαν άτομα πολιτικοποιημένα, διέθεταν κοινωνική ευαισθησία και διαπνέονταν από έντονα εθνικά συναισθήματα. Σημαντική μελέτη για το έργο του Ρίχαρντ Βάγκνερ, έγραψε ο Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν, γαμπρός του και σύζυγος της κόρης του Εύας, για τον οποίο έγραψε, το 1883, ότι ήταν μάλλον η μεγαλύτερη ιδιοφυΐα που γέννησε ποτέ η ανθρωπότητα, ενώ μεγάλη είναι η συμβολή του Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν στη διαμόρφωση των φυλετικών ιδεών του Βάγκνερ.

Δοκίμια

Είχε δημοσιεύσει σειρές κειμένων και άρθρων τα οποία δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά. Τα κείμενα μας δίνουν καλή εικόνα του τι ήταν και τι πίστευε ο Βάγκνερ και μπορούν να διαβαστούν σε συνδυασμό με άλλα βιβλία ιστορικού περιεχομένου που αφορούν την εποχή του. Στις 22 Αυγούστου 1850 δημοσίευσε το άρθρο

το πρώτο από τα γραπτά του με αντισημιτικό περιεχόμενο, στο οποίο υποστηρίζει ότι οι Εβραίοι δεν έχουν σχέση με το Γερμανικό πνεύμα και ότι είναι ανίκανοι να παράγουν υψηλή μουσική, παρά μόνο έργα γραμμένα για το χρήμα και τη δόξα, όπως ο Μέγερμπερ καi o Χάλεβι.

Τα σημαντικότερα δοκίμια γράφτηκαν στη διάρκεια της εξορίας του στη Ζυρίχη, μεταξύ τους

  • «Η όπερα και το δράμα», το 1851,
  • «Τέχνη, Επανάσταση, Μέλλον»,
  • «Έργο Τέχνης του Μέλλοντος»,
  • «Μια ανακοίνωση στους φίλους μου»,
  • «Beethoven: Μία συμβολή στη φιλοσοφία της μουσικής»,

Δημοσίευσε επίσης το έργο

  • «Η Ζωή μου», αυτοβιογραφία σε 16 τόμους.

Όπερες

Ο μουσικός κατάλογος του Βάγκνερ περιλαμβάνει περί τα 130 έργα, τα περισσότερα μελέτες, σκίτσα της νεότητας του και μουσικά κομμάτια αφιερωμένα σε κυρίες και προστάτες του. Ξεκίνησε την ενασχόληση του με τη μουσική στα 16 του χρόνια, όταν άκουσε τη σοπράνο Βιλελμίνε Σρέντερ-Ντέβριεντ [Wilhelmine Schröder-Devrient] να ερμηνεύει το έργο «Φιντέλιο» του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν [Ludwig van Beethoven] κι από εκείνη τη στιγμή ήξερε ότι ήθελε να γίνει μουσικός. Το πρώτο δραματικό του έργο είχε τίτλο

  • «Λόιμπαλντ», και ήταν μία πεντάπρακτη τραγωδία, επηρεασμένη από τα έργα των Σαίξπηρ, Γκαίτε και Σίλερ.

Στις 23 Φεβρουαρίου 1832 εκτελέστηκε δημόσια το πρώτο έργο του

  • «Εισαγωγή Κοντσέρτου σε ντο μείζονα» από την περίφημη ορχήστρα της γενέτειράς του Γκεβάντχάους. Σύντομα συνέθεσε τις πρώτες του σονάτες, ένα κουαρτέτο για βιολιά και την ατελή προσπάθεια όπερας με τίτλο
  • «Ο Γάμος» [«Die Hochzeit»].

Αφιέρωσε το πρώτο του έργο

  • «Σονάτα για Πιάνο σε σι ύφεση μείζονα» στο δάσκαλο του, τον Κρίστιαν Τέοντορ Βάινλιγκ [Christian Theodor Weinlig].
  • «Συμφωνία σε ντο μείζονα», το 1932.
  • «Απαγορευμένη Αγάπη», το 1833 στο Μαγδεμβούργο, όπερα της οποίας το ανέβασμα σημείωσε παταγώδη αποτυχία, εξαιτίας της ανεπάρκειας των ερμηνευτών της.
  • «Οι Νεράιδες», στις 6 Ιανουαρίου 1834, βασισμένη σ’ ένα παραμύθι του βενετσιάνου Κάρλο Γκότσι, η οποία πραγματοποίησε πρεμιέρα 55 χρόνια αργότερα.
  • «Ριέντσι», το 1838, όπερα την οποία θα ολοκληρώσει στα τέλη του 1839
  • «Ο ιπτάμενος Ολλανδός», έργο που είναι γραμμένο από τον Ιούλιο έως τον Οκτώβριο του 1841, μετά το περιπετειώδες ταξίδι του στη Ρίγα και στο Λονδίνο, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε το 1843.

Θέμα του είναι η λύτρωση ενός άντρα, του θαλασσοδαρμένου, καταραμένου Ολλανδού και η αιώνια πίστη που του υπόσχεται μία γυναίκα, η νεαρή Ζέντα. Θεωρείται από τα κορυφαία έργα της γερμανικής όπερας με συναρπαστική μουσική τρομακτικής δυνάμεως.

  • «Τανχώυζερ», πραγματοποίησε πρεμιέρα στις 19 Οκτωβρίου 1845 στη Δρέσδη, με διευθυντή τον ίδιο.

Ακολουθεί τις παραδόσεις του ρομαντισμού και πρωταγωνιστής είναι ένας αοιδός, υπαρκτό πρόσωπο της μεσαιωνικής Γερμανίας, η ζωή του οποίου αποτέλεσε βάση για την πλοκή. Στην υπόθεση κυριαρχεί το υπαρξιακό δίλημμα του Τανχόυζερ μεταξύ του σαρκικού έρωτα για την θεά Αφροδίτη και την αληθινή αγάπη για την ευσεβή Ελισάβετ. Η όπερα αναδεικνύει τη σύγκρουση της ηδονής με την αγάπη, του Παγανισμού με τον Χριστιανισμό, και της παλιάς με τη νέα θρησκεία.

  • «Λόενγκριν», το οποίο γράφτηκε μέσα στην τριετία 1845-1848.

Το ποιητικό κείμενο είναι εμπνευσμένο από τον μύθο του Λόενγκριν, όπως τον συνάντησε ο Βάγκνερ στα ποιήµατα «Πάρτσιβαλ» και «Τίτουρελ» του Βόλφραµ φον Έσενµπαχ, καθώς και σε ανώνυμο μεσαιωνικό έπος. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Βαϊμάρη στις 28 Αυγούστου 1850, με τη μουσική διεύθυνση του Φραντς Λιστ, καθώς ο Βάγκνερ ήταν εξόριστος στην Ελβετία και δεν μπόρεσε να παραστεί στην πρεμιέρα του έργου του. Το σκηνοθέτησε ο Μαξιμίλιαν Σελ, το 2001, ύστερα από πρόσκληση του Πλάθιντο Ντομίνγκο.

  • «Τριστάνος και Ιζόλδη», το 1864, έργο εμπνευσμένο από τη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ τον οποίο γνώρισε προσωπικά το 1854, γεγονός που θεωρούσε το πιο σημαντικό της ζωής του- θεωρείται από αρκετούς η απαρχή της σύγχρονης μουσικής.

Η πρεμιέρα του έργου έγινε στην Καρλσρούη, αν και η όπερα της Βιέννης του πρότεινε να γίνει εκεί η πρεμιέρα, όμως οι πρόβες δεν έφτασαν ποτέ σε ικανοποιητικό επίπεδο και ο Βασιλιάς Λουδοβίκος ο Β της Βαυαρίας χρηματοδότησε την παραγωγή. Παρουσιάστηκε στις 10 Ιουνίου 1865 και ήταν η πρώτη πρεμιέρα του Βάγκνερ τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Αρχικά βράχνιασε η πρωταγωνίστρια και η πρεμιέρα αναβλήθηκε για ένα μήνα, ενώ λίγες εβδομάδες μετά την πρεμιέρα πέθανε εντελώς ξαφνικά ο πρωταγωνιστής Ludwig Schnorr von Carolsfeld.

Το κείμενo της όπερας είναι του Βάγκνερ και βασίζεται σε μύθο πιθανώς κελτικής προέλευσης. Η πλοκή της αφορά τον έρωτα του ιππότη Τριστάνου για την Ιρλανδή πριγκίπισσα Ιζόλδη, την οποία φέρνει ως νύφη στον θείο του βασιλιά Μάρκο της Κορνουάλης. Στο ταξίδι της επιστροφής με το πλοίο, με αφορμή ένα μαγικό ποτό, ο Τριστάνος και η Ιζόλδη εξομολογούνται τον έρωτά τους και στην Κορνουάλη, κατά την απουσία του βασιλιά σε κυνήγι, συνευρίσκονται ερωτικά, όμως ο βασιλιάς τους βρίσκει μαζί. Στη συμπλοκή που ακολουθεί ο Τριστάνος τραυματίζεται θανάσιμα και μεταφέρεται στον πύργο του στη Βρετάνη, όπου παραληρεί. Όταν η Ιζόλδη φτάνει κοντά του είναι πια αργά. Ο Τριστάνος ξεψυχά στα χέρια της και εκείνη τον ακολουθεί καθώς οραματίζεται την παντοτινή ένωση μαζί του.

  • «Οι αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης», το 1867, όμως πρωτοπαρουσιάστηκε στις 21 Ιουνίου 1868 στο Μόναχο, υπό την μουσική διεύθυνση του Χανς φον Μπίλοφ.

Πρόκειται για τη μοναδική λυρική κωμωδία στην εργογραφία του Βάγκνερ, ο οποίος τοποθέτησε τη δράση του έργου στη Νυρεμβέργη του 16ου αιώνα, την εποχή που αναδύονταν τα αστικά στρώματα διεκδικώντας πρωταγωνιστικό ρόλο και προκαλώντας ανατροπές στις παραδοσιακές κοινωνίες. Δραματικό πλαίσιο του έργου είναι οι μουσικοί διαγωνισμοί που οργάνωναν οι συντεχνίες των τραγουδιστών, με σκοπό τη διαφύλαξη αλλά και τη συνέχιση της παραδοσιακής γερμανικής τέχνης.

  • «Αυτοκρατορικό Εμβατήριο», στις 18 Ιανουαρίου 1871, όταν ο Γουλιέλμος Α' της Πρωσίας στέφθηκε αυτοκράτορας της ενωμένης Γερμανίας,
  • «Το δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν», το 1876, τετραλογία που αποτελεί το μείζον έργο του κι είναι βασισμένη σε μεσαιωνικούς σκανδιναβικούς θρύλους. Το έργο απαρτίζεται από ένα προλογικό έργο με τίτλο
«Ο χρυσός του Ρήνου»,

και τα τρία τρίπρακτα μουσικά δράματα,

«Το λυκόφως των θεών»,
«Η Βαλκυρία» [3], στις 26 Ιουνίου 1870 στο Μόναχο,
«Ζίγκφριντ», στις 25 Δεκεμβρίου 1870, ημέρα των γενεθλίων της Κόζιμα. Παρουσιάστηκε από μία μικρή ορχήστρα, που είχε εγκατασταθεί στις σκάλες του σπιτιού τους στο Τρίμπσεν της Λουκέρνης και δημιούργησε μία πρωτόγνωρη συγκίνηση στην Κόζιμα.

Είναι ένα από τα λιγοστά μη οπερατικά έργα του, συμφωνικό ποίημα και το έγραψε ως δώρο γενεθλίων στη δεύτερη γυναίκα του Κόζιμα, μετά τη γέννηση του παιδιού τους Ζίγκφριντ το 1869. Το πρωί των Χριστουγέννων του 1870, ο συνθέτης, επικεφαλής μικρής ορχήστρας, πρωτόπαιξε το κομμάτι στα σκαλιά της βίλας, ξυπνώντας ευχάριστα τη γυναίκα του που εκείνη την ώρα κοιμόταν. Ο πρωτότυπος τίτλος του έργου είναι

  • «Tribschener Idyll mit Fidi-Vogelgesang und Orange-Sonnenaufgang» [«Το Ειδύλλιο του Τρίμπσεν με το κελάιδισμα του Φίντι και την πορτοκαλόχρου ανατολή του ηλίου»], Φίντι ήταν το χαϊδευτικό του Ζίγκφριντ. Τμήματα από το έργο, που διαρκεί γύρω στα 20 λεπτά, χρησιμοποιήθηκαν αργότερα στην όπερα «Ζίγκφριντ», τρίτη από τις τέσσερις όπερες που αποτελούν τον «Κύκλο του Δαχτυλιδιού» ή «Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν», με την οποία ο Βάγκνερ θέλησε να ασκήσει δριμύτατη κριτική στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα της Ευρώπης. Η όπερα παραστάθηκε πλήρης για πρώτη φορά στο Μόναχο το 1870, έξι χρόνια πριν από την πρώτη παρουσίαση ολόκληρης της Τετραλογίας στο Μπαϋρόυτ, τον Αύγουστο του 1876.
  • «Πάρσιφαλ», το 1882, έργο βασισμένο σε μεσαιωνικό επικό ποίημα του Βόλφραμ φον Έσενμπαχ.

Ιδεολογικές / Πολιτικές απόψεις

Αναμείχθηκε ενεργά με την πολιτική υποστηρίζοντας την ιδέα για ανεξάρτητη και φιλελεύθερη Σαξονία, συμμετέχοντας σε επαναστάσεις στο πλευρό του Ραίκελ και του Μπακούνιν, όμως υπήρξε πάντοτε εθνικιστής και ριζοσπαστικός στις πολιτικές του ιδέες. Στην εξέγερση του 1849 τάχθηκε με το μέρος των επαναστατών κι όταν εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του κατέφυγε στο σπίτι τού φίλου του Φραντς Λιστ στη Βαϊμάρη και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Ζυρίχη, ενώ η επιστροφή του στη Γερμανία του επετράπη αρκετά χρόνια αργότερα.

Ο Βάγκνερ ήταν ρατσιστής, οπαδός της θεωρίας της Άριας φυλής ενώ αντιτάχθηκε και πολέμησε τους Εβραίους και κατέκρινε το χαρακτήρα τους, που θεωρούσε ότι ήταν ο «...πλαστικός δαίμονας της παρακμής» [4]. Η αντιπάθειά του προέκυψε όταν κατέταξε στους εχθρούς του δύο Εβραίους συνθέτες, τον Τζάκομο Μέγιερμπερ και τον Φέλιξ Μέντελσον, που ήταν πιστός Λουθηρανός. Ο Βάγκνερ πίστεψε ότι η ψυχρή τους στάση απέναντι στις όπερες του ήταν χαρακτηριστικό δείγμα ανθρώπων της καταγωγής τους. Ο αντιεβραϊσμός του Βάγκνερ και η αγάπη του Χίτλερ για τη μουσική του τον ταύτισαν με τον εθνικοσοσιαλισμό, γεγονός το οποίο συντηρεί την απαγόρευση της ερμηνείας των έργων του στο Ισραήλ. Οι απόψεις του Βάγκνερ περί της φύσεως της φυλής και εναντίον των Εβραίων αντανακλούσαν συγκεκριμένες τάσεις της γερμανικής σκέψεως του 19ου αιώνα. Τα φυλλάδια του ενθουσίασαν τον Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος τον θεωρούσε μαζί με τον Λούθηρο και τον Φρειδερίκο το Μέγα, ως ένα των «τριών μεγάλων Γερμανών». Αδόλφος Χίτλερ είχε δηλώσει [5] ότι τα έργα του Βάγκνερ είναι τα πλέον κατάλληλα ακούσματα για τα αυτιά των γνήσιων Γερμανών, ενώ διάβασε όλα τα κείμενα του Βάγκνερ όταν ετοίμαζε το βιβλίο του «Ο Αγών μου» [«Mein Kampf»] [6].

Ένα από τα δοκίμια του Βάγκνερ, με τίτλο

  • «Ο Ιουδαϊσμός στη Μουσική», που δημοσιεύθηκε -αρχικά με ψευδώνυμο και αργότερα με το όνομά του- προκαλώντας έντονες αντιδράσεις, στο περιοδικό «Neue Zeitschrift für Musik» [7]

έδωσε στον Αδόλφο Χίτλερ την ιδέα του πως μπορεί να ευδοκιμήσει ο αντιεβραϊσμός ενώ σε πολλές όπερες του συνθέτη εμφανίζονται σατανικές καρικατούρες Εβραίων, αυτές που έδωσαν το έναυσμα στον υπουργό Προπαγάνδας του Γ' Ράιχ, το Ζόζεφ Γκέμπελς να πει, «Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ μας δίδαξε τι είναι οι Εβραίοι».

Ο Αδόλφος Χίτλερ λάτρευε την μουσική του Βάγκνερ, από τότε που 12χρονος, ήρθε πρώτη φορά σε επαφή με την μουσική του συνθέτη, ζωντανά, σε μία παραγωγή του «Lohengrin» στην αυστριακή πόλη Λίντς το 1901. Περιγράφοντας αργότερα ο ίδιος την εμπειρία δήλωσε, «Γοητεύτηκα αμέσως». Ως πολιτικός αρχηγός διατηρούσε εξαιρετικά στενές και πυκνές σχέσεις με την οικογένεια του και προς τιμήν του, είχε αναβαθμίσει το Φεστιβάλ Μπαϊρόιτ. Προσέφερε κυβερνητική βοήθεια ακόμη και στη διάρκεια του πολέμου και φρόντιζε να έχει πάντα κοινό,. ενώ έστελνε ως θεατές τους εργάτες αλλά και τους αδειούχους στρατιώτες με τις οικογένειές τους.

Το 1915, ο Ζίγκφριντ Βάγκνερ παντρεύτηκε με την Αγγλίδα Γουίνιφρεντ Κλίντγουορθ και απέκτησαν τέσσερα παιδιά, ενώ το 1930, πέθανε από καρδιακή προσβολή, λίγο μετά τη γνωριμία της Γουίνιφρεντ με τον Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος λάτρευε τον Βάγκνερ και πήγαινε στο Μπαϊρόιτ, όπου έπαιζε στον κήπο με τα παιδιά της Γουίνιφρεντ, η οποία ήταν μεγάλη θαυμάστρια του Χίτλερ και τον αποκαλούσε «Ο ευλογημένος μας Αδόλφος». Οι δυο τους πρωτοσυνατήθηκαν το 1923 και όταν ο Χίτλερ φυλακίστηκε, του έστελνε δέματα με φαγητό και γραφική ύλη με την οποία ο Χίτλερ έγραψε το έργο του «Ο Αγών μου». Έκτοτε το σπίτι του Βάγκνερ έγινε καταφύγιο αναψυχής του Χίτλερ και ο Εθνικοσοσιαλισμός συνδέθηκε στενά με το Μπαϋρόιτ και τη μουσική του συνθέτη.

Η κόρη της Γουίνιφρεντ, η Φρίντελιντ στον πόλεμο έφυγε απ’ τη Γερμανία και πήγε στην Αγγλία όπου έγραψε μια σειρά από άρθρα για τον άνθρωπο που αποκαλούσε «Uncle Wolfie», δηλαδή «Θείο Λύκο». Μέτα τον πόλεμο η Γουίνιφρεντ καταδικάστηκε σε αστυνομική επιτήρηση για τη στενή της σχέση με τον Αδόλφο Χίτλερ. Οι Βίλαντ και Βόλφγκανγκ, εγγονοί του διάσημου συνθέτη αποφάσισαν να συνεχίσουν το φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ, όπου λειτουργεί και Μουσείο Βάγκνερ [8]. Ο Βόλφανγκ ήταν μέλος της χιτλερικής νεολαίας και τραυματίστηκε σοβαρά στην εισβολή στην Πολωνία, ενώ στο νοσοκομείο τον επισκέφθηκε ο Αδόλφος Χίτλερ [9]. Μετά το πέρας του Β' Παγκοσμίου πολέμου η Γουίνιφρεντ Βάγκνερ καταδικάστηκε για τη σχέση της με το ναζιστικό καθεστώς, όμως δε σταμάτησε ποτέ να εκφράζει δημοσίως την αγάπη της στο Χίτλερ. Η διοίκηση του Φεστιβάλ του της αφαιρέθηκε και στη συνέχεια πέρασε στους δύο γιους της, τον Βόλφγκανγκ. ο οποίος όταν απέκτησε δίπλωμα οδηγήσεως, ο Αδόλφος Χίτλερ του χάρισε μια Μερτσέντες, και τον Βίλαντ.

Μνήμη Βάγκνερ

To κάστρο Νόισβανσταϊν [10] [11], γνωστό και ως «παλάτι των παραμυθιών», είναι κατασκευασμένο στο χωριό Σβάνγκαου κοντά στο Φύσεν στη νοτιοδυτική Βαυαρία στη Γερμανία, είναι χτισμένο πάνω σ' ένα λόφο ένα κάστρο. Κατασκευάστηκε από τον Λουδοβίκο Β' της Βαυαρίας τον 19ο αιώνα και παραχωρήθηκε, ως χώρος ανάπαυσης και φόρος τιμής στο Βάγκνερ. Ο Λοδοβίκος λάτρευε τον Βάγκνερ και τα παραμυθένια κάστρα, ενώ έχοντας υπερβολική αγάπη για τον κόσμο των μουσικών έργων του Βάγκνερ, ντυνόταν όπως οι μυθικοί ήρωες στις οπερέτες κι άρχισε να κοιμάται τη μέρα και να κυκλοφορεί μόνο τα βράδια.

Αν και σταθερά οι βιογράφοι του Βάγκνερ επισήμαιναν τις ηθικές του αδυναμίες και της αντιφάσεις της ζωής του, ο Βάγκνερ υπήρξε τεράστια, όσο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, κυρίως εξ αιτίας του ριζοσπαστικού χαρακτήρα των έργων του, του εγωκεντρικού τρόπου συμπεριφοράς του, της σκανδαλώδους ερωτικής του ζωής και των περίεργων απόψεων που εξέφρασε για θέματα όπως η θρησκεία, η χορτοφαγία, το ανέβασμα της όπερας και η φυλετική καθαρότητα. Μελετούσε σταθερά τα έργα της κλασικής Ελλάδας έχοντας ως ερέθισμα τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του σύγχρονού του Ελληνισμού και η Ελλάδα αποτελούσε γι' αυτόν ενιαία ιδέα και πολιτιστική αξία με ιστορική συνέχεια. Ο Τόμας Μαν το 1931, είπε για τον Βάγκνερ ότι «...υπήρξε κάτι το πρωτόγνωρο και ίσως το μεγαλύτερο ταλέντο στην ιστορία της τέχνης..», ενώ ο Φρειδερίκος Νίτσε είπε, «...Για τον Βάγκνερ...{...}... θα μπορούσαμε να πούμε...{...}... πως έχει δώσει φωνή σε κάθε τι στη φύση το οποίο δεν ήθελε να μιλήσει ως τώρα...».

Ο Βάγκνερ ανέπτυξε μια αμφιθυμική σχέση με τον Φρειδερίκο Νίτσε. Στο έργο του «Νίτσε εναντίον Βάγκνερ» που δημοσιεύθηκε το 1895, ο Γερμανός φιλόσοφος εξηγεί γιατί σταμάτησε τη φιλική του σχέση με τον Βάγκνερ, τον άνθρωπο που άλλοτε θαύμαζε ως είδωλό του. Στο βιβλίο ο Νίτσε εκφράζει την απογοήτευσή του για προσωπικές επιλογές του Βάγκνερ, όπως την στροφή του προς το Χριστιανισμό γεγονός που ερμηνεύει ως σημάδι αδυναμίας και τον κατηγορεί για αντισημιτισμό και όπως αναφέρει, «...υιοθέτησε ένα προς ένα όλα όσα απεχθάνομαι –ακόμα και τον αντισημιτισμό..».

Το 2013, χαρακτηρίστηκε ως έτος Βάγκνερ καθώς συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από τη γέννηση του και ο Βάγκνερ εξακολουθεί να ασκεί ιδιαίτερη γοητεία στα πλήθη. Τον ίδιο χρόνο προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ «The Wagner Files» σε σκηνοθεσία του Ralf Pleger, η οποία απέσπασε βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ κινηματογράφου, συμπεριλαμβανομένου του Βραβείου του Κοινού στην κατηγορία «Καλύτερο Ντοκιμαντέρ» στο 37ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Μόντρεαλ του Καναδά. Πρόκειται για ένα κράμα μουσικού ντοκιμαντέρ, πλασματικής ταινίας και κινουμένου σχεδίου που μεταφέρει τη ζωή και τη μουσική ιδιοφυΐα ενός από τους σπουδαιότερους -και σίγουρα από τους πιο επίμαχους- Γερμανούς συνθέτες. Η ταινία σκιαγραφεί την πολύπλοκη και σκανδαλώδη σχέση του Βάγκνερ με τη δεύτερη σύζυγο του, Κοσίμα.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Βάγκνερ και Μάλερ από την ιστορική Concertgebouw του Άμστερνταμ Γιώργος Πισσαλίδης, Ηλεκτρονικό περιοδικό «Ελληνικές Γραμμές», 27 Ιουνίου 2010
  2. [«...Οι ανταποκρίσεις των εφημερίδων και των περιοδικών από τον αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία, μου είχαν προξενήσει φοβερή συγκίνηση. Έτσι, η αγάπη μου για την Ελλάδα, που αργότερα μετατράπηκε σε ενθουσιασμό για τη μυθολογία και την ιστορία της αρχαιότητάς της, πήγασε από το ζωηρό και επώδυνο ενδιαφέρον μου για τα γεγονότα του παρόντος. Στα κατοπινά χρόνια, η ιστορία των αγώνων των Ελλήνων κατά των Περσών μού έφερνε πάντα στο νου τη σύγχρονη επανάσταση κατά των Τούρκων....».] Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Ρίχαρντ Βάγκνερ
  3. Ride of the Valkyries
  4. [«....Έτσι όπως είναι ο κόσμος σήμερα,ο Εβραίος είναι περισσότερο από χειραφετημένος, είναι ο κυβερνήτης. Και θα συνεχίσει να κυβερνά, όσο το χρήμα παραμένει η δύναμη στην οποία υποδουλώνονται όλες οι δραστηριότητες μας. ...{...}... Επιτρέψαμε στην Ιερουσαλήμ να έχει την απόλυτη κυριαρχία και ανακαλύψαμε προς δυσαρέσκεια μας ότι ο κύριος φον Ρότσιλντ, πολύ πονηρός για να ανακηρύξει εαυτόν Βασιλέα των Ιουδαίων, προτίμησε να παραμείνει ο Εβραίος των Βασιλέων. ..{...}...Κάθε νέα επανάσταση στο Παρίσι αναπαραγόταν ταχύτατα στην Γερμανία. Πράγμα ευνόητο, αφού κάθε νέα θεαματική παρισινή όπερα ανέβαινε αμέσως στα αυλικά θέατρα του Βερολίνου και της Βιέννης, τα οποία αποτελούσαν το πρότυπο για όλη την Γερμανία. Η δημοκρατία στην Γερμανία είναι απολύτως ένα μεταφρασμένο πράγμα. Υφίσταται μονάχα στον τύπο. Και τι είναι αυτός ο γερμανικός τύπος πρέπει να το ανακαλύψει κανένας μόνος του. ...{...}... Αλλά περιέργως αυτή μεταφρασμένη γαλλοεβραιογερμανική δημοκρατία μπορούσε πραγματικά να κερδίσει την υποστήριξη του κακομεταχειρσμένου και καταφρονημένου πνεύματος του γερμανικού λαού. Για να εξασφαλίσει ακολούθους ανάμεσα στον λαό, η δημοκρατία πήρε γερμανικό πρόσωπο. «Γερμανισμός», «γερμανικό πνεύμα», «γερμανική τιμιότις», «γερμανική ελευθερία», «γερμανική ηθική», έγιναν φράσεις συνθήματα που αηδίαζαν πιο πολύ από όλους τους πραγματικά καλλιεργημένους Γερμανούς, οι οποίοι ήσαν αναγκασμένοι να στέκονται και να κοιτούν θλιμμένοι την μοναδική κωμωδία των ταραχοποιών, που προέρχονταν από μη-γερμανικό λαό,να αγορεύουν υπέρ αυτού, χωρίς να επιτρέπουν στον πελάτη τους ούτε μία λέξη. ...{...}... Το ότι ο Γκαίτε, ο Σίλλερ, ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν προήλθαν από το γερμανικό έθνος, πολύ εύκολα βάζει σε πειρασμό τα πλήθη των μετρίων ταλέντων να θεωρήσουν αυτές τις μεγάλες διάνοιες παρόμοιες με τον εαυτό τους κληρονομικώ δικαίω, και τους πείθουν να φαντάζονται τον εαυτό τους σαν Γκαίτε και Σίλλερ, και Μότσαρτ και Μπετόβεν....{...}... Τίποτε δεν συμβάλλει πιο πολύ στην νωθρότητα και στην τεμπελιά από την μεγάλη ιδέα κάποιου για τον εαυτό του,την ιδέα ότι κάποιος είναι κάτι το εγγενώς μεγάλο και ότι δεν χρειάζεται να κουραστεί για να βελτιώσει τον εαυτό του..».] Ρίχαρντ Βάγκνερ, «Ο Ιουδαϊσμός στην μουσική».
  5. Ρίχαρντ Βάγκνερ-Τι είπε ο Χίτλερ για τον μεγάλο δημιουργό
  6. [Στο βιβλίο του «Ο Αγών μου» [«Mein Kampf»], ο Αδόλφος Χίτλερ γράφει χαρακτηριστικά, «.....Έτσι,πρόωρα επαναστατικός στα πολιτικά μου κριτήρια,δεν άργησα να γίνω το ίδιο και στα ζητήματα της τέχνης. Η πρωτεύουσα της Άνω Αυστρίας είχε τότε ένα θέατρο που, να πούμε την αλήθεια, δεν ήταν άσχημο. Έδινε παραστάσεις αρκετά συχνά. Δώδεκα χρονών άκουσα για πρώτη φορά τον Γουλιέλμο Τέλλο και μερικούς μήνες αργότερα την πρώτη όπερα της ζωής μου: τον Λόεγκριν. Απ' την πρώτη στιγμή κατακτήθηκα. Ο νεανικός ενθουσιασμός μου για τον δάσκαλο του Μπαϊρόιτ ήταν απέραντος. Πάντα από τότε τα έργα του με τραβούσαν και το θεωρώ τύχη για μένα το ότι άκουσα αυτές τις άθλιες εκτελέσεις στην μικρή μου πόλη γιατί έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να ακούσω αργότερα πολύ καλύτερες και να τις εκτιμήσω περισσότερο..».]
  7. [«..Ο Εβραίος δεν είχε ποτέ δική του τέχνη, κι έτσι η ζωή του δεν είχε ποτέ μια καλλιτεχνική πλευρά. Ακόμα και σήμερα αδυνατεί να προσφέρει στον αναζητητή μια παγκόσμια ανθρώπινη εμπειρία, αλλά μόνον μια ιδιόρρυθμη μέθοδο εκφράσεως...Η μοναδική έκφραση που μπορεί να προσφέρη στον Εβραίο συνθέτη ο λαός του, είναι η τελετουργική μουσική της λατρείας του Ιεχωβά. Η συναγωγή είναι η μόνη πηγή από την οποία ο Εβραίος μπορεί να αντλήση λαϊκά θέματα για την τέχνη του, τα οποία να του είναι κατανοητά. [...] Για όσο καιρό η ξεχωριστή τέχνη της μουσικής διέθετε μιαν αληθινά οργανική ανάγκη για ζωή, έως την εποχή του Μότσαρτ και του Μπετόβεν, δεν μπορούσε κανείς να βρει Εβραίους συνθέτες: ήταν αδύνατο για έναν τελείως ξένο ως προς αυτόν τον ζωντανό οργανισμό στοιχείο να πάρη οποιοδήποτε μέρος στην ανάπτυξη του. Μόνο όταν ο εκ των ένδον θάνατος ενός σώματος είναι προφανής, μπορούν τα εξωτερικά στοιχεία να εισέλθουν σε αυτό , και τότε μόνο για να το καταστρέψουν. Τότε η σάρκα αυτού του σώματος μεταμορφώνεται σε μια σφύζουσα αποικία σκουληκιών. Αλλά ποιος κοιτώντας το, θα μπορούσε να φανταστή ότι ένα τέτοιο σώμα είναι ζωντανό; Η αληθινή ζωή, δηλαδή το πνεύμα, πέταξε αλλού. Αυτή είναι η ζωή. Μόνον στην αληθινή ζωή μπορούμε κι εμείς να ξαναβρούμε το πνεύμα της τέχνης, κι όχι μέσα στο σκωληκόβρωμο πτώμα της. Είπα ότι οι Εβραίοι δεν παρήγαγαν κανέναν αληθινό ποιητή. Πρέπει να εξετάσουμε τώρα τον Χάινριχ Χάινε. Την περίοδο που ο Γκαίτε και ο Σίλερ μεσουρανούσαν, δεν είχαμε καν ακουστά για Εβραίους ποιητές...Αμοιβή του ήταν ότι τα ποιητικά του ψέμματα μελοποιήθηκαν από τους συνθέτες μας. Αυτός υπήρξε η συνείδησις του ιουδαϊσμού, όπως ακριβώς ο Ιουδαϊσμός είναι η κακόφημη συνείδησις του σύγχρονου πολιτισμού μας...».]
  8. Οι Σχέσεις Του Ρίχαρντ Βάγκνερ με Τους Εθνικοσοσιαλιστές… Εκτίθενται Σε Μουσείο.
  9. [«...Χίτλερ, ξανά και ξανά! Μετά την κατάληψη της εξουσίας από το Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα είχαν ειδικό κατασκευασμένο παράρτημα στην βουλή για τον Siegfried Wagner, και στο εσωτερικό του παραρτήματος χτίστηκε το «Τζάκι του Φύρερ». Μετά από μια παράσταση του Götterdämmerung στο Festspielhaus, ο θείος μου και ο πατέρας αποδέχθηκαν την πρόσκληση του Χίτλερ σε μια μακρά νυχτερινή συζήτηση στο «Τζάκι του Φύρερ» για το μέλλον της γερμανικής τέχνης στο πνεύμα του Ρίχαρντ Βάγκνερ, ως έκφραση της ανανέωσης του κόσμου μέσω του Εθνικοσοσιαλισμού. Είχα κάποια δυσκολία στο να κατανοήσω τα χειμαρρώδη λόγια του πατέρα μου αλλά δεν τον διέκοψα κι εκείνος συνέχισε την ιστορία του. Καθόμασταν γύρω από το τζάκι, και ο Χίτλερ σχεδίασε για μας τα πολιτιστικά οράματά του για το μέλλον. Όταν θα έχουμε απαλλάξει τον κόσμο από τον Μπολσεβικισμό και την εβραϊκή συνωμοσία, τότε, ο Wieland, θα τρέξει το θέατρο της Δύσης και ο Wolfgang το θέατρο της Ανατολής...».] Gottfried Wagner, γιος του Wolfgang Wagner, «Το λυκόφως των Βάγκνερ»
  10. [Το κάστρο Νόισβανσταϊν, γνωστό και ως παλάτι των παραμυθιών, αρχικά σχεδιαζόταν να γίνει προσωπικό καταφύγιο του βασιλιά, όμως άνοιξε στο κοινό επί πληρωμή αμέσως μετά το θάνατό του το 1886, μη έχοντας αποπερατωθεί. Έκτοτε το έχουν επισκεφθεί περισσότεροι από 60 εκατομμύρια άνθρωποι. Περισσότεροι από 1,3 εκατομμύρια άνθρωποι επισκέφτηκαν το κάστρο το 2008, ενώ τα καλοκαίρια οι επισκέπτες φθάνουν έως και 6.000 επισκέπτες τη μέρα.
  11. Neuschwanstein Environment Castle UDK