Παναγιώτης Ποταγός

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Παναγιώτης Ποταγός [Πόταγας ήταν το αρχικό του επίθετο], Έλληνας ιατρός που αναγορεύθηκε διδάκτορας της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο πλέον διάσημος Έλληνας εξερευνητής και εθνολόγος, ένας από τους σπουδαιότερους Ευρωπαίους εξερευνητές του 19ου αιώνα που περιπλανήθηκε στα πέρατα της οικουμένης για να δοξάσει την Ελλάδα όπως έγραψε ο ίδιος, «ο νέος Μάρκος Πόλος» όπως τον χαρακτήρισε ο Φώτης Κόντογλου, γεννήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1839 στην ορεινή κωμόπολη Βυτίνα του νομού Αρκαδίας στην Πελοπόννησο και πέθανε στις 13/24 Φεβρουαρίου 1903 στο χωριό Νύμφες ή Νεραϊδοχώρι [1] της Κέρκυρας. Η νεκρώσιμη ακολουθία του τελέστηκε την επομένη ημέρα 14/25 Φεβρουαρίου στον ναό της Παναγίας των Παπουτσάτων στις Νύμφες και τάφηκε στον περίβολο του ναού. Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο ιερέας Νικόλαος Τσενεμπής.

Ο Παταγός ήταν άγαμος και δεν άφησε απογόνους.

Παναγιώτης Ποταγός [2]

Βιογραφία

Πατέρας του Παναγιώτη ήταν ο Παναγιώτης Πόταγας από τη Βυτίνα, ενώ η μητέρα του, το γένος Παναγιώτη Λάλα, κατάγονταν από τη γειτονική Στεμνίτσα [3] [4]. Ο Παναγιώτης έμεινε ορφανός από πατέρα αβάπτιστος και σε ηλικία μόλις έξι μηνών, τον Ιανουάριο του 1840, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε κυνηγώντας τη συμμορία του Κατζιαβού και του Γυφτογιαννάκη. Ο Παναγιώτης διάβαζε από μικρός την πλούσια βιβλιοθήκη του πατέρα του η οποία περιλάμβανε φιλοσοφικά βιβλία, τίτλους βιβλίων αρχαίων φιλοσόφων, βιβλία Μαθηματικής Γεωγραφίας, τα «Νομικά» του Αρμενόπουλου κι άλλα. Η μητέρα του Παναγιώτη Ποταγού παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο με τον Αθανάσιο Ν. Κανδή από την Στεμνίτσα Αρκαδίας και από το γάμο της απέκτησε επτά παιδιά, τον Νικόλαο Κανδή, φαρμακοποιό, τον Ιωάννη Κανδή, ιατρό, τον Χρίστο Κανδή, χρηματιστή, την Ελένη σύζυγο Ροϊλού, την Δουδού σύζυγο Γ. Λαμπρινοπούλου, την Ελπινίκη σύζυγο Παπαγιαννοπούλου, και την Ερασμία σύζυγο Π. Λαμπρινοπούλου. Την πατρική περιουσία του Παναγιώτη καταχράστηκαν οι συγγενείς του μετά τον θάνατο του πατέρα του, εκτός από τα ακίνητα, που αποτέλεσαν την βασική πηγή των εσόδων τα οποία κάλυψαν τις ανάγκες των σπουδών του.

Σπουδές

Ο Παναγιώτης τελείωσε τα μαθήματα του Δημοτικού στην Ελληνική σχολή της Βυτίνας. Παρακολούθησε τα μαθήματα κι αποφοίτησε από το Γυμνάσιο της Τριπόλεως και στη συνέχεια, με υποτροφία, γράφηκε κι αποφοίτησε για δύο χρόνια στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως την εγκατέλειψε και παρακολούθησε με επιτυχία την Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου αναγορεύτηκε Διδάκτωρ. Μετά την αποφοίτηση του από την Ιατρική άσκησε επί ένα χρόνο το επάγγελμα του γιατρού στη Στεμνίτσα. Στη συνέχεια μετέβη στο Παρίσι, με υποτροφία από τον «Μαυροκορδάτειο» Διαγωνισμό, κληροδότημα του παλαιού καθηγητή της Ιατρικής Σχολής Δημητρίου Μαυροκορδάτου, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ιατρική, υπό την υψηλή προστασία της πριγκίπισσα Καρατζά. Η παρουσία του στην Γαλλία συνέπεσε με την εκδήλωση επιδημίας χολέρας και ο Ποταγός συμπαραστάθηκε στους κατοίκους της Γαλλικής πρωτεύουσας, αποσπώντας την εκτίμηση και την αναγνώριση των Γάλλων συναδέλφων του και τιμές από την Γαλλική κυβέρνηση. Στο Παρίσι άλλαξε το επίθετο του από Πόταγας σε Ποταγός.

Ιατρικό επάγγελμα

Τον Ιούλιο του 1866 ο Ποταγός επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Στεμνίτσα Αρκαδίας, τον τόπο καταγωγής του δεύτερου συζύγου της μητέρας του, όπου σε κάθε πράξη του είχε την βοήθεια του Κωνσταντίνου Λεγγέρη, του δημοδιδάσκαλου της Στεμνίτσας, κι άσκησε την Ιατρική για ένα περίπου χρόνο, ως τον Απρίλιο του 1867. Τον Οκτώβριου του ίδιου χρόνου ο Παταγός έπαψε να ασκεί το επάγγελμα του γιατρού στη Στεμνίτσα κι εγκαταστάθηκε στο πατρικό του σπίτι στην Βυτίνα, όπου βρέθηκε μπροστά στις διαφωνίες των συγγενών του που για κομματικούς λόγους είχαν χωριστεί σε φατρίες. Τότε ο Ποταγός επικαλέστηκε ως δικαιολογία την αγορά επιστημονικών συγγραμμάτων αλλά και την άφιξη στην Αθήνα του βασιλιά Γεωργίου Α' και της πριγκίπισσας Όλγας, οι οποίοι είχαν παντρευτεί στην Αγία Πετρούπολη,κι εγκατέλειψε τη Βυτίνα στα τέλη του Οκτωβρίου 1867. Στους Βυτινιώτες συγγενείς του είπε ότι θα βρίσκεται στην Αθήνα, σε κείνους στην Αθήνα είπε ότι θα ταξιδέψει στην Σύρο και στους συγγενείς της Σύρου ανακοίνωσε ότι φεύγει για την Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Στις 12 Νοεμβρίου 1867, μετά από προετοιμασίες ενός μηνός ξεκίνησε το περιηγητικό του ταξίδι και «ενέπεσε εις τον ωκεανόν του κόσμου», όπως γράφει ο ίδιος.

Περιηγήσεις

1η εξερευνητική αποστολή

Ο Ποταγός ξεκίνησε τις ταξιδιωτικές του εξερευνήσεις στο τέλος του 1867 και στη διάρκεια τους πραγματοποίησε τρία ταξίδια και διέσχισε δυο φορές την Ασία, ενώ το 1877 ανακάλυψε τον μεγάλο ποταμό Μπόμου της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας, που πηγάζει από το Ζαϊρ και διαγράφει μια πορεία 725 χιλιομέτρων μεταξύ Ζαϊρ και Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας. Ο ποταμός εξερευνήθηκε ολοκληρωτικά, 35 χρόνια μετά το πέρασμα του Ποταγού, τη διετία 1910-1911 από μια γαλλική αποστολή. Ο Ποταγός ξεκίνησε το πρώτο του ταξίδι και μέσω Αθηνών και Πειραιώς κατευθύνθηκε ατμοπλοϊκώς στην Αλεξανδρέττα, χρησιμοποιώντας την Συρία ως πρώτο σημείο επαφής του με την Ασία. Ταξιδεύοντας ανατολικά επεσκέφθη τις πόλεις Αντιόχεια, Λαοδικεία, Τρίπολη, Χομψ, Χαλέπι, Διαρβερκίρ, Μονσούλ, Βαγδάτη, Κιρμανσιά, Αμαντάν και Τεχεράνη έφθασε, δύο χρόνια μετά, την 24η Οκτωβρίου 1869, στην πόλη Μεσσιέτ της Περσίας.

Στη συνέχεια πέρασε τις περιοχές του Ιράκ, διέβη τις πόλεις Εράτ και Κανδαχάρ του Αφγανιστάν και στις 30 Απριλίου 1870 έφθασε στην πρωτεύουσα Καμπούλ. Αακολούθησε την τρομακτικά δύσκολη διάβαση του Παμίρ μέχρι το Καφριστάν, καταρρίπτοντας πολλές αναφορές του Μάρκο Πόλο για τις περιοχές αυτές. Διέσχισε τους ορεινούς όγκους του Ινδικού Καυκάσου, βάδισε την έρημο του Γκόμπι και έφτασε στην πόλη Κασγκάρ στη Βόρεια Κίνα και μέσω στεπών ερήμων έφθασε και στις 18 Μαρτίου 1871 στην πόλη Χάμια, στα σύνορα Κίνας και Μογγολίας. Εκεί δεν του επετράπη η συνέχιση της πορείας του προς την πόλη του Πεκίνου, κι έτσι με κατεύθυνση έφθασε στην πόλη Βλιαστέ της Μογγολίας, όπου και πάλι οι αρχές ανέκοψαν την πορεία του. Ξαναγύρισε στην Χάμια της Κίνας, όπου συνελήφθη, εφυλακίσθη, και κινδύνευσε να θανατωθεί ως κατάσκοπος. Όταν ελευθερώθηκε, ταξίδεψε ως την πόλη Κολιτζιά ή Χηλή, τη σημερινή Κούλντζα της Ανατολικής Σιβηρίας, στα σύνορα Κίνας-Ρωσίας, όπου έφτασε την 1 Ιουνίου 1872. Από εκεί μέσω Ορσκ και Μόσχας έφθασε στην Αγία Πετρούπολη στις 10 Αυγούστου 1872, ακολούθως στην Οδησσό, και τέλος μέσω Κωνσταντινουπόλεως στην Θεσσαλονίκη, όπου έφτασε το 1873. Στην Θεσσαλονίκη ο Ποταγός εγκαταστάθηκε επί τρία χρόνια και εργάστηκε, μελετώντας τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, ώστε να συγκεντρώσει χρήματα για το επόμενο ταξίδι του.

2η εξερευνητική αποστολή

Στις 11 Μαρτίου 1875, ο Ποταγός άρχισε το δεύτερο του ταξίδι στην Ασία, το οποίο διήρκησε μόλις μερικούς μήνες. Ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη και τον Απρίλιο εκείνου του χρόνου και μέσω Αλεξάνδρειας, επέλεξε το Σουέζ ως σημείο επαφής του με την Ασιατική Ήπειρο. Στη συνέχεια ακτοπλοϊκώς και μέσω της Ερυθράς θάλασσας και του Ινδικού Ωκεανού έφτασε στη Βομβάη, στο δυτικό μέρος των Ινδιών, στις 25 Απριλίου 1875. Στη συνέχεια μέσω Βεσάλ των Ινδιών, επιχείρησε να φτάσει για δεύτερη φορά στην Καμπούλ. Φτάνοντας στην Λαχώρη του Αφγανιστάν, και επειδή δεν του επετράπη από τους Άγγλους η μετάβαση στην πρωτεύουσα Καμπούλ, άλλαξε κατεύθυνση και στρέφοντας νοτίως έφτασε στο Καράτσι, και από εκεί με πλοίο στο Πεντέρ Αμπάς του Περσικού Κόλπου. Κατόπιν ΒΔ στη Κιρμανσιά και ακολούθως ΒΑ στην Καμπούλ, όπου και έφτασε στις 31 Ιουλίου 1875, πέντε και πλέον χρόνια μετά το πρώτο ταξίδι του. Συνέχισε μέσω θαλάσσης ακολουθώντας την διαδρομή που έκανε ο Νέαρχος και έφτασε στο Κάϊρο της Αιγύπτου, όπου παρέμεινε για λίγες μέρες. Από εκεί εστράφη ΝΑ προς το Δελχί των Ινδιών, επεσκέφθη την πόλη αυτή, την Άγκρα και την ιερή πόλη των Ινδιών Μπενάρες και κατέληξε στις 29 Σεπτεμβρίου στην Καλκούτα, στην ανατολική πλευρά των Ινδιών. Από εκεί ατμοπλοϊκώς επέστρεψε στο Σουέζ στις 21 Δεκεμβρίου 1875.

Αποστολή στην Αφρική

Ο Ποταγός αφού γιόρτασε στο Κάϊρο τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, στις 5 Ιανουαρίου 1876 ξεκίνησε για το τρίτο ταξίδι του, την εξερεύνηση της κεντρικής Αφρικής. Πέρασε την αρχαία Ελληνική πόλη Σιουτ, έφτασε στο Ασουάν ακολουθώντας αντίθετα το ρεύμα του Νείλου. Μεγάλο μέρος του ταξιδιού του, τουλάχιστον ως το Χαρτούμ του Σουδάν, έγινε ατμοπλοϊκώς μέσω του Νείλου. Έφθασε οδικώς στην Λιμπέη και με συνεχή Νοτιοδυτική πορεία έφθασε στην Όφρα ντε Ναχάς, και ακολούθως με Νοτιοανατολική πορεία στην Έγγυμα, έπειτα από αφάνταστες και επικίνδυνες περιπέτειες μέσα σε τροπικά δάση και σε οικισμούς αγρίων και ανθρωποφάγων φυλών. Προχώρησε νοτίως μέχρι τον ποταμό Μπόμο, στα σημερινά σύνορα της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας και του Ζαΐρ, του παλαιού Κογκό, πολύ κοντά στον Ισημερινό, σχεδόν μέχρι τις 2 μοίρες γεωγραφικό πλάτος, προχωρώντας πιο πέρα από τις περιοχές που είχε εξερευνήσει ο Γερμανός εξερευνητής Γ. Σβαϊνφουρτ. Εκεί του απαγορεύτηκε η περαιτέρω πορεία προς το νότο. Επιστρέφοντας ο Ποταγός συναντήθηκε στο Χαρτούμ με τον Άγγλο στρατηγό Γκόρντον και του επέδωσε δύο επιστολές των εκπροσώπων της Αιγυπτιακής κυβερνήσεως και χρησιμοποιώντας τον ποταμό Νείλο, συγκεκριμένα από την πόλη Σιαμπύ, επέστρεψε ατμοπλοϊκώς στο Κάϊρο την Άνοιξη του 1877.

Επαφές με Γεωγραφικές Εταιρείες

Ο Ποταγός έστειλε από το Κάιρο περιλήψεις των περιηγήσεων του στις γεωγραφικές εταιρείες Παρισίων, Βερολίνου, Βελγίου, Ρωσίας αλλά και του Καΐρου-περιμένοντας απάντηση. Μετά από μήνες, του απάντησε θετικά η Γαλλική Γεωγραφική Εταιρεία. Με τα χρήματα που του είχαν απομείνει, ο Ποταγός επιβιβάστηκε σε ατμόπλοιο, έφτασε στην Ιταλία και από εκεί δια μέσου Μονάχου, Βερολίνου, Αμβούργου και Βρυξελλών έφθασε στο Παρίσι το Νοέμβριο του 1879, όπου συναντήθηκε με τον γραμματέα της Γεωγραφικής Εταιρείας Μονουάρ, στον οποίον παρέδωσε λεπτομερή αναφορά των ταξιδίων του και οι περιλήψεις αυτές επιβεβαιώθηκαν απόλυτα από άλλους περιηγητές που πέρασαν νωρίτερα από τις ίδιες περιοχές. Ακολούθησε ένα σύντομο ταξίδι του Ποταγού στην Αγγλία και στη συνέχεια επέστρεψε στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί, με ορμητήριο το Σουέζ και οδηγό τη Βίβλο, αφού περιηγήθηκε την Αραβική Χερσόνησο κατέληξε στα Άδανα της Κιλικίας στην Μικρά Ασία.

Επιστροφή στην Ελλάδα

Ο Ποταγός επέστρεψε στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου 1883, μετά από συνεχή απουσία δεκαπέντε χρόνων κι έστειλε το σύγγραμμα του προς κρίση και έκδοση στο υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Ίδια τύχη είχε και η περίληψη που έστειλε στη Γαλλική Γεωγραφική Εταιρεία ο Ποταγός, η οποία με τη σειρά της την απέστειλε, μέσω της Ελληνικής πρεσβείας των Παρισίων, στο εν λόγω υπουργείο και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών προς δημοσίευση. Ο Ποταγός ζήτησε από το Ελληνικό κράτος να διοριστεί βιβλιοθηκάριος στην Εθνική βιβλιοθήκη, προκειμένου να μπορέσει να εξοικονομήσει τα χρήματα που απαιτούνταν για να προχωρήσει στην έκδοση του έργου του. Έγινε δεκτός από τον βασιλέα Γεώργιο Α', προς τον οποίον εξέφρασε αγανάκτηση για την αδιαφορία που επέδειξε το αρμόδιο υπουργείο για την έκδοση του έργου του. Ο βασιλιάς έστειλε αναφορά με τον υπασπιστή του ζητώντας να μάθει τι απέγιναν τα χειρόγραφα, όμως κανείς δεν ήταν σε θέση να τον πληροφορήσει.

Ο Ποταγός πήγε στο υπουργείο, όπου πληροφορήθηκε ότι κάποιος τμηματάρχης είχε πετάξει τα χειρόγραφα στον κάλαθο των αχρήστων. Ο Ποταγός ζήτησε να δει τον υπουργό Δημήτριο Βουλπιώτη, ο οποίος τον άκουσε με προσοχή και τον καθησύχασε λέγοντάς του ότι θα μελετούσε προσωπικά τον φάκελλο, όμως τελικά ο Βουλπιώτης [5] αρνήθηκε την χρηματοδότηση λέγοντας: «Ας μας παρατήσει ο Ποταγός μ’ αυτά τα οποία λέει, έχουμε σοβαρότερα πράγματα ν’ ασχοληθούμε». Την χρηματοδότηση της εκδόσεως του έργου του Ποταγού ανέλαβε τελικώς το Πανεπιστήμιο Αθηνών και με την βοήθεια του τότε πρύτανη Παναγιώτη Κυριάκου, καθηγητή της Ιατρικής Σχολής που ενέκρινε πίστωση 5.000 δραχμών, εκδόθηκε ο πρώτος τόμος. Το 1883 και μετά την έκδοση του βιβλίου του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών ο Ποταγός απογοητευμένος από την κυβερνητική αδιαφορία για το σύνολο του έργου του, αναχώρησε για την Γαλλία όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό και εγκώμια, ενώ το έργο του «Περίληψις Περιηγήσεως Ποταγού» μεταφράστηκε στην Γαλλική γλώσσα από τους Bournonf, Blancard, Mayer, Labatier και άλλους.

Ο Ποταγός λίγο καιρό αργότερα και για μια φορά ακόμη επέστρεψε στην Ελλάδα, όμως απογοητευμένος από την συνεχιζόμενη κρατική αδιαφορία και συναντώντας συνεχείς αρνήσεις κι εμπόδια, εγκατέλειψε την Αθήνα και κατέφυγε στην Κέρκυρα. Εκεί αγόρασε μια κατσίκα για να εξασφαλίσει την επιβίωση του και εγκαταστάθηκε στο χωριό Νυμφές, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια του βίου πάμπτωχος και βοήθησε με τις γνώσεις του στην Ιατρική τους επίσης εξαθλιωμένους κατοίκους. Λίγα χρόνια πριν το τέλος της ζωής του επισκέφθηκε το Σικάγο και τους καταρράκτες του Νιαγάρα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ενώ πραγματοποίησε και κάποια ταξίδια στην Ευρώπη. Ο Ποταγός εξέπνευσε την ώρα που διάβαζε την Αγία Γραφή. Εκείνη την ώρα έγειρε στην καρέκλα του, σφάλισε τα μάτια του και «αποκοιμήθηκε».

Συγγραφικό έργο

Παναγιώτης Ποταγός [6]

Το έργο του Ποταγού παραμένει σχεδόν άγνωστο, όμως αποτελεί μοναδική μαρτυρία τόσο για την γεωγραφική του πλευρά όσο και για την εθνολογική του, που αφορά ιδιαίτερα τις ελληνιστικές επιβιώσεις στο Αφγανιστάν, αλλά παραμένει σχεδόν άγνωστο στην εποχή μας. Κατέλιπε πολλά ανέκδοτα συγγράμματα αλλά και μια σπουδαία πραγματεία για την Κέρκυρα, νησί που μελέτησε με ακρίβεια, καθώς και μια ακόμη πραγματεία της Ηπειροθεσσαλίας. Ο Ποταγός δημοσίευσε έναν τόμο των ταξιδιωτικών του εμπειριών με τίτλο:

  • «Περίληψις Περιηγήσεων Ποταγού», ένα βιβλίο 704 σελίδων και ένα συγκριτικό πίνακα των «Συγχρονισμών των Αρχαίων Λαών», στην Ελληνική γλώσσα το 1883, εκ του Τυπογραφείου Α. Κτενά [7].

Το έργο του εκδόθηκε στη Γαλλική γλώσσα το 1885 από τη Γεωγραφική Εταιρεία των Παρισίων με τίτλο

  • «Dix années de voyages dans l' Asie centrale et l' Afrique equatoriale».

Στα δύο αρχικά κεφάλαια του 1ου τόμου, με τίτλο τα «Περιηγητικά», ο Ποταγός περιγράφει τα τρία ταξίδια του, στην Ασία και στην Αφρική, περιλαμβάνει τα περιστατικά των μετακινήσεων του από την αναχώρηση μέχρι και την επιστροφή του. Το τρίτο κεφάλαιο το ονομάζει «Ιστορικόν» και σε αυτό περιλαμβάνεται τη συγκριτική μελέτη περί των «Συγχρονισμών των Αρχαίων Λαών», δηλαδή των χρονολογιών των αρχαίων λαών και αναλύονται οι μέθοδοι χρονολογήσεως που χρησιμοποιούσε κάθε πολιτισμός που επισκέφθηκε. Στο τέταρτο κεφάλαιο, το «Φυσικόν», ο συγγραφέας προσπαθεί να ερμηνεύσει διάφορα φυσικά φαινόμενα, κυρίως μετεωρολογικά και άλλα φυσικά φαινόμενα που παρατήρησε στα ταξίδια του. Το τελευταίο κεφάλαιο είναι γεωγραφικό και ονομάζεται «Περί διαιρέσεως της γης εις ζώνας και του ανθρώπου εις φυλάς». Το κείμενο προσεγγίζεται εύκολα, βρίθει αναφορών σε αρχαίους συγγραφείς και στη Βίβλο, ενώ η σωρεία ονομάτων, βασιλιάδων και πόλεων καθιστά απαιτητική τη διαδικασία αναγνώσεως και μελέτης του.

Στον πρόλογο του πρώτου τόμου, ο Ποταγός αναφέρει ότι στον δεύτερο τόμο «θέλει περιγράψει ήθη, έθιμα, θρησκείαν, πολίτευμα και Ιστορίαν εκάστου έθνους, δι’ ων διήλθον, και περί εκάστου ων ήκουσα», όμως το τόμος αυτός δεν εκδόθηκε ως σήμερα, καθώς αρχικά θεωρήθηκε ότι χάθηκαν τα χειρόγραφα, που κατέστρεψαν οι απογοητευμένοι συγγενείς του. Τα χειρόγραφα αυτά, του 2ου τόμου των περιηγήσεων του Ποταγού βρέθηκαν στη βιβλιοθήκη της Ελληνικής Βουλής.

  • «Γεωγραφική περιγραφή Ηπείρου, Θεσσαλίας και Ιονίων νήσων μετά παραρτήματος γλωσσολογικού», κώδικας που έμεινε αδημοσίευτος. Το χειρόγραφο αγοράστηκε από την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία και βρίσκεται στα αρχεία της.

Τα χειρόγραφά του δεύτερου και πλέον σημαντικού μέρους του έργου του Ποταγού τα παρέλαβε ένας από τους ομομήτριους αδελφούς του ο οποίος μετά τον θάνατο του επισκέφθηκε το σπίτι του στις Νύμφες. Στις αρχές του 21ου αιώνος έγινε γνωστό ότι τα χειρόγραφα του 2ου τόμου των περιηγήσεων του Ποταγού που λανθασμένα θεωρήθηκε ότι κατέστρεψε [8] ο ομομήτριος αδελφός του, υπάρχουν στην βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων.

Σημασία της αποστολής του

Ο Ποταγός χωρίς καμιά υποστήριξη από την Ελλάδα ή από οπουδήποτε αλλού, προσπάθησε να συναγωνιστεί τους εξερευνητές των εθνικών Γεωγραφικών Εταιρειών της Ευρώπης. Εξερεύνησε την Ασία ακολουθώντας τα χνάρια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στη διάρκεια των ταξιδιών του αναζήτησε Ελληνικά κατάλοιπα στις γλώσσες, στα ήθη και έθιμα, αλλά και στην τέχνη. Στο δυτικό Αφγανιστάν σημείωσε πολλές ελληνικές λέξεις, καθώς και το στάδιο ως μέσο μετρήσεως των αποστάσεων. Στη Καμπούλ οι τοπικοί εμίρηδες είχαν στις βιβλιοθήκες τους μεταφράσεις αρχαίων Ελλήνων, ακολουθούσαν το αστρονομικό σύστημα του Πτολεμαίου, γνώριζαν τα «Φυσικά» του Αριστοτέλους, χρησιμοποιούσαν την Ιατρική γνώση του Ιπποκράτους και του Γαληνού και μελετούσαν τον Πλάτωνα. Ο Ποταγός στις περιηγήσεις του βρήκε αρχαιοελληνικά νομίσματα και αγάλματα θρησκειών με χαρακτηριστικά επηρεασμένα από την τέχνη της Αρχαίας Ελλάδος.

Στο Αφγανιστάν, στη διάρκεια του δεύτερου ταξιδιού του, προσπάθησε μάταια να αποσοβήσει την πολεμική σύγκρουση ανάμεσα στα τρία παιδιά του φίλου του βασιλιά Εμίρ, προσπάθεια που τον έφερε αντιμέτωπο με τα Αγγλικά σχέδια. Η προσπάθεια του δημιούργησε καχυποψία στους Άγγλους οι οποίοι υποτίμησαν το επιστημονικό έργο του Ποταγού. Όπως γράφει ο ίδιος: «Εννόησα ότι ενέπεσα εν Λονδίνο εις χείρας εγωισμού, φθόνου και ασπλαχνίας», όταν συναντήθηκε με δύο μέλη της Γεωγραφικής Εταιρείας της Αγγλίας. Ο Ποταγός κατήγγειλε την Παγκόσμια Γεωγραφική Εταιρεία αλλά και την Αγγλική Γεωγραφική Εταιρεία για τις ανακρίβειες τους, ενώ κατήγγειλε και τον Μάρκο Πόλο για ανακρίβειες και ψεύδη που είχε γράψει για τα ταξίδια του κι αυτοί ήταν κάποιοι από τους λόγους της μεγάλης αντιπαραθέσεως του με την Γεωγραφική Εταιρεία της Αγγλίας.

Διακρίσεις

Ο Ποταγός τιμήθηκε από την Γαλλική κυβέρνηση και το έργο του αναγνωρίστηκε από την Γαλλική Γεωγραφική Εταιρεία, η οποία αποδέχτηκε τις θέσεις του και τοποθέτησε το όνομα του δίπλα στα ονόματα των Λίβιγκστον και Στάνλεϊ. Ο βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος Β', πρόεδρος τότε της Παγκόσμιας Γεωγραφικής Εταιρίας, ζήτησε από τον Ποταγό να υπογράψει στη Χρυσή Βίβλο των εξερευνητών, όπου ο Ποταγός δεν υπέγραψε με το όνομά του, αλλά με την υποσημείωση «Εις Έλλην». Στο κράτος του τότε Βελγικού Κονγκό μια κεντρική αρτηρία της πόλης Ισίρο (Παουλίς), φέρει τ’ όνομα του Ποταγού. Στην Γαλλική εφημερίδα «Debat», διαβάζουμε πως «...οι περιηγήσεις των Λίβινγκστον και Στάνλευ απέκτησαν όνομα. Μα την επιστημονική ωφέλεια είχε μονάχα η περιήγηση του Παναγιώτη Ποταγού». Ο εξερευνητής Ουζφάλβι αποκαλεί τις περιηγήσεις του Ποταγού «...καταπληκτικά ταξίδια» και ο γραμματέας της Γαλλικής Γεωγραφικής Εταιρείας Κάρολος Μονουάρ χαρακτηρίζει το νου του Ποταγού, «σωστό θησαυρό». Το 2003 με αφορμή τα 100 χρόνια από τον θάνατό του Ποταγού ο Δήμος Βυτίνας με την κοινότητα Νυμφών Κέρκυρας διοργάνωσαν εκδήλωση τιμής και μνήμης του έργου του στο «Πανταζοπούλειο» Πνευματικό Κέντρο της Βυτίνας. Μεταξύ των ομιλητών ήταν ο αντιστράτηγος Γεώργιος Δουζίνας από το Δ.Σ. της Ελληνικής Γεωγραφικής εταιρίας.

Εξωτερικές συνδέσεις

Πηγές

  • «Ημερολόγιον» Σκώκου, έτος 1904, σελίδες 95η-100η.
  • «Φημισμένοι Άντρες και Λησμονημένοι», Φώτης Κόντογλου, Αθήνα 1942, σελίδες 91η-127η.
  • «Εις Έλλην», Κάρολος Μωραΐτης, μυθιστορηματική βιογραφία του Ποταγού.
  • «Παναγιώτης Ποταγός. Ιστορική μονογραφία», Μεθόδιος Κοντοστάνος, Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών, Κέρκυρα 1950.
  • «Παναγιώτης Ποταγός-Ο λησμονημένος Οδυσσέας της Αφρικής και της Ασίας», Ανδρέας Καπογιαννόπουλος.
  • «Ο γιατρός Παναγιώτης Ποταγός και η Στεμνίτσα», Γεράσιμος Α. Ρηγάτος, Εφημερίδα «Η Στεμνίτσα. Η πατρίδα μας», Έτος ΛΔ', Περίοδος Β', Αριθμός φύλλου 113ο, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2009, σελίδα 4η.

Παραπομπές

  1. [Το χωριό Νύμφες είναι κτισμένο στο βουνό Παντοκράτορας της Κέρκυρας. Ο πληθυσμός του είναι περί τους 800 κατοίκους. Το χωριό είναι ιδιαίτερα γνωστό για τους καταρράκτες που βρίσκονται κοντά, από τους οποίους ρέουν ορμητικά νερά από ύψος μεγαλύτερο των 10 μέτρων. Στην αρχαιότητα το χωριό ονομαζόταν Νεραϊδοχώρι κι εκεί υπήρχε ο ναός του Απόλλωνα. Στη θέση του ναού του Απόλλωνα βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου. Στη περιοχή υπάρχει η σπηλιά όπου ασκήτευσε ο Αρτέμιος Παΐσιος ενώ υπάρχει και το Ασκηταριό, ένα σημαντικό μνημείο χτισμένο κατά τον 5ο αιώνα. Τα προπολεμικά χρόνια στο χωριό λειτουργούσε η Γεωργική Σχολή Κέρκυρας και υπάρχουν ενδείξεις που μαρτυρούν την ύπαρξη του παλαιού ελαιοτριβείου, το οποίο είχε επιλέξει ως κατοικία του.]
  2. [Φωτογραφία του Ποταγού από το «Ημερολόγιον» Σκόκου, έτος 1904, σελίδες 95η-100η.]
  3. [Ο Παναγιώτης Λάλας, ο παππούς του Ποταγού, ήταν ένας από τους πρώτους που μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρεία, «Εταιριστής» κατά τον Ποταγό, στην Κωνσταντινούπολη κι αυτός που με την σειρά του μύησε τον Γρηγόριο Δικαίο ή Παπαφλέσσα και τον Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανό. Ο Λάλας συντηρούσε με δικές του δαπάνες λόχο Αξιωματικών και στρατιωτών, επικεφαλής του οποίου συμμετείχε στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, στη μάχη των Τρικόρφων και του Βαλτετσίου, ενώ μετά την άλωση της Τριπολιτσάς λαφυραγώγησε το αρχοντικό του Μαχμούτ εφέντη, του τοποτηρητή του Χουρσίτ πασά.] «Ημερολόγιον» Σκώκου, έτος 1904, σελίδες 95η-100η.
  4. [Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες το αρχοντικό που κατέλαβε ο Λάλας ήταν του Κιαμήλ μπέη. Οι μαρτυρίες των συγχωριανών του βεβαιώνουν ότι ο Λάλας αιχμαλώτισε τις τρεις συζύγους του Τούρκου αξιωματούχου, τις οποίες μετά τον θάνατο του εξαγόρασαν οι συγγενείς τους. Ο Ποταγός γράφει ότι τα διαμαντένια κοσμήματα τους και άλλα τιμαλφή τα είχε δει με τα μάτια του στα χέρια άλλων συγγενών, κληρονόμων του Λάλα, ο οποίος φέρεται να πέθανε είτε από φυσικό θάνατο είτε από δηλητηρίαση.] «Ο γιατρός Παναγιώτης Ποταγός και η Στεμνίτσα», Εφημερίδα «Η Στεμνίτσα. Η πατρίδα μας», Έτος ΛΔ', Περίοδος Β’, Αριθμός φύλλου 113, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2009.
  5. [Ο υπουργός Δημήτριος Βουλπιώτης ήταν παππούς του Ιωάννη Βουλπιώτη, γνωστού από την επιχειρηματική του δράση στον μεσοπόλεμο και λίγα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.]
  6. [Φωτογραφία του Ποταγού από το «Ημερολόγιον» Σκόκου, έτος 1904, σελίδες 95η-100η.]
  7. «Περίληψις Περιηγήσεων Ποταγού». Ολόκληρο το βιβλίο.
  8. [Την πληροφορία για την καταστροφή των χειρογράφων του Ποταγού κατέγραψε ο Φώτης Κόντογλου. Γράφει: «...Στα 1935 είχα πάγει στην Κέρκυρα για να δουλέψω στο μουσείο και κεί πέρα, δίχως να τόχω στο νού μου, ένας δάσκαλος από τις Νυφές, π’ αγαπούσε τα γράμματα και διάβαζε τα βιβλία μου, μούπε πως ο Ποταγός είχε ζήσει στο χωριό του τα τελευταία χρόνια και πως εκεί πέρα πέθανε. Όπως μούπανε, στα στερνά του φορούσε μιαν αράπικη κελεμπία, ίσως γιατί υπόφερνε από κατέβασμα, ...[...]... Από τη στιγμή που ξέπεσε σε κείνο τ’ όμορφο χωριό, μακρυά από τον κόσμο, δεν ξεμάκρυνε απ’ αυτό, σα να ηύρε το λιμάνι της σωτηρίας του. Έκανε το γιατρό, προ πάντων για τους φτωχούς, που τους γιάτρευε χάρισμα. Γύρεψα νάβρω τίποτα τετράδια γραμμένα από το χέρι του, μα πούπανε πως δεν υπάρχουνε, γιατί, σα μάθανε οι συγγενείς του από Βυτίνα πως πέθανε, πήγανε στις Νυφές για να τον κληρονομήσουν και μη βρίσκοντας τα πετράδια και τα πλούτη, που νομίζανε πως είχε κρυμμένα, ξεσκίσανε από τη μανία τους ότι χαρτιά πέσανε στα χέρια τους. Το μόνο πράγμα που ηύρα ήτανε μια φωτογραφία του, που τον παριστάνει με το χέρι απάνω στην υδρόγειο σφαίρα, χαλασμένη, κίτρινη και σβυσμένη, που μόλις ξεχώριζε σαν ίσκιος η φυσιογνωμία και την ξεσήκωσα με το μολύβι, για να τη γλυτώσω από το δόντι του καιρού κι αυτό το πιστό σχέδιο το βάζω σε τούτο το βιβλίο...».] Φώτης Κόντογλου, «Φημισμένοι Άντρες και Λησμονημένοι».