Χέρμπερτ φον Κάραγιαν

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, [Heribert Ritter von Karajan], Αυστριακός εθνικοσοσιαλιστής, παγκοσμίου φήμης κι ίσως ο κορυφαίος διευθυντής ορχήστρας του 20ού αιώνα, Ελληνικής καταγωγής, γεννήθηκε στις 5 Απριλίου 1908 στο Σάλτσμπουργκ και πέθανε στις 16 Ιουλίου 1989, στο Ανίφ κοντά στη γενέθλια πόλη του.

Χέρμπερτ Κάραγιαν

Ήταν παντρεμένος, σε πρώτο γάμο το 1938 με την τραγουδίστρια της οπερέτας Έμιλυ Χόλγκερλεφ, σε δεύτερο γάμο από τις 22 Οκτωβρίου 1942 με την εβραϊκής καταγωγής Ανίτα Γκίτερμαν, κόρη ενός πλούσιου βιομήχανου, με την οποία χώρισαν το 1958 και σε τρίτο γάμο τον ίδιο χρόνο με το μοντέλο Ελιέτ Μουρέ, με την οποία απέκτησαν δύο κόρες, την Ισαβέλα το 1960 και το 1964 την Αραμπέλ.

Βιογραφία

Γονείς του ήταν ο Έρνστ και η Σερβικής καταγωγής Μάρτα Κάραγιαν και (τρις) προπάππος του ο Γεώργιος Ιωάννης Καραγιάννης από την Κοζάνη, ο οποίος το 1767, εν μέσω της Τουρκοκρατίας εγκαταστάθηκε αρχικά στη Βιέννη και στη συνέχεια στο Κέμνιτς της Σαξονίας, όπου εργάστηκε σε βιομηχανία υφασμάτων. Την 1η Ιουνίου 1792 τιμήθηκε από τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Αύγουστο Γ' στις 1 Ιουνίου 1792 και του απονεμήθηκε ο τίτλος του «von».

Άριστος μαθητής στο πιάνο, έδωσε την πρώτη του συναυλία σε ηλικία πέντε ετών, ενώ από το 1916 έως το 1926 σπούδασε στο Μοτσαρτέουμ του Σάλτσμπουργκ. Ο εγωισμός του είχε τις ρίζες του στην παιδική του ηλικία για την οποία θυμόταν
«Γεννήθηκα για να δίνω διαταγές. Θυμάμαι τον πατέρα μου να δυσκολεύεται να πάρει αποφάσεις.
-«Ρώτησε τη μητέρα σου» μου έλεγε πάντοτε όταν τύχαινε να τον ρωτήσω κάτι. Μετά, έδειχνε να διαφωνεί με τις αποφάσεις της.
Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Από την παιδική μου κιόλας ηλικία, ήμουν εγώ που πάντοτε έδινα τις διαταγές...».

Ήταν υπερήφανος για την Ελληνική του καταγωγή και όταν συναντούσε Έλληνες θαυμαστές η συνεργάτες, ζητούσε να του μιλούν στη γλώσσα των μακρινών του προγόνων. Λάτρευε τις μοτοσικλέτες, τα γρήγορα και πολυτελή αυτοκίνητα αλλά και τα αεροπλάνα, είχε δίπλωμα πιλότου αεροσκαφών από το 1952, και αργότερα απέκτησε άδεια πιλότου ελικοπτέρου.

Διευθυντής ορχήστρας

Χέρμπερτ Κάραγιαν

Πρωτοεμφανίστηκε στις 2 Μαρτίου 1929, διευθύνοντας το έργο «Γάμοι του Φιγκαρό» του Μότσαρτ με την ορχήστρα του Ουλμ, στη διεύθυνση της οποίας έμεινε ως το 1934. Το 1936 διεύθυνε στην Όπερα του Βερολίνου, το «Φιντέλιο» του Μπετόβεν, και στη συνέχεια εμφανίστηκε στο Παρίσι, το Άμστερνταμ, τη Στοκχόλμη και το Βουκουρέστι και τον ίδιο χρόνο υπέγραψε συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας με τη «Ντόιτσε Γκράμοφον». Εμφανίσθηκε το 1938 στο Βερολίνο, αποσπώντας τις καλύτερες κριτικές για την εκτέλεση του «Τριστάνος και Ιζόλδη» του Βάγκνερ προς απογοήτευση του ανταγωνιστή του Φουρτβένγκλερ. Υπήρξε από το 1938 μέχρι το 1941 διευθυντής της Όπερας του Βερολίνου. Το 1955 έγινε διευθυντής της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, το 1957 καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ και το 1969 σύμβουλος της Ορχήστρας του Παρισιού. Έδωσε πολλές φορές ρεσιτάλ στην Ελλάδα. Όμως αργότερα ο ιμπρεσάριος Βάλτερ Λέγκε του πρόσφερε τη διεύθυνση της Ορχήστρας «Φιλαρμόνια». Από το 1957 μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν διευθυντής της ορχήστρας του Βερολίνου. Επίσης από το 1967 διεύθυνε το φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ ενώ από το 1969 έως το 1972, διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής της Ορχήστρας του Παρισιού.

Το 1979 αποσύρθηκε από την ενεργή δράση, αφού ολοκλήρωσε την ηχογράφηση της Συμφωνίας αρ. 7 του Μπρούκνερ με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου. Τον Ιανουάριο του 1980 έκανε ψηφιακή ηχογράφηση με τον «Μαγικό Αυλό» του Μότσαρτ, και το 1981 στο Φεστιβάλ Πάσχα στο Σάλτσμπουργκ» το οποίο ο ίδιος είχε ιδρύσει, έγινε η πρώτη παρουσίαση του ψηφιακού δίσκου [CD]. Ηχογράφησε συνολικά περίπου 900 δίσκους, οι οποίοι πούλησαν περισσότερα από 200 εκατομμύρια αντίτυπα.

Ιδεολογικές απόψεις

Το 1933, εντάχθηκε ως μέλος στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα της Αυστρίας, έξι ολόκληρα χρόνια πριν το Άνσλους και όταν αυτό τέθηκε σε καθεστώς παρανομίας, το 1934, κατέφυγε στην γερμανική πόλη του Άαχεν. Στην παράσταση του «Τριστάνος και Ιζόλδη», με την Όπερα του Βερολίνου, τον «ανακάλυψε» ο Χέρμαν Γκαίρινγκ. Το Μάρτιο του 1935 έγινε μέλος του «Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανών Εργατών» και διορίστηκε ως γενικός μουσικός διευθυντής της Γερμανίας.

Χέρμπερτ Κάραγιαν

Ερμήνευσε με επιτυχία έργα του Ριχάρδου Βάγκνερ, όμως ο Αδόλφος Χίτλερ, διέταξε να μην ξαναεμφανισθεί στο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ, παρά την αντίθετη άποψη του φίλου του, Χέρμαν Γκέρινγκ. Το 1944 ακολούθησε στην Ιταλία τα γερμανικά στρατεύματα που υπεράσπιζαν την Δημοκρατία του Σαλό.

Μεταπολεμικά βίωσε μια μεγάλη περίοδο κατακραυγής και γύρισε στη Βιέννη, όπου έγινε διευθυντής της Συμφωνικής και της Φιλαρμονικής Ορχήστρας, με την οποία το 1946, έδωσε την πρώτη μεταπολεμική συναυλία του, αλλά του απαγορεύθηκε από τις Ρωσικές αρχές να διευθύνει τις δραστηριότητές της, λόγω του εθνικιστικού παρελθόντος του. Συνεργάστηκε με τον Άγγλο Ουώλτερ Λέγκε, παραγωγό και σύζυγο της σοπράνο Ελίζαμπεθ Σβάρζκοπφ, ο οποίος ίδρυσε την εταιρεία «Simfonia» στο Λονδίνο, προκειμένου να εργάζεται η γυναίκα του, επίσης μέλος του «Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανών Εργατών», και ο Κάραγιαν έγινε ο μαέστρος της. Ουδέποτε απαρνήθηκε την εθνικιστική του ιδεολογία ούτε υπέγραψε «δήλωση μετανοίας», γεγονός που οδήγησε καλλιτέχνες εβραϊκής καταγωγής, όπως ο Άϊζαακ Στερν, ο Άρθουρ Ρουμπινστάιν και ο Γιτζάκ Πέρλμαν, να αρνηθούν να συνεργαστούν μαζί του, ενώ τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 στις Η.Π.Α., ήταν συχνό το φαινόμενο των διαδηλώσεων έξω από τους χώρους συναυλιών, όπου διεύθυνε.

Κριτική του έργου του

Επετειακό

Η κοσμοεικόνα του Κάραγιαν συμπίπτει μ’ αυτή που περιγράφει ο μελετητής και φιλόσοφος της Ιστορίας Όσβαλντ Σπένγκλερ, στην πραγματεία του «Η παρακμή της Δύσεως». Θεωρείται ο μεγαλύτερος ίσως, μαέστρος του κόσμου και από τις θρυλικές μορφές της κλασσικής μουσικής του 20ου αιώνα. Η σειρά των 9 συμφωνιών του Μπετόβεν που ηχογράφησε για λογαριασμό της «Ντώυτσε Γκράμοφον» στην δεκαετία του ‘60 απευθύνθηκαν σε μη κλασικό κοινό δεκαετίες πριν υπάρξουν οι «Τρεις Τενόροι». Διεύθυνε εκπληκτικά τα έργα του Ρίχαρντ Βάγκνερ, του Μπρούκνερ και του Μάλερ και βοήθησε στην ανάδειξη του Γιαν Σιμπέλιους, ο πατέρας του Φινλανδικού Εθνικισμού στην μουσική, και όταν ανέλαβε την Φιλαρμονική του Βερολίνου το πρώτο έργο που έπαιξε ήταν η «4η Συμφωνία» του Σιμπέλιους.

Δημιούργησε ένα ξεχωριστό βερολινέζικο ήχο, αναμιγνύοντας τη χροιά των οργάνων της ορχήστρας και μετέτρεψε τη διεθνή κλασική δισκογραφία σε μια βιομηχανία πολλών εκατομμυρίων δολαρίων με ηχογραφήσεις, προβολές, βίντεο κ.ά., εκδηλώσεις που μιμήθηκαν πολλοί νεώτεροί του. Καταγράφηκε στην ιστορία της παγκόσμιας μουσικής καθώς η πρώτη ηχογράφηση σε ψηφιακό δίσκο έγινε με τον ίδιο να διευθύνει την «Συμφωνία των Άλπεων» του Ρίχαρντ Στράους.

Εξωτερικές συνδέσεις