Όσβαλντ Σπένγκλερ

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Όσβαλντ Άρνολντ Γκότφριντ Σπένγκλερ [Γερμανικά: Oswald Arnold Gottfried Spengler] Γερμανός εθνικιστής, μοναρχικός και αντικοινοβουλευτικός μαθηματικός, ιστοριοφιλόσοφος και κοινωνικός αναλυτής, ο κορυφαίος άγγελος του Αρείου Πολιτισμού, ένας από τους μεγαλύτερους και πιο αδικημένους διανοητές του 20ου αιώνα κι από κείνους που συμμετείχαν στην Συντηρητική επανάσταση, γεννήθηκε στις 29 Μαΐου 1880 στο Μπλάνκενμπουργκ [Blankenburg am Harz] στους πρόποδες της οροσειράς Harz στο Δουκάτο του Brunswick της τότε Γερμανικής αυτοκρατορίας και πέθανε το ξημέρωμα της 7ης προς την 8η Μαΐου 1936, από καρδιακή προσβολή στο διαμέρισμα του στο Μόναχο. Τάφηκε, από τις μικρότερες αδελφές του, στο Βόρειο Νεκροταφείο του Μονάχου και ο τάφος του βρίσκεται στο 2ο στίχο του 125ου τμήματος.

Όσβαλντ Σπένγκλερ
Συνοπτικές πληροφορίες
Υπηκοότητα: Γερμανική
Γέννηση: 29 Μαΐου 1880
Τόπος: Blankenburg am Harz, Δουκάτο Brunswick
(Γερμανική Αυτοκρατορία)
Θάνατος: 8 Μαΐου 1936
Τόπος: Μόναχο (Γερμανία)
Ασχολία: Καθηγητής (Μαθηματικός), ιστορικός,
Φιλόσοφος, Κοινωνικός αναλυτής

Βιογραφία

Οι Σπένγκλερ ήταν συντηρητική μικροαστική οικογένεια ανθρακωρύχων και τεχνικών ορυχείων. Πατέρας του Όσβαλντ ήταν ο Bernhard Spengler που εργάζονταν ως υπάλληλος σε ταχυδρομείο, αν και ακολουθώντας την μακρά οικογενειακή παράδοση εργάστηκε αρχικά ως τεχνικός εξορύξεως σε ανθρακωρυχείο, και μητέρα του ήταν η Pauline το γένος Grantzow. Πριν τον Όσβαλντ η οικογένεια Σπένγκλερ είχε αποκτήσει ένα αγόρι, που πέθανε τρις βδομάδες μετά τη γέννηση του, έτσι ο Όσβαλντ ήταν ο μεγαλύτερος από τα τέσσερα επιζώντα παιδιά, και το μοναδικό αγόρι της οικογένειας. Λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του Όσβαλντ που είχε τρεις αδελφές, την Adele, γεννημένη το 1881, τη Gertrude, γεννημένη το 1882 και τη Hildegard, γεννημένη το 1885, η οικογένεια μετακόμισε στο Halle, όπου ο Όσβαλντ έζησε τα νεανικά χρόνια του και παρακολούθησε μαθήματα της βασικής και στις 15 Οκτωβρίου 1899, ολοκλήρωσε τα μαθήματα της Μέσης παιδείας.

Ο Όσβαλντ σπούδασε φυσικές επιστήμες, μαθηματικά, ιστορία, φιλολογία και φιλοσοφία στα πανεπιστήμια του Μονάχου, του Βερολίνου και το 1904, επέστρεψε στο Halle όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας της Φιλοσοφίας, όταν υπέβαλλε διατριβή με θέμα «Η μεταφυσική ιδέα της φιλοσοφίας» στη διδασκαλία του Ηρακλείτου. Ένα χρόνο μετά την ανακήρυξη του σε διδάκτορα υπέστη νευρικό κλονισμό, το Πάσχα του 1905, ενώ λόγω της καταστάσεως της υγείας της καρδιάς του, δεν εκπλήρωσε τα στρατιωτικά του καθήκοντα. Υπηρέτησε για λίγο ως δάσκαλος σε Σααρμπρύκεν και στη συνέχεια στο Ντίσελντορφ, ενώ από το 1908 έως το 1911, δίδαξε ιστορία της Γερμανίας και μαθηματικά σε πρακτικό λύκειο στο Αμβούργο. Το 1910 ζήτησε και έλαβε άδεια η οποία του επέτρεπε να εγκαταλείψει τη δημόσια διδασκαλία στην οποία δεν επέστρεψε ποτέ. Το 1911 μετακόμισε στο Μόναχο αναλαμβάνοντας την παράδοση ιδιωτικών μαθημάτων, και όλη την υπόλοιπη ζωή του βρισκόταν σε σύγκρουση με την κατεστημένη παιδεία.

Εργάστηκε ως πολιτιστικός συντάκτης για πολλές εφημερίδες, ως ανεξάρτητος συγγραφέας και ανεξάρτητος μελετητής. Στο Μόναχο επιδόθηκε στο διάβασμα και στη συγγραφή βιβλίων για την ιστορία και τη φιλοσοφία, ενώ συμπλήρωνε τα οικονομικά του με ένα επιπλέον μικρό εισόδημα, που κληρονόμησε μετά το θάνατο της μητέρας του. Υπήρξε φίλος με τον Άρθουρ Μύλλερ φαν ντεν Μπρουκ [Arthur Moeller van den Bruck], έναν από τους θεωρητικούς της συντηρητικής επαναστάσεως. Σε σημείωμα του στο περιοδικό «Kaiser Wilhelm» έγραψε ότι θεωρεί «...τη μεγαλύτερη μέρα στην ιστορία του κόσμου», το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Η ζωή του Σπένγκλερ ήταν μια σειρά από απορρίψεις πανεπιστημιακών θέσεων. Το 1919 απέρριψε την πρόταση του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν να αναλάβει έδρα Φιλοσοφίας, διότι ήθελε να συνεχίσει απερίσπαστος το έργο του, το 1925 την πρόταση του τότε ηγετικού στελέχους των εθνικοσοσιαλιστών Γκρέγκορ Στράσερ να συνεργασθεί στο μηνιαίο περιοδικό τους, λόγω του «πρωτόγονου αντισημιτισμού» τους, ενώ μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Εθνικοσοσιαλιστές ο Σπένκλερ απέρριψε την πρόταση Ιωσήφ Γκέμπελς να μιλήσει στην ημερίδα «Ημερίδα του Πότσνταμ» στις 18 Μαρτίου 1933 και τον Ιούνιο του ίδιου έτους απέρριψε την πρόταση του Πανεπιστημίου της Λειψίας να αναλάβει την έδρα Παγκόσμιας Ιστορίας και Ιστορίας του Πολιτισμού.

Ιδεολογικές απόψεις

Ο Σπένγκλερ δημοσίευσε αρκετά έργα στα οποία εκφράζει τις μοναρχικές και αντικοινοβουλευτικές του απόψεις, ενώ είπαν ότι ήταν εθνικιστής, αντισοσιαλιστής και διανοούμενος της μοναρχικής δεξιάς στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ένιωθε ιδιαίτερο θαυμασμό για τον Μπενίτο Μουσολίνι και εξ ίσου μεγάλη απέχθεια για τις μάζες και θεωρούσε «πρωτόγονο αντισημιτισμό», τη στάση του Τρίτου Ράιχ απέναντι στους Εβραίους. Στις εκλογές του 1932 υποστήριξε το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ, όμως στάθηκε αρνητικός στις επίμονες προσπάθειες του Γιόζεφ Γκαίμπελς να δώσει δημόσιες διαλέξεις, ενώ τον ίδιο χρόνο εκλέχθηκε μέλος της Γερμανικής Ακαδημίας. Συνάντησε τον Αδόλφο Χίτλερ μία φορά στο Μπαϊρόιτ, στις 25 Ιουλίου 1933 και απογοητεύθηκε τόσο που τον χαρακτήρισε «χοντροκομμένο» και «ανόητο». Διαφώνησε δημόσια με τον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ [Alfred Rosenberg], διαφωνία η οποία, σε συνδυασμό με τις απόψεις του για τον Αδόλφο Χίτλερ, τον οδήγησαν στην απομόνωση και τη δημόσια σιωπή, καθώς από τον Σεπτέμβριο του 1933 το καθεστώς επιβάλλει στο ραδιόφωνο να μην ακούγεται το όνομά του.

Το 1934, απαγορεύτηκε το βιβλίο του «Η ώρα της αποφάσεως», το οποίο υπερασπιζόταν μεν τον γερμανικό εθνικισμό, αλλά απέρριπτε τον αντισημιτισμό, ενώ τον Οκτώβριο του 1935 αποσύρθηκε από τα καθήκοντά του ως διαχειριστής στο Αρχείο του Φρειδερίκου Νίτσε για να καταγγείλει μια υποτιθέμενη νέα ερμηνεία του έργου του φιλοσόφου από το εθικοσοσιαλιστικό καθεστώς. Μελέτησε σε έκταση τον όρο «πολιτιστική περιοχή», που διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο του, σημείο στο οποίο εκφράζει παρόμοιες απόψεις με εκείνες του Άρθουρ Μύλλερ φαν ντεν Μπρουκ [Arthur Moeller van den Bruck], που ήταν εκπρόσωπος της σχολής του «πρωσικού σοσιαλισμού» [Prussian Socialism]. όπως επισημαίνει ο Άρθουρ Μύλλερ φαν ντεν Μπρουκ, εκπρόσωπος του επαναστατικού συντηρητισμού, στο βιβλίο του «Το Τρίτο Ράιχ» [Das dritte Reich], «...κάθε λαός έχει τον δικό του σοσιαλισμό» ο οποίος «..αρχίζει εκεί όπου τελειώνει ο Μαρξ». Ο Σπένγκλερ εκφράζει την πρωτοφασιστική διανόηση των Έζρα Πάουντ και Μάρτιν Χάιντεγκερ που αποζητούσαν ένα πάντρεμα Εθνικισμού, ανορθολογισμού και αντι-υλιστική χρήση της τεχνολογίας. Υπήρξε πολυΐατωρ, έντονα φασιστικός και συντάχθηκε με τον εθνικοσοσιαλισμό, ιδεολογικά ρεύματα ραγδαία ανερχόμενα στη δεκαετία του 1920.

Για τον Σπένγκλερ «η ιστορία είναι πολεμική ιστορία», διότι ο άνθρωπος είναι αρπακτικό και από τις αλληλοσυγκρούσεις των αρπακτικών γεννιέται ο Πόλεμος. Επομένως, ο Νόμος συνιστά απλά τέκνο της ήττας: όταν ο ηττημένος εκμηδενιστεί, τότε, ανίσχυρος πλέον, αποδέχεται το δίκαιο του νικητή (ισχυρού), και αυτή η αποδοχή παγιώνει την κατάσταση Ειρήνης. Ως λογική επέκταση των παραπάνω οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι «η πολιτική δεν είναι παρά μια προσωρινή αντικατάσταση του πολέμου από έναν αγώνα με πιο εκλεπτυσμένα όπλα». Αυτό διαρκεί μέχρι να εξαντληθεί ο πολιτικός τρόπος επιλύσεως των διαφορών, δηλαδή η διπλωματία, και να φουντώσει ξανά ο πόλεμος, ώστε να προκύψουν νέες γενιές κατατροπωμένων που θα αποδεχτούν καινούργιους όρους υποταγής, νέα δικαιικά συστήματα, δηλαδή νέους νόμους). Κατά τον Σπρένγκλερ «οι τεχνικές της διακυβερνήσεως του πολέμου και της διπλωματίας έχουν την ίδια ρίζα και διαχρονικά μοιράζονται μια βαθιά εσωτερική συγγένεια. ...{...}... Υπάρχουν λαοί με ισχυρό φυλετικό στοιχείο ...{...}... ληστρικοί, κατακτητικοί, κυριαρχικοί, λάτρεις της μάχης εναντίον του ανθρώπου, οι οποίοι αφήνουν την οικονομική μάχη απέναντι στη φύση σε άλλους λαούς, προκειμένου να τους λεηλατούν και να τους υποτάσσουν». Επίσης θεωρεί ότι ο τεχνικός πολιτισμός παγίδεψε τον άνθρωπο σε ένα κλουβί αιχμαλωτίζοντας την αρπακτική, την ελεύθερη ψυχή του. Έτσι ο δημιουργός κατέληξε σκλάβος της δημιουργίας του. Από αυτή την αιχμαλωσία ξεκινά ο ατομικισμός ως αντίθεση στην ψυχολογία των «μαζών», πράγμα που οδηγεί σε τάσεις εξεγέρσεως ώστε να αποφευχθεί η ψυχική και πνευματική ισοπέδωση στην οποία οδηγεί η αύξηση των πληθυσμών.

Για τον κόσμο του μέλλοντος έγραφε προφητικά πριν από ένα σχεδόν αιώνα ο Σπένγκλερ: «...Οι δυνάμεις που θα σείσουν το μέλλον δεν είναι παρά εκείνες του παρελθόντος. Αυτές οι δυνάμεις είναι: Η θέληση του Δυνατού, τα υγιή ένστικτα, η φυλή, η θέληση για κατοχή και ισχύ. Ενώ η δικαιοσύνη, η ευτυχία και η ειρήνη – αυτά τα όνειρα, που πάντα θα μείνουν όνειρα -αιωρούνται χωρίς αποτέλεσμα από πάνω τους..... Η εποχή είναι μεγαλειώδης, αλλά άλλο τόσο μικροσκοπικοί είναι οι άνθρωποι σ’ αυτήν. Δεν μπορούν πια ν’ αντέξουν την τραγωδία, είτε επί σκηνής είτε στην πραγματική ζωή. Λαχταρούν το ευτυχισμένο τέλος στα ανούσια μυθιστορήματα, τόσο αξιολύπητοι και κουρασμένοι είναι… Η ζωή σε κίνδυνο, η πραγματική ζωή της ιστορίας, δικαιώνεται.»

Το τέλος του

Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Μόναχο, ακούγοντας τη μουσική του Μπετόβεν, διαβάζοντας Μολιέρο και Σαίξπηρ, αγοράζοντας πολλές χιλιάδες βιβλία και εμπλουτίζοντας τη συλλογή από περσικά και ινδικά όπλα, την οποία είχε στην κατοχή του. Έκανε περιστασιακές εκδρομές στα βουνά Harz και στην Ιταλία. Ο ξαφνικός θάνατος του δημιούργησε μια σειρά από φήμες για υποτιθέμενη δολοφονία του. Πέθανε παίρνοντας μαζί του στον τάφο τον «Φάουστ» του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε και τον «Ζαρατούστρα» του Φρειδερίκου Νίτσε. Δύο και πλέον χρόνια πριν το θάνατο του, στις 27 Σεπτεμβρίου 1933, το Τρίτο Ράιχ είχε απαγορεύσει και την παραμικρή αναφορά στο όνομά του, ενώ τα βιβλία του εξακολούθησαν να είναι απαγορευμένα και μεταπολεμικά, στην κατεχόμενη από τους Αμερικανούς ζώνη της Γερμανίας.

Εργογραφία

Αν και ήταν φιλόσοφος με μεγάλη επιρροή και διεθνώς δημοφιλής στα χρόνια του μεσοπολέμου, το έργο του περιήλθε σε καθεστώς διώξεων και περιέπεσε σε ανυποληψία και πνευματική αφάνεια μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς ήταν ο κορυφαίος αντίπαλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Οι πεσιμιστικές απόψεις του για την παρακμή του Δυτικού πολιτισμού άσκησαν διαχρονική επιρροή, ιδιαίτερα σε εποχές κρίσεων, και επηρέασαν προσωπικότητες, όπως τον ηγέτη των μαύρων της Αμερικής Μάλκομ Χ, τον Χένρι Κίσινγκερ και τον συγγραφέα του έργου «Η Σύγκρουση των πολιτισμών», Σάμιουελ Χάντιγκτον, ενώ η κοσμοεικόνα του Σπένγκλερ επηρέασε βαθύτατα τα μουσικά ακούσματα του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν.

Το 1911 άρχισε να συγγράφει το δίτομο έργο του

  • «Der Untergang des Abendlandes. Umrisse einer Morphologie der Weltgeschichte» [«Η παρακμή της Δύσεως»], το οποίο εξέδωσε το 1918, όταν η Γερμανία, εξερχόταν ηττημένη από τον τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το 1918, όταν δημοσιεύτηκε ο πρώτος τόμος του έργου, ο Σπένγκλερ είχε πει, «....Αυτό το βιβλίο θα επιχειρήσει για πρώτη φορά να προβλέψει την Ιστορία». Την ίδια εποχή όλοι πίστευαν ότι τον A' Παγκόσμιο Πόλεμο θα τον διαδεχόταν η ειρήνη. Ο Σπένγκλερ ο οποίος ήταν ο μόνος που υποστήριζε ότι ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος περίμενε την ανθρωπότητα, το 1922 εξέδωσε το δεύτερο τόμο του συγγράμματος χάρη στο οποίο έγινε γνωστός. Το σύγγραμμα του με χρησμοειδή γραφή αποπνέει έντονη την ατμόσφαιρα της απαισιοδοξίας, καθώς, όπως αποφαίνεται ο συγγραφέας του, κανένας από τους πολιτισμούς της ιστορίας -τους οποίους αριθμεί σε οκτώ- δεν είναι αιώνιος, αλλά καθένας τους έχει ζωή διάρκειας περίπου χιλίων ετών, προδικάζει τον αφανισμό του δυτικού πολιτισμού, που θα καταστραφεί και θα αντικατασταθεί από έναν κρατικό πολιτισμό με δικτατορική πολιτική δομή. Ως σημάδια της καταρρεύσεως του θεωρεί την επικρατούσα δύναμη του χρήματος, την κυριαρχία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και την έλλειψη πρωτότυπων διανοουμένων και δημιουργών σε όλους τους τομείς του πολιτισμού και της παιδείας.

Οι ανώτεροι πολιτισμοί που μελέτησε ο Σπένγκλερ είναι οι ακόλουθοι οκτώ, Αιγυπτιακός–Κλασσικός, Ελληνικός και Ρωμαϊκός–Κινεζικός–Ινδικός-Μαγικός, Ιρανικός, Εβραϊκός και Αραβικός– Βαβυλωνιακός–Μεξικανικός και Δυτικός, δηλαδή ο σημερινός πολιτισμός. Στην πράξη η συγκριτική μελέτη του ασχολήθηκε, στο μεγαλύτερο μέρος της, με δύο πολιτισμούς, τον Κλασσικό και το Δυτικό πολιτισμό. Η συγκριτική μελέτη αυτών των δύο πολιτισμών οφείλεται στην ύπαρξη πολλών ιστορικών στοιχείων γι' αυτούς, σε σύγκριση με τα υπάρχοντα στοιχεία για τους υπολοίπους έξι. Θεωρεί ότι κανένας πολιτισμός δεν είναι αιώνιος, αλλά καθένας τους έχει ζωή διάρκειας περίπου χιλίων ετών, προδικάζει τον αφανισμό του δυτικού πολιτισμού, επισημαίνοντας ως σημάδια καταρρεύσεως του την επικρατούσα δύναμη του χρήματος, την κυριαρχία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και την έλλειψη πρωτότυπων διανοουμένων και δημιουργών σε όλους τους τομείς του πολιτισμού και της παιδείας

  • «Πρωσσισμός και Σοσιαλισμός», το 1919, στο οποίο καταγγέλλει την προδοσία της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας στο γερμανικό σοσιαλιστικό κίνημα στις αρχές του 20ου αιώνος γράφοντας, «....το κόμμα του Αυγούστου Μπέμπελ χαρακτηριζόταν από την αγωνιστική του ποιότητα η οποία το έκανε να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα σοσιαλιστικά κόμματα των άλλων χωρών: το κροτάλισμα του βηματισμού των εργατικών ταγμάτων, η ατάραχη αποφασιστικότητα, η καλή πειθαρχία, καθώς και το θάρρος να πεθάνεις για μια ανώτερη αρχή. Όμως η ψυχή του κόμματος εξέπνευσε όταν οι λαμπροί ηγέτες του χθες παραδόθηκαν στον εχθρό πάλι του χθες, τον αντιδραστικό φιλισταϊσμό».
  • «Ο άνθρωπος και η τεχνική», το 1931, κυκλοφόρησε το 2019 στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Μάγμα»,
  • «Η ώρα της αποφάσεως», το 1934, έργο με το οποίο υπερασπιζόταν μεν τον γερμανικό εθνικισμό, αλλά απέρριπτε τον αντισημιτισμό και το οποίο απαγορεύτηκε από το Εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς.

Διαβάστε τα λήμματα

Εξωτερικοί σύνδεσμοι