Ρίχαρντ Στράους

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Ρίχαρντ Στράους [πλήρες όνομα Richard Georg Strauss], Γερμανός εθνικοσοσιαλιστής, συνθέτης της ύστερης ρομαντικής περιόδου, αρχιμουσικός, πιανίστας και μαέστρος που χαρακτηρίστηκε «ο μουσουργός με τη μαγική μπαγκέτα», ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες φωνητικής μουσικής, γεννήθηκε στις 11 Ιουνίου 1864 στο Μόναχο και πέθανε στις 8 Σεπτεμβρίου 1949 στο Γκάρμις-Παρτενκίρχεν [Garmisch-Partenkirchen] στη Βαυαρία, από ουραιμία.

Στις 10 Σεπτεμβρίου 1894, παντρεύτηκαν με την σοπράνο Pauline de Ahna, η οποία πέθανε στις 13 Μαΐου 1950, σε ηλικία ογδόντα οκτώ χρόνων, και στις 12 Απριλίου 1897, απόκτησαν ένα γιο, τον Φραντς [Franz Alexander Strauss].

Ρίχαρντ Στράους

Βιογραφία

Πατέρας του ήταν ο Φραντς Στράους [Franz Joseph Strauss], ο πλέον περιζήτητος ερμηνευτής κόρνου στη Γερμανία και μέλος της Όπερας του Παλατιού του Μονάχου. Χάρις σε αυτόν ο Ρίχαρντ έλαβε πλήρη μουσική μόρφωση, ενώ η μητέρα του Josepha Pschorr, ήταν κόρη ενός γνωστού εργοστασιάρχη μπύρας. Το ζευγάρι μετά το γάμο του το 1863 μετακόμισε κι εγκαταστάθηκε στην κατοικία των Pschorr στο Μόναχο. Ο Ρίχαρντ που είχε μια μικρότερη αδελφή, την Berta Johanna, η οποία γεννήθηκε το 1867, ήταν «παιδί θαύμα», καθώς μπορούσε από τεσσάρων ετών να παίζει πιάνο και έξι ετών συνέθετε μουσικά έργα.

Πρώιμα χρόνια

Το 1872 και έχοντας στο μεταξύ περάσει ένα διάστημα παρακολουθώντας πρόβες της Αυτοκρατορικής Ορχήστρας του Μονάχου και μελετώντας θεωρία της μουσικής και ενορχήστρωση, άρχισε να σπουδάζει βιολί. Παρακολούθησε τα μαθήματα της Βασικής εκπαιδεύσεως σε Καθολικό σχολείο κι ολοκλήρωσε τα μαθήματα της Μέσης εκπαιδεύσεως στο γυμνάσιο Ludwigs. Μέχρι τα δεκαοκτώ του χρόνια είχε συνθέσει περί τα 140 μουσικά κομμάτια, εκ των οποίων περίπου 60 ήταν Lieder και 40 ήταν έργα για πιάνο. Το 1880 έγραψε την «Ηλέκτρα», με βάση την τραγωδία του Σοφοκλή, και το 1882 ένα Κοντσέρτο για βιολί [Op. 8], γραμμένα σε ένα σημειωματάριο του σχολείου. Στα δεκατρία του χρόνια άκουσε τις πρώτες όπερες του Ρίχαρντ Βάγκνερ τον «Λόενγκριν» και τον «Ταγχόιζερ», όμως ο πατέρας του τον απέτρεψε από το να τις μελετήσει καθώς αντιμετώπιζε με καχυποψία τα έργα του Βάγκνερ.

Καλλιτεχνική διαδρομή

Σπούδασε Φιλοσοφία και Ιστορία Τέχνης στο Μόναχο. Εγκαινίασε τη μουσική καριέρα του με τη σύνθεση και την παρουσίαση κάποιων συμβατικών συμφωνικών έργων, καθώς και με μια σειρά ρεσιτάλ πιάνου στο Βερολίνο, ενώ πραγματοποίησε ένα επιτυχημένο πέρασμα από το πόντιουμ. Το 1881 άρχισε την επίσημη καριέρα του με την κυκλοφορία του έργου του «Festive March for Large Orchestra» και γοητεύτηκε από το έργο του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Την ίδια εποχή γνωρίστηκε με το συνθέτη και βιολονίστα Αλέξανδρο Ρίττερ [Alexander Ritter], ο οποίος ήταν σύζυγος της Franziska, ανιψιάς του Ρίχαρντ Βάγκνερ και που μέσω αυτού ήρθε σε επαφή τόσο με τον Βάγκνερ όσο και με τον Φραντς Λιστ. Ο Ρίττερ τον έπεισε να αφήσει το συντηρητικό του μουσικό ύφος και να γράψει τονικά ποιήματα, ενώ του έδωσε να διαβάσει τα δοκίμια του Ριχάρδου Βάγκνερ και τα φιλοσοφικά βιβλία του Άρθουρ Σοπενχάουερ. Το 1883 στην πρώτη του επίσκεψη στη Βιέννη, ο Στράους έπαιξε πιάνο, ενώ τον συνόδευε στο βιολί ο δάσκαλος βιολιού Benno Walter. Ο Στράους μεγαλώνοντας εξέφρασε τη λύπη του για την έχθρα του οικογενειακού του περιβάλλοντος απέναντι στα ανανεωτικά έργα του Βάγκνερ.

Το 1884, μετά από σύσταση του μέντορα του, του διάσημου μαέστρου Wagner Hans von Bülow, ο Στράους έγινε διευθυντής μουσικής στο Meiningen, ενώ το 1886, έγινε τρίτος μουσικός διευθυντής [Kapellmeister] στην Münchner Hofoper. Εμπνευσμένος από τη λογοτεχνία και τα ταξίδια του στην Ιταλία, καθώς και από το συνθέτη Φραντς Λιστ [Franz Liszt], ο Στράους αφοσιώθηκε στη μελέτη της συμφωνικής συνθέσεως κι έφτασε στο απόγειο των δυνατοτήτων του στην ενορχήστρωση. Από τον Οκτώβριο του 1889 μέχρι το 1894, διορίστηκε ως 2ος μουσικός διευθυντής [Kapellmeister] στην πόλη Goethe της Βαϊμάρης.

Το 1904 συναντήθηκε με τον Όσκαρ Ουάιλντ και αποτέλεσμα της συναντήσεως τους είναι η όπερα «Σαλώμη» που ανέβηκε για πρώτη φορά στη Δρέσδη το 1905, σε λιμπρέτο που βασίζεται στη γερμανική μετάφραση του ομότιτλου θεατρικού έργου του Ουάιλντ. Στη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου πολέμου, ο Στράους έχασε το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων, καθώς είχε καταθέσει όλα του τα μετρητά στην Τράπεζα της Αγγλίας και τα κεφάλαια του κατασχέθηκαν από την Αγγλική κυβέρνηση ως εχθρική περιουσία. Η όπερα «Γυναίκα χωρίς σκιά», την οποία ο Στράους αναφέρει ως «...την τελευταία ρομαντική όπερα», αποδείχθηκε η μόνη βιώσιμη πηγή εισοδήματος για την οικογένεια του. Η πρεμιέρα της όπερας αποτέλεσε το πρελούδιο για τα πέντε χρόνια που πέρασε ο Στράους ως καλλιτεχνικός διευθυντής της Κρατικής Όπερας της Βιέννης.

Το φθινόπωρο του 1921, ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για δεύτερη φορά. Διηύθυνε για πρώτη φορά την Κρατική Όπερα της Βιέννης στις 14 Αυγούστου 1922 και το 1923 ταξίδεψε στη Νότια Αμερική για πρώτη φορά, με τη Φιλαρμονική της Βιέννης. Το 1924, ο γιος του Franz παντρεύτηκε την Alice Emanuel von Πιάσε, κόρη ενός Εβραίου βιομηχάνου, χαρίζοντας στον συνθέτη δύο εγγόνια, το Richard και τον Χριστιανό, ενώ ο Στράους αφιέρωσε στο νεόνυμφο ζευγάρι το έργο του «Πρελούδιο Γάμου». Μία από τις κύριες επικρίσεις εναντίον στη διάρκεια της θητείας του ως Διευθυντή της Κρατικής Όπερας Βιέννης, την οποία διηύθυνε περισσότερες από 100 φορές,ήταν οι συχνές απουσίες του, όμως οι λόγοι των απουσιών του ήταν ταυτόχρονα μια καλή διαφήμιση για την Κρατική Όπερα.

Τα χρόνια που ακολούθησαν έως και το 1943, ο Στράους εμφανίστηκε δεκαέξι φορές ως μαέστρος στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, με εννέα όπερες και επτά ορχηστρικές συναυλίες. Στην ιστορία του Φεστιβάλ, του οποίου είναι ένας από τους εμπνευστές, οι όπερες του είναι οι πλέον πολυπαιγμένες, μετά από εκείνες του Μότσαρτ και Τζουζέπε Βέρντι, με την «Αριάδνη της Νάξου» να έχει το προβάδισμα. Διακρίθηκε ως ενορχηστρωτής και διευθυντής ορχήστρας και πραγματοποίησε πολλές πετυχημένες περιοδείες στην Ευρώπη, τη Νότια Αμερική και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου ανακηρύχθηκε επίτιμος δημότης σε μια σειρά από πόλεις.

Ταξίδια στην Ελλάδα

Ο Στράους ταξίδεψε για πρώτη φορά την Ελλάδα το 1892 κι έφτασε ξανά στον Πειραιά με το πλοίο της γραμμής Τεργέστη-Πειραιάς στις 8 Μαΐου του 1926, και στην προβλήτα τον υποδέχθηκε ο τότε Δήμαρχος Πειραιώς Τάκης Παναγιωτόπουλος. Ήταν το δεύτερο ταξίδι του στην Ελλάδα προκειμένου να διευθύνει τέσσερις συναυλίες των έργων του στην Αθήνα, τρεις στο Θέατρο «Κεντρικόν» και μία στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Στις 15 Μαΐου ο Στράους έδωσε τη συναυλία στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όπου συγκεντρώθηκαν 10.000 άτομα. Εκεί η Κυβέρνηση τον παρασημοφόρησε με το Ανώτερο Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος, παρουσία της συζύγου του Πάγκαλου και του Στρατηγού Νίδερ. Ο Στράους υποκλινόμενος στον κόσμο, φέροντας το παράσημο του, ανακοίνωσε δημόσια πως υποστήριζε τον Θεόδωρο Πάγκαλο και ότι δεν είχε σε καμία υπόληψη τον θεσμό του κοινοβουλίου. Η κυβέρνηση του Θεόδωρου Παγκάλου του πρόσφερε τιμητική δωρεά μία έκταση για να χτίσει Μέγαρο Μουσικής, τα σχέδια του οποίου αναλαμβάνει ο φίλος του αρχιτέκτονας Μίχαελ Ροζενάουερ. Οι δύο τους θα επισκεφθούν την Ελευσίνα, το Σούνιο, τους Δελφούς και το σπίτι του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού.

Ο Ρίχαρντ Στράους στις 19 Μαΐου επισκέφθηκε το ζεύγος Άγγελου Σικελιανού που διέμενε στο σπίτι που διέθεταν στους Δελφούς. Αποβιβάστηκε από το τραίνο στις τρεις το μεσημέρι και στην αποβάθρα του σιδηροδρομικού σταθμού εκτός από τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό υπήρχε μια μικρή ομάδα υποδοχής, που την αποτελούσαν ο Πρόεδρος της Κοινότητας Δελφών, το Κοινοτικό Συμβούλιο και ο διευθυντής του τοπικού Δημοτικού Σχολείου. Εκεί ο Στράους πρότεινε την δημιουργία ενός Φεστιβάλ Κλασικής Μουσικής με μόνιμη έδρα την Ελλάδα. Ονειρευόταν η έναρξη του «Ελληνικού Φεστιβάλ» να γίνει επί των ημερών του και για τον σκοπό αυτό επισκέφθηκε τότε τον Υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας Στρέζεμαν, ώστε να τον πείσει η πρώτη παράσταση της «Αιγυπτίου Ελένης» να δοθεί εδώ στην Ελλάδα, καθώς το σενάριό της προέβλεπε η τελευταία σκηνή του έργου να εκτελείται εντός του Παναθηναϊκού Σταδίου. Το όνειρο του έμεινε ανεκπλήρωτο καθώς ο Στρέζεμαν πέθανε αιφνιδίως.

Η σχέση του με τον Εθνικοσοσιαλισμό

Το 1931 όταν η Γερμανία ανέλαβε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου του 1936 προτάθηκε στον Στράους να γράψει ένα χορωδιακό έργο για την έναρξη των αγώνων, όμως ο ίδιος φάνηκε απρόθυμος. Στις αρχές του 1933 ο Στράους υπέγραψε το μανιφέστο εναντίον του Τόμας Μαν, ο οποίος κατήγγειλε τον Στράους ως ένα «χιτλερικό συνθέτη». Στις 15 Νοεμβρίου 1933, μερικούς μήνες μετά την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, ο Στράους αποδέχθηκε τον διορισμό του στη θέση του προέδρου της Μουσικής δωματίου του Τρίτου Ράιχ, του Κρατικού Ινστιτούτου Μουσικής [Reichsmusikkammer] ύστερα από πρόταση του Γιόζεφ Γκαίμπελς, με υποδιευθυντή τον Βίλχελμ Φουρτβέγκλερ. Την τιμητική θέση την χρωστούσε στην μεγάλη φήμη του ως ο κορυφαίος ζων συνθέτης της Γερμανίας, αλλά και στην αγάπη που του έτρεφε ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ. Αν και δεν έγινε ποτέ μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, το 1934, του στάλθηκε μια επίσημη επιστολή από το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα και στο Βερολίνο συναντήθηκε με τον Υπουργό Προπαγάνδας, Joseph Goebbels που έλεγχε τα πολιτιστικά του Γ' Ράιχ. Σκοπός της συνάντησης ήταν οι συμβουλές του Στράους για την αλλαγή και βελτίωση του Νόμου περί Πνευματικών Δικαιωμάτων και Ιδιοκτησίας. Τον ίδιο χρόνο έλαβε προσωπική ευχετήρια κάρτα και επιστολή από τον Αδόλφο Χίτλερ με αφορμή τα εβδομηκοστά γενέθλια του. Ο Στράους θεωρούσε ότι ο Αδόλφος Χίτλερ, φανατικός οπαδός της μουσικής του Ρίχαρντ Βάγκνερ και θαυμαστής του Στράους από την εποχή της «Σαλώμης», θα προωθούσε τον γερμανικό πολιτισμό.

Τον Ιούνιο του 1935, η Γκεστάπο υπέκλεψε μια επιστολή του Στράους προς τον Στέφαν Τσβάιχ, όπου ο Στράους καταφέρονταν εναντίον του καθεστώτος και απολύθηκε από τη δουλειά του στο Κρατικό Ωδείο, όταν αρνήθηκε να αφαιρέσει από το πρόγραμμα μιας παραστάσεως το όνομα του φίλου του Στέφαν Τσβάιχ, ο οποίος ήταν Εβραίος. Το 1936 συνέθεσε τον Ύμνο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, που έγιναν την ίδια χρονιά στο Μόναχο, με τον ίδιο να διευθύνει την σύνθεση του. Την 1η Αυγούστου 1936, ο Αδόλφος Χίτλερ κήρυξε την έναρξη της 11ης Ολυμπιάδας, ενώ μουσικά σαλπίσματα υπό τη διεύθυνση του Στράους ανήγγειλαν την άφιξη του. Αν και ήταν ιδιαίτερα συντηρητικός και αντισημίτης, συνεργάστηκε συχνά με το Εβραίο διανοούμενο Χούγκο φον Χόφμανσταλ, ήταν οπαδός του Μέντελσον, και είχε πολλούς Εβραίους φίλους. Το 1938, η νύφη του Alice τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό. Παρά τις σποραδικές συγκρούσεις του με το Εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς ο Στράους είχε γενικά καλές σχέσεις με το Ναζιστικό Κόμμα και πιθανότατα η μεγαλύτερη αιτία των συγκρούσεων τους ήταν το εγώ του Στράους, καθώς θεωρούσε τον εαυτό του τον εαυτό του ως τον τελευταίο μεγάλο στη σειρά των Σεμπάστιαν Μπαχ, Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, Λούντβιχ βαν Μπετόβεν και Ρίχαρντ Βάγκνερ. Ο Strauss είχε πει κάποτε, «...Είμαι το τελευταίο βουνό μιας μεγάλης οροσειράς. Μετά από μένα ακολουθούν οι πεδινές περιοχές». Το 1940 συνέθεσε μία οβερτούρα για τα 500 χρόνια του αυτοκρατορικού οίκου της Ιαπωνίας.

Το 1942, ο συνθέτης εγκατέλειψε τη Γερμανία μετακομίζοντας με όλη του την οικογένεια στην Αυστρία, κι έζησε μέρος από τα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στη Βιέννη. Στις αρχές του 1944, ενώ ο Στράους έλειπε σε ταξίδι, ο γιος του Franz και η Εβραία σύζυγος του, η Αλίκη, απήχθησαν από την Γκεστάπο και φυλακίστηκαν για δύο νύχτες. Αφέθηκαν ελεύθεροι με προσωπική παρέμβαση του Στράους κι επέστρεψαν στο Garmisch, όπου παρέμειναν σε κατ' οίκον περιορισμό μέχρι το τέλος του πολέμου. Το 1945, η οικογένεια Στράους εγκαταστάθηκε στην Ελβετία, και τον ίδιο χρόνο συνέθεσε τη «Μεταμόρφωση», ένα θρήνο για την καταστροφή της Δρέσδης και της αγαπημένης του Γερμανίας από τους Συμμάχους. Πολλοί διάσημοι καλλιτέχνες όπως ο Αρτούρο Τοσκανίνι, του επιτέθηκαν για αυτή την συνεργασία. Κάποιοι ήθελαν να τον περάσουν από δίκη ως συνεργάτη, αλλά το 1947, ο Στράους έφυγε αεροπορικά για το Λονδίνο. Εκεί θα συνέθετε τα «Τέσσερα τελευταία τραγούδια», το τελευταίο έργο του και ένα από τα κορυφαία, το κύκνειο άσμα του μεγάλου Γερμανού συνθέτη αλλά και της ρομαντικής μουσικής. Το έργο το έγραψε ειδικά για την εθνικίστρια Κίρστεν Φλάγκσταντ, την κορυφαία σοπράνο του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Τον Ιούνιο του 1948, μετά τη «αποναζικοποίηση» [denazification] από ένα Γερμανικό συμβούλιο, ο συνθέτης κατεγράφη ως «μη ενοχοποιηθείς». Η ζωή του αποτέλεσε κεντρικό θέμα ντοκιμαντέρ με τίτλο «The Dance of the Seven Veils» το 1970, που το σκηνοθέτησε ο Κεν Ράσελ, ο οποίος θεωρούσε το ντοκιμαντερ αυτό, ως το μεγαλύτερο επίτευγμα της καριέρας του.

Εργογραφία

Ο Στράους, μία πολωτική φιγούρα στην εποχή του, υπήρξε ο κορυφαίος συνθέτης της μεταβαγκνερικής περιόδου, ο κορυφαίος εκπρόσωπος της τονικής μουσικής του εικοστού αιώνα και συνεχιστής της παραδόσεως του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Απομακρύνθηκε από τον παραδοσιακό τρόπο συνθέσεως και υιοθέτησε τα συμφωνικά ποιήματα. Συνέχισε την κληρονομιά από τα είδωλά του Εκτόρ Μπερλιόζ, ενώ επεκτάθηκε στις μελέτες του Γάλλου συνθέτη, και Φραντς Λιστ. Θεωρήθηκε ο σπουδαιότερος συνθέτης του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, καθώς κανείς άλλος από την εποχή του Ρίχαρντ Βάγκνερ δεν είχε πιο καίρια συμβολή στην ιστορία της όπερας. Τα «εικονοκλαστικά» συμφωνικά έργα του πυροδότησαν αντιπαραθέσεις μεταξύ των ειδικών, ενώ οι όπερες του με τα τολμηρά θέματά τους προκάλεσαν θύελλες διαμαρτυριών.

Ήταν από τους κύριους εκπροσώπους της μεταρομαντικής εποχής, η οποία κλείνει με την οριστική παρακμή της συμφωνικής δημιουργίας στα μέσα του 20ου αιώνος. Παρά τον αναπροσανατολισμό της μουσικής σ’ αυτή τη μεταρρομαντική εποχή, το έργο «Μεταμορφώσεις» του Στράους, το 1945, στο οποίο ο συνθέτης παραλλάσσει τέσσερα αργά θέματα, καταλήγει σε μία παραλλαγή που είναι το θέμα του adagio [marcia fynebre] από τη 3η συμφωνία του Μπετόβεν. Ο Στράους δήλωσε αργότερα ότι το συγκεκριμένο θέμα προέκυψε αυθόρμητα, αλλά το διατήρησε προς τιμήν του κορυφαίου ομότεχνού του.

Στα μεταγενέστερα από τα χρόνια της νεότητος του η ορχηστρική γραφή του έγινε πιο λιτή και πιο κοντά στα κλασικά πρότυπα, δίχως να χάσει κάτι από την ομορφιά της. Το έργο του έχει μεγάλη δύναμη και επηρέασε αρκετούς συνθέτες. Στην αρχή της καριέρας του πειραματίστηκε με μεγάλους ορχηστρικούς όγκους και ασυνήθιστη χρήση των οργάνων, όμως στα μετέπειτα χρόνια η μουσική του έγινε πιο κλασική στον ήχο και στη λειτουργία της. Οι μελωδίες του είναι έντονες και ρυθμικές, με νευρική άρθρωση, ενώ η αρμονία που χρησιμοποιούσε ήταν μετεξέλιξη της Βαγκνερικής αρμονικής τεχνικής. Τα συμφωνικά του ποιήματα έχουν μεγάλη εκφραστικότητα και επιδεξιότητα στον μουσικό λόγο. Η σκηνοθέτις Λένι Ρίφενσταλ προτιμούσε στα δικά της φιλμ Λούντβιχ βαν Μπετόβεν και Ρίχαρντ Βάγκνερ δια χειρός Χέρμπερτ φον Κάραγιαν ή τη στιλπνή και ιλιγγιώδη μουσική του Στράους.

Ο Στράους έγραψε 15 όπερες, 3 μπαλέτα, 8 συμφωνικά ποιήματα, Οικιακή Συμφωνία, Συμφωνία των Άλπεων, Μπουρλέσκα για πιάνο και ορχήστρα, 4 κοντσέρτα, Μεταμορφώσεις για 23 έγχορδα, 15 τραγούδια με ορχήστρα και 140 τραγούδια με πιάνο.

Έγινε γνωστός για τις όπερες του, μεταξύ των οποίων

  • «Ο Ιππότης με το Ρόδο», το οποίο σκηνοθέτησε για τον κινηματογράφο το 2005, ο Μαξιμίλιαν Σελ,
  • «Τα Λήντερ», ιδιαίτερα τα Τέσσερα Τελευταία Τραγούδια, και τα συμφωνικά ποιήματα και άλλα ορχηστρικά έργα, όπως τα
  • «Θάνατος και Εξαΰλωση»,
  • «Τα Φαιδρά Καμώματα του Τιλ Οϊλενσπίγκελ», συμφωνικό ποίημα που σατιρίζει το μουσικό συντηρητισμό της εποχής του, ένα αριστούργημα ενορχήστρωσης, ιδεών και χιούμορ.
  • «Τάδε Έφη Ζαρατούστρα» [«Also Sprach Zarathustra»], το 1896.

Ο Στράους ξεκίνησε να επεξεργάζεται την ιδέα του έργου την άνοιξη του 1894 στη Βαϊμάρη. Τον Ιούλιο του 1895, κατά τη διάρκεια των διακοπών του στην Cortina d’ Ampezzo της Ιταλίας, σχεδίασε τη μορφή του, την οποία ολοκλήρωσε την ίδια χρονιά στη Βαυαρία. Στις 24 Αυγούστου του 1896, στο Μόναχο, το «Also Sprach Zarathustra» ήταν πλέον έτοιμο. Η παγκόσμια πρεμιέρα της σύνθεσης πραγματοποιήθηκε στη Φρανκφούρτη στις 27 Νοεμβρίου 1896 με την Ορχήστρα του Μουσείου της Φρανκφούρτης υπό τη διεύθυνση του ίδιου του συνθέτη. Το έργο είναι εμπνευσμένο από την ομώνυμη φιλοσοφική νουβέλα του Φρειδερίκος Νίτσε, η οποία διαπραγματεύεται θέματα, όπως η «αιώνια επιστροφή», ο «θάνατος του Θεού» και ο «Υπεράνθρωπος». Το πιο διάσημο μέρος του είναι το «Χάραμα», βασισμένο στον «Πρόλογο του Ζαρατούστρα και που το 1969, ο Στάνλεϋ Κιούμπρικ το χρησιμοποίησε στην αριστουργηματική του ταινία «2001: Η Οδύσσεια του διαστήματος».

  • «Μεταμορφώσεις».

Συνέθεσε επίσης πολλά τραγούδια, μουσική δωματίου και συμφωνικά ποιήματα, όπως τα

  • «Δον Ζουάν», το πρώτο του τονικό ποίημα, με το οποίο δημιούργησε αναστάτωση,
  • «Ο Θάνατος και η Εξαΰλωση», στο οποίο ένας νεαρός ιδεαλιστής καίγεται από πυρετό κι ένα βήμα πριν το θάνατο περνούν από μπροστά του η αθωότητα των παιδικών του χρόνων, οι αγώνες της ζωής και οι ιδέες του δεν εκπληρώθηκαν.
  • «Μάκβεθ»,
  • «Δον Κιχώτης»,
  • «Οικογενειακή συμφωνία» και άλλα.

Από τα μελοδράματά του αναφέρουμε τα

  • «Αριάδνη εν Νάξω»,
  • «Σαλώμη», το 1905.

Έγραψε τη γερμανική μετάφραση του έργου του Όσκαρ Ουάιλντ, δίχως να χρησιμοποιήσει στιχουργό. Με την όπερά του «Σαλώμη» ο Στράους καταγράφηκε στη μουσική Ιστορία ως ο συνθέτης του πιο σκανδαλώδους θεάματος της γενιάς του, καθώς ο παθιασμένος ερωτισμός που απέπνεε ξένισαν την αστική κοινωνία της εποχής. Το έργο ανέβηκε στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης τη μία βραδιά για να κατέβει την αμέσως επομένη μετά την οργισμένη αντίδραση του κοινού. Στην πρεμιέρα της Δρέσδης, αγαπημένο τόπο του Στράους για πρεμιέρες των έργων του, που έγινε στις 9 Δεκεμβρίου 1905, η πρώτη ερμηνεύτρια του ρόλου αντιτάχθηκε στο «Χορό των επτά πέπλων» λέγοντας, «..Δεν πρόκειται να το κάνω. Είμαι μια αξιοπρεπής γυναίκα!». Το μελόδραμα έγινε αμέσως η επιτομή της σύγχρονης μουσικής όπερας -τόσο για τους οπαδούς όσο και για τους επικριτές της, στους οποίους περιλαμβάνονταν οι λογοκριτές και οι κληρικοί.

  • «Ηλέκτρα».,
  • «Γυναίκα δίχως σκιά»,
  • «Αιγυπτία Ελένη»,
  • «Beim Schlafengehen» [«Πέφτοντας για ύπνο»], βασισμένο σε ένα ποίημα του Έρμαν Έσσε, πολλοί το θεωρούν ένα από τα αριστουργήματα του συνθέτη.
  • «Αραμπέλα».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι