Γεώργιος Κορτζάς

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Γεώργιος Κορτζάς Έλληνας εθνικιστής και υποστηρικτής του θεσμού της Βασιλείας, ανώτατος αξιωματικός του Στρατού Ξηράς που αποστρατεύτηκε με το βαθμό του Αντιστρατήγου και πολιτικός που διατέλεσε Υπουργός Συγκοινωνιών και προσωρινά Σιδηροδρόμων και Αυτοκινήτων στην κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού, γεννήθηκε το 1872 [1] στην Περαχώρα του Νομού Κορινθίας και δολοφονήθηκε [2] στις 12 Ιανουαρίου 1945 από κομμουνιστές αντάρτες, οι οποίοι αφού τον ξεγύμνωσαν τον πυροβόλησαν με τουφέκι στο χώρο κοντά στο ξωκλήσι του Αγίου Τρύφωνα έξω από την κωμόπολη της Αράχοβας όπου και ενταφιάστηκε σε ομαδικό τάφο.

Ήταν παντρεμένος με την Ιφιγένεια Στεφανίτση, που καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Κέρκυρας, κόρες τους ήταν, η Ελένη Κορτζά, «...όμορφη και φιλομαθής, για την ηλικία της καταπληκτικά μορφωμένη..» [3] και η Μαρία Κορτζά και γιος τους ο αρχιτέκτονας Σπυρίδων Κορτζάς [4] [5] [6] ενώ εγγονή τους, κόρη του Σπύρου, η Ιφιγένεια Κορτζά-Τηλιακού.

Γεώργιος Κορτζάς

Βιογραφία

Ο Κορτζάς κατάγονταν από οικογένεια Αρβανιτών μουσουλμάνων από την Κορυτσά της Βορείου Ηπείρου, που σήμερα ανήκει εδαφικά στην Αλβανία, η οποία εξελληνίστηκε και κάποια από τα μέλη της βαπτίστηκαν Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Πατέρας του ήταν ο Εμίν Αγάς, το επώνυμο έλαβε από τον τόπο της καταγωγής του, την Κορυτσά, αξιωματικός του Τουρκικού στρατού, που αγωνίστηκε για την απελευθέρωση της Αλβανίας την οποία θεωρούσε εφικτή μόνο με την ένωση της με την Ελλάδα. Ο Εμίν Αγάς προκειμένου ν' αποφύγει την καταδίωξη των Τουρκικών αρχών διέφυγε με την οικογένεια του στην Κέρκυρα, όπου ενέτεινε την προσπάθεια του να πείσει για το σχέδιο του τις Ελληνικές κυβερνήσεις, όμως συναντούσε «πανταχού την αδιαφορίαν και την αμάθειαν έπικρατούσας». Τελικά προκάλεσε την επέμβαση της Ελληνικής κυβερνήσεως η οποία τον ενέταξε στις τάξεις των Ελλήνων Αξιωματικών και τον διόρισε Φρούραρχο της Κέρκυρας. Η σύζυγος του Εμίν Αγά με το μοναδικό παιδί που της είχε απομείνει, τον Μπεσίμ, βαφτίστηκαν χριστιανοί [7], με ανάδοχο τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη που τους φιλοξενούσε στο νησί του τη Μαδουρή, και ονομάστηκαν Μαρία και Γεώργιος Κορτζάς [8]. Μετά από αλλεπάλληλες απογοητεύσεις και την ψυχική ταραχή που του προκάλεσα οι θάνατοι τριών από τα τέσσερα παιδιά του, ο Εμίν Κορτζάς αυτοκτόνησε στις 20 Ιουνίου 1887 πέφτοντας στη θάλασσα του Παλαιού Φαλήρου.

Ο Γεώργιος Κορτζάς παρακολούθησε τα μαθήματα του Δημοτικού στη γενέτειρά του και του Γυμνασίου στην Κόρινθο, ενώ σπούδασε και αποφοίτησε με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού, από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων [Σ.Σ.Ε.]. Το 1897 με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού, συμμετείχε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο εκείνου του χρόνου, ενώ στις αρχές του 1905 προήχθη στο βαθμό του Υπολοχαγού και μετατέθηκε από το 10ο Σύνταγμα Πεζικού στο Προπαρασκευαστικό Σχολείο Εφέδρων, μαζί με τον Κωνσταντίνο Βουλπιώτη, πατέρα του Γιάννη Βουλπιώτη. Στις 26 Αυγούστου 1909 με Βασιλικό Διάταγμα, προήχθη στο βαθμό του υπολοχαγού Β' Τάξεως [9] και τον Ιούλιο του 1910 ονομάστηκε Λοχαγός Α' τάξεως [10] και στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων πήρε μέρος με το βαθμό του Ταγματάρχη. Αποστρατεύτηκε από το καθεστώς του Ελευθερίου Βενιζέλου μετά το κίνημα το 1917 και επανήλθε στο στράτευμα στις 4 Δεκεμβρίου του 1920 με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη [11]. Συμμετείχε στη Μικρασιατική εκστρατεία και στη διάρκεια της προήχθη στο βαθμό του Συνταγματάρχη, ενώ το 1921 διατέλεσε Επιτελάρχης της λεγόμενης Ανεξάρτητης Μεραρχίας [12]. Στη συνέχεια διατέλεσε διοικητής της 3ης Μεραρχίας του 3ου Σώματος Στρατού. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή το 1922, αποστρατεύτηκε, όμως επανήλθε αργότερα και αποστρατεύτηκε με το βαθμό του Αντιστρατήγου.

Πολιτική δράση

Στην Αθήνα στις 20 Απριλίου 1941, μετά την κατάρρευση του Μετώπου και την κατάληψη των Οχυρών Ρούπελ, ο ναύαρχος Αλέξανδρος Σακελλαρίου, αποδέχθηκε την εντολή του βασιλέως και ανέλαβε το σχηματισμό κυβερνήσεως, η οποία ορκίστηκε στις 5.15' της ίδιας ημέρας, ενώ το πρωί της 21ης Απριλίου ορκίστηκε ως πρωθυπουργός ο Εμμανουήλ Τσουδερός.

Ο Κορτζάς συμμετείχε και διατέλεσε:

  • Υπουργός Συγκοινωνιών και προσωρινώς Σιδηροδρόμων και Αυτοκινήτων, από τις 20 Απριλίου 1941 έως τις 2 Ιουνίου 1941, στην πρώτη κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού και μαζί με την κυβέρνηση [13] που σχηματίστηκε διέφυγε αρχικά στην Κρήτη και στη συνέχεια στη Μέση Ανατολή.

Το αντιτορπιλικό «Βασίλισσα Όλγα» με το οποίο διέφυγε από την Ελλάδα το βράδυ της 22ας προς 23η Απριλίου 1941, απέπλευσε από το Σαρωνικό με επιβάτες τους υπουργούς Θεολόγο Νικολούδη, Δημητρακάκη και Σέκερη, τον Ιωάννη Διάκο, ανώτερους κρατικούς υπαλλήλους και το διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, που συνοδεύονταν από τις οικογένειές τους [14]. Λίγο καιρό αργότερα το Υπουργείο Συγκοινωνιών καταργήθηκε και ο Κορτζάς εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένεια του στη Νότια Αφρική, απ' όπου επέστρεψε στην Αθήνα και την Ελλάδα μετά την απελευθέρωση της από τις δυνάμεις του Άξονα. Διατηρούσε στενές σχέσεις και πυκνή αλληλογραφία με το Θεολόγο Νικολούδη, υπουργό της 4ης Αυγούστου και στενό συνεργάτη του Ιωάννη Μεταξά, όπως προκύπτει από μέρος του αρχείου του Νικολούδη, που καλύπτει την περίοδο από τις 25 Αυγούστου 1941 έως τη 2α Νοεμβρίου 1944, το οποίο φυλάσσεται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο [Ε.Λ.Ι.Α.].

Το τέλος του

Στα μέσα του Δεκεμβρίου 1944, ο Κορτζάς συνελήφθη από τους ένοπλους αντάρτες των συμμοριών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος [Κ.Κ.Ε.], ειδικότερα από την Πολιτοφυλακή, στο σπίτι του στην Κυψέλη. Μαζί με άλλους 160 πολίτες, μεταξύ τους και ο Νικόλαος Παπαδήμας, Υφυπουργός Στρατιωτικών επί Ιωάννου Μεταξά και Αλέξανδρου Κορυζή, καθώς και ο Στυλιανός Κορυζής, αδελφός του πρωθυπουργού Κορυζή, ο Μητροπολίτης Ευλόγιος Κουρίλας Λαυριώτης και άλλοι, οδηγήθηκαν στο Περιστέρι, όπου τους αφαιρέθηκαν τα χρήματα και τα τιμαλφή τους. Στη συνέχεια σχηματίστηκε φάλαγγα, που περιλάμβανε όλους τους ομήρους των κομμουνιστοσυμμοριτών, περί τους 10.000 εθνικιστές πολίτες- και μέσω Ασπροπύργου, απ' όπου αναχώρησαν στις 3 το πρωί της 5ης Ιανουαρίου 1945, οι κομμουνιστικές συμμορίες τους οδήγησαν με κατεύθυνση προς τη Μάνδρα Αττικής. Έφτασαν εκεί τις πρώτες νυχτερινές ώρες και διανυκτέρευσαν στο σχολείο, ενώ στις 10 το πρωί της επομένης αναχώρησαν με προορισμό το Μάζι, όμως στις 10 το βράδυ τους υποχρέωσαν να κατευθυνθούν στο Κριεκούκι. Πέρασαν νύχτα τη ράχη της Κάζας και στις 7 Ιανουαρίου 1945, έφτασαν στο Κριεκούκι και κατέλυσαν στην εκκλησία.

Η πορεία θανάτου των ομήρων συνεχίστηκε και στις 5 το απόγευμα έφτασε στη Θήβα, ενώ στις 8 το βράδυ της ίδιας μέρας αναχώρησαν για το Μούλκι, κι εκεί τους οδήγησαν σε μια αποθήκη προϊόντων της Λίμνης Κωπαΐδος. Το πρωί της 8ης Ιανουαρίου η πορεία των ομήρων συνεχίστηκε με προορισμό τη Λιβαδειά, όπου έφτασαν στις 7 το απόγευμα της ίδιας μέρας. Εκεί καταδικάστηκε από «λαϊκό» δικαστήριο, από τον λόχο «Λόρδος Βύρων» υπό τον καπετάνιο Γρηγόρη Φαράκο, μετέπειτα Γενικό Γραμματέα του Κ.Κ.Ε., στο οποίο συμμετείχαν ο γιατρός Πέτρος Κόκκαλης αλλά και ο φοιτητής και μετέπειτα γνωστός σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος. Οι καταδικασμένοι συνέχισαν την πορεία τους με προορισμό την Αράχοβα, όπου έφτασαν στις 6 το απόγευμα της 9ης Ιανουαρίου και το πρωί της επόμενης ημέρας αναχώρησαν με κατεύθυνση την Άμφισσα. Πριν την άφιξη της φάλαγγας των ομήρων στην Αράχωβα, αναφέρεται ότι ο Κορτζάς είχε εξαντληθεί τόσο πολύ, ώστε αδυνατούσε να ακολουθήσει τους υπόλοιπους. Συνολικά, δώδεκα άτομα χάθηκαν και αγνοούνταν η τύχη τους μετά την αναχώρηση της φάλαγγας από την Αράχωβα, μεταξύ τους και ο Κορτζάς. Επτά από αυτούς τάφηκαν σε χωριστούς τάφους και οι υπόλοιποι πέντε σε ομαδικό τάφο, στην είσοδο της κωμοπόλεως [15].

Μαρτυρίες

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες αυτοπτών, όπως περιγράφονται σε βιβλίο [16] που αναφέρεται στα γεγονότα εκείνης της εποχής: «Είναι ένα από τα πιο τερατώδη κακουργήματα, από τα διαπραχθέντα κατά τα Δεκεμβριανά, η ανατριχιαστική ιστορία της εκτελέσεως των 13 επιφανών όμηρων. Θα παραθέσομε όσα στοιχεία υπάρχουν δια την ασύλληπτου τραγικότητος ομαδικήν αυτήν δολοφονίαν κατά αφήγησιν του προέδρου του δικηγορικού συλλόγου Αθηνών και βουλευτού ήδη της πρωτευούσης κ. Κλ. Θεοφανοπούλου και των κ. κ. Παναγιώτη και Νικολάου Θεοφανοπούλου. Ο πρώτος είναι αδελφός του εκ των 13 εκτελεσθέντων καθηγητού και προπρυτάνεως του Πολυτεχνείου Ιωάννου Θεοφανοπούλου και οι δυο άλλοι υιοί του αυτού τραγικού θύματος της ελασιτικής θηριωδίας. Η εκλογή μας έλαχεν εις την οικογένειαν Θεοφανοπούλου, διότι οι υιοί του εκτελεσθέντος προωθήθησαν κατά τας δραματικάς ημέρας της τραγωδίας μέχρι Λεβαδείας ο ένας και μέχρι Αμφίσσης ο άλλος. Από τους συγγενείς δε όλων των θυμάτων μόνον ο κ. Νικόλαος Θεοφανόπουλος με τον εκ Ψυχικού ενδιαφερόμενον δια τον εκτελεσθέντα Ανδρουλήν κ. Μπέζην παρευρέθησαν, όταν πέρυσι κατά τας αρχάς Φεβρουάριου ανεκαλύφθησαν, οι τάφοι έξω από την Αράχωβαν και έγινεν η εκταφή των πτωμάτων των 13 αδικοσκοτωμένων. Κατά συνέπειαν η οικογένεια Θεοφανοπούλου εμφανίζεται κατέχουσα τας περισσοτέρας λεπτομέρειας αναφορικώς με το ανείπωτον αυτό δράμα. Έως τώρα, που μας αφηγείται ο κ. Π. Θεοφανόπουλος, δεν γνωρίζομεν επακριβώς πως έγινεν η εκτέλεσις, διότι δεν υπήρξεν αυτόπτης μάρτυς ή μάλλον κανείς από τους τυχόν αυτόπτας μάρτυρας δεν ηθέλησεν από φόβον να μιλήση και ν’ αποκαλύψη τας ακριβείς συνθήκας του στυγερού εγκλήματος. Εκείνο που γνωρίζομεν είναι, ότι εις τας 7 το πρωί της 11ης Ιανουαρίου, ολίγας ώρας αφού απέδρασεν από την Αράχωβαν ο Μητροπολίτης Κορυτσάς, ο επί κεφαλής της συνοδείας Βασίλειος Τσώκος ή όπως αυτωνομάζετο «Καπετάν Βλαχάβας», διέταξε σύναξιν της φάλαγγος εις τον κύριον δρόμον της κωμοπόλεως και άμεσον αναχώρησιν. Άλλ’ οι όμηροι ήσαν φοβερά εξηντλημένοι από την αδιάκοπον και την επίπονον πεζοπορίαν μέσα εις τα χιόνια και οι περισσότεροι από τους πρεσβυτέρους της ομάδος εδήλωσαν αδυναμίαν να συνεχίσουν. Ο μαέστρος της «Λυρικής Σκηνής» κ. Λεωνίδας Ζώρας, που εκοιμήθηκεν εκείνην την νύκτα ανάμεσα εις τον πατέρα μου και τον Σπύρον Τρικούπην και εις τον θάλαμον, όπου διενυκτέρευσαν οι περισσότεροι από τους 13, που συνέθεσαν τον μοιραίον όμιλον, αφηγείται ότι, όταν ο Βλαχάβας έδωσε την εντολήν να βγουν έξω στο δρόμο και να ετοιμασθούν δια καινούργια οδοιπορία, όλοι εδήλωσαν αδυναμίαν, τόσον που ο «καπετάνιος» άρπαξε ένα αυτόματο και έκαμεν, ότι ετοιμάζεται να βάλη εναντίον των, λέγοντας
- «Τι στάσι μου κάνετε εδώ πέρα εσείς;»
Όταν του αντετάχθη, ότι δεν ήταν έλλειψις διαθέσεως υπακοής, αλλά πλήρης πλέον ανεπάρκεια δυνάμεων, ο Βλαχάβας εφάνη δήθεν καμπτόμενος και τους είπε να εξέλθουν και θα εφρόντιζε εκείνος να εύρη τίποτε σούστες δια να τους μεταφέρη με αυτές. Τότε όλοι εβγήκαν και ετάχθησαν με μέτωπον προς το σπίτι που είχαν κοιμηθή, κατά τριάδας εις φάλαγγα, που η μια της άκρα ευρίσκετο προς την κατεύθυνσιν του Ζεμενό και η άλλη προς το μέρος Χρισσού και Άμφίσσης. Ο Βλαχάβας διέσχισε την παράταξιν και εσταματούσε κάθε τόσο και ερωτούσε τους όμηρους πως ελέγοντο, από που ήσαν, τι επηγγέλλοντο, και εξεχώριζε σιγά-σιγά διαφόρους. Η εντύπωσις ήτο, ότι η επιλογή απετέλει έκδηλωσιν εύνοιας, εφ’ όσον πρωτίστως επροτιμώντο εκείνοι, που την προτεραίαν είχαν πέσει από εξάντλησιν εις τις πλαγιές του Παρνασσού. Ο αυτόπτης μαέστρος προσθέτει, ότι υπήρξαν ωρισμένοι, όπως π.χ. ο Κοριζής, που ενώ ήσαν υγιείς και σχετικώς ακμαίοι, νομίζοντες ότι επρόκειτο να ληφθή φροντίς ευεργετική, εζήτησαν από τον Βλαχάβαν να τους κρατήση.
Και εξεχώρισε πράγματι ο αιμοχαρής «καπετάνιος» 12. Ήτοι τον αρεοπαγίτην Γ. Κερασιώτην, τον πρώην υπουργόν Σπύρον Τρικούπην, τον γενικόν διευθυντήν των φυλακών του υπουργείου Δικαιοσύνης Θ. Παπαευσταθίου, τον πολιτικόν μηχανικόν και αδελφόν του πρωθυπουργού Σ. Κοριζήν, τον μηχανικόν μεταλλειολόγον της εταιρείας Λιπασμάτων Δημουλίτσαν, τον πρόεδρον της κοινότητος Εκάλης Αποστολίδην, τον διευθυντήν του Ταμείου νομικών κ. Σ. Σταυρόπουλον, τον στρατηγόν Κορτζάν]], πρώην υπουργόν εις Αλεξάνδρειαν, τον τέως γενικόν διοικητήν Μακεδονίας I. Ηλιάκην, τον εκ Ψυχικού προανεφερθέντα Ανδρουλήν, τον Δ. Ριοταν, πού είχε ένα πόδι ψεύτικο, και τον στρατηγόν Κατσιγιαννάκην. Διέταξεν επίσης ο Βλαχάβας να μείνουν και μερικές γυναίκες, πού ηκολούθουν την φάλαγγα.
Δεν επέρασε πολλή ώρα. Ο όμιλος των μελλοθανάτων ωδηγήθη εις ένα σημείον απέχον περί τα δύο χιλιόμετρα από την Αράχωβα. Εις την θέσιν Άγιος Τρύφωνας, όπου υπάρχει μια εκκλησία και λίγο πιο πέρα μια δεξαμενή με νερό. Εκεί τους διέταξαν όλους να γδυθούν. Φαίνεται, ότι τους εγύμνωσαν μέσα εις την εκκλησία, ....
-Και πώς ξέρετε, ότι εγυμνώθησαν και οι 13;
Τα πτώματα ευρέθησαν όλα με φανέλλα, εσώβρακα -μερικά μάλιστα μόνον με φανέλλα- και με τις κάλτσες. Υπήρξεν η εκδοχή -την ανέφερεν από πληροφορίες που συνεκέντρωσεν από τους κληρικούς Αραχώβης ο Σεβασμιώτατος Κορυτσάς -ότι, αφού τους εγύμνωσαν τους υπεχρέωσαν να πέσουν εις την δεξαμενήν του ποτίσματος, μέσα εις το παγωμένο νερό, και πως μετά από αυτό το φρικτό χειμερινό λουτρό επεδόθησαν οι δήμιοι εις το απάνθρωπον, εγκληματικόν όργιον των. Άλλ’ αυτή η εκδοχή δεν επιστοποιήθη άλλοθεν. Το πιθανώτερον είναι ότι μάλλον τους επερίμεναν και μόλις εξήρχοντο γυμνοί από την εκκλησίαν τους εσκότωναν αμέσως!...».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Στις βιογραφίες του Γεωργίου Κορτζά συναντάται ως έτος γεννήσεως τόσο το 1875 όσο και το 1880, όμως το σωστό έτος της γεννήσεως του είναι το 1872, καθώς σύμφωνα με την βεβαίωση του ιερέα της Μαδουρής ήταν ηλικίας έξι ετών όταν βαπτίστηκε Ορθόδοξος Χριστιανός από τον ίδιο στο νησί του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.] Ηλίας Βενέζης, «Στις ελληνικές θάλασσες-μυθιστορία του Ιονίου και του Αιγαίου», Αθήνα 1973.
  2. Πεσόντες και νεκροί: Κομμουνιστικό κίνημα(Δεκεμβριανά) 1944.
  3. [Η Ελένη Κορτζά, κόρη του Γιώργου Κορτζά και της Ιφιγένειας Στεφανίτση, έγινε γνωστή ως η μυστική μούσα του ποιητή Κωστή Παλαμά, με τον οποίο διατηρούσε θερμή σχέση για χρονική περίοδο δεκατεσσάρων ετών. Γνωρίστηκαν με τον ποιητή τα Χριστούγεννα του 1921 στο σπίτι συγγενικής τους οικογένειας, του Χρήστου Ξανθόπουλου, στην οδό Σολωμού 8, στο κέντρο της Αθήνας και ο Παλαμάς τη χαρακτήρισε ως νέα, «...όμορφη και φιλομαθή, για την ηλικία της καταπληκτικά μορφωμένη..», παρ' ότι η Κορτζά δήλωσε ότι αγνοούσε την ύπαρξη του λέγοντας, «Δεν γνωρίζω ποιητή Παλαμά». Συζητώντας για τους Μποντλέρ και Ουγκό κατάφερε να εντυπωσιάσει τον εξηντάρη ποιητή, όχι μόνο με τη μορφή αλλά και με τη μόρφωσή της. Η Κορτζά, ή όπως την αποκαλούσε ο Παλαμάς, η Ελενίτσα, ή η Ραχήλ, ή η «Chere et divine Clarte», δηλαδή «ακριβή και θεϊκή Λάμψη», διέθετε γαλλική παιδεία και είχε ασπασθεί τον Καθολικισμό, θλίβοντας κι απογοητεύοντας την Ορθόδοξη μητέρα της, ενώ «...είχε χάσει την επαφή με την ελληνική παιδεία». Για τους λόγους αυτούς ήρθε σε προστριβές με την οικογένεια της και η υγεία της κλονίστηκε. Οι συναντήσεις της με τον Παλαμά συνεχίστηκαν και βρίσκονταν κάθε Σάββατο το σπουδαστήριο του ποιητή στην οδό Ασκληπιού 3, ενώ μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια δυνατή και παράξενη σχέση, που δεν έγινε ποτέ ξεκάθαρο αν ήταν φιλία ή έρωτας, αν η σχέση τους παρέμεινε πλατωνική ή αν υπήρξε και ερωτική σχέση. Η Κορτζά έπασχε από φυματίωση και εξ αιτίας της ασθένειας της έλειπε συχνά και για μεγάλα διαστήματα από την Αθήνα, καθώς έπρεπε να αναζητεί ηπιότερα κλίματα. Έτσι, διατηρούσαν καθημερινή αλληλογραφία, με την ίδια να απαντά στα Γαλλικά, στις επιστολές του Παλαμά. Το τελευταίο γράμμα τους που διασώθηκε, είναι από τον Αύγουστο του 1935. Στη διάρκεια της κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα, η Ελένη ακολούθησε τον στρατηγό πατέρα της και την οικογένεια της στην Αίγυπτο και μετά στη Νότιο Αφρική κι όταν επέστρεψε το 1944, ο Παλαμάς είχε πια πεθάνει. Οι επιστολές που αντάλλαξαν αποτέλεσαν το υλικό για το βιβλίο «Γράμματα στη Ραχήλ» με παραθέματα στα γαλλικά, το οποίο κυκλοφόρησε το 1960, από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», με επιμέλεια του Γ. Π. Κουρνούτου.]
  4. [Ο αρχιτέκτονας Σπυρίδων Γεωργίου Γκόρτζας διατέλεσε καθηγητής καλλιτεχνικής αρχιτεκτονικής στο Σχολείο Διακοσμητικών Επαγγελμάτων της Σιβιτανιδείου Σχολής την περίοδο του Μεσοπολέμου] Η Σιβιτανίδειος Σχολή των Τεχνών και των Επαγγελμάτων την περίοδο του μεσοπολέμου, σελίδα 29η.
  5. Κορτζάς Σπυρίδων, Γεώργιος Μηχανικοί, εκβιομηχάνιση, εκσυγχρονισμός, 1830-1940, Νικόλαος Κιτσίκης.
  6. Διορθώσεις καταλόγου μελών του Τ.Ε.Ε. Περιοδικό «Τεχνικά Χρονικά», 1η Ιουνίου 1937, σελίδα 522η.
  7. [Σ' ένα χειρόγραφο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «....που βρέθηκε, κρυμμένο πίσω απ΄ την εικόνα της Θεοτόκου, στο εκκλησάκι της Μαδουρής πριν από λίγα χρόνια που το επισκευάζανε....» το οποίο βρήκε ο επιμελητής της επισκευής, ξάδερφος του ποιητή, Ανδρέας Σταύρος, αναφέρονται τα ακόλουθα: «Σήμερον Α΄ Μαΐου 1878 Εβαπτίσθη εν τω Ναώ τούτω η Οθωμανίς σύζυγος του ταγματάρχου Τουρκαλβανού Εμήν Αγά ονόματι Φιρδεύς, μετονομασθείσα Μαρία, μετά του εξαετούς τέκνου της Μπεσίμ, ονομασθέν Γεώργιος. Ανάδοχος υπήρξεν ο κυρ Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, εκτελεστής δε του Μυστηρίου ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κόκκινης Εκκλησιάς Βησσαρίων Κατοχιανός.»] Ηλίας Βενέζης, «Στις ελληνικές θάλασσες-μυθιστορία του Ιονίου και του Αιγαίου», Αθήνα 1973.
  8. Μια ιστορία σαν μυθιστόρημα. Εφημερίδα «Έθνος» της Κυριακής, 18 Μαΐου 1985.
  9. [Εφημερίδα «Εμπρός», 23 Ιουλίου 1910, σελίδα 2.]
  10. [Εφημερίδα «Εμπρός», 23 Ιουλίου 1910, σελίδα 2.]
  11. Αι προαγωγαί των αξιωματικών Εφημερίδα «Μακεδονία», 5 Δεκεμβρίου 1920, σελίδα 1.
  12. Η ηρωική πορεία της ανεξάρτητης Μεραρχίας στη Μικρά Ασία
  13. Κυβέρνησις ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΤΣΟΥΔΕΡΟΥ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης
  14. [Περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 31ο, Μάρτιος 1999, σελίδα 64.]
  15. [Εκτός του Κορτζά, μεταξύ των δολοφονημένων ήταν οι, Θεόδωρος Παπαευσταθίου, Γενικός διευθυντής φυλακών, Σπυρίδων Τρικούπης πρώην πρόεδρος της Βουλής, Στυλιανός Κορυζής, πολιτικός μηχανικός-αδελφός του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή, Γεώργιος Κερασιώτης, Αρεοπαγίτης, Σπυρίδων Δημουλίτσας, μεταλλειολόγος-μηχανικός της Εταιρείας Λιπασμάτων, Ιωάννης Θεοφανόπουλος, πρύτανης Πανεπιστημίου, Α. Αποστολίδης, Πρόεδρος της κοινότητος Εκάλης, Σ. Σταυρόπουλος, Δικηγόρος, Διευθυντής του Ταμείου Αλληλεγγύης Δικηγόρων, Ιωάννης Ηλιάκης, πρώην Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, οι στρατηγοί Κατσιγιαννάκης, Βασίλειος Ανδρούλης και Ρώτας, Δ. Οικονομόπουλος, Δικηγόρος, οι καθηγητές του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Γ.Σαρρόπουλος, Σ.Κορωνης και δώδεκα φοιτητές του Πολυτεχνείου.]
  16. [Μητροπολίτης Ευλόγιος Κουρίλας Λαυριώτης, «Πανεπιστημιακά-Τό Κράτος τῆς Ἀληθείας, Δεκεμβριανή Τραγωδία τῶν Ὁμήρων (Δεκεμβριανά). Η έκτη των επιλέκτων φάλαγξ και η των Κρορών πορεία του θανάτου», Αθήνα 1953, σελίδες 96η-99η. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1953 και επανεκδώθηκε το 2003, από τον εκδοτικό οίκο «Ελεύθερη Σκέψις» κι είναι πλέον εξαντλημένο. Ο συγγραφέας του περιγράφει την περίοδο της ομηρίας του από τους κομμουνιστές αντάρτες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. και περιέχει μαρτυρίες ομήρων.]