Γεώργιος Λαμπελέτ

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Γεώργιος (Τζώρτζης) Λαμπελέτ Έλληνας εθνικιστής μουσουργός καταξιωμένος στην Ελλάδα και την Ευρώπη, μέλος της Επτανησιακής μουσικής σχολής, η οποία έχει ιταλικές επιρροές, καθώς συνθέτει όπερες, σερενάτες και καντάδες, ο πρώτος συνθέτης που προσπάθησε να δημιουργήσει «Εθνική Μουσική Σχολή» [1] και «Ελληνική Συμφωνική Μουσική», μουσικοκριτικός, συγγραφέας μουσικοθεωρητικών κειμένων, μουσικός παιδαγωγός, δοκιμιογράφος, ποιητής και μεταφραστής, γεννήθηκε [2] στις 24 Δεκεμβρίου 1875 στην Κέρκυρα και πέθανε [3] στις 30 Οκτωβρίου 1945 στην Αθήνα. Το 40ήμερο μνημόσυνο του έγινε την Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 1945 στον Ιερό ναό της Ζωοδόχου Πηγής στην Αθήνα [4].

Στις 13 Ιανουαρίου 1920 παντρεύτηκε μετά από μακροχρόνια σχέση τη Μαρίκα Αναγνωστοπούλου, όμως δεν απέκτησαν παιδιά.

Γεώργιος Λαμπελέτ

Βιογραφία

Ο Γεώργιος κατάγονταν από σημαντική οικογένεια μουσικών που έφτασε στα Ιόνια νησιά από την Ελβετία. Οι Λαμπελέτ ήταν αξιόλογη μουσική οικογένεια, που έβγαλε αρκετούς μουσικούς των οποίων η φήμη δεν περιορίστηκε στα Ιόνια νησιά αλλά εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα και μάλιστα στην Αθήνα του 20ού αιώνα. Ο πρώτος ήταν ο Ελβετός πιανίστας και δάσκαλος, συνθέτης, ζωγράφος και λόγιος Ευτύχιος Λαμπελέτ, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα το 1832. Μουσικός ήταν και ο γιος του Γεωργίου, ο Εδουάρδος Λαμπελέτ (1820-1903), ο οποίος ήταν πατέρας των επίσης μουσικών Ναπολέοντα (1864-1932), Λουδοβίκου (1868-1928), Κορίνας (1873-1955) που ήταν πιανίστα και μουσικοπαιδαγωγός, και Γεωργίου (1875-1945).

Σπουδές

Ο Γεώργιος έζησε τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια στον Πειραιά και στην Αθήνα όπου αποφοίτησε από το Γυμνάσιο, ενώ διδάχτηκε τα πρώτα στοιχεία της μουσικής, πιάνο, θεωρητικά και αρμονία, από τον πατέρα του. Σε ηλικία δεκαέξι ετών γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και άρχισε να συγγράφει δοκίμια φιλολογικά-κριτικά. Το 1895, σε ηλικία είκοσι ετών, με εφόδιο την ενασχόλησή του με τη μουσική κίνηση της Αθήνας, αφού εργάστηκε στη Φιλαρμονική, στον Όμιλο Φιλομούσων και στο περιοδικό «Μουσική Εφημερίς», , όπου συνεργαζόταν ως «Τζώρτζης», πλάι στον μεγαλύτερο αδελφό του Ναπολέοντα, αποφάσισε να σπουδάσει μουσική και ως το 1901 φοίτησε στο ωδείο «San Pietro a Majella» στη Νάπολη, όπου σπούδασε ανώτερα θεωρητικά και σύνθεση με τον Πάολο Σεράο [Paolo Serrao]. Αμέσως μετά την επιστροφή του στην Αθήνα δημοσίευσε στο περιοδικό «Παναθήναια» το άρθρο «Η εθνική μουσική» το 1901, που προκάλεσε αίσθηση, δημιούργησε αντιδράσεις από τους συντηρητικούς κύκλους της εποχής του και τον ανέδειξε πρωτοπόρο της Εθνικής Σχολής. Μέσα από το άρθρο, το «Μανιφέστο του Λαμπελέτ» όπως το αποκαλούν μερικοί, εκφράζει τις ιδέες που είχε για την Εθνική Σχολή.

Επαγγελματική σταδιοδρομία

Ο Λαμπελέτ υπήρξε θεωρητικός πολέμιος του Γερμανοτραφούς Γεωργίου Νάζου, αλλά και του Μανώλη Καλομοίρη, και υποστήριξε με συνέπεια τις απόψεις του μέσα από τις σελίδες περιοδικών, όπως «Το περιοδικόν μας», του Γ. Βώκου, από το 1900 έως το 1902, «Η Κριτική», περιοδικό που εξέδωσε ο ίδιος μαζί με τον Γεώργιο Αξιώτη το 1903, «Μουσική Επιθεώρησις», του Νικολάου Γ. Παππά, την περίοδο 1921-22, τα «Μουσικά Χρονικά», του Ιωσήφ Παπαδόπουλου-Γκρέκα, το 1925 και την περίοδο από το 1928 έως 1933. Δίδασκε όλα τα θεωρητικά και το μάθημα της χορωδίας στο «Νέον Ωδείον Πειραιώς» ενώ δίδαξε επί ένα χρόνο στο Ωδείο Πειραιώς και στο Πειραϊκό Ωδείο και για πολλά χρόνια παρέδιδε ιδιωτικά μαθήματα θεωρίας της μουσικής. Δίδαξε επίσης στο Πρότυπο Βαρβάκειο Λύκειο, πρώτος καθηγητής μουσικής στην ιστορία του Ιδρύματος ως το 1926 όταν τον διαδέχθηκε ο Ι. Μαργαζιώτης, θεωρητικά στις μαθήτριες πιάνου της αδελφής του Κορίνας καθώς και δάσκαλος της μουσικής στις οικογένειες των πρίγκιπα Νικολάου και Θεόδωρου Πάγκαλου. Εργάστηκε ως μουσικοκριτικός κι είχε δημοσιεύσει πλήθος άρθρα σε διάφορα περιοδικά της εποχής. Συγκρούστηκε με υπεύθυνους του Υπουργείου Πολιτισμού οι οποίοι απαγόρευσαν στη μία και μοναδική ορχήστρα που υπήρχε τότε στην Αθήνα να παίξει τα έργα του.

Στις 15 Νοεμβρίου 1923 τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, μαζί με τους εθνικιστές μουσουργούς Μάριο Βάρβογλη και Αιμίλιο Ριάδη και το 1940 βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το έργο του «Η ελληνική δημώδης μουσική και η αισθητική της». Διηύθυνε (1928-29 ή 1931) το περιοδικό «Μουσικά Χρονικά» [5], από όπου αναλύει τη σκέψη του σε μια σειρά από άρθρα και στηλίτευσε τον Μανώλη Καλομοίρη για τις εναρμονίσεις του δημοτικών τραγουδιών. Παράλληλα υπήρξε μουσικός συνεργάτης στο «Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό» Ελευθερουδάκη και συνεργάτης του εθνικιστικού περιοδικού «Το Νέον Κράτος» που διηύθυνε ο Άριστος Καμπάνης, το οποίο υποστήριζε το εθνικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου υπό τον Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά. Ο Λαμπελέτ λίγο καιρό πριν πεθάνει, ανέφερε άρρωστος στον μαθητή του Ιωσήφ Παπαδόπουλο-Γκρέκα, «έχω την πεποίθηση ότι στο μικρό μου έργο υπήρξα τουλάχιστον ειλικρινής και αυθόρμητος. Διότι πριν αποφασίσω να γράψω ελληνική μουσική, αισθάνθηκα βαθειά το δημοτικό τραγούδι και ακόμη βαθύτερα ότι για ένα ελληνικό έργο τέχνης, πρέπει να συμβάλλουν: απλότης, διαύγεια και βαθύ αίσθημα της φύσεως... ».

Μουσική ιδεολογία

Ο Λαμπελέτ υπήρξε πρωτοπόρος στη συστηματοποίηση της μελέτης για τη δημιουργία της ελληνικής μουσικής, σύμφωνα με τα πρότυπα των «εθνικών σχολών». Επεδίωξε να δώσει στο έργο του ένα καθαρά ελληνικό χρώμα, γεγονός που τον απομάκρυνε από τους συμπατριώτες του συνθέτες της επτανησιακής σχολής και τον κατέταξε οριστικά στους εκπροσώπους της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής. Κληροδότησε τεράστιο έργο -θεωρητικό, αισθητικό, λογοτεχνικό και μουσικό- που του όχι μόνο δεν έχει αξιολογηθεί μέχρι σήμερα, αλλά δεν έχει καν καταγραφεί. Οι κριτικοί και οι συνάδελφοί του τον χαρακτηρίζουν «ορόσημο» της εποχής του και «ευγενή συνθέτη» που έζησε με αξιοπρέπεια και υπηρέτησε ηθικές αξίες. Ήταν ο πρώτος που επεσήμανε ότι η Ελληνική μουσική θα πρέπει να βασίζεται στη μελέτη των δημοτικών τραγουδιών και των μελωδικών, ρυθμικών και άλλων χαρακτηριστικών τους. Ταυτόχρονα εξέφρασε τις απόψεις του σχετικά με τη χρήση στοιχείων του δυτικού μουσικού πολιτισμού στην Ελληνική Παραδοσιακή Μουσική.

Φέρει όλα τα μουσικά σημεία της εποχής του, αλλά ως γνήσιος Επτανήσιος έχει ειδική και δυνατή σχέση με την ιταλική μουσική, ενώ ένοιωθε μεγάλη επιρροή από την μουσική του μελοδράματος. Αισθάνονταν την ανάγκη να ξεφύγει από την ιταλική επιρροή και να αποκτήσει μια ελληνική αισθητική. Ήταν από τους πρώτους που έστρεψε τα αυτιά του σε άλλους μουσικούς ορίζοντες, από αυτούς που γαλουχήθηκε, έτσι ώστε να αποκτήσει εκφραστικά μέσα καινούργια, ώστε να μπορεί να αποδώσει αυτά που ήθελε. Άρχισε να απορροφά στοιχεία από την μουσική γλώσσα της εποχής του. Ταξίδεψε στην Μόσχα και συναντήθηκε με τους «Πέντε» της Ρώσικης Σχολής, τους Μουσόργκσκυ, Ρίμσκυ-Κορσάκωφ, Μποροντίν, Μπαλακίρεφ και Κιουί. Ταξίδεψε στη Βιέννη, όπου παρακολούθησε και θαύμασε τα έργα του εθνικοσοσιαλιστή Γερμανού μουσικοσυνθέτη Ρίχαρντ Στράους.

Εργογραφία

Ο Γεώργιος Λαμπελέτ ήταν ο πρώτος μουσικός που μίλησε για την ανάγκη δημιουργίας εθνικής μουσικής και υπήρξε από τις μορφές-άξονες της νεοελληνικής μουσικής ιστορίας ως πρωτοπόρος της Εθνικής Σχολής. Η μουσική του εμπεριέχει στοιχεία από την ελληνική δημοτική μουσική παράδοση, αφού άλλωστε έτσι του επιτάσσει και η ιδεολογική του προσέγγιση γύρω από τη σύνθεση. Αυτό μπορεί να το ακούσει κανείς στο τραγούδι «Στον κάμπο», όπου χρησιμοποιούνται ρυθμικά και μελωδικά στοιχεία που θυμίζουν την παραδοσιακή μουσική. Ασχολήθηκε με τη μελέτη του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού. Βασισμένος στις ελληνικές δημοτικές κλίμακες έγραψε περισσότερα από 100 τραγούδια, για μία φωνή ή χορωδία, χωρίς όμως να μπορέσει να αποφύγει την επίδραση της μουσικής της Δυτικής Ευρώπης. Αν και το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής του έχει χαθεί, στα σωζόμενα έργα διαφαίνεται η ιδιάζουσα αισθητική του ενώ είναι έντονο το τροπικό στοιχείο, αλλά και οι ευφάνταστες ενορχηστρώσεις, στοιχεία μιας μανιέρας που προσδίδουν μια «ελληνική» χροιά και μεταφέρουν τον ακροατή σε παραδοσιακά στιγμιότυπα της Ελλάδας των αρχών του 20ου αιώνα. Μελοποίησε πολλά παιδικά ποιήματα του Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Συνέθεσε, συμφωνικά έργα, έργα για πιάνο, για χορωδία και τραγούδια. Ήταν ο πρώτος που έγραψε εθνικά σχολικά τραγούδια για αυτό και του ανατέθηκε το μουσικό μέρος των σχολικών βιβλίων της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως, όπως το «Μουσικόν αλφαβητάριον», «Διογένης Ακρίτας» και άλλα. Έγραψε το συμφωνικό έργο

  • «Γιορτή», το 1901.

Το συνθετικό του έργο παραμένει σε μεγάλο ποσοστό ζητούμενο καταγραφής και έρευνας. Από τα γνωστά του έργα, πιο σημαντικά θεωρούνται

  • «Η ελληνική δημώδης μουσική»,
  • «60 τραγούδια και χοροί»,
  • «Τα χελιδόνια», συλλογή 16 παιδαγωγικών τραγουδιών, σε στίχους του Ζαχαρία Παπαντωνίου, το 1920,
  • «Κριτική μελέτη, μεταγραφή, εναρμόνισις», το 1930.

Στις αυτοτελείς εκδόσεις έργων του περιλαμβάνονται οι ποιητικές συλλογές

  • «Στίχοι», το 1909,
  • «Παληοί και νέοι ρυθμοί», το 1930,

τα δοκίμια

  • «Το δραματικόν θέατρον (το θέατρο του Γαβριήλ δ’Αννούντσιο, η αντίθεσίς του με το ιψενικό)», το 1929,
  • «Η γένεσις της ομοιοκαταληξίας εις την ποίησιν και η σχέσις αυτής προς την μουσικήν», το 1932.

Μετέφρασε το μονόπρακτο θεατρικό έργο του εθνικιστή Ιταλού διανοούμενου Gabriele d’Annunzio,

  • «Sogno di un mattino di primavera» [«Όνειρο εαρινής πρωίας. Δράμα εις πράξιν μίαν»].

Έγραψε τις μελέτες,

  • «Η Εθνική Μουσική»,
  • «Το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι»,
  • «Ο Εθνικισμός εις την τέχνη και η ελληνική δημώδης μουσική» [6], Εν Αθήναις: Εκδοτικός Οίκος «Ελευθερουδάκης», 1928, και άλλες.

Μνήμη Γεωργίου Λαμπελέτ

Η πρόταση Λαμπελέτ περιλαμβάνει δυο συνιστώσες: μια πολιτική και μια πολιτισμική. Η πολιτική συνιστώσα, αποτέλεσμα της πολιτικής πραγματικότητος των καιρών του, στοχεύει στην τόνωση της εθνικής ταυτότητος και υπερηφάνειας, καθώς η Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα έχει υποστεί δυο εξαιρετικώς σοβαρά πλήγματα: την οικονομική πτώχευση του 1893 και την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Εθνικά ταπεινωμένη, με σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα η Ελλάδα οδηγείται στο κίνημα στο Γουδί το 1909, ενώ ταυτόχρονα επαναπροσδιορίζει τους εθνικούς στόχους. Όλα αυτά γίνονται μέσα στο πνεύμα της Μεγάλης Ιδέας, το οποίο ενισχύει την προσπάθεια σφυρηλατήσεως της εθνικής ταυτότητος και της υπεροχής έναντι του παραδοσιακού εχθρού από την Ανατολή. Η πολιτισμική συνιστώσα της «εθνικής μουσικής» του Λαμπελέτ ανήκει στο αισθητικό ρεύμα του Ρομαντισμού, που στρέφεται στο λαϊκό πολιτισμό και αυτή τη χρονική περίοδο ανθεί σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Ο όρος «Εθνική Σχολή» αναφέρεται στα κινήματα για την δημιουργία έντεχνης μουσικής με εθνικά περιεχόμενα που δημιουργήθηκαν κυρίως τον 19ο ως τις αρχές του 20ου αιώνα στις χώρες της Ευρώπης. Στην Ελλάδα αν και το κίνημα αυτό παρουσιάστηκε με καθυστέρηση εντούτοις είχε μεγάλη χρονική διάρκεια. Η εθνικιστική περίοδος της μουσικής στην Ελλάδα αναφέρεται στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, έως το 1930 περίπου. Αυτή η χρονική περίοδος υποδιαιρείται ανάλογα με τις διακυμάνσεις και τις φάσεις περισσότερο ή λιγότερο άμεσης εκφράσεως του μουσικού «εθνικισμού». Η α' περίοδος υποδιαιρείται: 1) από τα τέλη του 19ου αιώνα έως το 1908, 2) από το 1908 έως το 1917, 3) από το 1917 έως το 1922, 4) από το 1922 έως το 1932. Η β' περίοδος τοποθετείται περίπου έως το 1945, η γ' περίοδος με επιφυλάξεις ως προς τον εθνικό χαρακτήρα, έως το 1980 και η δ' περίοδος από το 1980 έως σήμερα.]
  2. [Η ημερομηνία γεννήσεως του Λαμπελέτ αναφέρεται με βάση το παλαιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο, που ίσχυε στην Ελλάδα έως τις 16 Φεβρουαρίου του 1923.]
  3. [Γεώργιος Λαμπελέτ Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 442, σελίδα 1040η.]
  4. [Μνημόσυνον Γεωργίου Λαμπελέτ Εφημερίδα «Ελευθερία», 2 Δεκεμβρίου 1945, σελίδα 2η.]
  5. [Περιοδικό «Μουσικά Χρονικά» Ψηφιακή βιβλιοθήκη «Λήκυθος».]
  6. [Ο Εθνικισμός εις την τέχνη και η ελληνική δημώδης μουσική Ψηφιακή βιβλιοθήκη Ανέμη.]