Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Γκαμπριέλε Ντ' Ανούντσιο [Ιταλικά: Gabriele D'Annunzio] Ιταλός εθνικιστής ποιητής, ένας από τους διαπρεπέστερους της εποχής του, δημοσιογράφος, δραματουργός, θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, σεναριογράφος, στρατιώτης κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου που για την πολεμική του δράση ανακηρύχθηκε εθνικός ήρωας της Ιταλίας, πολιτικός και υποστηρικτής του Φασιστικού καθεστώτος στην Ιταλία που υπήρξε προπομπός του Μπενίτο Μουσολίνι, γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου 1863 στην πόλη της Πεσκάρα στην επαρχία Abbruzzi και πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο την 1η Μαρτίου 1938 στο Γκαρντόνε Ριβιέρα της Μπρέσια. Η κηδεία του έγινε με δημόσια δαπάνη και κηδεύτηκε σε τάφο κατασκευασμένο από λευκό μάρμαρο στο νεκροταφείο Il Vittoriale degli Italiani.

Το 1883 παντρεύτηκε με τη δούκισσα Maria Hardοuin di Gallese, την πρώτη του σύζυγο η οποία θα του χαρίσει τρία παιδιά, το Mario (1885–1964) τον Gabriellino (1886–1945) και τον Ugo Veniero (1887–1945). Το 1890 η Maria επιχείρησε απόπειρα αυτοκτονίας και ο γάμος τους κατέληξε σε διαζύγιο. Το 1891 γνωρίστηκε µε τη πριγκίπισσα Maria Gravina Cruyllas di Ramacca από τη Σικελία, η οποία το 1892 έγινε η δεύτερη σύζυγος του. Μαζί της έζησε έως το 1898, όταν διαλύθηκε ο γάμος τους.

Γκαμπριέλε Ντ' Ανούντσιο

Βιογραφία

Καταγόταν από πλούσια οικογένεια γαιοκτημόνων με ισχυρή πολιτική επιρροή. Γονείς του ήταν ο Φραντσέσκο Πάολο Ραπανιέτα και η Λουίζα ντε Μπενεντίκτις. Στα δώδεκά του χρόνια ο Ντ’Ανούντσιο εγγράφεται στο Κολέγιο Τσικονίνι στο Πράτο, όπου έλαβε κλασική παιδεία με εξαιρετικές επιδόσεις. Όταν το 1878, έφηβος πια, θα διαβάσει το έργο «Βάρβαρες Ωδές» του Τζοζουέ Καρντούτσι, έστειλε επιστολή στον Ιταλό ποιητή, στην οποία του εξέφραζε την επιθυμία του να ακολουθήσει τα χνάρια του. Το 1881 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, για να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της, όπου γρήγορα έγινε ο πρωταγωνιστής της λογοτεχνικής και κοσμικής ζωής, δίχως να αποφοιτήσει. Τα χρόνια της παραμονής του στη Ρώμη του επέτρεψαν να συνειδητοποιήσει τις κλίσεις του, ενώ οι έρωτες, οι μονομαχίες, οι δίκες, τα χρέη ήταν οι πρώτες μορφές με τις οποίες εκδήλωσε το ιδεώδες της ζωής του.

Το 1897 εκλέχθηκε βουλευτής στην Ιταλική βουλή, στην οποία συντάχθηκε αρχικά µε μια ακραία συντηρητική παράταξη, όμως σταδιακά μετατοπίστηκε ιδεολογικά προς την αριστερά, ενώ παρέμεινε βουλευτής για τρία χρόνια. Επηρεάστηκε έντονα από τις ιδέες του Φρειδερίκου Νίτσε και ιδιαίτερα από τη θεωρία του Υπερανθρώπου. Το 1899 μετακόμισε στην υπερπολυτελή έπαυλη «La caponcina» στο Σεντινιάνο της Τοσκάνης, κοντά στη Φλωρεντία, με την ηθοποιό Ελεονόρα Ντούζε, την οποία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το 1910, όταν αναγκάστηκε να διαφύγει στη Γαλλία, κυνηγημένος από τους πιστωτές του. Τη δεκαετία του 1920 είχε στην κατοχή του μία Trikappa Lancia εξοπλισμένη με 8κύλινδρο κινητήρα V, ικανό να φτάνει στην ιλιγγιώδη για την εποχή ταχύτητα των 130 χιλιομέτρων ανά ώρα.

Υπήρξε ο εμπνευστής του χαιρετισμού με υψωμένο το δεξί χέρι, στη σύγχρονη εποχή, ο οποίος εμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην ταινία του 1914, «Καμπίρια» το 1914. Η ταινία θεωρείται απ’ τα έργα που ενέπνευσαν τον ιταλικό εθνικισμό, καθώς παρουσίαζε τους αρχαίους Ρωμαίους ευγενείς ως ήρωες κατά τη διάρκεια του Καρχηδονιακού πολέμου. Ο Γκαμπριέλε Ντ’ Aνούντσιο, που έγραψε το σενάριο θεωρείται ο πατέρας του ιταλικού φασισμού και αυτός που διέδωσε το χαιρετισμό στην Ιταλία. Το 1919 ο Ντ’ Aνούντσιο χρησιμοποίησε τον χαιρετισμό στο Φιούμε και το 1926 ο χαιρετισμός έγινε υποχρεωτικός για όλους τους Ιταλούς πολίτες. Το 1922, ο Ντ’ Ανούντσιο έπεσε από το παράθυρο της έπαυλης του και τραυματίστηκε σοβαρά. Ο Ντ’ Aνούντσιο υποστήριζε φανατικά τον Μπενίτο Μουσολίνι, αν και ο Ντούτσε θεωρούσε ότι ουδέποτε εξασφάλισε την υποστήριξη του «Πάπα» του ιταλικού φασισμού, για τον οποίο είχε πει, «..Όταν υπάρχει ένα σάπιο δόντι, έχεις δύο λύσεις. Ή βγάζεις το δόντι και το πετάς ή το γεμίζεις χρυσάφι. Με τον Ντ’ Ανούντσιο προτίμησα τη δεύτερη λύση». Ο Λένιν είχε χαρακτηρίσει τον Ντ’ Αννούντσιο ως τον «μόνο αληθινό επαναστάτη της Ιταλίας» στον οποίο λόγω της γενικότερης προσφοράς του, του απονεμήθηκαν οι τίτλοι του Πρίγκιπα του Μοντενεβόζο το 1924 και το 1937, ο τίτλος του Προέδρου της Ιταλικής Ακαδημίας, ενώ στις μέρες μας το πανεπιστήμιο της Πεσκάρα φέρει το όνομα του.

Α' Παγκόσμιος πόλεμος

Επέστρεψε στην Ιταλία με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και τέθηκε επικεφαλής των οπαδών της συμμετοχής της Ιταλίας στον πόλεμο, θέση που υποστήριξε μαχητικά με έντονη αρθρογραφία, δημόσιες ομιλίες, ακόμη και με τα ποιήματά του. Η αεροπορική του δράση στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατατάχθηκε εθελοντικά στην Αεροπορία, του στοίχισε την απώλεια της όρασης από το ένα του μάτι, όταν στους Λογχοφόρους της Νοβάρα, το 1916, στη διάρκεια μιας πτήσεως υποχρεώθηκε σε αναγκαστική προσθαλάσσωση, τραυματίστηκε και έχασε μερικώς την όρασή του. Πραγματοποίησε προπαγανδιστική του πτήση υπεράνω της Βιέννης και αναδείχθηκε σε εθνικό ήρωα της Ιταλίας. Υπήρξε υπέρμετρα ανδρείος στο πεδίο της μάχης, επέδειξε πίστη δίχως όρια στους άντρες του αλλά και αξεπέραστη σκληρότητά, καθώς πίστευε ότι «...ο μόνος τρόπος για να κερδίσει μία φυλή το σεβασμό είναι να χύσει το αίμα των τέκνων της». Υπηρέτησε στο ναυτικό και την αεροπορία και πραγματοποίησε την παράτολμη πτήση πάνω από τη Βιέννη τον Αύγουστο του 1918, καθώς και τη ναυτική επιχείρηση του Μπούκαρι.

Υπόθεση Φιούμε

Το Σεπτέμβριο του 1919 αν και σχεδόν τυφλός, πορεύθηκε μαζί με τους μαυροφορεμένους ατάκτους εθνικιστές συντρόφους του προς την πολιορκημένη πόλη Φιούμε, στις ιταλικές ακτές της Αδριατικής, την οποία κατέλαβε. Παρέμεινε δούκας της πόλεως και εγκαθίδρυσε προσωπική δικτατορία η οποία διήρκεσε δεκαπέντε μήνες, έως ότου διαλύθηκε με την επέμβαση του Ιταλικού στρατού. Στο ενδιάμεσο διάστημα το κράτος του αναγνώρισε μόνο η κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση. Αυτοαναγορεύτηκε ως Αρχηγός [Duce] της Αντιβασιλείας του Καρνάρο [Reggenza Italiana del Carnaro] και η επιβολή Φασιστικών μέτρων στην περιοχή που είχε καταλάβει, προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα στην Ιταλική κυβέρνηση, η οποία τελικά βομβάρδισε με το ναυτικό της την πόλη και τον υποχρέωσαν να την εγκαταλείψει, τον Δεκέμβριο του 1920, αφήνοντάς την στα χέρια των Γιουγκοσλαυικών αρχών. Στη διάρκεια αυτού του διαστήματος απαιτούσε να διακοσμούν το κρεβάτι του τρεις φορές την ημέρα με συγκεκριμένα είδη φρέσκων λουλουδιών.

Τα ταξίδια του στην Ελλάδα

Επισκέφθηκε την Ελλάδα δύο φορές και η αγάπη του Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο για την αρχαία Ελλάδα υπήρξε προφανής από την κυκλοφορία της πρώτης συλλογής ποιημάτων του με τίτλο «Primo Vere», η οποία αποτελεί ύμνο στις μορφές του Ομήρου, του Αλκαίου, της Σαπφούς, του Βάκχου και της ακτής της Ιωνίας. Στο πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα έφτασε στη Λευκάδα στις 30 Ιουλίου 1895, με την θαλαμηγό «Fantasia» του Εντουάρντο Σκαρφόλιο, προσωπικού του φίλου, διευθυντή της εφημερίδας «Ιl Mattino» της Νάπολης και συζύγου της συγγραφέως Ματίλντε Σεράο. Επισκέφτηκαν τον Κορινθιακό κόλπο, την Ολυμπία, τις Μυκήνες, επίσκεψη που τον ενέπνευσε να γράψει το ποίημα «Νεκρή πόλη», το Ναύπλιο, την Αθήνα, την Πάτρα και μερικά νησιά και ο Ντ’ Ανούτσιο εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από τα αρχαία ελληνικά αγάλματα στα μουσεία.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Λαβανίνι, ο Ντ’ Αννούντσιο είχε διαβάσει μεταφράσεις ελληνικών έργων στα ιταλικά που είχε κάνει ο Νικολό Τομμαζέο το 1842, από τις οποίες χρησιμοποίησε στοιχεία στα έργα του «Φραντσέσκα ντα Ρίμινι», το 1902, «Έπαινος ζωής», το 1903, «Παριζίνα», το 1912, και στην τραγωδία του «Πλοίο», το 1907. Σε επιστολή του για τις εντυπώσεις του ταξιδιού του γράφει, «...Η Ελλάδα είναι όπως τη φανταζόμουν, ξερή και βραχώδης, καλυμμένη με ελιές και κυπαρίσσια, με υπέροχες οροσειρές. Τα βουνά με την ομορφιά τους έχουν την αξία ενός έργου τέχνης όπως τα αγάλματα..».

Στο δεύτερο ταξίδι του, τον Ιανουάριο του 1899, ο Ντ’ Αννούντσιο συνοδευόταν από την Ελεονόρα Ντούζε, ηθοποιό και σύντροφο του, για την οποία είχε γράψει ειδικά δράματα. Σταμάτησε στην Αθήνα, κατά την επιστροφή του από την Αλεξάνδρεια και το Κάιρο, και στις 24 Ιανουαρίου, μίλησε στη φιλολογική αίθουσα «Παρνασσός», απαγγέλοντας την «Προσευχή στους Αθηναίους» με αναφορές ιδιαίτερα στη δόξα της αρχαίας Ελλάδας και του πολιτισμού της, ενώ η Ντούζε πρωταγωνίστησε στη σάλα του «Παρνασσού», στο δράμα του «Όνειρο ανοιξιάτικης αυγής». Ο Ιταλός διανοούμενος τιμήθηκε από τον Φιλολογικό όμιλο «Παρνασσός», συναντήθηκε και γνώρισε ανθρώπους των γραμμάτων, ενώ στις 25 Ιανουαρίου παρατέθηκε προς τιμή του γεύμα από το περιοδικό «Άστυ» και στη συνέχεια αναχώρησε με προορισμό την Κέρκυρα, όπου πραγματοποίησε διακοπές ενός μήνα κι έγραψε την τραγωδία «La Gloria».

Ο Ντ’ Αννούντσιο διατηρούσε προσωπική φιλική σχέση με τον εθνικιστή δημοσιογράφο και λογοτέχνη Κώστα Καιροφύλα, ο οποίος ως φοιτητής παρακολούθησε τη διάλεξη του Ιταλού διανοούμενου στον φιλολογικό όμιλο «Παρνασσός». Λίγα χρόνια αργότερα ο Καιροφύλας τον επισκέφθηκε στο ξενοδοχείο «Ρετζίνα» στη Ρώμη για να του δώσει ένα αντίτυπο της μεταφράσεως στα ελληνικά της ποιητικής συλλογής «Ροδοδάφνη». Όπως γράφει ο Καιροφύλας, «...Εκείνο κυρίως που μού έκαμε ξεχωριστή εντύπωση από την πρώτη στιγμή στον κοντό και φαλακρό αυτό άνδρα ήσαν τα μάτια του, δυο φλόγες αεικίνητες, που σκλάβωναν αμέσως,. Όταν άρχισε να μιλεί, τότε κατάλαβα το μυστικό της γοητείας του, που κατακτούσε όσους τον πλησίαζαν. Μια μουσική γλυκολαλιά έντυνε βαθιές σκέψεις με την ωραία φωνή του. Ήταν ποιητής ακόμα κι όταν μιλούσε. Κι όσο έμεινα σιμά του, νόμιζα πως τον άκουγα ν’ απαγγέλλει ποίημα.. Άλλωστε αληθινό νοσταλγικό ποίημα ήσαν τα λόγια του. »Μου μίλησε για τις δυο επισκέψεις του στην Ελλάδα και ιδίως για την τελευταία, που του έμεινε αλησμόνητη από τις τιμές που του έγιναν. Μού είπε ότι, φεύγοντας, σχεδίαζε να γυρίσει τον επόμενο χρόνο και να μείνει κάμποσο καιρό για ν’ αναπαυθεί στην «ωραία Ζάκυνθο» που είχε γνωρίσει από παιδί μέσα από τα ποιήματα του Φωσκόλου. Το σχέδιό του αυτό ήταν παλιό, γιατί το ξεμυστηριεύεται και στην τραγωδία του «Η νεκρή πόλη»...{...}... Κατάλαβα ότι, ενώ μου μιλούσε, ξαναγύριζε με τα μάτια της ψυχής του στα μακρινά αλλ’ αλησμόνητα ελληνικά τοπία, στα ελληνικά μνημεία κι ότι τη στιγμή εκείνη πρόβαινε μπροστά του σαν όραμα ο Παρθενώνας· γιατί, όταν σηκώθηκα να φύγω, μού είπε:«Ανάμεσα από τα πιο αγαπημένα κειμήλιά μου κρατώ ένα πολύτιμο ενθύμιο, ένα κλαδί ελιάς, που ένα ηλιοφώτιστο απόγευμα έκοψα από την ιερή ελιά της Ακρόπολης, χαιρετώντας με αυτοσχέδιους στίχους τον ιερό βράχο της Παλλάδος, από τον οποίο ξεχύθηκε στον κόσμο το θείο φως της τέχνης....». Το 1938, όταν η είδηση του θανάτου του ποιητή έφτασε στην Αθήνα, ο Καιροφύλας έδωσε διάλεξη για τον Ντ’ Αννούντσιο στον «Παρνασσό» με θέμα «Ο Ντ’ Αννούντσιο και το ελληνικό πνεύμα» [1]. Στα 1905, επισκέφτηκε την Αθήνα κι έγινε δεκτός με ενθουσιασμό, καθώς ήταν ήδη γνωστός ελληνολάτρης, ενώ τα έργα του παίζονταν στα θέατρα της Αθήνας.

Το τέλος του

Μετά το 1920 εγκαταστάθηκε στη βίλα του Βιτοριάλε [Vittoriale] στη λίμνη Γκάρντα στο Cargnaco, επισκέψιμο µνημείο ως τις μέρες μας. Έγραφε ελάχιστα και δεν συμμετείχε στα κοινά, ενώ έπεσε σε μελαγχολία και κατά διαστήματα διατηρούσε σχέση µε διάφορες ώριμες κυρίες, όπως η Luisa Baccara και η Aelis Mazoyer. Πέθανε στην έπαυλη του μέσα σε υπερβολική πολυτέλεια, λόγω των δώρων που του πρόσφερε ο Μπενίτο Μουσολίνι, μεταξύ τους ένα ολόκληρο αεροσκάφος, αλλά και το εμπρόσθιο τμήμα πολεμικού πλοίου, τα οποία είχε τοποθετήσει στην αυλή του, δηλητηριασμένος ίσως από την τότε φιλενάδα του, η οποία μετά το θάνατό του αποδείχθηκε ότι εκτελούσε χρέη πράκτορα για λογαριασμό των Ναζί.

Μνήμη Ντ' Αννούτσιο

Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος ήταν ένας από τους συγγραφείς που κατεξοχήν συνδέθηκαν µε ντανουντσιακά διακείμενα. Ο εθνικιστής διανοούμενος Άριστος Καμπάνης [2], αναφερόμενος στην επίδραση του στον εθνικιστή Περικλή Γιαννόπουλο γράφει, «..Τον ακούσατε να σας διαβάζη κάτι, ένα ποίημα, ένα πεζογράφημα του ∆’ Αννούντσιο;», ενώ το 1964, ο Τάσος Αθανασιάδης [3] αναφέρει πως «...ο Γιαννόπουλος πήρε για εκφραστικό του πρότυπο τον Ντ’ Αννούντσιο..», ενώ ο Παύλος Νιρβάνας κατηγορήθηκε ως μιμητής του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Κώστα Βάρναλη για τον Ιταλό ποιητή, όπως την περιγράφει τόσο στα «Απομνημονεύματα» του όσο και στη δεύτερη έκδοση του έργου «Το Φως που καίει» αλλά και στο «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική». Ο Βάρναλης παρουσιάζει ενδιαφέρουσες γνώσεις και απόψεις για τον Ντ’ Ανούντσιο και τη λογοτεχνία του, καθώς με την αναφορά του στα «Απομνημονεύματα» του, προκύπτει πόσο δέσποζε στην εποχή του Βάρναλη ο Ιταλός συγγραφέας, κι αυτά στην εποχή που ο Βάρναλης έχει στραφεί οριστικά προς την αριστερά. Ο επίσης εθνικιστής λογοτέχνης Γιώργος Σαραντάρης είναι ο µόνος εκπρόσωπος των ποιητών της γενιάς του 1930 που ασχολήθηκε έστω και λίγο µε τον Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο, δημοσιεύοντας άρθρο στο Ιταλόφωνο περιοδικό «Olimpo» [«Rivista di cultura mediterranea»] [4].

Το περιοδικό «Νέα Εστία», στις 15 Μαρτίου 1938, αναγγέλλει το θάνατο του Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο, τον οποίο τίμησε µε δύο άρθρα, ένα του Γεράσιμου Σπαταλά και ένα του Κώστα Ουράνη, ενώ αναδημοσίευσε κλασικά κείμενα για τις τύχες του Ντ’ Ανούντσιο στην Ελλάδα, ένα κείμενο του Παύλου Νιρβάνα και μία επιστολή του ιατρού και λογοτέχνηΜιχάλη Αργυρόπουλου, γνωστού με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο «Ρήγας Γραικός», με τίτλο «Ένα γράμμα στον Ντ’ Ανούντσιο». Στην αθηναϊκή εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», στις 2 Μαρτίου 1938, δημοσιεύθηκε ότι «Απέθανε ο μέγας ποιητής και μέγας πατριώτης», ενώ ο θάνατος του χαρακτηρίζεται «εθνική απώλεια της Ιταλίας». Στις 3 Μαρτίου 1938, η Σοφία Κ. Σπανούδη, έγραψε μεταξύ άλλων, «...Για το θάνατο του ποιητή ανθίζουν οι ιταλικές δάφνες το φετινό Μάρτη [...]...Ο λόγος του Γκαµπριέλε Ντ’ Αννούντσιο, ένα φλογερό μετέωρο που θάμπωνε όσους τολμούσαν να τον αντικρίσουν [...] Τα λόγια του εξορμούν σαν ηρωικές λεγεώνες σ’ εκείνους που τον αγάπησαν... [5]'

Ο Ντ’ Αννούντσιο αποκλήθηκε «Vate» και θεωρείται ο θεόπνευστος ποιητής-προφήτης της ιταλικής λογοτεχνίας κι είναι ένας από τους πιο γνωστούς λογοτέχνες στον κόσμο. Αποτέλεσε αντικείμενο θαυμασμού, μελέτης, φθόνου κι ήταν ο εκφραστής ενός ιδιότυπου αισθητισμού, διανθισμένου με σεξιστικά αστεία και ανέκδοτα. Η ζωή του υπήρξε ακραία, µε πολλές διακυμάνσεις και πάμπολλους έρωτες, σχολιάστηκε και απασχόλησε συστηματικά τον πνευματικό κόσμο της εποχής του, ενώ τα ηρωικά πολεμικά κατορθώματα και η ανάμειξη του στην πολιτική, του προσέδωσαν επιπλέον φήμη. Την περίοδο από το 1887 έως το 1892, διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση µε την Elvira Natalia Fraternali Leoni, γνωστή ως Barbara, ενώ το το 1894 ξεκίνησε τη σχέση του μες τη διάσημη ηθοποιό Ελεονόρα Ντούζε, για την οποία έγραψε αρκετά θεατρικά έργα.

Ακολούθησαν οι σχέσεις του µε την Alessandra di Rudini, από το 1904 έως το 1906, µε την Giuseppina Mancini, από το 1907 έως το 1908, και το 1909, µε τη Natalia de Golloubef. Θεωρούσε την προσεγμένη εμφάνιση ως το κλειδί της επιτυχίας. Κυκλοφορούσε με λευκά γάντια στα χέρια, καλογυαλισμένα δερμάτινα παπούτσια και κοστούμια από ιταλικά υφάσματα σε κάθε του δημόσια εμφάνιση, λόγοι για τους οποίους κατάφερε να καθιερωθεί ως ο πατέρας του σύγχρονου ιταλικού στυλ και σχεδίαζε ο ίδιος τα βραδινά φορέματα των συντρόφων του δημιουργώντας με την πάροδο του χρόνου μια ολόκληρη συλλογή που είναι σήμερα γνωστή ως «Gabriel Nuntius Vestiarius Fecit».

Εργογραφία

Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της εποχής του και επηρέασε γενιές Ιταλών συγγραφέων, ενώ προκάλεσε έντονες εντυπώσεις σε όλη την Ευρώπη. Χαρακτηρίστηκε ποιητής-προφήτης της ιταλικής λογοτεχνίας και υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς λογοτέχνες στον κόσμο, καθώς η ποιητική του φήμη συναγωνιζόταν αυτήν των ερωτικών και συγγραφικών σκανδάλων του. Στα πρώιμα κείμενα του αντανακλώνται οι επιρροές των Γάλλων συμβολιστών, όπως ο Μοπασάν και ο Ζολά, ο αισθησιασμός και ο εκλεκτικισμός του, ενώ αργότερα από τον Ντοστογιέφσκι, τον Ρίχαρντ Βάγκνερ και τον Φρειδερίκο Νίτσε.

Ο Τζάκομο Πουτσίνι είχε εκφράσει πολλές φορές την επιθυμία να συνεργαστεί μαζί του, ο Μαρσέλ Προυστ τον θαύμαζε και ο Τζέιμς Τζόυς είχε πει γι' αυτόν ότι συγκαταλέγεται στους τρεις πιο ταλαντούχους συγγραφείς του 19ου αιώνα, πλάι στον Κίπλινγκ και τον Λέοντα Τολστόι, ενώ ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του ως τον σπουδαιότερο δημιουργό από την εποχή του Δάντη και ζητούσε από τα παιδιά του να τον αποκαλούν «μαέστρο».

Εμφανίστηκε στα Ιταλικά γράμματα το 1879, σε ηλικία μόλις 16 ετών, όταν δημοσίευσε μια μικρή ποιητική συλλογή με τίτλο

  • «Primo vere», με έντονες επιδράσεις από τον διάσημο Ιταλό ποιητή Τζοζουέ Καρντούτσι.
  • «Canto novo», το 1882. Όταν εκδόθηκε το βιβλίο έστειλε ανωνύμως ένα δελτίο Τύπου, λέγοντας πως ο Ντ’ Ανούντσιο σκοτώθηκε πέφτοντας απ’ το άλογό του και το βιβλίο του έγινε τεράστια επιτυχία.
  • «Η ηδονή», το 1889, μυθιστόρημα.

Βγαλμένο κατ’ ευθείαν από την λογοτεχνική σχολή της ακολασίας, ο συγγραφέας παρακολουθεί έναν ανήθικο αριστοκράτη που σαγηνεύει γυναίκες σε όλη τη Ρώμη. Μπορεί να ακούγεται σαν ένας κλασικός σεξιστής λεχρίτης, αλλά ο Ντ’ Ανούντσιο πλέκει μία τόσο σαγηνευτική ιστορία ευχαρίστησης προς χάριν της ευχαρίστησης που είναι δύσκολο να της αντισταθείς.

  • «Ιωάννης Επίσκοπος», το 1891,
  • «Ο Αθώος», το 1892,
  • «Ο θρίαμβος του θανάτου», το 1894,
  • «Οι παρθένες των βράχων», το 1896,
  • «Η νεκρή πόλη», το 1898,
  • «Η Τζοκόντα», το 1898,
  • «Η δόξα», το 1899,
  • «Η φωτιά», το 1900,
  • «Φραντσέσκα Ντα Ρίμινι», το 1902, που είναι γραμμένο υπό το φως του μεγαλείου, του εθνικισμού, της ηρωικής ηθικής και στο οποίο διαφαίνονται οι επιρροές από το αρχαίο ελληνικό θέατρο και τις νεότερες συμβολιστικές και βαγκνερικές εμπειρίες.
  • «Νυχτερινό», το 1921,
  • «Εκατό κι εκατό κι εκατό κι εκατό σελίδες του μυστικού βιβλίου του Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο που θέλησε να πεθάνει», το 1935.

Ποιητικά έργα

  • «Εγκώμια του ουρανού, της θάλασσας, της γης και των ηρώων», ποιητική συλλογή. Τα Εγκώμια γράφτηκαν εν μέρει στη Νάπολη και εν μέρει στην έπαυλη Λα Καποντσίνα στο Σεντινιάνο, κοντά στη Φλωρεντία, όπου ο ποιητής έζησε πολλά χρόνια και περιλαμβάνονται οι επιμέρους συλλογές
    «Το παραδείσιο ποίημα», το 1893,
    «Η κόρη του Γιόριο», το 1904,
    «Αλκυόνη», το 1902,
    «Μάια», το 1903, που το μεγαλύτερο τµήµα της καλύπτει το εκτενέστατο ποίημα, περισσότεροι από 8.000 στίχοι, «Laus Vitae». Για τη Μάια έγραψε ο Ντ’ Αννούντσιο, «...Αφηγήθηκα το ταξίδι µας στην Ελλάδα. Ξανάζησα µε ένταση εκείνες τις μέρες ευτυχίας...».
  • «Ηλέκτρα», το 1904,
    «Μερόπη», το 1912.

Έργα στη γαλλική γλώσσα

Έγραψε και δημοσίευσε στα γαλλικά, τα θεατρικά έργα,

  • «Το Μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού», το 1911,
  • «Η Πιζανέλα» ή «Ο αρωματισμένος θάνατος», το 1912,
  • «Παριζίνα», το 1913,

τα οποία παρουσιάστηκαν στη σκηνή με μουσική του Κλοντ Ντεμπισί το πρώτο και των Ιλντεμπράντο Πιτσέτι και Πιέτρο Μασκάνι τα άλλα δύο.

  • «Καμπίρια», το 1914, κινηματογραφική ταινία του Ιταλού σκηνοθέτη Τζοβάνι Παστρόνε, στην οποία έγραψε τους διαλόγους.
  • «Ενατένιση του θανάτου», το 1913,
  • «Η Λήδα χωρίς κύκνο», το 1916, χαρακτηρίζονται από λυρισμό και μελαγχολία.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βιβλιογραφία

  • The Pike: Gabriele D'Annunzio–Poet, Seducer & Preacher of War, Λούσι Χιουζ Χάλετ, ιστορικός του πολιτισμού και κριτικός

Παραπομπές

  1. ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΙΤΑΛΙΚΗ
  2. [Εφημερίδα «Ακρόπολις», 2 Μαΐου 1910
  3. [«Αναγνωρίσεις», 1964]
  4. [Το Ιταλόφωνο περιοδικό «Olimpo» [«Rivista di cultura mediterranea»] κυκλοφορούσε στη Θεσσαλονίκη μεταξύ 1936 και 1940, είχε προπαγανδιστική αποστολή και επιχορηγούνταν από το αρτισύστατο Ιταλικό Υπουργείο λαϊκής μορφώσεως. Η ύλη του περιοδικού περιλάμβανε κατά τα τρία τέταρτα ιταλικά κείμενα. Το τεύχος του Μαΐου 1938, λόγω του θανάτου του ήταν αφιερωμένο στον Ντ’ Ανούντσιο, ενώ υπήρχε και μια μετάφραση κειμένου του.]
  5. [Σοφία Κ. Σπανούδη, «Γκαµπριέλε Ντ’ Ανούντσιο», Εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», 3 Μαρτίου 1938]