Αιμίλιος Ριάδης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Αιμίλιος Ριάδης, Έλληνας εθνικιστής συνθέτης, ο σημαντικότερος συνθέτης της Ελληνικής Εθνικής Σχολής, ο κορυφαίος μουσικός δημιουργός της Θεσσαλονίκης και μία από τις γοητευτικότερες και πλέον μυστηριώδεις μορφές της Ελληνικής μουσικής, ο οποίος χάρη στα αριστουργηματικά τραγούδια του χαρακτηρίστηκε ο Σούμπερτ, ο Βολφ και ο Μουσσόργκσκυ της Ελλάδος, ο ενορχηστρωτής του Ύμνου του σωματείου Άρης Θεσσαλονίκης του οποίου ήταν υποστηρικτής, πιανίστας, αξιόλογος ποιητής και ικανός συγγραφέας, που χρησιμοποίησε αρχικά το ψευδώνυμο Αιμίλιος Χ. Ελευθεριάδης, το οποίο μετέπειτα άλλαξε σε Αιμίλιος Ριάδης, γεννήθηκε την 1η Μαΐου 1880 [1] ή σύμφωνα με άλλη πηγή στις 13 Μαΐου 1885 στην Θεσσαλονίκη, πολύ κοντά στον Λευκό Πύργο, όπου και απεβίωσε στις 17 Ιουλίου 1935, από βαρύτατης μορφής πολύμηνο μελιταίο πυρετό, ο οποίος του προκάλεσε πολλαπλά εγκεφαλικά επεισόδια.

Ήταν άγαμος και δεν απέκτησε απογόνους.

Αιμίλιος Ριάδης

Βιογραφία

Πατέρας του Αιμίλιου ήταν ο Αυστροούγγρος (με απώτερη ελληνική καταγωγή) χημικός-φαρμακοποιός Χάινριχ Κου ή Χου, [Heinrich Khu] από το Teschen της Σιλεσίας, που η οικογένεια του είχε απώτατη Ελληνική καταγωγή από τις Σέρρες και έφερε το επώνυμο Χούης και μητέρα του ήταν η Αναστασία Γρηγοριάδου-Νίνη από το χωριό Λιβάδι Ολύμπου. Ο Αιμίλιος γεννήθηκε σε οικία δίπλα στην οδό, που φέρει το ονοματεπώνυμο του, η οποία δεν σώζεται σήμερα και στο οικόπεδο της έχει αναγερθεί πολυκατοικία.

Σπουδές

Ο Αιμίλιος παρακολούθησε τα μαθήματα της Βασικής εκπαιδεύσεως στη γενέτειρα του, όπου πρωτοδιδάχθηκε πιάνο, αρμονία και θεωρητικά της μουσικής από τον συνθέτη Δημήτριο Λάλα, τον μοναδικό Έλληνα μαθητή και προσωπικό φίλο του Γερμανού εθνικιστή συνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ κι ήρθε σε επαφή με τον αυθεντικό Γερμανικό Ρομαντισμό. Ο Λάλας, ο οποίος διέκρινε το ταλέντο του Αιμίλιου τον χαρακτήρισε «μέλλοντα αετόν» της μουσικής και ο Ριάδης υπό την επίβλεψη του Λάλα έκανε τα πρώτα του βήματα στη σύνθεση. Ως μαθητής του Ελληνικού Γυμνασίου Θεσσαλονίκης ο Ριάδης ταυτίστηκε με τα ιδανικά του Μακεδονικού Αγώνα και τον συνεπήρε η θυσία του Παύλου Μελά.

Το 1908, όταν θεσπίστηκε με νόμο η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία για όλους τους πολίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανεξαρτήτως θρησκεύματος, η οικογένεια του Ριάδη τον έστειλε για σπουδές μουσικής στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου, [Königliche Akademie der Tonkunst], όπου στις 16 Σεπτεμβρίου 1908 ξεκίνησε μαθήματα. Σύμφωνα με τον μουσικολόγο-ερευνητή Γ. Λεωτσάκο, ο Αιμίλιος σπούδασε μορφολογία, ενοργάνωση, τεχνική παραλλαγών και φούγκα με τον συνθέτη και παιδαγωγό Anton Beer-Walbrunn, πιάνο με τον Mayer Gschrey, χορωδιακή μουσική και τραγούδι με τους Becht και Stich, καθώς και αντίστιξη και φούγκα με τον Felix Mottl, διάσημο Αυστριακό αρχιμουσικό και συνθέτη. Στις 10 Ιουλίου 1910 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Μόναχο και αναχώρησε για τη Γαλλία, όπου για τα επόμενα πέντε χρόνια, έζησε στο Παρίσι και γνώρισε τον Γαλλικό μουσικό Εμπρεσιονισμό, ενώ μελέτησε κοντά στους Γκυστάβ Σαρπαντιέ και Μωρίς Ραβέλ. Στη Γαλλική πρωτεύουσα γνωρίστηκε κι έγινε φίλος με τον συνθέτη και μουσικοκριτικό Florent Schmitt, που εικάζεται ότι υπήρξε αυτός που απεκάλεσε τον Ριάδη «Μούσσοργκσκυ της ελληνικής μουσικής», με τον τον René Lenormand, συνθέτη και διευθυντή της Εταιρείας Συναυλιών «Le Lied en tous pays», τους συνθέτες Manuel de Falla και Georges Enesco, τους μουσικοκριτικούς Léon Vallas και Μιχαήλ-Δημήτρη Καλβοκορέση. Γνώρισε επίσης συμβολιστές ποιητές, των οποίων μελοποίησε ποιήματα και συμμετείχε στις «Ποιητικές Τρίτες» στο εστιατόριο «La Closerie des Lilas», αλλά και Έλληνες, όπως ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και ο Σωτήριος Σκίπης.

Το 1915, με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, εξαναγκάστηκε να επιστρέψει στην Θεσσαλονίκη και στις 16 Ιανουαρίου 1916, διορίστηκε καθηγητής πιάνου, ενώ μετά το 1918 διορίστηκε υποδιευθυντής του νεοσύστατου Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, όπου και δίδαξε έως τον θάνατο του. Τη δεκαετία του 1930 συνεργάστηκε με το Μακεδονικό Ωδείο του Επαμεινώνδα Φλώρου, όπου δίδαξε θεωρητικά. Έγραψε μουσικοκριτικά σημειώματα σε έντυπα μέσα και στο περιοδικό «Μουσικά Χρονικά», ενώ το 1931 προσυπέγραψε την ίδρυση του σωματείου «Ένωσις Ελλήνων Μουσουργών». Διατηρούσε στενή φιλική σχέση και αλληλογραφούσε με τον εθνικιστή ποιητή Κωστή Παλαμά, έως τον θάνατό του. Εκδήλωνε έντονο ενδιαφέρον για την αρχαία τραγωδία, με τη μελοποίηση χορικών από την «Εκάβη» του Ευριπίδη, το 1927, και τη συμμετοχή του στην προσπάθεια αναβιώσεως των Δελφικών Εορτών, που έγινε από τον εθνικιστή λογοτέχνη Άγγελο Σικελιανό, το 1927 και το 1930.

Τιμητικές διακρίσεις

Στον Ριάδη απονεμήθηκε το

Συγγραφικό έργο

Ο Ριάδης άρχισε να γράφει ποίηση από τα 20 χρόνια του χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο. Τα πρωτόλεια ποιήματα του ήταν στομφώδη και διαπνέονταν από τον γνήσιο πατριωτισμό της εποχής. Το 1907 δημοσίευσε στη Θεσσαλονίκη, με το ψευδώνυμο «Αιμίλιος Χ. Ελευθεριάδης», την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Σκιαί και όνειρα», η οποία έγινε δεκτή με εγκωμιαστικά σχόλια. Ο Κωνσταντίνος Σκόκος έγραψε γιά τον Ριάδη ότι είναι «....ο ενθουσιώδης ψάλτης, ο ηλεκτρίζων τας ψυχάς, ο διά των νευρωδών του ασμάτων εξυμνών και κρατύνων τους υπέρ της ελληνικής Ιδέας ευγενείς αγώνας» [2]. Τα τραγούδια του Ριάδη αποτελούν συμπυκνωμένα αριστουργήματα και αυτός είναι ο λόγος που συχνά τον παρομοίωσαν με τον Ούγκο Βολφ και τον Μοντέστ Μουσσόργσκυ. Στο Παρίσι τα έργα του γνώρισαν μεγάλη επιτυχία και απέσπασαν θριαμβευτικές κριτικές. Γνώριζε πέντε γλώσσες και ασχολήθηκε αρκετά με την ιστορία και τον πολιτισμό των λαών της Εγγύς και Άπω Ανατολής, κυρίως της Ιαπωνίας και της Κίνας, δίδοντας διαλέξεις με θέματα για την κινεζική, στις 27 Ιανουαρίου 1921 και την αρχαία αιγυπτιακή μουσική, στις 17 Ιανουαρίου 1926, αλλά και την παραδοσιακή Ιαπωνική ποίηση, το 1929.

Εργογραφία

Ο Ριάδης έγραψε περί τις 200 σειρές τραγουδιών, στα οποία ο ίδιος έχει γράψει και τους στίχους, ανέκδοτα και τυπωμένα. Από τα ανέκδοτα, εκτός από τον «Βιβλικό Χορό» και τα «Ελληνικά Τραγούδια» που έχουν τίτλο, υπάρχουν 12 σε δική του ποίηση, 6 σε ποίηση του εθνικιστή ποιητή Ιωάννη Γρυπάρη, 7 σε ποίηση Βαλκλέρ, 3 σε ποίηση Ερεντιά, 3 σε ποίηση Π. Ρονσάρ και 2 σε ποίηση Πωλ Φορ.

Ενδεικτικά έγραψε τα έργα:

  • «Κρίνος και Ζέφυρος», σε ποίηση δική του, το 1902,
  • «Σκιαί και όνειρα», το 1907, ποιητική συλλογή. Δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη και απέσπασε εγκωμιαστικά σχόλια,
  • «Νανούρισμα» για βιολί και πιάνο, το 1908, το οποίο αναπέμπει έντονα τα τραγούδια και τις άριες Επτανησίων συνθετών,
  • «Φούγκα», το 1909, σε ντο ελάσσονα, με ακαθόριστη ενορχήστρωση,
  • «Βιβλικός Χορός»
  • «Ελληνικά Τραγούδια»
  • «Εγκώμιο στον Ραβέλ», έργο αγνώστου χρονολογίας, τα δύο πρώτα μέρη του οποίου πρωτοερμήνευσε το 1925 στην Αθήνα, ο διάσημος εθνικιστής μαέστρος Δημήτρης Μητρόπουλος
  • «13 Μικρές Ελληνικές Μελωδίες» για φωνή και πιάνο, του οποίου οι δύο πρώτες στροφές είναι αφιερωμένες τσον René Lenormand, συνθέτη και διευθυντή Εταιρείας Συναυλιών.
  • «Το Πέρασμα των 2 Αγαπημένων», το 1920, ποιητική συλλογή,
  • «Μακεδονικόν Ημερολογίον», το 1920, ποιητική συλλογή,
  • «Μία Ιστορία της Μουσικής», το 1920, ποιητική συλλογή.
  • «Chansonette Orientale»
  • «Γιασεμιά και Μιναρέδες»
  • «Ράικα»
  • «Η οδαλίσκη»
  • «Νανούρισμα»
  • «Πέντε Μακεδονικά Τραγούδια»
«Τυφλή στον αργαλειό»,
«Η ορφανή»,
«Το ξωτικό της λίμνης και ο βασιλιάς»,
«Του ίσκιου η αρραβωνιαστικά»,
«Νανούρισμα», για φωνή και πιάνο σε στίχους δικούς του, το 1913, αφιερωμένο στον συνθέτη και μουσικοκριτικό Florent Schmitt.
  • «12 ελληνικά και 3 αλβανικά δημοτικά τραγούδια»
  • «5 χορευτικά τραγούδια»
  • «2 χορευτικά τραγούδια»
  • «9 μικρά ρωμέικα τραγούδια»
  • «Ωδή στην Κασσάνδρα»,
  • «Εξωτικά Τραγούδια»,
«Bambous»,
«Oiseaux»,
«Roses»,
«Joueuse de Ravanastra»,
  • «Μαδριγάλι»
  • «Απλές μελωδίες» σε ποίηση Γάλλων ποιητών.
  • «3 μοιρολόγια».

Τα έργα του μπορούν να καταταχθούν σε:

Σκηνικά

«Γαλάτεια», τρίπρακτο μουσικό δράμα σε κείμενο του γνωστού ποιητή J. Ch. Jablonski,
«Ο πράσινος δρόμος», μονόπρακτο σχεδίασμα για φωνές και πιάνο, σε κείμενο της Jeanne Valcler από έναν θρύλο της Βρετάννης, το 1914, επίσης ημιτελής όπερα, από την οποία σώζονται 140 σελίδες με σκίτσα για φωνές και πιάνο,
«Γαλήνη» για φωνή, βιολοντσέλο και πιάνο, σε ποίηση J. Valcler, το 1915,
«Σαλώμη»,
«Εκάβη»,
«Ο Ρικές με το τσουλούφι».

Μουσικής Δωματίου

«Νανούρισμα σε λα ελάσσονα»,
«Δύο Σονάτες για τσέλο και πιάνο»,
«Δύο σονάτες για τέσσερις»,
«Δύο κουαρτέτα εγχόρδων».

Ορχηστρικά

«Επίκληση στην Ειρήνη»,
«Αγροτική Συμφωνία»,
«Οι τρεις χοροί ρωμέικοι»,
«Εγκώμιο στον Ραβέλ»,
«Μακεδονικές Σκιές» για δύο πιάνα, το 1912, (1η παρουσίαση από το ζεύγος Λώρη και Ίντας Μαργαρίτη στις 26 Απριλίου 1936, στην Θεσσαλονίκη).

Θρησκευτικά Χορωδιακά

«Ιερά Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου»,
«Μικρά Δοξολογία»,
«Χριστός Ανέστη»,
«Ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής».

Το τέλος του

Ο Ριάλης, λίγο καιρό πριν το τέλος της ζωής του, νοσηλεύθηκε στο Δημοτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, καθηλωμένος από εγκεφαλικά επεισόδια, που τον είχαν καταστήσει ανήμπορο να μιλήσει, όπου τον επισκέφθηκε ο εθνικιστής μουσουργός Εμμανουήλ Καλομοίρης που τον αποκαλούσε «Σούμπερτ της Ελλάδος».

Μνήμη Ριάδη

Ο Ριάδης το 1913-14 γνωρίστηκε στο Παρίσι με τον μετέπειτα αρχιμουσικό Πέτρο Πετρίδη. Όπως αναφέρει ο Πετρίδης υπήρξε δραματική αλλαγή στην προσωπικότητα του Ριάδη στο διάστημα που μεσολάβησε ώσπου ξανασυναντήθηκαν, το 1934, στην Αθήνα. Αναφέρει ο Πετρίδης:

«....Τον πρωτογνωρίσαμε, το 1913-1914, στο Παρίσι όπου είχεν ήδη φθάση τρία ή τέσσερα χρόνια ενωρίτερα προερχόμενος από το Μόναχο, προικισμένος μ’ αξιόλογα προσόντα πιανίστα και συνθέτη. {...} Μετά την μυστηριώδη εξαφάνισί του από το Παρίσι τον ξαναείδαμε εδώ σ’ ένα μας ταξίδι, το 1934. Γερασμένος πρόωρα, απογοητευμένος, με την θρυλική του ιδιότυπην εκκεντρικότητα έντονα χρωματισμένη από μελαγχολία κι’ απάρνησι. Μάταια προσπαθήσαμε να του κινήσουμε το ενδιαφέρο για μια νέα του εμφάνισι στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου η μουσική του φήμη παρέμενεν ακόμα ζωντανή.
Βαθιά με είχε συγκινήσει η ταπεινή του εξομολόγησις περί του τι είχε φιλοδοξήσει να δημιουργήση και τι είχε κατορθώσει. Κάθε ενθαρρυντική εκδήλωσις συμπαθείας κι’ εκτιμήσεως τον άφηνεν αδιάφορο. Επρόκειτο ασφαλώς περί ριζικής αναστροφής εν σχέσει με τον σφριγηλό κι’ ασυγκράτητο Ριάδη που είχαμε γνωρίσει στο Παρίσι είκοσι χρόνια ενωρίτερα...».

Αρχείο Ριάδη

Τμήμα του αρχείου του Ριάδη, το οποίο αποτελείται από χειρόγραφες παρτιτούρες και κείμενα, αποκόμματα τύπου, ποικίλα έντυπα και φωτογραφίες, δωρήθηκε στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας «Λίλιαν Βουδούρη» το 2000, από την κυρία Ισμήνη Τζερμιά-Σακελλαροπούλου. Στην ψηφιοποιημένη συλλογή συμπεριλαμβάνεται και το τμήμα του αρχείου που κατέχει το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, στο οποίο διατέλεσε διευθυντής ως το θάνατο του, αντίγραφο του οποίου διατηρεί η Βιβλιοθήκη.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [H 1η Μαΐου 1880 είναι η ημερομηνία της γεννήσεως του Ριάδη, σύμφωνα με αδιάσειστα στοιχεία που ανακάλυψε και παρουσίασε ο μουσικολόγος Φοίβος Ανωγειανάκης. Ο ίδιος ο συνθέτης Ριάδης κατά καιρούς δήλωνε πλήθος από διαφορετικές χρονολογίες γεννήσεως, όπως 1883, 1885, 1886, 1888 και 1891.]
  2. [Κωνσταντίνος Σκώκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», 1907]