Γεώργιος Φεσσόπουλος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Γεώργιος Φεσσόπουλος Έλληνας εθνικιστής και αντικομμουνιστής, ένας από τους κατ' εξοχήν ειδικούς επί του κομμουνιστικού φαινομένου στην Ελλάδα, ανώτατος Αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού με τον βαθμό του Υποστρατήγου (ε.α.), οργανωτής και πρώτος αρχηγός τριών Ελληνικών μυστικών υπηρεσιών, Διευθυντής της Υπηρεσίας Εθνικής και στη συνέχεια της διαδόχου της Υπηρεσίας Γενικής Ασφάλειας του Ελληνικού κράτους [1], Α' υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, πολιτικός που μετά την αποστρατεία του ανέλαβε σημαντικά δημόσια αξιώματα και υπηρέτησε ως Γενικός Διοικητής Θράκης επί κυβερνήσεως του Αλέξανδρου Παπάγου, γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1882 στο χωριό Δίβρη κοντά στη Ζαχάρω του νομού Ηλείας στην Πελοπόννησο και πέθανε το 1971 [2] στην Αθήνα.

Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 17 Ιουλίου 1882
Τόπος: Δίβρη Ζαχάρως, Ηλεία (Ελλάδα)
Θάνατος: 1971
Τόπος: Αθήνα (Ελλάδα)
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Υποστράτηγος (ε.α.)
Συγγραφέας, Πολιτικός.

Βιογραφία

Ο Φεσσόπουλος παρακολούθησε τα μαθήματα της εγκύκλιας εκπαιδεύσεως στη γενέτειρα του και τα μαθήματα του Γυμνασίου στη Ζαχάρω. Μετά την αποφοίτηση του από το Γυμνάσιο σπούδασε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά τη λήψη του πτυχίου του, το 1902, εισήλθε στην Προπαρασκευαστική Σχολή Υπαξιωματικών του Στρατού από την οποία αποφοίτησε με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού.

Στρατιωτική σταδιοδρομία

Ο Φεσσόπουλος το 1909 έφερε το βαθμό του Ανθυπολοχαγού.

Βαλκανικοί πόλεμοι

Ο Φεσσόπουλος υπηρέτησε και πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους, παίρνοντας μέρος στη μάχη στο Μπιζάνι και αλλού. Αντιτάχθηκε στη δημιουργία του κράτους της Θεσσαλονίκης από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και γράφει για το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης:

«..Τον Μάϊον του 1917 επετυγχάνετο η ένωσις του Κράτους, δια ξενικής επιβολής και υπό όρους. Οι οποίοι, όχι μόνον αντέκειντο προς τας αντιλήψεις του συνόλου σχεδόν του Λαού, αλλά και αυτήν ταύτην την φιλοτιμίαν του έθιγον καιρίως. Συνέπεια υπήρξεν η εις παλαιά Ελλάδα άφιξις των επαναστατησάντων αξιωματικών, οι οποίοι έλαβον το όνομα της «Αμύνης». Ούτοι, άμα τη αφίξη των, επεδόθησαν εις αρπαγής γαλονιών και την κατάληψιν όλων σχεδών των διοικήσεωντων ανωτέρων μονάδων. Συνεπώς, το κίνημα των δεν απέβλεπεν εις εθνικόν αλλά προσωπικόν σκοπόν. Ο σκοπός ούτος εξεδηλώθει κατά δύο τρόπους: Αφ’ ενός δια της απομακρύνσεως σωρείας αξιωματικών, πολλών αρίστων και πολυτίμων στελεχών, μη βαρυνομένων δε παρά μόνον με το έγκλημα ότι ήταν ανώτεροι ή αρχαιότεροι εκείνων. Αφ’ ετέρου δια της υπερπηδήσεως αι των παραμεινάντων, τη δημιουργία αθεμίτου πλεονεκτήματος, όπως ήτο το περιβόητον «δεκάμηνον». Οι της Αμύνης θεωρούντες εαυτούς κατακτητάς, προς μεν τους αποτάκτους έδειξαν συμπεριφορά   αποτελούσαν αιώνιον στίγμα δια το σώμα των Ελλήνων αξιωματικών (δεν θα λησμονηθούν η μέχρις απιστεύτου βαθμού ταπεινώσεις των απότακτων με εντελώς ανεξήγητο φανατισμό: διακεκριμένοι και εξαιρετικού παρελθόντος ανωτ. Αξιωματικοί οδηγούντο δίκην αγελών εις τα φυλακάς και την εξορίαν, υφιστάμενοι παντοίους εξευτελισμούς...) προς δε τους «Κρατικούς» -τους οποίους διετήρησαν- συμπεριφέροντο μετά λίαν εμφανούς καχυποψίας και τους παρακολούθουν κυρίως ακόμη και δι’ οπλιτών.... Τον Οκτώβριο του 1920 ο Αρχιστράτηγος, ο Επιτελάρχης του και οι αξιωματικοί του Επιτελείου του περιήρχοντο Στρατού, ενήργουν προπαγάνδαν υπέρ του κρατούντος ( βενιζελικού) κόμμματος και ηξίουν από τους ανωτ. Αξιωματικούς να εκδηλώσουν σχετικάς διαταγάς.... Η πολιτική και στρατιωτική  μεταβολή της 1ης Νοεμβρίου 1920 (π. ημερ) παράσχαν ευκαιρίαν να εκδηλωθούν, αφ’ ενός η αντίληψις των αξιωματικών της Αμύνης, ότι αι πολεμικαί επιχειρήσεις δεν έπρεπε να εξυπηρετούν παρά το ατομικόν των συμφέρον και μόνο, αφ’ ετέρου ο φόβος υπό του οποίου ορισμένοι εξ αυτών εξωθήθησαν εις εγκληματικάς υπερβασίας. Πολλοί εκ τούτων εγκατέλειψαν τας μονάδας των λιποτακτήσαντες ενώπιον του εχθρού, καθ’ ομάδας και μέχρις αυτών των ανωτάτων βαθμών. Εν συνεχεία, εκ του τόπου της καταφυγής των έγραφον άρθρα, τα οποία ο εχθρός εθεώρει τόσον εξυπηρετικά των σκοπών του, ώστε τα έρριπτε δι’ αεροπλάνων και τα εκόλλα  εις τα  συρματοπλέγματα  του μαχόμενου Στρατού της αγωνιώσης Ελλάδας...».

Μικρασιατική εκστρατεία

Το 1918 με το βαθμό του Ταγματάρχη ο Φεσσόπουλος ήταν Διευθυντής στο 3ο Επιτελικό Γραφείο της 3ης Μεραρχίας Πεζικού [3] ενώ μετά το 1919, με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη, πήρε μέρος στην εκστρατεία στη Μικρά Ασία, όπου στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1921, ορίστηκε Διοικητής του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων και βλέπει αξιωματικούς να φεύγουν με άδεια και να μην επιστρέφουν ποτέ ή βρίσκει τη μονάδα «εις ... κατάστασιν ανταρσίας». Όπως γράφει στο «Αι διχόνοιαι των αξιωματικών μας και η διάλυσις του στρατού μας εν Μ. Ασία»:

«...λόγω των εντελώς εξαιρετικών δοκιμασιών τας οποία υπέστη (το 2/39), επέστρεφεν εκ Σαγγαρίου εις τοιαύτην κατάστασιν ανταρσίας, ώστε η Στρατιά να έχη σκεφθή σοβαρώς περί διαλύσεώς του και διασκορπίσεως των ανδρών εις άλλας μονάδας». 

Μεσοπόλεμος

Ο Φεσσόπουλος στις 19 Νοεμβρίου του 1922, υπήρξε μέλος του Εκτάκτου Στρατοδικείου που δίκασε τον πρίγκιπα Ανδρέα [4], γιο του Βασιλιά Γεωργίου Α'. Τον Μάρτιο του 1924 ανέλαβε οργανωτής της πρώτης υπηρεσίας πληροφοριών του Ελληνικού Στρατού, όταν για να αντιμετωπίσει τον Ιταλικό επεκτατισμό, η Ελλάδα, ίδρυσε το «Κέντρο Πληροφοριών Κέρκυρας» το οποίο εγκαταστάθηκε με κάλυψη την τοπική φρουρά της Κέρκυρας και υπήρξε ο πρώτος Διοικητής του Κέντρου για διάστημα επτά μηνών μέχρι τη διάλυση του, και επέδειξε ιδιαίτερες ικανότητες στην παρακολούθηση των «ξένων προπαγανδών». Τον Σεπτέμβριο του 1925 ανέλαβε την Διεύθυνση της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας που το Δεκέμβριο του 1925 μετονομάστηκε σε Υπηρεσία Γενικής ασφαλείας του Ελληνικού κράτος. Το 1926 ο Φεσσόπουλος συμμετείχε στην ίδρυση και την οργάνωση της δεύτερης υπηρεσίας πληροφοριών του Ελληνικού στρατού, με τη βοήθεια του Γεωργίου Κατεχάκη, όμως λίγο αργότερα αποτάχθηκε και επανήλθε στις τάξεις του Στρατεύματος τον Ιούλιο του 1927 με απόφαση του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου [5].

Το 1928 ο Φεσσόπουλος ήταν Επιτελάρχης στο Δ' Σώμα Στρατού στην Καβάλα και αναφερόμενος στη απεργία των καπνεργατών, εκείνου του χρόνου, τόνισε:

«...Οφείλω να ομολογήσω ότι οι Αρχηγοί των συντηρητικών εξελιπάρησαν ελαχίστην, έστω και εικονικήν, αύξησιν του ημερομισθίου διά να καταφέρουν ούτω βαρύ πλήγμα κατά της κομμουνιστικής παρατάξεως. Προσέκρουσαν όμως εις την κατηγορηματικήν άρνησιν των Καπνεμπόρων. Κατόπιν υπέδειξαν εις τας τοπικάς Αρχάς όπως βοηθήσουν τα λοιπά υπ' αυτούς Σωματεία και επιτύχουν τινά των αιτημάτων των ίνα ανεξαρτήτως της επιτυχίας ή μη του Καπνεργατικού αγώνος, αποδειχθεί ότι τα υπό τους συντηρητικούς Σωματεία πέτυχαν κάτι. Εσημείωσαν την αυτήν αποτυχίαν». Καταλήγοντας την έκθεση του γράφει για το θέμα: «..Οφείλω να τονίσω ότι εάν η συντηρητική παράταξις δεν τύχει της αμερίστου λελογισμένης ηθικής ενισχύσεως του Κράτους και της Κοινωνίας, οι κομμουνισταί θ' αναλάβουν και πάλιν την επιρροήν την οποίαν μέχρι του 1926 είχον παρά τοις Καπνεργάταις» [6].

Αποστρατεία

Το 1929 ο Φεσσόπουλος αποστρατεύθηκε με το βαθμό του Υποστρατήγου και το διάστημα από το 1932 μέχρι το 1933 ήταν Γενικός Επιθεωρητής του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων [7]. Το 1934 ο Φεσσόπουλος υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της εθνικοσοσιαλιστικής οργανώσεως Ο.Ε.Κ.Κ., που προήλθε από τον πυρήνα του εκδοτικού οίκου «Νέα Γενεά» . Επικεφαλής της οργανώσεως ήταν ο γνωστός τότε δημοσιογράφος και εθνικιστής διανοούμενος Ευάγγελος Κυριάκης, που είχε μεταφράσει από τα γερμανικά το βιβλίο του Γιόζεφ Γκαίμπελς «Από το Κάιζερχοφ στην Καγκελαρία του Ράιχ». Από τα ιδρυτικά μέλη ξεχώριζαν ο Θεόδωρος Σκυλακάκης, μετέπειτα υπουργός της 4ης Αυγούστου, ο Κουσουλάκος, ο Δαφνιάς, ο Κουρούνης, ο Νικόλαος Κουρκουλάκος, απόστρατος αξιωματικός, αιχμάλωτος στο Γκέρλιτς το 1916 και αργότερα επί Κατοχής διοικητής του Τάγματος Ασφαλείας Πατρών, ο Μίκης Μελάς, γιος του Παύλου Μελά, ο ακαδημαϊκός και αργότερα υπουργός Νικόλαος Λούρος, ο απόστρατος συνταγματάρχης Απόστολος Παπαγεωργίου-Φιλώτας, η συγγραφέας Σίτσα Καραϊσκάκη και άλλοι. Δημοσιογραφικό όργανο της Ο.Ε.Κ.Κ. ήταν η καλαίσθητη εφημερίδα «Κράτος», που λειτουργούσε περισσότερο ως φιλολογικό βήμα των διανοητών της οργανώσεως.

Στις 17 Σεπτεμβρίου 1930, με εγκύκλιο [8] η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος συνιστά το βιβλίο του «ζηλωτού και θαρσαλέου κατά του Κομμουνισμού μαχητού» Γεώργιου Θ. Φεσσόπουλου με τίτλο Η εξέλιξις του Κομμουνισμού εν Ρωσία και η πρόοδος αυτού εν Ελλάδι, με την οποία παρακαλούνται οι ιεράρχες να προμηθευθούν ανάλογο αριθμό αντιτύπων έκαστος, προκειμένου να τα μοιράσουν στον κλήρο και το λαό της επαρχίας τους, ως ένα υπόδειγμα αντικομμουνιστικής φιλολογίας. Τον Οκτώβριο του 1930 ο συνταγματάρχης Φεσσόπουλος με την ιδιότητα του διευθυντού του Β' Γραφείου πληροφοριών του Γ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με την Ελληνική αστυνομία διαλεύκανε την υπόθεση δολοφονίας της Τουρκάλας κατασκόπου Εμινέ Ριβάν, η οποία περαστική από την Ελλάδα, όπου συνάντησε τον Τούρκο κατάσκοπο Ιξάν Μπαραμλή, βρέθηκε νεκρή στη Γέφυρα της Κούλας, κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, μέσα στο Βουλγαρικό έδαφος.

Τον Ιανουάριο του 1936 επί υπουργίας του Αλέξανδρου Παπάγου ο Φεσσόπουλος ήταν ο οργανωτής και πρώτος διευθυντής της Υ.Α.Κ. [«Υπηρεσία Αμύνης του Κράτους»] [9], υπηρεσίας του Υπουργείου των Στρατιωτικών, η οποία είχε επιφορτισθεί µε την αντικατασκοπεία και την παρακολούθηση της κομμουνιστικής κινήσεως και «των εις βάρος του κράτους ενεργουμένων ξένων προπαγανδών, την παρακολούθησιν της κινήσεως και εγκαταστάσεως των αλλοδαπών εν τη χώρα, την συλλογήν πληροφοριών σχετικών µε την ασφάλειαν του κράτους και την υπόδειξιν των ληπτέων σχετικών μέτρων». Το 1938 ο Φεσσόπουλος εκλέχθηκε Αντιπρόεδρος στο πρώτο διοικητικό συμβούλιο και στη συνέχεια ανέλαβε Πρόεδρος της Ενώσεως Ελλήνων Απόστρατων αξιωματικών [10].

Κατά την περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου ο Φεσσόπουλος ανακλήθηκε στην ενέργεια από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και τον πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, αναλαμβάνοντας τη θέση του Α' υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Το καλοκαίρι του 1941, μετά την κατάληψη της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα, ανέλαβε πρόεδρος της επιτροπής στο πρώτο φοιτητικό συσσίτιο που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία συζύγων πανεπιστημιακών καθηγητών και λειτουργούσε στα Πευκάκια. Το συσσίτιο απευθυνόταν σε φοιτητές απ΄τις περιοχές εκτός Αθηνών που δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στα μέρη τους αλλά στην πορεία λόγω της εξαθλιώσεως επεκτάθηκε στο σύνολο των φοιτητών και έγινε τόπος συγκεντρώσεως και ζυμώσεως του φοιτητόκοσμου. Οι κομμουνιστές της Ο.Κ.Ν.Ε., νεολαία του Κ.Κ.Ε., προσφέρθηκαν να βοηθήσουν στην λειτουργία του συσσιτίου, ουσιαστικά το παίρνουν στα χέρια τους και αναγκάζουν σε παραίτηση τον Φεσσόπουλο -για λόγους ευθιξίας- όταν τον κατηγόρησαν ότι έδινε στους φοιτητές σάπιες ντομάτες. Τον Φεσσόπουλο διαδέχθηκε στην προεδρία της επιτροπής η Άννα Γαλανού σύζυγος καθηγητή της Χημείας στο Πανεπιστήμιο. Την περίοδο από το 1942 μέχρι το 1943 ο Φεσσόπουλος υπήρξε Γενικός διευθυντής των Σ.Ε.Κ. [[Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους] [11], ακολούθως σύμβουλος στην Τηλεφωνική Εταιρεία από το 1946 μέχρι το 1949 ενώ την περίοδο 1954-1955 υπήρξε ο τελευταίος Γενικός Διοικητής Θράκης, επί κυβερνήσεως του Στρατηγού Αλέξανδρου Παπάγου.

Συγγραφικό έργο [12]

Ο Στρατηγός Φεσσόπουλος έγραψε και δημοσίευσε 14 έργα. Μεταξύ τους περιλαμβάνονται τα:

  • «Η ψυχολογία εν τω στρατώ», το 1924,
  • «Η Ελλάς εις του Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913. Τόμος Α': Πόλεμος κατά της Τουρκίας», το 1925, Τυπογραφείο Κ. Καμινάρη.

Ο Φεσσόπουλος έζησε, ως αυτόπτης μάρτυρας και πρωταγωνιστής, νεαρός Ανθυπολοχαγός τα γεγονότα στις επιχειρήσεις τής Ηπείρου και παρέχει εικόνα αναλυτική των οχυρωματικών έργων του τουρκικού στρατού στην ευρύτερη περιφέρεια των Ιωαννίνων καθώς και εικόνα των συνθηκών πολέμου και διαβίωσης των πολεμιστών κατά τη μάχη τής 7ης Ιανουαρίου, αλλά και συγκεκριμένα περιστατικά αυτοθυσίας και ηρωισμού. Παράλληλα αναφέρεται αναλυτικά στην τελική επίθεση της 20ής Φεβρουαρίου 1913, περιγράφει λεπτομερώς τη μάχη και τις δυσμενείς της συνέπειες για τους Τούρκους και αποτιμά το μέγεθος τής Ελληνικής νίκης.

  • «Ο κομμουνισμός εν τη πράξει», τον Αύγουστο του 1927, σελίδες 344, Τύποις Μαστοράκου-Σκλαβούνου,
  • «Η εξέλιξις του κομμουνισμού εν Ρωσία και η πρόοδος αυτού εν Ελλάδι» [13], το 1929, διάλεξη της 15ης Απριλίου 1929 προς τους αξιωματικούς τής Φρουράς Αθηνών.
  • «Αι διχόνοιαι των αξιωματικών μας και η διάλυσις του στρατού μας εν Μ. Ασία», το 1934.

Στον πρόλογο της εκδόσεως ο Φεσσόπουλος γράφει: «Η ανάμιξις των Αξιωματικών τω 1916 εις την πολιτικήν, είχεν ως άμεσον συνέπειαν: Την διαίρεσιν αυτών εις δύο κομματικάς μερίδας· την μέχρις απιστεύτου σημείου εξαφάνισιν των λαμπρών εκείνων ηθικών αρετών του επαγγέλματος, αι οποίοι αποτελούν τον συνεκτικόν κρίκον του Σώματος· την μεταξύ των ανάπτυξιν σφοδροτάτου μίσους, εκδηλωθέντος δια παντοειδών διώξεων. Φυσικώτατον επακολούθημα υπήρξεν ο αξιοθρήνητος τρόπος διοικήσεως του Εν Μ. Ασία Στρατού, ο προκαλέσας εν τέλει την διάλυσιν αυτού, η οποία πάλιν κατέληξεν εις την Εθνικήν τραγωδίαν του 1922».

  • «Αλύτρωτος Ελληνισμός. Μέρος πρώτον: Η Δωδεκάνησός μας», το 1935.

Ο Φεσσόπουλος περιγράφει την κατοχή της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς: «....πρό παντός από του 1924, παρετηρήθη αποφασιστική στροφή εις τήν τακτικήν τής Ιταλίας απέναντι τών Δωδεκανησίων. Οί δισταγμοί καί αί ταλαντεύσεις έξέλιπον, μετ’ αύτών δ’ έγκαταλείφθη καί ό τρόπος τής μέχρι τότε διακυβερνήσεως, ή οποία ήνείχετο τουλάχιστον τήν ύπόστασιν τών νησιωτών, έπενέβαινε σπασμωδικώς καί άνευ τόλμης είς τάς ύποθέσεις των καί έδειλία νά πλήξη τόν εθνισμόν των δι' άλλων μέσων, εκτός τών συγκεκαλυμμένων διώξεων καί τής δολοπλοκίας. Τώρα πλέον ή λεία είναι άσφαλής καί ή Ιταλία δέν έχει άνάγκην νά ψιμμιθιοί τάς προθέσεις της. Σκοπόν της έχει τάξει τήν άπορρόφησιν τών νήσων καί πρό ούδενός εμποδίου θά ύποχωρήση. Δι' όλης τής δυνάμεως, ώς εάν νά θέλη νά άνακτήση τόν άπολεσθέντα χρόνον, σπεύδει μαινομένη νά κατακρήμνισή ό,τι μακρά σειρά αιώνων έδημιούργησεν είς τό τμήμα εκείνο τής έλληνικής Πατρίδος. Όλαι όμως αί προσπάθειαι προσέκρουσαν μέχρι σήμερον σοβαρώς είς τόν άκατάβλητον πατριωτισμόν τών Δωδεκανησίων, πράγμα τό οποίον προκάλεσε σφοδροτάτην τήν λύσσαν τής Ιταλίας» [14].

  • «Η Ελλάς κατά την τελευταίαν εικοσιπενταετίαν», το 1939,
  • «Η Υπηρεσία Πληροφοριών (Κατασκοπεία, Αντικατασκοπεία, Προπαγάνδα)», το 1940, Τύποις Τιλπέρογλου,
  • «Το Κράτος, Η Μαρτυρική Ζωή του Αγρότου-Σοβαροί Εθνικοί Κίνδυνοι», δίτομο έργο, Α' Τόμος τον Αύγουστο του 1957 [15] και Β' Τόμος το 1959,
  • «Ατιμία: η μεγαλυτέρα του αιώνος μας», το 1960.

Μνήμη Φεσσόπουλου

Ο Γεώργιος Φεσσόπουλος που τον Σεπτέμβριο του 1925, επί Θεόδωρου Πάγκαλου, έγινε ο πρώτος διευθυντής της υπηρεσίας για τον «έλεγχο των κομμουνιστών» της νεοσύστατης Αστυνομίας Πόλεων. Από τον Ιανουάριο του 1936 ανέλαβε οργανωτής και πρώτος διευθυντής της Υπηρεσίας Αμύνης του Κράτους επί Ιωάννου Μεταξά. Υπήρξε βαθύς γνώστης και θεωρητικός της αντικομουνιστικής προπαγάνδας. Γράφει για τον κομμουνισμό:

«...Είναι βέβαιον ότι εις την Χώραν μας η θεωρία του Κομμουνισμού ήτο απολύτως άγνωστος μέχρι του 1920. [Τότε] ήρξατο σχετική προπαγάνδα εις την οποίαν επαρουσιάσθη ως πρόσφορον  έδαφος κατ’ αρχάς μεν ο εν Μ. Ασία καταπονημένος Στρατός, μετά δε την Εθνικήν τραγωδίαν αι εγκαταλελειμμέναι τάξεις των εφέδρων, αι πάσχουσαι μάζαι των εργατών και αι απογοητευμέναι φάλαγγες των προσφύγων», διαπίστωση που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. 

Ο Φεσσόπουλος ασχολήθηκε µε τη μελέτη του κομμουνισμού ως κοινωνικού ζητήματος, προχώρησε στην έκδοση σχετικού διαφωτιστικού βιβλίου για το διεθνή κομμουνισμό και επιχείρησε να δώσει εκσυγχρονισμένη διάσταση στην αντιμετώπισή του. Ασχολήθηκε ειδικότερα µε την οργάνωση της υπηρεσίας στη Μακεδονία και υπέδειξε λύσεις στις προϊστάμενες αρχές. Φρονούσε ότι η οικονομική βελτίωση των λαϊκών τάξεων κι όχι οι διώξεις, ήταν ο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετωπίσεως του κομμουνισμού. Ο ίδιος επιδίωξε να διατηρήσει αγαθές σχέσεις µε την «Καπνεργατική Ομοσπονδία Ελλάδος» [Κ.Ο.Ε.], προσφέροντας ως αντάλλαγμα την παύση των εκτοπίσεων µελών της, και καυτηρίαζε τις απαράδεκτες συνθήκες εργασίας των καπνεργατών, που από ανήλικοι έπεφταν «θύματα εις τον Μολλώχ του Κεφαλαίου», όπως αναφέρει σε έκθεση του. Ακόμα και μετά τον Πάγκαλο εξακολούθησε να συντονίζει σε ανώτερο κρατικό επίπεδο την αντικομουνιστική δράση, µε ιδιαίτερη έμφαση στη Θεσσαλονίκη .

Από την άλλη, αν και με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης η μειονότητα της Θράκης ονομάζεται μουσουλμανική, με το Νόμο 3065/1954 και σχετικές οδηγίες του τότε Γενικού Διοικητή Θράκης Φεσσόπουλου προς τις διοικητικές αρχές της περιοχής, μετά από απόφαση της κυβερνήσεως του Αλέξανδρου Παπάγου, ορίσθηκε να γίνεται χρήση των λέξεων «Τούρκος-τουρκικό» αντί του «Μουσουλμάνος-μουσουλμανικό» στις δημόσιες επιγραφές και στα έγγραφα που αφορούν την μειονότητα. Η απόφαση που απευθύνονταν προς «Τους κ.κ. Δημάρχους και Προέδρους Κοινοτήτων Ν.Ροδόπης» ανέφερε: «Κατόπιν διαταγής του κ. προέδρου της Κυβερνήσεως, παρακαλούμεν όπως εφεξής εις πάσαν περίπτωσιν γίνεται χρήσις του όρου «Τούρκος-τουρκικό» αντί του τοιούτου «Μουσουλμάνος-μουσουλμανικό». Επί τούτοις δέον να μεριμνήσετε διά την αντικατάστασιν των εν τη περιφερεία υμών διαφόρων επιγραφών, όπως «Μουσουλμανική Κοινότης, Μουσουλμανικόν Σχολείον κλπ» διά τοιαύτης «Τουρκικόν». [16]. Σε εφαρμογή της κυβερνητικής αποφάσεως οι Νομάρχες Ξάνθης και Ροδόπης, υποχρέωσαν με δική τους απόφαση όλα τα μουσουλμανικά σωματεία να αλλάξουν όνομα και να χαρακτηρίζονται εφ' εξής τουρκικά. Στις 5 Φεβρουαρίου 1955, ο Φεσσόπουλος εκδίδει και δεύτερη διαταγή, λέγοντας: «Παρά τας αυστηράς διαταγάς της κυβερνήσεως περί της αντικαταστάσεως και χρησιμοποιήσεως του λοιπού των όρων «μουσουλμάνος-μουσουλμανικός» δια των τοιούτων «Τούρκος-τουρκικός», εις το χωρίον Άρατος επί της δημοσίας οδού Κομοτηνής-Αλεξανδρουπόλεως, υφίσταται επιγραφή εμφανέστατη αναγράφουσα μουσουλμανικό σχολείο. Να αντικατασταθεί αμέσως, τόσον αυτή, όσο και πάσα άλλη τυχόν υπάρχουσα εις την περιοχή του νομού Ροδόπης.» [17]. Το 1972, το καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967, πρωθυπουργός ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, απαγόρευσε με νόμο [18] τη χρήση της λέξεως «τουρκικός» και επανήλθε η υποχρέωση της χρήσεως των όρων «Μουσουλμάνος-μουσουλμανικό». Το 1987 ο Άρειος Πάγος με απόφαση του απαγόρευσε τη χρήση των λέξεων «Τούρκος-τουρκικό» στην ονομασία σωματείων, επιβεβαιώνοντας την ισχύ του νόμου της 21ης Απριλίου.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [«Έδαφος και μνήμη στα Βαλκάνια: Ο "γεωργικός εθνικισμός" στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία (1927-1946)». Σπυρίδων Πλουμίδης]
  2. [«Έδαφος και μνήμη στα Βαλκάνια: Ο "γεωργικός εθνικισμός" στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία (1927-1946)». Σπυρίδων Πλουμίδης]
  3. [III Μεραρχία στα 1918. blog «Ευρώπη των Εθνών», 7 Απριλίου 2017.]
  4. [Η δίκη του Πρίγκηπα Ανδρέα άρχισε στις 9 το πρωί της 19ης Νοεμβρίου 1922, ημέρα Σάββατο, ενώπιον του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αθηνών. Το Στρατοδικείο συνεδρίασε στην αίθουσα συνεδριάσεων της Παλαιάς Βουλής, επί της οδού Σταδίου, όπου σήμερα στεγάζεται το Ιστορικό Μουσείο της Νεωτέρας Ελλάδος. Στην ιδία αίθουσα, προ τεσσάρων ημερών, δηλαδή την προηγούμενη Τρίτη, το Έκτακτο Στρατοδικείο, υπό άλλη σύνθεση, είχε καταδικάσει εις θάνατο Εξ κορυφαίους πολιτικούς, οι οποίοι και εκτελέστηκαν την ιδία ημέρα στου Γουδή. Η σύνθεση του Εκτάκτου Στρατοδικείου, ήταν: Πρόεδρος ο υποστράτηγος Νικόλαος Βλαχόπουλος και μέλη: Ο συνταγματάρχης Δημοσθένης Φλωριάς. Οι αντισυνταγματάρχαι: Ιωάννης Κωτούλας, Γεώργιος Φεσσόπουλος, Μιλτιάδης Κοιμήσης και Ανδρέας Λάγκουρας. Ο δικαστικός σύμβουλος Β' Χρήστος Βαχλιώτης, ο αντιπλοίαρχος Δημήτριος Δημούλης, ο ταγματάρχης Γεράσιμος Λεοντόπουλος και οι λοχαγοί Γρηγόριος Χόνδρος και Πλούταρχος Χαλόφτης. Επαναστατικοί επίτροποι ο συνταγματάρχης Ιωάννης Καλογεράς, ο οποίος κατά την προδικασία μετείχε της Ανακριτικής Επιτροπής και ο ταγματάρχης Δικαστικού Νικόλαος Αβραάμ, μετέπειτα βουλευτής και υπουργός των κυβερνήσεων των Φιλελευθέρων. Συνήγορος του πρίγκηπα, ήταν ο δικηγόρος Αθηνών, Δημήτριος Δαμασκηνός. Μάρτυρες κατηγορίας εξετάσθηκαν οι αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας, ο υποστράτηγος Ιωάννης Τριλίβας, ο συνταγματάρχης Πτολεμαίος Σαρηγιάννης και ο ταγματάρχης Θεόδωρος Σκυλακάκης. Μάρτυρας υπερασπίσεως εξετάσθηκε ο δημοσιογράφος Νικόλαος Καρβούνης. Πριν τα μεσάνυχτα της 19ης προς την 20ήν Νοεμβρίου 1922, το Στρατοδικείο κήρυξε παμψηφεί ένοχο τον Πρίγκηπα Ανδρέα, κατά το κατηγορητήριο και του επέβαλε την ποινή της ισοβίου Υπερορίας και την παρεπομένη ποινή της στρατιωτικής καθαιρέσεως. Κατά το άρθρο 7 του τότε Συντάγματος, αλλά και κατά το άρθρον 1 του τότε Ποινικού Νόμου, ποινή δεν επιτρέπεται να επιβληθεί άνευ προηγουμένου νόμου, ο οποίος να την προβλέπει καθώς και το είδος και την διάρκεια της. Έτσι η ποινή της ισοβίου υπερορίας, ήταν και αντισυνταγματική και παράνομη καθώς απέλαση ημεδαπού δεν επιτρέπεται και ο Πρίγκηπας Ανδρέας είχε κατά τους κείμενους νόμους είχε Ελληνική ιθαγενεία και υπηκοότητα, καθώς είχε γεννηθεί στην Αθήνα από Έλληνες γονείς, είχε ζήσει εις την Ελλάδα και είχε σταδιοδρομήσει ως αξιωματικός του Στρατού. Την επομένη ημέρα, ο Πρίγκηπας Ανδρέας μεταφέρθηκε με συνοδεία στο Φάληρο, επεβιβάσθη στο αγγλικό αντιτορπιλικό «Καλυψώ» και αναχώρησε για το εξωτερικό, τόπο της ισοβίου εξορίας του. Την 21ην Νοεμβρίου 1922 εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δημοσιεύθηκε το Διάταγμα της εκπτώσεως του από το αξίωμα του αντιστράτηγου του Ελληνικού Στρατού.]
  5. Αι εργασίαι του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου Εφημερίδα «Εμπρός», Σάββατο 9 Ιουλίου 1927, σελίδα 3η.
  6. [Έκθεση του επιτελάρχου Φεσσόπουλου, Δ' Σώμα Στρατού προς το Υπουργείο Στρατιωτικών, Γενικό Επιτελείο Στρατού, Γραφείο Υπαρχηγού, Καβάλα 31 Ιουλίου 1928, σελίδες 4η-5η & 20η, Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου, Φάκελος 173/87 (Μουσείο Ε. Μπενάκη).]
  7. [Η τρίτη κατά σειρά Προσκοπική Κατασκήνωση-«Κατασκήνωσις Καστανιάς 1932»]
  8. [«Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι», τόμος Α', σελίδες 1955: 560η-561η. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Μπαχάρα τα βιβλία του Φεσσόπουλου με τη δομή και την τεκμηρίωσή τους θεωρούνταν πολύ αποτελεσματικά στην αντικομμουνιστική πολεμική τους και για αριστερό κοινό, Μπαχάρας 2008, 186, υποσημείωση 47η.]
  9. [H Υ.Α.Κ. [«Υπηρεσία Αμύνης του Κράτους»] ιδρύθηκε με τον Αναγκαστικό Νόμο 25 της 25ης Ιανουαρίου 1936 και αντικατέστησε την ΥΓΑΚ που καταργήθηκε, υπαγόμενη πλέον στο Υπουργείο Στρατιωτικών.]
  10. [Η Ένωση Ελλήνων Αποστράτων Αξιωματικών ιδρύθηκε το 1938 με τον Αναγκαστικό νόμο 1284 με έδρα την Αθήνα.]
  11. [«....σάς αναφέρω τον μακαρίτη Φεσσόπουλον, Γεν. Διευθυντήν των ΣΕΚ, εις μίαν στιχομυθίαν μας. Όταν παρουσιασθήκαμε ενώπιον του ή νέα Διοίκηση του Συνδέσμου τότε του είπα επί λέξει: «Στρατηγέ μου καί Γενικέ μου Διευθυντά (ό Φεσσόπουλος ήταν φανατικός άντικομμουνιστής), ξέρω πολύ καλά ποιος είσθε καί θά ξέρετε έπίσης σείς πολύ καλά ποιος είμαι. Σου δίνω το χέρι σαν Έλληνας στον Έλληνα στρατηγό καί Γενικό μου Διευθυντή, αφίνοντας στη μπάντα τις πεποιθήσεις μου, νά συνεργασθοϋμε γιά νά σώσουμε τούς σιδηροδρομικούς άπό τήν πείνα καί τά δεινά των Γερμανών κατακτητών. Μέ πραγματική συγκίνηση μου έσφιξε τό χέρι καί μέ διαβεβαίωσε ότι καί αυτός τίποτε άλλο δεν φιλοδοξεί παρά πώς νά σώσουμε τή Σιδηροδρομική οικογένεια άπό τή σκληρή δοκιμασία τής κατοχής. Καί έτήρησε τον λόγο του, έπεσε μαχόμενος, συγκρουσθείς μέ τούς ιθύνοντας τότε γιά τήν περίθαλψη των εκτάκτων καί προσωρινών, στούς οποίους δεν εχορηγεΐτο τότε υγειονομική περίθαλψις. Αργότερα μου έλεγε «ώς τώρα καλά τά καταφέραμε Δημητριάδη, αλλά μέ τήν άπελευθέρωση, όπως παν τά πράγματα θά σκοτώνουμε ό ένας τον άλλον, άποκαλώντας προδότη τον ένα, συνθηκολόγο τον άλλο καί ό Θεός ξέρει πού θά φθάση αύτό τό κακό πού άπό τώρα μαντεύω. Θά βρεθούν άραγε οί δυνατοί πού χρειάζονται σέ τέτοιες περιπτώσεις ή θά αίματοκυλισθή ή ώραία μας Ελλάδα;».Τότε δέν έδωσα σημασία στά λόγια του, τώρα θυμάμαι μέ συγκίνηση τήν προειδοποίηση εκείνη...»] Ομιλία του Δ. Δημητριάδη πρώην στελέχους του ΚΚΕ προς τους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους, 14 Αυγούστου 1959, Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, Περιοδικό «Αστυνομικά Χρονικά», Έτος Η', τεύχος 161ο, σελίδα 7827η.
  12. [Βιβλία Γεωργίου Φεσσόπουλου (ανακτήθηκε την 1η Αυγούστου 220, 15:19')]
  13. [«Η εξέλιξις του κομμουνισμού εν Ρωσία και η πρόοδος αυτού εν Ελλάδι» Ολόκληρο το βιβλίο, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη «Ανέμη».]
  14. [«Αλύτρωτος Ελληνισμός. Μέρος πρώτον: Η Δωδεκάνησός μας», Αθήναι 1935, σελίδα 17η.]
  15. [Το Κράτος και η Βόρειος Ελλάς Εφημερίδα «Ελευθερία», Τετάρτη 7 Αυγούστου 1957, σελίδα 4η.]
  16. [Απόφαση Γεωργίου Φεσσόπουλου, Αριθμός Πρωτοκόλλου Α/1043, Κομοτηνή 27 Δεκεμβρίου 1954.]
  17. [Γενική Διοίκησις Θράκης, Διεύθυνση Εσωτερικού, Κομοτηνή 5 Φεβρουαρίου 1955. Πηγή: «Η Μουσουλμανική Μειονότητα στη Δυτική Θράκη», Θεσσαλονίκη, 1956.]
  18. [Tο 1951 υπογράφηκε, με απαίτηση των Τούρκων, το πρώτο Μορφωτικό Πρωτόκολλο, με το οποίο η Ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε να διδάσκονται την τουρκική γλώσσα ως μητρική γλώσσα και οι Πομάκοι στα πομακικά σχολεία. Το 1954 ψηφίστηκε ο νόμος 3065, ο οποίος κατοχύρωνε πως όλοι οι μουσουλμάνοι αποτελούν μια, και μάλιστα τουρκική, μειονότητα. Με το νόμο του 1954 ο Φεσσόπουλος διέταζε να κατεβούν οι πινακίδες που έγραφαν «Μουσουλμανικό Σχολείο» και να αναρτηθούν πινακίδες που να έγραφαν «Τουρκικό Σχολείο». Το 1972, στο Νομοθετικό Διάταγμα 1109 της 25ης Ιανουαρίου (ΦΕΚ Α' 17/1972) αντικαθίστανται άρθρα του Ν.Δ. 3065/54 «περί τρόπου ιδρύσεως και λειτουργίας Τουρκικών Σχολείων Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως Δυτικής Θράκης και ρυθμίσεως ζητημάτων τινών αφορώντων εις την εποπτείαν αυτών και τους Επιθεωρητάς Τουρκικών Σχολείων». Στο νέο νομοθετικό διάταγμα γίνεται πλέον αναφορά σε «Μειονοτικά Σχολεία».]