Νικόλαος Κουρκουλάκος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Νικόλαος Κουρκουλάκος Έλληνας εθνικιστής μοναρχικός, ανώτατος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού με το βαθμό του Υποστρατήγου π.δ. (ΠΖ), που υπήρξε διοικητής του 2ου Ευζωνικού Συντάγματος Πατρών των Ταγμάτων Ασφαλείας, τοπογράφος μηχανικός [1] του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου από το 1928, Διοικητής της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος στη διάρκεια του επαναστατικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου υπό τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπαδόπουλο, γεννήθηκε το 1894 στο χωριό Πύργος Δυρού στην περιοχή της Ανατολικής Μάνης στο νομό Λακωνίας και πέθανε στην Αθήνα.

Νικόλαος Κουρκουλάκος (στρατηγός π.δ.)
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 1894
Τόπος: Πύργος Δηρού Μάνης, Λακωνία
Ελλάδα
Σύζυγος: Εριέτα Κουρκουλάκου
Τέκνα: Ιωάννης, Μαρία, Γεώργιος
Ευτυχία, Αναστασία, Δημήτριος
Αλέξανδρος
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Υποστράτηγος,
Διοικητής Αγροτικής Τραπέζης
Θάνατος:
Τόπος: Αθήνα, Αττική, Ελλάδα

Το 1920 παντρεύτηκε με την Εριέτα Κουρκουλάκου και από το γάμο του έγινε πατέρας του Υπολοχαγού Ιωάννη Κουρκουλάκου [2] [3], της Μαρίας, του Γεωργίου, της Ευτυχίας, της Αναστασίας και του Δημητρίου που υπήρξε Αρχίατρος Υγειονομικού στον Ελληνικό στρατό.

Βιογραφία

Πατέρας του Νικόλαου, που παρακολούθησε τα μαθήματα της Δημοτικής εκπαιδεύσεως στη γενέτειρα του και από το 1904 παρακολούθησε τα μαθήματα του Ελληνικού Σχολείου στην Αρεόπολη [4], ήταν ο Υπομοίραρχος ε.α. Ιωάννης Κουρκουλάκος με καταγωγή από τον οικισμό Πύργος Δηρού στην Λακωνική Μάνη ενώ μεγαλύτερος αδελφός του, γεννημένος το 1892, ήταν ο επίσης αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού Στέφανος Κουρκουλάκος [5]. Αδελφή τους ήταν η Αντωνία μετέπειτα σύζυγος Δημητρίου Π. Κυφιώτη και αδελφός τους ο υποστράτηγος ε.α. Δημήτριος Κουρκουλάκος, πατέρας του γιατρού Ιωάννη Δημ. Κουρκουλάκου που το 1979 κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε για υποτιθέμενη συμμετοχή σε βομβιστικές ενέργειες.

Στρατιωτική σταδιοδρομία

Μετά την αποφοίτηση του ο Νικόλαος αποφάσισε να ακολουθήσει στρατιωτική σταδιοδρομία και κατατάχθηκε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων από την οποία αποφοίτησε την 1η Νοεμβρίου 1916, με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού του Πεζικού.

Α' Παγκόσμιος Πόλεμος

Διαρκούντος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο Κουρκουλάκος τοποθετήθηκε στο Δ' Σώμα Στρατού στην Καβάλα όπου αιχμαλωτίστηκε, όπως το σύνολο των δυνάμεων του Σώματος, και μεταφέρθηκε ως αιχμάλωτος πολέμου στην Αυτοκρατορική Γερμανία.

Αιχμαλωσία Δ' Σώματος Στρατού

Στις 18 Αυγούστου 1916, ο βουλγαρικός στρατός εισέβαλε αιφνιδιαστικά στην Ανατολική Μακεδονία. Στόχος τους, όπως ισχυρίζονταν, ήταν να περιορίσουν τις κινήσεις των εχθρικών δυνάμεων της Αντάντ. Την ίδια μέρα, οι πρέσβεις της Γερμανίας και της Βουλγαρίας, με διακοινώσεις των κυβερνήσεων τους, έδιναν εξηγήσεις και παρείχαν εγγυήσεις ότι δεν κινδυνεύει η Ελληνική εδαφική ακεραιότητα και ότι δεν θα έθιγαν την εξουσία των τοπικών αρχών ενώ ο στρατός τους θα αποχωρούσε όταν εξέλειπαν οι στρατιωτικοί λόγοι. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α' έδωσε εντολή στους επιτελείς του Δ' Σώματος Στρατού να συμπτυχθούν και να περιμένουν εντολές. Ο διοικητής συνταγματάρχης Ιωάννης Χατζόπουλος ζητούσε βοήθεια και τηλεγραφούσε: «Αναφέρω ότι η συμπεριφορά των Βουλγάρων είναι εντελώς εχθρική. Οι κάτοικοι των πόλεων Σερρών και Δράμας έντρομοι καταφεύγουν εις Καβάλα. Παρακαλώ όπως τύχω άμεσης απαντήσεως επί αιτήσεώς μου να επιστρέψουν αμέσως οι επίστρατοι καθόσον οι προθέσεις των Βουλγάρων περί καταλήψεως της Καβάλας εκδηλούνται από ώρα εις ώρα σαφέστερες, εάν δε συμβεί τούτο η πόλις θα καταστραφεί και θα αιχμαλωτιστεί το Σώμα ολόκληρον. Είναι αναγκαία η αποστολή στόλου, διότι μόνον η παρουσία του θα καθησυχάσει τους πληθυσμούς. Δεν είναι δυνατόν να αντιληφθείτε την ενταύθα κατάστασιν». Η απάντηση του εστάλη την ίδια μέρα: «Την πρότασιν περί εφέδρων αποκρούομεν, αποκλείοντες την βίαν. Καθησυχάσατε έντρομους πληθυσμούς και ενθαρρύνατε αυτούς. Στόλος δεν θα αποσταλεί».

Οι Γερμανοί πίεζαν με κάθε τρόπο τον Χατζόπουλο, να εγκαταλείψει την Καβάλα ενώ υπήρξε πρόταση Βρετανού πλοιάρχου ενός ατμόπλοιου να μεταφέρει το στράτευμα στη Θεσσαλονίκη. Ο Χατζόπουλος όμως αρνήθηκε, επειδή ήταν πιστός στον βασιλιά και απευθύνθηκε στον Γερμανό αρχιστράτηγο Χίντενμπουργκ. Για να αποφευχθεί η αιχμαλωσία του Σώματος από τον βουλγαρικό στρατό, του ζήτησε τη μεταφορά του στρατεύματος, μαζί με τον οπλισμό του, στη Γερμανία, ως το τέλος του πολέμου. Το αίτημα του έγινε δεκτό. Οι Έλληνες στρατιώτες παραδόθηκαν αμαχητί, εγκατέλειψαν οικειοθελώς την πόλη και αποφάσισαν να μεταφερθούν στην πόλη Γκέρλιτς [6]. Το αιχμάλωτο Δ' Σώμα του Ελληνικού Στρατού αποτελούσαν 6.100 Έλληνες στρατιώτες, 430 αξιωματικοί, δυνάμεις της Ελληνικής Χωροφυλακής, στρατιωτικοί υπάλληλοι, 93 γυναίκες αξιωματικών και 5 παιδιά με διοικητή τον Συνταγματάρχη Ιωάννη Χατζόπουλο [7], εκτός από 2.000 στρατιωτικούς που επίλεξαν να μεταφερθούν στην Θεσσαλονίκη και ονοµάστηκαν «Μεραρχία Σερρών». Για τη μεταφορά χρησιμοποιήθηκαν 10 τρένα και το ταξίδι έγινε μέσω Βουλγαρίας. Το ταξίδι από τη Δράμα διήρκησε 12 μέρες. Στο Γκαίρλιτς, η υποδοχή ήταν θερμή. Γερμανοί αξιωματικοί και κάτοικοι της πόλεως υποδέχθηκαν το Δ' Σώμα Στρατού, ενώ μπάντα παιάνιζε προς τιμή τους.

Στις αρχές του 1918, με την κατηγορία ότι ασκούσαν προπαγάνδα, 25 Έλληνες αξιωματικοί οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Βερλ της Βεστφαλίας, ενώ άλλοι 17 στις φυλακές του Κόνιγκσμπεργκ. Οι στρατιώτες υπέφεραν από ποικίλες στερήσεις, είχαν ελλιπή διατροφή και αντιμετώπιζαν συνθήκες αφόρητου κρύου στις παράγκες του στρατοπέδου, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους περίπου 400 άτομα, τα περισσότερα από φυματίωση. Οι Γερμανοί απαίτησαν από τους στρατιώτες να συμμετέχουν σε αγροτικές ασχολίες, ενώ ορισμένοι διασκορπίστηκαν βίαια, από την Κολωνία μέχρι και το Μπρέσλαου, σε πολεμικές βιομηχανίες, ορυχεία, εργοστάσια και αλλού. Οι Έλληνες «όμηροι» έβγαλαν δική τους εφημερίδα, που εκδόθηκε σε όλη τη Γερμανία και ηχογράφησαν ρεμπέτικα και παραδοσιακά τραγούδια. Εκεί, τον Ιούλιο του 1917, έγινε για πρώτη φορά παγκοσμίως και η ηχογράφηση ενός μπουζουκιού. Αξιόλογη ήταν επίσης η πνευματική και πολιτιστική δράση πολλών Ελλήνων αιχμαλώτων καλλιτεχνών και διανοουμένων, όπως του κομμουνιστή Υπολοχαγού, μετέπειτα θεατρικού συγγραφέα, Βασίλη Ρώτα. Τον Νοέμβριο του 1918, μετά την λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, οι βασιλόφρονες αξιωματικοί, φοβούμενοι αντίποινα, αρνήθηκαν να επιστρέψει το Δ' Σώμα Στρατού στην Ελλάδα. Πολλοί στρατιώτες συμμετείχαν στην επανάσταση των Σπαρτακιστών της Ρόζας Λούξεμπουργκ, με αίτημα την άμεση επιστροφή τους στην Ελλάδα. Μετά την αποτυχία της εξεγέρσεως αρκετοί δραπέτευσαν και επέστρεψαν κατά τμήματα στην Ελλάδα, όπου οι βασιλόφρονες υπέστησαν διώξεις και κατηγορήθηκαν για προδοσία. Ο Κουρκουλάκος κρατήθηκε στο Γκαίρλιτς ως το 1918 όταν αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε στην Ελλάδα.

Μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου κι ύστερα από διαπραγματεύσεις, άρχισε η απέλαση, που ολοκληρώθηκε όταν οι τελευταίοι 600 Έλληνες στρατιώτες αναχώρησαν με προορισμό την Ελλάδα. Με την συνοδεία Αμερικανών αξιωματικών, που εκπροσωπούσαν τους νικητές συμμάχους, μεταφέρθηκαν τον Φεβρουάριο του 1919 από το Γκαίρλιτς στο Φιούμε της Ριέκα σιδηροδρομικώς και από εκεί με πλοίο στην Ελλάδα, πολλοί απ' αυτούς έχοντας μαζί τους τις Γερμανίδες γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Περισσότεροι από 200 Έλληνες εγκαταστάθηκαν οριστικά στο Γκέρλιτς, όπου το 1921, ιδρύθηκε ο «Ελληνικός Σύνδεσμος Γκαίρλιτς» που διαλύθηκε με την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία [8]. Η υποδοχή των στρατιωτών και των αξιωματικών τους στην Ελλάδα που διοικούσε το καθεστώς του Βενιζέλου ήταν απολύτως εχθρική και διαδραματίστηκαν σε βάρος τους πολλά έκτροπα, από οπαδούς του Βενιζέλου. Οι αξιωματικοί παραπέμφθηκαν σε στρατοδικεία και καταδικάστηκαν, ενώ οκτώ από αυτούς, ανάμεσα τους και ο Καράκαλος που διαδέχθηκε τον Χατζόπουλο μετά τον θάνατο του, στη ποινή του θανάτου. Τελικά οι θανατικές καταδίκες δεν εκτελέστηκαν, ενώ πολλοί, που φυλακίστηκαν στην Κρήτη και σε άλλα νησιά, απελευθερώθηκαν λίγους μήνες αργότερα με την εκλογική ήττα του Βενιζέλου το 1920 και την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου Α' στον θρόνο.

Μεσοπόλεμος

Μετά την επάνοδο του στην Ελλάδα ο τότε υπολοχαγός Κουρκουλάκος αποτάχθηκε και συμμετείχε στην οργάνωση των Πολιτικών Συλλόγων του Λαϊκού Κόμματος του Δημητρίου Γούναρη, μια φυσική μετεξέλιξη των οργανώσεων των Επιστράτων. Στις εκλογές του 1920 ηττήθηκε ο Βενιζελισμός και οι αξιωματικοί που τιμωρήθηκαν από το βενιζελικό καθεστώς, μεταξύ τους και ο Κουρκουλάκος, αποκαταστάθηκαν πήραν προαγωγές και απεστάλησαν στο Μέτωπο της Μικράς Ασίας, το οποίο ήταν ήδη σε έξαρση.

Ο Κουρκουλάκος συμμετείχε στην Μικρασιατική εκστρατεία με το βαθμό του Λοχαγού και υπήρξε Διοικητής του 1ου Λόχου του 22ου Τάγματος Πεζικού στη Μάχη στον Σαγγάριο ποταμό. Στη μάχη της 30ης Αυγούστου 1921 η μονάδα του συγκράτησε μετά από πείσμονα αγώνα έχοντας αρκετές απώλειες την ισχυρή επίθεση των Τούρκων στη γραμμή Καρτάλ Τεπέ-Πολατλί, όμως αναγκάστηκε να υποχωρήσει, αφού και ο ίδιος τραυματίστηκε εξαιρετικά σοβαρά, λόγος για τον οποίο, τον Απρίλιο του 1926, τέθηκε σε προσχηματική ειδική αποστρατεία -επρόκειτο προφανώς για μία ακόμη πολιτική δίωξη του καθώς την ίδια περίοδο τέθηκε σε τιμητική αποστρατεία και ο αδελφός του Ταγματάρχης Στέφανος Κουρκουλάκος- για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών [9]. Το 1928 απέκτησε Δίπλωμα Τοπογράφου Μηχανικού από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και εργάστηκε για κάποια χρόνια στις Τεχνικές υπηρεσίες του Δήμου Πειραιώς [10]. Το 1934 αποτέλεσε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της εθνικιστικής οργανώσεως Ο.Ε.Κ.Κ. [«Οργάνωσις Εθνικών και Κοινωνικών Κατεύθυνσεων»] όπου είχε αρχηγό τον Ευάγγελο Κυριάκη. Μερικά από τα πλέον προβεβλημένα μέλη της οργανώσεως, πέραν του Κουρκουλάκου, ήταν οι Θεόδωρος Σκυλακάκης, ο γιος του Παύλου Μελά ο Μίκης Μελάς, ο Νικόλαος Λούρος, ο Απόστολος Παπαγεωργίου και η Σίτσα Καραϊσκάκη. Η οργάνωση εξέδιδε την εφημερίδα «Κράτος».

Β' Παγκόσμιος πόλεμος

Ο Κουρκουλάκος ανακλήθηκε από την πολεμική διαθεσιμότητα, με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη, συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο ως διοικητής του 52ου Συντάγματος Πεζικού και συμμετείχε στην πολύνεκρη μάχη της Κλεισούρας κατά των Ιταλικών δυνάμεων, τον Δεκέμβριο του 1940 ενώ από τον Μάρτιο του 1941 ως την κατάρρευση του Ελληνογερμανικού πολέμου, στο τέλος Απριλίου του 1941, διατέλεσε διοικητής του 66ου Συντάγματος Πεζικού. Μετά την κατάληψη της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα ο Κουρκουλάκος, όπως και ο αδελφός του, υπήρξε θιασώτης της δημιουργίας Κυανόλευκης Μεραρχίας η οποία θα πολεμούσε στο πλευρό των Γερμανικών στρατευμάτων στο Ανατολικό μέτωπο. Σύμφωνα με τον Θρασύβουλο Τσακαλώτο, ο οποίος συμμετείχε σε σχετική σύσκεψη, καθώς ήταν υπασπιστής του υπουργού Γεωργίου Μπάκου, «...Οι µόνοι οι οποίοι τότε εδέχθησαν ήσαν δύο συνταγµατάρχαι» [11], ενώ την ίδια άποψη καταθέτει και ο ιστορικός Ιάκωβος Χονδροµατίδης που αναφέρει σχετικά: «Θιασώτες της Κυανόλευκης Μεραρχίας ήταν ο συνταγµατάρχης Νικ. Κουρκουλάκος μαζί µε τον αδερφό του Στέφ. Κουρκουλάκο» [12].

Σύνταγμα Ασφαλείας Πελοποννήσου

Στις αρχές του 1944 ο Κουρκουλάκος διατάχθηκε, από την κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη και τον, επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας, Ιωάννη Πλυτζανόπουλο, να μεταβεί στην Πάτρα προκειμένου να αναλάβει τη Διοίκηση των Ταγμάτων της Πελοποννήσου, όσων υπήρχαν κι αυτών που επρόκειτο να δημιουργήσει ο ίδιος. Στις 18 Ιανουαρίου 1944 μετακινήθηκε και εγκαταστάθηκε στην Πάτρα το 2ο Τάγμα του 1ου Συντάγματος Ευζώνων Αθηνών. Αρχικά το αποτελούσαν 600 άνδρες στρατολογημένοι στην Αθήνα που αποτέλεσαν τον πυρήνα του 2ου Συντάγματος Ευζώνων Πατρών που διέθετε δύναμη τριών ταγμάτων και είχε διοικητή τον Συνταγματάρχη Κουρκουλάκο. Στην ανάπτυξη του το 2ο Σύνταγμα Ασφαλείας Πελοποννήσου διέθετε συνολικά 2.500 άνδρες, δύναμη πυρός από 8 πυροβόλα, πλέον των τεσσάρων της διώρυγος της Κορίνθου. Το 1ο Τάγμα του 2ου Συντάγματος, 41 αξιωματικοί και 860 οπλίτες, που συγκροτήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1944, και το 2ο Τάγμα, 41 αξιωματικοί και 1.165 οπλίτες, εγκαταστάθηκαν στην Πάτρα, ενώ το 3ο εγκαταστάθηκε στην Κόρινθο, περί τις 20 Απριλίου του ίδιου χρόνου. Κάθε τάγμα είχε τέσσερις Λόχους, με συνεχή αρίθμηση. Στο 3ο Τάγμα, αυτό της Κορίνθου, ανήκαν οι 9ος έως και ο 12ος Λόχος. Από αυτούς ο 10ος εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, με μια διμοιρία του στο Άργος. Στις 19 Μαΐου 1944, το 2ο Σύνταγμα Πατρών έστειλε στον Πύργο Ηλείας το 4ο Τάγμα, των 5 λόχων, με συνολική δύναμη 650 μαχητών. Το Μάιο του 1944 η συνολική δύναμη των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Πελοπόννησο ανέρχονταν, σύμφωνα με εκτιμήσεις, στις 8.000 αξιωματικούς και οπλίτες. Η έδρα της Διοικήσεως του Συντάγματος Ευζώνων ήταν το αρχοντικό σπίτι της οικογένειας Μενούνου, όπου βρίσκονταν και το αρχηγείο του Κουρκουλάκου που με την ανάληψη των καθηκόντων του εξέδωσε διαταγή με την οποία καλούσε όλους τους εν ενεργεία αξιωματικούς και υπαξιωματικούς που μισθοδοτούνταν από τη Στρατιωτική Διοίκηση Πατρών να δηλώσουν αν επιθυμούσαν να αναλάβουν υπηρεσία στα Τάγματα Ασφαλείας. Η διαταγή διευκρίνιζε πως όσοι δήλωναν ότι δεν επιθυμούσαν να καταταγούν θα διακοπτόταν η μισθοδοσία τους [13].

Τάγμα Ασφαλείας Πατρών

Ο εθνικιστής και μέλος των Ταγμάτων Ασφαλείας Βασίλειος Σταυρογιαννόπουλος αναφέρει [14] σε έργο του τα ονόματα δεκαεπτά αξιωματικών του 2ου Συντάγματος Ασφαλείας Πατρών, μεταξύ τους ο συνταγματάρχης Νικόλαος Κουρκουλάκος, οι αντισυνταγματάρχες Θεόδωρος Λεοντοκανάκης, Γεώργιος Οικονόμου, Αντώνιος Χατζησταματίου, Δημοσθένης Γεωργακόπουλος και Ευθύμιος Παπαβασιλείου, οι ταγματάρχες Παναγιώτης Καφεντζοπουλος, Θωμάς Κλεινάκης, Γεώργιος Τουλιόπουλος, Γεώργιος Παλαντζής καί Κρατίνος Ζαλοκώστας, οι λοχαγοί Δημήτριος Κάρλος, Δημήτριος Σεβαστάκης, Μιχαήλ Λαδακάκος, Φώτιος Παχής και τέλος οι υπολοχαγοί Νικόλαος Ευθυμίου και Παναγιώτης Μαριόλης [15]. Στις 21:50' το βράδυ της 8ης Μαΐου του 1944 συνέβη η δολοφονία δυο οπλιτών του 5/42 καθώς και του διερχομένου εκείνη τη νύχτα ανύποπτου πολίτη Θεμιστοκλή Διακίδη, οι οποίοι δέχθηκαν τυφλά πυρά, που ρίχτηκαν στην διασταύρωση των οδών Τριών Ναυάρχων και Κανακάρη, από συμμορίτες του Ε.Α.Μ./Ε.Λ.Α.Σ. Άνδρες των Ταγμάτων παρέλαβαν από το κρατητήριο των Ταγμάτων Ασφαλείας στου Βουδ, την ευθύνη της φυλακής είχε ο λοχίας Λέκκας του Τάγματος Ασφαλείας, ένδεκα κομμουνιστές κρατούμενου, μεταξύ τους και ο εκ των ιδρυτών του Ε.Α.Μ. δικηγόρος Χωμενίδης, τους οποίους ο Κουρκουλάκος διέταξε να απαγχονίσουν στην Πλατεία Ψηλά Αλώνια και «Τά σώματα τών άπαγχονισθέντων αίωροΰντο έπί 24 ώρας έπί τών δένδρων [τής πλατείας]...» [16]. Ικανό χρονικό διάστημα πριν την απελευθέρωση της Ελλάδος και την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής από τη χώρα ο Κουρκουλάκος με δήλωση του συντάχθηκε με την εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής, ενώ σε ανάλογο τόνο ήταν το μήνυμα που απηύθυνε προς τους κατοίκους του Πύργου Ηλείας μετά την αποχώρηση των Γερμανών στρατιωτών, στις 4 Σεπτεμβρίου 1944.

Τάγμα Ασφαλείας Πύργου Ηλείας

Διοικητής του Τάγματος Ασφαλείας Πύργου ήταν ο ταγματάρχης Γεώργιος Κοκκώνης. Το τάγμα διέθετε δύναμη τετρακοσίων ανδρών, ενώ άλλους εκατό άνδρες είχε n διοίκηση Χωροφυλακής. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1944, την ημέρα της αποχωρήσεως των Γερμανών, ο Κοκκώνης κήρυξε την πόλη ελεύθερη, έπαψε να δέχεται εντολές από την κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη και διοικούσε εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου Β', αναμένοντας διαταγές από την εξόριστη κυβέρνηση. Παράλληλα, σε ένδειξη πνεύματος ομοψυχίας και καλής θελήσεως, ο Ταγματάρχης αποφάσισε και απέλυσε από τις φυλακές 600 κρατούμενους κομμουνιστές. Σε τηλεφωνική παρατήρηση του στρατηγού Κουρκουλάκου για το επικίνδυνο της αποφάσεως του, απάντησε ότι έχει την δυνατότητα να τους συλλάβει και πάλι, ανά πάσα στιγμή, εκτιμώντας απολύτως λανθασμένα την επικρατούσα κατάσταση. Εκπρόσωποι του Τάγματος και των αρχών του Πύργου διαβίβασαν στις συμμορίες του ΕΛΑΣ την απόφαση τους: «Κρατούμε την πόλιν, κυριαρχείτε εις την ύπαιθρο. Ζήτημα ελαχίστων ωρών είναι η αποστολή διαταγών δια τα περαιτέρω. {...} Aν χρειάζεσθε υλικά, τα οποία υπάρχουν εις την πόλιν, (φάρμακα και παρόμοια είδη), και δεν υπάρχουν εις την ύπαιθρο, να τα προμηθευτείτε από την πόλιν....». Η απάντηση των συμμοριών του ΕΛΑΣ είναι απόλυτη: «Είστε στρατός του εχθρού. Είσθε oι εχθρικές οπισθοφυλακές. Kαι δεν σας μένει άλλο, από την συμμόρφωση με τις γενικές συμμαχικές εντολές : Την άνευ όρων παράδοσιν».

Ο ταγματάρχης Κοκκώνης απέρριψε την άνευ όρων παράδοση του Τάγματος παρά την αντίθετη άποψη του αντισυνταγματάρχη Χωροφυλακής Καμάρη και το ξημέρωμα της 8ης Σεπτεμβρίου άρχισε η επίθεση του ΕΛΑΣ Ηλείας, που ήταν ενισχυμένος με δυνάμεις από την Αρκαδία, την περιοχή της Ολυμπίας και την Αχαΐα. Συνολικά κατά του Πύργου επέδραμαν: Το 3ο ανεξάρτητο Τάγμα Ηλείας υπό τον Ταγματάρχη Μαντούκο, που διεύθυνε την επιχείρηση, το Τάγμα της Ολυμπίας, το 3ο ανεξάρτητο Τάγμα Μεγαλοπόλεως, Τμήματα των ταγμάτων Αχαΐας και Αιγιαλείας, συνολικής δυνάμεως 1.500 ανδρών στους οποίους περιλαμβάνονταν οι εφεδρικοί και οι βοηθητικές δυνάμεις. Οι ένοπλες κομμουνιστικές συμμορίες χρησιμοποίησαν κατά της Διοικήσεως Χωροφυλακής και του ξενοδοχείου Ματζέστικ που ήταν οι κύριοι στόχοι τους, ατομικά τυφέκια, αυτόματα οπλοπολυβόλα, πολυβόλα, μυδράλια και άλλο οπλισμό Γερμανικής προελεύσεως που περιήλθε στην κατοχή τους μετά από συμφωνίες που υπέγραψαν με τους Γερμανούς ώστε να μην παρεμποδίσει την οπισθοχώρηση τους. Νωρίς το πρωί της ίδιας ημέρας φονεύεται μαχόμενος ο ταγματάρχης Κοκκώνης. Οι άνδρες του Τάγματος Ασφαλείας μάχονται δίχως ηγεσία δυο ολόκληρα 24ωρα κι ύστερα κάπου τριακόσιοι χωροφύλακες και άνδρες του Τάγματος Ασφαλείας διέφυγαν προς την Πάτρα, αφήνοντας πίσω τους διακόσιους νεκρούς συναγωνιστές τους, δεκάδες απ' αυτούς απανθρακωμένοι σε πυρπολημένα οικήματα, ενώ περισσότερους από εκατό νεκρούς είχαν οι κομμουνιστικές συμμορίες. Στην Πάτρα, έφθασαν και τέθηκαν στις άμεσες διαταγές του στρατηγού Κουρκουλάκου οι 140 καθώς οι υπόλοιποι φονεύθηκαν σε γερμανικό ναρκοπέδιο. Ο μαρξιστής Μητροπολίτης Ηλείας Αντώνιος, σε λόγο που εκφώνησε στην Αμαλιάδα καταράστηκε τα Τάγματα Ασφαλείας και την Χωροφυλακή για την σθεναρή αντίστασή τους.

Η Πάτρα υπό πολιορκία

Στις 11 Σεπτεμβρίου, με αφορμή επικείμενη επίθεση συμμοριών του Ε.Λ.Α.Σ. στην Πάτρα ο Κουρκουλάκος κήρυξε την πόλη σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Στις 15 Σεπτεμβρίου με επιστολή του προς την εξόριστη ακόμη κυβέρνηση Εθνικής ενότητας και τον Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου προσωπικά, γνωστοποιεί την ακραία βία που χρησιμοποιούσε ο Άρης Βελουχιώτης αλλά και στη θυματοποίηση των ανδρών των Ταγμάτων, εξαιτίας της θηριωδίας του κομμουνιστικού Ε.Λ.Α.Σ. που οργάνωνε επιθέσεις σε πολλές πόλεις της Πελοποννήσου εναντίον αθώων πολιτών. Στην επιστολή του χαρακτηρίζει τον Βελουχιώτη ως απόλυτα αιμοδιψή και απάνθρωπο χαρακτήρα, ζητώντας οδηγίες για την αντιμετώπιση του. Γράφει χαρακτηριστικά ο Κουρκουλάκος: «....Η πόλις των Καλαμών παραδοθείσα άνευ μάχης τη μεσολαβήσει Άγγλου αξιωματικού της Σ.Δ.Α.Π. παρεδόθη και αυτή εις τας φλόγας και την σφαγών {...} Ο Άρης Βελουχιώτης κυρίαρχος, σφάζει, καίει, αρπάζει διότι η Ελλάς διά να γένη τιμάριον του πρέπει να κοκκινίσει εις το αίμα. {...} Εάν μας θεωρείτε προδότας δύνασθε να μας δικάσετε. Είμεθα εδώ, αλλά προς Θεού ελάτε και απαγορεύσατε εις τον Βελουχιώτην να μεταβάλλει την Ελλάδα εις χώρον ερειπίων και πένθους» [17]. Οι διαπραγματεύσεις, που έγιναν μεταξύ εθνικιστών και κομμουνιστών με τη μεσολάβηση του Σουηδού εκπροσώπου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ναυάγησαν και στις 16 Σεπτεμβρίου οι επικεφαλής κομμουνιστές της αποκαλούμενης VIII Ταξιαρχίας του Ε.Λ.Α.Σ. απέστειλαν τελεσίγραφο ζητώντας την αποχώρηση των Ταγμάτων Ασφαλείας από την Πάτρα και την παράδοση του οπλισμού τους όμως αυτό απορρίφθηκε από τον Κουρκουλάκο. Στις 19 Σεπτεμβρίου, διεκπεραιώθηκε στην Πάτρα και το 2ο Τάγμα του 3ου Συντάγματος Ευζώνων Ναυπάκτου, δυνάμεως 47 αξιωματικών και 400 οπλιτών, καθώς και άλλες μικρότερες μονάδες. Στην πρωτεύουσα της Αχαΐας, μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1944, είχε συγκεντρωθεί δύναμη τεσσάρων Ταγμάτων, με ετοιμοπόλεμους και ικανούς μαχητές αποφασισμένους να υπερασπίσουν την πόλη με κάθε κόστος, έτσι οι συμμορίες του Ε.Λ.Α.Σ., που σύντομα πολιόρκησαν την πόλη, δεν διακινδύνευσαν επίθεση.

Παράδοση Συντάγματος Ασφαλείας

Τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1944 στο Συνταγματάρχη Κουρκουλάκο κοινοποιήθηκε διαταγή του Διοικητού του Βρετανικού στρατιωτικού τμήματος που είχε πέσει με αλεξίπτωτα στην περιοχή του Αράξου:
«Διαταγή Διοικητού συμμαχικών δυνάμεων Βορειοδυτικής Πελοποννήσου
Προς τα Τάγματα Ασφαλείας Πατρών
Διατάσσω όπως άπαντες οι αξιωματικοί και οπλίται των Ταγμάτων Ασφαλείας, εξέλθουν των συνόρων της πόλεως και παραδοθώσι μετά τον οπλισμού των εις τας υπ’ εμέ Βρετανικάς δυνάμεις, οίτινες θα τα υποδεχθώσι και μεριμνήσωσι δια την παραλαβήν και ασφάλειαν αυτών. Ημέραν και ώραν παραδόσεως αυτών καθορίζω την 4ην Οκτωβρίου 1944 και ώραν μίαν μετά τη δύσιν του ηλίου μέχρι της 12ης νυχτερινής. Σημείον υποδοχής αυτών καθορίζω ανατολικώς της πόλεως Πατρών τας θέσεις Ψαροφάη και η δευτέρα μεταξύ Στρατώνων 12ου Συντάγματος και Εγλυκάδος, σημεία οίτινα θα υποδεχθούν Αγγλικαί περίπολοι.»

Κατόπιν αυτής της διαταγής, ο Συνταγματάρχης Κουρκουλάκος, λίγο πριν το μεσημέρι της 1ης Οκτωβρίου συγκάλεσε σε σύσκεψη τους διοικητές των Ταγμάτων και Λόχων καθώς και τους επιτελείς τους αξιωματικούς, προκειμένου να συναποφασίσουν. Την ίδια ημέρα αργά το απόγευμα οι μαχητές των Ταγμάτων δυνάμεως ενός Λόχου Διοικήσεως, 150 μαχητών, και άλλοι 18 Λόχοι Πεζικού εξήλθαν εν πλήρη τάξη από την πόλη και παρέδωσαν τον οπλισμό τους στους Άγγλους, με την προσωπική μεσολάβηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου εκπροσώπου της Ελληνικής κυβερνήσεως ο οποίος είχε μόλις φθάσει από την Ιταλία, ενώ οι Γερμανικές δυνάμεις κατοχής βρίσκονταν ακόμη στην Πάτρα την οποία εγκατέλειψαν στις 4 Οκτωβρίου. Συνολικά 1.475 αξιωματικοί και οπλίτες του 2ου Συντάγματος Ευζώνων Πατρών φυλακίστηκαν σε παραλιακά στρατόπεδα συγκεντρώσεως στις θέσεις Εγκλυκάδα και Ψαροφάι και στη συνέχεια μέχρι τις 14 Οκτωβρίου 1944, στο Στρατόπεδο του Αράξου. Μετά από μερικές εβδομάδες οι τελευταίοι 201, όσοι δεν είχαν ήδη διαφύγει, μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στην Ιταλία και επέστρεψαν στην Ελλάδα στις 13 Μαρτίου του 1945. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, το Τάγμα Ευζώνων Κορίνθου μετονομάστηκε σε «Τάγμα Ε.Δ.Ε.Σ. Κορίνθου», όμως στις 6 Οκτωβρίου κι αυτό το Τάγμα υποχρεώθηκε να παραδοθεί στους Άγγλους και 180 από τους άνδρες του μεταφέρθηκαν υπό φρούρηση στις Σπέτσες και από εκεί μεταφέρθηκαν στου Γουδή στην Αθήνα.

Συμμοριοπόλεμος

Ο Κουρκουλάκος μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την απελευθέρωση της Ελλάδος επιλέχθηκε μεταξύ των Αξιωματικών που κρίθηκαν άξιοι και ικανοί να στελεχώσουν τον υπό ανασυγκρότηση Ελληνικό Στρατό. Την Άνοιξη του 1947 ο βουλευτής Δημήτριος Κούτσικας κατέθεσε πρόταση στην Ελληνική Βουλή, σχετικά με τον πλέον πρόσφορο τρόπο καταστολής της κομμουνιστικής ανταρσίας και είπε μεταξύ άλλων: «....Επειδή και εγώ έχω μικράν τινα πείραν του ανταρτοπολέμου, εάν ηρωτώμην περί του ποίον κρίνω ικανόν και άξιον να αναλάβη την ηγεσίαν [του Εθνικού Στρατού] εν Πελοποννήσω, θα έλεγον ότι ο Συνταγματάρχης Κουρκουλάκος, τον οποίον καλώς γνωρίζω και του οποίου την εθνικήν δράσιν επίσης καλώς γνωρίζω, είναι ο ενδεδειγμένος να αναλάβη την ηγεσίαν αυτήν» [18]. Ο Κουρκουλάκος, αρχικά ως Συνταγματάρχης και στη συνέχεια με το βαθμό του Ταξιάρχου πήρε μέρος στον συμμοριοπόλεμο και υπηρέτησε ως Αναπληρωτής Στρατιωτικού Διοικητή της Πελοποννήσου.

Στις 6 Οκτωβρίου 1955 ο Συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Ιατρού, της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, με αίτημα του [19] προς τον Κουρκουλάκο ζήτησε την σύνταξη εκ μέρους του και την αποστολή στη Δ.Ι.Σ. εκθέσεως σχετικής με την δράση του στα τάγματα Ασφαλείας όμως, στις 15 Μαρτίου του ίδιου έτους, ο Κουρκουλάκος αρνήθηκε την υποβολή σχετικού εγγράφου [20]. Αρνητική ήταν επίσης και η απάντηση άλλων πρωταγωνιστών εκείνης της περιόδου, μεταξύ τους οι Ιωάννης Πλυτζανόπουλος, Ταβουλάρης, Παπαθανασόπουλος, Γερακίνης, Μουστακόπουλος και Καφετζόπουλος [21]. Μετά την αποστρατεία του και μέχρι το 1960 διατέλεσε γενικός διευθυντής των τεχνικών υπηρεσιών του Δήμου Πειραιώς. Υπήρξε πρόεδρος της Ανωνύμου Εταιρείας Βιομηχανίας Αζωτούχων Λιπασμάτων [Α.Ε.Β.Α.Λ.), πρόεδρος του Εθνικού Ιδρύματος Αποκαταστάσεως Αναπήρων και πρόεδρος της Α.Ε. Ηλεκτρομηχανική. Στενός συγγενής του ήταν ο τότε Λοχαγός Μιχαήλ Δημητ. Κουρκουλάκος, στέλεχος της Κ.Υ.Π. στη Θεσσαλονίκη, που κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας όσων δικάστηκαν για την υπόθεση της συνωμοσίας στο στράτευμα, τη γνωστής ως υπόθεση «Ασπίδα», όπου επίορκοι αξιωματικοί συνέπλευσαν με τον Ανδρέα Παπανδρέου στην προσπάθεια ανατροπής της νόμιμης κυβερνήσεως και του Βασιλιά Κωνσταντίνου Β'.

21η Απριλίου 1967

Ο Κουρκουλάκος συνεργάστηκε με ιδιαίτερη προθυμία και ζήλο με την Επαναστατική Κυβέρνηση της 21ης Απριλίου 1967 υπό τον Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπαδόπουλο. Το Φθινόπωρου του 1967 στον Κουρκουλάκο ανατέθηκαν καθήκοντα Προέδρου στην Συντονιστική Επιτροπή Προβολής Ελληνικής Οικονομίας [Σ.Ε.Π.Ε.Ο.], με στόχο την προτίμηση των εγχωρίων προϊόντων από την εσωτερική αγορά [22] η οποία λειτουργούσε υπό την εποπτεία του Νικόλαου Μακαρέζου.

Διοικητής Αγροτικής Τράπεζας

Στις 13:15' της 13ης Φεβρουαρίου 1969 ο Κουρκουλάκος ορκίστηκε ενώπιον του Αντιβασιλέως Γεωργίου Ζωιτάκη και του ανατέθηκαν καθήκοντα Διοικητού [23] [24] της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος όπου χρέη Κυβερνητικού Επιτρόπου ασκούσε ο Ταγματάρχης Παπαγεωργίου έως τότε Υπασπιστής του Στέφανου Καραμπέρη, επικεφαλής του κλιμακίου της Κ.Υ.Π. Βορείου Ελλάδος. Διαδέχθηκε στην θέση του Διοικητού τον Ιωάννη Παπαβλαχόπουλο ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα Υφυπουργού Γεωργίας στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπαδόπουλου. Αν και η τοποθέτηση του στη θέση του Διοικητή της Αγροτικής Τράπεζας αποδίδεται σε προσωπική γνωριμία του με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο από την εποχή της δράσεως των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Πάτρα τα σχετικά δημοσιεύματα, σε Ελληνικά έντυπα κι ηλεκτρονικά μέσα περί της δήθεν συμμετοχής του Παπαδόπουλου ως αξιωματικού στα Τάγματα Ασφαλείας του Νομού Αχαΐας, αποδείχθηκαν ψευδή κι αναξιόπιστα, καθώς δεν επιβεβαιώνονται από καμία γραπτή ή προφορική πηγή και μαρτυρία.

Υφιστάμενοι του Κουρκουλάκου στο Σύνταγμα Ευζώνων Πατρών ήταν ο Ναυπάκτιος Δημήτριος Πατίλης, Β' αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως, στενός συνεργάτης του Παπαδόπουλου, εκ των πρωτεργατών της 21ης Απριλίου 1967 αλλά και ο Νικήτας Σιώρης, μετέπειτα Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων στην ίδια κυβέρνηση. Παρά την ανυπαρξία στοιχείων που να συνδέουν τον Παπαδόπουλο με τον Κουρκουλάκο ο Καραμανλικός δημοσιογράφος Γιώργος Τράγκας υποστήριζε ως το τέλος της ζωής του αυτές τις ψευδείς ειδήσεις θεωρώντας ότι πλήττει τη μνήμη του ηγέτη της 21ης Απριλίου. Ο δημοσιογράφος υποστήριζε ότι ο ίδιος είναι κάτοχος ενός αντιτύπου βιβλίου με θέμα τα Τάγματα Ασφαλείας, που έχει δήθεν γραφεί από τον Στρατηγό Κουρκουλάκο. Σύμφωνα με τις αναφορές του Γιώργου Τράγκα, ο Παπαδόπουλος ήταν μέλος των Ταγμάτων στην περιοχή της Αχαΐας, όμως όπως είναι γνωστό, ο τότε Υπολοχαγός Παπαδόπουλος δεν απομακρύνθηκε από την Αθήνα την περίοδο της Κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονος. Παράλληλα ο Στρατηγός Κουρκουλάκος όχι μόνο δεν υπήρξε συγγραφέας σχετικού βιβλίου, αλλά αρνήθηκε ακόμη και να υποβάλλει αναφορά με θέμα τη δράση των Ταγμάτων που διοικούσε, όπως του ζητήθηκε το 1955 από την Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.

Εκείνη την περίοδο, σύμφωνα με την γραπτή μαρτυρία του Αθανάσιου Δεσλή [25], ο Γεώργιος Γεννηματάς, τότε προϊστάμενος του τμήματος Βιομηχανίας της Αγροτικής Τράπεζας και μετέπειτα βουλευτής και υπουργός κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου, έλαβε σημείωμα απομακρύνσεως του από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Ο Παπαγεωργίου επέδωσε στον Γεννηματά σημείωμα απολύσεως του, εντός δυο ημερών, για πολιτική δραστηριότητα ασύμβατη με τα υπηρεσιακά του καθήκοντα. Ο Γεννηματάς τηλεφώνησε στον αρχηγό της Ε.Ρ.Ε.Ν. στη Βόρεια Ελλάδα, τον Αθανάσιο Δεσλή, γνωστό του από τα φοιτητικά τους χρόνια, ο οποίος έσπευσε να συναντήσει τον Γεννηματά στο γραφείο του στην Αθήνα, όπου τον βρήκε να συγκεντρώνει τα προσωπικά του αντικείμενα, παρουσία της συζύγου του Κάτιας και των δύο θυγατέρων του, της Μαρίας και της Φώφης (Φωτεινή), η δεύτερη από τις οποίες αναδείχθηκε αργότερα στη θέση του αρχηγού του κόμματος ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Ο Γεννηματάς αλλά και η σύζυγος του ζήτησαν τη βοήθεια του Δεσλή, ο οποίος απευθύνθηκε στον τότε Υπουργό Γεωργίας Παπαβλαχοπουλο που δήλωσε αδυναμία να βοηθήσει. Ο Δεσλής επιστρέφοντας την επομένη ημέρα στη Λάρισα, συναντήθηκε με τον Νίκο Ντερτιλή, τότε Διευθυντή του 2ου Επιτελικού Γραφείου της 1ης Στρατιάς, ο οποίος παρενέβη, ανέστειλε τηλεφωνικά την απόλυση του Γεννηματά και ζήτησε την απομάκρυνση του Ταγματάρχη Παπαγεωργίου από την θέση του Επιτρόπου στην Τράπεζα στην οποία ο Γεννηματάς εργάστηκε δίχως καμία δυσκολία ως το 1974 και την ανάληψη της εξουσίας από τους πολιτικούς.

Στις 17 Δεκεμβρίου 1969, διοργανώθηκε μια δημόσια τελετή προς τιμήν του Κουρκουλάκου, η οποία προβλήθηκε από την τηλεόραση της Υ.ΕΝ.Ε.Δ. [Υπηρεσία Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων] και το περιεχόμενο της κυκλοφόρησε σε ειδικό τεύχος-αφιέρωμα από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Στη διάρκεια της θητείας του, στο τέλος του Ιουνίου 1970, εγκαινιάστηκε η λειτουργία του μηχανογραφικού κέντρου της Αγροτικής Τραπέζης [26]. Ο Κουρκουλάκος αντικαταστάθηκε στη θέση του Διοικητού της Αγροτικής Τράπεζας στις 18 Ιανουαρίου του 1971 και τον διαδέχθηκε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αντώνιος Αδαμόπουλος [27]. Δεν είναι γνωστές οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν και οδήγησαν στην αντικατάσταση του, όμως πιθανότατα υπήρξαν λόγοι υγείας καθώς δεν συμμετείχε ούτε στην τελετή εγκαταστάσεως του διαδόχου του στη θέση του Διοικητή. Στις 23 Μαρτίου του 1971 με την υπογραφή ειδικού Βασιλικού Διατάγματος απονεμήθηκε στον Κουρκουλάκο ειδική τιμητική διάκριση δια τας αξιολόγους υπηρεσίας τας οποίας παρέσχεν ως Διοικητής της ΑΤΕ επ' ωφελεία των αγροτών και της Εθνικής Οικονομίας [28].

Μνήμη Νικολάου Κουρκουλάκου

Ο Κουρκουλάκος, γόνος οικογένειας στρατιωτικών από την Λακωνία, που εν ζωή κατοικούσε στην οδό Καπλανών στην Αθήνα διέθεσε το σύνολο του βίου του στο κίνημα του μαχόμενου Ελληνικού εθνικισμού από την εποχή της ομάδος των Ιαπώνων και της συστάσεως του Λαϊκού Κόμματος από τον Δημήτριο Γούναρη ως το επαναστατικό καθεστώς της 21ης Απριλίου υπό τον Γεώργιο Παπαδόπουλο τον οποίο υπηρέτησε με μοναδική συνέπεια.

Ο Κωνσταντίνος Καραλής, Αχαιός εθνικιστής συγγραφέας που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας πολλών γεγονότων εκείνης της περιόδου αναφέρεται στην προσωπικότητα του Κουρκουλάκου για τον οποίο γράφει: «Λάκων τήν καταγωγήν» ... «ψύχραιμος, έφυέστατος, εργατικός καί αεικίνητος» ... «τολμηρός, πολυμήχανος καί δραστήριος. Ήτο δεσπόζουσα φυσιογνωμία καί ό ιθύνων νους τοΰ άντικομμουνιστικοΰ αγώνος έν Πελοποννήσω» ... «Είργάζετο μέ σύστημα καί θάρρος» ... «κρατών τάς Πάτρας μέ τό άριστα έξωπλισμένον καί ώργανωμένον Σύνταγμα τών Ευζώνων» ... «Διαρκώς έστρατολογοΰσε καί έδέχετο οπαδούς άπό τόν καθημερινώς όγκούμενον χείμαρρον τών καταδιωκομένων εθνικιστών τοΰ Μωρηά καί τής Ρούμελης. Άπό τάς πρώτας ημέρας πού έγκατεστάθη εις τάς Πάτρας, εφήρμοσε σκληρά κατά τών κομμουνιστών μέτρα. Ύπήρξεν αμείλικτος καί αδυσώπητος» ... «καί σκληρά έφάρμοζεν αντίποινα κατά τάς εκκαθαριστικός επιχειρήσεις, πού έκανε συχνάκις είς τά ενδότερα τής Πελοποννήσου κατά τών δυνάμεων τοΰ ΕΛΑΣ. Πολλαί εκατοντάδες κομμουνιστών ή συμπαθούντων άντίκρυσαν τό έκτελεστικόν απόσπασμα καί τήν άγχόνην, καί πολλά χωριά, τά όποια εΐχον πιστεύσει είς τήν κομμουνιστικήν ίδεολογίαν, παρεδόθησαν είς τάς φλόγας. Ό Κουρκουλάκος εφήρμοσε τήν ώμήν βίαν κατά τών συλλαμβανομένων κομμουνιστών καί γενικώς διεξήγαγεν έν τή Β.Δ. Πελοποννήσω έναν άνευ οίκτου άντικομμουνιστικόν αγώνα...» [29].

Ο Ιωάννης Ράλλης γράφει για τον Κουρκουλάκο: «...Μόνον ο εν Πάτραις Διοικητής του Συντάγματος Ευζώνων συνταγματάρχης πεζικού Κουρκουλάκος είχε την πρόνοιαν να μη επιτρέψη την είσοδον των δυνάμεων του ΕΛΑΣ εις την πόλιν, παρά τα διαβήματα και τις επιθέσεις των, και κατώρθωσε ούτω να αποφευχθή η καταστροφή της πόλεως και η σφαγή των κατοίκων της υπό των επιδόξων απελευθερωτών της...» [30].

Εξωτερικοί σύνδεσμοι / Πηγές

Διαβάστε τα λήμματα

Παραπομπές

  1. [Κουρκουλάκος, Νικόλαος Ιωάννης Μηχανικοί, εκβιομηχάνιση, εκσυγχρονισμός, 1830-1940.]
  2. [Μνημόσυνα Εφημερίδα «Εμπρός», Κυριακή 25η Αυγούστου 1946, σελίδα 2η.]
  3. [Ο Υπολοχαγός Ιωάννης Νικολ. Κουρκουλάκος γεννήθηκε το 1920 στον Πειραιά όπου κατοικούσε τότε η οικογένεια του. Υπήρξε απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων και ανήκε στη δύναμη του 527ου Τάγματος Πεζικού. Πέθανε στις 18 Ιουλίου του 1946 στο 421ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο από ασθένεια.]
  4. [Η ΜΕΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΟΙΤΥΛΟΥ: ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ (1862-1912). Δρ. Πέπη Γαβαλά, Προϊσταμένη Γ.Α.Κ.-Αρχείων Ν. Λακωνίας.]
  5. [Λήμμα οικογένειας Κουρκουλάκου Μεγάλη Στρατιωτική & Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια], Αθήνα 1929, τόμος 4ος, σελίδα 301η.]
  6. [Το Γκαίρλιτς (Görlitz) μια παλιά πόλη στην ανατολική πλευρά του κρατιδίου της Σιλεσίας της πρώην Ανατολικής Γερμανίας (τώρα ανήκει στο γερμανικό ομόσπονδο κρατίδιο της), είναι κτισμένη από την εποχή του Μεσαίωνα στις όχθες του ποταμού Νάισε, ο οποίος αποτελεί σήμερα το φυσικό σύνορο της Γερμανίας με την Πολωνία. Την εποχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου είχε πληθυσμό 90.000 περίπου.]
  7. [Ο Συνταγματάρχης Ιωάννης Χατζόπουλος πέθανε τον Απρίλιο του 1918 στο Γκαίρλιτς. Στην κηδεία του παρέστη και εκπρόσωπος του Κάϊζερ ενώ ο θάνατός του προκάλεσε απέραντη θλίψη στους Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικούς του.]
  8. [Γεράσιμος Αλεξάτος, «Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916-1919», εκδόσεις «Αδελφοί Κυριακίδη.}
  9. [Αποστρατεία αξιωματικών Εφημερίδα Μακεδονία, 26 Απριλίου 1926, σελίδα 4η.]
  10. [Κουρκουλάκος, Νικόλαος Ιωάννης.]
  11. [Θρασύβουλος Τσακαλώτος, «40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος. Πώς εκερδίσαµε τους αγώνας µας, 1940-1949», Τυπογραφεία «Ακροπόλεως», Αθήναι 1960, τόμος Α', σελίδα 368η.]
  12. [Ιάκωβος Χονδροματίδης, «Η μαύρη σκιά στην Ελλάδα. Εθνικοσοσιαλιστικές και φασιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα του Μεσοπολέµου και της Κατοχής 1923-1945», Γνώµων Εκδοτική, Αθήνα 2017, σελίδες 138η-139η.]
  13. [Ν. Κουρκουλάκος, «Στρατιωτική Διοίκησις Πατρών, γραφείον Ι, προς την Ανεξάρτητον χρηματικήν διαχείρησιν, 25η Ιουλίου 1944», Αριθμός 107ος.]
  14. [Βασίλειος Σταυρογιαννόπουλος, «Η ζωή της κατοχής και τα Τάγματα Ασφάλειας», Αθήνα 1966, 2η έκδοση 2004, σελίδες 75η-76η.]
  15. [Βασίλειος Σταυρογιαννόπουλος, «Η ζωή της κατοχής και τα Τάγματα Ασφάλειας», Αθήνα 1966, 2η έκδοση 2004, σελίδες 75η-76η.]
  16. [Κώστας Θ Καραλής, «Ιστορία τών δραματικών γεγονότων της Πελοποννήσου 1943-1949», Αθήνα 1958, σελίδα 30η.]
  17. [Αριθμός Πρωτοκόλλου 185, Πάτραι, 15 Σεπτεμβρίου 1944, εις το «Ο Ιωάννης Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου», Αθήναι, 1947, σελίδες 143η-145η, επιμέλεια Γεώργιος Ράλλης.]
  18. [Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρίαση της 2ας Μαΐου 1947, σελίδα 694η.]
  19. [Δ.Ι.Σ./Φ.915/Α/12]
  20. [Δ.Ι.Σ./Φ.915/Γ/2ε]
  21. [Τάσος Κωστόπουλος, «Η αυτολογοκριμένη Μνήμη-Τα Τάγματα Ασφάλειας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη», Αθήνα 2005, σελίδες 113η-114η]
  22. [Η μεθόδευσις των προσπαθειών δια την προτίμησιν Ελληνικών προϊόντων. Εφημερίδα «Εμπρός», 15 Δεκεμβρίου 1967, σελίδα 6η.]
  23. [Η προχθεσινή εγκατάστασις του νέου Διοικητού της ΑΤΕ Στρατηγού Νικ. Κουρκουλάκου Εφημερίδα «Εμπρός», 15 Φεβρουαρίου 1969, σελίδα 15η.]
  24. [Ωρκίσθη και ανέλαβε τα καθήκοντα του ο νέος Διοικητής της Αγροτικής Τραπέζης. Εφημερίδα «Μακεδονία», 14 Φεβρουαρίου 1969, σελίδα 6η.]
  25. [Tο Παλληκάρι Νίκος Ντερτιλής μαζί με τον Γιάννη Στειακακην diaforos.blogspot.com]
  26. [Ετελέσθησαν τα εγκαίνια δύο μονάδων ηλεκτρικού συγκροτήματος της Α.Τ.Ε. Εφημερίδα «Μακεδονία», 1 Ιουλίου 1970, σελίδα 9η.]
  27. [Ανακοινωθέν του οίκου του Αντιβασιλέως Εφημερίδα «Μακεδονία», 20 Ιανουαρίου 1971, σελίδα 4η.]
  28. [Διακρίσεις απενεμήθησαν εις πολίτας Εφημερίδα «Μακεδονία», 25 Μαρτίου 1971, σελίδα 11η.]
  29. [Κώστας Θ Καραλής, «Ιστορία τών δραματικών γεγονότων της Πελοποννήσου 1943-1949», Αθήνα 1958, σελίδα 321η.]
  30. [«Ο Ιωάννης Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου», Αθήναι, 1947, σελίδα 121η, επιμέλεια Γεώργιος Ράλλης.]