Κυριακός Πιττάκης
Ο Κυριακός Πιττάκης Έλληνας εθνικιστής, ο πρώτος Έλληνας αρχαιολόγος και επιγραφικός, πρωτοπόρος στη διαμόρφωση της ελληνικής αρχαιολογίας και μορφή που κυριάρχησε στα αρχαιολογικά πράγματα της Ελλάδος ως τον θάνατό του, που υπήρξε ιδρυτής εταίρος, σύμβουλος από το 1837 έως το 1852, γραμματέας από το 1852 έως το 1859 και αντιπρόεδρος από το 1859 έως το 1863 της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, γεννήθηκε το 1798 στη συνοικία του Ψυρή στις υπώρειες της Ακροπόλεως των Αθηνών και πέθανε στις 23 Οκτωβρίου 1863 στην Αθήνα.
Ήταν παντρεμένος με την Αικατερίνη Μακρή, κόρης του Προκόπιου Μακρή, πρόξενου της Αγγλίας στα Ιόνια νησιά και αδελφή της Θηρεσίας [Τερέζας] Μακρή [1] και από το γάμο τους γεννήθηκε η Μαριάννα, μετέπειτα σύζυγος του Πανεπιστημιακού καθηγητή Κωνσταντίνου Φρεαρίτη.
Περιεχόμενα
Βιογραφία
Κατάγονταν από μια από τις ιστορικότερες αρχοντικές οικογένειες των Αθηνών. Έμαθε τα πρώτα γράμματα από τον Μεσολογγίτη λόγιο Ιωάννη Παλαμά, διευθυντή της Σχολής Ιωάννη Ντέκα, ενώ υπήρξε ένας από τους μαθητές της που δέχτηκαν την οικονομική αρωγή της Φιλομούσου Εταιρείας. Aπό τους Φ. Iωάννου και Aλ. P. Pαγκαβή μαρτυρείται ότι είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Συμμετείχε ως αγωνιστής στην επανάσταση του 1821 και το 1822, ήταν στο σώμα του Οδυσσέα Ανδρούτσου που πολιορκούσε την Ακρόπολη των Αθηνών.
Ο Πιττάκης, σύμφωνα με όσα είπε ο Ραγκαβής στην κηδεία του, έπεισε τους Έλληνες πολιορκητές να δώσουν μολύβι στους Τούρκους ώστε αυτοί να μην καταστρέψουν τα μνημεία βγάζοντας από τους αρχαίους κίονες τα μολυβδοσφραγίσματα που ένωναν τους σπονδύλους μεταξύ τους, σώζοντας από βέβαιη σώθηκαν από βέβαιη καταστροφή τα μνημεία της Ακροπόλεως. Το 1824 πήγε στην Κέρκυρα για να σπουδάσει στην Ιόνιο Ακαδημία, όπου είχε δάσκαλο τον Kωνσταντίνο Aσώπιο. Σπούδασε ξένες γλώσσες, λατινικά και ιατρική, ενώ στην Κέρκυρα γνώρισε την μετέπειτα σύζυγό του Αικατερίνη Μακρή. Το 1828 ζήτησε από τον Ιωάννη Kαποδίστρια να τον διορίσει στο Δημόσιο, όμως αρνήθηκε τη θέση που του προσφέρθηκε καθώς δεν ταίριαζε με τα ενδιαφέροντά του. Αυτά τα χρόνια ασχολήθηκε με τη συλλογή επιγραφών, απόγραφα των οποίων θα στείλει αργότερα στον Aύγουστο Boeckh, που θα τις περιλάβει στο «Corpus» των ελληνικών επιγραφών.
Αρχαιολογική δράση
Ο Πιττάκης μυήθηκε και εκπαιδεύτηκε στην αρχαιολογία «...με την λεπτομερή ανίχνευσιν των Eλληνικών ερειπίων υπό την οδηγίαν του καλού μου φίλου κυρίου Φωβέλ», [2], τον Γάλλο υποπρόξενο των Αθηνών, όπως γράφει ο ίδιος. Το 1832, µε διάταγμα των Γεωργίου Κουντουριώτη και Ιωάννη Κωλέττη, ο Πιττάκης διορίστηκε «Επιστάτης των εν Αθήναις Αρχαιοτήτων», µε δικαιοδοσία στην Αττική και την Εύβοια. Το 1833 ιδρύθηκε η Αρχαιολογική Υπηρεσία του Ελληνικού Κράτους, µε το Βασιλικό Διάταγμα «Περί του σχηματισµού και της αρμοδιότητος της επί των Εκκλησιαστικών και της Δηµόσιας Εκπαιδεύσεως Γραμματείας της Επικρατείας» στην οποία ο Πιττάκης ανέλαβε υπεύθυνος για τη Στερεά Ελλάδα,, και τον ίδιο χρόνο μαζί με σημαντικές προσωπικότητες των Αθηνών ίδρυσε την «Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία», της οποίας διετέλεσε γραμματέας & αντιπρόεδρος. Ως υποέφορος Στερεάς Eλλάδος διεξήγαγε την πρώτη ανασκαφή στην Aκρόπολη των Αθηνών. Στις 14 Οκτωβρίου 1834, με απόφαση του βασιλιά Όθωνα ο Πιττάκης διορίστηκε Έφορος του Κεντρικού Μουσείου.
Το 1836 διορίστηκε έφορος του Κεντρικού Μουσείου που στεγαζόταν τότε στο ναό του Ηφαίστου στο Θησείο και αργότερα υποέφορος της Στερεάς Ελλάδος, σε μία εποχή κατά την οποία η αρχαιολογία έστρεψε το βλέμμα στο παρελθόν κι αφοσιώθηκε στην ανακάλυψη της αρχαίας Ελλάδας, βοηθώντας με την αρχαιογνωσία την εξέλιξη και την ανάπτυξη του εθνικισμού, καθώς και τη διεκδίκηση της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού. Το 1836 κατεδάφισε το μεσαιωνικό παλάτι που υπήρχε στα προπύλαια και τους φράγκικους θόλους από την Πινακοθήκη, το αρχαίο κτίσμα της Ακροπόλεως κοντά στα Προπύλαια. Τον Μάιο του 1837 ανέλαβε υπεύθυνος ανασκαφών και αναστηλώσεων της Ακρόπολης και παρά τις δυσκολίες καθάρισε τα χώματα και τα σπασμένα μέλη των ναών από τα Προπύλαια μέχρι και τον Παρθενώνα.
Ο Πιττακής συγκρότησε τις πρώτες δημόσιες συλλογές, οι οποίες στεγάστηκαν στα καλύτερα σωζόμενα μνημεία, όπως η Βιβλιοθήκη του Αδριανού, η Ακρόπολη, ο Πύργος των Ανέμων και το Θησείο. Παράλληλα συνέταξε καταλόγους, στερέωσε τα αρχαία και εντοίχισε τα μικρά τμήματα σε ξύλινα πλαίσια, ενώ στερέωσε τα περίοπτα έργα με σιδερένιους γόμφους. Προσπάθησε να εμποδίσει την αρχαιοκαπηλία αλλά και να αποδείξει στους Ευρωπαίους ότι οι Έλληνες είναι άξιοι συνεχιστές των προγόνων τους και γράφει για την προσπάθεια του: «....Τους εξήγησα ότι είναι έργα των προγόνων μας και τους έδωσα να καταλάβουν την τιμήν και ωφέλειαν ήτις προκύπτει ίν’ αυτά [μένουν] εις ημάς, αλλά τάχα τα ήκουσαν όλοι και θέλουν να τα φυλάξουν;....». Το 1837 ο Πιττάκης ίδρυσε το περιοδικό «Αρχαιολογική Εφημερίς», το οποίο από το 1837 ως το 1860, ήταν κρατικό δημοσίευμα, συντασσόταν και εκδιδόταν σχεδόν μόνο από τον ίδιο και περιείχε εκθέσεις και μελέτες σχετικές με ανασκαφές και ευρήματα της Γενικής Εφορείας και των Αρχαιολογικών Πρακτικών, καθώς και διάφορα αρχαιολογικά νέα, ανακαλύψεις αρχαιοτήτων και την ιστορία τους όπως η ανακάλυψη, το 1822, της πηγής της Εμπεδούς, στις υπώρειες της Ακροπόλεως των Αθηνών. Το 1841, ο Πιττάκης ανακάλυψε και έβγαλε από το χώμα την Πύλη των Λεόντων, ένα από τα πιο σημαντικά σύμβολα του αρχαιολογικού χώρου των Μυκηνών.
Το διάστημα από το 1842 έως το 1843 απομάκρυνε τα μπάζα και τα υπολείμματα του τζαμιού που είχε κτιστεί το 1687, τα οποία υπήρχαν στο εσωτερικό του Παρθενώνα, ενώ στις 31 Δεκεμβρίου 1848 με απόφαση του βασιλιά Όθωνα προβιβάστηκε σε Γενικό Έφορο Αρχαιοτήτων. Ο Πιττάκης συγκέντρωσε γλυπτά από χριστιανικά µνημεία της Αττικής και στη συνέχεια με αυτά συνέθεσε έναν τοίχο, σε επαφή µε τον νότιο τοίχο της Ακροπόλεως. Ο τοίχος του αποτυπώθηκε από τον φακό του Γάλλου φωτογράφου Felix Bonfils, όμως το 1888, ο τοίχος αυτός κατεδαφίστηκε από τον αρχαιολόγο Παναγιώτη Καββαδία και τα γλυπτά, μαζί µε άλλα βυζαντινά αρχιτεκτονικά µέλη, μεταφέρθηκαν το 1915 και το 1922, στο Βυζαντινό Χριστιανικό Μουσείο. Το 1863, ο Πιττάκης ως έφορος αρχαιοτήτων, αποφάσισε και υπέγραψε την απόφαση για την ίδρυση του Μουσείου της Ακροπόλεως των Αθηνών, όμως οι εργασίες ξεκίνησαν ένα χρόνο αργότερα, όταν ήταν έφορος ο Παναγιώτης Ευστρατιάδης, και επιλέχθηκε ως σημείο ανεγέρσεως του μουσείου η θέση που πρότειναν οι Θεόφιλος Χάνσεν και Πιττάκης [3].
Ο Πιττάκης ήταν ο πρώτος μαζί με τον Ρώσο αρχιμανδρίτη Αντωνίνο που άρχισε την καταγραφή των ανωνύμων γραφημάτων των Αθηνών και είδε τα χαράγματα ως ιστορικά ντοκουμέντα και τα θεωρούσε ως μάρτυρες επιμέρους γεγονότων τα οποία αποδεικνύουν ότι η πόλη δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ στη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της, καθώς η χρονολογική συνέχεια που παρουσιάζουν τα χαράγματα σε διάφορα μνημεία αποδεικνύει την αδιάκοπη κατοίκηση της. Με τον τρόπο αυτό αντέκρουσε τις θεωρίες ότι η Αθήνα εγκαταλείφθηκε για τρία χρόνια το 1687, αμέσως μετά την πολιορκία της Ακροπόλεως και την ανατίναξη του Παρθενώνα από τον Μοροζίνι. Ο Πιττάκης περισυνέλεξε και εξέδωσε χιλιάδες ελληνικές επιγραφές, ο ίδιος αναφέρει 4.158, που αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα των συλλογών του Επιγραφικού μουσείου της πόλεως των Αθηνών [4]. Ο Πιττάκης διατέλεσε μέλος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου.
Συγγραφικό έργο
O Πιττάκης δεν είχε επαρκή μόρφωση ούτε οι αρχαιολογικές του γνώσεις είχαν γερά θεμέλια. Ακόμη, του έλειπε η μέθοδος που θα του επέτρεπε να ταξινομήσει το τεράστιο υλικό που δημοσίευε, όμως αναπλήρωνε τις ελλείψεις του με την εργατικότητά του και την αγάπη του για τα αρχαία μνημεία. Έγραψε και δημοσίευσε το βιβλίο,
- «L’ ancienne Athènes» το 1835, στο οποίο περιέλεβε και πολλές αττικές επιγραφές.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Παραπομπές
- ↑ [Η Θηρεσία, κόρη του Προκόπιου και της Θεοδώρας Μακρή, ήταν η πρωτότοκη από τις τρεις κόρες, Θηρεσία, Αικατερίνη και Κατίγκω, της οικογένειας και μετέπειτα σύζυγος του Ιάκωβου Μπλακ, του φιλέλληνα προξένου της Αγγλίας στο Μεσολόγγι, που έγινε γνωστή ως «Κόρη των Αθηνών» από το ομώνυμο ποίημα του Λόρδου Βύρωνα, που το έγραψε το 1810, όταν έζησε στο σπίτι της οικογένειας Μακρή στην οδό Αγίας Θέκλας 14 και Παπανικολή. Μετά το γάμο της η Θηρεσία μετακόμισε στην Αγγλία όπου έζησε πολλά χρόνια, όμως επέστρεψε στην Ελλάδα και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής στην Αθήνα όπου πέθανε το 1875 δίχως περιουσία.]
- ↑ [Ο Γάλλος υποπρόξενος Louis-François-Sébastien Fauvel διατηρούσε οικία στην περιοχή της Ρωμαϊκής και αργότερα της Αρχαίας Αγοράς. Ο Fauvel περιηγήθηκε την Ελλάδα και την Αθήνα μετά το 1780 ως απεσταλμένος του κόμη Αuguste de Choiseul-Gouffier, ο οποίος έγινε πρεσβευτής της Γαλλίας στην Υψηλή Πύλη, προκειμένου να συλλέξει και να αποτυπώσει αρχαιότητες για λογαριασμό του και να τον βοηθάει να προμηθεύει τις βασιλικές αυλές και άλλους φιλάρχαιους Ευρωπαίους με εξαιρετικά κομμάτια αρχαίων έργων. Ο Fauvel εγκαταστάθηκε το 1803 στην Αθήνα και διορίστηκε υποπρόξενος της Γαλλίας, έχοντας το χρόνο να επιδίδεται σε αρχαιοθηρικές επιχειρήσεις στην Αττική, αλλά και να αξιοποιεί τις πλούσιες γνώσεις του για την τοπογραφία και τα μνημεία της Αθήνας, για να ξεναγεί και να διδάσκει κάθε ενδιαφερόμενο. Το σπίτι του ήταν προξενείο αλλά και το πρώτο ιδιωτικό μουσείο της Αθήνας, με γλυπτά, ειδώλια, αγγεία, επιγραφές, νομίσματα, εκμαγεία μνημείων αλλά και ένα λεπτομερές τοπογραφικό σχέδιο των Αθηνών. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, μια βόμβα προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στο σπίτι του, ενώ η φιλοτουρκική πολιτική που ασκεί το γαλλικό προξενείο τον αναγκάζει να φύγει το 1822 αρχικά στη Σύρο και μετά στη Σμύρνη. Από εκεί ζητάει να του αποσταλούν τα αρχαία της συλλογής του, που έχει φροντίσει να πακεταριστούν, αλλά ο Γκούρας, ο φρούραρχος της Αθήνας και οι έφοροι αρνούνται. Το 1825, στη δεύτερη πολιορκία της Ακροπόλεως των Αθηνών, η οικία του καταστράφηκε ολοσχερώς και όλα τα κιβώτια με τα αρχαία καταπλακώθηκαν. Κάποια βρέθηκαν στις ανασκαφές της Αρχαίας Αγοράς το 1935.] Εφημερίδα «Η Καθημερινή», 08 Σεπτεμβρίου 2015, Γιώτα Συκκά.
- ↑ Ιστορικό ιδρύσεως του Μουσείου της Ακροπόλεως.
- ↑ Επιγραφικό Μουσείο-Ιστορικό