Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μακαριστός Μητροπολίτης Κυρός Φώτιος, [το κοσμικό του όνομα ήταν Ηλίας Καλπίδης], Έλληνας εθνικιστής με καταγωγή από τον Πόντο [1] της Μικράς Ασίας, απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής Χάλκης όπου υπήρξε συμμαθητής με τον μετέπειτα Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη και διδάκτορας της Θεολογίας, που διατέλεσε Μητροπολίτης Μοσχοπόλεως, Πρεμετής και Κορυτσάς, εθνικός αγωνιστής και εθνομάρτυρας, γεννήθηκε στις αρχές Μαΐου του 1862 στο χωριό Τσαγράκι [Çakrak] της Επαρχίας Αλουτζεράς της Κερασούντος και δολοφονήθηκε από Αλβανούς και Ρουμάνους κομιτατζήδες, στις 9 Σεπτεμβρίου 1906, έξω από το χωριό Βρατοβίτσα [Μπραδβίτσα [Vashtëmi] ανατολικά του όρους Μοράβα. Η νεκρώσιμη ακολουθία του τελέστηκε στις 12 Σεπτεμβρίου και θάφτηκε στον περίβολο του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γεωργίου Κορυτσάς.

Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος
Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος.jpeg
Γέννηση: Μάιος 1862
Τόπος: Τσαγράκι [Çakrak], Αλουτζεράς
Κερασούντα, Μικρά Ασία
Υπηκοότητα: Οθωμανική
Ασχολία: Θεολόγος, Μητροπολίτης
Εθνικός αγωνιστής, Μακεδονομάχος
Δολοφονία: 9 Σεπτεμβρίου 1906
Τόπος: Βρατοβίτσα, Μοράβα, Κορυτσά
Συνοπτικές πληροφορίες αξιώματος
* Μητροπολίτης Κορυτσάς *
Έναρξη Θητείας : 16 Μαΐου 1902
Λήξη θητείας : 9 Σεπτεμβρίου 1906
Προκάτοχος
  • Μητροπολίτης Γερβάσιος Ωρολογάς
Διάδοχος
  • Μητροπολίτης Γερβάσιος (ο εκ Ροδοπόλεως)

Βιογραφία

Ο Ηλίας Καλπίδης κατάγονταν από αγρότες, εύπορους και ευσεβείς. Γονείς του ήταν ο Κωνσταντίνος Καλπίδης και η Ελένη Καλπίδου ενώ είχε και έξι ακόμη αδέλφια, τρία αγόρια, τον Ιωάννη, τον Παναγιώτη και το Γεώργιο και τρία κορίτσια, τη Δέσποινα, την Παρθένα και τη Σοφία. Παρακολούθησε τα μαθήματα του Δημοτικού ως την τετάρτη τάξη στο αλληλοδιδακτικό σχολείο της γενέτειρας του, όπου ξεχώριζε μεταξύ των συμμαθητών του τόσο για τις επιδόσεις του στα μαθήματα αλλά και το ήθος του. Τις εγκύκλιες σπουδές του τις συνέχισε στην Κερασούντα, έξοχο πνευματικό κέντρο της εποχής, στο ελληνικό σχολείο, στο Ημιγυμνάσιο (σχολαρχείο) της οποίας και φοίτησε. Μετά την ολοκλήρωση των Γυμνασιακών του σπουδών εισήχθη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης.

Εκκλησιαστική δράση

Στη διάρκεια των τετραετών σπουδών του στη Θεολογική Σχολή, ο Φώτιος αποφάσισε να ενδυθεί το ιερατικό σχήμα. Το 1889 αποφοίτησε αριστούχος από τη Θεολογική της Χάλκη αφού υπέβαλε διατριβή με τίτλο «Ότι αληθώς ανέστη ο Κύριος ημών». Αμέσως μετά την αποφοίτηση του ορίστηκε και υπηρέτησε ως Διευθυντής της Σχολής Αρένων Κερασούντος, το εκπαιδευτικό έτος 1889-91, αλλά και ιεροκήρυκας. Το 1893 μετακλήθηκε από την Κερασούντα στην Κωνσταντινούπολη όπου ικανοποίησε την επιθυμία του και χειροτονήθηκε Διάκονος. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε βοηθός στο γραφείο Πρωτοκόλλου της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, από το καλοκαίρι του 1891 έως τον Ιούνιο του 1893, ως Υπογραμματεύς από τον Ιούνιο του ίδιους έτους έως το 1897 και ως Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου από το 1897 έως το τέλος του Μαΐου 1902. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και Αρχιμανδρίτης, στις 25 Μαΐου 1897, από τον Μητροπολίτη Μυτιλήνης Κύριλλο στον Πατριαρχικό Ναό της Κωνσταντινουπόλεως και τον Σεπτέμβριο του 1898 διορίστηκε ταμίας και μέλος της συντακτικής επιτροπής του μοναδικού τότε επισήμου δημοσιογραφικού οργάνου του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Η Εκκλησιαστική Αλήθεια».

Μητροπολίτης Κορυτσάς

Στις 16 Μαΐου 1902, ο Φώτιος εξελέγη Μητροπολίτης Κορυτσάς, Μοσχοπόλεως, Πρεμετής & Σελασφόρου υπέρτιμος και Έξαρχος Δυτικής Μακεδονίας, της οποίας ο θρόνος εκκενώθη μετά την μετάθεση του Μητροπολίτη Γερβασίου Ωρολογά στην Μητρόπολη Καισαρείας. Η εκλογή του επετεύχθη με 11 ψήφους έχοντας συνυποψηφίους τους Επισκόπους Κρήνης Θεόκλητο (1 ψήφος) και Παμφίλου Μελισσηνού. τρεις ημέρες αργότερα, στις 19 Μαΐου 1902, χειροτονήθηκε Επίσκοπος στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι της Κωνσταντινουπόλεως. Τη χειροτονία τέλεσε ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ', έχοντας αρωγούς και συμπαραστάτες τους Μητροπολίτες Ιωαννίνων Γρηγόριο, Προύσης Ναθαναήλ, Νεοκαισαρείας Αλέξανδρο, Χίου Κωνσταντίνο, Ξάνθης Ιωακείμ, Βοδενών Νικόδημο, Ηλιουπόλεως Ταράσιο, Καλλιουπόλεως Ιερώνυμο και Διδυμοτείχου Φιλάρετο.

Εγκατάσταση στην Κορυτσά

Στις 7 Ιουλίου του 1902, ο Φώτιος μετέβη και εγκαταστάθηκε στην Κορυτσά όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Δημογέροντες και τον Ορθόδοξο λαό της Πόλεως. Είναι η εποχή που ο Ρώσος συγγραφέας Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι [2] σημειώνει: «Πώς θα κατορθώσωμεν να αντιμετωπίσωμεν το κυριαρχούν εις τα Βαλκάνια προοδευτικόν στοιχείον των Ελλήνων, με το οποίον εις ουδέν συμφωνούμεν;» ως μια εύγλωττη απόδειξη της ανθελληνικής πολιτικής των Σλάβων στην περιοχή, η οποία επικράτησε από το 1770 χωρίς να εγκαταλειφθεί. Την εποχή αυτή ο μακεδoνικός αγώνας βρισκόταν στο κρίσιμο σημείο του περιορισμού των διπλωματικών διαμαρτυριών της ελληνικής κυβερνήσεως και της μεταβάσεως στον ένοπλο αγώνα, εφόσον διάφορες συμμορίες κομιτατζήδων λυμαίνονταν την ύπαιθρο και κατατρομοκρατούσαν τους ελληνικούς πληθυσμούς.

Ο Μητροπολίτης αγκάλιασε την Ελληνική νεολαία της περιοχής του και δημιούργησε στην έδρα της Μητροπόλεως το σύλλογο των νέων «Τα πάτρια» που αποτέλεσε το σκληρότερο προμαχώνα της υπερασπίσεως των δικαίων του εκεί Ελληνισμού. Σύντομα ο Φώτιος αναφέρει στον Πρόξενο Μοναστηρίου την ίδρυση ελληνικού σχολείου στην Πλιάσα, το δεύτερο προπύργιο του ρωμουνισμού μετά την Κορυτσά, καθώς και τις προσπάθειες του για την «ίδρυσιν Παρθεναγωγείου εν Μπιγλίστη εις ο κατ’ ελάχιστον όρον θα φοιτώσι 55-60 κοράσια...». Η ασταμάτητη δράση του φρένιαζε τους αντιπάλους του που τον προειδοποίησαν να «συμμορφωθεί» πολλές φορές, όμως εκείνος συνέχιζε κάθε φορά μαχητικότερος. Το 1904, χρονιά ιδιαίτερα σκληρή για το Ελληνισμό της περιοχής, Βούλγαροι κομιτατζήδες, ρουμανίζοντες Βλάχοι και Αλβανοί εθνικιστές λυμαίνονταν την επαρχία της Κορυτσάς. Ο Φώτιος περιόδευε την ύπαιθρο, από χωριό σε χωριό, προσπαθώντας να στηλώσει το φρόνημα του καταπτοημένου ποιμνίου του. Σε όσους του έλεγαν να είναι προσεχτικός απαντούσε: «Αν πρέπει να κάνω, όπως μου λέτε, τότε για ποιο λόγο με έστειλαν εδώ απ’ την Πόλη;»

Σε άρθρο Αλβανικής εφημερίδος [3] ο συντάκτης του καταφέρεται κατά του Φωτίου με απρεπείς και οξείς χαρακτηρισμούς, επειδή αγωνίζεται «ως ο Καστοριάς και Πελαγωνίας προς διάδοσιν της ελληνικής ιδέας» και μεταξύ άλλων γράφει και τα εξής: «... Κηρύσσει απαρεγκλίτως εκάστην Κυριακήν και εορτήν, μη εξαιρουμένων ουδ’ αυτών των Σαββάτων των μνημόσυνων τον λόγον του Θεού άμα δε και την ελληνικήν ιδέαν … αδιαφορών αν η ώρα είναι κατάλληλος ή όχι… Διασαλπίζει παν ό,τι δύναται… να συναγάγη εκ του Ευαγγελίου και συγχρόνως ... φέρει όλως ακαταλλήλως και αποτόμως τον λόγον επί της ελληνικής ιδέας και του ελληνισμού, άνευ του οποίου, κατ’ αυτόν, ουδέ πολιτισμός θα υπήρχε νυν ουδέ Ευρώπη ή Αμερική».

Ρουμαζίζοντες

Ένα από τα ζητήματα που σχετίζονταν με την περιοχή της Κορυτσάς ήταν το αποκαλούμενο «Βλάχικο», όπως είχε προκύψει αρκετά χρόνια πριν, εξ αιτίας της Ρουμανικής προπαγάνδας και συνέχιζε να αποτελεί πεδίο αντιπαραθέσεως και συγκρούσεων στους κόλπους της βλάχικης κοινότητας ανάμεσα σε ρουμανίζοντες και Ελληνόφρονες, γνωστούς ως «γραικομάνους». Σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή και το όργιο των προσπαθειών των εχθρών του Ελληνισμού είναι χαρακτηριστική η επιστολή του επίτροπου του μητροπολίτη Κορυτσάς προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη από την οποία πληροφορούμαστε ότι «... χάρις εις την σύμπραξιν τών ρουμανιζόντων μετά τών εργαζομένων ύπέρ της αυτονομίας της Αλβανίας η κατάστασις άπέβη αφόρητος, έντιμοι πολίται φυλακίζονται, η δε θέσις τών Χριστιανών δεινούται και καταπατούνται τα προνόμια». Ο Νικόλαος Βλάχος σημειώνει: «Λίαν χαρακτηριστική ένδειξις της εντάσεως τών προσπαθειών τών ρουμανιζόντων πρός ύπονόμευσιν και ανατροπήν τών έπιτευχθέντων εθνολογικών επιτευγμάτων παρά τών Ελλήνων από της ενάρξεως του αμυντικού τών άγώνος είναι το γεγονός, ότι διατηρουμένης, όπως και κατά τα παρελθόν της συνεργασίας μετά τών άλβανιζόντων του διαμερίσματος Κορυτσάς και τών βουλγαρικών συμμοριών εμφανίζονται επί του πεδίου του φυλετικού ανταγωνισμού αυτοτελείς, ρουμανικαί συμμορίαι, μετά των οποίων συνέπραττον πολλάκις ύπομίσθιοι Όθωμανοί, Αλβανοί και ρουμανίζοντες» [4].

Την περίοδο αυτή στην περιοχή δρούσε η συμμορία του αρχικομιτατζή Κωστούρη που τρομοκρατούσε τους κατοίκους. Ο Φώτιος αρνήθηκε να εκδώσει άδεια παράνομου γάμου στο γιο του Κωστούρη, ο οποίος διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Τούρκο Διοικητή της Κορυτσάς. Το 1905 σώμα μακεδονομάχων υπό τον Κωνσταντίνο Γκούτα εισέβαλε στον οικισμό και κατέστρεψε ρουμάνικα λειτουργικά βιβλία με σκοπό να αποτρέψουν τη ρήση της ρουμάνικης γλώσσας στη θεία λειτουργία, στην εκεί Ελληνική Ορθόδοξη εκκλησία η οποία κτίστηκε το 1801, καθώς οι ρουμανίζοντες έκλιναν υπέρ των Βουλγάρων. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους άλλο σώμα Ελλήνων ανταρτών υπό τον Λάκη Νταηλάκη πραγματοποίησε επιχείρηση εναντίον τοπικών βουλγαρικών και ρουμανικών σωμάτων ενώ δύο μήνες αργότερα, ο ίδιος οπλαρχηγός κατάφερε να διαλύσει την ένοπλη ομάδα των ντόπιων Κοτσκόνα και Νάστα. Τον Ιούνιο του 1906 φανατικοί Βούλγαροι κατέλαβαν την Εκκλησία του χωριού Πλιάσα [5] της Επαρχίας Κορυτσάς, με την ανοχή των Τουρκικών αρχών, και δημιούργησαν επεισόδια σε βάρος των Ελλήνων Ορθοδόξων κατοίκων. Ο Μητροπολίτης έσπευσε στο χωριό και επικεφαλής των κατοίκων απελευθέρωσε τον ναό και αποκατέστησε την εκκλησιαστική τάξη, όμως άνδρες του Κωστούρη του επιτέθηκαν με πέτρες και τον τραυμάτισαν. Στη συνέχεια ο Φώτιος αφόρισε τον ρουμανίζοντα παπα-Λάμπρο Μπαλαμάτση και όλους τους υποστηρικτές του και απέκλεισε όλους τους ρουμανίζοντες από την Ελληνική εκκλησία της Κορυτσάς.

Η δολοφονία

Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη τη δολοφονία του Μητροπολίτη Φωτίου αποφάσισε, διέταξε, μεθόδευσε και υλοποίησε με ανθρώπους της απολύτου εμπιστοσύνης του ο ανθέλληνας αιμοχαρής βοεβόδας Μήτρος Βράχος, ο οποίος σε χωριό έξω από την Κορυτσά συναποφάσισε με τους ντόπιους Αλβανούς, τους οποίους ικανοποίησε υλικά, για κοινή δράση εναντίον των Ελλήνων. Έτσι αποφασίστηκε η δολοφονία του Φωτίου και ανατέθηκε η εκτέλεση της στον Αρβανίτη Σπύρο Κωστούρη. Το Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου ο Μητροπολίτης μετέβαινε έφιππος, με τη συνοδεία του Πρωθιερέα του Ιωσήφ, του Διακόνου του και του κλητήρα της Μητροπόλεως, στο χωριό Βρατοβίτσα [Μπραβδίτσα] όπου την επόμενη ημέρα θα τελούσε τα εγκαίνια του Ναού και τη Θεία Λειτουργία. Περίπου την ώρα που έδυε ο ήλιος και σε απόσταση ενός τετάρτου ή ενός χιλιομέτρου απόσταση από την είσοδο του χωριού ο Μητροπολίτης έπεσε σε ενέδρα 30μελούς συμμορίας κομιτατζήδων του Κωστούρη οι οποίοι πυροβολώντας εναντίον του τον πέτυχαν στον τράχηλο και τον έριξαν άπνουν στο έδαφος.

Νεκρώσιμη ακολουθία

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως με αφορμή τη δολοφονία του Μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιου προέβη σε έντονα διαβήματα διαμαρτυρίας προς την Υψηλή πύλη και τις Πρεσβείες των ξένων δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη. Την νεκρώσιμη ακολουθία τέλεσαν, κατ' εντολή του τότε Οικουμενικού Πατριάρχη, ο Μητροπολίτης Δυρραχίου Προκόπιος, που αργότερα έγινε Ικονίου, και ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, ο οποίος γράφει σχετικά στα «Απομνημονεύματα» του:

«...Εγώ εκφώνησα τον επικήδειο του αείμνηστου Φωτίου. {...} Ο Μητροπολίτης ήταν φίλος και συμμαθητής μου, άνθρωπος μορφωμένος και ειρηνικός, που με παρακαλούσε να πάψω τις επικίνδυνες περιοδείες μου, να μην τρέχω δεξιά κι αριστερά γιατί θα με σκοτώσουν οι Βούλγαροι και οι συνεργαζόμενοι μαζί τους Τουρκαλβανοί. {...} Ανέβηκα στον άμβωνα και άρχισα με το προφητικό ρητό, “ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως ο έλθη ω απόκειται και αυτός προσδοκία εθνών”. Και συγχρόνως με το χέρι μου έδειχνα προς την Ελλάδα».

Ο Μητροπολίτης Γερμανός έκλεισε την επικήδεια ομιλία του:

«...Είπα πως δεν πρέπει ν' απελπίζωνται, πως στη θέση του σκοτωμένου εμείς θα στείλουμε καλύτερο, κι αν τον σκοτώσουν κι αυτόν θα στείλουμε άλλον ακόμα καλύτερο. {...} Ό ενθουσιασμός του πριν τρομαγμένου λαού, που είχε πλημμυρίσει την εκκλησία και τον αυλόγυρο σιωπηλός και κατηφής, ήταν απερίγραπτος. Φωνές, κατάρες, ζητωκραυγές αντηχούσαν τώρα. Τόσο που άμα τελείωσα το λόγο μου ό μουιεσαρίφης (νομάρχης) Κορυτσας που ήταν τρομερά μισέλλην ρωτούσε, με επιμονή το μουαβίνη του (βοηθό του) τί είπα στο λόγο μου. Ό μουαβίνης ήταν Έλληνας και φίλος μου. Του είπε λοιπόν πως μίλησα αρχαία ελληνικά... δεν κατάλαβε κι αυτός καλά καλά τί είπα. Αλλά ότι μίλησα θρησκευτικά και τέτοια πράματα...»

Η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέλεξε στη θέση του Μακαριστού Φωτίου έναν άλλο Πόντιο, τον μητροπολίτη Ροδοπόλεως Γερβάσιο, φλογερό ιεράρχη που συνέχισε το εθνικό έργο του προκατόχου του. Στη γραπτή μαρτυρία του συνοδού και αυτόπτη μάρτυρα της δολοφονίας του Φωτίου, Αρχιερατικού Επιτρόπου Κορυτσάς Ιωσήφ Οικονόμου, πρόκειται για επιστολή του της 15ης Δεκεμβρίου 1906 προς τον ανιψιό του Φωτίου Γεώργιο Ανδρεάδη, αναφέρεται ότι: «...Το μνήμα εκ μαρμάρου. του αειμνήστου Φωτίου, του οποίου ήμουν συνοδός κατά την δολοφονίαν του, ευρίσκεται εν αρίστη καταστάσει εις τον περίβολον του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Κορυτσάς, τυγχάνει δε εσαεί προσκύνημα εκ μέρους της πόλεώς μας και των περιχώρων».

Η είδηση της δολοφονίας

Η πρώτη αυτή δολοφονία ανώτερου ορθόδοξου κληρικού -μετά επακολούθησε και η δολοφονία του Μητροπολίτη Αιμιλιανού Γρεβενών- προκάλεσε ζωηρή εντύπωση σ’ όλους και ιδιαίτερα στους μητροπολίτες της Μακεδονίας, πού αγωνίζονταν για τη σωτηρία του Ελληνικού Έθνους και της Ορθοδοξίας. Πέντε μέρες μετά την δολοφονία του Μητροπολίτη Φώτιου ο τότε Δράμας και μετέπειτα μαρτυρικός Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος (ο Καλαφάτης) σ' επιστολή του προς το Μέγα Χαρτοφύλακα του Πατριαρχείου Μανουήλ Γεδεών έγραφε: «Έκλαυσα, έκλαυσα ως παιδίον μικρόν διά τόν οίκτρόν θάνατον του αδελφού Φωτίου. Αιωνία η μνήμη του! Τίς οίδιε και οποίους άλλους αδελφούς και ίσως ίσως και τόν γράφοντα αυτόν αναμένει η αυτή τύχη!». Γράφει ο Νίκος Μέρτζος αναφερόμενος στη δολοφονία του Φωτίου: «...Και σαν να τέλειωνε πια η αποστολή του, καθώς περιέτρεχε τη ματωβαμένη ύπαιθρο, ο Φώτιος δέχτηκε μια μπαταρία κατάστηθα, Οι εχθροί του Γένους και της Ορθοδοξίας τον είχαν πετύχει επιτέλους. Έπεσε κάτω, πλημμυρισμένος στο αίμα, αλλά γελαστός. Κοίταξε τους συντρόφους του. «Εγώ τελείωσα», είπε. Και από τα χέρια, του έπεσαν τα χαλινάρια...».

Οι Οθωμανικές αρχές συνέλαβαν και φυλάκισαν πολλά από τα μέλη της οικογένειας του παπα-Λάμπρου Μπαλαμάτση [6] όμως σύντομα τους απελευθέρωσαν, αδυνατώντας να τους συνδέσουν με το έγκλημα. Τελικά, οι προσπάθειες του Μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη για την ανεύρεση των δολοφόνων του Μητροπολίτη απέδωσαν καρπούς και επέφεραν τη σύλληψη δύο ρουμανιζόντων, ενώ απέδωσαν το έγκλημα στον Κωστούρο που αρχικά διέφυγε. Σε μια κάθοδό του στη Θεσσαλονίκη τον επισήμανε το «εκτελεστικό» της πόλεως και τον εκτέλεσε, όμως αργότερα προέκυψαν στοιχεία που αποκάλυψαν ότι οι δολοφόνοι του Μητροπολίτη Φώτιου ήταν μέλη της αλβανορουμανικής συμμορίας του Μπαϊράμ Φεχμή, ρουμανίζοντες και φανατισμένοι μουσουλμάνοι Αρβανίτες, δίχως αυτό να σημαίνει πως δεν είχαν σχέσεις με τις συμμορίες του Κωστούρου.

Αποκάλυψη του Γερμανού Καραβαγγέλη

Στην Αθήνα η είδηση της δολοφονίας του Μητροπολίτη μεταδόθηκε λάθος καθώς οι δημοσιογραφικοί και στρατιωτικοί κύκλοι του Μακεδονικού Κομιτάτου ενημερώθηκαν πως ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης κι όχι ο Μητροπολίτης Φώτιος ήταν ο δολοφονηθείς. Ο Δημήτριος Καλαποθάκης, εκδότης της εφημερίδος «Εμπρός» και τότε Πρόεδρος του Μακεδονικού Κομιτάτου δημοσίευσε νεκρολογία του Καραβαγγέλη αποκαλύπτοντας σ' αυτή σημαντικές παραμέτρους της εθνικής του δράσεως με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί, ύστερα από απαίτηση των Τούρκων, ο Καραβαγγέλης από την Καστοριά ενώ ο Καλαποθάκης αναγνωρίζοντας το τραγικό του λάθος παραιτήθηκε από τη θέση του προέδρου.

Μνήμη Φωτίου Κορυτσάς

Ο Εθνομάρτυρας δολοφονημένος Μητροπολίτης Πρεμετής και Κορυτσάς Φώτιος υπήρξε το πρώτο «Ιερόν σφάγιον», ο πρώτος ιεράρχης μάρτυρας του Μακεδονικού Αγώνα, και συγκαταλέγεται στις προσωπικότητες που εν όψει του διεξαγόμενου Μακεδονικού Αγώνος φώτισαν το δρόμο της τιμής και του καθήκοντος, αυτός ως ως εκπρόσωπος της εκκλησιαστικής ηγεσίας και ο Παύλος Μελάς, ως εκπρόσωπος της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Ήταν προικισμένος με φλογερή φιλοπατρία, άκρατη φιλανθρωπία, ευγλωττία, θάρρος, και πίστη στα διαχρονικώς αναλλοίωτα ιδεώδη του Έθνους των Ελλήνων και με την ένταξη του στην Εκκλησία ανέλαβε εθναποστολική δράση. Στη διάρκεια της σύντομης ζωής του υπήρξε ακούραστος και γεμάτος Εθνική φλόγα.

Ως Επίσκοπος τοποθετήθηκε στην Κορυτσά όπου δρούσε ακραιφνής και ακμαίος ο ελληνισμός. Όταν η Ρουμανική προπαγάνδα, με την οποία συνέπλεε η Αλβανική, προσπάθησε να καταγράψει του Έλληνες ως «αρναούτ» και όχι ως «ρουμ», με σκοπό την αλλοίωση των στοιχείων που αφορούσαν τον Ελληνικό πληθυσμό τον οποίο επιθυμούσαν να καταδείξουν ως ασήμαντη μειοψηφία, η αντίδραση του Φώτιου ήταν εντονότατη κι αποδείχθηκε αποτελεσματική. Η ατρόμητη δράση του στην περιοχή της Κορυτσάς συνέβαλε στην εμφάνιση ελληνικών αντάρτικών σωμάτων στα χωριά της περιοχής, έστω και περιοδικά, και διέκοψε τη συνεργασία των Αλβανών και των ρουμανιζόντων βλάχων και περιόρισε την τρομοκρατική δραστηριότητα τής αλβανικής προπαγάνδας.

Η κοινωνία της περιφέρειας του λάτρευε τον Φώτιο καθώς έφτασε στην Κορυτσά την εποχή που βρίσκονταν στην κορύφωση της η αλβανική προπαγάνδα, όμως ο Μητροπολίτης Φώτιος έμεινε απτόητος στις απειλές και ακλόνητος στην υποστήριξη των Εθνικών Ελληνικών θέσεων. Καθημερινά διέτρεχε στην περιφέρειά του προκειμένου να τονώσει το Εθνικό φρόνημα των Ελλήνων κατοίκων θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την θρησκευτική τους διαπαιδαγώγηση. Στην περιφέρεια του λειτουργούσε το Πάγκειο γυμνάσιο με διακεκριμένους καθηγητές, το παρθεναγωγείο και τα δημοτικά σχολεία με σύνολο 4.000 μαθητές. Το έργο του απέδωσε καρπούς ώστε το 1905 την ημέρα της απονομής των τίτλων σπουδών στους μαθητές του γυμνασίου της Κορυτσάς παραβρέθηκε και ο πρόξενος του Μοναστηρίου, ο οποίος συγκινημένος διαπίστωσε και επισήμανε: «Οίος γνήσιος και ακραιφνής Ελληνισμός! Ζήτω η ελληνικότατη Κορυτσά!». Ο Heinrich Gelzer, Γερμανός φιλόσοφος και καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Ιένας, που συνάντησε και συνομίλησε με τον Μητροπολίτη σημειώνει σε σύγγραμμα του, ότι τέτοιο άντρα, με τόση βαθιά μόρφωση, τέτοιο ήθος και τόση αποφασιστικότητα, δεν είχε συναντήσει στην έως τότε ζωή του.

Το κομμουνιστικό καθεστώς της Αλβανίας του Ενβέρ Χότζα, θεωρώντας τον Μητροπολίτη Φώτιο εξ ορισμού εχθρό, όχι μονάχα εξαφάνισε τον τάφο αλλά και ισοπέδωσε το ναό, που τον έκανε πλατεία, επιδιώκοντας να εξαλείψει τη μνήμη του και καθετί που σχετίζεται με την Ελλάδα και την Ορθοδοξία. Στην Κατερίνη Πιερίας υπάρχει μνημείο αφιερωμένο στη μνήμη του Μητροπολίτη Φώτιου, στην ομώνυμη μικρή πλατεία που βρίσκεται στην αρχή της οδού Ενιπέως ενώ προτομή του έχει στηθεί στον Νέο Καύκασο του νομού Φλώρινας. Το όνομα του έχει δοθεί σε οδό στην περιοχή Μανιάτικα του Πειραιά και στον Δήμο Υμηττού-Δάφνης.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βιβλιογραφία

  • [«Ο εθνομάρτυρας Φώτιος Καλπίδης (1862-1906)», ιστορική μονογραφία, Λάζαρος Αθ. Παπαϊωάννου, έκδοση «Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα», Θεσσαλονίκη, 1983.]
  • [«Ο Κορυτσάς και Πρεμετής Φώτιος Καλπίδης 1862-1906. Ο Πόντιος ενθομάρτυς ιεράρχης, πρώτο θύμα του Μακεδονικού Αγώνα», Χ. Ανδρεάδης, έκδοση «Αδελφοί Κυριακίδη», Θεσσαλονίκη 2004]

Παραπομπές

  1. [Οι Πόντιοι κι ο Μακεδονικός Αγώνας e-istoria.com (ανακτήθηκε στις 09 Οκτωβρίου 2022, 20:57').]
  2. [Χριστόφορος Α. Νάλτσας, «Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και ο Ελληνισμός», Θεσσαλονίκη 1953, σελίδα 62η.]
  3. [Άρθρο της αλβανόφωνης εφημερίδας Drita (φύλλο 74ο, 1η Μαρτίου 1906) που εκδίδονταν στη Σόφια και υποθάλπονταν από την τότε βουλγαρική κυβέρνηση και το Μακεδονορουμανικό Κομιτάτο με έδρα το Βουκουρέστι.]
  4. [Νικόλαος Βλάχος, «Το Μακεδονικόν ώς φάσις τού Ανατολικού Ζητήματος».]
  5. [Η Πλιάσα (αλβ: Plasë) είναι χωριό του νομού Κορυτσάς, στην περιοχή της υπό Αλβανική κατοχή Βορείου Ηπείρου, εντός των ορίων του δήμου Μαλίκ σε απόσταση 8 χιλιομέτρων από την πόλη της Κορυτσάς.]
  6. [Ο Χαράλαμπος Μπαλαμάτσης (παπα-Λάμπρος) γεννήθηκε το 1863 και είχε ελληνορθόδοξη ανατροφή, όμως αποφάσισε να υποστηρίξει τους ρουμανίζοντας Βλάχους. Εκτελέστηκε το πρωί της 23ης Μαρτίου του 1914 από μια ομάδα οπλισμένων ανδρών οι οποίοι περικύκλωσαν το σπίτι του στην Κορυτσά, απειλώντας τον πως, εάν δεν βγει απ' αυτό, θα το κάψουν. Ο ιερέας βγήκε έξω μαζί με τον αδελφό του, τον Σωτήρη, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε έναν λόφο πίσω από την εκκλησία του Προφήτη Ηλία, όπου και εκτελέστηκαν.]