Νεοσυντηρητισμός

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

[Το λήμμα αφορά στην ιδεολογία του Νεοσυντηρητισμού (Neoconservatism) στην αμερικανική εξωτερική πολιτική και πρέπει να διαχωρίζεται από το γενικότερο κίνημα του Νέου Συντηρητισμού (New Conservatism)]

Ο Νεοσυντηρητισμός - (Neoconservatism ) είναι αμερικανο-εβραϊκή πολιτική σχολή σκέψεως και πρακτικής που καθόρισε την αμερικανική εξωτερική πολιτική από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και μέχρι σχεδόν τις μέρες μας.

Σύμφωνα με τον έγκριτο δημοσιογράφο Robert Parry, η οικογένεια Κάγκαν-Νούλαντ διατηρεί μια «οικογενειακή επιχείρηση διαρκούς πολέμου» (A Family Business of Perpetual War) η οποία με όχημα τον νεοσυντηρητισμό συνεργάζεται και τροφοδοτεί το αμερικανό βιομηχανικο-στρατιωτικό σύμπλεγμα που προωθεί και κερδοσκοπεί με την αμερικανική επεμβατική πολιτική [1]

Η πολιτική επιρροή τους κορυφώθηκε στις περιόδους διακυβέρνησης των Η.Π.Α. από τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο (2001 – 2009), όμως ως όρος έγινε γνωστός παγκοσμίως μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους στη Νέα Υόρκη και το 2003, με την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Σήμερα, οι νεοσυντηρητικοί εμφανίζονται ένθερμοι υποστηρικτές της όλο και μεγαλύτερης αμερικανικής εμπλοκής στον Ρωσο-Ουκρανικό πόλεμο [2].

Σήμερα, πρεσβεύουν την όξυνση των σχέσεων ΗΠΑ - Κίνας. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Μπιλ Κρίστολ, αν και δεν υποστηρίζουν την στρατιωτική αντιπαράθεση ωστόσο πρέπει οι ΗΠΑ ως μια δύναμη για την ελευθερία στον κόσμο να κάνουν ό,τι μπορούν για να αλλάξουν ανελεύθερα καθεστώτα σε ελεύθερα ή πιο ελεύθερα.[3] Στο ίδιο μήκος κύματος η νεότερη γενιά των νεοσυντηρητικών απαιτεί την αύξηση των τριβών στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας. «Οι ΗΠΑ πρέπει να χρησιμοποιήσουν ρητορική και πολιτικές που μπορεί να φαίνονται συγκρουσιακές, αλλά είναι απαραίτητες για την καθιέρωση των ορίων που το Πεκίνο ξεπερνά σήμερα. Αυτό περιλαμβάνει την επιβολή κόστους στον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ και την ανοιχτή αντιμετώπιση του αντίκτυπου της Κίνας στα συμφέροντα των ΗΠΑ, ενισχύοντας παράλληλα τις αμυντικές δυνατότητες των ΗΠΑ.»[4]


Γενικά στοιχεία

Οι νεοσυντηρητικοί εμφανίστηκαν πρώτη φορά κατά τη δεκαετία του 1960 όταν, τότε, νεαροί πρώην φιλελεύθεροι και τροτσκιστές Εβραίοι διανοούμενοι στράφηκαν προς τον συντηρητισμό και την αμερικανική Δεξιά, υποστηρίζοντας τη συνέχιση του πολέμου στο Βιετνάμ και την κατάργηση του κράτους πρόνοιας κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Λύντον Τζόνσον (1963 – 1969). Οι αποτυχίες των ΗΠΑ στον πόλεμο του Αφγανιστάν και του Ιράκ κυρίως όμως η αλλαγή πορείας που επιβλήθηκε, από τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, υποβάθμισε τις θέσεις και την επιρροή των νεοσυντηρητικών. Εν τούτοις, παραμένουν ενεργοί στον δημόσιο λόγο μέσω των περιοδικών τους, των επιδραστικών δεξαμενών σκέψης που διατηρούν και των παρεμβάσεών τους στα ΜΜΕ [5].

Ο Κρις Χέτζες α έγραψε το 2022, σε ένα άρθρο με τίτλο οι «Νταβατζήδες του Πολέμου»:

«...Η ίδια συμμορία πολεμοκάπηλων ειδημόνων, ειδικών της εξωτερικής πολιτικής και κυβερνητικών αξιωματούχων, χρόνο με το χρόνο, τη μια πανωλεθρία μετά την άλλη, αποφεύγει αυτάρεσκα την ευθύνη για τα στρατιωτικά φιάσκο που ενορχηστρώνει. Είναι πρωτεϊνικοί, μετακινούνται επιδέξια με τους πολιτικούς ανέμους, μετακινούνται από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στο Δημοκρατικό Κόμμα και μετά πάλι πίσω, μεταλλάσσονται από ψυχρούς πολεμιστές σε νεοσυντηρητικούς και φιλελεύθερους παρεμβατιστές. Ψευδο-διανοούμενοι, αποπνέουν έναν γλυκανάλατο σνομπισμό της Ivy League καθώς πουλάνε αέναο φόβο, αέναο πόλεμο και μια ρατσιστική κοσμοθεωρία, όπου οι κατώτερες φυλές της γης καταλαβαίνουν μόνο τη βία.
..Είναι νταβατζήδες του πολέμου, μαριονέτες του Πενταγώνου, ενός κράτους μέσα στο κράτος, και των αμυντικών εργολάβων που χρηματοδοτούν αφειδώς τις δεξαμενές σκέψης τους - Project for the New American Century, American Enterprise Institute, Foreign Policy Initiative, Institute for the Study of War, Atlantic Council και Brookings Institution. Όπως κάποιο μεταλλαγμένο στέλεχος ενός ανθεκτικού στα αντιβιοτικά βακτηρίου, δεν μπορούν να νικηθούν. Δεν έχει σημασία πόσο λάθος κάνουν, πόσο παράλογες είναι οι θεωρίες τους, πόσες φορές λένε ψέματα ή υποτιμούν άλλους πολιτισμούς και κοινωνίες ως απολίτιστες ή πόσες δολοφονικές στρατιωτικές επεμβάσεις αποτυγχάνουν. Είναι αμετακίνητα στηρίγματα, οι παρασιτικοί μανδαρίνοι της εξουσίας που ξερνούνται στις τελευταίες μέρες κάθε αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένης της δικής μας, πηδώντας από τη μια καταστροφή στην επόμενη.[...]» [6]

Ιστορική αναδρομή

Ιδεολογικές & πολιτικές καταβολές

Ο νεοσυντηρητισμός αντλεί την ιδεολογική του βάση από τους συντηρητικούς του 19ου αιώνα, βασικός εμπνευστής των οποίων υπήρξε ο Edmund Burke που διακήρυσσε πως μία κοινωνία πολιτισμένη μπορεί να επιβιώσει μέσα στο χρόνο μόνο εάν βασίζεται στο πολιτισμικό και κοινωνικό κεφάλαιο που έχει συσσωρευθεί με την πάροδο των χρόνων κι ότι οι ηθικές αξίες αποτελούν βασικό κανόνα για μία κοινωνία, καθώς προηγούνται των ωφελιμιστικών και ατομικών αξιών. Η άποψη του αυτή αποτελεί και την βασική διαφορά των συντηρητικών και των νεοσυντηρητικών με τον φιλελευθερισμό, ο οποίος προτάσσει την ατομική ελευθερία και την ανεκτικότητα στη διαφορετικότητα και την ατομικότητα, δηλαδή την δυνατότητα να επιλέγει κανείς τη δική του ηθική και τον προσωπικό του τρόπο ζωής.

Η φιλοσοφία του Λέο Στράους

Ο εβραϊκής καταγωγής πολιτικός επιστήμων και φιλόσοφος Λέο Στράους, ο οποίος διέφυγε από τη Ναζιστική Γερμανία και εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ, διακήρυξε ότι η Δύση βρισκόταν σε κρίση επειδή έχασε την βεβαιότητα της αποστολή της. Κατά τον Στράους το ανώτερο επίτευγμα του δυτικού πολιτισμού, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έτσι όπως αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ, έχασε τη δυναμική της βαλλόμενη από τον μαρξισμό, που εισήγαγε τον ηθικό και πολιτισμικό σχετικισμό των ημερών μας. Η λύση του ήταν η αποκατάσταση των ζωτικών ιδεών και της πίστης που στο παρελθόν είχαν στηρίξει τον ηθικό σκοπό της Δύσης.

Με θεμέλιο τους Έλληνες κλασικούς φιλοσόφους, και την ιουδαιοχριστιανική κληρονομιά η Αμερική δημιούργησε κατά τον Στράους, το τελειότερο πολιτικό σύστημα: την φιλελεύθερη δημοκρατία [7]. Αυτό το σύστημα όμως είναι ιδιαίτερα εύθραυστο, για αυτό, οι μαθητές του Στράους από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο διεύρυναν την θεωρία του δασκάλου τους: Έντονη υπεράσπιση της αμερικανικής εκδοχής της φιλελεύθερης δημοκρατίας. ουσιαστική υποστήριξη ορισμένων στοιχείων της ελεύθερης αγοράς και κοινωνίας, κυρίως όσον αφορά την ελευθερία της σκέψης, της θρησκείας και του Τύπου· και μια επιθετική θέση έναντι οποιωνδήποτε παγκόσμιων δυνάμεων απειλούν οτιδήποτε από αυτά. Εάν η αμερικανική δημοκρατική κοινωνία δεν είναι ισχυρή, και όχι μόνο έτοιμη να αμυνθεί αλλά και πρόθυμη να προχωρήσει στην επίθεση για να στηρίξει το σύστημά της στο εξωτερικό, θα χαθεί.

1970 - 2000

Ο νεοσυντηρητισμός είναι ένας όρος που εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1970 για να περιγράψει ένα σύνολο θέσεων σχετικά με την εσωτερική και εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ που αναπτύχθηκαν από μια ομάδα πολιτικών, δημοσιογράφων και κοινωνικών επιστημόνων, οι οποίοι προηγουμένως είχαν ταυτιστεί με την πολιτική αριστερά, συχνά με την τροτσκιστική αριστερά, αλλά στη συνέχεια είχαν μετακινηθεί προς τα δεξιά ως αντίδραση στους πολιτικούς και πολιτιστικούς αγώνες της δεκαετίας του 1960. Συγκεκριμένα, αυτή η ομάδα των Νεοϋορκέζων κυρίως διανοουμένων (πολλοί από τους οποίους ήταν εβραϊκής καταγωγής), τηρούσε κριτική στάση έναντι της «αριστερής στροφής» των ΗΠΑ κατά την προηγούμενη δεκαετία. Αντιδρούσαν στις φοιτητικές διαμαρτυρίες κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, στην αντικουλτούρα, στον «εθνικισμό» της «μαύρης δύναμης», στον ακραίο φεμινισμό και την οικολογία και, τέλος, στην «υπερεξάπλωση» του κοινωνικού κράτους επί Λύντον Τζόνσον. Αυτή η ομάδα είχε ως επίκεντρο το "The Public Interest", ένα τριμηνιαίο περιοδικό που ίδρυσε και εξέδιδε ο Ίρβινγκ Κρίστολ (Irving Kristol), ένας από τους θεμελιωτές του κινήματος.

Εκτός από αυτή την ομάδα η οποία επικεντρωνόταν στην εσωτερική πολιτική, αναπτύχθηκε και μια δεύτερη ομάδα δημοκρατικών γερουσιαστών και βουλευτών που συσπειρώθηκε γύρω από τον μαχητικό γερουσιαστή της Ουάσιγκτον Henry «Scoop» Jackson. Με βάση το περιοδικό "Commentary", ένα περιοδικό που εξέδιδε και εξακολουθεί να εκδίδει η «Αμερικανική Εβραϊκή Επι­τροπή» και διεύθυνε ο Νόρμαν Ποντχόρετζ (Norman Podhoretz), η ομάδα του γερουσιαστή Jackson, αντιτάχτηκε στην υποψηφιότητα Μακ Γκόβερν για την Προεδρία των ΗΠΑ στις εκλογές του 1972. Ο Μακ Γκόβερν θεωρήθηκε πολύ αριστερός, αφού υποστήριζε προγράμματα κοινωνικής πολιτικής, απόσυρση από το Βιετνάμ και περικοπή στις αμυντικές δαπάνες [8].

Όταν τελικά το Δημοκρατικό Κόμμα δεν προσχώρησε στις ιδέες των νεο-συντηρητικών εκείνοι μεταπήδησαν στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, αρχής γενομένης την περίοδο του Ρόναλντ Ρήγκαν. Η είσοδος των νεο-συντηρητικών στην κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της προεδρίας Ρήγκαν, μεγάλωσε το χάσμα μεταξύ αυτών και των παραδοσιακών συντηρητικών. Οι νεο-συντηρητικοί, απαρτίζονταν σε μεγάλο ποσοστό από Εβραίους πολιτικούς και διανοούμενους, υπερασπίζονταν το κράτος πρόνοιας και τις προσπάθειες για να νικηθεί ο διεθνής κομμουνισμός. Οι παλαιο-συντηρητικοί ήταν ως επί πλείστον Χριστιανοί και κατηγορούσαν τους αντιπάλους τους για υπερβολική αφοσίωση στο Ισραήλ. Διαφωνούσαν επίσης και με την εξωτερική επεμβατική πολιτική των ΗΠΑ.

Παρά τις διαφορές τους, οι δύο πρώτες ομάδες των νεοσυντηρητικών, οι νεοϋορκέζοι διαννούμενοι και οι δημοκρατικοί του Henry «Scοop» Jackson είχαν αρκετά σημεία σύγκλισης και κοινούς εχθρούς: την αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος, τον ηθικό σχετικισμό και τον αντιαμερικανισμό. Αυτό επέτρεψε σε αρκετούς από την πρώτη ομάδα, να ενταχθούν στη δεύτερη, ενώ ορισμένοι της δεύτερης ομάδας, πλησίασαν πολύ τις θέσεις της πρώτης ομάδας στα ζητήματα εσωτερικής πολιτικής. Γι’ αυτό, η ταμπέλα «νεοσυντηρητικοί», κατέληξε να καλύπτει και τις δύο ομάδες.

Αφού απέκτησαν σημαντική επιρροή στα τελευταία στάδια του Ψυχρού Πολέμου με τη ρήξη με το Δημοκρατικό Κόμμα και την υποστήριξη των πολιτικών του προέδρου Ρόναλντ Ρήγκαν, οι νεοσυντηρητικοί στράφηκαν προς τον αραβικό κόσμο επιλέγοντας ως πρώτο στόχο της πολιτικής τους το Ιράκ και τον Σαντάμ Χουσεΐν. Αφού ο αμερικανικός στρατός πέτυχε μια γρήγορη νίκη στο πεδίο της μάχης το 1991 και ανάγκασε τις ιρακινές δυνάμεις να εγκαταλείψουν το Κουβέιτ, οι νεοσυντηρητικοί επέκριναν την πρώτη κυβέρνηση Μπους επειδή δεν ανέτρεψε το ιρακινό καθεστώς. Το 1998, οι Κρίστολ και Ρόμπερτ Κάγκαν, μαζί με μια ντουζίνα άλλους εξέχοντες νεοσυντηρητικούς, έγραψαν μια ανοιχτή επιστολή στον Πρόεδρο Μπιλ Κλίντον καταγγέλλοντας την πολιτική του περιορισμού του Ιράκ ως αποτυχία και απαιτώντας να πάει στον πόλεμο για να ανατρέψει τον Σαντάμ Χουσεΐν. Η συντριπτική πλειοψηφία στο Κογκρέσο, Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί, έσπευσαν να εγκρίνουν τον «Νόμο για την Απελευθέρωση του Ιράκ». Η πράξη ανέφερε ότι η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών θα εργαστεί για να «απομακρύνει το καθεστώς με επικεφαλής τον Σαντάμ Χουσεΐν» και ενέκρινε 99 εκατομμύρια δολάρια για την επίτευξη αυτού του στόχου, μέρος από τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση του Εθνικού Κογκρέσου του Ιράκ του Αχμέντ Τσαλαμπί, το οποίο θα αναλάμβανε καθοριστικό ρόλο στη διάδοση των ψευδών που χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογήσουν τον πόλεμο στο Ιράκ κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Τζορτζ Μπους.

Κατά τη διάρκεια της προεδρίας Κλίντον, επίσης, οι νεοσυντηρητικοί ήταν ένθερμοι υπέρμαχοι της επέμβασης των ΗΠΑ στα Βαλκάνια [9]. Σε μια συνέντευξη αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο Ντόναλντ Κάγκαν, ο κλασικιστής δεξιός ιδεολόγος του Γέιλ κάλεσε, για μια ανάπτυξη αμερικανικών στρατευμάτων στη Γάζα «..για να μπορέσουμε να πάμε τον πόλεμο σε αυτούς τους ανθρώπους».

Μετά το 2000

Ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος ανακοινώνει την προσθήκη $74.7 δις. δολλαρίων στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Άμυνας, τον Μάρτιο του 2003. Παρακολουθούν ο Υπουργός Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ και ο Υφυπουργός Άμυνας Πωλ Γούλφοβιτς

Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στους Δίδυμους Πύργους στις ΗΠΑ, επανάφεραν στο προσκήνιο, δυναμικότερα από ποτέ, τους νεο-συντηρητικούς. Αυτοί πρώτοι πρότειναν μια σειρά ενεργειών για την αντιμετώπιση της τρομοκρατικής απειλής. Η άποψή τους - η οποία προβλήθηκε ιδιαίτερα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας - ήταν ότι τα ισλαμικά μη δημοκρατικά καθεστώτα αποτελούν μεγάλη απειλή για τον δυτικό κόσμο, η εξάλειψη της οποίας θα επέλθει μόνο εφόσον η Μέση Ανατολή εκδημοκρατιστεί, σύμφωνα με τα αμερικανικά πρότυπα. Ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους, αντίθετα από την μέχρι τότε ήπια εξωτερική πολιτική του, υιοθετεί την ατζέντα των νεοσυντηρητικών, και διατυπώνει το Δόγμα Μπους. Στο Δόγμα αυτό, ο Μπους διακηρύσσει την προληπτική δράση με στρατιωτικές επιχειρήσεις έναντι των τρομοκρατών και όσους τους περιθάλπουν.

«...Σε απλά ελληνικά, το νέο στρατιωτικό δόγμα Μπους σημαίνει ότι οι ΗΠΑ είναι αποφασισμένες να επιτίθενται πρώτες εναντίον οποιασδήποτε χώρας κρίνει η Ουάσιγκτον, χωρίς αυτή η χώρα να έχει προβεί σε επίθεση ή κάποια ανοιχτά εχθρική κίνηση στρατιωτκού χαρακτήρα εναντίον της Αμερικής!...» [10].

Την ίδια στιγμή που οι νεοσυντηρητικοί προωθούσαν τον εκδημοκρατισμό της Μέσης Ανατολής, παρότρυναν επίσης την κυβέρνηση να επεκτείνει το ΝΑΤΟ πιο κοντά στα σύνορα της Ρωσίας, αγνοώντας τις συμβουλές του Ρώσου εμπειρογνώμονα και παλαιότερου πολιτικού Τζορτζ Φ. Κένναν, ο οποίος προειδοποίησε ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ θα αναβίωνε τις χειρότερες πτυχές του ρωσικού εθνικισμού και ιμπεριαλισμού. Ο Μπους όχι μόνο επέκτεινε περαιτέρω το ΝΑΤΟ (η Ρουμανία, η Εσθονία, η Βουλγαρία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Σλοβακία και η Σλοβενία έγιναν μέλη το 2004, ενώ η Αλβανία και η Κροατία προσκλήθηκαν κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Μπους, αλλά εντάχθηκαν επίσημα το 2009), αλλά κάλεσε επίσης δημοσίως την Ουκρανία και τη Γεωργία να ενταχθούν στη συμμαχία. Οι νεοσυντηρητικοί υποστήριξαν επίσης την επέμβαση των ΗΠΑ στη Συρία και τη Λιβύη το 2011, στο πλαίσιο της υπεράσπισης της λεγόμενης "Αραβικής Άνοιξης", η οποία δεν οδήγησε στη δημοκρατία, αλλά αντίθετα στην αναρχία, το χάος και την αύξηση της ρωσικής και κινεζικής επιρροής στην περιοχή.

Ο νεοσυντηρητισμός σήμερα

Κατά τη διάρκεια της Προεδρίας Ομπάμα, η επιρροή τω νεοσυντηρητικών μειώθηκε καθώς ο Μπαράκ Ομπάμα, εφάρμοσε μια λιγότερο επεμβατική εξωτερική πολιτική και πολλοί νεοσυντηρητικοί αποχώρησαν από κυβερνητικές θέσεις. Με την ήττα της Χίλαρυ Κλίντον, της εκλεκτής των νεοσυντηρητικών υποψήφιας για την Προεδρία των ΗΠΑ, και την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ, παραμερίστηκαν ακόμα περισσότερο, λόγος για τον οποίο αναδείχθηκαν σφοδροί πολέμιοι του Προέδρου Τραμπ αν και οι περισσότεροι ανήκαν στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.

Ωστόσο πολλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι κατά τη διάρκεια της Προεδρίας Μπάιντεν, και κυρίως με τον πόλεμο της Ουκρανίας β, επανήλθαν δριμύτεροι. Ο Μπάιντεν διόρισε την Βικτόρια Νούλαντ, την υπεύθυνη του Ντικ Τσένυ για το Ιράκ, ως αναπληρώτρια υπουργό Εξωτερικών, δηλαδή ως το νούμερο δύο αξιωματούχο του υπουργείου. Όρισε τον Έλλιοτ Άμπραμς, ζοφερό απολογητή των βασανιστών της Κεντρικής Αμερικής επί Ρόναλντ Ρέιγκαν, στη Συμβουλευτική Επιτροπή για τη Δημόσια Διπλωματία. Ο Μπιλ Κρίστολ, άτεγκτος λομπίστας υπέρ του πολέμου στο Ιράκ, διέθεσε δύο (2) εκατομμύρια δολάρια για να καλύψει τη δαπάνη τηλεοπτικών διαφημίσεων που προέτρεπαν τους Ρεπουμπλικάνους να παραμείνουν στην Ουκρανία. Ο δε Ρόμπερτ Κέιγκαν, επανήλθε με μια χαρακτηριστική δήλωση: «Οι υπερδυνάμεις δεν παίρνουν σύνταξη». Ο Κάγκαν ισχυρίζεται ξεκάθαρα αυτό που πιστεύει αυτή η ομάδα:

«Ήρθε η ώρα να πούμε στους Αμερικανούς ότι δεν υπάρχει διαφυγή από την παγκόσμια ευθύνη... το έργο της διατήρησης μιας παγκόσμιας τάξης είναι ατελείωτο και γεμάτο κόστος, αλλά προτιμότερο από την εναλλακτική λύση» [11].

Η επιρροή των νεο-συντηρητικών εξακολουθεί να υφίσταται κυρίως μέσα από τις δυναμικές και δικτυωμένες δεξαμενές σκέψεις που διατηρούν αλλά και την αρθρογραφία τους σε εφημερίδες όπως οι "The New York Times", "Washington Post" και "Wall Street Journal" . Ιδιαιτέρως γνωστά και επιδραστικά είναι τα think tanks "Αmerican Enterprise Institute", "Hudson Institute", "Project for the New American Century (PNAC)" "Brookings Institution", κ.α.

Νεοσυντηρητισμός & Ισραήλ

Στο βιβλίο του, Cultural Insurrections, ο γνωστός Αμερικανός εξελικτικός ψυχολόγος Κέβιν Μακ Ντόναλντ (Kevin MacDonald) έχει περιγράψει τον νεοσυντηρητισμό ως ένα πολύπλοκο επαγγελματικό και οικογενειακό δίκτυο με επίκεντρο Εβραίους δημοσιογράφους που χρησιμοποιούνται από το Ισραήλ για να προπαγανδίσουν τα ισραηλινά συμφέροντα και να θέσουν τον πλούτο και τη δύναμη των ΗΠΑ στην υπηρεσία αυτών. Η απόδειξη των πραγματικών ενδιαφερόντων των νεοσυντηρητικών είναι η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ:

«...  Η σύγκλιση των συμφερόντων τους ως Εβραίοι με τις πολιτικές της ισραηλινής δεξιάς και η καθοδήγηση των αμερικανικών συμφερόντων τους επιβάλλει να υποβαθμίζουν ή ακόμη και να αρνούνται τη σημασία της εβραϊκής τους ταυτότητας, παριστάνοντας τους Αμερικανούς πατριώτες. [...] Δεδομένου ότι ο νεοσυντηρητικός σιωνισμός του κόμματος Λικούντ είναι γνωστό ότι προωθεί την αντιπαράθεση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και ολόκληρου του μουσουλμανικού κόσμου, οι πολιτικές τους απόψεις εξυπηρετούν πρώτα την πίστη στο έθνος τους και όχι στην Αμερική...» [12]

Η αμερικανική εξωτερική πολιτική των νεοσυντηρητικών πάντα συνέπιπτε με το συμφέρον του Ισραήλ όπως το βλέπουν οι σιωνιστές. Πριν από το 1967, το ενδιαφέρον του Ισραήλ εστιαζόταν σε μεγάλο βαθμό στην εβραϊκή μετανάστευση από την Ανατολική Ευρώπη. Από το 1967, όταν η Μόσχα απαγόρευσε την εβραϊκή μετανάστευση για να διαμαρτυρηθεί για την προσάρτηση αραβικών εδαφών από το Ισραήλ, το συμφέρον του Ισραήλ ήταν η νίκη των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο. Ο Ίρβινγκ Κρίστολ εξήγησε στο «Αμερικανικό Εβραϊκό Κογκρέσο» το 1973, γιατί ο αντιπολεμικός ακτιβισμός δεν ήταν πλέον καλός για το Ισραήλ:

«Είναι πλέον συμφέρον των Εβραίων να έχουν ένα μεγάλο και ισχυρό στρατιωτικό κατεστημένο στις Ηνωμένες Πολιτείες. [..] Οι Αμερικανοεβραίοι που ενδιαφέρονται για την επιβίωση του κράτους του Ισραήλ πρέπει να πουν, όχι, δεν θέλουμε να περικόψουμε τον στρατιωτικό προϋπολογισμό, είναι σημαντικό να διατηρήσουμε αυτόν τον στρατιωτικό προϋπολογισμό μεγάλο, ώστε να μπορούμε να υπερασπιστούμε το Ισραήλ» [13]. 

Την ίδια θέση υποστηρίζει και ο Νόρμαν Ποντχόρετζ (Norman Podhoretz) στην αυτοβιογραφία του, με τίτλο Breaking Ranks που εκδόθηκε το 1979:

«...Υπήρχε, βέβαια, ένα πράγμα που πολλοί, ακόμη και οι πιο παθιασμένα αφοσιωμένοι Αμερικανοί Σιωνιστές ήταν απρόθυμοι να το κάνουν, και αυτό ήταν να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι η συνεχιζόμενη αμερικανική υποστήριξη προς το Ισραήλ εξαρτιόταν από τη συνεχή αμερικανική εμπλοκή σε διεθνείς υποθέσεις - από την οποία προέκυπτε ότι μια αμερικανική απόσυρση με το τρόπο της απομονωτικής διάθεσης που επικρατούσε μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων, και που τώρα φαινόταν ότι θα μπορούσε σύντομα να επικρατήσει και πάλι, αποτελούσε άμεση απειλή για την ασφάλεια του Ισραήλ....» [14]

Τη δεκαετία του 1970 κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Τζίμυ Κάρτερ, οι νεοσυντηρητικοί Εβραίοι αυτομόλησαν από το Δημοκρατικό Κόμμα λόγω της υποστήριξης του Κάρτερ για μια ισότιμη προσέγγιση έναντι του Ισραήλ και των Παλαιστινίων και για την επιστροφή στα σύνορα του 1967. Μέχρι τότε, οι αμερικανοεβραίοι δεν διέθεταν επιδραστικούς εκπροσώπους στους διανοουμένους και πολιτικούς της δεξιάς στην Αμερική. Έκτοτε, θα συγκεντρωθούν στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα μετατοπίζοντας την εξωτερική πολιτική του όλο και δεξιότερα, ενώ αντίστροφα, την εσωτερική πολιτική του στα κοινωνικά ζητήματα όλο και πιο αριστερά.

Με την κατάρρευση της Ενώσεως Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και την λήξη του Ψυχρού Πολέμου, ο στόχος του Ισραήλ μετατοπίστηκε στον αραβικό κόσμο. Το ίδιο έγινε και με την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Οι νεοσυντηρητικοί υπέστησαν τη δεύτερη μεταστροφή τους από αντικομμουνιστές ψυχροπολεμιστές σε ισλαμοφοβικούς σταυροφόρους στον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας». Τον Σεπτέμβριο του 2001, πήραν το «Νέο Περλ Χάρμπορ» που επιθυμούσαν ενώ εν τω μεταξύ δύο δεκάδες Εβραίοι νεοσυντηρητικοί είχαν εισαχθεί μέχρι τότε από τον Ντικ Τσένι σε βασικές θέσεις της κυβέρνησης Μπους. Ο γνωστός συντηρητικός πολιτικός και εκδότης, Πατ Μπιουκάναν (Pat Buchanan), κατηγόρησε ανοιχτά την ομάδα εκείνη για αδιαφορία απέναντι στα αμερικανικά συμφέροντα:

«...Κατηγορούμε μια συμμορία πολεμοκάπηλων και δημόσιων λειτουργών (πως) επιδιώκει να παγιδεύσει τη χώρα μας σε μια σειρά πολέμων που δεν είναι προς το συμφέρον της Αμερικής. Τους κατηγορούμε ότι συνεργάζονται με το Ισραήλ για να πυροδοτήσουν αυτούς τους πολέμους και να καταστρέψουν τις συμφωνίες του Όσλο. Τους κατηγορούμε ότι σκόπιμα βλάπτουν τις σχέσεις των ΗΠΑ με κάθε κράτος του αραβικού κόσμου που αψηφά το Ισραήλ ή υποστηρίζει το δικαίωμα του παλαιστινιακού λαού σε μια δική του πατρίδα. Τους κατηγορούμε ότι έχουν αποξενώσει φίλους και συμμάχους σε όλο τον ισλαμικό και δυτικό κόσμο μέσω της αλαζονείας, της ύβρεως και της επιθετικότητάς τους.» [15] ενώ κατονόμασε ως υπεύθυνους τους "Perle, Feith, Wurmser & Co".

Εβραϊκής καταγωγής επιφανείς Νεοσυντηρητικοί

  • Ίρβινγκ Κρίστολ (1920 - 2009) Irving Kristol : γνωστός ως ο «Νονός του Νεοσυντηρητισμού» υπήρξε από τους πιο επιδραστικούς διανοούμενους του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Προερχόμενος από οικογένεια Εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης, ιδρυτής και διευθυντής του πρώτου περιοδικού των νεοσυντηρητικών, The Public Interest. Τιμήθηκε από τον Πρόεδρο Μπους το 2002 με το «Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας», την υψηλότερη πολιτική διάκριση στην Αμερική.
  • Νόρμαν Ποντχόρετζ (1930 - ) Norman Podhoretz: ουκρανο (Γαλικία) -εβραϊκής καταγωγής δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής, αρχισυντάκτης και διευθυντής του κυριότερου οργάνου των Εβραίων νεοσυντηρητικών, του περιοδικού Commentary. Ο Ποντχόρετζ έχει τιμηθεί και αυτός με το «Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας», το 2004 από τον Τζορτζ Μπους
  • Ντόναλντ Κέιγκαν (1932 - 2021) Donald Kagan: Ακαδημαϊκός και ιστορικός με καταγωγή από Εβραίους της Λιθουανίας, στράφηκε προς τον νεοσυντηρητισμό τη δεκαετία του 1970. Υπήρξε συν-ιδρυτής του οργανισμού Project for the New American Century, της πιο σημαντικής ίσως δεξαμενής σκέψης των νεοσυντηρητικών στην υπηρεσία του κράτους του Ισραήλ.
  • Ρίτσαρντ Περλ (1941 - ) Richard Perle: Ρωσο-εβραϊκής καταγωγής πολιτικός αναλυτής, συνδέθηκε νωρίς με τον Henry Martin "Scoop" Jackson, πρωτεργάτη της στροφής των Δημοκρατικών προς δεξιότερες θέσεις, υπήρξε ο ηγέτης του ρεύματος που απαρτίζει το βαθύ κράτος των ΗΠΑ [16] προωθώντας τους μετέπειτα γνωστούς νεοσυντηρητικούς σε θέσεις εξουσίας. Θεωρείται ο αρχιτέκτονας του πολέμου στο Ιράκ.
  • Πωλ Γούλφοβιτς (1943 - ) Paul Wolfowitz : Πολωνο-εβραϊκής καταγωγής πολιτικός επιστήμων και διπλωμάτης, διετέλεσε αναπληρωτής Υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης Μπους από το 2001 ως το 2005. Κατήρτισε το 1992 το επονομαζόμενο ως Δόγμα Wolfowitz μια ανεπίσημη ονομασία που δόθηκε στην αρχική έκδοση των «Οδηγιών Αμυντικού Σχεδιασμού για τα έτη 1994-1999». Το έγγραφο που δεν προοριζόταν για δημοσιοποίηση, διέρρευσε στους New York Times στις 7 Μαρτίου 1992 και προκάλεσε δημόσια διαμάχη για την εξωτερική και αμυντική πολιτική των ΗΠΑ [17]. Το έγγραφο επικρίθηκε ευρέως ως ιμπεριαλιστικό, καθώς περιέγραφε μια πολιτική μονομέρειας και προληπτικής στρατιωτικής δράσης για την καταστολή πιθανών απειλών από άλλα έθνη και την αποτροπή δικτατοριών από το να ανέλθουν σε καθεστώς υπερδύναμης. Πολλές από τις αρχές του επανεμφανίστηκαν στο Δόγμα Μπους, το οποίο περιγράφηκε από τον γερουσιαστή Τεντ Κένεντι ως «ένα κάλεσμα για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό του 21ου αιώνα που κανένα άλλο έθνος δεν μπορεί ή δεν πρέπει να αποδεχτεί.»
  • Έλλιοτ Άμπραμς (1948 - ) Elliott Abrams: μεγάλωσε σε οικογένεια θρησκευόμενων Εβραίων και υπηρέτησε σε διάφορες κυβερνητικές θέσεις υπό την επιρροή του οποίου διαμορφώθηκε όλη την εξωτερική πολιτική των Ρεπουμπλικανών τουλάχιστον από την εποχή του Ρόναλντ Ρήγκαν. Η εμπλοκή του στο σκάνδαλο Ιράν-Κόντρα κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Ρέιγκαν οδήγησε στην καταδίκη του το 1991 για δύο πλημμελήματα για παράνομη απόκρυψη πληροφοριών από το Κογκρέσο. Του δόθηκε χάρη από τον Πρόεδρο Μπους, ο οποίος τον διόρισε ε­πι­κε­φα­λή της πο­λι­τι­κής για τη Μέ­ση Α­να­το­λή στο «Ε­θνι­κό Συμ­βού­λιο για την Ά­μυ­να». Σήμερα, έχει διοριστεί από τον Πρόεδρο Μπάιντεν μέλος της U.S. Advisory Commission on Public Diplomacy. Η εκλιπούσα σύζυγος του Άμπραμς, Ραχήλ, ήταν θετή κόρη του Νόρμαν Ποντχόρετζ.
  • Μπιλ Κρίστολ (1952 - ) Bill Kristol: γιός του Ίρβινγκ Κρίστολ, δημοσιογράφος-πολιτικός αναλυτής, ιδρυτής και εκδότης του νεοσυντηρητικού περιοδικού The Weekly Standard, συνιδρυτής του Project for the New American Century (PNAC), και σύμβουλος σε πολλές δεξαμενές σκέψεις (think tanks). Συνέβαλε στην καταψήφιση του προγράμματος κοινωνικής πρόνοιας της κυβέρνησης Κλίντον.
  • Ντάγκλας Φέιθ (1953 - ) Doug Feith: γιός Πολωνοεβραίων μεταναστών, έχει θεωρηθεί ο αρχιτέκτονας του Πολέμου στο Ιράκ. Κατά την προετοιμασία του πολέμου, διαδραμάτισε βασικό ρόλο στην προώθηση του ισχυρισμού ότι το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν είχε επιχειρησιακή σχέση με την Αλ Κάιντα (παρόλο που δεν υπήρχαν τότε αξιόπιστες αποδείξεις για μια τέτοια σχέση). Υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του «Εβραϊκού Ινστιτούτου για Θέματα Εθνικής Ασφάλειας» (JINSA), μιας δεξαμενής σκέψης που προωθεί μια στρατιωτική και στρατηγική συμμαχία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ.
  • Ρόμπερτ Κέιγκαν (1958 - ) Robert Kagan: γιος του Ντόναλντ Κέιγκαν, συνιδρυτής του Project for the New American Century (PNAC), φανατικά υπέρμαχος της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών των ΗΠΑ. Μαζί με τη σύζυγό του, Βικτόρια Νούλαντ επέδρασαν ιδιαίτερα στη δημιουργία της ρωοο-ουκρανικής κρίσης, ενώ προωθούν την ενεργότερη συμμετοχή των ΗΠΑ στον πόλεμο της Ουκρανίας.
  • Μαξ Μπουτ (1969 - ) Max Boot: Ρωσο-εβραϊκής καταγωγής, δημοσιογράφος και σύμβουλος του «Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων» της κυβέρνησης Μπους. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, υποστήριξε τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό δηλώνοντας ότι:
«...οι κακόμοιρες χώρες της Μέσης Ανατολής παρακαλούν για το είδος της πεφωτισμένης ξένης διοίκησης που κάποτε παρείχαν οι γεμάτοι αυτοπεποίθηση Άγγλοι με τις στολές ιππασίας τους και τα καπέλα για το σαφάρι» [18].

Σημειώσεις

  • Ο Κρις Χέτζες (Chris Hedges) είναι πρώην επικεφαλής του γραφείου των New York Times στη Μέση Ανατολή, βραβευμένος με Πούλιτζερ και αρθρογράφος στο ScheerPost. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων και παρουσιαστής της εκπομπής "On Contact" του RT America που ήταν υποψήφιο για Emmy. [19]
  • Όπως επισημαίνει ο Τζέφρι Σακς, οι νεοσυντηρητικοί των ΗΠΑ φέρουν μεγάλη ευθύνη για την υπονόμευση των συνόρων της Ουκρανίας το 1991. Η Ρωσία δεν διεκδίκησε την Κριμαία παρά μόνο μετά την υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ ανατροπή του προέδρου της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς το 2014. Ούτε η Ρωσία προσάρτησε το Ντονμπάς μετά το 2014, αντί να καλέσει την Ουκρανία να τιμήσει τη συμφωνία Μινσκ ΙΙ που υποστηρίχθηκε από τον ΟΗΕ, η οποία βασιζόταν στην αυτονομία του Ντονμπάς. Οι νεοσυντηρητικοί προτίμησαν να εξοπλίσουν την Ουκρανία για να ανακαταλάβει το Ντονμπάς με τη βία, αντί να παραχωρήσουν αυτονομία στο Ντονμπάς [20].

Δείτε επίσης

Διαβάστε

Παραπομπές