Νεόφυτος Δούκας

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Νεόφυτος Δούκας, Έλληνας Εθναπόστολος και ένας από τους μεγαλύτερους διδασκάλους του Ελληνικού Γένους που συνέβαλε στην Εθνική αυτογνωσία και την πολιτική αποκατάσταση των Ελλήνων, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, Ορθόδοξος ιερωμένος, από τους επιφανέστερους Έλληνες λόγιους με μεγάλη συγγραφική δραστηριότητα και σημαντική μορφή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, εθνικός ευεργέτης, εκδότης, μεταφραστής και σχολιαστής αρχαίων κειμένων, συνιδρυτής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής μαζί με το Γεώργιο Γεννάδιο, γεννήθηκε το 1760 στο χωριό Άνω Σουδενά [1] -σημερινά Άνω Πεδινά- στην περιοχή του Ζαγορίου στην Ήπειρο και πέθανε στις 20 Δεκεμβρίου 1845 στην Αθήνα. Τάφηκε στον περίβολο [2] της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής.

Βιογραφία

Γονείς του ήταν ο Αναστάσιος Δούκας, ο οποίος είχε τρεις αδελφούς από τους οποίους επέζησε από επιδημία πανώλης, μόνο ο Δημήτριος, και η Αγγελική Δούκα, φτωχοί αγρότες και ευσεβείς Χριστιανοί. Ο Νικόλαος Δούκας, όπως ήταν το κοσμικό όνομα του Αρχιμανδρίτη Νεόφυτου, αναφέρει σε επιστολή του την ύπαρξη τεσσάρων αδελφών του οι οποίοι πέθαναν από λοιμό και από τις επιδρομές των Γενιτσάρων, όπως και ο πατέρας του, ενώ δεν υπάρχει καμία πληροφορία για την τύχη της μητέρας του.

Νεανικά χρόνια

Ο Νεόφυτος σε νεαρή ηλικία, σχεδόν στα δέκα του χρόνια, έμεινε ορφανός από πατέρα και μετά από την προτροπή της μητέρας του που ήταν βαριά ασθενής, εισήλθε στη Μονή της Ευαγγελιστρίας [3] που είναι κοντά στη γενέτειρα του, όπου διδάχθηκε και τα πρώτα γράμματα. Στη Μονή, δύο χρόνια αργότερα, ο Νικόλαος χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος και έλαβε το εκκλησιαστικό όνομα Νεόφυτος, ενώ διακρίθηκε για την ευφυΐα του, τις αρετές του χαρακτήρα του. Λίγο καιρό αργότερα ο ηγούμενος τον διόρισε Ταμία και Έφορο των τροφών της Μονής Ευαγγελιστρίας, ενώ σε ηλικία δεκαοκτώ ετών χειροτονήθηκε ιερέας από τον τότε μητροπολίτη Ιωαννίνων Παΐσιο.

Σπουδές

Το 1780, παρά τις αντιρρήσεις του ηγουμένου της Μονής της Ευαγγελιστρίας, ο Νεόφυτος αναχώρησε για Ανώτερες σπουδές στη Σχολή του Κοσμά Μπαλάνου στα Ιωάννινα. Τον ίδιο χρόνο, και μόλις έξι μήνες αργότερα, επέστρεψε στη Μονή, καθώς αντιμετώπισε προβλήματα διαβιώσεως και αντιμετώπισε τις διαμαρτυρίες των άλλων μοναχών διότι δεν συμμετείχε στις καθημερινές δραστηριότητες της Μονής. Η επιθυμία του να πραγματοποιήσει Ανώτερες σπουδές οδήγησε τον Νεόφυτο να εγκαταλείψει για δεύτερη φορά τη Μονή. Το 1782 μετέβη στο Μέτσοβο και ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα στο εκεί «Ελληνοσχολαρχείο» κοντά στον Δημήτριο Βαρδάκα, γνωστό τότε δάσκαλο. Εκεί ο Νεόφυτος ιερουργούσε στον Εξαρχικό ναό της Αγίας Παρασκευής, γεγονός που του εξασφάλισε σχετική οικονομική ανεξαρτησία και του επέτρεψε να καλύψει τα έξοδα των τετράχρονων σπουδών του. Στη συνέχεια ο Βαρδάκας προσέλαβε τον Νεόφυτο Δούκα ως βοηθό του και του ανέθεσε να παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά πλούσιων οικογενειών. Στο Μέτσοβο ο Δούκας παρακολούθησε με ιδιαίτερη επιμέλεια μαθήματα Ελληνικής και Λατινικής φιλολογίας. Το 1786, με τη βοήθεια και τις συμβουλές των Κοσμά Μπαλάνου και Δημητρίου Βαρδάκα και έχοντας συστατική επιστολή του Μητροπολίτη Ιωαννίνων ώστε να αποδεικνύει την ιδιότητα του ως κληρικού, αναχώρησε από το Μέτσοβο και εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι.

Παραμονή στο εξωτερικό

Ο Νεόφυτος Δούκας στο Βουκουρέστι παρακολούθησε τα μαθήματα της «Αυθεντικής Ακαδημίας» του Γιαννιώτη Λάμπρου Φωτιάδη. Εκεί παρακολούθησε ανώτερα μαθήματα, μελέτησε αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, την Αγία Γραφή και τους πατέρες της Εκκλησίας ενώ ορίστηκε εφημέριος στον ναό της Μονής των Αγίων Αποστόλων. Εκεί δημιούργησε ζεστή φιλική σχέση με τον Φωτιάδη και μέσω αυτού με τον Ρήγα Φεραίο. Παρέμεινε δεκαεπτά χρόνια στο Βουκουρέστι διδάσκοντας στη Σχολή του Λάμπρου Φωτιάδη και παραδίδοντας μαθήματα Ελληνικών σε παιδιά πλουσίων οικογενειών. Το 1803 εγκαταστάθηκε στη Βιέννη και το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου ανέλαβε τη θέση του εφημέριου του ιερού ναού του Αγίου Γεωργίου της Βιέννης, μετά από παράκληση του συμβουλίου της κοινότητος προς τον Δοσίθεο, τότε Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγονταν έως τότε.

Στις 28 Ιουλίου του 1804 ο Δούκας υπέβαλε αίτηση στην κυβέρνηση της Κάτω Αυστρίας ζητώντας να του χορηγηθεί άδεια να προχωρήσει στην έκδοση Ελληνικής εφημερίδος. Η προσπάθεια του δεν απέδωσε καρπούς καθώς προσέκρουσε στην υπηρεσία λογοκρισίας του Αυστριακού κράτους. Στη διάρκεια της εφημερίας του στον ναό του Αγίου Γεωργίου ο Δούκας αντιμετώπισε σημαντικά προβλήματα στις σχέσεις του με τον υπεφημεριό του Χρύσανθο Κλημιώτη. Στις 28 Αυγούστου του 1807 το συμβούλιο της Ελληνικής κοινότητος στη Βιέννη με επιστολή του ενημέρωσε τον Δούκα, αλλά και τον Κλημιώτη, για την απόφαση του να τους αντικαταστήσει από εφημέριους του Ναού, απόφαση που αποδέχθηκε με δική του επιστολή και δίχως επιφύλαξη ο Δούκας, ο οποίος παρέμεινε στη θέση του έως τον Μάρτιο του 1808, συμπληρώνοντας σχεδόν πέντε έτη διακονίας. Το μήνα εκείνο παρέδωσε στον αντικαταστάτη του, τον Άνθιμο Γαζή. Στη Βιέννη ο Δούκας διακόνησε με αφοσίωση και ζήλο, ενώ ανέπτυξε έντονη μορφωτική και εθνική δράση. Μετά την απομάκρυνση του από τον ναό του Αγίου Γεωργίου ο Δούκας αφοσιώθηκε στις διδακτικές, συγγραφικές και εκδοτικές του δραστηριότητες.

Τον Ιούλιο του 1810 απέστειλε επιστολή από τη Βιέννη προς τον Αναστάσιο Ζωσιμά, χρηματοδότη της «Μπαλαναίας» Σχολής των Ιωαννίνων, με την οποία του ζητούσε να παρέμβει προκειμένου να συνενωθούν τα δύο σχολεία της πόλεως. Παράλληλα ανέλαβε πρωτοβουλίες για την ίδρυση Ελληνικών σχολείων στη Βιέννη, τη Θεσσαλονίκη, την Κωνσταντινούπολη, στην γενέτειρα του την περιοχή του Ζαγορίου και αλλού. Στις 11 Απριλίου του 1815 ο Δούκας προτάθηκε στον Ιωάννη Καρατζά, ηγεμόνα της Βλαχίας, για την θέση του Σχολάρχη της «Αυθεντικής Ακαδημίας» ή Λύκειο του Βουκουρεστίου ή Ηγεμονική Ακαδημία [Ρουμανικά: Academia Domnească de la București], στο Βουκουρέστι, γιατί ο Λάμπρος Φωτιάδης είχε πεθάνει. Στις 2 Μαΐου του 1815 ο Καρατζάς αποδέχθηκε την πρόταση και τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ο Δούκας ανέλαβε τη Διεύθυνση της Σχολής. Έξι μήνες αργότερα οι μαθητές της Σχολής αυξήθηκαν από 60 σε 400. Στη διάρκεια της παρουσίας του στο Βουκουρέστι μελετούσε και δίδασκε στου μαθητές του Ευρωπαίους φιλοσόφους όπως τον Ιταλό Antonio Genovesi, μέσω μεταφράσεων του Βούλγαρη. Τον ίδιο χρόνο προσκάλεσε και προσέλαβε ως βοηθό του στην Σχολή τον Γεώργιο Γεννάδιο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως αναγνωρίζοντας την προσφορά του Δούκα στην Ελληνική παιδεία του απένειμε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτου.

Το 1815 ο Νεόφυτος Δούκας πρότεινε στον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Κύριλλο ΣΤ' την επιβολή του ράσου ως κοινή αμφίεση για όλους τους Έλληνες Ορθόδοξους Κληρικούς, καθώς από το 1774 με την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, πολλοί κληρικοί, ιδίως Αρχιερείς, επέλεξαν να φορούν διάφορα πολύτιμα και βαρύτιμα ενδύματα με κεντητά και διάφορα χρυσά κοσμήματα και αλυσίδες. Η πρόταση του Δούκα συνάντησε την αντίδραση του Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιου, ο οποίος θεωρούσε την εισαγωγή του ράσου ως μεταρρύθμιση και αναφέρει «περί εθνικής ενδυμασίας», την οποία φορούσαν κατά τόπους οι κληρικοί, όπως ήταν η βράκα, η φουστανέλα και το φέσι, ενδύματα που χαρακτήρισε ως εθνικά, σε αντιδιαστολή και αντιπαράθεση με τα στενά φραγκικά ενδύματα. Ο Δούκας αναφερόμενος στους Επισκόπους που προτιμούν να φέρουν σφαιροειδές κάλυμμα της κεφαλής, όπως φορούσαν οι ηγεμόνες της Μολδοβλαχία τους κατηγορεί ως, «τιαροφόρους Μήδας».

Την ίδια εποχή ο Δούκας ήρθε σε σύγκρουση με τον Αδαμάντιο Κοραή για το θέμα της γλώσσας του Ελληνικού Έθνους και αντέκρουσε τις απόψεις του με επιχειρηματολογία και αγωνιστική διάθεση. Ο Κοραής ανταπάντησε και συνάσπισε εναντίον του Δούκα τους δημοτικιστές. Τον Δεκέμβριο του 1817 ο Δούκας έγινε στόχος δολοφονικής επιθέσεως όταν οι γλωσσικοί του αντίπαλοι, του επιτέθηκαν, τον χτύπησαν και τον τραυμάτισαν σοβαρά στο κεφάλι, προκαλώντας του τραύμα από το οποίο υπέφερε ως το τέλος της ζωής του, με φυσικό αυτουργό κάποιον από τους πρώην μαθητές του. Συγκεκριμένα ένα πρωινό που ο Δούκας κατευθύνονταν προς την εκκλησία για να τελέσει τη λειτουργία, ένας μαθητής του από τη Ζάκυνθο με το όνομα Αντώνιος, του επιτέθηκε και του κατάφερε χτύπημα στο κεφάλι χρησιμοποιώντας ένα ρόπαλο. Μετά την επίθεση ο δράστης διέφυγε ενώ ο Δούκας έμεινε στο τόπο της επιθέσεως αιμόφυρτος και λιπόθυμος σχεδόν ημιθανής [4], και μεταφέρθηκε στο σπίτι του από περαστικούς.

Εξ αιτίας του τραυματισμού του αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τα καθήκοντα του τον Ιανουάριο του 1818, καθώς θ’ απείχε από τη διδασκαλία και τη Διεύθυνση της Σχολής λόγω του μακρού χρόνου της αναρρώσεως του, ο οποίος τελικά έφτασε τα τρία χρόνια, δίχως να αποκατασταθεί πλήρως η υγεία του. Ο Δούκας θεώρησε υπεύθυνο για την εναντίον του απόπειρα τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τότε νεαρό Υπουργό Εσωτερικών του ηγεμόνα Καρατζά, τον οποίο και κατήγγειλε δημόσια. Μετά την ανάρρωση του άρχισε και πάλι να διδάσκει ιδιωτικά και να συγγράφει. Το 1819 επανήλθε στην ιδέα της ιδρύσεως Σχολής στο Ζαγόρι όπως προκύπτει από το περιεχόμενο επιστολής που απέστειλε προς τους Δημήτριο Ποστολάκα και Γρηγόριο Κωνσταντά, τους οποίους ενημέρωνε ότι γι’ αυτό το σκοπό είχαν συγκεντρωθεί μέχρι το Δεκέμβριο του 1818, 120.000 γρόσια από τις προσφορές τεσσάρων πλουσίων Ζαγοριτών.

Τον ίδιο χρόνο ήρθε σε επαφή με τους αρχηγούς της «Φιλικής Εταιρείας» και στις 25 Ιουλίου 1819 μυήθηκε από τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο στους σκοπούς της. Τη διετία 1819-1821 ως ένας από τους δύο εφόρους της Εταιρείας στο Βουκουρέστι εργάστηκε για την προετοιμασία της Ελληνικής Εθνεγερσίας. Μετά την αποτυχία του κινήματος του Αλέξανδρου Υψηλάντη κατέφυγε στη Στεφανούπολη, [Braciov], της γειτονικής Τρανσυλβανίας, την οποία διέτρεξε ως Εθναπόστολος και παρέμεινε για έξι χρόνια εργαζόμενος και ετοιμάζοντας νέα βιβλία. Το 1825 αντέδρασε έντονα στην απόφαση [5] της Ελληνικής επαναστατικής κυβερνήσεως να προωθήσει λύση για το Ελληνικό ζήτημα υπό την προστασία της Αγγλίας. Τότε με επιστολή που απηύθυνε μέσω του Κούμα στον Αδαμάντιο Κοραή προσπάθησε να τον πείσει προκειμένου να μεσολαβήσει ώστε να μην εφαρμοστεί η απόφαση. Το 1827 ο Δούκας επέστρεψε στο Βουκουρέστι, όπου συνέχισε να διδάσκει ιδιωτικά.

Επιστροφή στην Ελλάδα

Το 1830 ο Δούκας αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα και γι’ αυτό το λόγο συγκέντρωσε τα περιουσιακά στοιχεία και τα βιβλία του και στις 5 Ιουνίου του ίδιου χρόνου έστειλε σχετική επιστολή στον Ανδρέα Μουστοξύδη, Γενικό έφορο των σχολείων της Αίγινας. Τον ίδιο χρόνο απέστειλε στον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος του είχε απευθύνει έκκληση να επιστρέψει, 10.000 τόμους βιβλίων και ταυτόχρονα τον ενημέρωσε για την απόφαση του να εγκατασταθεί οριστικά στην Ελλάδα. Τον Ιούλιο του 1831, μετά από σημαντική καθυστέρηση προκειμένου να κατορθώσει να εισπράξει τα δίδακτρα που του όφειλαν οι μαθητές του κι ύστερα από πολυήμερο ταξίδι και περισσότερα από πενήντα χρόνια απουσίας, ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής. Με ενδιάμεσους σταθμούς πόλεις της Μολδαβίας και της Βουλγαρίας, επιβιβάστηκε σε πλοίο που κατευθύνονταν στην Τήνο, όπου παρέμεινε επί δέκα ημέρες και με στη συνέχεια επιβιβάστηκε σε άλλο πλοίο με τελικό προορισμό την Αίγινα.

Στην Ελλάδα ο Δούκας σχεδίασε τη συνάντηση του με τον Καποδίστρια στον οποίο ήθελε να προτείνει την ίδρυση Πανεπιστημίου και αποφάσισε να διαθέσει για την υλοποίηση της ιδέας το σύνολο της περιουσίας του. Λίγο μετά την άφιξη του Δούκα στην Ελλάδα δολοφονήθηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας και η συνάντηση τους δεν έγινε ποτέ. Ο Δούκας βοήθησε στην ίδρυση του πρώτου Ελληνικού Πανεπιστημίου και συνέχισε να αγωνίζεται για την ίδρυση Σχολής στο Ζαγόρι, ενώ εκδήλωσε την πρόθεση του να βοηθήσει στην ίδρυση φιλολογικής εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, η οποία θα προχωρούσε στην έκδοση Ελληνικών βιβλίων. Με σκοπό την οικονομική ενίσχυση της προσπάθειας ανακοίνωσε ότι προσφέρει 5.000 γρόσια μετρητά και είκοσι βιβλία από τις εκδόσεις του. Στην Αίγινα ο Δούκας ανέλαβε δίχως καμιά αμοιβή τη διεύθυνση του εκεί Ορφανοτροφείου, στο οποίο είχε στείλει περίπου 10.000 τόμους βιβλίων από το Βουκουρέστι. Κατά την παραμονή του στην Αίγινα ανέπτυξε και αξιόλογη κοινωνική δράση. Με επιστολές παρενέβη σε διάφορα κοινωνικά και εκκλησιαστικά ζητήματα, αντιστάθηκε στην πρόθεση του κράτους να μετατρέψει σε ανεξάρτητη την Ελλαδική Εκκλησία από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, υποβάλλοντας υπομνήματα και επιστολές προς το Υπουργείο της Παιδείας και την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Στις 15 Μαΐου 1832 με Διάταγμα της Διοικητικής Επιτροπής ιδρύθηκε η Δημόσια Βιβλιοθήκη με επιστάτη τον Γεώργιο Γεννάδιο, ό όποιος παρέλαβε τη βιβλιοθήκη από την επιτροπή του Ορφανοτροφείου που αποτελούσαν ο Δούκας και οι Γρηγόριος Κωνσταντάς και Γεώργιος Μ. Καραμάνος και στις 19 του ίδιου μήνα η Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος τον διόρισε μέλος της Επιτροπής του Ορφανοτροφείου της Αίγινας.

Τον Μάϊο του 1833 ο Δούκας έστειλε επιστολή στον τυπογράφο Ανδρέα Κορομηλά και ζητούσε να μάθει λεπτομέρειες για την επικείμενη ίδρυση τυπογραφείου, ενώ προσφέρθηκε να αναθέσει τυπογραφικές εργασίες στον Κορομηλά και να χρηματοδοτήσει την προσπάθεια του. Τον Αύγουστο του 1833 ο Κορομηλάς με εγγυητική επιστολή του Δούκα πήγε στη Γαλλία όπου αγόρασε τυπογραφικά μηχανήματα στα οποία τυπώθηκαν, στην Αίγινα, 14 βιβλία του Δούκα σε 29 τόμους. Άλλοι τέσσερις τόμοι έργων του Δούκα τυπώθηκαν από τον Κορομηλά στην Αθήνα. Ο Δούκας πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, κι ήταν αυτός που έπεισε τον συμπατριώτη του Γεώργιο Ριζάρη να διαθέσει την μεγάλη του περιουσία για το σκοπό αυτό. Ο Δούκας ήταν φίλος με τον Ριζάρη η διαθήκη του οποίου, μνημειώδες κείμενο στο είδος του, συντάχτηκε ύστερα από τριετή εξαντλητικό διάλογο του ευεργέτη με το φίλο του Νεόφυτο Δούκα. Τιμητικά και λόγω της προσπάθειας που κατέβαλε για την ίδρυση της σχολής η κυβέρνηση τον εξέλεξε πρώτο διευθυντή. Το 1841 ο Δούκας ορίστηκε Διευθυντής της «Ριζαρείου Σχολής» από τον Υπουργό Ιωάννη Κωλέττη υλοποιώντας τον οραματισμό του για την ίδρυση κοινού σχολείου στο Ζαγόρι αλλά και του Γεωργίου Γεννάδιου να ιδρυθεί «Γυμνάσιο» στα Ιωάννινα. Το 1844 η κυβέρνηση του Ιωάννη Κωλέττη τον διόρισε μέλος της εκκλησιαστικής επιτροπής για τη σύνταξη εκκλησιαστικού νομοσχεδίου, ενώ λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του ο Δούκας αρνήθηκε τη θέση του Καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του νεοσύστατου Πανεπιστημίου Αθηνών.

Μνήμη Νεόφυτου Δούκα

Ο Νεόφυτος Δούκας ήταν από τη φύση του καλοκάγαθος, κοινωνικός, πράος, εργατικός, δυναμικός και επίμονος στις απόψεις του, όμως δεν δίσταζε να παραδεχθεί τα σφάλματα του και να αποκηρύξει τις ιδέες του που αποδεικνύονταν από τα πράγματα λανθασμένες. Στη διάρκεια του βίου ξεχώρισε για το οξύ πνεύμα, την επιμέλεια, τη φιλομάθεια και τον τίμιο χαρακτήρα του κι έστρεψε το ενδιαφέρον του στην ορθή διαπαιδαγώγηση των νέων. Όραμα του ήταν η παμβαλκανική εξάπλωση της Ελληνικής παιδείας και γλώσσας. Προσπάθησε να καταρτίσει πνευματικούς ηγέτες και να τους εμφυσήσει το μήνυμα της ελευθερίας, ενισχύοντας την πολιτιστική δραστηριότητα και επιδιώκοντας με κάθε μέσο το φωτισμό των νέων. Εστίασε επίσης στη δημιουργία μορφωμένων κληρικών. Τα λόγια του είναι χαρακτηριστικά: «....οι ιερείς δεν αρκεί να είναι απλώς αγαθοί και όμοιοι τοις πολλοίς, αλλ' άρχοντες όντες των άλλων και οδηγοί, οφείλουσι δια ταύτα να είναι και άριστοι και των άλλων υπερέχοντες αρετή και σοφία, φως όντες των υπ' αυτοίς και οφθαλμός εν όλω τω σώματι, επειδή χαρακτήρ του ιερέως και γνώρισμα πρώτιστον έστι το διδάσκειν».

Ο Δούκας προέτρεπε τους πλούσιους Έλληνες, τους Αρχιερείς και τα Ηγουμενοσυμβούλια των Μοναστηριών να θέσουν ως στόχο τη μόρφωση πνευματικά και ηθικά άριστων νέων, κατάλληλων για τους βαθμούς της Ιεροσύνης. Άσκησε κριτική στον κλήρο της εποχής που δεν επιτελούσε ούτε τον πνευματικό ούτε τον εκπαιδευτικό του ρόλο και οι απόψεις του θέσεις του προκάλεσαν αντιδράσεις, ενώ ορισμένοι Αρχιερείς τον κατήγγειλαν ως αιρετικό. Βοήθησε στην ίδρυση σχολείων και στη διάδοση της Ελληνικής γλώσσας σε όλη τη διοικητική έκταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Παράλληλα, λόγω των «αιρετικών» του θέσεων σε θρησκευτικά ζητήματα αλλά και λόγω της κριτικής που άσκησε σε ηγετικά πρόσωπα της Εκκλησίας, κινδύνευσε να αφορισθεί. Πίστευε στις δυνατότητες του Ελληνισμού και θεωρούσε ότι η ανάσταση του Έθνους θα πραγματοποιηθεί αποκλειστικά με τις δικές του δυνάμεις. Με ψήφισμα της Βουλής των Ελλήνων που εκδόθηκε αμέσως μετά τον θάνατο του κατατάχθηκε μεταξύ των Εθνικών ευεργετών για την εθνική και πνευματική του προσφορά [6].

Στο σημείο της ταφής του Δούκα αναγέρθηκε προτομή του, τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του με δαπάνη του μαθητή του Ανδρέα Κορομηλά. Η προτομή του Δούκα βρίσκεται στον σημερινό περίβολο του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας 51, κατασκευάστηκε το 1849 από μάρμαρο, είναι έργο του Δανού αρχιτέκτονα Χριστιανού Χάνσεν [Hans Christian Hansen], μεγαλύτερου αδελφού του Θεόφιλου Χάνσεν, και αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα γλυπτά έργα στης σύγχρονης ιστορίας των Αθηνών [7] [8] [9]. Προτομή του Δούκα υπάρχει και στον περίβολο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου στα Άνω Πεδινά, όπου γεννήθηκε.

Γλωσσικές απόψεις

Ο Δούκας παρά το μεγάλο εκδοτικό και διαφωτιστικό του έργο και την ενδιαφέρουσα προσωπικότητά του, δεν μελετήθηκε ανάλογα ούτε και κατέλαβε τη θέση που του αρμόζει στην Ελληνική γραμματεία. Η ζωή και το έργο του παρέμειναν άγνωστα στις λεπτομέρειές τους, μέχρι και τις μέρες μας, κυρίως γιατί υιοθέτησε συντηρητικές απόψεις στο γλωσσικό ζήτημα και υπήρξε πολέμιος όσων πρέσβευαν την επικράτηση της δημοτικής στην εκπαίδευση. Κατηγορήθηκε από άλλους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού για τις απόψεις του σε βαθμό που ο Αδαμάντιος Κοραής τον χαρακτήρισε «αντιφιλόσοφο». Είχε ξεκάθαρες πεποιθήσεις για το γλωσσικό ζήτημα κι είχε ταχθεί υπέρ του γλωσσικού αρχαϊσμού, όπως και ο Παναγιώτης Κοδρικάς, «…ώστε εάν τις των αρχαίων Ελλήνων εκ νεκρών αναστή, να γνωρίζει την γλώσσαν του…». Ο Δούκας άσκησε δριμύτατη κριτική στις γλωσσικές ιδέες και επιλογές του Επισκόπου Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιου η οποία εκφράζεται στο περίφημο ερώτημα του που απηύθυνε προς τον Μητροπολίτη: «Τι ποτ’ αν είη τοις Έλλησιν ενδοξότερον ή την των προγόνων γλώσσαν ακεραίαν αναλαβείν;»

Ο Αρχιμανδρίτης Νεόφυτος Δούκας διέθετε άρτια γνώση της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας την οποία μιλούσε κι έγραφε με μεγάλη ευχέρεια, απέρριπτε την κοινή, λαϊκή γλώσσα, όπως μιλιόταν τότε, γιατί πίστευε ότι ήταν ακατάλληλη να εκφράσει και να υπηρετήσει τις λεπτές και αφηρημένες έννοιες των θεωρητικών επιστημών, του πνευματικού στοχασμού και της φιλοσοφίας. Κατ’ αυτόν ο λαός είχε φτωχό λεξιλόγιο, γιατί φτωχή ήταν αντίστοιχα η εννοιολογική και ιδεολογική του περιουσία. Υποστήριζε ότι ο λαός γνώριζε μόνο τις λέξεις των πραγμάτων με τα οποία ασχολείται και των καταστάσεων μέσα στις οποίες κινείται καθημερινά. Θεωρούσε την αρχαΐζουσα έκφραση του κλασικού πνεύματος και μέσο προσέγγισης των αρχαίων προγόνων κι έγραψε: «…αν και φράσεις μιμώμεθα, τα καλά των λόγων μιμούμεθα και των προγόνων ημών μίμησιν έχομεν...ο δε ταύτα μιμείσθαι δυνάμενος ουκ εις μακράν και προς τα άλλα χωρήσει... {...}... Έπειτα, εάν συγκαταβώμεν κατά τον χαρακτήρα του λόγου προς τας δυνάμεις του χύδην λαού, ανάγκη έσται μήτε των ιδεών των ολίγων εκείνων να εξέλθωμεν περαιτέρω, (καθότι η ακαταληψία της γλώσσης προέρχεται εκ της των πραγμάτων μάλλον ή των ονομάτων εννοίας) και την γλώσσαν να αποβαρβαρώσωμεν εις το έσχατον. καθότι και αι ιδέαι εκείνων εισίν ανάλογοι προς τα προσπίπτοντα από τ’ αυτομάτου αισθήματα, και η γλώσσα εκτεταμένη ουχί περαιτέρω των ιδεών... εις τοιούτον λοιπόν περιορισμόν ιδεών και εις τοιαύτην ακαλλιέργητον λαλιάν, τι άλλο δυνάμεθα να συρράψωμεν, πλην των οικειακών τούτων εν οις αυτοί διατρίβουσι, και περί α καταγίνονται; ο δε λόγος όμως τα νυν απαιτεί την κρίσιν της γλώσσης εις βιβλία υψηλοτέρας εννοίας, ένθα ευγλωττία και ύψος λόγου θαυμάζεται.. ώστε ματαία η πρόφασις αύτη περί των χυδαίων, εις των οποίων τας χείρας βίβλος σπουδαία ουδέποτε ευρεθήσεται. [...] Άλλη εστίν, ω άνδρες Έλληνες, των πεπαιδευμένων η γλώσσα και ετέρα η των χυδαίων. εκείνη μεν αναλογεί με τα εκλεκτά των τεχνών τεχνουργήματα, τα οποία κείνται εις των πλουσίων τούς οίκους... αύτη δε με τα σκευάρια των πενήτων, προκείμενα εις τας καλύβας αυτών εις διακονίαν των καθ’ ημέραν. όθεν εκείνα μεν ως τιμιώτατα συντηρούνται επί πολύ, και εις γενεάς γενεών κληρονομούμενα διασώζονται.... ταύτα δε ως ευτελή καί ευκαταφρόνητα καθ’ ημέραν συντρίβονται. Όσον λοιπόν αποξέεις τους λόγους σου προς κάλλος Ελληνικόν, τοσούτον διαρκέσουσιν εις την διαδοχήν των αιώνων• ει δε χύτρας κατασκευάζεις και βόρβορον πλάττεις, εξουδενωθήσονταί σου τα έργα και καταπατηθήσονται μετά ταύτα...».

Οι γλωσσικές του απόψεις του Δούκα και των ανθρώπων του πνευματικού κύκλου του, όπως ο Δημήτριος Δάρβαρις και ο Στέφανος Κομμητάς, προκάλεσαν την έντονη και πολύχρονη διένεξη του με τον Κωνσταντίνο Μιχαήλ Κούμα και τον Αδαμάντιο Κοραή. Η διαμάχη των αρχαϊστών με τον Κοραή στις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα καταγράφηκε σε αρκετά φυλλάδια και σε δημοσιεύματα στα περιοδικά της Βιέννης «Ερμής ο Λόγιος», που εξέφραζε τις απόψεις των οπαδών του Κοραή και «Καλλιόπη» που ήταν έντυπο που εξέφραζε τις απόψεις των οπαδών της αρχαϊκής. Ο Δούκας στη διαμάχη του με τον Κοραή επέδειξε πραότητα χαρακτήρος και ήθος και το 1833, μετά τον θάνατο του Κοραή, συνέταξε μια επαινετική σκιαγραφία για τον νεκρό, όπου τον χαρακτήριζε «ενδοξότατο φιλόσοφο και άριστο Φιλόλογο». Η σκιαγραφία του Κοραή δημοσιεύθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατο του, ενώ ο Δούκας ήταν πρωτοστάτης στην κίνηση για την ανέγερση ανδριάντα προς τιμή του Κοραή.

Συγγραφικό έργο

Ο Δούκας συνέγραψε αρκετά έργα και τα εξέδωσε με δικές του δαπάνες. Στη Βιέννη εξέδωσε το σύνολο του προεπαναστατικού του έργου. Το συγγραφικό και εκδοτικό του έργο είναι ογκώδες και πολλών κατευθύνσεων, αφού καλύπτει ένα ευρύ φάσμα των θεωρητικών επιστημών: φιλολογία, φιλοσοφία, παιδαγωγική, γλωσσολογία αλλά και φυσική. Με τις πολυπληθείς εκδόσεις του κάλυψε σε μεγάλο βαθμό τις εκπαιδευτικές ανάγκες των ελληνοπαίδων και την έλλειψη σε χρηστικά σχολικά εγχειρίδια. Οι προεπαναστατικές εκδόσεις των αρχαίων συγγραφέων θεματικά αναφέρονται στην ελληνική και ρωμαϊκή ιστορία, την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, την ρητορική και την μυθολογία, ενώ χρονολογικά καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα συγγραφέων.

Ανέλαβε την έκδοση έργων των αρχαίων Ελλήνων εμπλουτίζοντας τα με ερμηνείες και σχόλια αρχαίων κειμένων. Εξέδωσε ή παρέφρασε Θουκυδίδη, Αρριανό, Δίωνα, Χρυσόστομο, αρχαίους ρήτορες, Όμηρο, Σοφοκλή, Αισχύλο, Ευριπίδη, Θεόκριτο, Πίνδαρο, Αριστοφάνη και άλλους αρχαίους συγγραφείς, βιβλία που διέθεσε δωρεάν στα σχολεία και στους άπορους μαθητές. Τα συγγράμματα του Δούκα ξεπερνούν τους 70 τόμους. Εξέδωσε ο ίδιος τις επιστολές του τις για να χρησιμεύσουν ως πρότυπο επιστολογραφίας. Σπάνια συγγράμματα της βιβλιοθήκης του Δούκα υπάρχουν στο λιθόκτιστο κτίριο του Δημοτικού σχολείου της γενέτειρας του.

Μεταξύ των έργων του περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα:

  • «Η κατ’ επιτομήν Γραμματική Τερψιθέα», το 1804,
  • «Δεκάτομη παράφραση του Θουκυδίδη με σημειώσεις» , το 1805-06,
  • «Ευτρόπιος» δίτομο έργο, το 1807,
  • «Αρριανός», το 1809,
  • «Δίων Χρυσόστομος», τρίτομο, το 1810, στη Βιέννη,
  • «Μάξιμος Τύριος» το 1810,
  • «Απολλόδωρος» το 1811,
  • «Οι δέκα αττικοί ρήτορες», δεκάτομο έργο με σχετικό λεξικό, το 1812-13,
  • «Ηρωδιανός», το 1813,
  • «Αισχίνης ο Σωκρατικός» το 1814,
  • «Φοίνιξ» το 1815,
  • «Παραφράσεις και σχόλια στον Όμηρο, Ευριπίδη και Σοφοκλή», το 1834-35 στην Αίγινα,
  • «Τετρακτύς», το 1834, το οποίο περιλαμβάνει τα έργα «Λογική», «Ηθική», «Φυσική», «Μεταφυσική», «Ρητορική», «Ξενωρίς», «Σοφιστής», «Πανηγυρικός», την τελική επεξεργασία των χειρόγραφων φιλοσοφικών δοκιμίων και παραδόσεών του στη Λογική, τη Μεταφυσική και την Ηθική, το οποίο εκδόθηκε στην Αίγινα,
  • «Επιστολαί προς τινάς εν διαφόροις περιστάσεσι: εις τόμους δύο», το 1834,
  • «Αισχύλος», το 1839,
  • «Πίνδαρος», το 1842,
  • «Αριστοφάνης», τρίτομο έργο το 1845.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Τα Άνω Πεδινά -Στούδενα και Άνω Σουδενά- είναι οικισμός του Ζαγορίου, χτισμένος κοντά σε γραφικό οροπέδιο σε υψόμετρο 960 μέτρων και σε απόσταση 35 περίπου χιλιομέτρων από την πόλη των Ιωαννίνων, στην Ήπειρο. Τα Άνω Πεδινά γνώρισαν περίοδο ακμής στο 2ο μισό του 19ου αιώνα, όταν διέθεταν Ελληνικό Σχολείο, αλληλοδιδακτικό και παρθεναγωγείο. Από το χωριό κατάγονταν ο Ιωάννης Λαμπρίδης (1839-1891), ιατροφιλόσοφος, δωρητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μελετητής του ηπειρώτικου πολιτισμού.]
  2. [Η ταφή του Νεόφυτου Δούκα έγινε στον περίβολο του πρώτου κτίσματος της Ριζαρείου εκκλησιαστικής Σχολής επί της οδού Βασιλίσσης Σοφίας στην Αθήνα.]
  3. [Η μονή Ευαγγελιστρίας βρίσκεται στην είσοδο του χωριού των Άνω Πεδινών κι είναι φρουριακής μορφής. Το καθολικό (τρίκλιτη βασιλική με τρούλο), αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, οικοδομήθηκε σύμφωνα με εντοιχισμένη επιγραφή το 1793 και ιστορήθηκε το 1809. Σώζονται ενεπίγραφες εικόνες του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα.]
  4. [«….Μια ημέρα, χειμώνα του 1817-1818, βρέθηκε στους δρόμους του Βουκουρεστίου αναίσθητος, κτυπημένος με ένα ραβδί στο κεφάλι, ο Νεόφυτος Δούκας. Θεωρήθηκε ότι ο άνθρωπος που τον είχε κτυπήσει ήταν βαλτός από τον Λέσβιο ή τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον μετέπειτα πρωθυπουργό, οπαδό και εκείνον του άκρου προοδευτικού πνεύματος….».]
  5. [Πρόκειται για την έκκληση, γνωστή ως «Πράξη Υποτέλειας», για την εγκαθίδρυση Αγγλικού προτεκτοράτου στον Ελλαδικό χώρο την οποία απηύθυνε η Ελληνική επαναστατική κυβέρνηση στον ναύαρχο Γεώργιο Κάννιγκ. Την έκκληση της αυτή η Επαναστατική κυβέρνηση θέλησε να προωθήσει για κύρωση στην Γ’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, απόφαση που πληροφορήθηκε ο Δούκας και την αποδοκίμασε με έντονο τρόπο.]
  6. [Το σχετικό ψήφισμα της Βουλής των Ελλήνων δεν έχει εντοπισθεί από τους ιστορικούς ερευνητές ως τις μέρες μας.]
  7. Μνημείο Νεόφυτου Δούκα Γλυπτά της Αθήνας.]
  8. Το μνημείο του Νεόφυτου Δούκα στο προαύλιο του αγίου Γεωργίου στην Αθήνα.
  9. Φωτογραφίες του μνημείου για τον Νεόφυτο Δούκα.