Νικόλαος Κριεζώτης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Νικόλαος Κριεζώτης, Έλληνας αγωνιστής της Επαναστάσεως του 1821 και πληρεξούσιος στις Α΄και Β΄ Εθνικές συνελεύσεις, που το πραγματικό όνομα ήταν Νικόλαος Χαραχλιάνης, γεννήθηκε το 1785 στο ορεινό χωριό Αργυρό, [Βίρα], της επαρχίας Καρυστίας στο σημερινό Νομό Ευβοίας και πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου 1853 στη Σμύρνη. Κηδεύθηκε στον ναό της Αγίας Φωτεινής, στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας.

Νικόλαος Κριεζώτης

Βιογραφία

Γονείς του ήταν ο βοσκός Ισίδωρος και η Χρυσή Χαραχλιάνη [1], οι οποίοι είχαν τέσσερα ακόμη παιδιά τον Κωνσταντίνο, το Γρηγόριο που έγινε καλόγερος, τη Σοφία και την Καλή. Δεν είχε αποκτήσει καμία ιδιαίτερη μόρφωση και από τη διαμονή της οικογένειας του στο χωριό Κριεζή της Εύβοιας, πήρε το όνομα Κριεζώτης, αν και υπέγραφε πάντα ως Γκριτζιώτης. Πριν την επανάσταση του 1821, εγκαταστάθηκε στην Κιουτάχεια της Μικράς Ασίας, όπου εργάστηκε ως επιστάτης και κεχαγιάς του πάμπλουτου Καραοσμάνογλου. Φυλακίστηκε όταν σκότωσε έναν Τούρκο σε μια φιλονικίας τους, όμως απέδρασε με την έκρηξη της Επαναστάσεως μαζί με τον συγκρατούμενό του για απαγωγή, Βάσο Μαυροβουνιώτη.

Επαναστατική δράση

Στις Κυδωνιές μυήθηκε από τον μοναχό Κλεόβουλο για την επικείμενη εξέγερση και το Μάιο του 1821 όταν έφθασε στην Εύβοια, κατατάχτηκε με χιλίαρχο τον Αθανάσιο Γιότση, στο σώμα του Θεσσαλού οπλαρχηγού Κωνσταντίνου Σούτα, υπαρχηγού του Αγγελή Γοβγίνα ή Γοβγιού, που σύμφωνα με μαρτυρίες εντυπωσιάστηκε [2] από την γενναιότητα του. Τον Ιούλιο του 1821, έλαβε μέρος στη μάχη των Βρυσακίων και έδειξε τόση ανδρεία ώστε ο Αλέξανδρος Κριεζής τον έκανε [οπλαρχηγό, επικεφαλής 300 στρατιωτών. Στη συνέχεια έγινε πεντακοσίαρχος, έλαβε μέρος στη μάχη της Στενής τον Αύγουστο του 1821 και σε όλες τις μάχες της Εύβοιας. Μαζί με τον Βάσο Μαυροβουνιώτη και τον Ηλία Μαυρομιχάλη στις 11 Ιανουαρίου 1822, αντιμετώπισαν στον μύλo των Στύρων , τον Ομέρ Μπέη της Καρύστου και τον Γιουσούφ Αγά.

Μετά την αποχώρηση του Αγγελή Γοβγίνα, ως αρχηγός της Καρυστίας σχημάτισε σώμα με 1500 οπλισμένων και στις 22 Φεβρουαρίου 1822, με τη βοήθεια του αδελφού του μοναχού Γρηγορίου, έδωσε νέα μάχη στα Στύρα κατά του Ομέρ και τον ανάγκασε να υποχωρήσει, όμως σκοτώθηκαν οι Αγγελής Γοβγίνας και Ηλίας Μαυρομιχάλης και ο ίδιος διέκοψε τις σχέσεις του και τη φιλία του με τον Βάσο Μαυροβουνιώτη. Στις 5 Μαΐου 1823 πολέμησε στην Κάρυστο, κοντά στο χωριό Βατύσι, και στη συνέχεια πολιόρκησε την πόλη για μεγάλο χρονικό διάστημα, αναγκάζοντας τον Ομέρ πασά να παραμείνει έγκλειστος στο φρούριο της. Υπό την πίεση των ισχυρών Τουρκικών δυνάμεων που έφτασαν στην περιοχή, έλυσε την πολιορκία και με λίγους συμπολεμιστές από την παραλία της μονής Χιλιαδούς, πήγε αρχικά στη Σκόπελο και στη συνέχεια στη Σκύρο και στα Ψαρά. Επιστρέφοντας στη Σκύρο πολέμησε υπό τις διαταγές του Οδυσσέα Ανδρούτσου, που είχε διοριστεί αρχηγός της Εύβοιας.

Στις 19 Σεπτεμβρίου 1823 έγινε χιλίαρχος και λίγο αργότερα, αφού συνέλαβε τον Αχμέτ Κεχαγιά κοντά στο Μαρμάρι, προσβλήθηκε από πανώλη και αποσύρθηκε στην Κέα. Ανάρρωσε και στις 24 Απριλίου 1824 στο Ναύπλιο, πήρε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ κυβερνητικών και αντικυβερνητικών, ενώ τον Απρίλιο του 1825, ήταν μαζί με το Γκούρα στη μάχη της Άμπλιανης, όμως το Φθινόπωρο του 1825, δεν δέχθηκε να πάρει μέρος στην υπεράσπιση του Μεσολογγίου.

Προτομή Κριεζώτη

Την άνοιξη του 1826 μαζί με τον Χατζημιχάλη Νταλιάνη και τον Βάσο Μαυροβουνιώτη, με τον οποίο είχε αποκαταστήσει τις σχέσεις του, πήρε μέρος στην αποτυχημένη εκστρατεία στη Βηρυτό, όπου επιχείρησαν να πείσουν τους χριστιανούς της Συρίας να επαναστατήσουν κατά της Τουρκίας και επιστρέφοντας στην Ελλάδα βοήθησε τον Φαβιέρο στη δεύτερη εκστρατεία του στην Εύβοια.

Πολέμησε υπό τις διαταγές του Γεώργιου Καραϊσκάκη, που είχε διορισθεί αρχιστράτηγος της Ανατολικής Στερεάς, στα Λιόσια τον Ιούνιο του 1826, στο Χαϊδάρι, από τις 6 έως τις 8 Αυγούστου, προκειμένου να λύσουν την πολιορκία της Ακρόπολης της Αθήνας και τον Σεπτέμβριο του 1826, στη μάχη στο Θριάσιο πεδίο. Ο θάνατος του Γκούρα που ήταν φρούραρχος, οδήγησε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη να του αναθέσει στις 5 Οκτωβρίου 1826, την αρχηγία της φρουράς της Ακροπόλεως. Τη νύχτα 11 προς 12 Οκτωβρίου 1826, επικεφαλής 300 ανδρών και έχοντας μαζί του τους οπλαρχηγούς Μαρμούρη, Ντεληγιώργη, Τουρκαλέκο και Τσούρα, αφού διέσπασαν τον κλοιό των Τούρκων, μπήκαν στην Ακρόπολη, όμως μετά τις αποτυχημένες προσπάθειες του Φαβιέρου να λύσει την πολιορκία της και το θάνατο του Καραϊσκάκη, ύστερα από 9 μήνες πολιορκίας, αναγκάστηκε να την παραδώσει στους Τούρκους. Στη συνέχεια πήρε μέρος στις μάχες στη Σκύρο, στο Τρίκερι, το Νοέμβριο του 1827, και στην Άνδρο. Ο Δημήτριος Υψηλάντης που ανέλαβε την οργάνωση του στρατού, τον όρισε χιλίαρχο και επικεφαλής της μονάδας του πολέμησε στην Ανατολική Ελλάδα, υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη και στην Πελοπόννησο, υπό τον και τον Γάλλο στρατηγό Μαιζώνα και τέλος συμμετείχε στις 12 Σεπτεμβρίου 1829, στη μάχη της Πέτρας, την τελευταία της Ελληνικής επαναστάσεως.

Μετεπαναστατική δράση

Ο Ιωάννης Καποδίστριας του ανέθεσε την αρχηγία τριών ταγμάτων στη Λοκρίδα, ενώ μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη πολέμησε κατά των κυβερνητικών, υποστηρίζοντας τους «συνταγματικούς». Στο κίνημα του 1843 υποστήριξε τους επαναστάτες υπό τον Ιωάννη Μακρυγιάννη και τον Αντώνιο Γεωργαντά, και κατέλαβε το φρούριο του Καράμπαμπα [3] στα Βασιλικά Ευβοίας και έκτοτε διοικούσε το νησί κατά την κρίση του, αν και αμνηστεύτηκε για το σύνολο των ενεργειών του.

Πολιτική δράση

Ο Όθωνας τον διόρισε νομοεπιθεωρητή της Εύβοιας με βαθμό συνταγματάρχη, του απένειμε το παράσημο του Ταξιάρχη και τον όρισε υπασπιστή του. Αργότερα διαφώνησε [4] με το βασιλιά και στις 17 Ιουλίου 1844 αφού εκλέχθηκε πληρεξούσιος Εύβοιας, στην Α' Εθνοσυνέλευση, άρχισε έντονη αντιβασιλική πολιτική στη Βουλή. Στις εκλογές του 1847 εκλέχθηκε πληρεξούσιος για τη Β' Εθνοσυνέλευση, όμως κατηγορήθηκε για νοθεία και για μεθόδευσε των αποτελεσμάτων και με εντολή του Ιωάννη Κωλέττη, συνελήφθη και φυλακίστηκε στη Χαλκίδα, όμως δραπέτευσε στις 31 Ιουλίου 1949 με τη βοήθεια του Μελέτη Δέδε Κουντουριώτη. Τότε κήρυξε επανάσταση κατά του βασιλιά και με 600 οπλισμένους οχυρώθηκε στη θέση Κοπανά, στην Αγία Ελεούσα κοντά στη Χαλκίδα. Εναντίον του κινήθηκαν δυνάμεις με επικεφαλής το Γαρδικιώτη Γρίβα, αυλάρχη και υπασπιστή του Όθωνα, και στις συγκρούσεις που ακολούθησαν ο Κριεζώτης τραυματίστηκε στην κοιλιά και στο αριστερό χέρι και προκειμένου να αποφύγει τη γάγγραινα, ακρωτηριάστηκε, κόβοντας με μαχαίρι τον βραχίονά του και όσοι ήταν μαζί του παραδόθηκαν.

Το τέλος του

Σύλλογος Κριεζώτη

Μετά την αποτυχία του αντιβασιλικού του κινήματος, διέφυγε με ιστιοφόρο από την Κύμη στα Ψαρά και από εκεί στη Χίο και στη συνέχεια μέσω Κωνσταντινούπολης έφτασε στην Προύσα. Παρά τις δικές του προσπάθειες αλλά και πολλών παραγόντων της Ελληνικής ομογένειας δεν κατάφερε να πάρει χάρη ή να του δοθεί αμνηστία και τελικά με άδεια της Τουρκικής κυβερνήσεως, εγκαταστάθηκε και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του στη Σμύρνη, όπου τον συνάντησε και η οικογένειά του. Το 1863 επιτράπηκε η ανακομιδή των οστών του και η επίσημη τελετή έγινε στις 13 Οκτωβρίου 1863, ενώ λόγους εκφώνησαν οι Ν. Αποστολίδης, Π. Κουπιτώρης και στο μνημόσυνο ο Στ. Δούκας. Οι ομιλητές διατύπωσαν την άποψη ότι δεν πέθανε από φυσικά «...αλλ’ υπό χειρός τεχνικωτάτου δολοφόνου..», αφήνοντας υπόνοιες ότι πρόκειται για θάνατο από δηλητήριο, που δεν ανιχνεύονταν.

Ο Δήμος Χαλκίδας αποφάσισε στις 5 Απριλίου 1863, την ανέγερση μνημείου προς τιμήν του, ενώ τα οστά του φυλάσσονται σε οστεοθήκη στο παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο δημοτικό διαμέρισμα Μύτικα. Η προτομή του υπάρχει στην πλατεία του Αγίου Νικολάου και το όνομά του έχει δοθεί σε κεντρικό δρόμο της Χαλκίδας. Στο χωριό Τριάδα σώζεται το σπίτι που έζησε και το οποίο το 1981 καταστράφηκε από φωτιά και αναπαλαιώθηκε.

Εξωτερικές συνδέσεις

Παραπομπές