Σχολή της Φρανκφούρτης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η σχολή της Φρανκφούρτης, ονομασία που της αποδόθηκε από τρίτους, στην ουσία μια δεξαμενή σκέψεως (think tank) και νεομαρξιστικής κριτικής θεωρίας, κοινωνιολογικής έρευνας και φιλοσοφίας, έργο -και μία από τις θεωρητικές καινοτομίες- της οποίας είναι ο αποκαλούμενος φροϋδομαρξισμός, εμφανίστηκε στη Γερμανία, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου και της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όπου αναπτύχθηκε μεταξύ των ετών 1918 και 1933. Η ίδρυση της είναι αποτέλεσμα σχεδιασμού των θεωρητικών του σοσιαλισμού, πριν από σχεδόν έναν αιώνα, με στόχο την αποσταθεροποίηση της κοινωνίας με την καταστροφή όλων των ηθικών αξιών της προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιβολή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η ύπαρξη της σχολής συνδέεται με την ίδρυση του πρώτου μαρξιστικού ερευνητικού κέντρου στο Πανεπιστήμιο Goethe της Φρανκφούρτης όπου αναδύθηκε το 1930 την περίοδο που ο Μαξ Χορκχάιμερ ανέλαβε καθήκοντα διευθυντή του «Ινστιτούτου για την Κοινωνική Έρευνα» (γερμανικά:Institut für Sozialforschung).

Επάνω (από αριστερά): Έριχ Φρομ- Τεοντόρ Ᾱντόρνο- Μαξ Χορκχάιμερ.
Μέση:
Κάτω (από αριστερά): -Μαρκούζε-Λούκατς

Γενικά στοιχεία

Η γέννηση της Σχολής ανάγεται στο τέλος της «μπελ εποκ» και της «εύθυμης πορείας» που ακολούθησε τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο με την ήττα των κεντρικών αυτοκρατοριών αλλά και την αναζωπύρωση του Ευρωπαϊκού εθνικισμού. Ο όρος σχολή της Φρανκφούρτης, που δεν αποτελεί τίτλο για κάποιον θεσμό ενώ και οι κυριότεροι στοχαστές της Σχολής δεν τον χρησιμοποιούσαν για να περιγράψουν τον εαυτό τους, χρησιμοποιείται για να περιγράψει το σύνολο των μαρξιστών θεωρητικών που συνδέονται με το Ινστιτούτο ή επηρεάστηκαν από αυτό. Βασικοί εκπρόσωποι του ρεύματος υπήρξαν μαρξιστές «διανοούμενοι», ακαδημαϊκοί και πολιτικοί «φιλόσοφοι», που συνεργάστηκαν με στόχο την ίδρυση μιας σχολής κοινωνικής θεωρίας και κριτικής φιλοσοφίας, που να αντιτάσσεται στα υπαρκτά πολιτικά και οικονομικά δεδομένα της εποχής. Η αποκαλούμενη Σχολή συνένωσε διαφωνούντες μαρξιστές, ακραίους επικριτές του καπιταλισμού που πίστευαν ότι κάποιοι από τους ιδεολογικούς επιγόνους του Καρλ Μαρξ υποστήριζαν ένθερμα μία επιλεκτική και παραπλανητική ανάγνωση του έργου του Μαρξ, με στόχο συνήθως την υπεράσπιση των ορθόδοξων λενινιστικών Κομμουνιστικών Κομμάτων.

Ιστορική αναδρομή

Πριν τον A' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι θιασώτες του μαρξισμού υποστήριζαν ότι εάν στην Ευρώπη ποτέ ξεσπάσει πόλεμος, η εργατική τάξη θα εξεγερθεί, θα ανατρέψει την εθνική κυβέρνηση και θα δημιουργήσει την κομμουνιστική Ευρώπη. Το καλοκαίρι του 1914, όταν ο πόλεμος ήταν πραγματικότητα, αυτό όχι μόνο δεν συνέβη αντίθετα οι εργάτες συμπαρατάχθηκαν με τα εκατομμύρια των συμπατριωτών τους που πολεμούσαν τους εχθρούς της χώρας τους. Στις 25 Οκτωβρίου 1918 σχηματίστηκε το πρώτο συμβούλιο των Σοβιέτ και η Ρωσία μετατράπηκε σε Σοβιετική Ένωση. Τις ημέρες που ακολούθησαν την κατευθυνόμενη και απόλυτα ελεγχόμενη «επανάσταση» των Μπολσεβίκων στην Ρωσία, οι εκφραστές της πίστευαν ότι «η επανάσταση των εργαζομένων» θα σαρώσει την Ευρώπη και τελικά, τις Ηνωμένες Πολιτείες, όμως και την περίπτωση αυτή, παρά τις προσδοκίες των μαρξιστών ηγετών η «επανάσταση» τους δεν εξαπλώθηκε σε καμία από τις προηγμένες δυτικές χώρες.

Μόσχα 1922 / Μαρξιστική Εβδομάδα Μελέτης

Προς το τέλος του 1922 η Κομμουνιστική Διεθνής (Κομιντέρν), άρχισε να εξετάζει ποιοι ήταν οι λόγοι και με πρωτοβουλία του Βλαδίμηρου Λένιν διοργανώθηκε «Μαρξιστική Εβδομάδα Μελέτης» στο Ινστιτούτο Μαρξ-Ένγκελς στη Μόσχα, μια συγκέντρωση με θέμα:

«Γιατί η επανάσταση δεν εξαπλώνεται και τι πρέπει να γίνει». 

Ο σκοπός της συναντήσεως ήταν να διευκρινιστούν και να μελετηθούν τα αίτια για την μη εξάπλωση της ιδεοληψίας τους και να δοθεί μία συγκεκριμένη εφαρμογή, σε μια μαρξιστική πολιτιστική επανάσταση. Μεταξύ των παρευρισκόμενων ήταν ο Γκέοργκ Λούκατς (Georg Lukacs) [1] Ουγγροεβραίος αριστοκράτης γιος τραπεζίτη και Ν° 2 θεωρητικός του Μαρξισμού μετά τον ίδιο τον Μαρξ που ανέπτυξε την ιδέα «Επανάσταση και Έρως (Revolution and Eros)-Το σεξουαλικό ένστικτο ως μέσο καταστροφής». Στην ίδια συγκέντρωση ο Γουίλι Μούζενμπεγκ πρότεινε να «οργανώσει τους διανοούμενους και να τους χρησιμοποιήσει ώστε να κάνουν τον δυτικό πολιτισμό να βρωμάει. Μόνο τότε, αφού θα έχουν καταστραφεί όλες οι αξίες του και γίνει η ζωή αδύνατη, μπορούμε να επιβάλουμε τη δικτατορία του προλεταριάτου».

Οι μαρξιστές θεωρητικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η δυτική κουλτούρα και η χριστιανική θρησκεία τύφλωσαν την εργατική τάξη και την εμπόδισαν να αντικρίσει κατάματα την αλήθεια. Ως συνεπακόλουθο της απόψεως τους θεώρησαν πως μια κομμουνιστική επανάσταση είναι αδύνατη στη Δύση, μέχρι και τα δύο αυτά να καταστραφούν. Ο στόχος αυτός του πολιτιστικού μαρξισμού, όπως τέθηκε εξ αρχής, εξακολουθεί να παραμένει ίδιος και απαράλλακτος. Στη Γερμανία, το 1923, σε μια συνάντηση που διοργανώθηκε εκεί ο Λούκατς πρότεινε την έννοια της επαγωγής της Πολιτιστικής Απαισιοδοξίας, προκειμένου να αυξηθεί η απελπισία και η αποξένωση των ανθρώπων της Δύσεως, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επανάσταση. Σύμφωνα με τον Ralph de Toledano (1916-2007), συντηρητικό συγγραφέα και συνιδρυτή του παραδοσιοκρατικού περιοδικού «National Review», ήταν μια συνάντηση, «ίσως πιο επιβλαβής για το δυτικό πολιτισμό από ό, τι η ίδια η επανάσταση των Μπολσεβίκων».

Ιδρυτικό πλαίσιο

Το καλοκαίρι του 1924, μετά τον θάνατο του Λένιν, ο Στάλιν άρχισε να βλέπει τον Μούζενμπεγκ, τον Λούκατς και τους ομοίους τους ως «ρεβιζιονιστές». Ο Λούκατς αφού δέχθηκε επίθεση για τα γραπτά του από το 5ο Συνέδριο της Κομιντέρν, μετακόμισε στη Γερμανία και τον ακολούθησε ο Μούζενμπεγκ [2]. Ζητήματα όπως ο ρόλος στο εργατικό κίνημα ατόμων με αστική καταγωγή, η σημασία της επιστήμης για την αλλαγή της κοινωνίας, δηλαδή η σχέση θεωρίας και πράξεως αλλά και οι συζητήσεις μεταξύ των διαφόρων μαρξιστικών ρευμάτων ήταν τα κυρίαρχα που απασχόλησαν τους μαρξιστές της εποχής μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Για την επεξεργασία τους συναντήθηκαν είκοσι περίπου νέοι επιστήμονες στο Ιλμενάου της Θουριγγίας την πεντηκοστή του 1923 σε μία ημερίδα που έφερε τον τίτλο «πρώτη μαρξιστική ομάδα εργασίας».

Στη συνάντηση συμμετείχαν οι Karl Korsch και Georg Lukacs, βοηθός επίτροπος Πολιτισμού και Παιδείας της βραχύβιας κυβερνήσεως του Ουγγρικού σοβιέτ του 1919 ο οποίος συνοδευόταν από τον Μπέλα Φογκαράσι, βοηθό του κατά τη διάρκεια της ουγγρικής επανάστασης, και μέλος της μυστικής ουγγρικής αστυνομίας. Το πιο σημαντικό μέλος της συναντήσεως, όσον αφορά την ίδρυση και κυρίως τη χρηματοδότηση του «Ινστιτούτου», ήταν ο Φέλιξ Βέιλ (Felix Weil, 1898-1975) [3], γιος ενός πλούσιου, Εβραϊκής καταγωγής, γερμανοαργεντινού σιτεμπόρου, ο οποίος έπεισε τον πατέρα του να καταβάλλει κάθε χρόνο 120.000 μάρκα για τη συντήρηση ενός «Κοινωνιολογικού Ερευνητικού Ινστιτούτου» που αποτελούσε ίδρυμα του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, όμως ήταν ανεξάρτητο από αυτό. Η αρχική σκέψη ήταν να ονομαστεί «Ινστιτούτο για τον Μαρξισμό», όμως επικράτησε η άποψη να δοθεί ένα ουδέτερο όνομα καθώς συνειδητοποίησαν ότι θα μπορούσαν να είναι πολύ πιο αποτελεσματική η δράση τους αν κρύβονταν η πραγματική φύση και οι στόχοι τους.

Σύμφωνα με δημοσίευμα [4] πολλοί από τους συμμετέχοντες σ' αυτή την πρώτη συνάντηση υπήρξαν διακεκριμένα μέλη της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) και διατηρούσαν σχέσεις με υπηρεσίες κατασκοπείας, όπως ο Γκέοργκ Λούκατς, που το κωδικό όνομά του ήταν «Νούμερο 1». Στα αρχικά στάδια της σχολής συναντάμε τα ονόματα σημαντικών στελεχών του επαναστατικού κομμουνιστικού κόσμου της Γερμανίας αμέσως μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως ο Εβραϊκής καταγωγής Καρλ Κορς (Karl Korsch), καθηγητής κοινωνικών μελετών, θεωρητικός του δυτικού μαρξισμού, μέλος της Φαβιανής Εταιρείας (Fabian Society) και πεπειραμένος συνδικαλιστής του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (DKP) και ο Γερμανός Ρωσικής καταγωγής Ρίχαρντ Σόργκε (Richard Sorge) [5], βοηθός του Κορς στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης.

Ιδρυτικά μέλη

Στη Φρανκφούρτη το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών στεγαζόταν μαζί με το εκεί Πανεπιστήμιο. Ιδρυτικά μέλη του Ινστιτούτου, αυτού που έκτοτε καταχωρήθηκε4 στην κοινή συνείδηση ως σχολή της Φρανκφούρτης μπορούν να θεωρηθούν οι:

  • Felix Weil (1898-1975),
  • Carl Grunberg, για τις Πολιτικές Επιστήμες,
  • Friedrich Pollock (1894-1970), για τις οικονομικές επιστήμες,
  • Max Horkheimer (1895-1973), για την Ψυχολογία και τη Φιλοσοφία,
  • Theodore Adorno (1903-1969), για τη Μουσικολογία και τη Φιλοσοφία
  • Herbert Marcuse (1898-1979), για την Φιλοσοφία,
  • Walter Benjamin (1892-1940), ειδικό σε θέματα μυστικισμού και Καμπάλα,
  • Erich Fromm (1900-1980), για την Ψυχανάλυση,
  • Otto Kirchheimer (1905-1965),
  • Franz Leopold Neumann (1900-1954)
  • Leo Lowenthal (1900-1993) για την Φιλοσοφία.

Αργότερα και κατά περιόδους συνεργάστηκαν με το Ινστιτούτο και οι:

  • Siegfried Kracauer (1889-1966)
  • Alfred Sohn-Rethel (1899-1990).

Πρώτα χρόνια

Αρχικά, η σχολή επιδίωξε να λειτουργήσει ως εργαλείο κριτικής του απολυταρχισμού, του συντηρητισμού και του σοσιαλισμού σοβιετικής μορφής, αλλά από την ίδρυσή της βρέθηκε εξ ολοκλήρου υπό την επίδραση του επαναστατικού κομμουνισμού της εποχής. Έτσι, συνένωσε διαφωνούντες μαρξιστές, ακραίους επικριτές του καπιταλισμού που πίστευαν ότι κάποιοι από τους ιδεολογικούς επιγόνους του Μαρξ υποστήριζαν μία επιλεκτική και παραπλανητική ανάγνωση του μαρξικού έργου, με στόχο συνήθως την υπεράσπιση των ορθόδοξων λενινιστικών Κομμουνιστικών Κομμάτων.

Ο διευθυντής του Ινστιτούτου έπρεπε να είναι, παράλληλα, τακτικός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης. Επειδή κανείς από τους νέους διανοούμενους δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για την ανάληψη αυτής της θέσεως, συμφώνησαν με το πρωσικό υπουργείο πολιτισμού στο πρόσωπο του Carl Grunberg, ενός αυστριακού ιστορικού, που ανήκε στο χώρο του μαρξισμού. Το 1924 ο Gmnberg εκφωνεί τον πανηγυρικό λόγο στα εγκαίνια του κτιρίου του ινστιτούτου. Δηλώνει την πίστη του στο μαρξισμό ως επιστημονικής μεθόδου, περιορίζοντας τον όμως μόνο σε μια καθαρά επαγωγική διαδικασία, με την οποία πρέπει να αιτιολογηθεί ένα κλειστό οικονομικό σύστημα. Απορρίπτει με επιμονή τη σχέση μαρξισμού και φιλοσοφίας, συμπεριλαμβανομένης και της υλιστικής. Στο πλαίσιο αυτό, ο Καρλ Γκρύνμπεργκ (Carl Grünberg) έδρασε ως φανατικά αφοσιωμένος μαρξιστής αν και το Ινστιτούτο δεν είχε καμία επίσημη κομματική ένταξη.

Το 1930 ο έως τότε υφηγητής Max Horkheimer γίνεται, σε ηλικία τριάντα πέντε ετών, τακτικός καθηγητής της κοινωνικής φιλοσοφίας. Τον ίδιο χρόνο πήρε τη θέση του Grnberg, ο οποίος ήταν από καιρό άρρωστος, και έγινε ο νέος διευθυντής του «Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας». Στο γενικό του πρόγραμμα εκείνου του έτους το Ινστιτούτο πρόβλεψε την δυναμική άνοδο του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού, διακήρυττε ότι σκόπευε να αναμείξει φιλοσοφία και κοινωνικές επιστήμες, συνθέτοντας μια κριτική αποσπασμένη πλέον από τον ορθόδοξο μαρξισμό που ενσαρκωνόταν από τον λενινισμό, τη Σοβιετική Ένωση και την Τρίτη Διεθνή, και προσανατολισμένη προς έναν ιδιότυπο ρεβιζιονιστικό μαρξισμό μεσσιανικού τύπου. Σταδιακά το επίκεντρο των μελετών μετατοπίσθηκε από την κοινωνική ιστορία, στη θεωρία της κοινωνίας. Ο Horkheimer στον εναρκτήριο λόγο του το 1931, καθόρισε ως στόχο του Ινστιτούτου την οργάνωση ερευνών στη βάση επίκαιρων φιλοσοφικών ζητημάτων, όπου θα συμμετείχαν φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι, ιστορικοί και ψυχολόγοι σε μια διαρκή εργασιακή κοινότητα.

Από το 1932 εκδιδόταν υπό την εποπτεία του Horkheimer το περιοδικό «Zeitschrift fiir Sozialforschung» (περιοδικό κοινωνικής έρευνας) και ήδη από το πρώτο τεύχος έγινε φανερό ποια πρόσωπα και θέματα αποτελούσαν τον πυρήνα αποκρυσταλλώσεως της κριτικής θεωρίας. Ο Erich Fromm έγραψε για την «μέθοδο και αποστολή της αναλυτικής κοινωνικής ψυχολογίας», ο Leo Lowenthal για την «κοινωνική θέση της λογοτεχνίας», ο Theodor Wiesengrund-Adorno για την «κοινωνική θέση της μουσικής», ο Max Horkheimer για την «ιστορία και ψυχολογία». Το 1933, ένα από τα μέλη της σχολής, ο Βίλχελμ Ράιχ [6], έγραψε στο έργο του «Μαζική ψυχολογία του φασισμού» ότι η μητριαρχία είναι ο μόνος γνήσιος οικογενειακός τύπος της «φυσικής κοινωνίας». Ο Έριχ Φρόμ ήταν, επίσης, ενεργός υπερασπιστής της μητριαρχικής θεωρίας. Ο Φρόμ ισχυρίστηκε πως ο Ανδρισμός και η θηλυκότητα, δεν είναι αντανακλάσεις των «βασικών» σεξουαλικών διαφορών, όπως οι ρομαντικοί είχαν σκεφτεί, αλλά αντ' αυτού προήλθαν από διαφορές στις λειτουργίες της ζωής, η οποία ήταν εν μέρει κοινωνικά καθορισμένη. Το δόγμα του αποτέλεσε τον προπομπό για τις ριζοσπαστικές φεμινιστικές διακηρύξεις που έκτοτε εμφανίζονται σχεδόν σε κάθε -μικρό ή μεγάλο- τηλεοπτικό πρόγραμμα και εφημερίδα.

Το πρώτο μεγάλο πρόγραμμα που έφερε σε πέρας η σχολή αφορούσε τη μελέτη της εξουσίας με αναφορά στα άτομα που πρόθυμα αλλά χωρίς λογική υποτάσσονται στα αυταρχικά καθεστώτα και τις ηγεσίες τους. Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύθηκαν το 1936 σε ένα δίτομο έργο με τίτλο

  • «Μελέτη της εξουσίας και της οικογένειας» και σε μια σειρά μελέτες για το ναζισμό και το φασισμό.

Ιδεολογικοί εκπρόσωποι

Ο Μαξ Χορκχάιμερ, θιασώτης της θεωρίας του «Πολιτιστικού Μαρξισμού» του Λούκατς, που πίστευε πως η θεωρία αυτή μπορούσε να αναπτυχθεί σαν ιδεολογία και να επικρατήσει πολιτιστικά στις Δυτικές Κοινωνίες, δημιουργώντας «συνείδηση» και τρόπο ζωής στους πολίτες των Δυτικών οικονομικά ανεπτυγμένων κοινωνιών, έκανε μέλη της σχολής τους Έριχ Φρομ και Βίλχελμ Ράιχ καθώς και τον τότε μεταπτυχιακό φοιτητή Χέρμπερτ Μαρκούζε, ο οποίος εργάστηκε αργότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για λογαριασμό των μυστικών υπηρεσιών της. Ο Μαρκούζε, που καταγγέλθηκε από τον Πάπα Παύλο VI για τη θεωρία της απελευθέρωσης η οποία «ανοίγει το δρόμο για την ελευθεριότητα με τον μανδύα της ελευθερίας», το 1947 την περίοδο του Μακαρθισμού και μετά την απομάκρυνση του από τις μυστικές υπηρεσίες, έγραψε [7] στον Χορκχάιμερ:

 «...τα κομμουνιστικά κόμματα είναι και θα παραμείνουν η μόνη αντιφασιστική δύναμη. Η αποκήρυξή τους [από εμάς] θα πρέπει να είναι στο καθαρά θεωρητικό πεδίο. Κάθε τέτοια αποκήρυξη θα πρέπει να έχει συνείδηση του γεγονότος ότι η πραγμάτωση της θεωρίας είναι δυνατή μόνο μέσω των κομμουνιστικών κομμάτων και χρειάζεται την βοήθεια της Σοβιετικής ένωσης. ακόμα περισσότερο: Σε κάθε μία από τις εκφράσεις της η αποκήρυξη του νεοφασισμού και της Σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να υπερβαίνει την αποκήρυξη της πολιτικής των ΚΚ. Η αστική ελευθερία της δημοκρατίας είναι καλύτερη από την πειθαρχία του ολοκληρωτισμού, αλλά ουσιαστικά αγοράστηκε με τίμημα  δεκαετίες μακράς εκμετάλλευσης και με την παρεμπόδιση του ερχομού της σοσιαλιστικής ελευθερίας».

Ιδιαίτερα σημαντικός υπήρξε ο ρόλος των Τέοντορ Αντόρνο, Φρ. Πόλλοκ, Λ. Λέβενταλ, Ουόλτερ Μπένζαµιν [8], Φρ. Νόυµαν, Ο. Κιρχάιµερ, στη συντριπτική πλειοψηφία ένα κύκλος Γερµανοεβραίων καθηγητών και διανοουμένων, οι οποίοι, ωστόσο, δεν εργάστηκαν όλοι μαζί την ίδια χρονική στιγμή. Την ίδια περίπου εποχή στην Ιταλία έδρασε ο Αντόνιο Γκράμσι [9], ο οποίος ανέπτυξε μια στρατηγική για την καταστροφή του χριστιανισμού και του δυτικού πολιτισμού και κάλεσε όλους τους μαρξιστές, αντί να κάνουν έκκληση για μια κομμουνιστική επανάσταση, να αναλάβουν την πολιτική εξουσία μετά από μια «μακρά πορεία μέσα από τα θεσμικά όργανα» -στα σχολεία, στα μέσα ενημερώσεως, στις εκκλησίες, σε κάθε ίδρυμα που θα μπορούσε να επηρεάζει τον πολιτισμό.

Στη συνέχεια ακολούθησαν οι ερευνητές Albrecht Wellmer, Γιούργκεν Χάμπερμας και ο Alfred Schmidt, ο οποίος άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι μέσα από το έργο του, το οποίο επηρεάζει τη σύγχρονη αντίληψη ορισμένων κοινωνικών πτυχών. Επηρεασμένοι κυρίως από την αποτυχία των επαναστάσεων της εργατικής τάξεως στην Δυτική Ευρώπη μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (π.χ. η Γερμανική Επανάσταση του 1918-1919) και από την άνοδο του Ναζισμού σε ένα οικονομικά και τεχνολογικά προηγμένο έθνος, όπως η Γερμανία, ανέλαβαν να επιλέξουν ποια κομμάτια από τη σκέψη του Μαρξ μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση των κοινωνικών συνθηκών που ο ίδιος ο εμπνευστής και θεμελιωτής της μαρξιστικής θεωρίας δεν είχε δει ποτέ του. Στην προσπάθεια τους αυτή στράφηκαν σε άλλες σχολές σκέψεως προκειμένου να συμπληρώσουν τις παραλείψεις του μαρξισμού. Η σχολή χρηματοδοτήθηκε από τον Φέλιξ Βέιλ, γιο ενός από τους μεγαλύτερους Γερμανοεβραίους βιομηχάνους και από την οικογένεια Ρότσιλντ.

Ο Μαξ Βέμπερ άσκησε την μεγαλύτερη επίδραση, όπως και ο Σίγκμουντ Φρόιντ. Η έμφαση τους στο «κριτικό» κομμάτι της θεωρίας πήγαζε σε σημαντικό βαθμό από την προσπάθεια τους να υπερβούν τα όρια του θετικισμού, του ωμού υλισμού, και της φαινομενολογίας επιστρέφοντας στην κριτική φιλοσοφία του Εμάνουελ Καντ και τους επιγόνους του γερμανικού ιδεαλισμού, κυρίως τη φιλοσοφία του Χέγκελ με την έμφαση της στην άρνηση και την αντίφαση ως εγγενείς ιδιότητες της πραγματικότητας. Μια σημαντική επιρροή προήλθε επίσης από τη δημοσίευση στην δεκαετία του 1930 των έργων του Μαρξ:

  • «Οικονομικά και Φιλοσοφικά χειρόγραφα» του 1844 και
  • «Η Γερμανική Ιδεολογία»,

τα οποία έδειχναν τη συνέχεια με τον Εγελιανισμό που υποκρύπτονταν στη σκέψη του Μαρξ. Ο Μαρκούζε ήταν ο πρώτος που θα αρθρογραφούσε εκτενώς για τη θεωρητική σημασία αυτών των κειμένων κι έγινε γνωστός κυρίως με το βιβλίο του «Ο μονοδιάστατος άνθρωπος», το οποίο πήρε μεγάλη δημοσιότητα στο πλαίσιο του φοιτητικού κινήματος της εποχής.

Πρώτη γενιά

Οι θεωρητικοί που συνδέονται άμεσα με την σχολή της Φρανκφούρτης υπολογίζονται σε περισσότερους από 15, ωστόσο δεν εργάστηκαν όλοι μαζί τις ίδιες χρονικές περιόδους. Οι πρώτοι βασικοί θεωρητικοί της υπήρξαν όλοι Εβραϊκής καταγωγής. Συγκεκριμένα Εβραίοι ήταν οι:

  • Max Horkheimer [10], μαρξιστής διανοούμενος εβραϊκής καταγωγής, επηρεασμένος έντονα από τον Georg Lukacs.
  • Theodor W. Adorno [11], ο πατέρας του ήταν Εβραίος, που αναδείχθηκε στον πλέον δημιουργικό συνεργάτη του Χορκχάιμερ.

Στους Horkheimer και Adorno ο φασισμός εμφανίζεται ως ένα φαινόμενο, που τα αίτια του βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση σ’ όλη την ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Αντόρνο επικεφαλής της μονάδας «μουσικών σπουδών» της σχολής με το έργο του «Θεωρία για την σύγχρονη Μουσική» (Theory of Modern Music) προώθησε την ατονική και την ιδιαίτερα δημοφιλή ποπ μουσική ως όπλο για να καταστρέψει την κοινωνία καθώς επίσης και τις πλέον εκφυλισμένες μορφές μουσικής οι οποίες διαδίδουν την ψυχική ασθένεια. Ο Αντόρνο θεωρούσε πως: «Με τη χρήση του ραδιοφώνου και της τηλεοράσεως, οι Η.Π.Α. θα μπορούσαν να πέσουν στα γόνατα, εάν προωθηθεί ένα πνεύμα απαισιοδοξίας και απελπισίας». Οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 μετανάστευσαν και εγκαταστάθηκαν στο παγκόσμιο κέντρο της βιομηχανίας της μουσικής και του θεάματος, στο Χόλυγουντ, όπου δραστηριοποιήθηκαν επαγγελματικά κι ο Αντόρνο έζησε ως τον θάνατο του.

  • Herbert Marcuse [12] [13], εβραϊκής καταγωγής, τότε μεταπτυχιακός φοιτητής,
  • Friedrich Pollock
  • Otto Kirchheimer
  • Leo Löwenthal
  • Franz Leopold Neumann και οι
  • Erich Fromm [14], γνωστός υποστηρικτής του φεμινισμού και της μητριαρχίας,
  • Frieda Fromm-Reichman, σύζυγος του Erich,
  • Karl Landauer ψυχίατρος,
  • Heinrich Meng ψυχολόγος,

ιδρυτές του «θυγατρικού» ψυχαναλυτικού ινστιτούτου.

Το 1944, όταν ήταν έτοιμη η «Διαλεκτική του Διαφωτισμού», έγινε η δεύτερη, ενημερωμένη έκδοση του βιβλίου «Behemoth», του Franz Leopold Neumann που εφάρμοσε την ιστορική διαλεκτική μέθοδο στην έρευνα του εθνικοσοσιαλισμού. Αντίθετα με τους Horkheimer και Adorno ο Neumann πετυχαίνει μια θεωρητικά πειστική παρουσίαση του γερμανικού εθνικισμού ως πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού συστήματος με τη χρησιμοποίηση ενός πλούσιου εμπειρικού υλικού. Αυτό που απουσιάζει από το βιβλίο του, είναι η πολιτισμική θεωρητική και κοινωνικο-ψυχολογική σφαίρα. Το έργο του δείχνει το αβάσιμο της αξιώσεως να γίνεται μόνον το όλον αποδεκτό ως το αληθινό.

Δεύτερη γενιά

Στη δεύτερη αυτή γενιά ο Jürgen Habermas θεωρείται ως ο πιο σημαντικός, αν και η προσωπική του θεωρητική εξέλιξη τον οδήγησε πολύ πιο μακριά από την αρχική κριτική θεωρία».

  • Jürgen Habermas [15].

Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της λεγόμενης και δεύτερης γενιάς της Σχολής της Φρανκφούρτης. Με τη συνολική κριτική του, εμπλουτίζει αλλά και διαφοροποιεί το έργο της Κριτικής Θεωρίας καθώς ενοποιεί θεωρητικά μία ολόκληρη παράδοση δίνοντάς της τον τίτλο «φιλοσοφία του υποκειμένου». H αποχώρηση του, το 1971, από την έδρα του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης για το Ινστιτούτο τού Στάρνμπεργκ, θεωρείται από πολλούς ως το τέλος της σχολής της Φρανκφούρτης. Ο ίδιος εκτιμάται ότι υπήρξε η συνέχεια της σχολής της Φρανφούρτης και κείνος που ένωσε τον 20ο με τον 21ο αιώνα της σχολής.

  • Karl-Otto Apel
  • Oskar Negt
  • Alfred Schmidt
  • Albrecht Wellmer

Συνδέονται με τη σχολή

  • Siegfried Kracauer
  • Alfred Sohn-Rethel
  • Ernst Bloch
  • Hannah Arendt
  • Bertrand Russell.

Ο Λόρδος Bertrand Russell συνεργάσθηκε με την Σχολή, στην προσπάθεια για μία μαζική κοινωνική μηχανική και έριξε τους σπόρους το 1951 στο βιβλίο του «Η επίδραση της επιστήμης στην κοινωνία», όπου αναφέρει: «Η Φυσιολογία και η ψυχολογία παρέχουν τομείς για επιστημονική τεχνική, η οποία εξακολουθεί να αναμένει την ανάπτυξη».

  • Albert Einstein
  • Volkmar Sigusch [16].

Ανάπτυξη της Σχολής

Επειδή η περιουσία του ιδρύματος είχε έγκαιρα μεταφερθεί στο εξωτερικό ενόψει του κινδύνου ποπυ αντιπροσώπευε η άνοδος του Γερμανικού εθνικισμού, μετά την επικράτηση του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία και την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, οι ιδρυτές του, μετακίνησαν την έδρα του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας στη Γενεύη, το 1933, όμως σύντομα η Σχολή διαλύθηκε. Το 1934 η έδρα της μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη [17], όπου η Σχολή επανιδρύθηκε με την βοήθεια του Πανεπιστημίου της Κολούμπια ενώ οι εκπρόσωποι της κατέλαβαν πανεπιστημιακές έδρες σε Πανεπιστήμια όπως το Columbia, το Princeton, το Brandeis και το Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια όπου συνέχισαν το ερευνητικό τους έργο μέσω του οποίου οι θεωρητικές απόψεις της Σχολής διαχέονται στο σύνολο του Δυτικού κόσμου ασκώντας σημαντική ως καταλυτική επιρροή σε πολιτικούς φιλοσόφους και διανοούμενους.

Το 1942 το Ινστιτούτο υπέγραψε συμβόλαιο με την Αμερικανική Εβραϊκή Επιτροπή (American Jewish Committee) και την Εβραϊκή Επιτροπή Eργασίας (Jewish Labor Committee), στην ουσία κατέστη το επίσημο ερευνητικό τμήμα της Αμερικανικής Εβραϊκής Επιτροπής, προκειμένου να διευρύνει τις μελέτες του πάνω στον ολοκληρωτισμό, με τη δέσμευση να προσέξει ιδιαίτερα την άνοδο του ναζισμού. Οι πρώτες εργασίες που ανέλαβε το Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα ήταν πέντε και ανάμεσά τους μια ψυχαναλυτική μελέτη για τον αντισημιτισμό που διεξήχθη από την Αυστριακή ψυχολόγο Μαίρη Γιαχόντα (Marie Jahoda) και τον Ρώσο ψυχίατρο Νέιθαν Άκερμαν (Neithan Ackerman) -αμφότεροι εβραϊκής καταγωγής. Η μελέτη υπό τον τίτλο:

  • «Anti-Semitism and Emotional Disorder: a Psychoanalytic Interpretation» («Αντισημιτισμός και συναισθηματική διαταραχή: μια ψυχαναλυτική ερμηνεία»), χαρακτήριζε και αποκαλούσε ψυχοπαθείς όσους δήλωνα ή ήταν αντισημίτες.

Μια άλλη μελέτη που εκπονήθηκε από μέλος της σχολής ήταν αυτή του εβραϊκής καταγωγής Γερμανού φανατικού μαρξιστή οικονομολόγου Πωλ Μάσινγκ (Paul Massing) [18] [19], σχετικά με τον αντισημιτισμό στη Γερμανία, με τίτλο:

  • «Rehearsal for Destruction: A Study Of Political Anti-Semitism in Imperial Germany» («Πρόβα καταστροφής: Μια μελέτη του πολιτικού αντισημιτισμού στην αυτοκρατορική Γερμανία»).

Μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο οι βασικοί εκπρόσωποι της σχολής αρνούνται την ιστορικότητα και την κεντρικότητα της εργατικής τάξεως, αναδεικνύοντας νέα υποκείμενα όπως οι γυναίκες, οι μαύροι και οι μετανάστες. Μέσω του Πανεπιστημίου της Κολούμπια οι βασικές αρχές της σχολής της Φρανκφούρτης σύντομα κυριάρχησαν πλήρως στα Πανεπιστήμια στα οποία οι φοιτητές, και στα σχολεία οι μαθητές, διδάσκονται ότι η λογική πρέπει να αντικατασταθεί από την «πολιτική ορθότητα». Στις 15 κι ως τις 17 Αυγούστου του 1969 η σχολή διοργάνωσε στο Γούντστοκ, μια περιοχή έξω από την Νέα Υόρκη, ένα τεράστιο μουσικό, κι όχι μόνο, Φεστιβάλ που σύντομα μετατράπηκε στην μεγαλύτερη σε τάξη μεγέθους προπαγάνδα διαδόσεως ναρκωτικών στην ιστορία, καθώς τα ψυχεδελικά ναρκωτικά LSD, χάπια κ.λπ. είναι πολύ αποτελεσματικός τρόπος ελέγχου του νου και της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Εστιάζοντας σ' αυτή την κατεύθυνση η σχολή δημιούργησε το Ινστιτούτο Τάβιστοκ το οποίο εφαρμόζει «ψυχολογικούς χειρισμούς» στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και διεξάγει έρευνες για τους πιθανούς τρόπους που μπορεί να ελεγχθεί ψυχολογικά, με επιστημονικό τρόπο και ακολουθώντας συγκεκριμένα βήματα, ένας άνθρωπος ή μια κοινωνική ομάδα.

Τρόποι επιβολής

Το 1950, λίγα έτη μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την ήττα των Γερμανών εθνικοσοσιαλιστών, Max Horkheimer, ο Theodor W. Adorno και o Friedrich Pollock, όπου το Ινστιτούτο επανιδρύθηκε με έδρα τη Φρανκφούρτη έχοντας την άδεια και τη συγκατάθεση των αμερικανικών αρχών κατοχής. Εντούτοις τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη παρέμειναν στις ΗΠΑ. Στη διάρκεια της δεκαετίας του πενήντα όταν η κριτική θεωρία γενικά καταγράφηκε ως ένα τμήμα της δυτικογερμανικής κοινωνιολογίας, της δόθηκε ο χαρακτηρισμός Σχολή της Φρανκφούρτης σε αναλογία με τη «Σχολή Κοινωνιολογίας» της Κολωνίας και του Μύνστερ. Έκτοτε, οι ιδέες των αυτοεξορίστων Γερμανοεβραίων καθηγητών, σε συνδυασμό με το κύμα της αμερικανικής ποπ-κουλτούρας, που πλημμύρισε την Ευρώπη, κατάφεραν με την πλαισίωση του φοιτητικού κινήματος των δεκαετιών του '60 και του '70 να πετύχουν βαρύ πλήγμα εις βάρος του πολιτισμού και της ηθικής.

Ο πολιτιστικός μαρξισμός κατέστη η ανεπίσημη, αλλά διάχυτη ιδεολογία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των σημαντικών χωρών της Ευρώπης καθώς η πολιτική ορθότητα και η πολυ-πολιτισμικότητα αποτελούν μια μορφή μαρξισμού. Στο υπόλοιπο του 20ου αιώνα η σχολή επεξεργάστηκε μια θεωρία για την κοινωνία και την πολυπλοκότητα της την οποία ο Χορκχάιμερ πολιτογράφησε με τον όρο Κριτική Θεωρία. Οι θεωρητικοί της σχολής κατέληξαν στην άποψη ότι υπάρχουν δύο τύποι επαναστάσεως:

  • η πολιτική.
  • η πολιτιστικη επανάσταση, η οποία κατεδαφίζει τις κοινωνίες διασπώντας τους συνεκτικούς τους ιστούς εκ των έσω.

Οι θεωρητικοί της σχολής σχεδίασαν και έθεσαν σε εφαρμογή, με στόχο την υλοποίηση του, ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο επικεντρωμένο στην διάβρωση όπως της οικογένειας και της εκπαιδεύσεως, των μέσων μαζικής ενημερώσεως, με τον εκχυδαϊσμό του σεξ και την διάβρωση και απαξίωση της λαϊκής κουλτούρας. Στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια η Σχολή επέβαλε τις απόψεις της χρησιμοποιώντας κυρίως δύο εργαλεία:

  • Την Κριτική θεωρία,
την άσκηση στοχευμένης κριτικής σε κάθε θεσμό και σύστημα αξιών της Δυτικής Κουλτούρας αρχής γενομένης από την οικογένεια και τα σεξουαλικά ήθη.

Με τον όρο κριτική θεωρία προσδιορίζουμε τον άξονα κοινωνιολογικής σκέψεως που αναπτύχθηκε από μέλη της σχολής με κύριο αντικείμενο μελέτης την κοινωνία σαν αντίφαση, αφού ενώ από τη μια μεριά αποτελεί καρπό των ανθρώπινων δραστηριοτήτων από την άλλη αποκτά μια δική της αυτόνομη και ανεξάρτητη οντότητα.

  • Την πολιτική ορθότητα,
την χρήση λέξεων και επιτηδευμένων συμπεριφορών που δεν θεωρούνται «προσβλητικές» για ομάδες ανθρώπων, παραδείγματος χάριν η λέξη κίναιδος απορρίφθηκε και αντικαταστάθηκε από τη λέξη ομοφυλόφιλος ή γκέι.

Μέσα επιβολής

Η πάλη των τάξεων μεταξύ προλεταρίων και αστών αντικαταστάθηκε από την πάλη καταπιεσμένων ομάδων ανθρώπων με τους καταπιεστές τους, λόγος για τον οποίο η σχολή της Φρανκφούρτης χρησιμοποιεί τις «καταπιεσμένες» ομάδες σαν πολιορκητικό κριό εναντίον του Δυτικού Πολιτισμού. Καταπιεσμένες ομάδες, κατά τους θεωρητικούς της σχολής της Φρανκφούρτης είναι οι γυναίκες, οι οποίες όχι μόνο πρέπει να βγουν στην παραγωγή αλλά πρέπει να απελευθερωθούν και σεξουαλικά από τον καταπιεστή άνδρα.

Βασικοί άξονες αποσυνθέσεως των κοινωνιών και επιβολής των σκοπών και των στόχων της Σχολής είναι:

  • Κατάργηση των δικαιωμάτων των γονέων να είναι οι κύριοι εκπαιδευτές και προστάτες των τέκνων τους,
  • Χρήση και υπερπροβολή του σεξουαλικού ενστίκτου ως μέσο καταστροφής (η βιομηχανία του σεξ είναι πάντα το όπλο που χρησιμοποιούσαν, ακόμη κι ως τις μέρες μας, τα κομμουνιστικά κόμματα παγκοσμίως, ως μέσο προσηλυτισμού νέων μελών),
  • Οργάνωση και χρησιμοποίηση διανοούμενων με στόχο να καταστήσουν τον πολιτισμό των κρατών της Δύσεως αναξιόπιστο ή και βρώμικο.

Κύρια εργαλεία / Επιδιώξεις [20]

Βασικά εργαλεία των θεωρητικών της Σχολής της Φρανκφούρτης προκειμένου να πετύχουν την διάλυση της κοινωνίας, εν πολλοίς κοινά με τα αντίστοιχα του Φιλελευθερισμού αλλά με διαφορετικούς στόχους, αποτελούν:

  • Η συνεχής επίκληση αδικημάτων ρατσισμού ή ρατσιστικής συμπεριφοράς,
  • Συνεχείς αλλαγές με στόχο τη δημιουργία ατομικής και ομαδικής συγχύσεως,
  • Διδασκαλία του αχαλίνωτου ερωτισμού και της ομοφυλοφιλίας από την πρώιμη παιδική ηλικία,
  • Διάβρωση του κύρους των σχολείων και των εκπαιδευτικών,
  • Μαζική κι αλόγιστη μετανάστευση προκειμένου να αλλοιωθεί η ταυτότητα των εθνών-κρατών,
  • Προώθηση της ελεύθερης κι ως εκ τούτου υπερβολικής καταναλώσεως αλκοόλ,
  • Απαξίωση της Ορθοδοξίας και περιορισμός του παρεμβατικού κοινωνικού ρόλου των εκκλησιών,
  • Διαβολή και αναξιοπιστία του συστήματος απονομής δικαιοσύνης,
  • Εξάρτηση των μεγάλου τμήματος της κοινωνίας των πολιτών από την κρατική ή και από την κρατική επιδοματική πολιτική,
  • Έλεγχος και περιορισμός της δυνατότητος εκφράσεως των μέσων μαζικής ενημερώσεως,
  • Ενθάρρυνση της απαξιώσεως ή και της καταστροφής της οικογένειας,
  • Συγχώνευση ή αντιστροφή των ανθρώπινων φύλων ή των ρόλων του φύλου,
  • Αποδέσμευση, ακόμη και των ανήλικων παιδιών από τις οικογένειές τους,
  • Κατάργηση του θεσμού της παραδοσιακής μορφής οικογένειας.

21ος αιώνας

To 1988 ο Helmut Dubiel, ένας από τους σημερινούς τρεις διευθυντές του «Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας» της Φρανκφούρτης, δημοσίευσε το έργο:

  • «Εισαγωγή στην Κριτική Θεωρία της Κοινωνίας».

Η Αμερικανική αριστερά αποτελεί στις μέρες μας την αιχμή του δόρατος για την επιβολή των μαρξιστικών απόψεων των οπαδών της σχολής της Φρανκφούρτης. Σε συνέντευξη της [21] η σύζυγος του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Τσέινυ επιτέθηκε σφοδρώς στην Αμερικανική Αριστερά που θέλει να διαγράψει την Αμερικανική ιστορία στο σύνολο της, χαρακτηρίζοντάς την ως «ρατσιστική». Στα προτεινόμενα βιβλία ιστορίας υπήρχαν εκτενείς αναφορές στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ενώ ο Τζωρτζ Ουάσιγκτων ήταν χαμένος σε δύο σειρές όμως υπό την πίεση των συντηρητικών αυτό το βιβλίο αποσύρθηκε. Ο δεξιός διανοούμενος David Horowitz στο βιβλίο του «The shadow party: how Soros and '60s radicals seized the Democratic party», αναλύει πως η ριζοσπαστική Αριστερά του 1960 -υπό τον μανδύα του αντιρατσισμού και της πολυπολιτισμικότητος-έχει υπονομεύσει τα ιδεολογικά κοινωνικά και πολιτικά θεμέλια του Αμερικανικού έθνους, προωθώντας μία επαναστατική μετα-μαρξιστική πολιτική ατζέντα, η οποία κρύβεται πίσω από μία ανθρωπιστική και ορθολογιστική ρητορική.

Οι μαρξιστές καθηγητές του πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης Richard Wolff και Stephen Resnick στην συνέντευξη τους [22] δήλωσαν:

«Σήμερα, στις ΗΠΑ, ο μαρξισμός είναι ισχυρότερος ανάμεσα στον ακαδημαϊκό κόσμο και αδύναμος μέσα στο εργατικό κίνημα. Μέσα στα πανεπιστήμια, ο μαρξισμός έχει τώρα δυναμικότερη παρουσία στα Τμήματα Λογοτεχνίας, Κοινωνιολογίας και Γεωγραφίας».

Τζορτζ Σόρος & σχολή Φρανκφούρτης

Τις δύο πρώτες δεκαετίες, αλλά και ως τις αρχές της 3ης, του 21ου αιώνα ο επιφανής, εβραϊκής καταγωγής, μεγαλοεπιχειρηματίας Τζορτζ Σόρος [23] είναι ο σημαντικότερος υποστηρικτής της εφαρμογής των απόψεων αυτής της σχολής στην κοινωνία. Ο Σόρος προωθεί με φανατισμό τις αρχές της χρηματοδοτώντας την ίδρυση και τη συντήρηση περισσότερων από 188 ιδρυμάτων, τις «ανοιχτές κοινωνίες» (Open Society) μέσα από τη δράση των οποίων προωθεί το μεταναστευτικό, τους γκέι, τα ναρκωτικά και όλα όσα εκπροσωπεί η σχολή της Φρανκφούρτης. Ο ίδιος με την διαχείριση τεραστίων κεφαλαίων ανά τον πλανήτη ναρκοθετεί νομίσματα και οικονομίες κρατών κι είναι χαρακτηριστικό ότι στα Βαλκάνια επέβαλε την -με κάθε τρόπο και κόστος- διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ενώ χρηματοδότησε την ίδρυση του κράτους των Σκοπίων.

Το Λίντεσμιθ Σέντερ (Lindesmith Center) που υποστηρίζεται από τον Σόρος αποτελεί την κορυφαία φωνή για εκείνους που απαιτούν την αποποινικοποίηση της χρήσεως ναρκωτικών. «Ο Σόρος είναι ο «μπαμπάς Warbucks», της νομιμοποιήσεως των ναρκωτικών γράφει [24] ο Τζότζεφ Καλιφάνο (Joseph Califano Jr), διευθυντής στο «Εθνικό Κέντρο Εθισμού και Καταχρήσεως Ουσιών» του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Παράλληλα, ένα από τα εκατοντάδες ανάλογα προγράμματα που χρηματοδοτεί ο Σόρος είναι κι αυτό που αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα της δαπάνης των 37 δις δολαρίων, ανά έτος, που καταβάλει η κυβέρνηση των ΗΠΑ στον πόλεμο της χώρας κατά των καρτέλ των ναρκωτικών. Το πρόγραμμα στηρίζει την επιχειρηματολογία του λόμπι για νομιμοποίηση των ναρκωτικών, υποστηρίζοντας την άποψη του καθηγητή Νέβις Σάνφορντ, ενός από τους διευθυντές του σχεδίου «Η Αυταρχική προσωπικότητα» (the Authoritarian Personality project), ο οποίος διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην εξάπλωση της χρήσεως ψυχεδελικών ναρκωτικών. Το 1965, ο Σάνφορντ έγραψε σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του Ινστιτούτου Τάβιστοκ (Tavistock Institute) στην Αγγλία:

«Το έθνος, φαίνεται να είναι εντυπωσιασμένο από τους 40.000 ή περισσότερους τοξικομανείς μας, οι οποίοι θεωρούνται ανησυχητικά ακυβέρνητοι και πρέπει να αναχαιτιστούν με κάθε κόστος από την δαπανηρή δραστηριότητα της αστυνομίας. Μόνο ο πουριτανισμός θα μπορούσε να υποστηρίξει την πρακτική να εστιάζουν στους τοξικομανείς (αντί για τα 5 εκατομμύρια αλκοολικών μας) και τη θεραπεία τους ως αστυνομικό πρόβλημα αντί για ιατρικό, καταστέλλοντας παράλληλα αβλαβή ναρκωτικά όπως τη μαριχουάνα και το πεγιότ μαζί με τα επικίνδυνα ναρκωτικά....».

Η σχολή είναι Ιουδαϊκή σέχτα?

Από κάποιες πλευρές υποστηρίχθηκε η άποψη ότι δημιουργία της σχολής προέκυψε ως απόρροια παλαιότερων επαναστατικών ιδεολογικών -κι όχι μόνο- κινημάτων Εβραίων μεσσιανιστών της διασποράς, όπως οι αιρετικοί Σαμπαταϊστές ή Σαββαταίοι και οι διάδοχοι τους Φρανκιστές ή Ζοχαριστές, οι οποίοι απέκτησαν σημαντική πολιτική και ιδεολογική επιρροή σε μη εβραϊκές κοινότητες σε όλη την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, εισχωρώντας ακόμα και στους Ιακωβίνους κατά τη Γαλλική επανάσταση. Πολλοί άλλοι υποστηρίζουν ότι η σχολή της Φρανκφούρτης είναι ένα δημιούργημα των Χαζάρων Εβραίων στην υπηρεσία της νέας Παγκόσμιας Τάξεως ενώ ακόμη και επιφανείς Εβραίοι συμφωνούν ότι η σχολή -πέραν και υπεράνω όλων- είναι μια Ιουδαϊκή σέχτα, ίσως η σημαντικότερη της Γερμανίας και μία από τις πλέον σημαντικές της Εβραϊκής διασποράς.

Σύμφωνα με τον Gershom Scholem, που διετέλεσε πρόεδρος της Ακαδημίας Επιστήμων του Ισραήλ, όπως αυτός σημειώνει σε έργο του [25]: «Η Σχολή της Φρανκφούρτης ήταν μία από τις πιο αξιοσημείωτες Ιουδαϊκές σέκτες της  Γερμανίας...». Από τη δική του σκοπιά ο Ilan Gurzeev αναφέρει [26]: «...Από την σημερινή προοπτική, το έργο των στοχαστών της Σχολής της Φρανκφούρτης μπορεί να θεωρηθεί η τελευταία μεγάλη σύγχρονη προσπάθεια για να προσφερθεί υπερβατικότητα, νόημα και θρησκευτικότητα, μάλλον παρά "χειραφέτηση" και "αλήθεια". Στην πρώτη φάση του έργου τους, μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ο Theodor W. Adorno και ο Max Horkheimer διασύνδεσαν τους στόχους της κριτικής θεωρίας με το μαρξιστικό επαναστατικό έργο. Η εξέλιξη της σκέψης τους, τους οδήγησε να επικρίνουν τον ορθόδοξο μαρξισμό και τελείωσε με  μία πλήρη ρήξη με αυτή την παράδοση, καθώς ανέπτυξαν μία αναζήτηση για μία θρησκευτικότητα ενός μοναδικού είδους, που συνδέονταν με την Γνωστική παράδοση και προέρχονταν, σε έναν ορισμένο βαθμό, από τον Ιουδαϊσμό. Αυτή η θρησκευτικότητα προσφέρει μία αναδιατυπωμένη αρνητική θεολογία, εντός του πλαισίου αυτού που εγώ αποκαλώ "Διασπορική φιλοσοφία"....».

Τις απόψεις αυτές για την εμπλοκή -τουλάχιστον των απόψεων- της σχολής, στα γεγονότα του Μαΐου του 1968, ενίσχυσε το 1988 η εφημερίδα «Le Monde» στη Γαλλία που έγραψε:

«...Ο Μάιος του 1968 δεν ήταν παρά μορφή μεσσιανικής κλήσης -απόηχος του ιουδαϊκού μεσσιανισμού», άποψη που υποστηρίχθηκε από όσους συμμετείχαν στο συνέδριο που διοργάνωσε το περιοδικό «Passage», την Πέμπτη, 7 Ιουλίου, στο Παρίσι, με θέμα: «Μάιος 1968: Μια ιουδαϊκή επανάσταση;....».

Συμπεράσματα

Ο Φρειδερίκος Νίτσε απάντησε στο ρητορικό ερώτημα: «Που φαίνεται η δύναμη του κυρίαρχου» με την φράση: «στο ονοματίζειν». Στην δυνατότητα δηλαδή του ισχυρού να αξιολογεί (καλό-κακό, σωστό-λάθος) και να διαμορφώνει την κοσμοαντίληψη επάνω σε ιδέες, θέσεις και έννοιες. Στην σκέψη του Αντόνιο Γκράμσι και στην σχολή της Φρανκφούρτης αυτό ονομάζεται «ιδεολογική ηγεμονία». Αυτοί που διαμορφώνουν τους όρους του δημοσίου διαλόγου, αυτοί ελέγχουν τον κόσμο, ρόλος που στις μέρες μας εκχωρήθηκε στην αριστερά και στους οπαδούς της, στην «αστυνομία σκέψεως» του Τζορτζ Όργουελ [27]. Η μεταμαρξιστική Αριστερά [28] βρίσκει ανταπόκριση σε ομάδες-κατηγορίες αντιδραστικών και μισαλλόδοξων πολιτών, οι οποίοι στέκονται αντίθετοι στις παραδοσιακές ηθικές και πολιτισμικές αξίες με στόχο μία παγκόσμια ανθρώπινη κοινότητα. Ένας στόχος, στον οποίο η Αριστερά συμβαδίζει με το καπιταλιστικό (ή νεοφιλελεύθερο) ιδεώδες της οικουμενικής ενοποιήσεως μέσω της ανοικτής παγκοσμίου οικονομίας -λόγος που εξηγεί επαρκώς την συμπόρευση των δήθεν «συντηρητικών» κομμάτων με τα αποκαλούμενα «σοσιαλιστικά» .

Στον 21ο αιώνα τα γραπτά και οι θεωρίες των μελών της σχολής βρίσκουν ακόμη χώρο στις αναλύσεις μελετητών, φιλοσόφων, καλλιτεχνών αλλά και μη άμεσα εμπλεκόμενων στα αντικείμενα των προαναφερθέντων. Στηριγμένοι στις θέσεις των θεωρητικών της σχολής οι ηγέτες των κομμάτων της -όποιας- αριστεράς δεν επιδιώκουν την κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής και δεν ενδιαφέρονται καν πλέον για την επίλυση βασικών οικονομικών ζητημάτων της κοινωνίας, αλλά επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους στην αλλοίωση των ηθικών και πολιτιστικών θεμελίων της δυτικής κοινωνίας. Η μετακίνηση τους αυτή καθώς και η γενικότερη μετάλλαξη της αριστεράς έχει τις ρίζες της στην επικράτηση των απόψεων της σχολής της Φρανκφούρτης. Η κοινωνία έχει υποκύψει στην ιδεολογία της κι είναι επόμενο να επινοεί ατελείωτους όρους για ατελείωτες Ταυτότητες, Φύλα, επιλογές τρόπου ζωής, κλίκες και υποκουλτούρες.

Η σχολή και ιδιαίτερα ο Μαρκούζε διαδραμάτισαν ουσιαστικό ρόλο στην τελική διαμόρφωση της πολιτικοκοινωνικής φιλοσοφίας της Νέας Αριστεράς, από τον πυρήνα της οποίας προήλθαν ο Μάιος του '68, τα κόμματα των πρασίνων, καθώς και οι διάφορες πολιτικές δυνάμεις της λεγόμενης «ριζοσπαστικής αριστεράς» και αποτέλεσαν το μακρύ χέρι αυτής της Σχολής για το άπλωμα της στην κοινωνία. Η Σχολή ξεκίνησε με στόχο να πολεμήσει τον Φασισμό και τον Αντισημιτισμό, όμως στην πορεία ανέπτυξε μεγαλοϊδεατισμό και τεχνικές επιβολής στις μάζες και πλέον εξουδετερώνει όλες τις ατομικές ελευθερίες, χρησιμοποιώντας εργαλεία φαυλότητας, αποδομήσεως και διαλύσεως. Οι ανά τον κόσμο κυβερνήσεις υλοποιούν σήμερα, συνειδητά ή ασυνείδητα, τις βασικές επιδιώξεις της Σχολής τής Φρανκφούρτης. Τον εθνομηδενισμό, την ισοπέδωση των φυλών, το τρίτο φύλο, την αποϊεροποίηση αξιών και ιδανικών, τον άκρατο φεμινισμό, τον λεγόμενο αντιφασισμό και την επιβολή της πολιτικής ορθότητας. Καθημερινά δεκάδες καλοστημένες επιχειρήσεις, οι αποκαλούμενες «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις», με ισχυρά οικονομικά μέσα υποσκάπτουν τις Ευρωπαϊκές πρώην χριστιανικές κοινωνίες, χρησιμοποιώντας ως πολιορκητικούς κριούς τους σεξουαλικά «απελευθερωμένους», αλλά και τους «απελευθερωμένους» από φυλή, οικογένεια, έθνος και θρησκεία, δημιουργώντας ένα «αυθόρμητο» αντιφασιστικό φράγμα για την υπόλοιπη κοινωνία.

Ο καθηγητής Kevin MacDonald στο βιβλίο του «Culture of Critique» («Κουλτούρα της Κριτικής»), όπου ασχολείται με τον διαχρονικό ρόλο Εβραίων διανοούμενων της Δύσεως στην προώθηση θεωριών και τάσεων που αποβλέπουν στον κατακερματισμό της δυτικής κοινωνίας, εξηγεί ότι η Σχολή της Φρανκφούρτης στιγμάτισε υγιείς έννοιες, όπως ο εθνικισμός και τις στενές συγγενικές σχέσεις ως ένδειξη «ψυχιατρικής διαταραχής» ενώ στις τελευταίες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα, Εβραίοι διανοούμενοι άρχισαν να αποθεώνουν τους «απόβλητους» και τους «μη συμβατικούς» της δυτικής κοινωνίας προκειμένου να επιτύχουν την διάσπαση της ομοιογένειας της κοινωνίας και να διεξάγουν μια μυστική εκστρατεία για την αποδοχή του «πλουραλισμού», των απόψεων τους. Κατά τον MacDonald, η Σχολή της Φρανκφούρτης πρόσφερε μια σημαντική συνταγή στον άρρωστο δυτικό κόσμο:

«....ένα ριζοσπαστικό ατομικισμό και την αποδοχή του πλουραλισμού. Οι άνθρωποι έχουν ένα εγγενές δικαίωμα να είναι διαφορετικοί από τους άλλους και να γίνουν αποδεκτοί από τους άλλους ως διαφορετικοί. Στην ουσία, με το να διαφοροποιηθείς από τους άλλους ανεβαίνεις στο υψηλότερο επίπεδο της ανθρωπότητας».

Το 1992 ο Michael Minnicino παρατήρησε [29] πως οι κληρονόμοι του Μαρκούζε και του Αντόρνο κυριαρχούν πλέον πλήρως τα πανεπιστήμια:

«....διδάσκοντας (...) τους μαθητές να αντικαταστήσουν την λογική (λευκό χιόνι) με «πολιτικώς ορθές» τελετουργικές ασκήσεις (μαύρο χιόνι). Υπάρχουν πολύ λίγα θεωρητικά βιβλία για τις τέχνες, τα γράμματα, ή την γλώσσα που δημοσιεύονται σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Ευρώπη, που δεν αναγνωρίζουν ανοιχτά το χρέος τους προς την Σχολή της Φρανκφούρτης. Το κυνήγι μαγισσών στις σημερινές πανεπιστημιουπόλεις είναι απλώς η εφαρμογή της έννοιας του Μαρκούζε για την «κατασταλτική ανοχή» και «ανοχή για κινήματα από την αριστερά, αλλά μισαλλοδοξία για κινήματα από την δεξιά» που επιβάλλονται από τους μαθητές της Σχολής της Φρανκφούρτης».

Αποτελέσματα

Τα μέλη της σχολής της Φρανκφούρτης, που κάποιοι την χαρακτηρίζουν ως το τελευταίο μεγάλο πρόγραμμα του 20ου αιώνα, θεώρησαν, σκόπευσαν με επιτυχία και σύντομα μετέβαλαν τον στόχο-άνθρωπο σε άνθρωπο-θύμα. Αυτόν που θρησκεύει τον χαρακτηρίζουν «σκοταδιστή», τον πυρήνα της οικογένειας τον χαρακτηρίζουν «συντηρητικό» και φυσικά καταπολεμούν όλες τις μορφές έθνους-κράτους. Αν και οι πολέμιοι των θεωριών της σχολής παραθέτουν ορθά το επιχείρημα περί του ουτοπικού χαρακτήρα, (με την ευρύτερη και εκλαϊκευμένη ερμηνεία του όρου), των αρχών της καθώς σε πολιτικό επίπεδο είναι δύσκολο να βρεθεί κάποιο ομόλογο ιδεολογικής και κοινωνιολογικής αναφοράς οι θέσεις της δεν αποδυναμώνονται καθώς η πολιτισμική επιβολή των ιδεών της σχολής είναι κατακλυσμιαία.

Σήμερα, η αποστολή των ιδρυτών της σχολής φαίνεται να έχει επιτευχθεί, σε μεγάλο βαθμό κι έχει καταστεί προφανές ότι η νομοθεσία για τα αποκαλούμενα «Εγκλήματα Μίσους» αποτελεί το όχημα με το οποίο η ελευθερία του λόγου πρόκειται να σιγήσει μόνιμα στον Δυτικό κόσμο. Οι αποκαλούμενοι «αντιρατσιστικοί» νόμοι έχουν τις ρίζες τους στις θεωρίες της σχολής και απώτερο στόχο να εφαρμόσουν τον κομμουνισμό στις Δυτικές χώρες μέσα από τη σταδιακή υπονόμευση του λαϊκού πολιτισμού. Στην Αμερική και στην Μεγάλη Βρετανία άνθρωποι στης σχολής δημιούργησαν κλειστές ομάδες και γκέτο όπου βρίσκονται διεστραμμένα άτομα τα οποία αποθεώνουν την ικανοποίηση των ενστίκτων τους και ζουν σε καταστάσεις ψυχεδελισμού ώστε να χρησιμοποιούνται για να επιτελέσουν συγκεκριμένους πολιτικούς και οικονομικούς σκοπούς, κυρίως να εκδιωχθεί ο Θεός και όλες οι παραδοσιακές αξίες και να επιβληθούν νέες, όπως η αποχαύνωση, η εξάρτηση και τέλος η απόλυτη σκλαβιά.

Την τακτική της σχολής ο Μαρκούζε ονόμασε «κατασταλτική ή καταπιεστική ανοχή», κάτι που το θεωρούσε απαράδεκτο κι υπήρξε ο λόγος για τον οποίο πρότεινε αυτό που ονόμασε «κομματική ανοχή των μικρών κομμάτων-ομάδων», δηλαδή την ανοχή μόνον των απόψεων αυτών των «καταπιεσμένων μειονοτήτων» της κοινωνίας. Ο Marcuse θεωρούσε ότι οι μειονότητες αυτές μοιράζονται το κομματικό του μίσος για κάθε τι το μη κομμουνιστικό, στην ουσία φιμώνοντας τις απόψεις της πλειοψηφίας. Η αριστερά που επικαλείται την ελευθερία του λόγου ταυτόχρονα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια καταστολής και φιμώσεως των «μη αριστερών ιδεών». Υπερασπίζονται τις μειονότητες όταν συμμερίζονται τις δικές τους απόψεις και πολεμούν κάθε άλλη μειονότητα που αντιτίθεται, την ίδια ώρα που εκφοβίζεται και χαρακτηρίζεται «συντηρητική».

Η σχολή της Φρανκφούρτης και η Ελλάδα

Η Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες υφίσταται μια εκτεταμένη και βίαιη αντικατάσταση πληθυσμού την ώρα που ο γηγενής πληθυσμός γερνά και εξουθενώνεται οικονομικά μέσα από προγραμματισμένες αλλεπάλληλες κρίσεις. Την ίδια ώρα οι ηγέτες των -πρώην- συντηρητικών κομμάτων είτε δεν έχουν καταλάβει είτε προσποιούνται, ότι αντίπαλος τους πλέον δεν είναι πλέον η αριστερά σε κάθε μορφή της αλλά οι επίγονοι και τα τέκνα της σχολής της Φρανκφούρτης καθώς και οι παραφυάδες τους που έχουν εξαπλωθεί παντού κι έχουν κατακλύσει τις δομές των κομμάτων τους. Το εύρος αλλά και η δυναμική των ρήξεων που επέρχονται στην Ελληνική κοινωνία, αυτών που σχετίζονται με την επιβολή των απόψεων της Σχολής της Φρανκφούρτης, αφορά την εκ θεμελίων μεταβολή των πεποιθήσεων και την πολιτική και ιδεολογική εξουδετέρωση των θεσμικών οργάνων στην οποία στηρίζεται το σύνολο του ιστού της κοινωνικής ζωής και μπορεί να συγκριθεί μόνο με την συμβάντα της εποχής που ο Ελληνισμός μετέβαινε από την αρχαία θρησκεία στον Χριστιανισμό. Η Ελληνική κοινωνία πολτοποιείται, δημιουργούνται γκέτο και επαπειλούνται αναταραχές ενώ η νεολαία περνά από μία εκπαίδευση που βρίσκεται στα χέρια στρατευμένων «διανοουμένων», στην προπαγανδιστική μετάγγιση των απόψεων των εκπροσώπων της σχολής της Φρανκφούρτης.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βιβλιογραφία

  • [«Ερμηνευτικά για τη Σχολή της Φραγκφούρτης», Φώτης Τερζάκης, Εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», σελίδες 188.]

Παραπομπές

  1. [Ο Georg Lukacs γεννήθηκε το 1885. Ξεκίνησε την πολιτική του ζωή ως πράκτορας της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Το 1919 ορίστηκε αναπληρωτής Κομισάριος Πολιτισμού στο μπολσεβίκικο καθεστώς του Μπέλα Κουν στην Ουγγαρία και υπήρξε ο υποκινητής αυτού που έγινε γνωστό ως Πολιτιστική τρομοκρατία. Εισηγήθηκε ένα πρόγραμμα σεξουαλικής διαπαιδαγωγήσεως στα πλαίσια του οποίου οργανώθηκαν διαλέξεις σε σχολεία, τυπώθηκαν και διανεμήθηκαν φυλλάδια για τον ελεύθερο έρωτα, τη φύση της σεξουαλικής επαφής, την αρχαϊκή φύση των αστικών κωδίκων της οικογένειας, τον παλιομοδίτικο θεσμό της μονογαμίας και την ασχετοσύνη της θρησκείας. Πέθανε το 1971.]
  2. [Ο Γουίλι Μούζενμπεγκ τον Ιούνιο του 1940 κατέφυγε στο Γαλλικό νότο όπου, με προσωπική διαταγή του Στάλιν, μια ομάδα δολοφόνων της N.K.V.D. τον αιχμαλώτισε και στη συνέχεια τον κρέμασε στα κλαδιά ενός δένδρου.]
  3. [Ο Βέιλ γεννήθηκε στην Αργεντινή και στην ηλικία των εννέα ετών εστάλη να φοιτήσει σε σχολείο στη Γερμανία. Παρακολούθησε τα πανεπιστήμια στο Τύμπιγκεν (Tübingen) και στη Φρανκφούρτη, όπου αποφοίτησε με διδακτορικό στις πολιτικές επιστήμες. Σύμφωνα με την ιστορικό Μάρτιν Τζέι (Martin Jay), το θέμα της διατριβής του ήταν «τα πρακτικά προβλήματα της εφαρμογής του σοσιαλισμού»]
  4. [Περιοδικό «Executive Intelligence Review», τεύχος 15ο, σελίδα 46η, 18 Νοεμβρίου 1988.]
  5. [O Ρίχαρντ Σόργκε (Richard Sorge), γνωστός και ως «κατάσκοπος του Στάλιν», στην πραγματικότητα διηύθυνε το τμήμα της υπηρεσίας πληροφοριών του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος στη περιοχή της Φρανκφούρτης. Το 1929 μετατέθηκε στην υπηρεσία πληροφοριών του Κόκκινου Στρατού και του ανατέθηκε η ευθύνη για την Άπω Ανατολή. Στην Ιαπωνία οργάνωσε δίκτυο κατασκόπων για λογαριασμό της Σοβιετικής Ενώσεως, όμως συνελήφθη και τελικά εκτελέστηκε από τον αυτοκρατορικό ιαπωνικό στρατό.]
  6. [O Wilhelm Reich στο βιβλίο του «Μαζική ψυχολογία του φασισμού» εξηγεί ότι η Σχολή της Φρανκφούρτης αποστασιοποιήθηκε από τη μαρξιστική κοινωνιολογία που έθετε τους αστούς εναντίον του προλεταριάτου καθώς η μάχη θα δοθεί μεταξύ των «αντιδραστικών» και των «επαναστατικών» χαρακτήρων. Με την άποψη του για την σεξοοικονομική κοινωνιολογία επιδίωξε να εναρμονίσει την ψυχολογία του Φρόιντ με την οικονομική θεωρία του Μαρξ. Η θεωρία του Ράιχ εκφράστηκε στα λόγια του: «Η αυταρχική οικογένεια είναι το αυταρχικό κράτος σε μικρογραφία. Η Αυταρχική δομή του χαρακτήρα του ανθρώπου παράγεται ουσιαστικά από την ενσωμάτωση της σεξουαλικής αναστολής και του φόβου στην ζωντανή ουσία των σεξουαλικών ορμών. Ο οικογενειακός ιμπεριαλισμός αναπαράγεται ιδεολογικά σε εθνικό ιμπεριαλισμό ... η αυταρχική οικογένεια ... είναι ένας παράγοντας όπου παράγονται η αντιδραστική ιδεολογία και οι αντιδραστικές δομές.»]
  7. [Rolf Wiggerhaus, «The Frankfurt School», pages 388-391.]
  8. [Ο Walter Benjamin ήταν εβραϊκής καταγωγής, στενός φίλος του Χορκχάιμερ και του Αντόρνο. Αυτός πρώτος υποστήριξε ότι ο πολιτιστικός μαρξισμός μπορούσε να εργαλειοποιήσει τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας όπως, το ραδιόφωνο, ο κινηματογράφος και αργότερα η τηλεόραση για να διαμορφώσει την ψυχολογική κατάσταση των πολιτών. Η άποψη του επικράτησε, ο Χορκχάιμερ και ο Αντόρνο την προώθησαν, τα χρόνια που ακολούθησε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στο Χόλιγουντ. Στις μέρες μας Αμερικανική βιομηχανία θεάματος αποτελεί το πιο ισχυρό όπλο του πολιτιστικού μαρξισμού.]
  9. [Ο Αντόνιο Γκράμσι ήταν Ιταλός μαρξιστής. Ταξίδεψε στην Σοβιετική Ένωση και έκανε διαπιστώσεις που τον εξώθησαν στο συμπέρασμα ότι μία εξέγερση ανάλογη με αυτή των μπολσεβίκων ήταν αδύνατον να επιτευχθεί με τους εργάτες της Δύσεως, λόγω της φύσεως των χριστιανικών ψυχών τους. Σύντομα αναδείχθηκε σε ηγέτη του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και υπήρξε θεωρητικός στο ίδιο επίπεδο με τον Λούκατς. Μέ όπλο του την ανάλυση κατέληξε κι αυτός στα ίδια συμπεράσματα, όπως ο Λούκατς και η Σχολή της Φρανκφούρτης για την κρίσιμη σημασία των διανοουμένων στην υποδαύλιση επαναστάσεως στη Δύση.]
  10. [Ο Max Horkheimer διαφοροποιήθηκε από τις απόψεις του Μάρξ. Πρώτο, δεν θεωρεί ότι ο πολιτισμός αποτελεί απλώς μέρος του «εποικοδομήματος», της κοινωνίας η οποία καθορίζεται από οικονομικούς παράγοντες. Υποστήριξε, αντίθετα με τον Μαρξ, ότι ο πολιτισμός είναι ανεξάρτητος και πολύ σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας. Δεύτερο, και πάλι σε αντίθεση με τον Μαρξ, αποφάνθηκε ότι στο μέλλον, η εργατική τάξη δεν θα αποτελεί παράγοντα της επαναστάσεως και άφησε ανοιχτό το ζήτημα του ποιος θα παίξει αυτό το ρόλο. Ο Horkheimer αναδείχθηκε πρύτανης του Πανεπιστημίου και επίτιμος δημότης της Φρανκφούρτης.]
  11. [O Theodor W. Adorno είναι ο συγγραφέας του έργου «Η αυταρχική προσωπικότητα», που δημοσιεύθηκε το 1950. Επικαλούμενος την ψευδή «Κλίμακα F», αρχικό της λέξεως φασισμός, μια ψυχομετρική αξιολόγηση με την οποία προσπαθεί να «ποσολογήσει τις αυταρχικός τάσεις». Ο Adorno συνδύασε τις παραδοσιακές αντιλήψεις σχετικά με τη σεξουαλική ηθική, τις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών καθώς και ζητήματα που σχετίζονται με την οικογένεια με την υποστήριξη του «φασισμού» έτσι, στις μέρες μας, ο αγαπημένος όρος που η πολιτική ορθότητα χρησιμοποιεί για όποιον διαφωνεί μαζί της είναι «φασίστας».]
  12. [Ο Herbert Marcuse μετά την λήξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου παρέμεινε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Μετέφρασε και εξέδωσε στα Αγγλικά τα ακαδημαϊκά συγγράμματα των άλλων μελών της σχολής χρησιμοποιώντας απλούς όρους. Στο βιβλίο του «Έρως και Πολιτισμός» κατέφυγε στο πάντρεμα των απόψεων της σχολής με αυτές του Μαρξ και του Φρόιντ, για να υποστηρίξει ότι, αν εμείς μπορούσαμε να «απελευθερώσουμε τον μη-παραγωγικό έρωτα» μέσω μιας «πολύμορφης διαστροφής», θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε ένα νέο «παράδεισο», όπου θα υπάρχει μόνο το παιχνίδι και καθόλου εργασία. Το «Έρως και Πολιτισμός» αποτέλεσε ένα από τα βασικά κείμενα της Νέας Αριστεράς στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960.]
  13. [Στη δεκαετία του 1950, ο Μαρκούζε απάντησε στο αναπάντητο ερώτημα του Χορκχάιμερ, δηλαδή ποιος θα αντικαταστήσει την εργατική τάξη ως αντιπρόσωπο της μαρξιστικής επαναστάσεως, λέγοντας ότι θα ήταν ένας συνασπισμός φοιτητών, μαύρων, φεμινιστριών και ομοφυλοφίλων -δηλαδή ο πυρήνας της εξεγέρσεως της δεκαετίας του 1960, οι «ομάδες θύματα» της πολιτικής ορθότητας στις μέρες μας.]
  14. [Ο Έριχ Φρομ ήταν υιός του Εβραιογερμανού εμπόρου κρασιών Ναφτάλι Φρομ και της συζύγου του Ρόζας. Η οικογένεια τους ήταν βαθιά θρησκευόμενη και μεταξύ των προγόνων της συγκαταλέγονται πολλοί ραβίνοι. Ο Έριχ σε ηλικία 13 ετών ξεκίνησε τη μελέτη του Ταλμούδ μελετώντας, παράλληλα, και το έργο του φιλοσόφου Έρνστ Μπλοχ, που αποτελούνταν από μια εκλεκτικιστική μίξη ιουδαϊκού μεσσιανισμού και μαρξισμού. Σπούδασε νομικά στη Φρανκφούρτη και ψυχολογία, φιλοσοφία και κοινωνιολογία στη Χαϊδελβέργη. Το 1920 ήταν συνιδτρυτής στο λεγόμενο «Ελεύθερο Εβραϊκό Διδασκαλείο» («Freies Jüdisches Lehrhaus»). Υπήρξε συνεργάτης του φιλόσοφου και κριτικού Βάλτερ Μπένγιαμιν. Το 1922 ανακηρύχθηκε διδάκτορας με θέμα της διατριβής του: «Ο εβραϊκός νόμος: Μια συμβολή στην κοινωνιολογία του εβραϊσμού της διασποράς».]
  15. [O Γιούργκεν Χάμπερμας γίνεται 90 dw.com]
  16. [Ο Volkmar Sigusch Γερμανός «σεξολόγος,» γιατρός και κοινωνιολόγος, προστατευόμενος της Σχολής της Φρανκφούρτης, ιδρυτής και συνεκδότης του “Zeitschrift für Sexualforschung” (Εφημερίδα Σεξουαλικής Έρευνας) και Διευθυντής του “Institut für Sexualwissenschaft” (Ινστιτούτο για τις Σεξουαλικές Επιστήμες) του Πανεπιστημίου Γκαίτε στη Φρανκφούρτη από το 1973 μέχρι το 2006. O Sigusch χαρακτηρίζεται από το Der Spiegel ως «ένας από τους κύριους στοχαστές πίσω από την σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του 1960». Μετά την διαφυγή του από την Ανατολική Γερμανία, σπούδασε ιατρική, ψυχολογία και φιλοσοφία στη Φρανκφούρτη υπό τον Μαξ Χορκχάιμερ και τον Τέοντορ Αντόρνο.]
  17. [Η μεταφορά της έδρας της σχολής στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής μετέβαλε τον αρχικό στόχο των θεωρητικών της. Έτσι από την προσπάθεια για την καταστροφή του παραδοσιακού δυτικού πολιτισμού στο σύνολο του, εστιάστηκε στην καταστροφή αυτού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Αυτή η «μακρά πορεία μέσα από τα θεσμικά όργανα», όπως την διατύπωσε ο Αντόνιο Γκράμσι, είναι ό,τι έχει βιώσει η Αμερική και στη συνέχεια συνολικά η Δύση ειδικά από τη δεκαετία του 1960 και μετέπειτα.]
  18. [Paul Massing spartacus-educational.com]
  19. [Ο Μάσσινγκ συνελήφθη στη Γερμανία και εγκλείστηκε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, όχι μόνο ως Εβραίος, αλλά διότι αυτός και η σύζυγός του κατηγορήθηκαν ως πράκτορες της N.K.V.D. (Λαϊκή Επιτροπή Εσωτερικών Υποθέσεων) της Σοβιετικής Ενώσεως με στόχο να υποσκάψουν την άνοδο στην εξουσία των εθνικοσοσιαλιστών και του Αδόλφου Χίτλερ. Το ζεύγος Μάσινγκ επέζησε των στρατοπέδων και μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μετέβη στις ΗΠΑ όπου έκτοτε εγκαταστάθηκε και σύμφωνα με διάφορες πηγές εξακολούθησαν να εργάζονται για λογαριασμό της Σοβιετικής Ενώσεως.]
  20. [H Σχολή της Φρανκφούρτης: Μια συνωμοσία διαφθοράς]
  21. [Εφημερίδα «Το Βήμα» της Κυριακής, ένθετο περιοδικό «ΒΗΜAgazino», 23 Ιουνίου 2007. ]
  22. [Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 26 Ιουνίου 2007.]
  23. [Ο Gyorgy Schwartz γνωστός ως Τζορτζ Σόρος -όπως έχει αλλάξει το όνομα του για να μην αποκαλύπτεται εύκολα η καταγωγή του αλλά και διότι η αλλαγή ονόματος αποτελεί παραδοσιακή συνήθεια των χαζάρων Εβραίων- είναι Μογγολοεβραίος (χάζαρος) στην καταγωγή που γεννήθηκε στην Ουγγαρία.]
  24. [Joseph Califano Jr, «The Nation», 2 Σεπτεμβρίου 1999.]
  25. [Gershom Scholem, From Berlin to Jerusalem.]
  26. [Ilan Gurzeev, Faculty of Education, University of Haifa: Adorno and Horkheimer: Diasporic philosophy, Negative Theology and counter education.]
  27. [Η Νεοταξική αριστερά Γιάννης Χαρίτος, e-grammes.gr]
  28. [Η αριστερά αποχαιρετά τον μαρξισμό Παναγιώτης Δούμας, e-grammes.gr]
  29. [Michael Minnicino, «Fidelio Magazine», «Η Σχολή της Φρανκφούρτης και η πολιτική ορθότητα»]