Αναστάσιος Πολυζωίδης
Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης Έλληνας δικαστικός, που είχε διατελέσει μέλος του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικράτειας στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, πολιτικός, που είχε εκλεγεί πληρεξούσιος και είχε καταλάβει θέσεις υπουργού Παιδείας, νομάρχη, δημοσιογράφος και συγγραφέας, γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1802 στην κωμόπολη Μελένικο [1] της Βορειονατολικής Μακεδονίας, η οποία σήμερα ονομάζεται Μελνίκ και από το 1913 βρίσκεται υπό Βουλγαρική κατοχή, και πέθανε στις 7 Ιουλίου 1873 στην Αθήνα. Η κηδεία του έγινε με δημόσια δαπάνη, του αποδόθηκαν τιμές Υποστρατήγου και τάφηκε στο Α' νεκροταφείο Αθηνών.
Περιεχόμενα
Βιογραφία
Πατέρας του ήταν ο Χρήστος Πολυζωίδης, Σερραίος στην καταγωγή που είχε εγκατασταθεί από μικρός στο Μελένικο, μαζί με τον αδελφό του Λεόντιο. Η μητέρα του Αναστάσιου ήταν Μελενικιώτισσα, ενώ ο θείος του Λέοντιος, ο αδελφός του πατέρα του, υπήρξε μητροπολίτης Μελενίκου και μετέπειτα μητροπολίτης Καισαρείας. Ο Αναστάσιος έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο Μελένικο, με δάσκαλο τον Χριστόφορο Φιλητά και σε ηλικία 14 ετών στάλθηκε από τον πατέρα του στις Σέρρες, όπου υπό την προστασία και τη φροντίδα των εκεί συγγενών του, φοίτησε στην Σχολή των Σερρών, που εκείνη την εποχή είχε Σχολάρχη τον Μηνά Μηνωίδη, λόγιο από την Έδεσσα.
Ο Χρήστος Πολυζωίδης πέθανε όταν ο Αναστάσιος έφτανε στην ηλικία των δεκαέξι χρόνων και το 1817, με τη βοήθεια οικογενειακών φίλων, ο μικρός Αναστάσιος ταξίδεψς κι εγκαταστάθηκε στο Γκαίτινγκεν και αργότερα στη Βιέννη, προκειμένου να σπουδάσει Νομικά, Ιστορία και Κοινωνικές Επιστήμες. Στη συνέχεια το 1821, μετακινήθηκε κι εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο στη Γερμανία και εγγράφηκε στο εκεί πανεπιστήμιο για να συνεχίσει τις σπουδές του, αποκτώντας γνωριμίες με τους συμφοιτητές του Γ. Γεννάδιο, Κ. Ασώπιο, Θ. Φαρμακίδη, Φρ. Μαύρο, Γ. Ψύλλα και άλλους επιφανείς Έλληνες της εποχής του. Παρά την επιθυμία του, δεν κατάφερε να συναντηθεί µε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και να καταταγεί στον Ιερό Λόχο, διότι η καταστροφή είχε ήδη συντελεστεί.
Με την κήρυξη της Ελληνικής Εθνεγερσίας διέκοψε τις σπουδές του ώστε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Αρχικά και μετά από περιπέτειες έφτασε στην Τεργέστη απ' όπου μαζί με Ευρωπαίους Φιλέλληνες έφτασαν στην Ακαρνανία και στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1822 στο Μεσολόγγι. Εκεί έγινε μέλος του επιτελείου του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, με τον όποιο συνεργάστηκε, ασπάστηκε τις πολιτικές του αντιλήψεις και διορίστηκε Γραμματέας του Εκτελεστικού, δηλαδή του Υπουργικού Συμβουλίου.
Φέρεται να έλαβε μέρος στην Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, κάτι που δεν προκύπτει από τα Πρακτικά, όμως ήταν ο βασικός συντάκτης στην κατάρτιση του Προσωρινού Πολιτεύματος της 1ης Ιανουαρίου 1822, ενώ συνέταξε επίσης, μαζί με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τη «Διακήρυξη της Ελευθερίας της Ελλάδος», της 15ης Ιανουαρίου 1822, η οποία συμπεριλήφθηκε αυτούσια στο Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος, που ήταν και το πρώτο Σύνταγμα της νεοσύστατης πολιτείας. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, η Διακήρυξη υπήρξε το καλλίτερο από τα έγγραφα που εξέδωσε Ελληνική Συνέλευσις. Η Συνέλευση τής Δυτικής Ελλάδος, που συνήλθε στο Αιτωλικό, στη συνεδρία της 23ης Δεκεμβρίου 1824, τον ανακήρυξη Πολίτη της λόγω της εξαιρετικής προσφοράς του.
Κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου αντιπροσωπεία με τους Ιωάννη Ορλάνδο και Κωνσταντίνο Λουριώτη στην οποία συμμετείχε και ο Πολυζωίδης, πήγε το 1823 στο Λονδίνο και πέτυχε να συνάψει δάνειο για τους πολιορκούμενους, το πρώτο δάνειο του Εθνικού Αγώνα. Ο Πολυζωίδης επέστρεψε στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1824 μεταφέροντας την πρώτη δόση του δανείου. Το 1825, στη διάρκεια της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου, ταξίδεψε στη Μάλτα, προκειμένου να εξασφαλίσει μισθοφόρους για την επαρκή άμυνα της πόλεως και συμμετείχε στην τελευταία φάση της πολιορκίας καθώς και στην Έξοδο που ακολούθησε. Επιστολή του της 3ης Σεπτεμβρίου 1824 βρίσκεται στο αρχείο του Σπυρίδωνος Τρικούπη. Το 1827 η Συνέλευση, των Μακεδόνων και Θεσσαλών οι οποίοι βρίσκονταν στην επαναστατημένη Ελλάδα, που συνήλθε στις 5 Φεβρουάριου στο Ναύπλιο, τον εξέλεξε πληρεξούσιο της και στις 19 Μαΐου του ίδιου χρόνου πήρε μέρος στην Γ' Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνος, από την οποία ψηφίστηκε το νέο Πολιτικό Σύνταγμα τής Ελλάδος. Τον Οκτώβριο του 1827 αναχώρησε για το Παρίσι με σκοπό να ολοκληρώσει τις σπουδές του, έχοντας εξασφαλίσει οικονομική στήριξη από τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Επιστροφή στην Ελλάδα
Το 1830, μετά την εκ νέου επιστροφή του στην Ελλάδα, τάχθηκε εναντίον του Ιωάννη Καποδίστρια και στις 19 Δεκεμβρίου κυκλοφόρησε προκήρυξη με την οποία ανήγγειλε την έκδοση την 1η Ιανουαρίου 1831 της εφημερίδος «Απόλλων» [2]. Σύμφωνα με τη διήγηση του Άγγελου Βλάχου, σε έκδοση του 1876, «...Την πρωίαν ευθύς της ημέρας, καθ' ην έμελλε να δημοσιευθή ο «Απόλλων», ενώ ειργάζοντο ήδη τα πιεστήρια, ενεφανίσθησαν ένοπλοι εν τω τυπογραφείω και απηγόρευσαν την τύπωσιν εν ονόματι της κυβερνήσεως. Την επαύριον δε κατεσχέθησαν τα φύλλα και άπαν το υλικόν..» και ο Πολυζωίδης «..ενόμισε φρονιμώτερον να διεκφύγη του κράτους των εναντίων του..».
Η εφημερίδα κυκλοφόρησε τελικά στις 11 Μαρτίου 1831 στην Ύδρα, με υπότιτλο «Εφημερίς Αντιδεσποτική και Αντικαποδιστριακή» και εκδίδονταν δίχως διακοπή έως τις 27 Σεπτεμβρίου 1831, ημέρα της δολοφονίας του Ιωάννη Καποδίστρια στην είσοδο του Ναού Αγίου Σπυρίδωνος Ναυπλίου από τούς Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη, οπότε και διακόπηκε η έκδοσή της, πιθανώς διότι εκπληρώθηκε ο σκοπός της εκδόσεως της. Μετά τη δολοφονία του Εθνικού κυβερνήτη επέστρεψε και εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και το καλοκαίρι του 1832 πήρε μέρος στη Δ' Εθνική Συνέλευση. Την ίδια εποχή η Αντιβασιλεία τον διόρισε Πρόεδρο του Εγκληματικού Δικαστηρίου στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου.
Η δίκη του Κολοκοτρώνη
Το 1834 διορίστηκε από την Αντιβασιλεία Πρόεδρος του Πενταμελούς δικαστηρίου του Ναυπλίου που δίκαζε τους Κολοκοτρώνη, Δημήτριο Πλαπούτα-Κολιόπουλο και άλλους αγωνιστές. Η δίκη [3] έγινε στο παλιό τζαμί του Ναυπλίου, όπου άρχισε στις 16/30 Απριλίου και ολοκληρώθηκε στις 26 Μαΐου 1834. Στο εδώλιο εκτός από τον Κολοκοτρώνη, κάθισαν ο ανιψιός του Δημήτρης Πλαπούτας-Κολιόπουλος, ο Κίτσος Τζαβέλας και μερικοί ακόμα αγωνιστές. Οι Βαυαροί αντιβασιλείς τους κατηγορούσαν ως ένοχους εσχάτης προδοσίας, καθώς θεωρούσαν ότι ήθελαν να ανατρέψουν τον ανήλικο Όθωνα. Μέλη του ήταν ο Γεώργιος Τερτσέτης, ο Δημήτριος Σούτσος, ο Δημήτριος Βούλγαρης και ο Φωκάς Φραγκούλης. Ο αντιβασιλέας Τζορτζ Μάουερ για να πετύχει το σκοπό του χρησιμοποίησε τον υπουργό Δικαιοσύνης Κωνσταντίνο Σχινά και τον εισαγγελέα της έδρας, τον Άγγλο Εδουάρδο Μάσσoν.
Όταν η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε, ο Πολυζωίδης ως πρόεδρος κάλεσε το δικαστήριο σε διάσκεψη, την οποία ο Τζορτζ Μάουερ ήθελε να τελειώσει με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Πολυζωίδης είχε την πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι ήταν αθώοι και ανάλογη ήταν η τοποθέτηση του. Ο Σούτσος που ήταν γαμπρός του Κωνσταντίνου Σχινά, του Υπουργού της Δικαιοσύνης, ψήφισε υπέρ της καταδίκης των κατηγορουμένων σε θάνατο, ενώ ίδια ψήφο έδωσαν ο Βούλγαρης και ο Φραγκούλης. Η απόφαση για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση με αποκεφαλισμό στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών. Στο άκουσμά της ο πρώτος σταυροκοπήθηκε κι ο δεύτερος ξέσπασε σε λυγμούς. Ο Πολυζωίδης αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση-καταδίκη τους και στις πιέσεις να υπογράψει τη θανατική καταδίκη απάντησε, «Το σώμα μου δύνασθε να το κάμητε όπως θέλετε, αλλά τον στοχασμόν μου, την συνείδησίν μου, δεν θα δυνηθήτε να τα παραβιάσητε..». Μαζί του συντάχθηκε ο Γεώργιος Τερτσέτης που δήλωσε ότι δεν θα γίνει συνεργός στη δολοφονία δύο αθώων, όμως η ενέργεια τους προκάλεσε την οριστική τους παύση, τη φυλάκιση και την άγρια κακοποίηση τους από την Αντιβασιλεία [4]'.'
Η δίκη του
Μετά την άρνηση του να υπογράψει την καταδικαστική απόφαση διώχθηκε από το αξίωμά του, του επιβλήθηκε κατ’ οίκον περιορισμός για ένα τετράμηνο και στις 24 Σεπτεμβρίου 1834 παραπέμφθηκε σε δίκη, για απείθεια και άρνηση υπηρεσίας. Πρόεδρος του δικαστηρίου, που τον δίκασε και τον αθώωσε, ήταν ο ο Ιωάννης Σωμάκης και μέλη του οι Ζηνόβιος Βάλβης, Κανούσης, Λεονταρίδης και Αντώνιος Κριεζής. Το ακροατήριο ζητωκραύγασε την αθωωτική απόφαση κι έπειτα, με δάκρυα χαράς και πανηγυρικά επιφωνήματα, σήκωσε στους ώμους του τον Πολυζωίδη και το Γεώργιο Τερτσέτη και τους περιέφεραν στην πλατεία του Ναυπλίου.
Δικαστικά & Πολιτικά αξιώματα
Με την ενηλικίωση και την ανάληψη της Βασιλείας από τον Όθωνα αποκαταστάθηκε και διορίστηκε αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου [5] καθώς και σύμβουλος της Επικρατείας. Τον Απρίλιο του 1837 διορίστηκε υπουργός Εκκλησιαστικών και Παιδείας, θέση από την οποία συνέβαλε καθοριστικά στη θεμελίωση του Εθνικού Πανεπιστημίου, με τη σύνταξη των Διαταγμάτων «Περί συστάσεως του Πανεπιστημίου» και «Περί προσωρινού κανονισμού του Πανεπιστημίου». Αργότερα ανέλαβε και τη θέση του Υπουργού Εσωτερικών από την αγωνίστηκε για την ελευθερία του λόγου και συνέταξε το νόμο περί Τύπου της 23ης Νοεμβρίου του 1837, θεμελιώνοντας την ελληνική ελευθεροτυπία.
Χρημάτισε Βουλευτής, Γερουσιαστής, ενώ το 1862, μετά την άφιξη του Βασιλέως Γεωργίου του Α' διορίστηκε Νομάρχης Αττικοβοιωτίας. Το 1862 διορίστηκε νομάρχης Αττικοβοιωτίας. Ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε, σε ομιλία του στο Ναύπλιο, τον όρο «Ιερά Πόλις» για το Μεσολόγγι [6], που έκτοτε καθιερώθηκε. Μετά την αποχώρηση του από τα κοινά του δόθηκε μια μικρή σύνταξη και ιδιώτευσε ως το τέλος της ζωής του.
Μνήμη Πολυζωίδη
Ο Γεώργιος Τερτσέτης το 1874, σε πανηγυρικό λόγο του για την επέτειο της 25ης Μαρτίου, αφιέρωσε τις αναμνήσεις του στον Πολυζωίδη, που είχε πεθάνει στις 6 Ιουλίου 1873, όμως και ο Τερτσέτης αρρώστησε και πέθανε στα μέσα του Απριλίου εκείνης της χρονιάς και ο λόγος του διαβάσθηκε από άλλον στο Φιλολογικό Σύλλογο «Βύρων». Ο Τερτσέτης έγραφε για τον Πολυζωίδη ότι, «...Ήτον άνθρωπος γενναίας ψυχής, κάτοχος νομικής έπιστήμης, έπιμελητής τής άρχαίας τών Ελλήνων φωνής όθεν και όταν εις τήν νεοελληνικήν γλώσσαν εγραφεν, ήκούετο ή άρμονική φωνή τής μητρός του. Ήτον αγαθός, ευχαρις ομιλητής εις τήν συναναστροφήν του. Τό φιλελεύθερο κίνημα τοϋ Ίεροϋ Άγώνος τόν ηύρεν εις τό άνθος τής ηλικίας του..». Ο Δ. Μανασίδης στον πρόλογο του Α' Τόμου των «Νεοελληνικών», που εκδόθηκε το 1874, ανέφερε ότι «...ό Πολυζωίδης καθ’ όλον τόν βίον του υπήρξε ό σοβαρός πολιτικός, ό άκραιφνής πατριώτης και ό δόκιμος συγγραφεύς...».
Το 1911 με το Διάταγμα της 16/29 Δεκεμβρίου, διατάχθηκε η ανάρτηση της φωτογραφίας του στην αίθουσα των συνεδριάσεων του Αρείου Πάγου. Ο δήμος του Ναυπλίου τιμώντας τον τοποθέτησε την προτομή του, όπως και του Γεωργίου Τερτσέτη, μπροστά στο Δικαστικό μέγαρο της πόλεως. Προτομή του αποκαλύφθηκε το 1984, με δαπάνη του Δικηγορικού Συλλόγου Σερρών. Βρίσκεται δεξιά του δικαστικού κτιρίου της πόλεως, μέσα σε μικρό πάρκο. Στη βάση της υπάρχει το επίγραμμα, «ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ 1802-1873. ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ.» Είναι έργο του γλύπτη κι αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Εργογραφία
Τα χρόνια των σπουδών του δημοσίευσε μεταφράσεις και δοκίμια με φιλοσοφικό και ιστορικό περιεχόμενο στο περιοδικό «Λόγιος Ερμής». Έγραψε και δημοσίευσε διάφορα έργα, σημαντικότερα από τα οποία είναι τα,
- «Θεωρία γενική περί των διαφόρων διοικητικών συστημάτων και εξαιρέτως του κοινοβουλευτικού», το 1825,
- «Σύντομος πραγματεία περί των ειρηνοποιών και ορκωτών κριτών της Αγγλίας»,
- «Τα Γεωγραφικά, το 1859, δίτομη ελληνική γεωγραφία. Τα Γεωγραφικά κατά το ενεστώς και παρελθόν: Συγκριτικώς, ως επί το πολύ, και εν συναφεία μετά της Ιστορίας των Εθνών / Συνταχθέντα προς χρήσιν της μαθητευομένης Ελληνικής νεολαίας και παντός φιλομαθούς υπό Α. Πολυζωϊδου». Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου της «Αυγής». [Τόμος 1: «Περιέχων τας γενικάς αρχάς της γεωγραφίας τα Ασιατικά και Αφρικανικά», Τόμος 2: «Περιέχων Τα Ευρωπαϊκά, Αμερικανικά και Αυστραλιακά»].
- «Τα Ελληνικά, το 1870, 2 τόμοι, ήτοι ο βίος της Ελλάδος κατά πάσας τας σχέσεις και εκδηλώσεις αυτού εξεταζόμενος/Συγγραφέντα μεν το πρώτον υπό Α. Πολυζωϊδου, επιθεωρηθέντα δε και διορθωθέντα το δεύτερον υπό Ι. Πρωτοδίκου καθηγητού. Εν Αθήναις, Παρά τω εκδότη Σ. Κ. Βλαστώ, 1881.
- «Γενική Ιστορία (1880-1890, 3 τόμοι). Γενική ιστορία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ' ημάς, Αναστασίου Πολυζωίδου, επιθεωρηθείσα και συμπληρωθείσα υπό Γεωργίου Π. Κρέμου», Εν Αθήναις, Παρά τω εκδότη Σ. Κ. Βλαστώ (1888-1890)».
- «Τα Νεοελληνικά (1874-1875). Τα Νεοελληνικά: ήτοι τα κατά την Ελλάδα κυριώτερα συμβάντα και η κατάστασις της ελληνικής παιδείας από αλώσεως της Κορίνθου υπό των Ρωμαίων έως του εσχάτου υπέρ αυτονομίας εθνικού αγώνος 146 π.Χ.-1821μ.Χ.» / υπό Α. Πολυζωίδου. Εν Αθήναις εν τω Τυπογραφείω "Ιλισσός», 1874-1875.
Μετέφρασε στά Ελληνικά διάφορες μελέτες Ευρωπαίων Καθηγητών της εποχής του όπως,
- «Αρχάς τής Φιλοσοφικής Επιστήμης του Δικαίου» του Καρόλου Ερρίκου Γρος από τη Γερμανική γλώσσα
- «Πολιτική Οικονομία», του Ιωσήφ Δροζ από τη Γαλλική και άλλα.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Διαβάστε τα λήμματα
- Γεώργιος Τερτσέτης
- Κωνσταντίνος Σχινάς
- Ζηνόβιος Βάλβης
- Δημήτριος Βούλγαρης
- Αντώνιος Κριεζής
- Δημήτριος Σούτσος
Παραπομπές
- ↑ [Το Μελένικο αναφέρεται στην ιστορία ήδη από το 12ο αιώνα και τα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Βρίσκεται κτισμένο στις πλαγιές του όρους Όρβηλος και σε μέρος της κοιλάδας που διασχίζει ο Μελενικιώτικος, παραπόταμος του Στρυμόνα, σε απόσταση 70 χιλιομέτρων βορειοδυτικά των Σερρών και 140 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Φιλιππουπόλεως. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ήταν έδρα Μητροπόλεως με αρκετές βυζαντινές εκκλησίες. Άκμασε στο 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι το 1913 κι είχε σχολεία πρώτης και δεύτερης βαθμίδας, εφάμιλλα με αυτά των Σερρών, της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και της Κοζάνης, τα οποία στεγάζονταν σε νεοκλασικά κτίρια και διέθεταν άξιους δασκάλους. Στην πόλη λειτουργούσαν μουσική μπάντα, μορφωτικοί, κοινωνικοί σύλλογοι και η τοπική οικονομία στηρίζονταν στη μικρή βιομηχανία, τις βιοτεχνίες και το εμπόριο, κυρίως του κρασιού. Το 1913, στη δεύτερη φάση των Βαλκανικών Πολέμων, ελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό, όμως με τη συνθήκη Ειρήνης περιήλθε στη Βουλγαρία, αν κι αυτή είχε ηττηθεί, ενώ οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, οι περισσότεροι στο Σιδηρόκαστρο Σερρών και στην ευρύτερη περιοχή του και η έδρα της μητροπόλεως μεταφέρθηκε στο Σιδηρόκαστρο.]
- ↑ Υποθέσεις Παντελής Μπουκάλας, Εφημερίδα «Η Καθημερινή», 17 Φεβρουαρίου 2013.
- ↑ Η δίκη του Κολοκοτρώνη
- ↑ Η δίκη των Δικαστών Ολόκληρη η ταινία
- ↑ Ο Άρειος Πάγος-Ιστορικά στοιχεία
- ↑ [Ο Πολυζωίδης στις 4 Αυγούστου 1825 στο Ναύπλιο χαρακτήρισε το Μεσολόγγι «Πόλιν Ιεράν», γράφοντας: «...Μεσολόγγι! Πόλιν Ιεράν σε ονομάζω, διότι ηξιώθης να έχεις Ιερά κειμήλια εναποτεθειμένα εις τους κόλπους σου τους μεγαλύτερους άνδρας, όσοι εις την Ιστορίαν της Νεωτέρας Ελλάδος διέπρεψαν», και στις 22 Απριλίου 1937 ο Βασιλεύς Γεώργιος Β΄ ονόμασε, με Βασιλικό Διάταγμα, το Μεσολόγγι «Ιερή Πόλη» (Νόμος 645/1937).]