Κωνσταντίνος Σχινάς

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Κωνσταντίνος Σχινάς Έλληνας νομομαθής, που έγινε γνωστός από τη συμμετοχή του στη σύνθεση του Δικαστηρίου που δίκασε το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, πολιτικός που διατέλεσε βουλευτής και υπουργός, Πανεπιστημιακός καθηγητής που υπήρξε ο πρώτος πρύτανης και πρώτος καθηγητής σε έδρα της Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του πρώτου Ελληνικού Πανεπιστημίου στην Αθήνα, λόγιος και συγγραφέας, γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου 1801 στη συνοικία Φανάρι της Κωνσταντινουπόλεως και πέθανε στις 10 Ιουλίου 1857 στη Βιέννη της Αυστρίας.

Στις 27 Σεπτεμβρίου/9 Οκτωβρίου 1834 παντρεύτηκε στην Ανκόνα της Ιταλίας, σύμφωνα με το ορθόδοξο τυπικό στο σπίτι του Έλληνα πρόξενου Δημήτρη Δουρούπη, με την Elisabeth [Μπεττίνα] Savigny, κόρη του Γερμανού νομομαθούς και συνιδρυτή της «Ιστορικής Σχολής» Νομικών Σπουδών Friedrich Carl von Savigny [Φρίντριχ Καρλ φον Σαβινί], η οποία απεβίωσε στις στις 12/24 Αυγούστου 1835 στην Αθήνα. Τότε ο Σχινάς έγραψε γονείς της στο Βερολίνο, «...στις 24 Αυγούστου τα χαράματα μέλλονταν στον άγγελό μου, στη μοναχοκόρη σας, να κλείσει τα μάτια της. Η ωραία γυναίκα μου έγινε νύφη του Κυρίου...». Παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο μια κόρη της οικογένειας Σπανοπούλου και μετά τον θάνατο της παντρεύτηκε το 1847, σε τρίτο γάμο με την Αριστέα, κόρη τού Μεγάλου Λογοθέτη C. Balsche με την οποία απέκτησε δύο τέκνα τον Δημήτριο και την Ελένη, μετέπειτα σύζυγο Περικλή Π. Αργυρόπουλου.

Κωνσταντίνος Σχινάς
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 9 Μαρτίου 1801
Τόπος: Φανάρι Κωνσταντινούπολη, (Τουρκία)
Θάνατος: 10 Ιουλίου 1857
Τόπος: Βιέννη (Αυστρία)
Υπηκοότητα: Τουρκική, Ελληνική
Ασχολία: Νομομαθής, Πολιτικός,
Πανεπιστημιακός καθηγητής.

Βιογραφία

Ο Κωνσταντίνος Σχινάς κατάγονταν από αρχοντική οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο Δημήτριος Σχινάς, που υπηρέτησε ως πρώτος Γραμματέας της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ως Γραμματέας των ηγεμόνων Κωνσταντίνου και Αλεξάνδρου Μουρούζη της Μολδαβίας, ως καπουκεχαγιάς Μολδαβίας και Βλαχίας και τέλος, επί Ιωάννου Καρατζά, διετέλεσε διερμηνέας του Αυτοκρατορικού Στόλου και πρώτος καπουκεχαγιάς της Βλαχίας. Μητέρα του ήταν η Μαρία, κόρη του Λογοθέτου Γαβριήλ Φεταλά και ανιψιά του Μητροπολίτου Νικομήδειας Μελετίου του Καντακουζηνού. Ο Κωνσταντίνος βαπτίστηκε από τον πρώτο εξάδελφο της μητέρας του, τον Πατριάρχη Καλλίνικο Φεταλά και ανάδοχος του ήταν ο Δημήτριος Μουρούζης. Παρακολούθησε στο σπίτι τα μαθήματα της εγκύκλιας εκπαιδεύσεως στην Κωνσταντινούπολη με δασκάλους τον Πλάτωνα Φραγκιαδάκη, θιασώτη του διαφωτισμού και μετέπειτα Μητροπολίτη Χίου.

Φοίτησε στην Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη, αφού το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου τον δέχθηκε το 1823 στις τάξεις των φοιτητών του και ως τεκμήριο ολοκληρώσεως της εγκύκλιας παιδείας του, υπέβαλλε ακαδημαϊκό τίτλο της Μεγάλης Σχολής του Γένους. Επιπλέον διδάχθηκε από τον πατέρα του και έναν Τούρκο δάσκαλο, ονόματι Λαμή, τις ασιανές γλώσσες, δηλαδή την αραβική, την περσική και την τουρκική. Το 1821, με την έκρηξη της Ελληνικής εθνεγερσίας, η οικογένεια του κατέφυγε στην Οδησσό και ο ίδιος πήγε στο Βερολίνο και στη συνέχεια στο Παρίσι για Νομικές σπουδές. Στη Γαλλία είχε καθηγητές τον Clenton και τον Savigny, μετέπειτα πεθερό του, καθώς παντρεύτηκε την κόρη του Elisabeth [Μπεττίνα].

Σπουδές

Στο διάστημα των σπουδών του ο Σχινάς γνωρίστηκε κι έγινε φίλος με σημαντικούς Ευρωπαίους, μεταξύ τους και ο Γκαίτε, όπως προκύπτει από μια επιστολής της ποιήτριας Μπεττίνας φόν Άρνιμ προς τον Γκαίτε. Η συστατική επιστολή προς τον Γκαίτε αφορούσε τη μετάβαση του Σχινά από το Βερολίνο στη Βαϊμάρη τον Οκτώβριο του 1825 και αναφέρει ότι, «...ο κομιστής είναι, αριστοκράτης από γέννηση και από φρόνημα. Κατάγεται από μία των πρώτων οικογενειών της Ελλάδας. Το όνομά του είναι Σχινάς Μαυροκορδάτος και ο Υψηλάντης είναι γαμβρός του. Νέος ακόμα, αποδείχθηκε καλός κολυμβητής στα ταραγμένα κύματα της ζωής του. Με ψυχική γαλήνη είδε να ναυαγήσουν τα πλούτη και τα αξιώματα του. Με ψυχικό μεγαλείο αντιμετώπισε την πιο μεγάλη απώλεια πατέρα και φίλων και με αξιοπρέπεια επέρασε από τις μεγαλύτερες στενοχώριες. ... Την γερμανική γλώσσα έμαθε με μια σπάνια εξυπνάδα σε πολύ λίγο καιρό. ... Η επιστημονική του μόρφωση είναι πολύ γερή, ώστε προκαλεί σε κάθε συζήτηση αληθινό θαυμασμό. Καλός και ευγενής με όλους, απέχτησε τη συμπάθεια και την αγάπη όλων. .... Θα επιθυμούσα να πάρη ο ξενιτεμένος αυτός νέος μαζύ του, αν ποτέ γυρίση στην πατρίδα του, την πιο υψηλή ιδέα για σένα. Το βλέμμα σου πού είναι ο καθρέφτης της θείας φωτιάς, ας τον ευλόγηση....».

Εγκατάσταση στην Ελλάδα

Ο Σχινάς εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1828, μετά το τέλος των σπουδών του και διορίσθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια πρώτος Πάρεδρος της Γραμματείας των Εσωτερικών, ενώ το 1833 διορίστηκε μέλος στην επιτροπή εξακρίβωσης της οικονομικής καταστάσεως της Ελλαδικής Εκκλησίας και των μοναστηριών καθώς και πρόεδρος της επιτροπής για την οργάνωση των σχολείων. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου ορίστηκε υπουργός Δικαιοσύνης στην Κυβέρνηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου που διόρισε η Αντιβασιλεία, ως έμπιστος του Ludwig von Maurer, μέλους της Αντιβασιλείας και ταυτόχρονα επίτροπος επικρατείας στην Ιερά Σύνοδο της Ελλαδικής εκκλησίας.

Η δίκη του Κολοκοτρώνη

Με την ιδιότητα του υπουργού Δικαιοσύνης ο Σχινάς διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη δίκη των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Δημητρίου Παλπούτα-Κολιόπουλου και άλλων. Το 1834 ο Αναστάσιος Πολυζωίδης διορίστηκε από την Αντιβασιλεία Πρόεδρος του Πενταμελούς δικαστηρίου του Ναυπλίου που δίκαζε τους Κολοκοτρώνη, Δημήτριο Πλαπούτα-Κολιόπουλο και άλλους αγωνιστές. Η δίκη [1] έγινε στο παλιό τζαμί του Ναυπλίου, όπου άρχισε στις 16/30 Απριλίου και ολοκληρώθηκε στις 26 Μαΐου 1834. Στο εδώλιο εκτός από τον Κολοκοτρώνη, κάθισαν ο ανιψιός του Δημήτρης Πλαπούτας-Κολιόπουλος, ο Κίτσος Τζαβέλας και μερικοί ακόμα αγωνιστές. Οι Βαυαροί αντιβασιλείς τους κατηγορούσαν ως ένοχους εσχάτης προδοσίας, καθώς θεωρούσαν ότι ήθελαν να ανατρέψουν τον ανήλικο Όθωνα. Μέλη του δικαστηρίου ήταν ο Γεώργιος Τερτσέτης, ο Δημήτριος Σούτσος, ο Δημήτριος Βούλγαρης και ο Φωκάς Φραγκούλης. Ο αντιβασιλέας Τζορτζ Μάουερ για να πετύχει το σκοπό του χρησιμοποίησε τον υπουργό Δικαιοσύνης Σχινά και τον εισαγγελέα της έδρας, τον Άγγλο Εδουάρδο Μάσσoν. Τη δίκη παρακολούθησε, με εντολή της Αντιβασιλείας και του Υπουργού Σχινά, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, που μετέφρασε στα γαλλικά τα πρακτικά της.

Όταν η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε, ο Πολυζωίδης ως πρόεδρος κάλεσε το δικαστήριο σε διάσκεψη, την οποία ο Τζορτζ Μάουερ ήθελε να τελειώσει με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Πολυζωίδης είχε την πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι ήταν αθώοι και ανάλογη ήταν η τοποθέτηση του. Ο Σούτσος που ήταν γαμπρός του Σχινά, ψήφισε υπέρ της καταδίκης των κατηγορουμένων σε θάνατο, ενώ ίδια ψήφο έδωσαν ο Βούλγαρης και ο Φραγκούλης. Η απόφαση για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση με αποκεφαλισμό στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών. Στο άκουσμά της ο πρώτος σταυροκοπήθηκε κι ο δεύτερος ξέσπασε σε λυγμούς. Ο Πολυζωίδης αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση-καταδίκη τους και στις πιέσεις να υπογράψει τη θανατική καταδίκη απάντησε, «Το σώμα μου δύνασθε να το κάμητε όπως θέλετε, αλλά τον στοχασμόν μου, την συνείδησίν μου, δεν θα δυνηθήτε να τα παραβιάσητε..». Μαζί του συντάχθηκε ο Γεώργιος Τερτσέτης που δήλωσε ότι δεν θα γίνει συνεργός στη δολοφονία δύο αθώων, όμως η ενέργεια τους προκάλεσε την οριστική τους παύση, τη φυλάκιση και την άγρια κακοποίηση τους από την Αντιβασιλεία [2]. Ο Σχινάς εκβίασε και απείλησε τους δικαστές Αναστάσιο Πολυζωίδη και Γεώργιο Τερτσέτη, προκειμένου να υπογράψουν την καταδίκη των κατηγορουμένων, δεν κατάφερε να τους πείσει.

Δίκη Πολυζωίδη-Τερτσέτη

Μετά την άρνηση των δικαστών Αναστάσιου Πολυζωίδη και Γεωργίου Τερτσέτη, να υπογράψουν την καταδικαστική απόφαση, τους απομάκρυνε από το αξίωμα τους, τους επέβαλε κατ’ οίκον περιορισμό για ένα τετράμηνο και στις 24 Σεπτεμβρίου 1834 τους παρέπεμψε σε δίκη, για απείθεια και άρνηση υπηρεσίας. Πρόεδρος του δικαστηρίου, που τους δίκασε ήταν ο Ιωάννης Σωμάκης και μέλη του οι Ζηνόβιος Βάλβης, Κανούσης, Λεονταρίδης και Αντώνιος Κριεζής. Το δικαστήριο απάλλαξε τους κατηγορούμενους δικαστές, το ακροατήριο ζητωκραύγασε την αθωωτική απόφαση κι έπειτα, με δάκρυα χαράς και πανηγυρικά επιφωνήματα, σήκωσε στους ώμους του τον Αναστάσιο Πολυζωίδη και το Γεώργιο Τερτσέτη, τους οποίους περιέφεραν στην πλατεία του Ναυπλίου.

Πολιτική/Πανεπιστημιακή/Κοινωνική δράση

Το 1833 συμμετείχε στην επιτροπή που συγκρότησε η Αντιβασιλεία για την οργάνωση της Δημόσιας Εκπαιδεύσεως στην Ελλάδα. Την επιτροπή αποτελούσαν οι Σχινάς, Αναστάσιος Πολυζωίδης, Αλέξανδρος Σούτσος και άλλοι. Δημοσίευσαν τον Οργανικό Νόμο περί Εκπαιδεύσεως, ο οποίος πρόβλεπε, τη σύσταση σχολείων Στοιχειώδους εκπαιδεύσεως, Μέσης, Πανεπιστημίου και Ακαδημίας, την προικοδότηση τους, την επιμόρφωση δασκάλων και καθηγητών για την επάνδρωση τους, την ανέγερση διδακτηρίων, την χορήγηση υποτροφιών και την ίδρυση Τεχνικών Σχολών. Τον ίδιο χρόνο μαζί με τον Πολυζωΐδη μετέφρασαν στα ελληνικά τον Ποινικό Νόμο του Maurer που είχε στηριχθεί κυρίως στον Βαυαρικό Ποινικό Κώδικα του 1813 και στις μεταγενέστερες μεταρρυθμιστικές εργασίες, των ετών 1822, 1827 και 1831. Ο ελληνικός Ποινικός Νόμος περιέλαβε 708 άρθρα σε τρία βιβλία και στις 10 Ιανουαρίου 1834 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ως Υπουργός Εκκλησιαστικών και Παιδείας φρόντισε για τη διαίρεση των Επισκοπών, τη δημιουργία οργανισμού του Ορφανοτροφείου Αιγίνης, τη δημιουργία Γυμνασίου στο Ναύπλιο, την ανέγερση του Ναού του Σωτήρος στην Αθήνα, τη σύσταση Γερμανικής Σχολής στο Ναύπλιο, ενώ κατάργησε περισσότερες από 412 γυναικείες μονές. Η δράση του στα ζητήματα της Ορθόδοξης εκκλησίας και η στάση του στη δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, δημιούργησε κύμα δυσαρέσκειας σε βάρος του.

Ο Σχινάς και η γυναίκα του εγκαταστάθηκαν πρώτα στο Ναύπλιο. Όταν επήλθε ανοιχτή ρήξη στους κόλπους της Αντιβασιλείας και ο Maurer ανακλήθηκε, ο Σχινάς απολύθηκε από την κυβέρνηση και κατέβαλε προσπάθειες να επαναδιοριστεί. Στα τέλη Μαρτίου 1835, μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας του Ελληνικού κράτους στην Αθήνα, το ζεύγος Σχινά μετακόμισε εκεί και προσπάθησε να οργανώσει τη ζωή και το σπίτι του στην Αθήνα. Παύθηκε από τη θέση του Υπουργού και αναχώρησε για την Ευρώπη από όπου επέστρεψε το 1836 στην Αθήνα. Ένα χρόνο μετά την επάνοδό του στην Ελλάδα διορίστηκε, με Βασιλικό Διάταγμα, Πρύτανις του νεοσυσταθέντος Πανεπιστημίου Αθηνών και καθηγητής της αρχαίας ιστορίας. Το Πανεπιστήμιο στεγάστηκε στο ανεπαρκές σε χώρους σπίτι του Σταμάτη Κλεάνθη και το δεύτερο χρόνο λειτουργίας του, δηλαδή το ακαδημαϊκό έτος 1838–39, συγκροτήθηκε επιτροπή από τους Σχινά, Γεώργιο Κουντουριώτη, Αλέξανδρο Ζαΐμη, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Γεώργιο Γεννάδιο και Νεόφυτο Βάμβα. Η επιτροπή αυτή, με το Βασιλικό Διάταγμα της 23ης Φεβρουαρίου 1839, έλαβε την επωνυμία «Η επί των συνδρομών προς ανέγερσιν του ελληνικού Πανεπιστημίου επιτροπή». Ο Σχινάς βοήθησε σημαντικά το έργο της ερανικής επιτροπής για την ανέγερση του Πανεπιστημίου, χάρη στις σημαντικές γνωριμίες του με σημαίνοντες Έλληνες του εξωτερικού, αλλά και Ευρωπαίους φίλους του. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο επτά χρόνια. Το 1837 ήταν πρύτανις, από το 1838 έως το 1841 αντιπρύτανις, το 1841 ορίστηκε επίτιμος καθηγητής, το 1844 τακτικός καθηγητής, την περίοδο 1846–47 ήταν βουλευτής του Πανεπιστημίου και το 1851 επίτιμος καθηγητής.

Το 1837 ήταν ιδρυτικό μέλος-εταίρος της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, και από το 1837 ως το 1843, σύμβουλος, μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου. Τον Σεπτέμβριο του 1843 ανέλαβε εκ νέου το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως καθώς και το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Στο διάστημα της δεύτερης αυτής θητείας του, από τις 3 Σεπτεμβρίου 1843 έως τις 30 Μαρτίου 1844, εξέδωσε τα διατάγματα, «Περί προσδιορισμού των ορίων της επισκοπής Κυναίθης» και «Περί προσωρινού διευθυντού της Ριζαρείου Σχολής». Το 1849 διορίστηκε από τον Όθωνα πρεσβευτής στη Βαυαρία. Τους πρώτους μήνες της θητείας του φρόντισε να απονεμηθεί το διδακτορικό δίπλωμα στον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ο Παπαρρηγόπουλος είχε υπογράψει στις 10 Δεκεμβρίου 1849, υπόμνημα στα λατινικά, όπου παρουσίαζε τα προσόντα του ζητώντας από την Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου να του απονείμει τον διδακτορικό τίτλο. Το αίτημα του διαβιβάστηκε από τον Κ. Δ. Σχινά στις 7/19 Ιανουαρίου 1850 στο Πανεπιστήμιο, το οποίο τρεις μέρες αργότερα του απένειμε τον ανώτατο ακαδημαϊκό βαθμό «in absentia». Ο Σχινάς λίγο αργότερα συνέβαλλε καθοριστικά στον διορισμό του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου στην έδρα της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ το 1854 μετακινήθηκε στην πρεσβεία της Ελλάδος στη Βιέννη όπου και πέθανε.

Μνήμη Σχινά

Το ταφικό μνημείο της Bettina von Savigny-Σχινά, πρώτης συζύγου του Κωνσταντίνου Σχινά, που γεννήθηκε το 1805 και πέθανε το 1835 στην Αθήνα, ένα μόλις χρόνο μετά το γάμο τους, σχεδιάστηκε αρχικά από τον Σταμάτη Κλεάνθη, εκτελέστηκε όμως με παραλλαγές και βρίσκεται στο Προτεσταντικό τμήμα του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών [3].

Εργογραφία

Ο Σχινάς έγραψε διάφορα έργα μεταξύ των οποίων:

  • «Ιστορία του Βασιλείου της Βαυαρίας και του εν αύτη άρχοντος οίκου έρανισθεΐσα κατ' έπιτομήν εκ της του Μιλβιλέρου 'Ιστορίας ή έπιτέτακται έν παραρτήματι καί περιληπτικωτάτη γενεαλογική πραγματεία περί του Όλδεμβουργικοΰ οίκου», το 1841,
  • «Ιστορία των αρχαίων εθνών», το 1845. Το δεύτερο και τρίτο μέρη του έργου παρέμειναν ανέκδοτα και βρέθηκαν στα κατάλοιπα μετά το θάνατο του.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Διαβάστε τα λήμματα

Παραπομπές