Γεώργιος Τερτσέτης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Γεώργιος-Μάρκος Τερτσέτης Έλληνας αγωνιστής της επαναστάσεως του 1821, νομικός, ιστορικός, πολιτικός, συγγραφέας, ποιητής, φιλόσοφος και απομνημονευματογράφος, καθολικός στο θρήσκευμα, γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1800 στην Ζάκυνθο και πέθανε στις 15 Απριλίου 1874 στην Αθήνα.

Το 1866, στη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Ευρώπη, παντρεύτηκε στο Παρίσι με τη Γαλλίδα, επίσης Καθολική στο θρήσκευμα, λογογράφο Αδελαϊδα Τζαίρμεν [Adelαide Germain], καθηγήτρια Γαλλικών των παιδιών της οικογένειας Σούτσου, με την οποία απέκτησε τον Σπυρίδωνα, που σταδιοδρόμησε ως διπλωμάτης στη Γαλλία.

Γεώργιος Τερτσέτης
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 4 Νοεμβρίου 1800
Τόπος: Ζάκυνθος, Ιόνια νησιά (Ελλάδα)
Θάνατος: 15 Απριλίου 1874
Τόπος: Αθήνα (Ελλάδα)
Σύζυγος: Αδελαΐδα Τζαίρμεν
Τέκνο: Σπυρίδων Τερτσέτης
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Νομικός, ιστορικός
Πολιτικός, συγγραφέας

Βιογραφία

Η οικογένειά Τερτσέτη εγκαταστάθηκε στην Ζάκυνθο τον 15ο αιώνα. Πατέρας του Γεώργιου ήταν ο Ρωμαιοκαθολικός γιατρός Ναθαναήλ Τερτσέτης, που άνηκε σε οικογένεια η οποία καταγόταν από την πόλη La Ciotat, κοντά στη Μασσαλία της γαλλικής Προβηγκίας. Ο πρόγονος του Ιάκωβος Tertset, έμπορος, εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο με το γιο του Ιωάννη το 1615 και τρεις από τους απογόνους του ο Αντώνιος, ο Νικόλαος και ο Αναστάσιος, υπηρετήσαν ως ιερείς, την καθολική κοινότητα Ζακύνθου.

Η μητέρα του Γεωργίου Τερτσέτη, ο οποίος είχε έναν μικρότερο αδελφό, το Νικόλαο, ήταν η Χριστιανή ορθόδοξη Κατερίνα Στρούντζα. Οι γονείς του διαφωνούσαν για το θρήσκευμα και τον τρόπο βαπτίσεως που θα επέλεγαν για το γιο τους κι αρχικά ο πατέρας του τον βάφτισε καθολικό, όμως η μητέρα τον βάπτισε με τη σειρά της σε Ορθόδοξη εκκλησία. Όταν το έμαθε ο πατέρας του, τον βάφτισε εκ νέου με το Καθολικό τυπικό. Βαπτίσθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1800 στην καθολική εκκλησία του Αγίου Μάρκου από τον ιερέα Νικόλαο Renaud, με ανάδοχο του τον Νικόλαο Κοργιανίτη. Μεγαλώνοντας ο Τερτσέτης επέλεξε το τυπικό της Ανατολικής Ορθόδοξης εκκλησίας και το ορθόδοξο βάπτισμα. Η οικογένειά του είχε σημαντικό όνομα στη Ζάκυνθο, όμως δεν ανήκε στις αρχοντικές οικογένειες και τον λογάριαζαν για ποπολάρο.

Σπουδές

Ο Γεώργιος διδάχθηκε τα ελληνικά και ιταλικά γράμματα μαζί με τον νεότερο αδελφό του Νικόλαο, στο ιδιωτικό Σχολείο του Σπύρου Μερκάτη και συνέχισε τις σπουδές του συνέχισε στη Δημόσια Σχολή Ζακύνθου. Πρώτος δάσκαλός του ήταν ο καθολικός ιερέας Lorenzo di Remo, κοντά στον οποίο παρακολούθησε μαθήματα και στο ίδιο σχολείο ήταν συμμαθητής με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, τον Πάνο και τον Γενναίο, ενώ δάσκαλός του ήταν και ο ένθερμος φιλέλληνας, ο επίσης καθολικός ιερωμένος, Ιωάννης Βαπτιστής Moratelli. Ο Τερτσέτης τον Οκτώβριο του 1816 ταξίδεψε κι εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, όπου σπούδασε Νομικά στο πανεπιστήμιο της Μπολώνια και της Πάντοβα καθώς και Λατινική-Ιταλική φιλολογία. Στη διάρκεια των σπουδών του εντάχθηκε στο κίνημα του καρμποναρισμού [1], ενώ το 1820, μετά το τέλος των σπουδών του, επέστρεψε στη Ζάκυνθο.

Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και με το ξεκίνημα της Ελληνικής εθνεγερσίας βρέθηκε στην Πελοπόννησο, όμως αρρώστησε, λόγω της ασθενικής του κράσεως, και μεταφέρθηκε στο νησί Κάλαμος και αμέσως μετά στη Ζάκυνθο, όπου γνωρίστηκε με το Μάρκο Μπότσαρη και συνδέθηκε με αδελφική φιλία με τον Διονύσιο Σολωμό. Ο Τερτσέτης διέσωσε το «Διάλογο» για τη γλώσσα του Έλληνα εθνικού ποιητή, καθώς το μόνο αντίγραφο που σώθηκε βρέθηκε στα χέρια του. Επέστρεψε στον αγώνα μετά την αποκατάσταση της υγείας του και πολέμησε στη Δυτική Ρούμελη, την εποχή που ο Ιωάννης Καποδίστριας ελευθέρωσε τη περιοχή.

Το 1832 δίδαξε Γαλλικά, Γενική και Ελληνική Ιστορία στο προκαταρκτικό σχολείο και στη συνέχεια διορίστηκε καθηγητής της στρατιωτικής ιστορίας στο Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο του Ναυπλίου. Στην περίοδο της Αντιβασιλείας σχετίστηκε με τον Μαιζόν αλλά και με τον πρόεδρό της, τον κόμη Άρμανσπεργκ, καθώς δίδασκε Ελληνικά στις κόρες του. Το 1833 έγραψε το ποίημα

  • «Το φίλημα. Δοκίμιον εθνικής ποιήσεως», αφιερωμένο στον Όθωνα, σε γλώσσα εμπνευσμένη από το δημοτικό τραγούδι.

Δίκη Θεόδωρου Κολοκοτρώνη

Το 1834 διορίστηκε από την Αντιβασιλεία μέλος του πενταμελούς δικαστηρίου του Ναυπλίου που δίκαζε τους Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα και άλλους αγωνιστές. Η δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη έγινε στο παλιό τζαμί του Ναυπλίου, όπου άρχισε στις 16/30 Απριλίου και τελείωσε στις 26 Μαΐου 1834 [2]. Στο εδώλιο εκτός από τον Κολοκοτρώνη, κάθισαν ο ανιψιός του Δημήτρης Πλαπούτας-Κολιόπουλος, ο Κίτσος Τζαβέλας και μερικοί ακόμα αγωνιστές. Οι Βαυαροί αντιβασιλείς τους κατηγορούσαν ως ένοχους εσχάτης προδοσίας, ότι ήθελαν να ανατρέψουν τον ανήλικο Όθωνα. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης καταγόμενος από το Μελένικο Σερρών, και μέλη του ήταν ο Γεώργιος Τερτσέτης, ο Δημήτριος Σούτσος, ο Δημήτριος Βούλγαρης και ο Φωκάς Φραγκούλης. Ο αντιβασιλέας Τζορτζ Μάουερ για να πετύχει το σκοπό του χρησιμοποίησε τον υπουργό Δικαιοσύνης Κωνσταντίνο Σχινά και τον εισαγγελέα της έδρας, τον Άγγλο Εδουάρδο Μάσσoν.

Όταν η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε, ο Πολυζωίδης ως πρόεδρος κάλεσε το δικαστήριο σε διάσκεψη, την οποία ο Τζορτζ Μάουερ ήθελε να τελειώσει με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Πολυζωίδης είχε την πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι ήταν αθώοι και ανάλογη ήταν η τοποθέτηση του. Ο Σούτσος που ήταν γαμπρός του Κωνσταντίνου Σχινά, του Υπουργού της Δικαιοσύνης, ψήφισε υπέρ της καταδίκης τους σε θάνατο, ενώ ίδια ψήφο έδωσαν ο Βούλγαρης και ο Φραγκούλης. Η απόφαση για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση με αποκεφαλισμό στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών. Στο άκουσμά της ο πρώτος σταυροκοπήθηκε κι ο δεύτερος ξέσπασε σε λυγμούς. Ο Τερτσέτης δήλωσε ότι δεν θα γίνει συνεργός στη δολοφονία δύο αθώων και μαζί με τον πρόεδρο του δικαστηρίου Αναστάσιο Πολυζωίδη, αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση καταδίκη τους, όμως η κίνησή τους αυτή προκάλεσε την οριστική τους παύση, τη φυλάκιση και την άγρια κακοποίηση τους από την Αντιβασιλεία.

Η δίκη του [3]

Μετά την άρνηση του να υπογράψει την καταδικαστική απόφαση ο Τερτσέτης εκδιώχθηκε από το αξίωμά του, προφυλακίστηκε για ένα τετράμηνο και παραπέμφθηκε σε δίκη, για απείθεια και άρνηση υπηρεσίας. Πρόεδρος του δικαστηρίου, που τον δίκασε και τον αθώωσε, ήταν ο ο Ιωάννης Σωμάκης και μέλη του οι Ζηνόβιος Βάλβης, Κανούσης, Λεονταρίδης και Αντώνιος Κριεζής. Στην απολογία του, που άρχισε στις 24 Σεπτεμβρίου 1834, είπε απευθυνόμενος στον απόντα Βασιλικό Επίτροπο Εδουάρδο Μάσσον, «...Ποιος είσαι εσύ ώ επίτροπε που ήρθες στη χώρα μας να μας δικάσεις; Είσαι αλλόεθνος. Και για να είσαι αλλόεθνος δεν μπορεί να είσαι δίκαιος. Δεν μπορείς να δικάσεις Έλληνες....Ξέρεις να λες Ελλάδα στα ελληνικά, μα τίποτε δε νοιώθεις απ’ ό,τι σπουδαίο, μεγάλο και αιώνιο κρύβει τούτη η λέξη στα σπλάγχνα της......Κατάλαβες τη θέση του εισαγγελέα σε ελληνικό δικαστήριο αλλά δεν έχεις θέση στην ελληνική δικαιοσύνη Επίτροπε. Είσαι εκτός φύσει και θέσει. Θέλεις να δικάσεις Έλληνες με τον πατριωτισμό του Εγγλέζου.....Ο εθνικισμός μας, ώ επίτροπε, είναι θεμελιωμένος στα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων που θυσιάστηκαν εις τον αγώνα. Θα ήταν κατάρα Θεού αν εμείς την ημέρα εκείνη της δίκης το ξεχνούσαμε αυτό...Και δεν ήταν θέλημα Θεού ημείς, εις την 26 Μαΐου, να φθάσομεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του εθνισμού από τα σπλάχνα μας η επωμίδα του Υπουργού. Το έργον εκείνης της ημέρας ήταν το νομιμότατον σχόλιον της επαναστάσεως και η ωραιότατη ημέρα της βασιλείας. Τι ήταν η επανάστασίς μας; Ήταν άλλο παρά μια ορμή προς τον πολιτισμό, πόθος να χαρούμεν τους καρπούς του; Και τι άλλο ήταν η υπογραφή μας;...».

Το ακροατήριο ζητωκραύγασε την αθωωτική απόφαση κι έπειτα, με δάκρυα χαράς και πανηγυρικά επιφωνήματα, σήκωσε στους ώμους του τον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη και τους περιέφεραν στην πλατεία του Ναυπλίου. Μετά τη δίκη ο Τερτσέτης παραιτήθηκε κι έφυγε για το Παρίσι και στη συνέχεια για το Λονδίνο, όπου σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία.

Επιστροφή στην Ελλάδα

Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1844 και υπήρξε ο ιδρυτής της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, ενώ ΤΟ 1846 διορίστηκε αρχειοφύλακας και βιβλιοφύλακας του Αναγνωστηρίου της, θέση που διατήρησε έως το θάνατό του, ενώ το ίδιο διάστημα εκφωνούσε τους πανηγυρικούς λόγους στη Βουλή των Ελλήνων κατά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου. Το 1861 ταξίδεψε στην Ιταλία ως απεσταλμένος του Όθωνα και το 1866 στην Ευρώπη απεσταλμένος της Ελληνικής κυβερνήσεως, με αφορμή την επανάσταση στην Κρήτη. Το 1864 εξελέγη αντιπρόσωπος της Ζακύνθου στην Ελληνική Βουλή.

Μνήμη Τερτσέτη

Ο Τερτσέτης το 1874, σε πανηγυρικό λόγο του για την επέτειο της 25ης Μαρτίου, αφιέρωσε τις αναμνήσεις του στον Αναστάσιο Πολυζωίδη, που είχε πεθάνει στις 6 Ιουλίου 1873, όμως και ο Τερτσέτης αρρώστησε και πέθανε στα μέσα του Απριλίου εκείνης της χρονιάς και ο λόγος του διαβάσθηκε από άλλον στο Φιλολογικό Σύλλογο «Βύρων». Ο Τερτσέτης έγραφε για τον Πολυζωίδη ότι, «...Ήτον άνθρωπος γενναίας ψυχής, κάτοχος νομικής έπιστήμης, έπιμελητής τής άρχαίας τών Ελλήνων φωνής όθεν και όταν εις τήν νεοελληνικήν γλώσσαν εγραφεν, ήκούετο ή άρμονική φωνή τής μητρός του. Ήτον αγαθός, ευχαρις ομιλητής εις τήν συναναστροφήν του. Τό φιλελεύθερο κίνημα τοϋ Ίεροϋ Άγώνος τόν ηύρεν εις τό άνθος τής ηλικίας του..».

Ο δήμος του Ναυπλίου τιμώντας τον τοποθέτησε την προτομή του, όπως και του Αναστάσιου Πολυζωίδη, μπροστά στο Δικαστικό μέγαρο της πόλεως, ενώ άγαλμα του βρίσκεται τοποθετημένο μπροστά από το Δικαστικό Μέγαρο της Τριπόλεως στην Αρκαδία της Πελοποννήσου.

Εργογραφία

Ο Τερτσέτης έγινε γνωστός κυρίως για τα απομνημονεύματα που συνέγραψε καθ' υπαγόρευση, ιδιαίτερα εκείνα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Νικηταρά και άλλων αγωνιστών. Στα ποιητικά του έργα είναι εμφανής η σολωμική επίδραση, καθώς και επιδράσεις από το δημοτικό τραγούδι. Ήταν ένας από τους λόγιους που συνέδεσαν την Επτανησιακή με την Α' Αθηναϊκή σχολή.

Έργα του ήταν:

  • «Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη»,
  • «Απομνημονεύματα Νικηταρά του τουρκοφάγου»,
  • «Μεταξύ ονείρων και οραμάτων»,
  • «Άνδρας τον άνδρα ν' αγαπά».

Έγραψε τα ποιήματα

  • «Εις τον Αποσπερίτη»,
  • «Επιγραφή κήπου»,
  • «Η δικαία εκδίκησι»ς,
  • «Η λίμνη»,
  • «Η πλάνη του χορού»,
  • «Ίχνος»,
  • «Ο Ιμπραΐμης κι ο Κιουταχής»,
  • «Ομορφονιός αγάπησε»,
  • «Περπάτημα»,
  • «Το όνειρον του βασιλέως»,

τα οποία περιλαμβάνονται στη συλλογή «Απλή γλώσσα», που εκδόθηκε το 1847.

Έγραψε επίσης τα μεγάλα σε έκταση ποιήματα,

  • «Οι γάμοι του μεγάλου Αλεξάνδρου»,
  • «Κορίννα και Πίνδαρος».

Άλλα έργα του

  • «La morte di Socrate», δράμα, καθώς και διάφορα πεζά, λόγους, διαλέξεις μια κωμωδία το 1858, μεταφράσεις έργων του Πλάτωνα, και άλλα.

Διαβάστε τα λήμματα

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Ο καρμποναρισμός ήταν πολιτικό κίνημα το οποίο αναπτύχθηκε στην Νότια Ιταλία μεταξύ των ετών 1807 έως το 1812 και είχε σκοπό την αποτίναξη της απολυταρχίας και την εγκαθίδρυση του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος]
  2. Η δίκη του Κολοκοτρώνη
  3. [Η δίκη των Δικαστών Ολόκληρη η ταινία]