Βασιλική Κονταξή

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Βασιλική Κίτσου Κονταξή που πέρασε στην ιστορία ως Κυρά-Βασιλική, Ελληνίδα που υπήρξε η τελευταία σύζυγος του Αλή πασά των Ιωαννίνων, ιστορική προσωπικότητα και εμβληματική γυναικεία μορφή που άσκησε ευεργετική επιρροή για τον Ελληνισμό στον σύζυγό της, διατήρησε τη θρησκεία της, προστάτεψε κυνηγημένους Έλληνες υπόδουλους, καταπράυνε πολλές φορές την οργή και την ωμότητα του πασά απέναντι των Χριστιανών της επικράτειας του, γεννήθηκε το 1789 [1] στο χωριό Πλεσίβιτσα, σημερινή ονομασία Πλαίσιο, Φιλιατών στη Θεσπρωτία και πέθανε από δυσεντερία ή από μεταστατικό καρκίνο, στις 10 Δεκεμβρίου 1834, στο Αιτωλικό Μεσολογγίου. Η νεκρώσιμη ακολουθία της τελέστηκε την επόμενη ημέρα και στη συνέχεια ενταφιάστηκε στον περίβολο του Ιερού Ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στο Αιτωλικό όπου σώζεται ο τάφος της ως τις μέρες μας.

Συνοπτικές πληροφορίες
Κυρά Βασιλική (Κονταξή)
Βασιλική Κονταξή.jpg
Γέννηση: 1789
Τόπος: Πλεσιβίτσα, (Πλαίσιο), Φιλιάτες
Θεσπρωτία (Ελλάδα)
Σύζυγος: Αλή Πασάς (Τεπελενλής)
Τέκνα: Άτεκνος
Υπηκοότητα: Οθωμανική
Ασχολία:
Θάνατος: 10 Δεκεμβρίου 1834
Τόπος: Αιτωλικό Μεσολογγίου
(Αιτωλοακαρνανία, Ελλάδα)

Στις 21 Απριλίου του 1816 παντρεύτηκε, με τελετή πρωτοφανούς λαμπρότητας για την εποχή, τον Αλή πασά των Ιωαννίνων, παρά την αντίδραση της τότε συζύγου του της Εμινέ, με τον οποίο έζησε ως τον αποκεφαλισμό του, από απόσπασμα του Χουρσίτ πασά κατ' εντολή του Τούρκου σουλτάνου, στο νησάκι της λίμνης Παμβώτιδος των Ιωαννίνων.

Βιογραφία

Οικογένεια Κονταξή

Το αρχικό επώνυμο της οικογένειας είναι άγνωστο. Το Κονταξής φαίνεται να είναι προσωνύμιο που αποδόθηκε στην οικογένεια κι επικράτησε καθώς κάποια από τα μέλη της ήταν κατασκευαστές κοντακιών για όπλα και διατηρούσαν πλήρως εξοπλισμένο εργαστήριο επιδιορθώσεως και κατασκευών όπλων. Γενάρχης της οικογένειας Κονταξή [2] ήταν ο Ευάγγελος Γεωργίου Κονταξής, γεννημένος περίπου το 1700 σε Χριστιανικό χωριό της περιφερείας της Κολώνιας της Βορείου Ηπείρου [3].

Η οικογένεια Κονταξή ήταν εύπορη και διατηρούσε κοπάδια αιγοπροβάτων και βοοειδών πέρα από το εργαστήριο οπλοδιορθώσεων. Λόγω του αναγκαστικού και βίαιου εξισλαμισμού πολλά μέλη της οικογένειας Κονταξή πούλησαν τα ζώα τους και μετανάστευσαν στη Βενετία αδυνατώντας ν’ αντιμετωπίσουν την Οθωμανική καταπίεση. Ο Ευάγγελος Κονταξής με την οικογένεια και τα κοπάδια του μετοίκησε στην Πλεσίβιτσα, όπου αγόρασε μια έκταση στρεμμάτων στην Αμπολιάνα κι έκτισε ένα αρχοντικό σπίτι δίπλα από το αλώνι του χωριού όπου βρίσκονται και σήμερα τα θεμέλιά του. Συνέχισε να επισκέπτεται την Κολώνια, όπου πήγαινε τα καλοκαίρια να ξεκαλοκαιριάσουν τα αιγοπρόβατά του κι επανερχόταν στην Πλεσίβιτσα το Φθινόπωρο. Από το γάμο του στην Πλεσίβιτσα απέκτησε τέσσερα παιδιά, το Χρήστο (Κίτσο) το 1740 περίπου, τον Αναστάσιο ή «Τσάτση» το 1742 περίπου, το Γεώργιο το 1745 περίπου και την Ελένη το 1750 περίπου.

Οικογένεια Κίτσου Κονταξή

Την εποχή που ο Χρήστος (Κίτσος) Κονταξής γύριζε στην περιοχή της Κολώνιας δρούσε εκεί η συμμορία του Αλή πασά από το Τεπελένι που αποτελούσε τον φόβο όλων των κατοίκων της περιοχής. Περνώντας κάποια στιγμή από το χωριό του Κονταξή επισκέφθηκε το σπίτι των Κονταξήδων και ζήτησε τροφή για τους άνδρες του. Ο Κίτσος Κονταξής τους πρόσφερε κατ' επανάληψη τροφή και στέγη, πράξη που δημιούργησε ένα αίσθημα συμπάθειας του Αλή προς τον Κονταξή κι έδωσε εντολή στους ανθρώπους του στην περιοχή να μην ενοχλούν την οικογένεια του Κονταξή. Μετά την συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774 και την ελεύθερη ελληνική ναυσιπλοΐα με Ρωσική σημαία, αλλά και την ελεύθερη διακίνηση των Ελλήνων και του εμπορίου, τα αδέλφια Χρήστος και Αναστάσης Κονταξής, ασχολήθηκαν σοβαρά με το εμπόριο. Έκαναν εισαγωγές από τη Βενετία κι εξαγωγές δικών τους προϊόντων.

Οι Κονταξήδες σύντομα διαπίστωσαν την προτίμηση των συνεργατών τους στα Κολωνάτα, τα νομίσματα της Βενετίας, κι αποφάσισαν ως άριστοι τεχνίτες επεξεργασίας μετάλλου, να φτιάξουν κίβδηλα Κολονάτα. Κατασκεύασαν «βούλα» μήτρα για να αρχίσουν την κατασκευή τους. Επίλεξαν για το σκοπό τους ένα απρόσιτο μέρος ανατολικά της Πλεσιβίτσα, μια από τις σπηλιές στη γράβα του Κίσσαρα. Η κατασκευή κίβδηλων Κολονάτων συνεχίστηκε για κάποια χρόνια και το θέμα έφτασε στην Αστυνομία η οποία ενημέρωσε τις αρχές στην Κωνσταντινούπολη κι αυτές ανάθεσαν στον τότε βεζίρη Αλή πασά να ανακαλύψει τους κιβδηλοποιούς. Σύντομα οι ανακρίσεις έφτασαν ως τους Κονταξήδες, Κίτσο και Γιώργο, οι οποίοι συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στα Ιωάννινα από τον Αλή και τη συνοδεία του.

Βασιλική Κονταξή

Η Βασιλική Κονταξή, κόρη του προύχοντα και προκρίτου της Πλεσιβίτσας Κίτσου Κονταξή και της Ελένης Σκέντου, γεννήθηκε στην Πλεσίβιτσα στο αρχοντικό σπίτι τους στην Αμπολιάνα. Αδέλφια της ήταν ο Γιώργης Κονταξής, που υπήρξε οπλαρχηγός και μετά την απελευθέρωση υπηρέτησε ως ανώτερος αξιωματικός του νεοσύστατου Ελληνικού Στρατού, καθώς και οι Σίμος, Δήμος, Νικόλαος, Ευάγγελος (Τσούτσιας) και Ιωάννης. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των συγχρόνων της η Βασιλική ήταν ένα εξαιρετικά όμορφο κορίτσι, μια καλλονή, που κατά την συνήθεια των οικογενειών εκείνα τα χρόνια ήταν ήδη αρραβωνιασμένη με τον γιο του συγχωριανού τους Μάνθου Σαμαρά, την οποία είδε δεκατετράχρονη ο Αλής στη διάρκεια της συλλήψεως του πατέρα της.

  • Σύμφωνα με μια εκδοχή, την οποία υιοθετεί ο Φρανσουά Πουκεβίλ, η Βασιλική παρακάλεσε τον Αλή να αφήσει ελεύθερο τον πατέρα της κι εκείνος την ερωτεύθηκε και μαγεμένος από την ομορφιά της, αφού έδωσε εντολή να αφεθεί ελεύθερος ο Κίτσος Κονταξής και να μην καταστραφεί το χωριό, πήρε τη Βασιλική μαζί του στα Ιωάννινα.
  • Κατά μία άλλη εκδοχή, την οποία υιοθετούν ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο Γρηγόρης Αραβαντινός και ο βιογράφος της Μιχαήλ Χανούσης, ο Αλής συνέλαβε τον Κίτσο Κονταξή και τον φυλάκισε στα Ιωάννινα και αναζητώντας τρόπο να την απαγάγει και να την εγκαταστήσει στο χαρέμι του προσέτρεξε στη συνεργασία της θείας της Μαρίνας (Τσάσαινας) Κονταξή, της συζύγου του αδελφού του πατέρα της Ευάγγελου Κονταξή με την βοήθεια της οποίας την απήγαγαν οι Τουρκαλβανοί του Αλή πασά, ενόσω ο πατέρας της ήταν ακόμη κρατούμενος στα Ιωάννινα για την υπόθεση των κίβδηλων κολονάτων. Μετά την απαγωγή της Βασιλικής ο Αλή πασάς απελευθέρωσε όλα τα μέλη της οικογένειας των Κονταξήδων κι έδωσε εντολή να μην πειραχτεί το χωριό τους, η Πλεσιβίτσα.
  • Τέλος υπάρχει και μια ακόμη εκδοχή σύμφωνα με την οποία ο Αλής συνέλαβε τους γονείς της Βασιλικής τους οποίους μετέφερε στα Ιωάννινα για να τους δικάσει. Εκεί έφτασε και η Βασιλική η οποία γονυπετής παρακάλεσε τον Πασά να ελευθερώσει τους γονείς της και εκείνος αποδέχθηκε την έκκληση της με αντάλλαγμα την δική της παραμονή στο χαρέμι του.

Με τον Αλή πασά

Η Βασιλική μεγαλώνοντας στο χαρέμι του Αλή πασά, μορφώθηκε με πρωτοβουλία του Μάνθου Οικονόμου, ενώ γνώρισε κι είχε δασκάλους μέλη της αυλής, σπουδαίους Έλληνες διανοούμενους της εποχής, προσωπικότητες των γραμμάτων όπως οι Ιωάννης Κωλέττης, γιατρός του Αλή πασά και μετέπειτα πρωθυπουργός, Τουρτούρης, Κολοβός, Βηλαράς, Ψαλίδας και άλλοι, που τη μόρφωσαν και τη συμβούλευσαν και σύμφωνα με κάποιες πηγές φρόντισαν να την μυήσουν στη Φιλική Εταιρεία. Το 1805 ο Αλής είχε διατάξει τη λεηλασία της Πλεσίβιστας και τη σφαγή των κατοίκων της, με την κατηγορία πως προστάτευαν και παρείχαν άσυλο σε κιβδηλοποιούς, όμως η Βασιλική κατάφερε να αποτρέψει την οργή του Αλή και να εμποδίσει τη σφαγή που σχεδίαζε. Η Βασιλική παρέμεινε πιστή Χριστιανή αν και κατοικούσε στο παλάτι του Αλή, μετατρέποντας ένα από τα δωμάτιά του σε εκκλησία, όπου καλούσε ιερέα και λειτουργούσε [4].

Την προσήλωσή της Βασιλικής στην Ορθοδοξία διαπιστώνουμε και από την συνδρομή της, το 1818, για την ανέγερση τρίκλιτου ναού του Αγίου Νικολάου στο χωριό Βοϊβόντα Τρικάλων. Γράφει ο Τριαντάφυλλος Παπαζήσης: «{....} για την κατασκευή του Αγίου Νικολάου Βασιλικής ο Αλή πασάς έστειλε τον πρωτομάστορά του Σάμπλο και κατασκεύασε μέσα στο χωριό ένα χαντάκι που όριζε την περιοχή του ασύλου για τους χριστιανούς που καταδίωκαν οι Τούρκοι». Στην ανατολική πλευρά του ναού υπάρχει εντοιχισμένο ανάγλυφο της κυρά-Βασιλικής, διαστάσεων 0,53Χ0,90 μέτρου, ενώ στη νότια είσοδο του ναού υπάρχει σκαλισμένη σε μαρμάρινη πλάκα η επιγραφή: «Ανεκαινίσθη εκ θεμελίων ο θείος ναός του Αγίου Νικολάου δι’ εξόδων των εγχωρίων, διά συνδρομής Βασιλικής αυθεντίσσης Βοϊβόντας και των αδελφών αυτής (...) εν έτει ΑΩΙΗ, Μαΐου ΙΒ (12 Μαΐου 1818)».

Παράλληλα η Βασιλική έκτισε και τις εκκλησίες του Αγίου Νικολάου στη Φήκη και τα Μεγάλα Καλύβια [5]. Στην περιοχή των Τρικάλων που αποτελούσε το Θεσσαλικό τσιφλίκι του Αλή πασά, η Βασιλική έκτισε σαράντα εκκλησίες, εκ των οποίων οι πέντε εκκλησίες είναι αφιερωμένες στον Άγιο Νικόλαο: της Φήκης (1805), του Ριζώματος, της Βασιλικής (1818), του Μεγάλου Κεφαλοβρύσου (1809) και των Μεγάλων Καλυβίων (1811), ενώ άλλες εκκλησίες που ανέγειρε, μεταξύ άλλων, είναι: Ο Άγιος Γεώργιος Γλύνους (1818), η Κοίμηση της Θεοτόκου Γελάνθης (1818), η Παναγία της Μπρίπης, Μαγουλίτσας (1813), ο Άγιος Νικόλαος Καππά (1813), του Αγίου Χαραλάμπους στη Λαζαρίνα (1813), η πλήρης ανακαίνιση της Μονής Κωνσταμονίτου του Αγίου Όρους (1818) η οποία είχε καταστραφεί από πυρκαγιά σχεδόν ένα αιώνα νωρίτερα, ενώ το 1827 δώρισε στην Ιερά Μονή Συγής στη Βιθυνία ένα βημόθυρο δύο φύλλων διακοσμημένο με χρυσό, ασήμι και πολύτιμους λίθους.

Το 1822 δώρισε στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Ύδρα ένα Ιερό Ευαγγέλιο εξ ολοκλήρου από χρυσό. Η Βασιλική πρότεινε και διορίστηκε ο αδελφός της Γεώργιος Κίτσου Κονταξής Διοικητής της φρουράς Φιλιατών και το χωριό απέκτησε για ορισμένα χρόνια χωριανό προστάτη ενώ έκτισε το σαράι στην Αμπολιάνα με την εποπτεία του Γεώργιου Κίτσου Κονταξή. Για να τιμήσει τη μνήμη του Πατρός Κοσμά του Αιτωλού διοργάνωσε το 1815 μεγαλοπρεπή λιτανεία κι έφερε από το Καλικόντασι τα Άγια Λείψανα του Αγίου Κοσμά στα Ιωάννινα. Μόλις έφτασαν στο Σαράι τα Άγια Λείψανα κι ανεβαίνοντας τα πέτρινα σκαλιά όλοι γονάτισαν Ρωμιοί και Τούρκοι, μαζί κι ο Αλή Πασάς ενώ στη συνέχεια σηκώθηκαν και ασπάστηκαν ο Αλή Πασάς και η κυρά Βασιλική, τα Άγια Λείψανα που ήταν στην αργυρή θήκη, επιχρυσωμένη κι αδαμαντοκόλλητη.

Η Βασιλική, που αναφέρεται ότι αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον Αλή όταν τα αδέλφια της ζήτησαν να την πάρουν πίσω στο σπίτι τους, ακολούθησε την τύχη του πασά ως το τέλος και στάθηκε στο πλάι του ως τις τελευταίες στιγμές της ζωής του στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος της λίμνης Παμβώτιδος των Ιωαννίνων, όπου είχαν καταφύγει τον Δεκέμβριο του 1821, καταδιωκόμενοι από τους άνδρες του Χουρσίτ Πασά. Λίγο πριν τον αποκεφαλίσουν ο Αλή διέταξε τον εξ απορρήτων και συγχωριανό του Θανάση Βάγια να σκοτώσει τη Βασιλική, για να μην αιχμαλωτιστεί από τους εχθρούς του. Γράφει ο Κώστας Σαρδελής: «Ο Αλής βλέποντας το τέλος του, καταδιωκόμενος από τους άνδρες τού Χουρσίτ Πασά και ετοιμοθάνατος από τις πληγές στην ιερά μονή του Αγίου Παντελεήμονος της Λίμνης των Ιωαννίνων, ζήτησε από τον Θανάση Βάγια, μόλις θα πέθαινε, να σκοτώσει την Κυρά Βασιλική, για να μην περιέλθει στα χέρια των εχθρών του.» [6]. Τελικά ο Βάγιας, άγνωστο για ποιους λόγους, δεν τήρησε την υπόσχεσή που έδωσε στον Αλή πασά και η Βασιλική έμεινε στη ζωή. Μετά τον αποκεφαλισμό του Αλή το σαράι στην Αμπολιάνα το πυρπόλησαν Πλεσιβιτσιώτες προς αποφυγή ερχομού Τούρκων με τις οικογένειες τους, και του κινδύνου να αλλάξει το αμιγές του Χριστιανικού πληθυσμού του χωριού τους.

Στην Πόλη

Η Βασιλική συνελήφθη από το στράτευμα των Οθωμανών και στις 19 Φεβρουαρίου του 1822, λίγο πριν εκτεθεί σε δημόσια θέα το κεφάλι του Αλή, η ίδια, ένας από τα αδέλφια της ο Σίμος, η υπηρέτρια της Μαρία κι ο Θανάσης Βάγιας, οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και οι Οθωμανοί επίτρεψαν στην βασιλική να συναποκομίσει όλα τα πολύτιμα κοσμήματα της. Σύμφωνα με τον Κώστα Σαρδελή: «Ο Θανάσης Βάγιας παρότι ήταν ίσως ο πιο έμπιστος του Αλή, δεν τον άκουσε (σ.σ. προκειμένου να αποκεφαλίσει την Βασιλική ώστε να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων) και η Κυρά Βασιλική μαζί μ' αυτόν, αλλά και άλλα πρόσωπα της αυλής του Αλή, οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη» [7] μέσω Λαρίσης και Θεσσαλονίκης. Στην Πόλη ο Σουλτάνος την υποδέχθηκε με τιμές βασίλισσας στο Ανάκτορο του Τοπ-Καπί και τη ρώτησε για τους θησαυρούς του συζύγου της γιατί ο Χουρσίτ του είχε στείλει λιγότερα απ' όσα περίμενε ο Σουλτάνος. Η Βασιλική βρήκε την ευκαιρία να του πει ότι τα πλούτη του Αλή ήταν τουλάχιστον δέκα φορές περισσότερα καταδικάζοντας μ' αυτό τον τρόπο τον Χουρσίτ σε θάνατο, τον οποίο ο Σουλτάνος κάλεσε να αυτοκτονήσει. Στη συνέχεια η Βασιλική και η συνοδεία της ενοικίασαν το σπίτι ενός Εβραίου της πόλης όπου εγκαταστάθηκαν όλοι μαζί. Εκεί, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, αναπτύχθηκε ερωτική σχέση μεταξύ του Βάγια και της Βασιλικής.

Λίγο καιρό αργότερα ο πατριάρχης Άνθιμος Γ' με τη βοήθεια της συντεχνίας των κρεοπωλών, καθώς ο Βάγιας είχε στο συνάφι τον πατέρα και τον θείο του, ζήτησε και πήρε υπό την προστασία του τη Βασιλική, με την αναγκαία συνθήκη να διαβιώνει εντός του Πατριαρχείου, υπό την προστασία, την ευθύνη και την επιτήρηση του Οικουμενικού Πατριάρχη που κατέστη υπεύθυνος με την ζωή του. Σε οίκημα στον προαύλιο χώρο του Πατριαρχείου η Βασιλική διέμεινε επ' αμοιβή επί έξι έτη, Πατριάρχες διατέλεσαν ο Άνθιμος Γ' που διαδέχθηκε τον Εθνομάρτυρα Γρηγόριο Ε', ο Χρύσανθος που διαδέχθηκε τον Άνθιμο Γ' και ο Αγαθάγγελος που διαδέχθηκε τον Χρύσανθο, διάστημα στο οποίο χρεώθηκε περί τα 17.500 γρόσια τα οποία ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει στα ταμεία του Πατριαρχείου, ενώ πρόσφερε σημαντική βοήθεια και κάθε είδους υποστήριξη σε Έλληνες που ήταν αναμεμιγμένοι στη δράση της Φιλικής Εταιρείας και στον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα στην Ελλάδα. Διατηρούσε άριστες σχέσεις με την καλή κοινωνία της Πόλεως και βάφτισε στην Χάλκη την κόρη του Αλέξανδρου και της Ελένης Μιράσγεζη στην οποία έδωσε το όνομα Ραλλού. Απέρριψε κάθε πρόταση που της έγινε να παντρευτεί ξανά και σε κάθε έναν που την πλησίαζε με σχετικό σκοπό αναφέρεται πως απαντούσε: «Δεν υπάρχει άνδρας που να ζει για την χήρα του Αλή....» [8].

Από τους πατριαρχικούς κώδικες και τις επιστολές των τριών Πατριαρχών, του Ανθίμου, του Χρυσάνθου και του Αγαθαγγέλου, προκύπτει ότι τόσο οι Πρωθιεράρχες όσο και οι Αρχιερείς του Θρόνου αναφέρονται με πολύ σεβασμό και ευγένεια στην «Κυρία Bασιλική». Σ' αυτές σημειώνεται μεταξύ άλλων: «Ἐφελκύσασα τὴν εὐμένειαν καὶ τὴν ἀνακτoρικὴν φιλανθρωπίαν, τὴν δικαίαν εὔνoιαν καὶ προνοητικὴν διάθεσιν τοῦ ὑψηλοῦ Δοβλετίου, παρεδώθη εἰς τὰ Πατριαρχεῖα, ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν ὁποίων, ἐπὶ ἱκανὰ ἔτη ζήσασα εἵλκυσεν ἐπίσης τὴν ἐκτίμησιν καὶ συμπάθειαν τριῶν Πατριαρχῶν, διὰ τὸν χριστιανικὸν ζῆλον καὶ τὴν φρόνησίν της».

Συνεισφορά της στην Εθνεγερσία του '21

Πύργος Κυρά-Βασιλικής (Κατοχή Μεσολογγίου)

Ο Μαρκ Μαζάουερ [Mark Mazower], Εβραϊκής καταγωγής καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Columbia όπου διευθύνει το Ινστιτούτο Ιδεών και Φαντασίας, στο έργο του για την Ελληνική Επανάσταση [9] αναφέρεται εκτενώς στην παντελώς άγνωστη στους Νεοέλληνες ιστορικούς, πλην όμως τεράστια, συμβολή της Βασιλικής Κονταξή στην Ελληνική Εθνεγερσία του 1821. Ο Μαζάουερ αναφέρει συγκεκριμένα ότι η κυρά-Βασιλική, μετά τον αποκεφαλισμό του συζύγου της, Αλή Πασά, τον Ιανουάριο του 1822, από τα στρατεύματα του Χουρσίτ πασά, αιχμαλωτίστηκε από τους Οθωμανούς και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως τρόπαιο. Εκεί, κατάφερε να γοητεύσει τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β', ο οποίος θαμπώθηκε από την γοητεία της. Το πρώτο που ρώτησε ο Σουλτάνος τη Βασιλική είναι τι απέγινε ο αμύθητης αξίας θησαυρός του συζύγου της.

Σύμφωνα με τουλάχιστον δύο ανεξάρτητες πηγές [10], στην μαρτυρία της κυρά-Βασιλικής, η οποία του μετέφερε την άποψη [11] ότι ο Χουρσίτ καταχράστηκε το συντριπτικό τμήμα από τους θησαυρούς του Αλή Πασά, στηρίχτηκε ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β' και έστειλε κατεπείγον μήνυμα στον εξαιρετικών διοικητικών και στρατιωτικών ικανοτήτων Χουρσίτ πασά, τον νικητή του Αλή, να αυτοκτονήσει. Σύμφωνα με την άποψη σχεδόν όλων των έγκριτων ιστορικών, αν δεν αυτοκτονούσε τόσο ανέλπιστα ο Χουρσίτ, η Ελληνική Επανάσταση θα είχε κατασταλεί από το 1822, διότι ο Χουρσίτ ήταν ιδιαίτερα ικανός και στη μάχη στα Δερβενάκια δεν θα υπέπιπτε στα παιδαριώδη σφάλματα στρατιωτικής τακτικής που διέπραξε ο Δράμαλης πασάς.

Στην Προύσσα

Τον Μάρτιο του 1828, λίγο μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, οι Τούρκοι υπό τον φόβο πως οι Έλληνες της πόλης διενεργούσαν κατασκοπία υπέρ της Ρωσίας, εξόρισαν τη Βασιλική, τον αδελφό της Σίμο και τον Θανάση Βάγια στην Προύσα. Μαζί τους κι άλλες εκτοπισμένες, ηγεμονικές οικογένειες, όπως οι Μαυρογένηδες, οι Σούτσοι, οι Καλλιμάχηδες κ.α. Η Βασιλική στη διάρκεια της εξορίας της, διέμενε σε χριστιανικά σπίτια και διαβιούσε πλούσια. Βοηθούσε πτωχές οικογένειες, που τη θεωρούσαν ευεργέτιδα. Έκανε αφιερώσεις σε ιερούς Ναούς. Εκκλησιαζόταν κανονικά καλυμμένη πάντα με το μαύρο πέπλο της και παρέμεινε εξόριστη δεκαοκτώ μήνες. Στους κώδικες της Ιεράς Μητροπόλεως Προύσης αναφέρεται ότι στις περιοδείες της στις μονές και στα γύρω χωριά ήταν «πάντα καλυμμένη με το μαύρο πέπλο και την απαστράπτουσα από καθαριότητα εσθήτα της». Μετά τον Ρωσοτούρκικο πόλεμο και την μεσολάβηση του Πατριάρχου Αγαθαγγέλου, εκδόθηκε Υψηλός Βασιλικός Ορισμός (Φιρμάνι), για την απελευθέρωση όλων των εκτοπισμένων. Στις 10 Οκτωβρίου του 1829 ο Πατριάρχης Αγαθάγγελος, έστειλε με τον δικό του άνθρωπο τον «καχβετζήν Κώσταν» ειδική επιστολή προς την Κυρά Βασιλική, που της ανακοινώνει την ελευθερία της και την επιστροφή στην πατρίδα της, μέσω Καλλίπολης ή Ραιδεστού, αλλά χωρίς να διέλθει από την Κωνσταντινούπολη.

Επαναπατρισμός

Στην αναχώρηση της από την Μικρά Ασία η Βασιλική πήρε μαζί της τέσσερα ορφανά μικρά κορίτσια, που είχε υπό την προστασία της στη Προύσα. Μέσω Ραιδεστού έφτασε στη Σύρα όπου τους περίμενε ο αδελφός της Γιώργος Κίτσου Κονταξής και όλοι μαζί πήγαν στο Μεσολόγγι όπου εγκαταστάθηκαν στο σπίτι του Γιώργου. Το κακό κλίμα του Μεσολογγίου έφθειρε την υγεία της ΒασιλικήW και σύντομα μετεγκαταστάθηκε σε μια ιδιοκτησία της μέσα στο οποίο υπήρχε ένα κτίσμα και τη συμπλήρωναν κάποια στρέμματα καλλιεργήσιμης γης στο χωριό Κατοχή Μεσολογγίου στην περιοχή της Αιτωλίας, στις όχθες του Αχελώου. Το ιδιόκτητο κτήμα της την Θεσσαλία, στο χωριό Βοϊβόντα του Δήμου Καλαμπάκας Τρικάλων, που της ανήκε ως τσιφλίκι (μαζί με τα χωριά Σαρακήνα Καλαμπάκας και Μεταμόρφωση Καρδίτσας) και που το 1927 προς τιμή της ονομάσθηκε Βασιλική, είχε ήδη δημευθεί μετά την πτώση του Αλή πασά κι από κει κατάφερε να αποκομίσει ικανό αριθμό αιγοπροβάτων και βοοειδών τα οποία μετέφερε στη νέα της κατοικία.

Το 1831 οι δρόμοι της με τον Θανάση Βάγια χώρισαν, όταν αυτός ανέλαβε επιστάτης του Πρότυπου Αγροκτήματος της Τίρυνθας. Στην Κατοχή ήρθε και τη συνάντησε ο Γιώργης Τσόγκας με τον οποίο η Βασιλική διατηρούσε ερωτικό δεσμό από την εποχή που ήταν στα Ιωάννινα, μια συγκατοίκηση που προκάλεσε τα σχόλια των κατοίκων αλλά και μια καταγγελία σε βάρος της στο Δεσπότη της Αιτωλίας. Την κατάσταση έσωσε ο αδελφός της ο Γιώργος Κονταξής που διαβεβαίωσε πως η βασιλική και ο Τσόγκας ήταν αρραβωνιασμένοι και επρόκειτο να παντρευτούν μόλις έδινε τη σχετική άδεια η Υψηλή Πύλη καθώς η Βασιλική ως σύζυγος του Αλή ήταν γραμμένη στα μητρώα της.

Η Κυρά-Βασιλική για το υπόλοιπο του βίου της έζησε απομονωμένη ή και περιφρονημένη στην Κατοχή στο κτίσμα [12], γνωστό ως σήμερα ως «Γουλάς της Κυρά-Βασιλικής» [13] [14]. Μαζί της πάντα τα ορφανά κορίτσια που είχε φέρει από την εξορία της και τις ανάθρεψε σαν κόρες της. Στην Κατοχή την επισκέφθηκε, πιθανότατα στα τέλη του 1832 ή στις αρχές του 1833, ο Θανάσης Βάγιας ως απεσταλμένος του Εθνικού Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια που ζητούσε να πληροφορηθεί από τη Βασιλική που βρίσκονταν κρυμμένοι οι θησαυροί του Αλή Πασά μήπως μ' αυτούς κατορθώσει να συνεφέρει το κρατικό ταμείο. Η Βασιλική επισκέφθηκε δύο φορές το Ναύπλιο όπου συναντήθηκε με τον Καποδίστρια χωρίς από τις συναντήσεις τους να προκύψει κάτι ουσιαστικό. Όσο περνούσε ο καιρός η οικονομική της κατάσταση γίνονταν χειρότερη και η Βασιλική αναγκάστηκε να εκποιήσει σημαντικό μέρος από τα κοσμήματα της σε γνωστούς της τοκογλύφους και αργυροχόους. Το 1833 με τη συνοδεία του εραστή της Γιώργου Τσόγκα ταξίδεψε στα Γιάννενα, πιθανότατα σε αναζήτηση των θησαυρών του Αλή. Εκεί συνάντησε τον Βάγια που μαζί με μηχανικούς από τη Βενετία πραγματοποιούσε ανασκαφές για τον ίδιο λόγο. Οι προσπάθειες τους κατέληξαν σε παταγώδη αποτυχία.

Ασθενής

Στα Ιωάννινα, στην ολοκληρωτικά κατεστραμμένη πόλη της Ηπείρου, η Βασιλική αρρώστησε από δυσεντερία, νόσο σχεδόν ανίατη για την εποχή, μετά από κατανάλωση νερού από μολυσμένο πηγάδι της περιοχής. Μετά την διάγνωση, επειδή δεν υπήρχε ιατρός στα ερειπωμένα Ιωάννινα, δεν επέστρεψε στην κατοικία της στην Κατοχή κι εγκαταστάθηκε στο Αιτωλικό, όπου το κλίμα ήταν ηπιότερο, αναζητώντας λύση και θεραπεία στο πρόβλημα της. Στο Αιτωλικό φιλοξενήθηκε, με τον Τσόγκα, στην κατοικία της κόρης του Γεωργίου Τουρτούρη, παλιού αξιωματούχου της Αυλής του Αλή, όμως οι προσπάθειες των γιατρών της δεν απέδωσαν και η υγεία της επιδεινώθηκε.

Στον ιερό ναό των Ταξιαρχών του Αιτωλικού, λίγο καιρό πριν το θάνατο της, έκαμε δωρεά μια καμπάνα με αρκετή ποσότητα ασημιού μέσα της και με την επιγραφή: «Ζήτω Όθων, Βασιλεύς της Ελλάδος, 1834. Βασιλική Κίτσου». Την καμπάνα αυτή την έλιωσαν πριν από κάποια χρόνια και από το υλικό της κατασκεύασαν την καμπάνα του ρολογιού του νέου ναού των Ταξιαρχών, μαρτυρία που καταρρίπτει τον άποψη ότι πέθανε φτωχή και σε άθλια οικονομική κατάσταση, όπως βολικά διέδωσαν όσοι λεηλάτησαν την περιουσία της. Παράλληλα μαρτυρείται πως η κόρη του Δημητρίου Παλαμά, θείου του ποιητή, Μάσιγγα (Μαρία) Παλαμά κληρονόμησε από τους γονείς της, χρυσά, δακτυλίδια, σκουλαρίκια και πολλά άλλα κοσμήματα της Κυρά Βασιλικής, ανυπολόγιστης αξίας αγορασμένα, το 1839, με οχτακόσια δίστηλα από τον Αιτωλικιώτη προστάτη της Πράσινο [15].

Το τέλος της

Η Βασιλική προαισθάνθηκε τον θάνατο της μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων ως βαθύτατα θρησκευόμενη κι άφησε την τελευταία της πνοή, το απόγευμα της 10ης Δεκεμβρίου του ίδιου έτους στο Αιτωλικό, στα 45 της χρόνια. Η ληξιαρχική πράξη [16] θανάτου της είναι καταχωρημένη στο Μητρώο του Ιερού Ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στην κωμόπολη του Αιτωλικού. Δίπλα στον τάφο της [17] υπάρχει η επιγραφή: «Τάφος Κυρά-Βασιλικής 1789-1834», ενώ κάτω απ' αυτή τη φράση αναφέρεται: «Απέθανεν η κυρα-Βασιλική Κίτζου από δυσεντερία, ετών 45, μετασχών των αχράντων μυστηρίων της Θείας Μεταλήψεως και κατ' άδειαν του επιτρόπου του Αγίου Ακαρνανίας και από του εφημερίου των Ταξιαρχών ετάφη κατά την συνήθη εκκλησιαστική τάξιν εν τη εκκλησία των Ταξιαρχών. Εν Ανατολικόν τη 11 Δεκεμβρίου 1834. Μελέτιος ιερεύς Δ.Κ.».

Την επόμενη ημέρα του θανάτου της τα πάντα λεηλατήθηκαν κι έτσι χάθηκαν τα πολύτιμα κι ανυπολόγιστης αξίας κοσμήματα της Βασιλικής, οι πολυτελείς ενδυμασίες της κι ένα κιβώτιο με άγια λείψανα. Εικάζεται πως μέρος της περιουσίας της συναποκόμισε ο αγαπημένος της αδελφός ο Σίμος Κονταξής, που μετά το θάνατο της εξαφανίστηκε. Ο τότε μητροπολίτης Αιτωλίας, ο Πορφύριος, που ήταν φίλος του Αλή πασά, απείλησε με αφορισμό τους κλέφτες αν δεν επέστρεφαν τα κλοπιμαία, όμως η απειλή του δεν έφερε αποτέλεσμα και η τυμβωρυχία που διαπράχθηκε έμεινε ατιμώρητη.

Μνήμη Βασιλικής Κίτσου-Κονταξή

Τάφος Κυρά Βασιλικής (μετά την συντήρηση)

Η ζωή της Βασιλικής Κονταξή έγινε παραμύθι και θρύλος. Η μούσα του λαού την ύμνησε, οι ποιητές έγραψαν δοξαστικά ποιήματα γι' αυτήν και οι ζωγράφοι την αποθέωσαν στους καμβάδες τους. Οι σύγχρονοι της την χαρακτήρισαν ως «καλή {...} σπλαχνικιά και αρχοντικιά γυναίκα», ενώ ήταν ακριβοθώρητη και εμφανίζονταν σπάνια, ήταν πανέμορφη και πανέξυπνη, φιλεύσπλαχνη και ευγενική, εξαιρετικά καλλίφωνη και με ιδιαίτερη αγάπη για την μουσική κι είναι χαρακτηριστικό πως σε πολλές απεικονίσεις της εμφανίζεται με συντροφιά το μαντολίνο της. Ο Γάλλος περιηγητής Φρανσουά Πουκεβίλ [François Charles Hugues Laurent Pouqueville] που την είδε από κοντά γράφει: «Τα μάτια της ήταν ίδια με τ` αστέρια που λάμπουν τις καλοκαιριάτικες νύχτες». Από πολλούς χαρακτηρίζεται ως άπληστη και ματαιόδοξη καθώς εκμεταλλευόμενη την την αδυναμία του Αλή κατάφερε να γίνει σύζυγός του όμως απέτυχε να γίνει σύζυγος του Σουλτάνου, όπως επιδίωκε για τον εαυτό του ο Αλή πασάς.

Μετά τον χριστιανικό γάμο της με τον Αλή πασά η Βασιλική, που δεν ξέχασε ποτέ την εθνική της καταγωγή, χρησιμοποίησε τη δύναμη και την επιρροή της στον σύζυγο της, τον οποίο εξουσίαζε απόλυτα, προς όφελος των Χριστιανών πολλούς από τους οποίους απέσπασε από τα χέρια του δημίου τους λίγο πριν την εκτέλεση. Η δύναμη της επιβολής της στον πασά ήταν τόση ώστε όχι μόνο δεν εξισλαμίστηκε αλλά η ιστορική έρευνα την ανέδειξε σε θρυλική μορφή ως υπερασπίστρια των σκλάβων Ελλήνων. Ο Αλή σεβάστηκε την θρησκευτική της πίστη κι έτσι ένα μικρό εικονοστάσιο, που βρίσκονταν αρχικά στο δωμάτιο της στο χαρέμι, μετατράπηκε σταδιακά σε παρεκκλήσιο και λειτουργούσε κανονικά με τακτικό ιερέα ενώ ήταν η ίδια η Βασιλική που φρόντισε την ανακήρυξη σε Άγιο του Πατροκοσμά του Αιτωλού.

Η Βασιλική επέβαλε στον Αλή πασά να αναγείρει στο χώρο του αρχοντικού της οικογένειας Κονταξή ένα παλάτι το Σαράι της Κυρά-Βασιλικής. Ήταν ένα τεράστιο οικοδόμημα πολυώροφο τουλάχιστον τριών ορόφων, με δωμάτια σε κάθε όροφο και τους βοηθητικούς χώρους, όπως δεξαμενές νερού και κήπους. Η εικόνα του κτιρίου διασώθηκε από στόμα σε στόμα από την παράδοση και από την μαρτυρία των θεμελίων των ερειπίων του, τα οποία υπήρχαν έως τη δεκαετία του 1950 όταν κατά το κτίσιμο των γύρω οικιών, χρησιμοποιήθηκαν τα υλικά του. Την εποχή της ακμής της υπήρξε μία από τις πλουσιότερες γυναίκες και σίγουρα η πλέον πλούσια της Οθωμανικής επικράτειας. Εξουσίαζε σχεδόν τον μισό κάμπο της Θεσσαλίας και διέθετε αμύθητα πλούτη, όπως χρήματα, πολύτιμους λίθους, πάμπολλα κτίσματα, ενώ είχε στην υπηρεσία της δεκάδες υπηρέτριες και σκλάβες. Τις τελευταίες στιγμές της ζωής του Αλή κατάφερε και υπέκλεψε το περίφημο κομπολόι του το οποίο παρέδωσε στον Χουρσίτ πασά ώστε να καταλάβει δίχως συνέπειες την πυριτιδαποθήκη του κάστρου των Ιωαννίνων. Ακόμη και οι πλέον σφοδροί από τους επικριτές της αναγνωρίζουν στην Βασιλική ότι τον καιρό της παντοδυναμίας της συγκροτήθηκε στην αυλή του Αλή ο σκληρός πυρήνας της Φιλικής Εταιρείας στα Ιωάννινα. Παράλληλα, από έγγραφα διασώζεται η πληροφορία ότι η Βασιλική Κονταξή έδειχνε ζωηρό ενδιαφέρον για τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, γεγονός που σημαίνει ότι παρακολουθούσε και βοηθούσε τις κινήσεις του Αλή να έρθει σε επαφή με τους Έλληνες που κινούνταν μυστικά εναντίον της Υψηλής Πύλης -με την οποία οι σχέσεις του πασά ήταν κάκιστες- επιζητώντας την ανεξαρτησία του και τη μελλοντική άνοδό του στον θρόνο του σουλτάνου. Σ' αυτό οι Έλληνες ήταν για τον Αλή το καλύτερο μέσον.

Η Βασιλική σύμφωνα με τα πεπραγμένα του σύντομου βίου της υπήρξε μια ηρωίδα του Έθνους, που της έλαχε να διαδραματίσει έναν απολύτως άχαρο ρόλο θυσιάζοντας το σώμα της και μόνο, τη δε Ελληνική κι Ορθόδοξη ψυχή της, την κράτησε όχι μόνο λευκή αλλά κατόρθωσε με τη δύναμη της, να δαμάσει ένα θηρίο κι εκμεταλλεύθηκε τα προσωπικά πολιτικά σχέδια του πασά τον οποίο έπεισε να διαθέτει τεράστια ποσά στη Φιλική Εταιρεία. Απελευθέρωνε, μεσολαβώντας στον Αλή, φυλακισμένους, κάνοντας τη δική της δέσμευση, ελευθερία για τους άλλους. Έστελνε από τους θησαυρούς του πασά ενίσχυση σ' όλα τα κρυφά σχολεία, αλλά και στις εκκλησίες και στα μοναστήρια. Προσέφερε προνόμια σε χριστιανικά χωριά και συμπαραστέκονταν στη φτώχια και στην ορφάνια, μέχρι του σημείου να την αποκαλέσουν «προστάτιδα της φτωχολογιάς». Στην Βασιλική αποδίδεται η σωτηρία της πόλεως των Ιωαννίνων από την ανατίναξη καθώς φέρεται να ήταν σε μυστική συνεννόηση με ανθρώπους του Χουρσίτ πασά που πολιορκούσε τα Ιωάννινα και πως αυτός ήταν ο λόγος που δεν θανατώθηκε. Φέρεται ότι πέθανε πάμπτωχη, κάτι που είναι απολύτως ψευδές, όμως είναι εξακριβωμένο ότι έζησε περιφρονημένη άδικα από τους Έλληνες της εποχής της ενώ η συνεισφορά της παραμερίστηκε και δεν αξιολογήθηκε σωστά από τους ιστορικούς. Ανιψιά της Βασιλικής και κόρη του αδελφού της Γιώργου Κίτσου ήταν η Μαυρέττα Κίτσου [18], διευθύντρια του Αρσάκειου Παρθεναγωγείου Κέρκυρας στα τέλη του 19ου αρχές του 20ου αιώνα.

Λαϊκή παράδοση / Λογοτεχνία / Θέατρο

Η ζωή της Βασιλικής, αξίας Ελληνίδος και πιστής Ορθόδοξης Χριστιανής που βοήθησε το Ελληνικό Έθνος με την συνολική της δράση, ενέπνευσε πολλούς θρύλους και το όνομά της διασώθηκε σε παραδόσεις και σε δημοτικά τραγούδια. Το 1907 στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών παραστάθηκε το έμμετρο

  • «Η Κυρά-Βασιλική»

που έγραψε ο λόγιος, ποιητής, ζωγράφος, δημοσιογράφος και εκδότης Γεράσιμος Βώκος. Το ρόλο του Αλή έπαιζε ο νομικός, ηθοποιός και δραματουργός Μιχαήλ Αρνιωτάκης, τότε 66 ετών για τον οποίο ήταν ο τελευταίος ρόλος της καριέρας του.

Γράφει για τη Βασιλική ο συγχωριανός της ερευνητής Γεώργιος Σκάγιας: «Ολοκληρωμένη ύπαρξη, από την αρχή μέχρι το τέλος. Στο σαράι, κυρά. Στο βιλαέτι, Βασιλική. Στη ζωή, χριστιανή. Στα ιδανικά, προστάτιδα. Στο γένος, υπερασπίστρια και ηρωίδα. Στην ελληνική γενιά, μορφή. Ξεπήδησες από το σόι των Κονταξαίων, ανέβηκες ψηλά, έγινες του ισχυρού δαμάστρια, καθυπέταξες τα θέλγητρα, παρέμεινες ταπεινή και λατρεύτηκες, Βασιλική Κονταξή». Ο εθνικιστής συγγραφέας Μίτια Καραγάτσης έγραψε διήγημα με τίτλο:
* «Βασιλική» [19] [20]
εμπνευσμένο από την προσωπικότητα της, το οποίο περιέχεται στη συλλογή διηγημάτων «Το νερό της βροχής». Σε αυτό ο Καραγάτσης παρουσιάζει την Βασιλική να κατοικεί σε ένα παραθαλάσσιο οικισμό, στον Έπαχτο, ηλικιωμένη πια και παραγνωρισμένη με μόνη συντροφιά της το κρασί, ευθεία και σαφής αναφορά πως η Κυρά Βασιλική είχε εθιστεί το αλκοόλ, κάτι που διαψεύδουν με κατηγορηματικό τρόπο οι απόγονοι της, εγγόνια του αδελφού της Σίμου Κονταξή που κατοικούσαν στην Κατοχή, μιλώντας στον Μέγα πρωτοσύγκελο Αθηναγόρα που ασχολήθηκε με την ζωή της. Με την σειρά του ο Κωστής Παλαμάς, σε ένα ποίημα του, αποκαλεί την Βασιλική, «..μάρτυρα του Γένους» και της αφιερώνει τους στίχους: «Γλυκειά Ελληνοπούλα, μεγαλόκαρδη/ του φοβερού Βεζύρη σκλάβα και κυρά, / ας πουν πως για το Γένος εμαρτύρεψες... /στην αγκαλιά του Τούρκου τ' αρχοντόκορμο, / ας πουν πως για το Γένος εμαρτύρεψες.» [21].

Σύμφωνα με όσα διασώθηκαν προφορικά η Βασιλική Κονταξή, μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα από την εξορία της στην Μικρά Ασία φιλοξενήθηκε στην Κοζάνη από την οικογένεια Σακελαρίου, απογόνων του Γιώργου Σακελαρίου προσωπικού φίλου του Αλή πασά. Αναχωρώντας η Βασιλική, για να τους ευχαριστήσει, χάρισε στους οικοδεσπότες μερικά από τα ποτήρια της από τα οποία διασώθηκαν μόνο τρία. Τα ποτήρια αυτά με πρωτοβουλία των απογόνων της οικογένειας Σακελαρίου δωρήθηκαν στο Μουσείο του Αλή πασά στον νησί της λίμνης Παμβώτιδας στα Ιωάννινα [22], όπου βρίσκεται επίσης και η αυθεντική φορεσιά της.

Πηγή

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Σχετικά με το έτος γεννήσεως της Βασιλικής Κονταξή ορισμένες άλλες πηγές αναφέρουν ότι γεννήθηκε το 1792 ή το 1793, όμως πρόκειται για χρονολογίες που συγκεντρώνουν σχεδόν μηδενικές πιθανότητες.]
  2. [Πλεσιβίτσα. Μακρά ιστορική διαδρομή Ιωάννης Πέγκας, Αθήνα 2006.]
  3. [Η περιφέρεια Κωλώνιας βρίσκεται μεταξύ Κονίτσης και Κορυτσάς κι απλώνεται στους Δυτικούς πρόποδες του Γράμμου και περνάει ο αμαξιτός δρόμος Ιωαννίνων-Κορυτσάς. Επί Τουρκοκρατίας είχαν ενοχλήσεις ληστών που ρήμαζαν τον τόπο έως και την περιοχή του Ζαγορίου. Μέχρι τον ΙΖ' αιώνα ήταν επισκοπή που συγχωνεύτηκε στην επισκοπή Κορυτσάς.]
  4. [Ως ικανή εξήγηση για την θρησκευτική ελευθερία που επέτρεπε ο Αλής στην Βασιλική, αναφέρεται το γεγονός ότι ο πασάς δεν ήταν «ορθόδοξος» μουσουλμάνος, αλλά «αιρετικός» μπεκτασής και ανήκε στην αίρεση των Αλεβήδων, οι οποίοι ανέχονται τον χριστιανισμό, έχουν προσλάβει πολλά στοιχεία του λόγος για τον οποίο ο Αλή δεν ενέχεται σε εξισλαμισμούς. Ένας επιπρόσθετος λόγος φέρεται να είναι η σχέση του με τον Πατροκοσμά τον Αιτωλό και η επιρροή που ασκούσε σ' αυτόν ο Άγιος.]
  5. [Τριαντάφυλλος Παπαζήσης, «Πολιτιστικός Τουριστικός Οδηγός επαρχίας Τρικάλων (Ιστορία, αρχαιότητες, μνημεία, διαδρομές)», εκδότης «Τρικαλινό Ημερολόγιο-Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Τρικκαίων», Τρίκαλα 1997, σελίδα 254η.]
  6. [Κυρά Βασιλική Κώστας Σαρδελής, «Ιστορία Εικονογραφημένη», τεύχος Μαρτίου 2004 (ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2022, 23:01')]
  7. [Κυρά Βασιλική Κώστας Σαρδελής, «Ιστορία Εικονογραφημένη», τεύχος Μαρτίου 2004 (ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2022, 23:01')]
  8. [«Ελληνίδες που έζησαν με Μουσουλμάνους Αξιωματούχους» Σούλας Ροδοπούλου, Περιοδικό «Βιβλιοφιλία», Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 2011, σελίδα 11η.]
  9. [Mark Mazower, The Greek Revolution. 1821 and the Making of Moodern Europe.]
  10. [I. Lampridis, «Epirotika meletimata (Athens, 1887), 56; Moschopoulos, Istoria», pages 261–2.]
  11. [(Μετάφραση: «Τουλάχιστον μία πηγή αναφέρει ότι ήταν η χήρα του Αλή Πασά στην Κωνσταντινούπολη, Κυρά Βασιλική, που εκδικήθηκε τον σύζυγό της φυτεύοντας τα σπέρματα της αμφιβολίας στο μυαλό του σουλτάνου πως (ο Χουρσίτ) τον είχε εξαπατήσει....»)] [Mark Mazower, The Greek Revolution. 1821 and the Making of Moodern Europe]
  12. [Αφιέρωμα: Κούλια κυρα-Βασιλικής ή Πύργος Κατοχής-Βασιλική Κονταξή katochinews.blogspot.com]
  13. [Ο «Γουλάς της Κυρά-Βασιλικής» είναι βυζαντινός πύργος του 14ου αιώνα, παρατηρητήριο του στενού περάσματος του Αχελώου. Παλαιότερα ο πύργος ονομαζόταν πύργος της Θεοδώρας καθώς αναφέρεται πως τον έχτισε η Θεοδώρα γυναίκα του Μιχαήλ Β' Δεσπότη της Ηπείρου, η οποία οσιοκατατάχθηκε από την Ορθόδοξη εκκλησία. Πρόκειται για τετράγωνο κτίριο που το μήκος της κάθε πλευράς του εξωτερικά φτάνει τα 6,5 μέτρα. Είναι οικοδομημένο με αργιλικούς σχιστόλιθους στους αρμούς του οποίου παρεμβάλλονται άφθονα κεραμίδια και ασβεστοκονιάματα. Ψηλά στο ύψος των 5 μέτρων από το έδαφος υπάρχουν στους τοίχους τέσσερα τοξωτά ανοίγματα ένα στο κέντρο κάθε πλευράς.]
  14. [Η κυρα-Βασιλική και ο Πύργος της Κατοχής pentalofo.gr]
  15. [Κ. Σ. Κώνστας, «Άπαντα», τόμος 1ος, σελίδα 64η & Κώστας Σαρδελής, «Ο ασάλευτος ταξιδιώτης», τόμος 3ος, εκδόσεις «Εστίας».]
  16. [Η ληξιαρχική πράξη του θανάτου της Βασιλικής Κονταξή-Κίτζου, όπως είναι αναγραμμένο το όνομα της, φέρει αύξοντα αριθμό 20 και ημερομηνία 11η Δεκεμβρίου του 1843.]
  17. [Που βρίσκεται τελικά ο τάφος της Κυρά Βασιλικής thespro.gr]
  18. [Ιστορία τής Φ.Ε. arsakeio.gr]
  19. [Μ. Καραγάτσης-Βασιλική o-klooun.com (ολόκληρο το διήγημα).]
  20. [Μίτια Καραγάτση, «Βασιλική», στη συλλογή διηγημάτων: «Νερό της βροχής», εκδότης «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Ι.Δ.Κολλάρου, Αθήνα, 1992, σελίδες 114η-123η.]
  21. [Περασμένα νιάτα greek-language.gr (Ολόκληρο το ποίημα του Κωστή Παλαμά).]
  22. [Στο Μουσείο Ραπακούση ποτήρια της Κυρά Βασιλικής! epiruspost.gr]