Ιωάννης Καραβίας

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Ιωάννης Καραβίας Έλληνας εθνικιστής Βασιλόφρονας ανώτατος αξιωματικός του Στρατού με το βαθμό του Υποστρατήγου, γεννήθηκε το 1899 στο χωριό Μερδένικο, το σημερινό χωριό (η) Παναγούλα της Δημοτικής Ενότητας Αλυζίας του Δήμου Ξηρομέρου στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας [1] και πέθανε στις 25 Ιουνίου 1994 στην Αθήνα. Η κηδεία του, στην οποία παραβρέθηκε και κατέθεσε στέφανο στη σωρό του ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα, τελέστηκε στις 25 Ιουνίου και η ταφή του έγινε στον οικογενειακό του τάφο με αριθμό 1746 στο Κοιμητήριο του Δήμου Παπάγου Αττικής.

Το 1935 παντρεύτηκαν με την Φωτεινή Μαρινοπούλου, κόρη του μηχανικού και πολιτικού Σωτήρη Μαρινόπουλου από την Παροικιά της Πάρου και από το γάμο τους γεννήθηκαν δύο παιδιά, η Μαρία και ο Θεόδωρος, μετέπειτα διπλωμάτης. Εν ζωή κατοικούσε στην οδό Δημητρίου Σούτσου 38, στην περιοχή των Αμπελόκηπων στην Αθήνα.

Ιωάννης Καραβίας

Βιογραφία

Η οικογένεια του Καραβία καταγόταν από τον φαναριώτικο κλάδο των Καραβαίων, με κύριους εκπροσώπους τον ιερομάρτυρα και δάσκαλο του γένους Ευγένιο Καραβία και τον αξιωματικό Βασίλειο Καραβία, αξιωματικό του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Πατέρας του Ιωάννη ήταν ο Θεόδωρος και μητέρα του η Αλεξάνδρα Καραβία. Ο Ιωάννης παρακολούθησε τα μαθήματα της Βασικής εκπαιδεύσεως στο Μύτικα και τα μαθήματα του Γυμνασίου στη Λευκάδα. Στη συνέχεια εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων [Σ.Σ.Ε.], από την οποία αποφοίτησε το 1922 με το βαθμό του ανθυπολοχαγού του Πεζικού και τοποθετήθηκε στη Μεραρχία Ανδριανουπόλεως. Έλαβε μέρος στις μάχες στην Μικρά Ασία με την Στρατιά Θράκης, η οποία έφτασε 25 χιλιόμετρα προ της Κωνσταντινουπόλεως. Την 21η προς 22α Οκτωβρίου 1923 συμμετείχε στο αποτυχημένο επαναστατικό κίνημα των Υποστράτηγων Γεωργίου Λεοναρδόπουλου, Παναγιώτη Γαργαλίδη και του Συνταγματάρχη Γεωργίου Ζήρα. Συνελήφθη, φυλακίσθηκε, καταδικάστηκε και αποτάχθηκε από τις τάξεις του Σώματος των Ελλήνων αξιωματικών, όμως προς το τέλος του 1924 επανήλθε στο στράτευμα.

2ος Παγκόσμιος πόλεμος

Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου την 28η Οκτωβρίου 1940, εκτελούσε καθήκοντα Επιτελούς στο 3ο γραφείο του Τμήματος της Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας [Τ.Σ.Δ.Μ.] και ζήτησε την αποστολή του στο μέτωπο. Το πρωί της 30ης Οκτωβρίου 1940 εντάχθηκε στο απόσπασμα της Πίνδου, έχοντας διοικητή το συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη. Με την επίθεση της Ιταλικής Καταδρομικής Μεραρχίας «Julia» στη Πίνδο, ο ταγματάρχης Καραβίας, ανέλαβε καθήκοντα αξιωματικού μάχης. Ο υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος που φονεύθηκε στην επίθεση προς την κορυφή «Φούρκα», ο πρώτος νεκρός Έλληνας αξιωματικός στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο ανήκε στο Τάγμα του Καραβία.

Στις 2 Νοεμβρίου 1940, όταν τραυματίστηκε ο συνταγματάρχης Δαβάκης, το Σύνταγμα του έμεινε ακέφαλο, καθώς την 1η Νοεμβρίου, είχε τραυματισθεί ο υποδιοικητής αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Μεσίρης, οι οποίοι είχαν μεταφερθεί για νοσηλεία και ο τότε ταγματάρχης Καραβίας ανέλαβε τη Διοίκηση του συντάγματος. Την ίδια ημέρα, κατέλαβε με αντεπίθεση το ύψωμα «Προφήτης Ηλίας» και στις 3 Νοεμβρίου 1940 κατέλαβε το ύψωμα «Ταμπούρι» στο όρος Σμόλικας, αποκτώντας τον έλεγχο της διαβάσεως, αλλά και γενικότερα της αμυντικής γραμμής Μπολιάνα-Γύφτισσα-Ταμπούρι-Κάντζικο, ενέργεια με την οποία απέκοψε τους Αλπινιστές της Ιταλικής Μεραρχίας «Julia», που είχαν διεισδύσει στο Ελληνικό έδαφος, τους οποίους ανάγκασε να υποχωρήσουν άτακτα. Αυτή ήταν η πρώτη ελληνική νίκη κατά τη μάχη της Πίνδου, ενώ μετά την οπισθοχώρηση των Ιταλών ο Καραβίας ηγήθηκε στρατιωτικών σωμάτων που πολέμησαν μέχρι τον Απρίλιο του 1941 τους Ιταλούς εντός του Αλβανικού εδάφους

Μετά την κατάρρευση του Μετώπου κατέφυγε στις αρχές Ιουνίου 1941, στην Πάρο όπου διέμενε οικογένειά του και ήταν ο τόπος καταγωγής της συζύγου του. Στη συνέχεια διέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου πήρε μέρος σε μάχες, ως υποδιοικητής Τάγματος της 1ης Ταξιαρχίας. Διατέλεσε διοικητής του 1ου Τάγματος της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας του Ελληνικού Στρατού υπό τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο. Στις δύο μετά τα μεσάνυχτα της 14ης προς 15η Σε­πτεμ­βρί­ου 1944, άρ­χι­σε η γε­νι­κή ε­πί­θε­ση της Ταξιαρ­χί­ας με την υ­πο­στή­ρι­ξη του 3ου Συ­ντάγ­μα­τος Πε­δινού Πυ­ρο­βο­λι­κού και όλ­μων, δια τριών Ταγ­μά­των της, ε­πί τριών κα­τευ­θύν­σε­ων, στην οποία συμμετείχε το 1ο Τάγ­μα Μο­ναλ­ντί­νι, με Διοικητή τον Κα­ρα­βί­α. Στις 21 Σεπτεμβρίου εισήλθε θριαμβευτής στο Ρίμινι και ύψωσε την Ελληνική Σημαία στο Δημαρχείο της πόλεως, που ο Δήμαρχος της, την παρέδωσε στον Ελληνικό Στρατό. Συμμετείχε σε όλες στις μάχες της Γοτθικής Γραμμής Μοναντίλο-Μοντέλι-Μοράνο-Ρίμινι. Στις 27 Σε­πτεμ­βρί­ου το 1ο Τάγ­μα (Διοικητής ο Ταγματάρχης Ιωάννης Κα­ρα­βί­ας), α­φού αντικατέστη­σε το 25ο Νε­ο­ζη­λαν­δι­κό Τάγ­μα, που εί­χε κα­θη­λω­θεί μπρο­στά στον ι­στο­ρι­κό πο­τα­μό Ρου­βί­κω­να, στις 6:30 το πρωί, επε­τέ­θη στους Γερ­μα­νούς και τους α­νά­γκα­σε να υ­πο­χωρή­σουν, πέ­ρα­σε αιφ­νι­δια­στι­κά τον πο­τα­μό Ρου­βί­κω­να και προ­ή­λα­σε 8 χιλιόμετρα βόρεια κα­τα­λαμ­βά­νο­ντας την πό­λη Μπε­λά­ρια στο τέ­λος της η­μέ­ρας. Το πέ­ρα­σμα του Ρου­βί­κω­να συ­νέ­βαλ­λε α­πο­φα­σι­στικά στην τε­λι­κή νί­κη των Συμ­μα­χι­κών δυ­νά­με­ων.

Μεταπολεμικά

Πήρε μέρος στις μάχες της Αθήνας το Δεκέμβριο του 1944, Δεκεμβριανά, όπου πολέμησε την ανταρσία των μελών και των οπαδών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος και ως επιτελής της ΙΙΙ Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας συμμετείχε στην εκκαθάριση της πόλεως των Αθηνών. Την περίοδο 1947-48 υπηρέτησε αρχικά ως υποδιοικητής και στη συνέχεια ως Διοικητής της Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων [Σ.Σ.Ε.], ως Διοικητής του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Κορίνθου και ως Διοικητής της 72ης Ελαφράς Ταξιαρχίας στην περίοδο της ένοπλης κομμουνιστικής ανταρσίας, όταν πέτυχε την εκκαθάριση της Πελοποννήσου και της Ρούμελης, εξοντώνοντας τους καπετάνιους του ΕΛΑΣ «Περδίκα» και «Διαμάντη». Το 1953, ανέλαβε την οργάνωση της ασκήσεως «Deep Express-Εωθινός Περίπατος» του Ν.Α.Τ.Ο., η οποία διεξήχθη στον χώρο της Μεσογείου Θαλάσσης, αποσπώντας τα συγχαρητήρια της ηγεσίας της Συμμαχίας. Αποστρατεύθηκε τις παραμονές του Πάσχα του 1955, ενώ ήταν Διοικητής, με το βαθμό του υποστρατήγου στην V Μεραρχία Κρήτης.

Πολιτεύθηκε δίχως επιτυχία στις εκλογές του 1963 στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας με το κόμμα «Ένωσις Κέντρου» του Γεωργίου Παπανδρέου. Μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από το Γεώργιο Παπανδρέου, ο Καραβίας ανέλαβε τη διοίκηση της εταιρείας Αστικές Συγκοινωνίες Περιοχής Αθηνών [Α.Σ.Π.Α.], γνωστής και ως 7ο Κ.Τ.Ε.Λ., δηλαδή των Αστικών Λεωφορείων της περιοχής Αθηνών.

Μνήμη Καραβία

Για τη δράση του στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο προήχθη επ' ανδραγαθία, ενώ ο Δημήτριος Καθενιώτης, πρώην αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, [Γ.Ε.Σ.] έγραψε για τον Καραβία, «...Τοιαύτη η επιδειχθείσα αντίληψις των Επιτελικών καθηκόντων του και η εν γένει δράσις ως επιτελούς του Ταγματάρχου Καραβία, μοναδική ως παράδειγμα για την αγωγή των Ελλήνων Επιτελών...». Μεταπολεμικά, προήχθη δύο ακόμη φορές επ' ανδραγαθία.

Τιμήθηκε με

  • Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας καθώς και με δυο ανώτατα Βρετανικά παράσημα, τα D.S.O. και O.B.E., ενώ ονομάστηκε «Επίτιμος Αξιωματικός της Βρετανικής Αυτοκρατορίας».

Συγκαταλέγεται μεταξύ των πέντε Ελλήνων Αξιωματικών, Καραβίας, Παυσανίας Κατσώτας, Θρασύβουλος Τσακαλώτος, Νικόλαος Παπαδόπουλος ή «Παππούς» και Χριστόδουλος Τσιγάντες, οι οποίοι τιμήθηκαν με παράσημο από τους Συμμάχους για τις υπηρεσίες τους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τιμήθηκε από την Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας [Ο.Π.ΣΥ.Ξ.], σε ειδική εκδήλωση την 1η Νοεμβρίου 1992 στο Πνευματικό Κέντρο Ρουμελιωτών στην Αθήνα. Στην Παροικιά της Πάρου, τόπο καταγωγής της συζύγου του, υπάρχει οδός με το όνομα του, ενώ στις 23 Οκτωβρίου 2010 [2], έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του στην Παναγούλα Ξηρομέρου. Εν ζωή κατοικούσε στην οδό Δημητρίου Σούτσου 38, στην περιοχή των Αμπελόκηπων στην Αθήνα. Στην κηδεία του παραβρέθηκε και κατέθεσε στέφανο στη σωρό του, ο Βρετανός πρέσβυς στην Αθήνα. Τάφηκε στον οικογενειακό του τάφο με αριθμό 1746 στο Νεκροταφείο του Παπάγου, όπου έχει ταφεί και η σύζυγος του Φωτεινή Μαρινοπούλου.

Εργογραφία

Έγραψε και δημοσίευσε τα βιβλία

  • «Αναμνήσεις από τον Πόλεμον», το 1947,
  • «Η Ζωή ενός στρατιώτη», το 1978.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές