Χριστόδουλος Τσιγάντες

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Χριστόδουλος Σβορώνος-Τσιγάντες Έλληνας ανώτατος αξιωματικός [1] με το βαθμό του στρατηγού, απότακτος για το αποτυχημένο Βενιζελικό στρατιωτικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 και μετέπειτα διοικητής του Ιερού Λόχου, γεννήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1897 στην παραδουνάβια πόλη Τούλτσα [σημερινή Τουλτσέα] κοντά στο εμπορικό κέντρο της πόλης Βραϊλα στη Ρουμανία και πέθανε από καρκίνο στις 12 Οκτωβρίου 1970, στο Λονδίνο. Η σορός του αποτεφρώθηκε την επόμενη ημέρα στη βρετανική πρωτεύουσα και στις 13 Σεπτεμβρίου 1977 έγινε μετακομιδή της τέφρας του στην Ελλάδα [2], η οποία εναποτέθηκε στον τάφο της οικογένειας του Ιωάννη Τσιγάντε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1981 η τεφροδόχος του μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε στη βάση του Μαρμάρινου μνημείου του Ιερού Λόχου στο Πεδίο του Άρεως.

Στις 17 Ιανουαρίου 1921 παντρεύτηκε με τη Μαρία Δρακούλη, μόνιμη κάτοικο Ρουμανίας με καταγωγή από την Ιθάκη, και απέκτησαν δύο αγόρια, το Γεράσιμο το 1924 και το 1935 τον Ελευθέριο.

Χριστόδουλος Τσιγάντες

Βιογραφικό

Ήταν πρωτότοκος γιος του Γεράσιμου Σβορώνου-Τσιγάντε από το χωριό Σβορωνάτα Κάτω Λειβαθούς του Νομού Κεφαλλονιάς και της Ευγενίας Αντύπα-Τσιγάντε, ενώ ήταν αδελφός του Ιωάννη Τσιγάντε κι είχαν ένα μικρότερο -περί τα δέκα χρόνια- αδελφό, το Γεώργιο Τσιγάντε. Ο πατέρας τους είχε εγκατασταθεί στην παραδουνάβια Ρουμανία, κοντά στο εμπορικό κέντρο της γνωστής πόλης Βραϊλα, και η κύρια ασχολία του ήταν οι ποτάμιες μεταφορές με ιδιόκτητο πλωτό μέσο. Στο τέλος της δεκαετίας του 1900, σοβαρή ασθένεια του Γεράσιμου Σβορώνου-Τσιγάντε τον ανάγκασε να εγκαταλείψει, μαζί με την οικογένεια του, τη Ρουμανία και να επιστρέψει στην Κεφαλλονιά, όπου λίγο αργότερα πέθανε. Ο Γεώργιος Τσιγάντες, επέστρεψε στη Ρουμανία και ασχολήθηκε με το εμπόριο. Λίγο καιρό μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Χριστόδουλος, στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στην από μητέρα θεία του, όπου ολοκλήρωσε με επιτυχία τις εγκύκλιες σπουδές του, φοιτώντας στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Το φθινόπωρο του 1913 επέστρεψε στην Ελλάδα και ζήτησε, ως «...εκ της Αλλοδαπής Έλλην» να πολιτογραφηθεί στο χωριό Σβορωνάτα [Κάτω Βαθέως] της Κεφαλλονιάς.

Στρατιωτική σταδιοδρομία

Υπέβαλε δικαιολογητικά στο Στρατιωτικό Σχολείο Ευελπίδων και συμμετείχε στις εισιτήριες εξετάσεις για το σχολικό έτος 1913/14, όπου εισήλθε την 1η Φεβρουαρίου 1914 με γενικό Αριθμό Μητρώου 448, αρχικά για τετραετή φοίτηση, όμως λίγο καιρό αργότερα με το νόμο 344/31ης Οκτωβρίου 1914 η φοίτηση περιορίστηκε σε δυο έτη. Την ίδια εποχή η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου κατάργησε τα δίδακτρα που κατέβαλαν μέχρι τότε οι σπουδαστές και καθιέρωσε για πρώτη φορά, τη δωρεάν φοίτηση. Ανήκε στην τάξη του 1916 και παρακολούθησε τα μαθήματα μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου 1915, οπότε, μετά από διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών, κατατάχτηκε στο στράτευμα ως Ανθυπασπιστής, λόγω της επιστρατεύσεως και τοποθετήθηκε στο Έμπεδο της Λάρισας, όπου υπηρέτησε μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 1916, ενώ στις 16 Νοεμβρίου 1915, προήχθη στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού, ως 2ετής Εύελπις-Ανθυπασπιστής.

Κίνημα «Εθνικής Άμυνας»

Στις 21 Ιανουαρίου 1916, οι Ευέλπιδες-Ανθυπολοχαγοί επανήλθαν στο Σχολείο, όμως το βράδυ της 16/17ης Αυγούστου 1916, εξερράγη στη Θεσσαλονίκη και την Έδεσσα το Κίνημα της «Εθνικής Άμυνας». Τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου 1916, ο Τσιγάντες εγκατέλειψε μαζί με άλλους 15 συμμαθητές του το Σχολείο Ευελπίδων και ταξίδεψε στη Μακεδονία, όπου προσχώρησε στο κίνημα και υπηρέτησε στην κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης που σχημάτισε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Οι υπόλοιποι συμμαθητές του εξήλθαν κανονικά από το Σχολείο Ευελπίδων με Βασιλικό Διάταγμα της 1ης Οκτωβρίου 1916 με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού.

Στις 14 Σεπτεμβρίου -την προηγούμενη της άφιξης του Α' Τάγματος Αμύνης στην πρώτη γραμμή- παρουσιάστηκε ο Ανθυπολοχαγός Τσιγάντες και τοποθετήθηκε διμοιρίτης του 1ου Λόχου. Συμμετείχε στις επιχειρήσεις του Μετώπου στη δεξιά όχθη του ποταμού Στρυμόνα, από τις 28 Οκτωβρίου έως τις 14 Νοεμβρίου 1916 και στη μάχη Τουμπίτσας-Βρεχαντλή από τις 22 έως τις 24 Νοεμβρίου 1916, όπου τραυματίστηκε με δύο πληγές. Με το 2ο Σύνταγμα Σερρών συμμετείχε στις Συμμαχικές επιχειρήσεις στον Δυτικά του ποταμού Αξιού τομέα Φανού από τις 16 Δεκεμβρίου 1916 έως τις 30 Ιουνίου 1917 καθώς και στην επίθεση εναντίον της οχυρής θέσεως Σκρα ντι Λέγκεν στις 17 Μαΐου 1918, ενώ με την ΙΙΙη Μεραρχία Πεζικού, στη οποία υπηρετούσε ως βοηθός του Διοικητή Πεζικού της Μεραρχίας, συμμετείχε στη Συμμαχική επίθεση προς βορρά και την προέλαση της Μεραρχίας μέχρι την πόλη Πιρότ, στο εσωτερικό της Σερβίας από τις 4 Σεπτεμβρίου 1918 έως τις 8 Νοεμβρίου 1918. Στις 13 Δεκεμβρίου 1917 προβιβάστηκε στο βαθμό του Υπολοχαγού.

Μικρασιατική εκστρατεία

Το Φεβρουάριο του 1919, τοποθετήθηκε στη Διοίκηση Πεζικού της Ιης Μεραρχίας στην Καβάλα, περιμένοντας τη μεταφορά της στο μέτωπο της Ουκρανίας, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί η Μεραρχία διατέθηκε στις 2 Μαΐου 1919, για την κατάληψη της Σμύρνης. Ο Τσιγάντες έφυγε και πήγε ατμοπλοϊκώς στη Μεσημβρινή Ρωσία, πιθανόν με τμήματα του 34ου Συντάγματος Πεζικού, γιατί με την απόφαση υπ' αριθμ. Πρωτ. 35402/5 Μαρτίου 1919, του ανατέθηκε από το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών αποστολή στη Ρουμανία. Η εκτέλεση της αποστολής έληξε στις 14 Απριλίου, οπότε παρουσιάστηκε στο Επιτελείο του Α' Σώματος Στρατού, στο οποίο και υπηρέτησε μέχρι το μήνα Ιούλιο, όπου στις 27 Απριλίου προήχθη στο βαθμό του Λοχαγού. Τον Ιούλιο του 1919, υπηρετούσε στη Μικρά Ασία και μετατέθηκε από το Α' Σώμα Στρατού στη Μεραρχία Αρχιπελάγους και υπηρέτησε ως Υπασπιστής του διοικητή-Συνταγματάρχη Χαράλαμπου Τσερούλη. Ακολούθησε τη Μεραρχία από τις 24 Ιουνίου έως τις 28 Οκτωβρίου 1919, στις επιχειρήσεις για την επέκταση των ορίων ευθύνης της και πήρε μέρος στις μάχες στο Αϊδίνιο, στην Πέργαμο, Σόμα και Κιρκαγάτς.

Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, ανέλαβε Διοικητής του Τάγματος Φρουράς Σμύρνης, στο οποίο παρέμεινε μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου του 1920 οπότε συγκροτήθηκε στη Σμύρνη το Α' Τμήμα του Γενικού Στρατηγείου του Ελληνικού Στρατού. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε στο ΙΙΙο Επιτελικό Γραφείο του Στρατηγείου ως Βοηθός Επιτελούς-Σύνδεσμος, όμως σύντομα βρέθηκε οικειοθελώς στην πρώτη γραμμή. Ο τότε Συνταγματάρχης Πεζικού Θεόδωρος Πάγκαλος, επιτελάρχης του στρατηγείου, έγραψε για τον Τσιγάντε, «..Αξιωματικός μορφωμένος αρτίως επαγγελματικώς και εμπνεόμενος υπό των ευγενέστερων αισθημάτων αυταπαρνήσεως και φιλοπατρίας. Υπηρετών ευδοκίμως εν τω Επιτελεία ως επιτελής και σύνδεσμος, άμα τη ενάρξει των επιχειρήσεων, παρασυρόμενος υπό του ενθουσιασμού και της φυσικής γενναιότητας του δεν ηρκέσθη εις την εκπλήρωσιν των καθηκόντων του ως επιτελούς, αλλ' έσπευσεν εις την πρώτην γραμμήν της μάχης, αγωνισθείς ως πεζός...».

Επάνοδος στην Ελλάδα

Την 1η Νοεμβρίου 1920 έγιναν βουλευτικές εκλογές, στις οποίες ηττήθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος και σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό το Δημήτριο Γούναρη, ενώ με δημοψήφισμα επανήλθε στο θρόνο του ο εξόριστος βασιλιάς Κωνσταντίνος. Ο Τσιγάντες ανακλήθηκε και επέστρεψε στην Ελλάδα, αρχικά «εις την διάθεσιν» του Φρουραρχείου των Αθηνών και στη συνέχεια της Τριπόλεως, εικάζεται ότι είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα, αυταπάγγελτα ή με αίτηση του ή σε «αναμονή». Το διάστημα αυτό μετέβη στη Ρουμανία, όπου τέλεσε τους γάμους του.

Επιστροφή στη Μικρά Ασία

Τον Απρίλιο του 1921 επέστρεψε στη Μικρά Ασία και τοποθετήθηκε διοικητής λόχου στο 12ο Σύνταγμα Πεζικού της ΙΙΙης Μεραρχίας, που βρισκόταν στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις προς το Σαγγάριο ποταμό και συμμετείχε στις μάχες Ανεγκιόλ, Αλατζά Νταγ, Εσκί Σεχίρ, ποταμού Σαγγαρίου και Σαπάντζας. Τη νύχτα 12/13 Αυγούστου 1921, στη διάρκεια της μάχης της Σαπάντζας, στο ύψωμα Γιλδίζ Νταγ, τραυματίστηκε σοβαρά και μεταφέρθηκε σε στρατιωτικό νοσοκομείο, ενώ μετά την ανάρρωση του πήρε άδεια μέχρι της 27 Οκτωβρίου 1921, ενώ στο διάστημα αυτό υπηρέτησε ταυτόχρονα και η μητέρα του Ευγενία, η οποία ήταν Εθελόντρια Αδελφή Νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού, καθώς και τον αδελφό του Γιάννη Τσιγάντε, τότε μόνιμο ανθυπολοχαγό του πεζικού.

Τιμήθηκε για την πολεμική δράση του με

  • Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας,
  • παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Τάγματος του Σωτήρος, για τη δράση του στη Μικρασιατική Εκστρατεία.

Μεσοπόλεμος

Μετά το τέλος της αναρρωτικής άδειας του, έφυγε από την Ελλάδα και ταξίδεψε στη Ρουμανία, όπου παρέμεινε επί έναν περίπου χρόνο και ασχολήθηκε με ιδιωτικές υποθέσεις του. Επέστρεψε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1922 και τοποθετήθηκε στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, όπου ανέλαβε καθήκοντα γραμματέα, στην Ανακριτική Επιτροπή της Επαναστάσεως του 1922, πρόεδρος της οποίας ήταν ο Υπουργός Στρατιωτικών, Υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος. Στο τέλος του 1922, μετά από σύντομη παραμονή στο Στρατιωτικό Σχολείο Ευελπίδων, από τις 16 Νοεμβρίου έως τις 30 Δεκεμβρίου 1922, τοποθετήθηκε στη Στρατιά του Έβρου και υπηρέτησε από την 1η Ιανουαρίου έως το Σεπτέμβριο του 1923 στο Στρατηγείο της Στρατιάς και από το Σεπτέμβριο του 1923 έως το Μάρτιο του 1924 στο Γ' Σώμα Στρατού και στην ΧΙη Μεραρχία Πεζικού, ενώ στις 15 Δεκεμβρίου 1923 προβιβάστηκε στο βαθμό του Ταγματάρχη. Από το 1924 έως το 1929 υπηρέτησε στο 50ο Σύνταγμα Πεζικού στη Θεσσαλονίκη, ως Διοικητής Τάγματος, περίοδος Μάρτιος-Δεκέμβριος 1924, στο 1ο Τάγμα Προκαλύψεως στη Φλώρινα, ως Υποδιοικητής, περίοδος Ιανουάριος-Ιούνιος 1925, στην Ελληνική Πρεσβεία στο Βουκουρέστι, ως Στρατιωτικός Ακόλουθος περίοδος Αύγουστος 1925-Σεπτέμβριος 1926, στην Προπαρασκευαστική Σχολή Υπαξιωματικών Κέρκυρας στο 10° Τάγμα Πεζικού, αρχικά ως Διοικητής περίοδος Οκτώβριος 1926-Σεπτέμβριος 1927 και στη συνέχεια από τον Οκτώβριο του 1927 έως τον Αύγουστο του 1929, ως Διευθυντής Σπουδών και από την η1 Σεπτεμβρίου έως τις 17 Οκτωβρίου 1929 ως Υποδιοικητής.

Το τρίτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 1929, άρχισε τη διετή φοίτηση του στη Σχολή Πολέμου με τους αξιωματικούς της 4ης Εκπαιδευτικής Σειράς, ενώ έδωσε επιτυχείς εξετάσεις για την Ανωτέρα Σχολή Πολέμου των Παρισίων [Ecole Supirieure de Guerre]. Μετά το πρώτο εκπαιδευτικό έτος, τοποθετήθηκε στο 50ο Σύνταγμα Πεζικού στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια επέστρεψε στη Γαλλία για διετή φοίτηση την περίοδο από το 1930 έως το 1932 και απέκτησε δίπλωμα πολιτικών και οικονομικών επιστημών [Sciences Po]. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, τοποθετήθηκε τον Ιούνιο του 1932 στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου και ανέλαβε Υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας, θέση που διατήρησε μέχρι τις αρχές του Οκτωβρίου 1933, όταν αποσπάστηκε και τοποθετήθηκε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού. Το 1934 προήχθη σε Αντισυνταγματάρχη κατ' εκλογήν και μέχρι τις αρχές του 1935 υπηρέτησε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού μέχρι τα μέσα Μαρτίου 1934, στο 18ο Τάγμα Πεζικού στο Βαθύ Σάμου από 16 Μαρτίου 1934 μέχρι τις 24 Ιανουαρίου 1935 και στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού στη Μυτιλήνη από τις 25 Ιανουαρίου 1935 μέχρι την εκδήλωση του στρατιωτικού κινήματος της 1ης Μαρτίου του ίδιου χρόνου.

Κίνημα της 1ης Μαρτίου & Απόταξη

Το 1934 μυήθηκε στην «Εθνική Στρατιωτική Οργάνωση» [«Ε.Σ.Ο.»] [3], από τον αδελφό του Γιάννη Τσιγάντε και ανέλαβε, μαζί με το Συνταγματάρχη Ιωάννη Γρηγοράκη, το Γραφείο Πληροφοριών του Επιτελείου της. Το βράδυ της 1ης Μαρτίου 1935, από κοινού με το Συνταγματάρχη Πεζικού Στέφανο Σαράφη, εισήλθαν στο Στρατώνα της Διλοχίας Ευζώνων στου Μακρυγιάννη, τον οποίο και κατέλαβαν. Αντέδρασε όμως, ο τότε Υπουργός των Στρατιωτικών, Αντιστράτηγος Γεώργιος Κονδύλης, ο οποίος με δυο άρματα μάχης κι έναν ουλαμό πυροβολικού υπό το Λοχαγό Πυροβολικού Γεώργιο Κουρούκλη, αντέστρεψε την κατάσταση, έκαμψε την αντίσταση τους και τους υποχρέωσε να παραδοθούν, με συνέπεια να φυλακιστούν. Ανάλογη ήταν η τύχη της προσπάθειας του αδελφού του στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

Η δίκη του άρχισε στις 18 Μαρτίου με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας» και διήρκησε 13 ημέρες. Με απόφαση του Στρατοδικείου, της 1ης Απριλίου 1935, του επιβλήθηκε η ποινή της ισόβιας κάθειρξης και στρατιωτική καθαίρεση, η οποία και εκτελέστηκε στις 2 Απριλίου 1935 στο χώρο των τότε Στρατώνων Πεζικού στα Ιλίσια, στη σημερινή περιοχή Πάρκου Ελευθερίας και Μεγάρου Μουσικής. Μεταφέρθηκε στην τάξη του στρατιώτη και παρέμεινε έγκλειστος στις φυλακές μέχρι το τέλος του 1935, ενώ μετά την παλινόρθωση του βασιλιά Γεωργίου Β' και την αμνηστία που χορήγησε, έλαβε χάρη και αποφυλακίστηκε. Το Νοέμβριο του 1936 έλαβε άδεια να εγκατασταθεί στο εξωτερικό και το φθινόπωρο του 1939 βρέθηκε στην Αίγυπτο.

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

Λεγεώνα των Ξένων

Όταν ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν εγκαταστημένος στη Γαλλία, όπου ζήτησε και κατετάγη στη «Λεγεώνα των Ξένων» και στη συνέχεια τοποθετήθηκε σύνδεσμος με τις «Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις» του στρατηγού Σαρλ ντε Γκωλ σε επιχειρήσεις στην Ανατολική Αφρική υπό τον στρατηγό Λεκλέρκ. Το Δεκέμβριο του 1940, εστάλη στο Χαρτούμ του Σουδάν και τέθηκε στη διάθεση του Γάλλου Στρατηγού Λεζεντιλόμ [Legentilhomme], από τον οποίο ζήτησε να υπηρετήσει στη «Γαλλική Ταξιαρχία της Ανατολής» [Brigade d' Orient] που πολεμούσε στην Ιταλική Ερυθραία στην περιοχή της Ανατολικής Αφρικής με διοικητή το διάσημο Συνταγματάρχη Μονκλάρ [Monclar].

Συμμετείχε στην εκστρατεία κατά των Ιταλών και στον αγώνα για την κατάληψη του Κέρεν, φρουρίου άμυνας των Ιταλικών δυνάμεων στην Ερυθραία ως την πτώση του φρουρίου στις 27 Μαρτίου 1941, όταν περατώθηκε η εκστρατεία στην Αιθιοπία, ενώ στη συνέχεια επέστρεψε στην Παλαιστίνη. Εκεί συναντήθηκε με το Γάλλο Συνταγματάρχη και κατόπιν Στρατηγό Πιερ Καινίνγκ [Pierre Koenig], ο οποίος του πρότεινε και πήγε μαζί του στο Γαλλικό στρατόπεδο «Καστίνα» [«Qastina»], στην Ιερουσαλήμ, όπου και παρέμεινε για αρκετό χρόνο μαζί με τους Γάλλους της «Αεγεώνας των Ξένων». Πολέμησε στη μάχη της τοποθεσίας Μπιρ Χακέιμ, στην οποία επικράτησαν οι Γερμανικές δυνάμεις, ο Τσιγάντες ήταν από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν το Σημείο Στηρίγματος. Το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1943, συνεργάστηκε με με τη «Γαλλική Φάλαγγα» του Στρατηγού Λεκλέρκ [Leklerc], στις πολεμικές επιχειρήσεις των Συμμάχων στην Τυνησία και συμπλήρωσε περίπου δύο έτη στη συνεργασία του με τις «Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις». Οι Γάλλοι τον τίμησαν με τον

  • Πολεμικό Σταυρό και με
  • Ταξιάρχη των Ιπποτών της Λεγεώνας της Τιμής,

ενώ για τη δράση του στη Μέση Ανατολή τιμήθηκε με τους συνταγματάρχες, Θρασύβουλο Τσακαλώτο και Παυσανία Κατσώτα, με τον

  • Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος.

Ιερός Λόχος

Χριστόδουλος Τσιγάντες

Η αμνηστία που του παρασχέθηκε από την ελληνική εξόριστη κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού του έδωσε τη δυνατότητα να επιστρέψει στις τάξεις του ελληνικού στρατού και αποκαταστάθηκε παίρνοντας αναδρομικά το βαθμό του συνταγματάρχη, με την απόφαση 31372/17 Ιουνίου 1942, που υπέγραψε ο τότε Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως και Υπουργός Στρατιωτικών Παναγιώτης Κανελλόπουλος, σε εφαρμογή του Αναγκαστικού Νόμου 3013/1941 «Περί αποκαταστάσεως Αξιωματικών και Ανθυπασπιστών εξελθόντων του Στρατεύματος δια πολιτικούς λόγους», που κυρώθηκε με Βασιλικό Διάταγμα. Στη συνέχεια ανέλαβε υπηρεσία στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, πιθανόν τοποθετήθηκε Διοικητής Τάγματος στη ΙΙη Ελληνική Ταξιαρχία.

Στις 12 Σεπτεμβρίου 1942 επισκέφθηκε το στρατόπεδο του «Λόχου Επίλεκτων Αθανάτων» στην Κφαρ-Ιόνα, όπου ζήτησε τη συμφωνία των αξιωματικών και οπλιτών, προκειμένου ν' αναλάβει τη διοίκηση τους. Εξασφάλισε τη συγκατάθεση τους [4] και από τις 15 Σεπτεμβρίου ανέλαβε διοικητής του Λόχου με διαταγή του Υπουργού των Στρατιωτικών. Ο Λόχος μεταστάθμευσε στο Νεοζηλανδικό στρατόπεδο Ελ Μαάντι, όπου έγινε η βασική εκαπίδευση των ανδρών του, ενώ ο Τσιγάντες ζήτησε και πέτυχε την μετονομασία του, ύστερα από εντολή του τότε Αρχηγού ΓΕΣ Μέσης Ανατολής, Αντιστράτηγου Βασιλείου Μαραβέα, σε «Ιερός Λόχος του 1942» και την καθιέρωση εμβλήματος με τη Σπαρτιατική ρήση, «Ή TΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ», καθώς και την αλλαγή της αρχικής αποστολής του Λόχου και διατέλεσε αρχηγός του έως το καλοκαίρι του 1945, σε μια σειρά επιτυχών και ριψοκίνδυνων επιχειρήσεων στη Βόρεια Αφρική -υπό τις διαταγές του στρατηγού Μοντγκόμερι- και στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και τα Δωδεκάνησα. Για τη συμβολή του στην απελευθέρωση των Δωδεκανήσων, ανακηρύχθηκε το 1946,

  • επίτιμος δημότης Ρόδου.

Το Υπουργείο Στρατιωτικών τον διόρισε, με την υπ' αριθμόν 105016/29 Οκτωβρίου 1944, παράλληλα με τα καθήκοντα του ως Διοικητού του Ιερού Λόχου, και Στρατιωτικό Διοικητή Αιγαίου Πελάγους και Κυκλάδων, ενώ παρίστατο στις 8 Μαΐου 1945, ως επίσημος εκπρόσωπος της Ελλάδος στην υπογραφή του πρωτοκόλλου παραδόσεως της Γερμανικής Φρουράς Δωδεκανήσου. Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1945, με τη συγκατάθεση της Αγγλικής κυβερνήσεως που είχε την ευθύνη της Διοικήσεως των Δωδεκανήσων, Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή με αρχηγό το Συνταγματάρχη Τσιγάντε, μαζί με ένα επιτελείο από αξιωματικούς, κυρίως Ιερολοχίτες, εγκαταστάθηκε στη Ρόδο για να βοηθήσουν το έργο της. Στις 25 Νοεμβρίου 1946, ο Τσιγάντες προβιβάστηκε στον βαθμό του Ταξιάρχου και στις 4 Απριλίου 1947 ανακλήθηκε στην Αθήνα.

Στρατιωτικός σύμβουλος Πρωθυπουργού

Στις 5 Απριλίου 1947, ανέλαβε καθήκοντα "παρά τω πρωθυπουργώ", καθώς είχε αποσπαστεί από τη Διεύθυνση Πεζικού του Γενικού Επιτελείο Στρατού στο Γραφείο του Προέδρου της Κυβερνήσεως Θεμιστοκλή Σοφούλη, με την υπ'αριθμ. 151/27 Φεβρουάριου 1947 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, ως σύμβουλος του για στρατιωτικά θέματα. Στις 23 Μαΐου 1947, με την 369 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, αποσπάστηκε μαζί με τον Υποστράτηγο Βενετσάνο Κετσέα στην Ελληνική Αποστολή στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας, όπου δικάζονταν οι Γερμανοί εγκληματίες πολέμου, ενώ πρόεδρος της ήταν ο Εισαγγελέας Εφετών Κιουσσόπουλος. Οι δύο Έλληνες αξιωματικοί έμειναν ελάχιστο χρόνο στη Νυρεμβέργη, καθώς οι αρχές στη Γερμανία πρόβαλαν αντιρρήσεις για το υψηλόβαθμο των Ελλήνων στρατιωτικών και ο Τσιγάντες επέστρεψε στην Αθήνα με την πράξη 559 της 9ης Ιουλίου 1947 του Υπουργικού Συμβουλίου και εξακολούθησε την εξάσκηση των καθηκόντων του στο Γραφείο του Πρωθυπουργού μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1947, τοποθετήθηκε διοικητής της 76ης Ταξιαρχίας Πεζικού που είχε έδρα στα Δολιανά της Ηπείρου, όμως δεν αποδέχτηκε την τοποθέτηση του.

Αποστρατεία

Την ίδια εποχή αντιμετώπισε για πρώτη φορά σοβαρό πρόβλημα με την υγεία του και νοσηλεύθηκε στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού [417 ΝΙΜΤΣ], από το οποίο στις 7 Νοεμβρίου του χορήγησε δίμηνη αναρρωτική άδεια. Όταν διατελούσε σε αναρρωτική άδεια, ο Αναπληρωτής Υπαρχηγός του ΓΕΣ, Υποστράτηγος Θρασύβουλος Τσακαλώτος, υπέβαλε στις 25 Νοεμβρίου, πρόταση προαγωγής του Τσιγάντε στο βαθμό του Υποστρατήγου [5] «Κατ' απόλυτον εκλογήν», ενώ από το ΓΕΣ εκδόθηκε διαταγή τοποθέτησης του στη Νήσο Εύβοια, ως Ανώτερου Στρατιωτικού Διοικητή. Στις 19 Δεκεμβρίου, ενώ ήταν ακόμη σε άδεια, παρουσιάστηκε στο Α' Σώμα Στρατού, από το οποίο πήρε Φύλλο Πορείας για την Εύβοια «...προς εκτέλεσιν ειδικής υπηρεσίας». Στη συνέχεια τους πρώτους μήνες του 1948, ύστερα από τρίμηνη υπηρεσία στη τελευταία του θέση, υπέβαλε την παραίτηση του από το στρατό. Η αίτηση της αποστρατείας του αγνοήθηκε και την 1η Μαΐου 1948, και δίχως να έχει απάντηση στην αίτηση του, υπογράφτηκε το Βασιλικό Διάταγμα της αυτεπάγγελτης αποστρατείας του, με την ταυτόχρονη προαγωγή του στο βαθμό του Υποστρατήγου.

Ύστερα χρόνια

Ταξίδεψε σε ορεινές περιοχές της Ελλάδος, όπου διεξάγονταν μέχρι τον Αύγουστο του 1949, πολεμικές επιχειρήσεις για την κατάπνιξη της κομμουνιστικής ανταρσίας και έστελνε ανταποκρίσεις στις εφημερίδες με τις οποίες συνεργαζόταν, ενώ υπήρξε σχολιαστής και αρθρογράφος στις εφημερίδες «Ελευθερία» από το 1948 έως το 1950 και μετά το 1953 στις εφημερίδες «Έθνος» και «Τα Νέα», αν και έπασχε από βαριά μυωπία. Γνωστότερες εργασίες που δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες, ήταν,

  • «Ιστορία του Ιερού 1942-1945» και
  • «Ιστορία της Τάξης 1916», της οποίας υπήρξε απόφοιτος με επιμέρους θέματα τα,
«Λοχαγοί στη Μικρά Ασία»,
«Συνταγματάρχες στην Αλβανία»,
«Στρατηγοί στην Ανταρσία».

Διετέλεσε γενικός διευθυντής στο «Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας» [«Ε.Ι.Ρ.»], κατά τη χρονική περίοδο 1950-1953 καθώς και Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Αθηναίων. Ήταν από τους ιδρυτές του σωματείου «Πανελλήνιος Ένωσις Πολεμιστών Εκστρατευτικών Σωμάτων Μέσης Ανατολής Ριμινιτών Ιερολοχιτών» [έγινε γνωστή ως «Π.Ε.Σ.Μ.Α.Ρ.Ι.»], που εξέδιδε το έντυπο «Εθνικός Δρόμος» και την εκπροσώπησε ως υποψήφιος βουλευτής στις εθνικές εκλογές 1950, 1956 και 1958 με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, δίχως επιτυχία.

Ο θάνατος του

Στις αρχές του 1970, ασθένησε από καρκίνο και μετά τη διάγνωση στην Αγγλία, όπου νοσηλεύτηκε σε κλινική, έχοντας στη συμπαράσταση του φίλου και συμπολεμιστή του στη Μέση Ανατολή και στα νησιά του Αιγαίου, του Λόρδου Γεωργίου Τζέλικο [Earl George Jellicoe] και τη βοήθεια του συνταγματάρχη Ιωάννη Σορόκου, τότε πρεσβευτή της Ελλάδος στο Λονδίνο. Πέθανε στη διάρκεια της νοσηλείας του και αποτεφρώθηκε μια ημέρα μετά το θάνατό του. Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο, η σορός του κάηκε και η τέφρα του εναποτέθηκε σε τεφροδόχο, η οποία τάφηκε στο οικογενειακό νεκροταφείο του Λόρδου Τζέλικο, κοντά στη μόνιμη κατοικία του, στους αμμόλοφους της Κομητείας «Wiltshire Downs». Στην επιτύμβια πλάκα γράφηκε, με πρόταση του γιου του Γεράσιμου, η ρήση από τον «Επιτάφιο» του Περικλή, «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος».

Στις 26 Αυγούστου 1976 ο τότε υπουργός Εθνική Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας εξέδωσε απόφαση με την οποία διέθεσε 1,5 εκατομμύριο δραχμές για την ανέγερση μνημείου του Χριστόδουλου Τσιγάντε «...εντός του Πεδίου του Άρεως» καθώς και «..την μεθόδευσιν των διαδικασιών μετακομιδής της τέφρας του Αντιστρατήγου Χρ. Τσιγάντε εκ Λονδίνου εις Αθήνας...». Στις 2 Αυγούστου 1977, με έγγραφό του προς το Υπουργείο Εξωτερικών, το Γενικό Επιτελείο Στρατού ζητούσε διαμεσολάβηση για τον επαναπατρισμό της τέφρας του και η σχετική ευθύνη ανατέθηκε στον σήμερα πρέσβη ε.τ. Παύλο Αποστολίδη. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1977 ο Έλληνας πρεσβευτής στο Λονδίνο παρέθεσε δείπνο προς τιμήν του Ανδρέα Ζαΐμη, τότε υφυπουργού Εθνικής Άμυνας, που είχε ταξιδέψει στο Λονδίνο μαζί με άγημα Ευζώνων για να παραλάβει την τέφρα του Τσιγάντε με στρατιωτικό αεροσκάφος C-130, ενώ ακολούθησε επιμνημόσυνη τελετή και ομιλία του Τζέλλικο στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας στο Λονδίνο. Η τέφρα του Τσιγάντε, με ενδιάμεσους σταθμούς τη βάση της R.Α.F. στο Λάινχαμ Ουίλτς και το Παρίσι έφτασε στην Αθήνα.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Αριθμός Μητρώου: 9095]
  2. Ο Τσιγάντες «επιστρέφει» για πάντα στην Ελλάδα Εφημερίδα «Το Βήμα», 28 Σεπτεμβρίου 2008
  3. [Η οργάνωση «Ελληνική Στρατιωτική Οργάνωση» [«Ε.Σ.Ο.»] δημιουργήθηκε από ομάδα Λοχαγών και Υπολοχαγών με επικεφαλής τον Ιωάννη Τσιγάντε, ο οποίος ήταν γνωστός ως «Μείζον», με σκοπό την αντιμετώπιση των αντιπάλων του Ελευθερίου Βενιζέλου. Στελέχη της υπήρξαν αξιωματικού όπως ο Ευριπίδης Μπακιρτζής και ο Δημήτριος Ψαρρός, οι οποίοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο τα επόμενα χρόνια. Επικεφαλής της στην εκδήλωση του Κινήματος της 1ης Μαρτίου του 1935 ήταν ο συνταγματάρχης Στέφανος Σαράφης, ο αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Πράσος-Βλάχος και ο πλοίαρχος ε.α. Ανδρέας Κολιαλέξης. Οι κινηματίες ανακήρυξαν τις Σέρρες πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους.]
  4. [«...Στις 12 Σεπτεμβρίου 1942, ξαφνικά ενεφανίσθη στο Στρατόπεδο μας, στην Κφαρ-ιόνα της Παλαιστίνης, ο Συντ/ρχης ΤΣΙΓΑΝΤΕΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ, με οδηγό τον Λευτέρη Κοντομίχαλο. Εμείς 30 περίπου άτομα, τον γιουχαΐσαμε και τον αποδοκιμάσαμε και του είπαμε να φύγει. Ο Κοντομίχαλος του ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου να μπει μέσα, για να φύγουν. Ο Τσιγάντες όμως κάνει στροφή και μας λέγει: « Έχετε δίκιο να με βρίζετε, αλλά εγώ γνωρίζω ότι εσείς είσαστε διωγμένοι και παραμερισμένοι, διότι ζητάτε να πάτε στον Πόλεμο, να ελευθερώσετε την Πατρίδα. Εγώ αναλαμβάνω να σας πάω στον Πόλεμο. Αφήστε με να σας ειπώ δύο λόγια και θα φύγω». Εμείς κοιταχθήκαμε μεταξύ μας και του είπαμε ΝΑΙ. Δίπλα ήτανε μία σκηνή Σκούατ και μπήκαμε μέσα. Ο Τσιγάντες τότε, μας είπε, «Εγώ είμαι ο Λάκης ο Τσιγάντες, ο Ροχάλας, ο Κινηματίας, ο απότακτος του 1935, αλλά όμως είμαι και ένας συνάδελφος που επολέμησα στο ΣΚΡΑ, όπου έχασα δύο δάκτυλα. Επολέμησα και στην ΟΥΚΡΑΝΙΑ. Επολέμησα και στη ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ με τραύμα στα πλευρά. Ο Μεταξάς το 1940, δεν με ανεκάλεσε όπως και τον αδελφό μου τον Γιάννη και είχε δίκιο. Εγώ επήγα στη Γαλλική Λεγεώνα των Ξένων και επολέμησα στο ΜΠΙΡ ΧΑΚΙΜ, από όπου διέφυγα και ήλθα στην ΑΙΓΥΠΤΟ. Έμαθα για σας και ήλθα να σας πω ότι, εγώ αναλαμβάνω να σας πάω στον Πόλεμο, εάν εσείς με δεχθείτε ως διοικητή σας. Εγώ ποτέ δεν θα σας μιλήσω για πολιτική και κόμματα. Εσείς μπορείτε να πιστεύετε ό,τι θέλετε». Εμείς κοιταχθήκαμε και του είπαμε ΝΑΙ....»] Απόσπασμα από την διήγηση του Αντιστρατήγου ε.α. Κωνσταντίνου Κόρκα, τότε Ανθυπολοχαγού των ελαχίστων ζώντων και υπερηλίκων το Σεπτέμβριο του 2013, Ιερολοχιτών
  5. [Συνοπτικά, ο Τσιγάντες προήχθη το 1917 σε υπολοχαγό, το 1919 σε λοχαγό, το 1923 σε ταγματάρχη, το 1934 σε αντισυνταγματάρχη, το 1942 σε συνταγματάρχη, το 1946 σε ταξίαρχο και το 1948 σε υποστράτηγο.]