Λουσιέν Ρεμπατέ

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Ρομαίν (Λουσιέν) Ρεμπατέ [Romain (Lucien) Rebatet] Γάλλος εθνικιστής, διανοούμενος, εξέχων και μαχητικός πολιτικός σχολιαστής γνωστός για τις εθνικιστικές θέσεις του, μαχητικός αντισημίτης, δημοσιογράφος, ιστορικός μουσικής, κριτικός κινηματογράφου και τέχνης, μεταφραστής και συγγραφέας μεταξύ πολλών άλλων και του βιβλίου «Les Deux étendards» [«Τα δύο λάβαρα»], που θεωρείται ως ένα από τα μεγαλύτερα μυθιστορήματα της μεταπολεμικής εποχής, ο οποίος υπήρξε συνεπής υποστηρικτής της πολιτικής του κράτους του Ισραήλ μετά την ίδρυση του, γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1903 στο Moras-en-Valloire ένα χωριό στα βόρεια του τμήματος Drôme, στην περιοχή Auvergne-Rhône-Alpes όπου και πέθανε [1] στις 24 Αυγούστου 1972 από καρδιακή προσβολή. Η νεκρώσιμη ακολουθία του έγινε στην εκκλησία του Moras-en-Valloire και ακολούθησε η ταφή του στο κοιμητήριο της γενέτειρας του.

Lucien Rebatet
Rebatet.jpg
Γέννηση: 15 Νοεμβρίου 1903
Τόπος: Moras-en-Valloire, Drôme
Auvergne-Rhône-Alpes (Γαλλία)
Σύζυγος: Véronique Popovici-Rebatet
Τέκνα: Άτεκνος
Υπηκοότητα: Γαλλική
Ασχολία: Δημοσιογράφος, Κριτικός, συγγραφέας
Θάνατος: 24 Αυγούστου 1972
Τόπος: Moras-en-Valloire, Drôme
Auvergne-Rhône-Alpes (Γαλλία)
Αιτία θανάτου: Καρδιακή προσβολή

Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1933 παντρεύτηκε την Ρουμανικής καταγωγής Véronique Popovici (1906-1988) στο Galatz της Ρουμανίας και δεν απέκτησαν απογόνους.

Βιογραφία

Οικογένεια [2] Ρεμπατέ

Πολλοί από τους προγόνους του Ρεμπατέ ήταν συμβολαιογράφοι. Πατέρας του Λουσιέν Ρεμπατέ ήταν ο, πολιτικά αδιάφορος πλην αντικληρικαλιστής μικροαστός, Pierre Rebatet, συμβολαιογράφος του χωριού Moras-en-Valloire, ενώ μητέρα του ήταν η Jeanne Antoinette Marie Rebaret to γένος Tampucci, εγγονή του ποιητή Hippolyte Tampucci, μια γυναίκα λιτή στους τρόπους και στη συμπεριφορά, τακτική στη λειτουργία της καθολικής εκκλησίας, η οποία κληρονόμησε από τους γονείς της μεράκι για μουσική και ζωγραφική, καθώς και πολύ αυστηρό ήθος. Ο Λουσιέν είχε μια αδελφή, την Marguerite Françoise Rebatet.

Πρώτα χρόνια / Σπουδές

Ο Λουσιέν παρακολούθησε τα μαθήματα της βασικής και της μέσης εκπαιδεύσεως στο Μαριανό κολέγιο Sainte-Marie de Saint-Chamond, στην κοινότητα του Saint-Chamond, πενήντα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Λυών, στην περιοχή του Λίγηρα στην κεντρική Γαλλία. Εκεί ανατράφηκε σε περιβάλλον με απίστευτη αυστηρότητα όμως ήρθε σε επαφή με το ποιητικό έργο των Μπωντλαίρ, Ρεμπώ και Βερλαίν. Ο Λουσιέν περιφρονούσε τον πατέρα του τον οποίο θεωρούσε δημαγωγό χωρίς ουσία και δεν επιθυμούσε να γίνει σαν αυτόν ενώ αντίθετα θαύμαζε απεριόριστα τη μητέρα του. Το 1923 άρχισε τη φοίτηση του στη Νομική Σχολή στο Πανεπιστήμιο της Λυών την οποία εγκατέλειψε. Τον επόμενο χρόνο ήρθε σε επαφή με την εθνικιστική και μοναρχική εφημερίδα και οργάνωση «L’Action Française» του Σαρλ Μωρράς και ανακάλυψε τον εθνικισμό. Μετά τη Νομική της Λυών σπούδασε λογοτεχνία στη Σορβόννη. Το 1928 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και στη συνέχεια εργάστηκε για διάστημα δύο ετών ως ασφαλιστικός πράκτορας, μια περίοδο της ζωής του την οποία αργότερα περιέγραψε ως «βαριεστημένη εργασία».

Δημοσιογραφική καριέρα

Τον Απρίλιο του 1929 ο Λουσιέν άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και με το ψευδώνυμο «François Vinneuil», ως φόρο τιμής στον Vinteuil του Προυστ, δημοσίευσε κείμενα ως κριτικός μουσικής και κινηματογράφου στην εθνικιστική εφημερίδα «Action Française». Σύντομα αναδείχθηκε και καταξιώθηκε ως ένας από τους πλέον διορατικούς, επιδραστικούς και ονομαστούς κριτικούς κινηματογράφου της εποχής του. Το 1935 έγινε συνεργάτης της εφημερίδος «Je suis partout», ενός εβδομαδιαίου εντύπου που κυκλοφορούσε από τις 29 Νοεμβρίου 1930 και εκδόθηκε από τον Arthème Fayard. Στα κείμενα του εξέφραζε τη συμπάθειά του για τον εθνικοσοσιαλισμό, ιδίως στα άρθρα του για την εφημερίδα, ενώ χαιρέτισε την κυκλοφορία του αντισημιτικού δοκιμίου του Céline, «Bagatelles pour un Massacre». Κατηγορούσε τους Σιωνιστές ότι υποδαυλίζουν τον Παγκόσμιο Πόλεμο προκειμένου να πετύχουν την ανατροπή του Αδόλφου Χίτλερ και του Γερμανικού εθνικιστικού κράτους, γενικότερα εναντιώνεται στην δύναμη των Εβραίων και παράλληλα επιτίθεται στον κομμουνισμό, τη δημοκρατία και την Καθολική Εκκλησία. Το 1938 ανέλαβε καθήκοντα επικεφαλής πληροφοριών της εθνικιστικής οργανώσεως «Action Française» όπου υπήρξε στενός συνεργάτης του Σαρλ Μωρράς (Charles Maurras), ιδρυτή του κινήματος.

Β' Π.Π. / Κυβέρνηση Βισύ

Το 1939 ο Ρεμπατέ επιστρατεύθηκε και κατατάχθηκε στον Γαλλικό στρατό όμως, με την κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η μονάδα του δεν συμμετείχε σε πολεμικές επιχειρήσεις ενώ ο ίδιος εκδήλωσε την ξεκάθαρη αντίληψη και ελπίδα του πως πρόκειται για έναν «...σύντομο και καταστροφικό πόλεμο για τη Γαλλία». Μετά την κατάρρευση της Γαλλικής άμυνας και την κατάληψη της χώρας από τις Γερμανικές στρατιές ο Λουσιέν, που αρχικά επέστρεψε στη γενέτειρα του, εργάστηκε ως δημοσιογράφος για το ραδιόφωνο της κυβερνήσεως του Vichy υπό τον πρωθυπουργό-στρατηγό Φιλίπ Πεταίν όμως σύντομα εγκατέλειψε αυτή τη θέση, την εθνικιστική εφημερίδα αλλά και την οργάνωση «Action Française» και εντάχθηκε ως αρθρογράφος στην εφημερίδα «Cri Du Peuple» του Jacques Doriot. Την ίδια εποχή ήρθε σε βαθιά ρήξη και επιτέθηκε με βίαιο τρόπο στην εθνικιστική οργάνωση και εφημερίδα «Action Française», με την οποία είχε συνεργαστεί, και ειρωνικά την μετονόμασε σε «Inaction française» (Γαλλική αδράνεια). Στόχος των επιθέσεων του έγινε και ο Charles Maurras, τον οποίο αποκαλούσε «faux fasciste» (ψεύτικο φασίστα) προκαλώντας την οργίλη αντίδραση του Maurras.

Από τα βέλη του δεν ξέφυγαν ούτε οι εκπρόσωποι της κυβερνήσεως του Vichy καθώς, σε αντίθεση με κείνους, ο Ρεμπατέ θεωρούσε πως η μόνη διέξοδος για τη Γαλλία ήταν η πλήρης συνεργασία της με την εθνικιστική Γερμανία. Το 1942 δημοσίευσε ένα εκτενές φυλλάδιο με τίτλο «Les Décombres» («Τα ερείπια»), στο οποίο εντόπισε τις δυνάμεις που πίστευε ότι οδήγησαν τη Γαλλία στην πτώση της και στράφηκε με κατηγορηματικό τρόπο εναντίον των πολιτικών της 3ης Γαλλικής Δημοκρατίας και της στρατιωτική ηγεσίας της χώρας αλλά και εναντίον των Γάλλων πολιτών, Εβραίων στην καταγωγή, για τους οποίους υποστήριξε ότι ήταν η κύρια αιτία των πολιτικών και στρατιωτικών δεινών της Γαλλίας. Το «Les Décombres» είναι η πιο ξεκάθαρη έκφραση των εθνικοσοσιαλιστικών αντιλήψεων του Ρεμπατέ αλλά και το πλέον σκληρό αντισημιτικό έργο του. Την ίδια χρονιά, άρχισε να γράφει το «Les Deux étendards» («Τα δύο πρότυπα»), το πρώτο του μυθιστόρημα και ως το 1944 συνέχισε να δημοσιεύει κείμενα στην εφημερίδα «Je suis partout».

Διαφυγή / Σύλληψη / Καταδίκη

Μετά την πτώση του Στάλινγκραντ, ο Ρεμπατέ αν και εκμυστηρεύτηκε στους οικείους του ότι ο πόλεμος χάθηκε, έμεινε πιστός και αμετανόητος στις ιδέες και τις επιλογές του. Είναι χαρακτηριστικό ότι το τελευταίο άρθρο του χρονολογείται στις 28 Ιουλίου 1944, μετά την απόβαση στη Νορμανδία και την απόπειρα δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Je suis partout» κι έχει τίτλο «Fidélité au National-socialisme», «Πίστη στον εθνικοσοσιαλισμό». Γράφει εκεί, μεταξύ άλλων:

«...Θαυμάζω τον Χίτλερ. Θαυμάζουμε τον Χίτλερ και έχουμε πολύ σοβαρούς λόγους για αυτό. Στον αγώνα εναντίον όλων των ξεπερασμένων πρακτικών του 19ου αιώνα, ο Χίτλερ είχε αναρίθμητους προκατόχους, αναλυτές, διαλεκτικούς πιο λαμπρούς και πιο ευκίνητους από αυτόν. Αλλά ήταν αυτός που έκανε πραγματικά πράξη το τεράστιο ρεύμα των αντιδημοκρατικών ιδεών. Είναι αυτός που θα φέρει στην ιστορία την τιμή να έχει εκκαθαρίσει τη δημοκρατία...».

Τον Αύγουστο του 1944 ο Ρεμπατέ, επικηρυγμένος και αντιμετωπίζοντας το φάσμα της εκτελέσεως από τους Γάλλους αντιστασιακούς, εγκατέλειψε με τη σύζυγο του τη Γαλλία με κατεύθυνση την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, συγκεκριμένα στο επιταγμένο κάστρο Sigmaringen στη νοτιοδυτική Γερμανία. Στις αρχές του Σεπτεμβρίου περίπου χίλιοι «συνεργάτες» κατέλυσαν στο κάστρο Sigmaringen, στην περιοχή Baden-Wurttemberg. Μεταξύ τους ο επίσης εθνικιστής Γάλλος γιατρός και συγγραφέας Λουί Φερντινάν Σελίν και ο Fernand de Brinon, που αργότερα εκτελέστηκε από τους Γκωλιστές. Το κάστρο ορίστηκε ως έδρα της εξόριστης Γαλλικής κυβερνήσεως, κι εκεί ο Philippe Pétain και αρκετοί άλλοι συνεργάτες του παρέμειναν ως το τέλος του πολέμου.

Ο Ρεμπατέ συνελήφθη από τους Συμμάχους στις 8 Μαΐου 1945, την ημέρα της συνθηκολογήσεως της Γερμανίας, στο Feldkirch της Αυστρίας, μετά από ένταλμα συλλήψεως που εκδόθηκε από τον δικαστή Zoussmann υπεύθυνο για την σχετική έρευνα, όμως πρόλαβε να παραδώσει το χειρόγραφο του βιβλίου «Les Deux étendards» («Τα δυο λάβαρα») στη σύζυγό του Véronique. Φυλακίστηκε στη Fresnes, όπου κρατήθηκε φέροντας αλυσίδες στα πόδια. Εκείο δικηγόρος του κατόρθωσε να του επιστρέψει, κρυφά, το χειρόγραφο. Η δίκη του Ρεμπατέ άρχισε στις 18 Νοεμβρίου και δικάστηκε μαζί με άλλους συντάκτες της εφημερίδος «Je suis partout». Ο Rebatet και ο Pierre-Antoine Cousteau, ο αδελφός του διάσημου ωκεανογράφου Jacques-Yves Cousteau, καταδικάστηκαν σε θάνατο ενώ ο Claude Jeantet σε ισόβια κάθειρξη. Στη διάρκεια αυτής της δίκης ο Cousteau, προκάλεσε τους δικαστές και δήλωσε ότι λυπήθηκε για την ήττα των Γερμανών:

«...Παρ’ όλα τα εγκλήματά του ο Hitler, ήταν η τελευταία ευκαιρία του λευκού άνδρα».

Στη διάρκεια της αναγνώσεως της καταδικαστικής αποφάσεως ο Ρεμπατέ δεν αντέδρασε, ενώ ο Cousteau έδειξε την περιφρόνηση του στους δικαστές. Η εταιρεία που εξέδιδε την εφημερίδα Je Suis Partout διαλύθηκε, με απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, και τα περιουσιακά της στοιχεία κατασχέθηκαν.

Μεταπόλεμος

Στη φυλακή ο Ρεμπατέ συνέχισε να εργάζεται για το έργο του «Les Deux étendards» («Τα δυο λάβαρα»), επιδιώκοντας να το ολοκληρώσει πριν την διαφαινόμενη εκτέλεση του. Σχεδόν πέντε μήνες μετά την καταδίκη του σε θάνατο, ακριβώς μετά από εκατόν σαράντα μία ημέρες αλυσοδεσίας, χάρις στις προσπάθειες της συζύγου του και στις εκκλήσεις μιας σειράς επιφανών Γάλλων διανοουμένων, δόθηκε χάρη στον Ρεμπατέ, στις 10 Απριλίου 1947, λίγο μετά την εκλογή του Γάλλου Προέδρου Vincent Auriol. Η ποινή του μετατράπηκε, αρχικά σε ισόβια κάθειρξη σε καταναγκαστικά έργα στο Clairvaux, όπως έγινε και με τον Pierre-Antoine Cousteau, και μετά το 1951 σε περιορισμό κατ’ οίκον. Τελικά απελευθερώθηκε, στις 16 Ιουλίου 1952, όμως ουσιαστικά εξοντώθηκε καθώς του απαγορεύτηκε να διαμένει στο Παρίσι, όπου επέστρεψε δύο χρόνια αργότερα, το 1954, και έκτοτε έζησε σχεδόν απομονωμένος όμως συνέχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο François Vinneuil, όπως και πριν τον πόλεμο. Τον Ιούλιο του 1961, μαζί με τους Marcel Ayme, Claude Gallimard, Roger Nimier, Robert Poulet, Jean-Roger Caussimon, παραβρέθηκε στην κηδεία του παλιού του συναγωνιστή, του Λουί Φερντινάν Σελίν.

Συνέχισε ως το τέλος την ενασχόληση του με την δημοσιογραφία και εργάστηκε για τα εθνικιστικά έντυπα Rivarol και Valeurs Actuelles. Στις προεδρικές εκλογές του 1965 τάχθηκε εναντίον της εκλογής του Σαρλ Ντε Γκωλ, υποστήριξε τον Jean-Louis Tixier-Vignancour στον πρώτο γύρο και μετά, στον δεύτερο γύρο, υποστήριξε την εκλογή του François Mitterrand, μια επιλογή που αν και φαινομενικά παράδοξη, οφείλεται πρωτίστως στον αδιάλλακτο πόλεμο του εναντίον του Ντε Γκωλ αλλά και στην πίστη του στο ευρωπαϊκό ιδεώδες. Το 1967, υποστήριξε το κράτος του Ισραήλ στον πόλεμο εναντίον των Αραβικών κρατών.

«...Η υπόθεση του Ισραήλ {...} ​​είναι υπόθεση όλων των Δυτικών κρατών. Θα ήμουν πολύ έκπληκτος αν μου είχαν προφητεύσει το 1939 ότι μια μέρα θα ευχόμουν τη νίκη ενός Σιωνιστικού στρατού όμως είναι η λύση που βρίσκω λογική σήμερα. {...} πρόκειται για ιστορικό παράδοξο που οδήγησε τους Εβραίους του Ισραήλ να υπερασπιστούν όλες τις πατριωτικές, ηθικές και στρατιωτικές αξίες που πολέμησαν με τη μεγαλύτερη βία επί έναν αιώνα στην υιοθετημένη χώρα τους...».

Τον Δεκέμβριο του 1969, καλεσμένος του Jacques Chancel για το πρόγραμμα του Radioscopie, στην ερώτηση: «Lucien Rebatet, ντρέπεσαι για όλα όσα έγιναν; Σήμερα είσαι ακόμα αντισημίτης;», απάντησε:

«...Ούτε στο ελάχιστο. Αν ντρεπόμουν, δεν θα ήμουν σε αυτό το μικρόφωνο. Αγωνίστηκα για τον σκοπό που πίστευα ότι ήταν καλός. Βρίσκω ότι η ερώτηση είναι εντελώς ξεπερασμένη.»  

Ο Jacques Chancel του επισήμανε ότι κάνει αναφορά σε πολλούς Εβραίους μουσικούς στο έργο του Histoire de la musique, που δημοσιεύτηκε λίγο καιρό πριν από τη συνέντευξη. Ο Ρεμπατέ απάντησε ότι το βρίσκει φυσιολογικό και μίλησε για την αγάπη του για τον Μάλερ και τον Σόνμπεργκ:

«...ο Σένμπεργκ είναι το αποκορύφωμα της μεγάλης γερμανικής μουσικής, ο Μάλερ είναι το αποκορύφωμα του Βάγκνερ» και συμπλήρωσε ότι θεωρούσε «...εντελώς ηλίθιο ότι αυτοί οι μουσικοί απαγορεύονταν στη Γερμανία».

Συγγραφικό έργο

Ο Ρεμπατέ, εκτός όλων των άλλων, έγραψε κριτική θεάτρου για το «Le cri du peuple» όργανο του «Parti Populaire Français», («Λαϊκό Γαλλικό κόμμα») του Doriot και για το «Devenir» των Γαλλικών Waffen SS.

  • «Les Tribus du cinéma et du théâtre»,
  • «Le Bolchevisme contre la civilisation»,
  • «Codreanu et la Garde de Fer» («Ο Κοντρεάνου και η Σιδηρά Φρουρά»)
  • «Les Memoires d' un Fasciste-Les Decombres» («Οι αναμνήσεις ενός φασίστα-Τα ερείπια»), δίτομο έργο, το 1942.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε σε 65.000 αντίτυπα, σημαντική εκδοτική επιτυχία για την εποχή, και ανακηρύχθηκε «βιβλίο της χρονιάς» από το Radio Paris. Ο γοητευμένος Brasillach αναφέρεται σ' αυτό και αφιερώνει διθυράμβους:

«....Ένας ωκεανός βίαιων, αμέτρητων, ακόμη και θορυβωδών σελίδων, ένα άθροισμα των ημερών πριν από τον πόλεμο και για τον πόλεμο, που θα λάμπει στους επόμενους μήνες σαν φωτεινός ήλιος. Ένα από τα σπουδαία και τρομερά βιβλία, ως μαρτυρία για την ώρα της τραγωδίας». 
  • «Les Deux étendards» («Τα δύο λάβαρα»), το 1945.

Το χειρόγραφο του έργου στάλθηκε, τον Σεπτέμβριο του 1950 κι ενώ ο Ρεμπατέ ήταν ακόμη φυλακισμένος, στον οίκο Gallimard από τη Véronique Rebatet και δημοσιεύτηκε σε δύο τόμους το 1952. Έλαβε θετικές κριτικές, ειδικά από την ομάδα «Hussards», όμως παρέμεινε επί δεκαετίες σε καθεστώς λογοκρισίας αποκλεισμένο από εφημερίδες και βιβλιοπωλεία. Ο Φρανσουά Μιττεράν, Γάλλος σοσιαλιστής και μετέπειτα πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, είπε για το έργο του Ρεμπατέ ότι:

«...η ανθρωπότητα χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα. Σ' αυτούς που έχουν διαβάσει «Τα δύο λάβαρα» και στους άλλους...». 
  • «Lettres de prison», μια μακροσκελέστατη επιστολή που γράφτηκε τον Απρίλιο του 1947.
  • «Les Epis Murs» το 1954.
  • «Margot l' enragee»,
  • «La Lutte finale», το 1959, η κύρια πηγή εμπνεύσεως του οποίου είναι ουσιαστικά πολιτική, έργο το οποίο παρέμεινε ημιτελές,
  • «Une histoire de la musique», το 1961, του Robert Laffont, ένα έργο που χαιρετίστηκε από τους κριτικούς,

Μετέφρασε το έργο

  • «Ιστορία της ισπανικής μουσικής» του W. Starki από τα αγγλικά.

Αρχείο Ρεμπατέ [3]

Το σωζόμενο αρχείο του Ραμπατέ περιέχει σημειώσεις, χειρόγραφα και τα δακτυλόγραφα των έργων του, συμπεριλαμβανομένων δύο αδημοσίευτων μυθιστορημάτων, το ολοκληρωμένο «Margot l' enragee» και το ημιτελές, «La Lutte finale». Επίσης σημειώσεις για το έργο του Marcel Proust, ημερολόγια της νεότητος και των ταξιδιών του, το προπολεμικό και μεταπολεμικό ημερολόγιό του, συμπεριλαμβανομένου του ημερολογίου του που κρατούσε στη διάρκεια της κρατήσεως του στις φυλακές Fresnes και Clairvaux. Σώζονται ακόμη εφημερίδες του, επιστολές των συναδέλφων και των εκδοτών του, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των Jacques Benoist-Méchin, Robert Brasillach, Roland Cailleux, Gaston Gallimard, Jean Galtier-Boissière, Kléber Haedens, Gabriel Matzneff, Marcel Pagnol, Jean Paulhan και άλλων, εκτενής αλληλογραφία με τη σύζυγό του, Véronique Popovici, άρθρα του στις εφημερίδες, κυρίως στη Rivarol και κριτικές. Υπάρχουν, ακόμη, αποκόμματα με δημοσιεύματα εφημερίδων για τον συγγραφέα, εκδοτικές συμβάσεις, νομικοί φάκελοι κυρίως για τις συνεργασίες του, βιογραφικά έγγραφα, μεταξύ τους και η αίτηση για την χορήγηση χάριτος την οποία υπέβαλλε στον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Μνήμη Λουσιέν Ραμπατέ

Ο Ραμπατέ, φανατικός εθνικιστής και αδιάλλακτος αντικομμουνιστής, ικανός και καλλιεργημένος κριτικός τέχνης ιδιαίτερα της ζωγραφικής, μουσικής, θεάτρου και κινηματογράφου, ως πολιτικό ον, δημοσιογράφος, αρθρογράφος και διανοούμενος ανήκει στην αποκαλούμενη γενιά των «καταραμένων» του μεσοπολέμου, λόγω των ιδεολογικών και πολιτικών επιλογών του καθώς υπήρξε σταθερά φιλογερμανός, θέση στην οποία υπήρξε συνεπής ως την κατάρρευση της εθνικιστικής Γερμανίας. Γράφει υπερασπιζόμενος τις εθνικιστικές και ταυτόχρονα αντιδημοκρατικές απόψεις του:

«...Είχαμε μια φρίκη της δημοκρατίας, της υποκρισίας, της ανικανότητας, της δειλίας της. Μόλις καταργήθηκαν οι πολιτικές σέκτες, ζητήσαμε ένα ενιαίο κόμμα, τον έλεγχο των τραπεζών για την υπεράσπιση των εργαζομένων ενάντια στην απάνθρωπη αρπαγή του καπιταλισμού Γίναμε φασίστες {...} Δεν είχα ποτέ ούτε ένα δημοκρατικό αιμοσφαίριο στις φλέβες μου. Υποφέρουμε από την Επανάσταση από μια σοβαρή ανισορροπία γιατί έχουμε χάσει την έννοια του ηγέτη. Φιλοδοξώ στη δικτατορία, σε ένα αυστηρό και αξιοκρατικό καθεστώς», αναφέρει στο έργο του «Les Décombres».

Διακατέχονταν από πάθος για τη μουσική, λάτρευε την τζαζ, και τον κινηματογράφο, ενώ αγαπημένοι του ήταν ο Proust, ο Wagner και ο Stravinski. Σταδιακά εξελίχθηκε σ' έναν από τους μεγαλύτερους και πλέον οξυδερκείς κριτικούς του είδους επηρεασμένος από τον επίσης εθνικιστή διανοούμενο Robert Brasillach και άλλες μορφές της εποχής λίγο πριν και στη διάρκεια του μεσοπολέμου. ο Ρεμπατέ, ένας από τους μεγάλους συγγραφείς και φιλόσοφους του «φασιστικού ρομαντισμού», αν και αρχικά θεωρούσε και υποστήριζε πως οι Εβραίοι αποτελούσαν ένα είδος «συλλογικού δημιουργού», έναν παρασιτικό λαό, την πεμπτουσία των κακών της αστικής τάξεως, που διαφθείρει και εξαπατά τους Γάλλους, το 1967 δε δίστασε και τάχθηκε ολοκάθαρα υπέρ των Εβραίων και του Ισραηλινού κράτους στον πόλεμο εναντίον των Αράβων.

Εξωτερικές συνδέσεις

Παραπομπές