Μαρία Κάλλας
Η Καικιλία Σοφία Άννα Μαρία Καλογεροπούλου (γεννημένη Sophie Cecelia Kalos), Ελληνίδα εθνικιστής ευρύτερα γνωστή ως Μαρία Κάλλας, λυρική υψίφωνος παγκοσμίου φήμης ίσως η κορυφαία υψίφωνος του 20ού αιώνα που η φωνητική τέχνη της και οι ιδιάζουσες υποκριτικές της ικανότητες της χάρισαν το προσωνύμιο La Divina («Η Θεϊκή»), γεννήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1923 [1] ή στις 2 Δεκεμβρίου [2] στο Flower Hospital στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και πέθανε από έμφραγμα του μυοκαρδίου, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, στο σπίτι της στο Παρίσι. Η κηδεία της έγινε στις 20 Σεπτεμβρίου 1977 στον Ελληνορθόδοξο Καθεδρικό Ναό του Αγίου Στεφάνου της οδού Ζωρζ Μπιζέ στο Παρίσι.
| ||
| ||
Γέννηση: 2 Δεκεμβρίου 1923 | ||
Τόπος: Μανχάταν, Νέα Υόρκη (Η.Π.Α.) | ||
Σύζυγος: Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι | ||
Τέκνα: Άτεκνος | ||
Υπηκοότητα: Η.Π.Α., Ελληνική, Ιταλική | ||
Σπουδές: Μουσική, Φωνητική | ||
Ασχολία: Καλλιτέχνης, Λυρική υψίφωνος | ||
Θάνατος: 16 Σεπτεμβρίου 1977 | ||
Τόπος: Παρίσι (Γαλλία) |
Στις 21 Απριλίου 1949 η Μαρία Κάλλας παντρεύτηκε με τον Ιταλικής καταγωγής, βιομήχανο, καλλιτεχνικό ιμπρεσάριο και προσωπικό της μάνατζερ, Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι, στο παρεκκλήσι των Meneghini στη Βερόνα, όμως από το γάμο της δεν απέκτησε τέκνα.
Περιεχόμενα
- 1 Βιογραφία
- 1.1 Καταγωγή
- 1.2 Οικογένεια
- 1.3 Επιστροφή στην Ελλάδα
- 1.4 Καλλιτεχνική δράση
- 1.5 Πως έχασε η Κάλλας τη φωνή της
- 1.6 Καλλιτεχνικό χρονολόγιο
- 1.7 Οικογενειακές σχέσεις
- 1.8 Ύστερα χρόνια
- 1.9 Ο θάνατος της
- 1.10 Νεκρώσιμη ακολουθία [20]
- 1.11 Αποτέφρωση
- 1.12 Διασκορπισμός τέφρας
- 1.13 Κληρονομικά δικαιώματα
- 1.14 Είπαν για την Κάλλας
- 1.15 Μνήμη Μαρίας Κάλλας
- 2 Εξωτερικές συνδέσεις
- 3 Βιβλιογραφία
- 4 Παραπομπές
Βιογραφία
Καταγωγή
Το πραγματικό επώνυμο της ήταν Ανδρινοπούλου και μακρινός της πρόγονος ήταν ο Καλόγερος Ανδρινόπουλος, ο οποίος έδρασε ως στρατιώτης στην Επανάσταση του 1821 και για την προσφορά του έλαβε το 1844 [3], από την πολιτεία, τιμητικό δίπλωμα και σιδερένιο Αριστείο Ανδρείας. Μέλη της οικογένειας μεταγκαταστάθηκαν, πριν το 1700, από την περιοχή Λάκκα Σούλι της Ηπείρου στο χωριό Καλογερέσι της Τριπύλας και μετά στο κοντινό χωριό Λαντζουνάτου. Ο Καλόγερος Ανδρινόπουλος, εγκαταστάθηκε σώγαμπρος στο χωριό Μπέτση, το οποίο δεν υπάρχει πλέον, στη βορειοανατολική πλευρά του βουνού του Βουλκάνου, στην Ιθώμη Μεσσηνίας και εκεί γεννήθηκαν δύο από τα παιδιά του ο Γεώργιος και ο Βασίλειος.
Την 1η Ιανουαρίου 1862 οι κάτοικοι του χωριού μεταξύ των οποίων και ο Καλόγερος Ανδρινόπουλος ίδρυσαν, ενάμισι χιλιόμετρο δυτικά του Μελιγαλά Μεσσηνίας και δίπλα στη γέφυρα της Μαυροζούμαινας, το χωριό Νεοχώρι Ιθώμης. Στις 15 Φεβρουαρίου 1864 εγκαταστάθηκαν στο χωριό, υπογράφοντας ειδικό συμφωνητικό οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών Γκολέμη και Μίλα. Ο Βασίλης Καλογερόπουλος και η Φωτούλα το γένος Στάθη Κουντούρη από το Μαυρομάτι της Ιθώμης Μεσσηνίας, απέκτησαν τέσσερα παιδιά, το Δημήτριο, το Γεώργιο, την Αναστασία και το Στάθη [4].
Οικογένεια
Ο Γεώργιος Καλογερόπουλος από το Νεοχώρι Ιθώμης Μεσσηνίας, σπούδασε φαρμακοποιός και το 1916, σε ηλικία 29 ετών, παντρεύτηκε στην Αθήνα τη 18χρονη τότε Ευαγγελία, [Λίτσα] Δημητριάδη, ανιψιά του γιατρού-μαιευτήρα της βασιλικής οικογένειας Κωνσταντίνου Λούρου, η οποία ήταν κόρη του στρατιωτικού Πέτρου Δημητριάδη και της Φρόσως Λούρου, κατάγονταν από την Τζιά και είχε μεγαλώσει στη Στυλίδα. Η Μαρία ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας και αδέλφια της ήταν η Υακίνθη, [Jackie], που γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου 1917 και ο Βασίλης ο οποίος γεννήθηκε το 1920 και πέθανε από μηνιγγίτιδα σε ηλικία 2 ετών. Ο πατέρας της διατηρούσε, από το 1916, φαρμακείο στο Μελιγαλά Μεσσηνίας. Πριν την αναχώρησή τους για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπως είχαν αποφασίσει, πούλησε [5] την περιουσία του στο γαμπρό του Δημήτρη Μπουτακόπουλο από το χωριό Σαντάνι [Ανδανία] Μεσσηνίας.
Μετανάστευση [6] στις ΗΠΑ
Στις 13 Ιουλίου 1923 η οικογένεια του Γεωργίου Καλογερόπουλου αναχώρησε από την Πάτρα με το υπερωκεάνιο «Κωνσταντινούπολις» και την 1 Αυγούστου του ίδιου έτους έφτασαν στη Νέα Υόρκη, όπου αποβιβάστηκαν την επομένη, ακριβώς την ημέρα που η χώρα τιμούσε τον αποθανόντα 54άχρονο πρόεδρο της, Warren G. Harding. Εγκαταστάθηκαν αρχικώς στην Αστόρια, περιοχή στο Κουίνς με έντονα Ελληνικό χαρακτήρα.
Η Μαρία, που γεννήθηκε μια μέρα με βαριά χιονοθύελλα, βαπτίστηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1926 στην ορθόδοξη Μητρόπολη της Αγίας Τριάδας από τον παπα-Μεθόδιο Κουρκούλη, στον 74ο Ανατολικό Δρόμο 319 στο Μανχάταν στην Άνω Ανατολική Πλευρά της Νέας Υόρκης. Ανάδοχοι της ήταν ο γιατρός που την έφερε στη ζωή, ο Λεωνίδας Λαντζούνης από το Μελιγαλά, παιδικός φίλος του πατέρα της, και ο ορθοπεδικός γιατρός Καρούζος. Τον Ιούλιο του 1928 έπεσε θύμα ατυχήματος με αυτοκίνητο, την ώρα που επιχείρησε να διαβεί το δρόμο μπροστά στο σπίτι της, που πιθανόν να της στοίχιζε τη ζωή και νοσηλεύθηκε σε νοσοκομείο για μία εβδομάδα. Το επόμενο έτος ο πατέρας της άνοιξε δικό του φαρμακείο στην ελληνική συνοικία στο Μανχάταν και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην 192η Οδό της περιοχής, στη γειτονιά Ουάσινγκτον Χάιτς ενώ άλλαξε το όνομά του αρχικώς σε «Κάλος», αργότερα, όμως, το μετέτρεψε σε «Κάλλας» για λόγους ευφωνίας. Σταδιακά, η οικογένεια άρχισε να ευημερεί και η Ευαγγελία θεώρησε πρώτη αναγκαιότητα να αγοράσει ένα πανάκριβο για την εποχή αξεσουάρ, ένα γραμμόφωνο. Ο πρώτος δίσκος ήταν το «Vissi d’ arte», από την «Τόσκα», και ακολούθησαν αρκετοί άλλοι στο ίδιο μοτίβο.
Οι εργασίες του πατέρα της πήγαιναν καλά ως τη «Μαύρη Πέμπτη» της 24ης Οκτωβρίου 1929 που το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης κατέρρευσε. Στο φαρμακείο του ο Καλογερόπουλος εκτός από τα φάρμακα πουλούσε και σάντουιτς, παγωτά, ποτά, αρώματα ακόμα και βιβλία τσέπης. Με την οικονομική κρίση ναι μεν ο κόσμος δε σταμάτησε να αγοράζει φάρμακα σταμάτησε όμως να αγοράζει από τα άλλα. Έτσι αναγκάστηκε να πουλήσει το φαρμακείο, να εγκαταλείψει οικογενειακώς το διαμέρισμα που νοίκιαζε και ξεκινά να εργάζεται ως αντιπρόσωπος φαρμακευτικής εταιρείας. Η σύζυγός του κάνει κάποιες μικροδουλειές ραπτικής για να μπορέσει να γράψει τις δύο κόρες της σε μαθήματα τραγουδιού.
Σπουδές
Το 1929 ήταν η πρώτη χρονιά που η Μαρία ή Μαριάννα, όπως την αποκαλούσαν τότε και συχνά αποκαλούσε και η ίδια τον εαυτό της, που παρακολούθησε μαθήματα στο Washinghton Heights. Δύο έτη αργότερα, το 1931, άρχισε μαθήματα μουσικής. Πρώτος δάσκαλος της Μαρίας στη μουσική ήταν ένας Σουηδός μετανάστης-γείτονας τους, το όνομα του οποίου δε θυμόταν τα επόμενα χρόνια και έτσι πρώτη δασκάλα της Μαρίας είναι μία Ιταλίδα, η σινιορίνα Σαντρίνα που της δίδαξε σολφέζ, αρμονία και πιάνο. Η Μαρία έγινε φανατική ακροάτρια του ραδιοφώνου. Το 1934, αφηγήθηκε κάποτε ο πατέρας της, η οικογένεια και μερικοί φίλοι άκουγαν από το ραδιόφωνο να τραγουδάει η κορυφαία της Μετροπόλιταν Όπερας, ή Λίλυ Πόνς. Η εντεκάχρονη Μαρία είπε ότι η Πόνς τραγουδάει φάλτσα κι όταν της αντέτειναν ότι η Πόνς είναι μεγάλο αστέρι η Μαρία είπε:
«Δεν μ’ ενδιαφέρει αν είναι αστέρι, τραγουδάει φάλτσα. Περιμένετε λίγο και θα δείτε, μια μέρα θα γίνω και εγώ αστέρι, μεγαλύτερο από αυτήν».
Το σπάνιο ταλέντο της Μαρίας διαπιστώθηκε στα έντεκα έτη της όταν κέρδισε το πρώτο βραβείο ως σολίστ, σε διαγωνισμό παιδικών φωνών που είχε διοργανώσει ο ραδιοφωνικός σταθμός W.O.R., με το πασίγνωστο λατινοαμερικάνικο τραγούδι «Λα Παλόμα», και κερδίζει ένα ρολόι. Στις 28 Ιανουαρίου 1937, συμμετείχε στην οπερέτα «HMS Pinafore» των Gilbert και Sullivan στην τελετή αποφοίτησης από την όγδοη τάξη του σχολείου της στη Νέα Υόρκη. Το έτος αυτό που αποφοίτησε από το 189ο Δημόσιο Σχολείο της Νέας Υόρκης η Μαρία έγραψε τα εξής στο καθιερωμένο μαθητικό λεύκωμα:
«Being no poet, having no fame, permit me just to sign my name.» («Όντας μη ποιητής και μη έχοντας φήμη, επιτρέψτε μου να υπογράψω απλά με τ' όνομά μου».)
Επιστροφή στην Ελλάδα
Το 1937 οι γονείς της Μαρίας χώρισαν και η μητέρα της Ευαγγελία με τη Μαρία, είχε προηγηθεί λίγους μήνες η αδελφή της Υακίνθη ([Jackie]), με Ιταλικό πλοίο έφτασαν στην Πάτρα. Στη διάρκεια του ταξιδιού όσοι άκουσαν τη Μαρία να τραγουδά, ενημέρωσαν τον καπετάνιο που ενθουσιάστηκε από τη φωνή της και την κάλεσε να τραγουδήσει στη λειτουργία το «Ave Maria» και στο σαλόνι της Α' Θέσεως το «La Paloma». Με τραίνο μητέρα και κόρη επέστρεψαν στην Αθήνα τον Μάιο του 1937. Στην Ελληνική πρωτεύουσα εγκαταστάθηκαν αρχικά στα Σεπόλια, στο πατρικό σπίτι της Ευαγγελίας Καλογεροπούλου. Στη συνέχεια άλλαξαν περισσότερα από πέντε σπίτια και από τις αρχές του 1940 σε κατοικία στην οδό Πατησίων 61 [7]. Η μετακίνηση τους από τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα στάθηκε εμπόδιο στο να συνεχίσει η Μαρία τις σπουδές της στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στα μέσα του 1937, ο θείος της Ευθύμιος Δημητριάδης, προσέχοντας τις φωνητικές της επιδόσεις, τη φέρνει σε επαφή με μία καθηγήτρια τραγουδιού του Εθνικού Ωδείου, τη Μαρία Τριβέλλα, η οποία αναλαμβάνει τα πρώτα ιδιωτικά της μαθήματα. Παράλληλα παίρνει μαθήματα μελοδράματος από τον Γεώργιο Καρακαντά και πιάνου από την Ήβη Πανά.
Παρά το ότι η επιτρεπόμενη ηλικία για τα μαθήματα τραγουδιού ήταν τα 16 χρόνια, η Μαρία -αν και μικρότερη- έγινε δεκτή στο Εθνικό Ωδείο, και μάλιστα δωρεάν, από τον ίδιο τον Μανώλη Καλομοίρη, λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της οικογένειας. Σύμφωνα με το δημοσίευμα του αμερικανικού περιοδικού Time, το 1956, η Κάλλας κατηγόρησε δημοσίως τη μητέρα της ότι την εξανάγκαζε να τραγουδάει, γεγονός που οδήγησε στη σταδιακή καταστροφή της παιδικής της ηλικίας:
«Η αδερφή μου ήταν λεπτή και όμορφη και φιλική και η μητέρα μου πάντοτε την προτιμούσε. Εγώ ήμουν το ασχημόπαπο, παχουλή και άχαρη και καθόλου δημοφιλής. Είναι άκαρδο να κάνεις ένα παιδί να νιώθει άσχημο και ανεπιθύμητο [...]. Δεν θα τη συγχωρήσω ποτέ που μου αφαίρεσε την παιδική μου ηλικία. Κατά τη διάρκεια όλων των χρόνων που θα έπρεπε να παίζω και να μεγαλώνω, εγώ τραγουδούσα ή έβγαζα λεφτά. Όλα όσα έκανα για εκείνους ήταν κυρίως καλά και όλα όσα έκαναν σε εμένα ήταν κυρίως κακά.»
Καλλιτεχνική δράση
Στην Αθήνα
Στις 11 Απριλίου 1938 στην επίδειξη των τάξεων της Μαρίας Τριβέλλα στην αίθουσα «Παρνασσός», η Μαρία έκλεισε το πρόγραμμα, ερμηνεύοντας ένα ντουέτο από την όπερα «Τόσκα» μαζί με τον Ζαννή Καμπάνη. Στο τέλος εκείνου του σχολικού έτους έλαβε ως τιμητική διάκριση από τη διεύθυνση του Ωδείου ένα αντίτυπο του έργου του Μανώλη Καλομοίρη, συγκεκριμένα «Το δαχτυλίδι της μάνας». Τον Οκτώβριο ή τον Νοέμβριο του 1938 έκανε ντεμπούτο μου στη σκηνή και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο κοινό σε ρόλο πρωταγωνιστικό, ως πριμαντόνα ερμηνεύοντας το ρόλο της Σαντούτσα στην Καβαλλερία ρουστικάνα. Αυτή η πρώτη επιτυχία της άνοιξε τον δρόμο για επόμενες ακροάσεις και, έπειτα από μερικούς μόλις μήνες, επιλέχθηκε να ερμηνεύσει το ρόλο της Βεατρίκης στην οπερέτα Βοκκάκιος στη Λυρική Σκηνή των Αθηνών. Στο τέλος του έτους 1939 έλαβε χρηματικό βραβείο 500 δραχμών. Ο βαθύφωνος Νίκος Μοσχονάς, που είχε τραγουδήσει για πολύ στη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης, την είχε ακούσει στην «Αΐντα» και είχε πει στη μητέρα της:
«Κυρία Κάλλας, σε δεκατέσσερα χρόνια η κόρη σας θα είναι διάσημη και θα κολυμπάτε στο χρυσάφι».
Στο Ωδείο Αθηνών, όπου φοίτησε από το 1939 έως το 1943 χωρίς να πάρει δίπλωμα, παράλληλα με την αδελφή της που ήταν κι αυτή μαθήτρια του Ωδείου, της χορηγήθηκε η Αβερώφειος υποτροφία και για τα τέσσερα χρόνια των σπουδών της και γράφτηκε στην Ανωτέρα τάξη και ο αριθμός εγγραφής της «Μαριάννας Γ. Καλογεροπούλου» ήταν 1862, με αύξοντα αριθμό 19, μεταξύ των 30 μαθητών της Ισπανίδας σοπράνο Ελβίρα ντε Ιντάλγκο. Έκανε την πρώτη της εμφάνιση στις 21 Ιανουαρίου 1941, ήταν ακόμη σπουδάστρια του Ωδείου Αθηνών, με την τάξη της υψιφώνου Elvira de Hidalgo, στην Cavalleria Rusticana σε μια μαθητική συναυλία και την πρώτη επαγγελματική παρουσία της στο ρόλο της Beatrice με την Εθνική Λυρική Σκηνή του -τότε- Βασιλικού Θεάτρου. Με παρότρυνση της Ντε Ιντάλγκο, πείστηκε ο εθνικιστής διανοούμενος Κωστής Μπαστιάς, διευθυντής της Λυρικής Σκηνής που είχε ιδρυθεί το 1939 ως τμήμα του Εθνικού Θεάτρου, να την προσλάβει, όχι όμως για να συμμετέχει σε παραστάσεις της Λυρικής αλλά για να έχει την οικονομική δυνατότητα να συνεχίσει τις σπουδές της. «Ήταν προφανές ότι ο κύριος Μπαστιάς είχε και μυαλό, και αυτιά, και μύτη», έλεγε η Μαρία.
Στις 27 Αυγούστου του 1942 εμφανίστηκε στο ρόλο της «Tosca» στην όπερα του Giacomo Puccini, που υπήρξε ο πρώτος μεγάλος σταθμός της τεράστιας καριέρας της. Ο τύπος εκείνης της εποχής αποθέωσε την εμφάνιση της.
«Ένα αληθινό θαύμα. Αυτή είναι η Καλογεροπούλου, που ακόμη δεν συμπλήρωσε τις σπουδές της στη σχολή της φημισμένης καλλιτέχνιδος ντε Ιντάλγκο. Μια φωνή πλούσια σ’ όλη της την έκτασι, μια φωνή κρυστάλλινη, ομοιογενής, σωστή, μ’ έναν τέλειο μηχανισμό αναπνοής, αρθρώσεως, προφοράς» [8], γράφει η «Βραδυνή».
«Τον καταθλιπτικό ρόλο της Τόσκα κράτησε μια νέα εμφάνισις, η δις Μ. Καλογεροπούλου, μαθήτρια της διάσημης καλλιτέχνιδος του τραγουδιού Ελβίρα ντε Ιντάλγκο. Ο όρος «κράτησε» είναι εδώ μια κυριολεξία. Το ότι μια νέα και άπειρη ακόμα της σκηνικής τέχνης και της μουσικής δημιουργικότητος καλλιτέχνις δεν έπεσε στη διαδρομή ενός τόσο μεγάλου ρόλου είναι γι’ αυτήν ο μεγαλύτερος έπαινος» [9], γράφουν τα «Αθηναϊκά Νέα».
Μέχρι το τέλος του Πολέμου θα τραγουδήσει σε διάφορες εκδηλώσεις, μεταξύ των οποίων η μεγάλη συναυλία υπέρ των απόρων καλλιτεχνών στο θέατρο «Ολύμπια», όπου συμμετέχει με την περίφημη άρια Κάστα Ντίβα, από τη «Νόρμα» του Μπελίνι - και το ανέβασμα του «Φιντέλιο» του Μπετόβεν στο Ηρώδειο, όπου ερμηνεύει τη «Λεονώρα» και θριαμβεύει. Το 1944 τύπωσε τις πρώτες της καρτ τις οποίες υπέγραφε ως Μαριάννα Καλογεροπούλου.
Σύγκρουση με τους ΕΑΜικούς
Από το βουβό κλάμα της Μαρίας για την αποτυχία της στο κατώφλι της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, σταδιακά παίρνει ρολάκια πρώτα και πρωταγωνιστικούς ρόλους στη συνέχεια, προκαλώντας το φθόνο και τη μήνη συναδέλφων της. Ο πρώτος χρόνος της Κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα και ο λιμός που ακολούθησε ήταν μια δύσκολη συνθήκη για όλους τους Αθηναίους. Η Λίτσα Καλογεροπούλου εκμεταλλευόταν συχνά το ταλέντο της Μαρίας και αντάλλαζε εισιτήρια της όπερας με φαγητά και γλυκά και πολλές φορές φιλοξενούσε στο διαμέρισμα της Ιταλούς και Γερμανούς μουσικόφιλους που άκουγαν τη Μαρία να παίζει πιάνο και να ερμηνεύει άριες. Τότε κυκλοφόρησαν φήμες για συνεργασία της Μαρίας με τους κατακτητές που, όλως τυχαίως, συνέπεσαν με την πρώτη πρωταγωνιστική της εμφάνιση στη Λυρική Σκηνή έγινε στις 27 Αυγούστου 1942, ως Τόσκα στην ομώνυμη όπερα του Πουτσίνι. Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1943 συμμετείχε στο ανέβασμα του Πρωτομάστορα του Μανώλη Καλομοίρη και τον Ιούλιο του 1943 ερμήνευσε, ξανά, την Τόσκα στο Θερινό Θέατρο της πλατείας Κλαυθμώνος.
Το 1944, με τους Γερμανούς να ελέγχουν πλέον ολοκληρωτικά τη Λυρική και να επιβάλλουν το ρεπερτόριό της, η Μαρία ερμήνευσε το ρόλο της Σαντούτσα στην Καβαλερία Ρουστικάνα' ενώ ταυτόχρονα πρωταγωνιστούσε στην όπερα Στον κάμπο του Ντ' Αλμπέρ. Για τη διανομή στην Καβαλερία Ρουστικάνα συγκρούστηκε με την πρωταγωνίστρια σοπράνο της Λυρικής Άννα «Ζωζώ» Ρεμούνδου, και η σύγκρουση εκείνη έφτασε στον Καλομοίρη. Παρά τις συγκρούσεις, η Μαρία συνέχισε να πορεύεται ανάμεσα σε επιτυχίες και να της ανατίθενται ολοένα και πιο σημαντικοί ρόλοι, πράγμα που γέννησε την αντίδραση και τη ζηλοφθονία πολλών συναδέλφων της. Ανάμεσά τους ο τενόρος Νίκος Γλυνός, που ισχυρίστηκε ότι η επιτυχία της οφειλόταν στο ότι κοιμόταν με Γερμανούς. Αργότερα, η Κάλλας περιέγραψε ως εξής εκείνη τη σύγκρουση:
«...Αυτό το κοπρόσκυλο με αποκάλεσε πόρνη και είπε ότι κοιμόμουν με Ιταλούς και Γερμανούς, και ότι αυτός ήταν ο λόγος που έπαιρνα τον μεγαλύτερο μισθό στον οργανισμό. Κλαίγοντας, του είπα να πάει στον διάβολο, αλλά τότε έγινε ακόμα πιο βίαιος και ούρλιαζε βρομόλογα εναντίον μου, προσπαθώντας συγχρόνως να με χτυπήσει...»
Φυγή στις ΗΠΑ
Η στάση της εκείνη γέννησε καχυποψία και έχθρα μετά την Απελευθέρωση της Ελλάδος, από τους καλλιτέχνες που είχαν οργανωθεί στις συμμορίες του κομμουνιστικού Ε.Α.Μ. - και στη Λυρική ήσαν αρκετοί, όπως οι Ναυσικά Βουτυρά-Γαλανού, Άννα Ρεμούνδου, Μιρέιγ Φλερί, Λυσιμάχη Αναστασιάδου. Ενδεικτικό της καταστάσεως που είχε διαμορφωθεί υπήρξε ένα θερμό επεισόδιο με αναφορές της Αναστασιάδου προς τη διοίκηση της Λυρικής Σκηνής, με βρισιές που είχαν βασικό στόχο τη μητέρα της Ευαγγελία, την οποία η σοπράνο χαρακτήρισε «αρχιρουφιάνα», διότι καλούσε στο σαλόνι της Ιταλούς και Γερμανούς αξιωματικούς, που παρακολουθούσαν τη Μαρία σε μίνι ρεσιτάλ.
Η Λίντζι Σπενς καταγράφει [10] ένα περιστατικό μιας αποδοκιμασίας της Μαρίας από ΕΑΜίτες που τη φώναζαν προδότρια και δοσίλογο, αλλά και της βιαιοπραγίας εναντίον της από τη συνάδελφό της Ελβίρα Ματαράγκα, η οποία τη χτύπησε τόσο άγρια ώστε να χάσει ένα σκουλαρίκι της. Η Μαρία Καλογεροπούλου δεν ήταν πια αρεστή με τη νέα κατάσταση στη Λυρική και η διεύθυνση της την απάλλαξε για τρεις μήνες από τα καθήκοντά της. Η Κάλλας άρχισε να εργάζεται ως μεταφράστρια στην Υπηρεσία Πληροφοριών στο Βρετανικό αρχηγείο στην Αθήνα, στο γραφείο ταξινομήσεως της απόρρητης αλληλογραφίας. Το μεσημέρι οι Βρετανοί πρόσφεραν πλουσιοπάροχα γεύματα, όμως η Μαρία αντί να μένει στο αρχηγείο, έβαζε το φαγητό σε κατσαρόλα και επέστρεφε στο σπίτι, να το μοιραστεί με την οικογένεια της [11]. Η νέα εργασία της την έκανε ακόμα πιο μισητή στην Αριστερά και στα Δεκεμβριανά, όταν δολοφονήθηκε από μέλη των συμμοριών του Ε.Α.Μ. η εθνικίστρια ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη, η Μαρία φοβήθηκε για τη ζωή της. Η Λίντζι Σπενς αναφέρει ότι την απεχθανόταν ο θυρωρός της πολυκατοικίας της, που ήταν κομμουνιστής και κάθε πρωί έγραφε με κιμωλία στην είσοδο υπηρεσίας:
«Θα σκοτώσουμε πρώτη τη Μαρία, σπάζοντας το κεφάλι της με βαριοπούλα, δεύτερη τη Μαμά, Τρίτη την Τζάκι».
Το τέλος των εχθροπραξιών και η αποχώρηση των συμμοριτών του κομμουνιστικού ΕΛΑΣ από την Αθήνα δε συνέβαλαν στην εξομάλυνση της ζωής της Μαρίας. Στη Λυρική συνέχιζαν να την αντιμετωπίζουν με καχυποψία και οι καθημερινές δυσκολίες εξακολουθούσαν. Όταν ρώτησαν, αργότερα, την Κάλλας πώς πληρωνόταν όταν τραγουδούσε για τους κατακτητές, απάντησε:
«Είχα ζητήσει τρόφιμα, γιατί όσα χρήματα και αν σου έδιναν δεν μπορούσες να βρεις τρόφιμα. Και έτσι τελικά είχα το πρώτο μου ρύζι και μακαρόνια και κρέας...» [12].
Το 1944 λίγο πριν ανανεώσει το συμβόλαιο της με τη Λυρική Σκηνή, η οικογένεια πληροφορήθηκε από τον καθηγητή Κωνσταντίνο Λούρο, εξάδελφο της Λίτσας Δημητριάδη και προσωπικό γιατρό της βασιλικής οικογένειας, ότι ο Ιωάννης Ράλλης, ο τότε πρωθυπουργός, είχε δεχτεί επίσκεψη από το σύνολο των συναδέλφων της Μαρίας στη Λυρική. Είχαν πάει να διαμαρτυρηθούν και απείλησαν να προχωρήσουν σε γενική απεργία αν πρωταγωνιστούσε ξανά στη Λυρική καθώς θεωρούσαν ότι τους έθιγε το γεγονός πως ένα κορίτσι είκοσι ενός ετών βρίσκονταν σε καλλίτερη μοίρα από καλλιτέχνες του δικού τους διαμετρήματος και ηλικίας.
Η Κάλλας πήρε απόφαση να ξαναφύγει για την Αμερική και άρχισε, σιωπηρά, τις ετοιμασίες. Στην τελευταία της εμφάνιση τραγούδησε στην οπερέτα Ο ζητιάνος φοιτητής (Der Bettelstudent) του Καρλ Μιλλαίκερ, έργο με ιδιαίτερες απαιτήσεις για τη σοπράνο, που καμία άλλη πρωταγωνίστρια δε δέχθηκε να τραγουδήσει. Εντελώς αναπάντεχα, το Προξενείο των Ηνωμένων Πολιτειών στην Αθήνα της πρόσφερε το εισιτήριο να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη με υποχρέωση της να το εξοφλήσει μόλις μπορούσε. Η Μαρία έστειλε ένα γράμμα στη δασκάλα της, την Ντε Ιντάλγκο, με το οποίο της ζητούσε συγγνώμη επειδή θα την εγκατέλειπε απροειδοποίητα και διευθέτησε τις τελευταίες λεπτομέρειες της φυγής της. Στις 3 Αυγούστου του 1945 η Μαρία δίνει την πρώτη προσωπική της - αλλά και αποχαιρετιστήρια - συναυλία στο θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ. Για την εμφάνιση αυτή η Σοφία Σπανούδη έγραψε σχεδόν προφητικά τα κάτωθι:
«Μαρία Καλογεροπούλου! Φωνή δισυπόστατη, λαμπερή και σκοτεινή στις δραματικές από χρώσεις της, η καθ’ αυτό σοπράνο φάλκον… Η πλουσιότατη μουσική φύσις αυτής της καλλιτέχνιδος θα την οδηγήσει μαζί με την ασύγκριτη ομορφιά της στους διεθνείς θριάμβους..»
Την επόμενη ημέρα η Μαρία παραιτήθηκε από τη Λυρική και στις 15 Σεπτεμβρίου 1945, επιβιβαζόταν στο υπερωκεάνιο Gripsholm με προορισμό τη Νέα Υόρκη, για να συναντήσει εκεί τον πατέρα της.
Στο εξωτερικό
Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, - ύστερα από 56 παραστάσεις, 20 ρεσιτάλ και αρκετές ραδιοφωνικές εκπομπές - η Καλογεροπούλου άλλαξε το επίθετο της σε Κάλλας, και προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να προσληφθεί στη Metropolitan Opera. Στη συνέχεια έδωσε μια σειρά από παραστάσεις σε λυρικά θέατρα. Παράλληλα, εργάστηκε σε τρεις διαφορετικές εργασίες, ως μπέιμπι σίτερ, σερβιτόρα και βοηθός συνταξιούχου τραγουδιστή όπερας. Μια οντισιόν της για τη Μητροπολιτική Όπερα απέτυχε και άρχισε σχέση με τον Έντι Μπαγκαρόζι, έναν μικροκακοποιό και σύζυγο της τραγουδίστριας της όπερας Λουίζα Καζελότι, ο οποίος της έκανε μαθήματα τραγουδιού. Ο Μπαγκαρόζι την έπεισε να υπογράψει συμβόλαιο, αναφέροντας τον ίδιο ως μάνατζερ της. Αργότερα της έκανε μήνυση για διαφυγόντα κέρδη και απείλησε να πουλήσει τα ερωτικά τους γράμματα εκείνης της περιόδου στον Τύπο.
Τον Δεκέμβριο του 1945 η Μαρία κατάφερε να περάσει από ακρόαση στη φημισμένη Metropolitan Opera. Ωστόσο, οι ρόλοι που της δόθηκαν δεν την κάλυπταν ιδιαίτερα και η ίδια τους απέρριπτε. Θεωρούσε μερικές φορές τον εαυτό της όχι και τόσο έτοιμο -ήταν ιδιαίτερα τελειομανής- ενώ συγκεκριμένα για τον ρόλο της στο «Madame Butterfly» είχε δηλώσει πως δεν της ταίριαζε καθότι ήταν παχουλή. Παρ’ όλα αυτά, η διεύθυνση της Όπερας, γοητευμένη από το ταλέντο της, πρότεινε στη Μαρία τριετές συμβόλαιο ωστόσο όχι σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η ίδια τότε, γεμάτη αυτοπεποίθηση, απάντησε στον διευθυντή της Όπερας:
«Εγώ είμαι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου! Και μία μέρα, θα έρθετε στα γόνατα να με παρακαλέσετε να τραγουδήσω! Αλλά εγώ πάλι, θα σας πω ΟΧΙ!»
Λίγο καιρό αργότερα καλλιτεχνικός διευθυντής της Αρένας της Βερόνα Τζοβάννι Τζενατέλλο βρέθηκε στη Νέα Υόρκη για να περάσει από οντισιόν σοπράνο για την ταινία «La Gioconda». Η Κάλλας πήρε τη δουλειά και της προσφέρθηκε συμβόλαιο 60 δολαρίων ανά παράσταση. Ταξίδεψε στην Ιταλία με ένα σοβιετικό πλοίο έχοντας ως αποσκευές μια βαλίτσα από χαρτόνι και χωρίς παλτό. Στη Βερόνα συνάντησε τον μελλοντικό της σύζυγο Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, έναν 52χρονο κατασκευαστή τούβλων και φανατικό της όπερας. Μέσα σε λίγες ημέρες είχε μετακομίσει στο διαμέρισμά του και έγινε ο μάνατζέρ της. Στις 3 Αυγούστου 1947 έκανε την πρώτη της εμφάνιση στην Αρένα της Βερόνα με τη "Τζοκόντα" του Αμιλκάρε Πονκιέλι. Τον ίδιο χρόνο ερμηνεύει την Ιζόλδη από το "Τριστάνος και Ιζόλδη" στη Βενετία υπό την καθοδήγηση του μαέστρου Τούλιο Σεραφίν. Στην Ιταλία γνώρισε και στις 21 Απριλίου 1949 παντρεύτηκε, σε μια εκκλησία-αποθήκη στην Chiesa dei Padri Filippini, παίρνοντας συνάμα και την Ιταλική υπηκοότητα, τον μουσικόφιλο Ιταλό μικροβιομήχανο Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι, ο οποίος τα επόμενα χρόνια στάθηκε δίπλα της ως μάνατζερ και κάλυπτε τις οικονομικές της ανάγκες. Το 1949 εμφανίστηκε στο Μπουένος Άιρες και το 1950 στο Μεξικό.
Το 1951 εκπόρθησε και τη «Σκάλα» του Μιλάνου (άντρο της μεγάλης αντιπάλου της Ρενάτα Τεμπάλντι), με τους Σικελικούς Εσπερινούς του Βέρντι και η επιβεβαίωση της επαγγελματικής της καταξιώσεως ήρθε το 1952 όταν εμφανίστηκε σε ένα βασιλικό γκαλά στο Λονδίνο που διοργανώθηκε για να γιορταστεί η άνοδος της Βασίλισσας Ελισάβετ Β' στο θρόνο. Το ίδιο έτος υπόγραψε συμβόλαιο με τη δισκογραφική εταιρεία ΕΜΙ, ηχογραφήσεις που είναι ένα μεγάλο δείγμα της τέχνης της Κάλλας. Το 1953 ανέβασε την «Μήδεια» του Κερουμπίνι, έργο που είχε να παιχτεί από τον 19ο αιώνα καθώς μία από τις καινοτομίες της ήταν να ανεβάζει έργα που ήταν αποσυρμένα για πάρα πολύ καιρό.
To 1954 επέστρεψε στις ΗΠΑ, στην όπερα του Σικάγου, και το ίδιος έτος συναντήθηκε με τον σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι. Παράλληλα, η εμφάνιση της αλλάζει ριζικά. Χάνει 35 κιλά, υποβλήθηκε σε διαιτητική θεραπεία, και από άχαρη και υπέρβαρη τραγουδίστρια της όπερας μεταμορφώνεται σε κομψή και πανέμορφη diva για να μπορεί να ενσαρκώνει τους ρόλους της, όχι μόνο με τη φωνή της, αλλά και με το παρουσιαστικό της. Οι παραστάσεις τους τα επόμενα χρόνια θα περάσουν στην ιστορία, μεταξύ τους η «Υπνοβάτις» του Μπελίνι με μαέστρο τον Λέοναρντ Μπερνστάιν, η «Άννα Μπολένα» του Ντονιτσέτι με μαέστρο τον Τζαναντρέα Γκαβατζένι, και η «Τραβιάτα» του Τζουζιέπε Βέρντι, με μαέστρο τον Κάρλο Μαρία Τζιουλίνι. Στις 27 Οκτωβρίου 1956 εμφανίστηκε στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης ως «Νόρμα» στο ομώνυμο έργο του Μπελίνι.
Η Κάλλας ήθελε να ακυρώσει την εορταστική της παράσταση «Norma» του Μπελίνι στη Ρώμη, όπου στο κοινό ήταν και ο Ιταλός Πρόεδρος Τζιοβάνι Γκρόντσι. Οι συνεργάτες της την έπεισαν να τραγουδήσει και συμφώνησε. Στα μισά της παραστάσεως η φωνή της ακούγεται αλλοιωμένη και ένιωσε αδιαθεσία. Ήθελε να συνεχίσει όμως ο Μενεγκίνι της το απαγόρευσε. Η αποχώρηση της μετά το τέλος της πρώτης πράξης προκάλεσε τις έντονες αποδοκιμασίες του κοινού. Το ιταλικό κοινό κατηγόρησε την Κάλλας και την κατηγόρησε ότι προσέβαλε τον πρόεδρο, γεγονός που προκάλεσε ταραχές και η Ιταλική κυβέρνηση προσπάθησε να της απαγορεύσει να τραγουδά στα κρατικά θέατρα, που ήταν τα περισσότερα από τα θέατρα όπερας της χώρας. Τον Μάιο η «Σκάλα» του Μιλάνου διέκοψε το συμβόλαιο της ενώ ο Τύπος άρχισε να της επιτίθεται και η εφημερίδα Il Giorno της Ρώμης βρήκε την ευκαιρία να χύσει χολή για την Ελληνίδα,
«....αυτή την καλλιτέχνιδα δεύτερης κατηγορίας, που έγινε Ιταλίδα χάρη στον γάμο της, Μιλανέζα χάρη στον αδικαιολόγητο θαυμασμό μιας μερίδας του κοινού της Σκάλας, και διεθνής χάρη στην επικίνδυνη φιλία της με την Έλσα Μάξγουελ».
Το καλοκαίρι του 1957 επέστρεψε θριαμβευτικά στην Ελλάδα για να τραγουδήσει στο Ηρώδειο, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, το Χορό των Μεταμφιεσμένων και φτάνοντας δήλωσε:
«Ανήκω στον ελληνικό λαό, το αίμα μου είναι ελληνικό και αυτό δεν το σβήνει κανένας».
Οι εφημερίδες της εποχής γράφουν συνέχεια για την Κάλλας αλλά όχι πάντα με τα καλύτερα λόγια. Ιδιαίτερο θέμα δημιουργείται για το υπέρογκο ποσό που είχε ζητήσει ως αμοιβή! Συγκεκριμένα, ρεπορτάζ της εποχής έγραφαν:
«Εδέχθησαν να καταβάλουν εις την Ελληνίδα καλλιτέχνιδα το τεράστιον ποσόν των 9.000 δολαρίων, την στιγμήν κατά την οποίαν άλλοι καλλιτέχναι, ίσης περιωπής δέχονται το τέταρτον ή πέμπτον της αμοιβής ταύτης»
Η Callas εξοργισμένη από τα δημοσιεύματα ακυρώνει την προγραμματισμένη εμφάνισή της δηλώνοντας ασθένεια όμως, τελικά, εμφανίζεται στις 5 Αυγούστου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού ενώ μία ημέρα πριν, παραχωρεί ραδιοφωνική συνέντευξη στον Αχιλλέα Μαμάκη για να δικαιολογήσει την ακύρωση της προηγούμενης εμφανίσεως της. Μέσα στο 1958 συναντήθηκε επί σκηνής με τον Δημήτρη Μητρόπουλο με τον οποίο συνεργάστηκε στη Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης για τη «Τόσκα» του Πουτσίνι. Την ίδια χρονιά, με σκηνοθέτη τον Φράνκο Τζεφιρέλι ανέβασε στο Coven Garden την «Τόσκα», έργο που και στο παρελθόν έχει ανεβάσει και σε αντίθεση με την «Τραβιάτα» του Βισκόντι, η Β' Πράξη πέρασε στην ιστορία καθώς μαγνητοσκοπήθηκε από το BBC.
Η Κάλλας θα επιστρέψει στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1960 για να ερμηνεύσει στην Επίδαυρο την «Norma», που ήταν η αγαπημένης της ηρωίδα, έργο που η ίδια είχε ζητήσει ως τη πρώτη της εμφάνιση στο αρχαίο θέατρο. Την ώρα που ερμήνευε την άρια «Casta Diva» αφέθηκαν προς την ορχήστρα δύο λευκά περιστέρια μέσα σε μια θύελλα χειροκροτημάτων. Στο τέλος της παραστάσεω, η Κάλλας κλήθηκε 10 φορές στη σκηνή ανταποκρινόμενη στον πρωτοφανή ενθουσιασμό του κοινού. Ένα χρόνο αργότερα, εμφανίστηκε ξανά στην Επίδαυρο αυτή τη φορά για να ερμηνεύσει τη «Μήδεια» και την παρακολούθησαν 17.000 θεατές μεταξύ τους οι τότε, πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής και υπουργός Προεδρίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, η Αμερικάνα κοσμικογράφος Elsa Maxwell και ο Πρίγκιπας Πέτρος του Μονακό. Το 1960 και το 1961, η Μαρία Κάλλας πρόσφερε τα έσοδά της από τις παραστάσεις της στην Επίδαυρο για την ίδρυση φορέα που θα πρόσφερε υποτροφίες σε νέους καλλιτέχνες.
Το 1962 ερμήνευσε τη "Μήδεια" σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και με κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη, στη Σκάλα του Μιλάνου ενώ το 1963 ιδρύθηκε ο φορέας για τις Υποτροφίες Μαρία Κάλλας και έκανε τον πρώτο διαγωνισμό του εκείνο το έτος. Τον Ιανουάριο του 1964 συμμετέχει στην παραγωγή της "Τόσκα" του Φράνκο Τζεφιρέλι στο Covent Garden και τον ίδιο χρόνο ερμηνεύει τη "Νόρμα" στην Όπερα των Παρισίων. Το ίδιο έτος, με τα φωνητικά προβλήματα έντονα, ηχογραφεί ένα έργο που δεν ανέβασε ποτέ στη σκηνή, την «Κάρμεν» του Μπιζέ. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 η Κάλλας είχε ήδη αρχίσει να υποφέρει από μια νευρομυϊκή πάθηση που προσέβαλε το κεντρικό νευρικό της σύστημα, είχε κακή υγεία γενικά και συχνά εξουθενωνόταν από τη μια απαιτητική παράσταση μετά την άλλη.
Στις 29 Μαΐου του 1965, λίγο πριν ολοκληρωθεί η παράσταση στην Όπερα του Παρισιού, η Κάλλας λιποθυμά, μεταφέρεται λιπόθυμη στο καμαρίνι της και αναζωογονήθηκε με κοραμίνη, φαρμακευτική ουσία που παρέχεται στους ορειβάτες για να αυξήσουν την αντοχή τους σε μεγάλα υψόμετρα. Στις 5 Ιουλίου 1965 επανεμφανίζεται σε παράσταση όπερας στο Κόβεντ Γκάρντεν στο Λονδίνο με την "Τόσκα", πάλι με σκηνοθέτη τον Φράνκο Τζεφιρέλι, σε ένα γκαλά προς τιμήν της βασίλισσας Ελισάβετ. Ήταν αποτυχία, οι κριτικές υπήρξαν πολύ σκληρές και το κοινό ήταν χλιαρό, όμως η ίδια βρίσκονταν στη δίνη ενός νευρικού κλονισμού.
Το 1966 παραιτείται από την αμερικανική της υπηκοότητα. Συμμετέχει το 1969, στην κινηματογραφική ταινία η "Μήδεια" του Ευριπίδη με σκηνοθέτη τον Πιερ Πάολο Παζολίνι και η ταινία σημειώνει παταγώδη αποτυχία. Στις 25 Μαΐου 1970, επιχειρεί να αυτοκτονήσει με μεγάλη δόση βαρβιτουρικών ουσιών, όμως σώθηκε χάρη στην έγκαιρη μεταφορά της στο νοσοκομείο. Σκηνοθέτησε το 1973 το έργο "Σικελικοί Εσπερινοί", [I Vespri Siciliani], μαζί με τον Τζουζέπε ντι Στέφανο και μαζί πραγματοποίησαν παγκόσμια καλλιτεχνική περιοδεία. Στις 8 Δεκεμβρίου 1973 τραγούδησε στην Όπερα των Παρισίων και εμφανίστηκε για τελευταία φορά στο κοινό στις 11 Δεκεμβρίου 1974, στην πόλη Σαππόρο της Ιαπωνίας, όπου εμφανίστηκε μαζί με τον τότε σύντροφο της, τον τενόρο Τζουζέπε Ντι Στέφανο.
Πως έχασε η Κάλλας τη φωνή της
Κάποιοι τραγουδιστές έχουν εξηγήσει πως οι πολύ απαιτητικοί ρόλοι που ανέλαβε η Κάλλας στα πρώτα χρόνια της καριέρας της υπήρξε ο λόγος που άρχισε να χάνει νωρίς το φωνητικό τηςχάρισμα καθώς οδήγησαν σε αδυναμία στο διάφραγμα με επακόλουθη δυσκολία στον έλεγχο. Άλλοι έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η έντονη χρήση της φωνής στο στήθος οδήγησε σε αυστηρότητα και αστάθεια στις ψηλές νότες. Στο βιβλίο του, ο Meneghini έγραψε ότι η ντίβα υπέστη μια ασυνήθιστα πρώιμη εμμηνόπαυση, που ενδεχομένως να επηρέασε τη φωνή της, με τη σοπράνο Carol Neblett να προσθέτει:
«μια γυναίκα τραγουδά με τις ωοθήκες της: είσαι τόσο καλή όσο οι ορμόνες σου».
Καλλιτεχνικό χρονολόγιο
Η Κάλλας ερμήνευσε 47 πλήρεις οπερατικούς ρόλους, πρωταγωνιστώντας σε αρκετές αναβιώσεις οπερατικών έργων και αναζωπυρώνοντας το ενδιαφέρον για αυτά, με αποτέλεσμα την πάγια ένταξή τους στο σύγχρονο ρεπερτόριο της όπερας. Από τη μεγάλη καλλιτεχνική της διαδρομή διασώθηκαν ελάχιστα και κακής ποιότητος κινηματογραφικά ντοκουμέντα, ενώ στην τελευταία της συνέντευξη έλεγε:
«... είναι πολύ παράξενο συναίσθημα να είμαι ζωντανός μύθος, ενώ βρίσκομαι ακόμη στη γη. Ίσως θα ήταν καλύτερο αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που θαυμάζουν τη φωνή μου, αποφάσιζαν να με θεωρούν αθάνατη μετά το θάνατό μου. Αν γινόταν αυτό θα καθόμουν πάνω σε κάποιο σύννεφο, θα κοίταζα κάτω και θα απολάμβανα το θέαμα αντί να κάθομαι και να ανησυχώ αν θα καταφέρω να βγάλω τις ψηλές μου νότες...».
- 1939. Λίγο πριν συμπληρώσει τα 15 της χρόνια, η Κάλλας πραγματοποιεί την πρώτη της εμφάνιση. Ερμηνεύει τον ρόλο της Σαντούτσα στην «Καβαλλερία Ρουστικάνα» σε μαθητική παράσταση του Ωδείου Αθηνών.
- 1940. Τρεις ακόμη μαθητικές εμφανίσεις με το ωδείο: Αντζέλικα στην «Αδελφή Αγγελική» του Πουτσίνι, Αμέλια στο «Μπάλλο ιν μάσκερα», και Αϊντα στην ομώνυμη όπερα του Βέρντι. 1940, 27 Νοεμβρίου. Είναι η πρώτη επαγγελματική της εμφάνιση με την Λυρική Σκηνή. Γίνεται Βεατρίκη στον «Βοκκάκιο» του Σουπέ.
- 1940-1945. Πέντε ακριβώς χρόνια κράτησε η συνεργασία της με την Λυρική Σκηνή. Τραγούδησε «Τόσκα» «Καβαλλερία» την Σμαράγδα στον «Πρωτομάστορα» του Μ. Καλομοίρη, την Μάρθα στον «Κάμπο» του Ντ’Αλμπερ και τη Λεονόρα στον «Φιντέλιο».
- 1947, 3 Αυγούστου. Στην Ιταλία πια η Καλογεροπούλου γίνεται «Κάλλας». Πρώτη εντυπωσιακή εμφάνιση στην Αρένα της Βερόνας με την «Τζιοκόντα» του Πονκιέλλι. Τον ίδιο χρόνο ερμηνεύει την Ιζόλδη στο Λα Φενίτσε της Βενετίας.
- 1948. Θριαμβεύει με την «Τουραντώ». Τώρα είναι πια διάσημη σε όλο τον κόσμο. Δελεαστικά συμβόλαια της προσφέρουν όλα τα μεγάλα θέατρα και στα 25 της χρόνια βλέπει τη δόξα της να λάμπει μεγαλόπρεπα.
- 1949. Εμφανίζεται στο Μπουένος Αιρες με την «Νόρμα» στο Τέατρο Κολόν.
- 1950. Στο Μεξικό γίνεται Λεονόρα στον «Τραβατόρε», Φιορίλα στον «Τούρκο στην Ιταλία» στη Ρώμη, «Τραβιάτα» στο Κομουνάλε της Φλωρεντίας.
- 1950. Πάλι στο Κομουνάλε της Φλωρεντίας ερμηνεύει την Ελένη στον «Σικελικό Εσπερινό» και την Ευρυδίκη στο «Ορφέας και Ευρυδίκη».
- 1952, 2 Απριλίου. Πρώτη εμφάνιση στην Σκάλα του Μιλάνου με την Κοστάντζα στην «Αρπαγή από το Σεράι». Τραγουδάει ακόμα «Αρμίντα» στην Φλωρεντία, «Λουκία» και Τζιλντα στον «Ριγκολέτο» στο Μεξικό και Λαίδη Μακβεθ στον «Μάκβεθ» στη Σκάλα.
- 1953. Στον Μουσικό Μάιο της Φλωρεντίας γίνεται μια εκπληκτική Μήδεια στην ομώνυμη όπερα του Κερουμπίνι.
- 1954-1960. έξι ολόκληρα χρόνια κυριαρχεί στη Σκάλα του Μιλάνου. Ιερό τέρας πια, βρίσκει την αποθέωση της καριέρας της. Γίνεται «Άλκηστη», Ελισάβετ στον «Δον Κάρλος», Τζούλια στην «Βεστάλε», Μανταλένα στον «Αντρέα Σενιέ», Αμίνα στην «Σουνανμπούλα», Ροζίνα στον «Κουρέα της Σεβίλλης», «Φαιδώρα», «Άννα Μπολένα» , «Ιφιγένεια εν Ταύροις», Αμέλια στο «Μπάλλο ιν μάσκερα», Ιμογένη στον «Πειρατή» και Παολίνα στον «Πολιούτο». Θριαμβευτική ήταν η παράσταση της «Τραβιάτας» το 1955 σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι.
- 1957. Έρχεται πάλι στην Αθήνα, εμφανίζεται στο Φεστιβάλ Αθηνών σε ένα κονσέρτο.
- 1960-1961. Συνδεδεμένη πια συναισθηματικά με τον Ωνάση, τραγουδάει στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου «Νόρμα» και «Μήδεια».
- 1962. Στη Σκάλα του Μιλάνου αποθεώνεται σαν «Μήδεια» με σκηνοθεσία Αλ. Μινωτή και κοστούμια Γ. Τσαρούχη.
- 1964. Νέος καλλιτεχνικός θρίαμβος, αυτή τη φορά στην Όπερα του Παρισιού με την «Νόρμα». *1965, 5 Ιουλίου. Τελευταία της εμφάνιση σε παράσταση όπερας. Είναι στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου με την «Τόσκα» σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλλι.
- 1965. Ερμήνευσε τον τελευταίο της πλήρη οπερατικό ρόλο επί σκηνής.
- 1966. Ασχολήθηκε άπαξ με την οπερατική σκηνοθεσία, το 1970 πρωταγωνίστησε ως «Μήδεια» στην ομώνυμη ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι και έως το 1973 παρέδωσε ειδικά μαθήματα οπερατικής τέχνης στη Σχολή Juilliard στη Νέα Υόρκη, την περίοδο που διατηρούσε ερωτική σχέση με τον πρόεδρο του σχολείου, Peter Mennin, ο οποίος μάλιστα ήταν παντρεμένος.
- 1973. Αυτός ο χρόνος μοιάζει να κλείνει την καριέρα της. Με τον Τζουζέπε ντι Στέφανο σκηνοθετεί τον «Σικελικό Εσπερινό» του Βέρντι στο Ρέτζιο του Τορίνο. Μετά εμφανίζονται μαζί σε μια σειρά κονσέρτων με άριες από όπερες στην Ιαπωνία, την Αμερική και την Ευρώπη. Σαν τελευταία δημόσια εμφάνισή της πρέπει να θεωρηθεί η 8η Δεκεμβρίου 1973 που τραγούδησε άριες στην Όπερα του Παρισιού. Την ημέρα εκείνη το κοινό την κάλεσε δέκα φορές στην σκηνή. Η κραυγή «Βίβα Μαρία» συγκλόνιζε την αίθουσα ενώ οι ανθοδέσμες σκέπαζαν την σκηνή» [13].
Οικογενειακές σχέσεις
Η οικογένεια του Γιώργου Καλογερόπουλου υπήρξε, από κάποιο χρονικό σημείο και μετά, μια φτωχή και εξαιρετικά δυσλειτουργική οικογένεια μεταναστών. Η μητέρα της με μια γκροτέσκο και ναρκισσιστική προσωπικότητα εμφάνιζε μερικές από τις χειρότερες δυνατές φανταστικές ανθρώπινες ιδιότητες, ενώ ο πατέρας της παρέμεινε, σε όλη του τη ζωή, μια άσχετη φιγούρα στην οικογένεια Κάλλας. Η Μαρία, πεισματάρα, ισχυρογνώμων και ευερέθιστη, σε αντίθεση με την άτακτη ζωή που είχαν επιλέξει να ζήσουν η μητέρα και η αδερφή της από την ώρα της επιστροφής τους στην Αθήνα, έβλεπε τον εαυτό της ως μια παραδοσιακή γυναίκα που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ήθελε να έχει μια σταθερή και στοργική οικογένεια. Τη δεκαετία του 1970, η Κάλλας εξέφρασε την αποστροφή της για τις φεμινίστριες της εποχής και τα σχετικά με αυτές κινήματα, αν και η ίδια απόλαυσε τη ζωή μιας σύγχρονης γυναίκας.
Γάμος & διαζύγιο [14]
Ο μοναδικός γάμος της Κάλλας σημαδεύτηκε από την επίμονη άρνηση του Meneghin να γίνουν γονείς ενός, έστω, παιδιού. Η απληστία του Μενεγκίνι ήταν πιθανότατα η αιτία να μη θέλει οικογένεια, καθώς φοβόταν ότι η Κάλλας θα αποσυρόταν για να μεγαλώσει παιδιά. Ο συζυγός της υπεξαίρεσε σημαντικά ποσά από τα χρήματα της, κάτι που επέφερε πραγματικές επιπτώσεις στη ζωή της, καθώς τελικά δεν μπόρεσε να συνταξιοδοτηθεί. Η Κάλλας ζήτησε, για πρώτη φορά, διαζύγιο το 1959 αφού γνώρισε τον Αριστοτέλη Ωνάση. Μόλις η Κάλλας υπέβαλε αίτηση διαζυγίου, ο Μενεγκίνι αφηγήθηκε τις πρώτες μέρες της σχέσεως τους, λέγοντας:
«Όταν την πρωτογνώρισα, ήταν χοντρή, αδέξια, ντυμένη σαν σκύλος. Ένας πραγματικός τσιγγάνος. Δεν είχε ούτε σεντ και δεν είχε την παραμικρή προοπτική να κάνει καριέρα για τον εαυτό της».
Ο γάμος της Κάλλας υπήρξε άθλιος, σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιευμένες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των επιστολών και των ιατρικών αρχείων της που είχε συλλέξει ο Robert Baxter, ένας συλλέκτης που υπήρξε θαυμαστής της. Ο Μπάξτερ είχε αγοράσει και διατηρούσε στην κατοχή του μεγάλο μέρος της αλληλογραφίας της σε διάφορους οίκους δημοπρασιών κατά τη διάρκεια των δεκαετιών, όμως δώρισε τη συλλογή του στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, μετά τον θάνατό του. Σύμφωνα με τις επιστολές αυτές, στην αρχή, η Κάλλας έφερε στον σύζυγό της πλούτη από τις εμφανίσεις της, στη συνέχεια κοινωνική καταξίωση και επαγγελματική φήμη καθώς μεταμορφώθηκε από τοπικό βιοτέχνη σε διασημότητα. Το Νοέμβριο του 1959, μετά από μία έντονη διαμάχη τριών περίπου μηνών, Ιταλικό δικαστήριο ανακοίνωσε ότι η διάσταση του Μενεγκίνι με την Κάλλας είναι νόμιμη, ωστόσο σύμφωνα με την Καθολική Εκκλησία το ζευγάρι δεν μπορεί να χωρίσει. Το οριστικό και νόμιμο διαζύγιο τους επήλθε το 1966 όταν η Κάλλας απεκδύθηκε την Αμερικανική υπηκοότητα και έλαβε την Ελληνική, ενέργεια με την οποία λύθηκε και τυπικά ο γάμος της με τον Meneghini.
Το 2021, όταν αποκαλύφθηκαν τα γράμματα που είχε γράψει η Κάλλας σε αγαπημένους της, μεταξύ άλλων είχε σημειώσει πως ο Meneghini είχε κλέψει τουλάχιστον τα μισά της χρήματα. Περιγράφει τον Μενεγκίνι σαν «παράσιτο» που την απομυζεί και γράφει:
«Ο σύζυγός μου με απειλεί ακόμα και με ληστεύει. Μου πήρε περισσότερα από τα μισά χρήματά μου καταθέτοντας τα πάντα στο όνομά του από τότε που παντρευτήκαμε. Ήμουν ανόητη που τον εμπιστεύτηκα. Όλοι τον περνάνε για εκατομμυριούχο ενώ δεν έχει δεκάρα δική του».
Γνωριμία & σχέση με τον Ωνάση [15]
Ο εφοπλιστής και διεθνής επιχειρηματίας Αριστοτέλης Ωνάσης συνάντησε την Κάλλας για πρώτη φορά το Σεπτέμβριο του 1957 σε ένα πάρτι που διοργάνωσε η κοσμικογράφος Έλσα Μάξγουελ προς τιμήν της, για να εορτάσουν την επιτυχία της στην Άννα Μπολένα του Ντονιτσέτι. Ο Ωνάσης γοητεύτηκε από τη φήμη της. Τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς η Κάλλας έδωσε μια συναυλία στο Παλαί Γκαρνιέ του Παρισιού την οποία παρακολούθησε και ο Ωνάσης, που έμενε στο Παρίσι. Σε όλη τη διάρκεια της παρουσίας της εκεί, της έστελνε καθημερινά λουλούδια στη σουίτα της στο ξενοδοχείο Ritz, με ανυπόγραφα σημειώματα γραμμένα στα ελληνικά. Το τελευταίο σημείωμα, την παραμονή της αναχώρησής της για μια λαμπρή περιοδεία στην Αμερική, είχε και υπογραφή: «Ο Άλλος Έλληνας».
Στις 21 Ιουλίου 1958, το ζεύγος Μενεγκίνι-Κάλλας έφτασε στη Βενετία, προκειμένου να συμμετάσχει στην κρουαζιέρα στην οποία τους είχε καλέσει ο Ωνάσης με τη θαλαμηγό του Χριστίνα, μαζί με ορισμένες ακόμα διασημότητες, μεταξύ των οποίων ο Ουίνστον Τσόρτσιλ και η σύζυγός του Κλημεντίνη. Επιβιβάστηκαν την επομένη στο Μόντε Κάρλο και τις ημέρες, μέχρι να φτάσουν στην Ελλάδα και να μπουν στον Κορινθιακό, είχαν την ευκαιρία να μείνουν μόνοι όταν η «Χριστίνα» φτάνει στο λιμάνι της Ιτέας για να θαυμάσουν οι καλεσμένοι τους Δελφούς και ο Μενγκίνι ζαλισμένος από τη θάλασσα μένει στο σκάφος αφήνοντας μόνους τον Ωνάση και την Κάλλας. Στην Κωνσταντινούπολη επιβιβάστηκε στη θαλαμηγό και τους ευλόγησε, νομίζοντας ότι είναι ζευγάρι, ο πατριάρχης Αθηναγόρας την ώρα που o Meneghini συνειδητοποιώντας τι γίνεται διακόπτει τον Αθηναγόρα, υπενθυμίζοντας ότι είναι ο σύζυγος της Κάλλας. Στο τέλος της κρουαζιέρας ο Ωνάσης έδωσε στην Κάλλας ένα χρυσό βραχιόλι. Με την επιστροφή τους στο Μιλάνο, η Κάλλας ζήτησε διαζύγιο από τον Μενεγκίνι ενώ διαζύγιο ζήτησε και η Τίνα Λιβανού από τον Ωνάση.
Στο τέλος του 1959 η Κάλλας έμεινε έγκυος και ο Ωνάσης της είπε να κάνει έκτρωση, κάτι που εκείνη αρνήθηκε όμως απέβαλε στις αρχές του 1960 όπως και σε μία δεύτερη κύηση, τρία χρόνια αργότερα. Το καλοκαίρι του 1964, σε μια έξοδό της από τον Σκορπιό, παρακολούθησε μαζί με τον Ωνάση μία μουσική εκδήλωση του φεστιβάλ της Λευκάδας και εξέφρασε την επιθυμία να τραγουδήσει. Βρέθηκε ένα πιάνο και ένας νεαρός πιανίστας (ο μετέπειτα συνθέτης Κυριάκος Σφέτσας), και χωρίς πρόβα η Κάλλας τραγούδησε την άρια της Σαντούτσα Voi lo sapete, o mamma («Εσείς το ξέρετε, μητέρα») από την Καβαλλερία Ρουστικάνα του Μασκάνι, που το 1937 ήταν ο πρώτος ρόλος της καριέρας της στην παράσταση του Εθνικού Ωδείου.
Το 1960 η Κάλλας δεν πραγματοποιεί καμία δημόσια έξοδο και οι φήμες της εποχής τη θέλουν έγκυο στο παιδί του Ωνάση. Οι πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν σε έντυπα της εποχής ότι η Κάλλας στις 30 Μαρτίου γέννησε ένα αγόρι που ονομάζεται Omero Lengrini, ο οποίος πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του, αποδείχθηκαν αναληθείς. Το καλοκαίρι του 1968 η Κάλλας έζησε με τον Ωνάση στον Σκορπιό. Στις αρχές Ιουλίου ο Ωνάσης της ζήτησε να φύγει απ’ το νησί επειδή περίμενε κάποιο πολύ σημαντικό πρόσωπο. Στην πραγματικότητα, περίμενε τη Ζακλίν Κένεντι για την υπογραφή προγαμιαίου συμβολαίου, στο οποίο θα περιλαμβάνονταν οι ακριβείς όροι ενός επερχόμενου γάμου. Η Μαρία μάζεψε τα πράγματά της και αποχώρησε. Σταδιακά πήρε αποστάσεις από την εννιάχρονη σχέση τους και δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στον Ωνάση, μολονότι εκείνος κατά καιρούς της το ζητούσε. Μετά το γάμο του Ωνάση με τη Ζακλίν Μπουβέ-Κέννεντυ, σταδιακά έπεσε σε κατάθλιψη και προσπάθησε να τερματίσει τη ζωή της στην πρώτη από τις πολλές απόπειρες αυτοκτονίας. Είπε σχετικά:
«Στις όπερες έχω παίξει ηρωίδες που πεθαίνουν για την αγάπη και αυτό είναι κάτι που μπορώ να καταλάβω».
Η Κάλλας άρχισε να καταναλώνει πολύ αλκοόλ ενώ έπαιρνε βαρβιτουρικά παρά το φόβο της ότι θα πέθαινε από υπερβολική δόση ή θα από καρδιακή προσβολή. Οι συναντήσεις τους με τον Ωνάση, όμως δε σταμάτησαν, καθώς βρισκόντουσαν στο Παρίσι όπου έμενε η Μαρία. Μετά τον θάνατο του εφοπλιστή, το 1975, η Κάλλας αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή συνεχίζοντας να παίρνει ισχυρά ηρεμιστικά που της προμήθευε η αδελφή της από την Αθήνα.
«Έχασα τα πάντα. Η φωνή μου τελείωσε. Δεν έχω άντρα, δεν έχω παιδί» θρηνούσε.
Η Κάλλας είπε για τον Ωνάση, στο στενό της φίλο και μετέπειτα βιογράφο της Στέλιο Γαλατόπουλο, στις τελευταίες της εξομολογήσεις της λίγους μήνες πριν πεθάνει:
«Για ένα διάστημα, στην αρχή της σχέσης μας, ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι. Επίσης, ένιωθα ασφαλής τότε. {...} Αυτή η ψυχική μου κατάσταση δεν κράτησε πολύ, καθώς σχετικά σύντομα διαπίστωσα πως αρκετές αρχές και συνήθειες του Αρίστου ήταν πολύ διαφορετικές από τις αντίστοιχες δικές μου. Ήμουν μπερδεμένη. Πώς μπορεί ένας άντρας που σε αγαπάει πραγματικά να έχει συγχρόνως και σχέσεις με άλλες γυναίκες; Δεν μπορεί να τις αγαπούσε όλες {...} Ναι, η αγάπη μας ήταν αμοιβαία. Ο Αρίστος ήταν αξιολάτρευτος, ευθύς, ατρόμητος. {...} Το μόνο που θα μπορούσα πραγματικά να καταλογίσω στον Αρίστο ήταν η ακόρεστη επιθυμία του να κατακτήσει τα πάντα».
Η Κάλλας σε εξομολόγηση της στον Έλληνα ρεπόρτερ και προσωπικό φίλο του Ωνάση, Δημήτρη Λυμπερόπουλο, είπε [16]:
«...η χειρότερη ημέρα της ζωής μου ήταν η 14 Αυγούστου 1969, κλεισμένη στο διαμέρισμά μου στο Παρίσι, όταν μου τηλεφώνησε ο Άρης ( παντρεμένος με την Τζάκι ) να μου ευχηθεί για την αυριανή εορτή μου χρόνια πολλά..».
Διαμάχη με τη μητέρα & την αδελφή της
Όταν γεννήθηκε η Μαρία Κάλλας, η αδελφή της, η Υακίνθη [17] ήταν ήδη έξι ετών. Η μικρή Υακίνθη ήταν εξαιρετικά όμορφη και είχε την προσοχή όλων. Η Κάλλας έλεγε αργότερα:
«Η αδερφή μου ήταν αδύνατη, όμορφη και φιλική. Η μητέρα μου πάντοτε την προτιμούσε. Εγώ ήμουν το ασχημόπαπο, χοντρή, αδέξια και καθόλου δημοφιλής».
Την περίοδο της Κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα, η Ευαγγελία Καλογεροπούλου πίεζε τη Μαρία να τραγουδά στο σπίτι τους σε Ιταλούς και Γερμανούς στρατιώτες, προκειμένου να εξασφαλίζουν φαγητό ενώ φέρεται να παρότρυνε τις κόρες της να συντροφεύουν άνδρες με υψηλόβαθμες θέσεις, με χρηματικά ανταλλάγματα, πράγμα που η Κάλλας δεν της συγχώρεσε ποτέ. Τις ενέργειες της μητέρας της είχε αποκαλύψει η Μαρία στον σύζυγό της Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι και τη φίλη της, Τζουλιέττα Σιμιονάτο, όταν πλέον αποφάσισε να μην έχει καμία σχέση με τη μητέρα και την αδερφή της. Από την πλευρά της η Υακίνθη γράφει στο βιβλίο της και περιγράφει την αδελφή της με τα χειρότερα χαρακτηριστικά, κατηγορώντας την για εγωισμό, αλαζονεία και τσιγκουνιά.
«Βρισκόμασταν στη Βερόνα για κονσέρτο της Κάλλας. Ήμουν κουρασμένη, ήθελα να πάω να κοιμηθώ για λίγο. Μου είπε: Δεν μπορείς να φύγεις όσο είμαι εγώ εδώ. Θα φύγεις όταν το θελήσω εγώ. Ήταν η Μαρία, η ντίβα που έδινε εντολές. Εκείνο το Πάσχα παντρεύτηκε τον Μενεγκίνι. Το 1957 γνώρισε τον Αριστοτέλη Ωνάση και όλοι οι Έλληνες μιλούσαν για τους δύο διασημότερους Έλληνες που ήταν μαζί».
Εξ ίσου κακή σχέση είχε η Κάλλας με τους γονείς της, ειδικότερα αφού έγινε διάσημη. Ο πατέρας της είχε στείλει ένα γράμμα, ότι νοσηλευόταν σε πολύ σοβαρή κατάσταση σε ένα άθλιο νοσοκομείο προκειμένου να του στείλει χρήματα όμως στην πραγματικότητα νοσηλευόταν για μια ελαφριά ασθένεια. Παράλληλα, ήταν θυμωμένη με τη μητέρα της επειδή είχε πουλήσει ιστορίες για την ίδια στις εφημερίδες, αλλά είχε γράψει και ένα βιβλίο για τη Μαρία και δε δίσταζε να την εκβιάζει προκειμένου να της αποσπά χρήματα:
«Αν μου είχε σταθεί σαν πραγματική μητέρα τόσα χρόνια πριν, θα την αγαπούσα» έλεγε.
Η Κάλλας αναφέρει σε μια επιστολή της:
«Έχω βαρεθεί τον εγωισμό και την αδιαφορία των γονιών μου απέναντί μου… Δε θέλω καμία σχέση μαζί τους. Ελπίζω να μην το μάθουν οι εφημερίδες. Τότε θα αναθεματίσω πραγματικά την ώρα και τη στιγμή που είχα γονείς.»
Σε μια προσπάθεια να βελτιώσει τις σχέσεις με τη μητέρα της η Μαρία την πήρε μαζί της κατά την πρώτη της επίσκεψη στο Μεξικό το 1950, όμως εκεί αναβίωσαν οι παλιές προστριβές, με αποτέλεσμα οι δυο τους να μην ξανασυναντηθούν ποτέ έκτοτε. Η Κάλλας ακολούθησε διεθνή καριέρα και αποφάσισε να μη διατηρήσει καμία σχέση με την οικογένεια της. Την απόφασή της έκανε πιο εύκολη η συνήθεια της μητέρας της να αποκαλύπτει στον Τύπο, έναντι αμοιβής, διάφορα γεγονότα από τη ζωή της Μαρίας. Αργότερα, με αφορμή ορισμένα υβριστικά γράμματά της, η Κάλλας σταμάτησε διά παντός την επικοινωνία με τη μητέρα της η οποία έμαθε το θάνατό της μικρότερης κόρης της από την Υακίνθη ή από τις ειδήσεις.
Ύστερα χρόνια
Σύμφωνα με τους Ιταλούς φωνίατρους Φράνκο Φούσι και Νίκο Παολίλο, που παρουσίασαν τα αποτελέσματα της μελέτης τους στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, η Κάλλας υπέφερε από δερματομυοσίτιδα, μία εκφυλιστική νόσο που φθείρει τους μυς και τους ιστούς, συμπεριλαμβανομένου του λάρυγγα. Για την ασθένεια της λάμβανε θεραπείες στεροειδών όμως σταμάτησε να παίρνει το φάρμακο επειδή την έκανε να προσθέτει σωματικό βάρος. Είχε φοβία ότι θα παχύνει, καθώς ήταν υπέρβαρη στο παρελθόν και είχε εγχυθεί ιώδιο στον θυρεοειδή της προκειμένου να χάσει το μισό σωματικό της βάρος, το 1953 και κατέφυγε σε θεραπείες δικής της εμπνεύσεως για να ανακουφίσει τα συμπτώματά της ασθένειας. Το 1976 η Κάλλας επισκέφθηκε για τελευταία φορά την Ελλάδα, μακριά από τη δημοσιότητα, και βρέθηκε στη Χαλκιδική, όπου ξεκουράστηκε τρώγοντας και διασκεδάζοντας σε ταβερνάκια όπου σιγοτραγουδούσε την «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη και τη «Νυχτερίδα» του τυφλού ρεμπέτη Δημήτρη Γκόγκου-Μπαγιαντέρα.
Είναι αυτή η εποχή που η Κάλλας στράφηκε στη Βάσω Δεβετζή, Ελληνίδα πιανίστρια, η οποία ανέλαβε να φροντίζει κάθε της ανάγκη. Η Κάλλας ήταν ήδη εθισμένη στο Mandrax [18], ένα επικίνδυνο ναρκωτικό το οποίο ήταν διαθέσιμο μόνο με ιατρική συνταγή στη Γαλλία. Έτσι, αρχικά η Δεβετζή και στη συνέχεια η αποξενωμένη αδελφή της Κάλλας, Τζάκι, με αντάλλαγμα την καταβολή 200 δολαρίων, παρήγγειλαν το Mandrax από την Αθήνα. Η καλλιτέχνις έζησε τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής της απομονωμένη στο διαμέρισμά της, δώρο του Αριστοτέλη Ωνάση, επί της λεωφόρου Ζωρζ Μαντέλ στο Παρίσι με μόνη συντροφιά την οικονόμο της, Μπρούνα, και τον μπάτλερ της, Φερούτσιο με τους οποίους είχε αναπτύξει και μια δυνατή φιλία καθώς και με τη Βάσω Δεβετζή, η οποία την έπεισε, στις 12 Σεπτεμβρίου 1977, να τη χρίσει θεματοφύλακα της καλλιτεχνικής της κληρονομιάς.
Ο θάνατος της
Η Κάλλας πέθανε στο σπίτι της στο Παρίσι την Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου του 1977 λίγες στιγμές αφού σηκώθηκε από το μεσημεριανό της ύπνο και πήγαινε προς το λουτρό για να κάνει μπάνιο. Ξαφνικά ένιωσε δυσφορία και έναν οξύ πόνο στο στήθος. Έβγαλε μια μεγάλη κραυγή και κατέρρευσε από καρδιακή προσβολή, κατά την επίσημη ιατρική έκθεση. Το 2010 μια νέα προσέγγιση στο μυστήριο του θανάτου της, ανέτρεψε την άποψη ότι η διάσημη σοπράνο υπέφερε από δερματομυοσίτιδα και υποστήριξε ότι η Κάλλας πέθανε από υπερβολική δόση λόγω του εθισμού της στη χρήση βαρβιτουρικών [19]. Έτσι, εξηγήθηκε ο λόγος που η φωνή της είχε αλλοιωθεί τα τελευταία χρόνια ενώ είπαν ότι για την αντιμετώπιση της νόσου οι ασθενείς παίρνουν κουρτιζονούχα και ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, τα οποία ίσως της προκάλεσαν καρδιακή ανακοπή.
Νεκρώσιμη ακολουθία [20]
Η νεκρώσιμη ακολουθία της Μαρίας Κάλλας τελέστηκε, σύμφωνα με το τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στον Ορθόδοξο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Στεφάνου της οδού Rue Georges Bizet στο 16ο Διαμέρισμα του Παρισιού, το απόγευμα της Τρίτης 20 Σεπτεμβρίου 1977. Χοροστάτησε ο μακαριστός Μητροπολίτης Γαλλίας Μελέτιος. Δίπλα στη σορό στέκονταν η αδελφή της Υακίνθη-Τζάκι, η ανιψιά της Κάλλας, η πριγκίπισσα Γκρέις του Μονακό, η κόρη της Καρολίνα, η στενή της φίλη Βάσω Δεβετζή και ο τότε νομάρχης Θεσσαλονίκης Κώστας Πυλαρινός. Την Ελληνική κυβέρνηση εκπροσώπησε ο υπουργός Πολιτισμού Κωνσταντίνος Τρυπάνης και παραβρέθηκαν οι διευθυντές της Όπερας της Ρώμης και των Παρισίων. Δάφνινο στεφάνι έστειλε ο τότε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, αλλά και ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ενώ στεφάνια με άνθη φθινοπωρινά έστειλαν η Χριστίνα Ωνάση και η Σκάλα του Μιλάνου ενώ την έξοδο της σορού από το ναό συνόδευσαν τα χειροκροτήματα και τα επιφωνήματα των συγκεντρωμένων, ανάμεσα τους και εκατοντάδων Ελλἠνων.
Αποτέφρωση
Η σορός της Κάλλας αποτεφρώθηκε στο Κοιμητήριο του Περ-Λασαίζ, το μεγαλύτερο του μητροπολιτικού Παρισιού, καθώς σύμφωνα με τη γνώριμη της, την πιανίστα Βάσω Δεβετζή, η επιθυμία της ήταν να αποτεφρωθεί και οι στάχτες της να σκορπιστούν στο Αιγαίο Πέλαγος. Ωστόσο, κάποιοι βιογράφοι της, όπως ο Πετσάλης-Διομήδης αλλά και ο Γαλατόπουλος, υποστηρίζουν με επιμονή ότι δεν υπήρξε κάποια επίσημη ή ανεπίσημη καταγραφή της επιθυμίας αυτής, συνεπώς το γνήσιο της επιθυμία της είναι αμφισβητήσιμο καθώς, σύμφωνα με άλλα κοντινά της πρόσωπα η αποτέφρωση ήταν αντίθετη στις θρησκευτικές και ηθικές πεποιθήσεις της Κάλλας.
Η τεφροδόχος της Κάλλας τοποθετήθηκε στο κοιμητήριο Περ Λασέζ στο Παρίσι, όμως στις αρχές του Φεβρουαρίου του 1979, σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά την καύση της σορού της, ο πρώην σύζυγός της δήλωσε στον Τύπο ότι η τέφρα της Μαρίας Κάλλας εξαφανίστηκε από το κοιμητήριο όμως οι γαλλικές αρχές ανακοίνωσαν ότι η τέφρα της Κάλλας μεταφέρθηκε μετά από αίτηση που έκανε η οικογένειά της. Παράλληλα, το Ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων ανέφερε η τέφρα της φυλάσσονταν προσωρινά σε ελβετική τράπεζα μέχρι να ξεκινήσουν οι διαδικασίες για τη μεταφορά της στην Ελλάδα. Τη λήκυθο με την τέφρα της μεγάλης καλλιτέχνιδας έφερε στην Αθήνα αεροπορικώς η πιανίστρια Βάσω Δεβετζή μαζί με την αδερφή της Κάλλας, Τζάκυ Καλογεροπούλου, την αναπληρώτρια δήμαρχο Ζακλίν Νεμπού, τον εκπρόσωπο του Γάλλου συμβολαιογράφου της Κάλλας Αλαίν Γκομπέν και τις δυο υπηρέτριές της που ήταν κοντά της κατά τις τελευταίες στιγμές της ζωής της.
Διασκορπισμός τέφρας
Το αεροπλάνο που μετέφερε την τεφροδόχο έφτασε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 4 Ιουνίου 1979 και την υποδέχτηκαν ο υπουργός Πολιτισμού Δημήτρης Νιάνιας, ο υπουργός Αμύνης Ευάγγελος Αβέρωφ, ο δήμαρχος Αθηνών Μπέης και ο σκηνοθέτης Αλέξης Μινωτής. Η τεφροδόχος της τυλίχθηκε με την Ελληνική σημαία και μεταφέρθηκε στην πυραυλάκατο «Υπολοίαρχος Τρουπάκης». Η τέφρα της σκορπίστηκε, στις 3 Ιουνίου 1979, στο Αιγαίο πέλαγος στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ των νησιών Φλέβες και Αίγινα. Ένας από τους βιογράφους της, ο Νίκος Πετσάλης-Διομήδης, υποστηρίζει ότι το σκόρπισμα της τέφρας της [21] από τον τότε Υπουργό Πολιτισμού Δημήτρη Νιάνια, από την πυραυλάκατο «Υπολοίαρχος Τρουπάκης», δεν ήταν παρά μια σκηνοθετημένη τελετή από τη Βάσω Δεβετζή.
Κληρονομικά δικαιώματα
Η σχέση της Μαρίας με τους ανθρώπους του άμεσου περιβάλλοντος της, τον σύζυγό της έως κάποια χρονική στιγμή της ζωής της, τη μητέρα της, Ευαγγελία (Λίτσα) Δημητριάδη-Καλογεροπούλου, και την αδελφή της, Υακίνθη (Τζάκι) Καλογεροπούλου-Σταθοπούλου, υπήρξαν ουσιαστικά ανύπαρκτες και, ιδιαίτερα με τη μητέρα και την αδελφή της, επί δεκαετίες. με την Λίτσα Δημητριάδη οι σχέσεις τους διερράγησαν οριστικά και αμετάκλητα ως το τέλος της ζωής της Κάλας, στη διάρκεια του ταξιδιού τους για τις παραστάσεις της Μαρίας στο Μεξικό και έγιναν εκρηκτικές τα χρόνια που ακολούθησαν με αφορμή τις συχνές συνεντεύξεις της Λίτσας Καλογεροπούλου στα Ελληνικά και διεθνή μέσα ενημερώσεως στις οποίες η μητέρα έκανε προσβλητικές και ανοίκειες επιθέσεις και χαρακτηρισμούς για την κόρη της.
Ανάλογες ήταν οι σχέσεις της Μαρίας και με την αδελφή της καθώς ακολούθησαν χωριστούς δρόμους. Μετά το θάνατο της Κάλλας, η αδερφή της έγραψε το βιβλίο «Sisters», όπου τη σκιαγραφούσε ως κακότροπη και αδιάφορη προς τη μητέρα της και την ίδια, όμως αποκαλύπτει ότι λίγο πριν από το τέλος της αδερφής της το 1977, ήρθαν κοντά, με τη διαμεσολάβηση του πατέρα τους και μάλιστα η επανασύνδεσή τους απασχόλησε και τα έντυπα της εποχής. Σχετική είναι η μαρτυρία της Αθηναίας Μάγδας Μαυρογιάννης, η οποία είχε αναπτύξει στενή φιλική σχέση με την Υακίνθη (Τζάκυ) που της εκμυστηρεύτηκε τη σχέση και τα αισθήματά της προς την αδελφή της όπως και λεπτομέρειες της οικογενειακής τους ζωής. Συνδέθηκαν με φιλία επί σειρά ετών μέχρι το θάνατό της, από το 1989 έως το 2004. Η Μάγδα κατοικεί μέχρι σήμερα στο διαμέρισμα της Τζάκυ Καλογεροπούλου, το οποίο αγόρασε από την ίδια στις 3 Δεκεμβρίου 1989 και το συντηρεί όπως ακριβώς ήταν. Μετά την πώληση του διαμερίσματός της η Τζάκυ συνέχισε να μένει στην ίδια πολυκατοικία, αλλά σε άλλο διαμέρισμα. Η Τζάκυ άφησε το πιάνο της στη Μάγδα για αρκετά χρόνια και θα της το χάριζε εάν δε μεσολαβούσε ο σύζυγός της, ο εθνικιστής γιατρός Ανδρέας Σταθόπουλος, ο οποίος το πήρε πίσω.
Οικογένεια Μιχαλολιάκου [22]
Ο ξαφνικός θάνατος της Μαρίας Κάλλας δεν της επέτρεψε να συντάξει διαθήκη και να ρυθμίσει ζητήματα σχετικά με την κινητή και ακίνητη περιουσία της, άυλες αξίες αλλά κυρίως αυτά που αφορούσαν τα πνευματικά της δικαιώματα από τις εκατοντάδες ηχογραφήσεις των εμφανίσεων της.
Μετά τον θάνατο της, το Σεπτέμβριο του 1977, κληρονόμοι της κατέστησαν ο πατέρας της, Γεώργιος Καλογερόπουλος, η μητέρα της, Ευαγγελία Δημητριάδη, και η αδελφή της, η Υακίνθη Καλογεροπούλου, κατά την αναλογία που τους αναλογούσε. Η Λίτσα Δημητριάδη πέθανε το 1982 και λίγα χρόνια αργότερα ο Γεώργιος Καλογερόπουλος. Το κληρονομικό δικαίωμα καθενός από τους γονείς της Κάλλας μεταβιβάστηκε στην εν ζωή αδελφή της, την Τζάκυ (Υακίνθη) Καλογεροπούλου-Σταθοπούλου [23], η οποία εγκαταστάθηκε ως η μοναδική κληρονόμος της Μαρίας. Τα χρόνια που ακολούθησαν η Τζάκυ αποκάλυψε ότι το 1977 και λίγο καιρό πριν το θάνατο της Μαρίας ήρθαν και πάλι κοντά με την αδελφή της όμως η μητέρα τους, που πέθανε το 1982, ξεψύχησε δίχως να έχει ξανασυναντήσει τη μικρή της κόρη. Τα κληρονομικά δικαιώματα της Τζάκυ, η οποία πέθανε σε βαθιά γεράματα το 2004, μεταβιβάστηκαν καθ' ολοκληρία στον σύζυγο της, το γιατρό Ανδρέα Σταθόπουλο.
Ο ακραιφνώς εθνικιστής γιατρός Ανδρέας Σταθόπουλος, γνωστός για τη συμπαράσταση και τη στήριξη που πρόσφερε στον Δημήτριο Ιωαννίδη ως ο προσωπικός του γιατρός στη διάρκεια που ήταν έγκλειστος στις φυλακές Κορυδαλλού και ως το θάνατο του Ιωαννίδη, εντάχθηκε στις γραμμές του εθνικιστικού κινήματος Χρυσή Αυγή, του Νίκου Μιχαλολιάκου, της οποίας υπήρξε επιφανής υποστηρικτής και ένας από τους βασικότερους χρηματοδότες. Ο Ανδρέας Σταθόπουλος πέθανε το 2013 όμως λίγο πριν το θάνατο του φρόντισε να κληροδοτήσει τα δικαιώματα της Μαρίας Κάλλας, όπως περιήλθαν σε αυτόν από τη σύζυγο του, στον Αρχηγό της Χρυσής Αυγής, Νίκο Μιχαλολιάκο και στον δικηγόρο αδελφό του, Τάκη Μιχαλόλια.
Η πράξη του γιατρού Σταθόπουλου κυκλοφορούσε ως αδιασταύρωτη πληροφορία στους εθνικιστικούς κύκλους ώσπου ένα Podcast του δημοσιογράφου Άρη Δημοκίδη με τίτλο «Η σκληρή αλήθεια για τη Μαρία Κάλλας» έφερε σε ευρεία δημοσιότητα τη σχετική αποκάλυψη του βετεράνου δημοσιογράφου Μιχάλη Δημητρίου σε ραδιοφωνική συνέντευξη του στον Γιάννη Παπαγιάννη. Όπως ανέφερε ο Δημητρίου, το «Ίδρυμα Μαρία Κάλλας» που ίδρυσε ο Χρήστος Λαμπράκης σε συνεργασία με την Κάλλας δεν εισπράττει κανένα ποσό από τα δικαιώματα της Κάλλας, διότι αυτά ανήκουν στους αδελφούς Μιχαλολιάκους ή όπως ανέφερε ο Δημητρίου στον Νίκο Μιχαλολιάκο.
Είπαν για την Κάλλας
Έγραψε ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι:
«...Α,ένα τρομερό δέος. Η ευφορία εκρήγνυται πάνω σε εκείνα τα τζάμια στο σκοτάδι. Αλλά μια τέτοια ευφορία που σε κάνει να τραγουδάς με τη φωνή σου είναι μια επιστροφή από το θάνατο. Για μένα υπάρχει ένα κενό στο σύμπαν, ένα άνοιγμα στο σύμπαν, και συ τραγουδάς από εκεί...»,
ενώ κατά τον Φράνκο Τζεφιρέλι
«...Πέρα από την ασυνήθιστη γκάμα της, που εξέπληξε ακόμη και τους πιο δύσκολους ειδήμονες της όπερας, «η Κάλλας ήταν η πρώτη -και τελευταία μέχρι στιγμής- σοπράνο που ξεπέρασε τα όρια της τέχνης της, και καθιερώθηκε ως η πριμαντόνα σταρ που έφερε την όπερα κοντά στην αντίληψη των μαζών...».
Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο μαέστρος Νικόλα Ρεζίνιο:
«...Είναι μυστήριο το πώς μπορεί να τραγουδάει το τέλειο ρετσιτατίβο, ένα κορίτσι από το Μπρόνξ, πού γεννήθηκε σε οικογένεια ξένη από τον κόσμο της μουσικής και μεγάλωσε σε μια ατμόσφαιρα άσχετη από την οπερετική παράδοση..».
Ένας άνθρωπος που τη γνώρισε πολύ καλά, όμως επέλεξε να διατηρήσει την ανωνυμία του έγραψε:
«Η ιστορία της Μαρίας, από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής της, είναι η επική ιστορία μιας γυναίκας παγιδευμένης από την εύνοια του Θεού».
Μνήμη Μαρίας Κάλλας
Η ίδια, η Μαρία Κάλλας, μια ακραιφνὠς Ελληνίδα, όπως χαρακτήριζε η ίδια τον εαυτό της, και η μεγαλύτερη λυρική τραγουδίστρια του 20ου αιώνα, έζησε ζωή γεμάτη μελέτη, αφοσίωση, στρατιωτική πειθαρχία, πόνο, θλίψη, υποτίμηση και αμφιβολία αλλά και γεμάτη ταξίδια, παγκόσμια αναγνώριση, έρωτα, χαρά, υπερηφάνεια και δόξα. Άφησε αρκετά πλούσιο ηχητικό υλικό απ’ όπου μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί χαρακτηρίστηκε ως η κορυφαία σοπράνο της εποχής της δημιουργώντας έναν μύθο τόσο για την τέχνη της όσο και για τη ζωή της. Οι μελετητές του έργου της λένε ότι η σύγχρονη ιστορία της όπερας χωρίζεται σε δύο μέρη: την προ Callas και τη μετά Callas. Έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στα μαλλιά και το χτένισμά της, στο μακιγιάζ της, στα κοσμήματα και τα αξεσουάρ που επέλεγε να φοράει ενώ τα φορέματα της, της απέδιδαν πλέον τον τίτλο της πιο κομψής γυναίκας του κόσμου. Με τη βοήθεια της Biki (Elvira Leonardi Bouyeure) της σημαντικότερης μοδίστρας του Μιλάνου, η Κάλλας έκλεβε τις εντυπώσεις σε κάθε της εμφάνιση και έκανε όλο τον κόσμο να παραμιλά για τα κομψες στιλιστικές της επιλογές.
Η μητέρα της, Ευαγγελία Καλογεροπούλου, λάτρευε το τραγούδι, θα ήθελε να είχε γίνει η ίδια τραγουδίστρια, αλλά αυτό ήταν απαγορευμένο από τον πατέρα της. Άκουγε, λοιπόν, συνέχεια δίσκους και μαζί της άκουγε και η Μαρία και μάθαινε μέσα από τα τραγούδια μελωδίες και λόγια σε γλώσσες που δεν ήξερε και δεν καταλάβαινε. Η μέντορας της Μαρίας, η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, ο άνθρωπος που θα καθοδηγήσει, θα εκπαιδεύσει, θα διαπαιδαγωγήσει, θα διδάξει την τεχνική του Μπελ Κάντο και θα της μάθει τα μυστικά της τέχνης του λυρικού τραγουδιού. Η Κάλλας θα τη θυμάται συνεχώς και στις συνεντεύξεις της δε θα παραλείπει ποτέ να αναφέρει το όνομά της. Σε μια συνέντευξη που έδωσε το 1969 στο Παρίσι, η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, είπε μεταξύ άλλων για την Κάλλας:
«Με κοίταζε συνέχεια με τα εκφραστικά της μάτια. Ως μαθήτρια ήταν υπάκουη, έξυπνη, εργατική, πολύ εργατική, κάτι το καταπληκτικό. Δεν χρειαζόταν να της εξηγήσω μία φράση δύο φορές. Έλεγε “ναι, κατάλαβα” και την επόμενη το επαναλάμβανε θαυμάσια. Είχε πολλή μουσικότητα. Ερχόταν πάντα πρώτη και έφευγε τελευταία, μου έκανε έκπληξη αυτό, παρακολουθούσε όλους τους μαθητές, τις σοπράνο, τους τενόρους, όλους. Και καθώς ήταν μουσικός, μάθαινε με ευκολία, ήταν ένα είδος φαινομένου, γιατί είχε νότες χαμηλές, πολύ δυνατές και ωραίες, είχε τις μεσαίες της επίσης πολύ καλές κι έπειτα έφευγε στις ψηλές περιοχές μέχρι το μι φυσικό. Όλα τα επιτύγχανε, την φωνή, το τραγούδι, την ερμηνεία, κι έπειτα πάνω στην σκηνή ήταν θαυμάσια, ήταν όμορφη κι είχε θαυμάσια χέρια ήδη από τότε. Οι πρώτες εμφανίσεις της πήγαν πολύ καλά, δεν είχε τρακ και το παράξενο ήταν ότι κι εγώ δεν είχα τρακ, όταν επρόκειτο να τραγουδήσει, αλλά είχα ένα συναίσθημα ηρεμίας που δεν μου το έδιναν οι άλλοι μαθητές μου, ήμουν σίγουρη γι’ αυτή, μα τόσο σίγουρη, ώστε ήμουν ευχαριστημένη, όταν τραγουδούσε, “θα ξεκουραστώ επιτέλους” έλεγα».
Τα σχόλια για τις παραστάσεις που ανεβάζονται - διαρκούσης της Κατοχής της Ελλάδος με τον έλεγχο των Ιταλών και των Γερμανών - μετά την απελευθέρωση μετατράπηκαν από την κομμουνιστική αριστερά, σε ανοικτές επιθέσεις και κατηγορίες για συνεργασία με τους κατακτητές γεγονός που την οδήγησε στην απόφαση να εγκαταλείψει την Ελλάδα μπροστά στο φόνο που της προκαλούσε το ενδεχόμενο της δολοφονίας της. Στο βιβλίο της, η μητέρα της Μαρίας η Ευαγγελία Δημητριάδου, επιβεβαίωσε ότι:
«...κατοχικοί στρατιώτες και αξιωματικοί που θαύμαζαν το τραγούδισμα της Μαρίας [...] μάς έφερναν φαγητό λαθραίως ή μοιράζονταν τις μερίδες τους με εμάς. {...} συνολικά η τύχη της Μαρίας κατά τη διάρκεια του πολέμου - και της αδερφής της και η δική μου επίσης - ήταν σημαντικά ευκολότερη από ό,τι των περισσοτέρων Αθηναίων, επειδή λάτρεις της μουσικής που βρίσκονταν ανάμεσα στους αξιωματικούς των δυνάμεων κατοχής υπερέβαλαν εαυτόν για να εκδηλώσουν τον θαυμασμό τους για εκείνη»
Το 1959 η Κάλλας είναι ήδη σε σχέση με τον Αριστοτέλη Ωνάση και ελπίζει σε ένα δεύτερο γάμο, σε μια οικογενειακή ζωή, άλλωσετ η απουσία της οικογένειας ήταν σιωπηλά παρούσα σε όλη τη ζωή της. Είπε, σχετικά με αυτό, σε συνέντευξη της:
«Που απέτυχα; Μα να ολοκληρωθώ ως γυναίκα, γιατί αυτό που πάντα επιθυμούσα περισσότερο από την επιτυχία ήταν να γίνω μητέρα και να αποκτήσω πολλά παιδιά. Και το παράπονό μου όταν άκουγα τον κόσμο να με χειροκροτεί, ήταν γιατί η Κάλλας να μην περιστοιχίζεται από τα παιδιά της και αργότερα από τα εγγόνια της, τις στιγμές της ευτυχίας της, όπως τόσοι άλλοι άνθρωποι».
Η Κάλλας διάθετε σπάνιο ταλέντο και η μελέτη αποτελούσε τη μόνη της ουσιαστικά σπουδή, μια και όταν έφυγε για την Αμερική δεν μπόρεσε να συνεχίσει σε ανώτερα μαθήματα, στοιχείο που εντυπωσιάζει για τη μετέπειτα εξέλιξή της. Στη διάρκεια της καριέρας της ανέλυε τους ρόλους μόνη της, έπλαθε τους χαρακτήρες μόνη, χωρίς να χρειάζονται σκηνοθετικές οδηγίες. Όταν συνεργάστηκε με κορυφαίους σκηνοθέτες όπως με τον Βισκόντι η τον Φράνκο Τζεφιρέλι ή τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι συνέβαιναν θαύματα όπως η παράσταση της «Τραβιάτα» σε σκηνοθεσία Βισκόντι που ανέβηκε το 1955 στη Σκάλα, παράσταση που χαρακτηρίστηκε ένα από τα αριστουργήματα της τέχνης και οι Μιλανέζοι αρνούνταν για πολύ καιρό να δουν μία άλλη «Τραβιάτα». Με τα μοναδικά φωνητικά και υποκριτικά της προσόντα ανανέωσε την όπερα και το ρεπερτόριό της, ιδιαίτερα το ιταλικό «μπελ-κάντο» και αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε τραγουδίστρια της όπερας, που φιλοδοξεί να κερδίσει από τους ειδικούς και το κοινό τον τίτλο της «νέας Κάλλας».
Οι παραστάσεις της Κάλλας, που διέθετε τεράστια αυτοπεποίθηση και απόλυτη πίστη στο ταλέντο της, έγραψαν ιστορία στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου στα οποία έθετε συγκεκριμένους όρους, επιθυμίες όπως τις έλεγε:
1) συγκεκριμένες όπερες κι όχι αυτές που έχει αποφασίσει ο διευθυντής της, 2) έλεγχο όσον αφορά τον μαέστρο, 3) απαίτηση να διώχνει τους παρτενέρ που δεν της ταίριαζαν και 4) πολλά χρήματα και αυτά ποσά που ζητούσε ήταν υπέρογκα. Όταν είχε πια ξεκινήσει τη διεθνή της καριέρα, θα δηλώσει: «Τα χρήματα δε με ενδιαφέρουν, αλλά πρέπει να παίρνω περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη».
Το 1992, η Κοινότητα Νεοχωρίου Ιθώμης, προσπάθησε να αγοράσει το πατρικό της σπίτι [24] [25], ενώ παράλληλα δημιούργησε πολιτιστικό σύλλογο με το όνομά της. Το σπίτι κηρύχθηκε διατηρητέο, [26], διότι
«...αποτελεί χαρακτηριστικό κτιρίου τοπικής αρχιτεκτονικής του περασμένου αιώνα και είναι σημαντικό για τη μελέτη της εξέλιξης της ιστορίας της αρχιτεκτονικής..[..]...»
όμως εγκαταλείφθηκε και στις 20 Σεπτεμβρίου 2004 κατέρρευσε.
Το πιάνο της Κάλλας που είχε μεταφερθεί στη θαλαμηγό του Ωνάση για να ασκείται όταν ταξίδευε, βρίσκεται σήμερα κάτω από το πορτρέτο της, δημιουργία του ζωγράφου Μιχάλη Βαφειάδη, στην Αίθουσα Διαλέξεων στο Μέγαρο του Ιδρύματος Ωνάση, απέναντι στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Στις 6 Ιουνίου του 2001 η αεροπορική εταιρεία ΑΧΟΝ ονόμασε «Μαρία Κάλλας» ένα από τα νέα αεροπλάνα του στόλου της. Συγκεκριμένα ένα αεροσκάφος τύπου Μπόινγκ 737-400 πήρε το όνομα της Κάλλας. Το σκάφος ήταν να βαφτίσει η αδελφή της Υακίνθη-Τζάκι Καλογεροπούλου-Σταθοπούλου, όμως για άγνωστους λόγους την αντικατέστησε ο σύζυγός της γιατρός δρ Ανδρέας Σταθόπουλος [27]. Το έτος 2015 ορίστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδος «Έτος Κάλλας» ενώ το 2022 το υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων ενέταξε σε Ευρωπαϊκό πρόγραμμα την πολυκατοικία Παπαλεονάρδου με προϋπολογισμό 6.869.600 ευρώ. Παράλληλα, το υπουργείο Πολιτισμού ενέκρινε εργασίες αποκατάστασης και επισκευής, καθώς και την αλλαγή χρήσης από κατοικία σε Μουσική Ακαδημία. Το κτίριο ήταν χαρακτηρισμένο ως ιστορικό διατηρητέο και αρχιτεκτονικό μνημείο των νεότερων χρόνων, κήρυξη που είχε κάνει ήδη από το 1989 η Μελίνα Μερκούρη [28].
Εξωτερικές συνδέσεις
- [Μαρία Κάλλας (ανακτήθηκε την 1η Ιανουαρίου 2025, 19:40']
- [Μαρία Κάλλας, ο μύθος μιας ντίβας Περιοδικό Επτά ημέρες, Εφημερίδα Η Καθημερινή, 12 Φεβρουαρίου 1995]
- [Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη Η ζωή, το έργο και μουσικά αποσπάσματα της Μαρίας Κάλλας]
- [Η Μαρία Καλογεροπούλου Αναμνήσεις του Γιώργου Λαζαρίδη]
- [Μαρία Κάλλας Μουσικό Πειραματικό Σχολείο Αγρινίου.
- [Η σκληρή αλήθεια για την Μαρία Κάλλας Podcast, Άρης Δημοκίδης]
- [100 χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας]
- [2007, Έτος ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΛΛΑΣ Μουσικό Σχολείο Αγρινίου]
Βιβλιογραφία
- «Η άγνωστη ΚΑΛΛΑΣ», [Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, Eκδόσεις «Καστανιώτη», Αθήνα, 1988]
Παραπομπές
- ↑ [Η Κάλλας είπε για την ημερομηνία της γεννήσεως της,σ ε συνε΄ντυξη της: «..Γεννήθηκα στη Νέα Υόρκη, στο ζώδιο του Τοξότη, το πρωινό της 2ας ή 4ης Δεκεμβρίου. Δεν μπορώ να γνωρίζω με ακρίβεια, όπως για ό,τι άλλο με αφορά, καθώς το διαβατήριο γράφει πως γεννήθηκα στις 2 Δεκεμβρίου, ενώ η μητέρα μου υποστηρίζει πως με έφερε στον κόσμο στις 4. Διαλέξτε εσείς την ημερομηνία που σας αρέσει περισσότερο. Εγώ προτιμώ την 4η Δεκεμβρίου. Πρώτον, επειδή φυσικά πρέπει να πιστέψω αυτό που λέει η μητέρα μου. Δεύτερον, επειδή τότε εορτάζεται η μνήμη της αγίας Βαρβάρας, προστάτιδας του Πυροβολικού, αγίας υπερήφανης και μαχητικής, στην οποία έχω αδυναμία.».]
- ↑ [Παρά την αρχική της άποψη ότι συντάσσεται με τη γνώμη της μητέρας της για την ημερομηνία της γεννήσεως της η Κάλλας έπειτα από κάποια χρόνια άλλαξε γνώμη και επέλεξε τελικά να γιορτάζει, έως το τέλος της ζωής της, τα γενέθλιά της στις 2 Δεκεμβρίου, την ημερομηνία που αναγραφόταν στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς της῏]
- ↑ [ΓΑΚ αρ. 2211, αύξ. αρ. 48]
- ↑ [Μαρία Κάλλας, Περιοδικό MusicHeaven]
- ↑ [ΓΑΚ Ν. Μεσσηνίας αρ. συμβολ. 511/2.6.1923]
- ↑ [Πολλά χρόνια αργότερα, η Ευαγγελία Καλογεροπούλου έγραφε στη Μαρία ότι αφορμή της φυγής τους στις ΗΠΑ ήταν η κρυφή ερωτική σχέση του Γιώργου Καλογερόπουλου με την κόρη του δημάρχου Μελιγαλά, την οποία είχε καταστήσει έγκυο.]
- ↑ [Η οικογένεια της Ευαγγελίας Καλογεροπούλου εγκαταστάθηκε στην Πολυκατοικία Παπαλεονάρδου - στην οδό Πατησίων 61. Η πολυκατοικία ήταν σχεδιασμένη το 1925 από τον αρχιτέκτονα Κωνσταντίνο Κιτσίκη. Σε αυτό το κτίριο έζησε η Μαρία Κάλλας από το 1937 ως το 1945.]
- ↑ [Εφημερίδα «Βραδυνή», 28 Αυγούστου 1942.]
- ↑ [[Εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα», 28 Αυγούστου 1942.]
- ↑ [Lyndsy Spence, «Cast a Diva. The Hidden Life of Maria Callas»]
- ↑ [«Μαρία Κάλλας-Γράμματα και αναμνήσεις», Τομ Βολφ, εκδόσεις «Πατάκη».]
- ↑ [Έκθεμα 43. Έγγραφο του Ιταλικού Προξενείου για άδεια μεταφοράς τροφίμων σε επτά καλλιτέχνες (1942).]
- ↑ [Πηγή: «Μαρία Κάλλας», το 1999, Γιώργος Πανόπουλος, Εκδόσεις «Πανός»]
- ↑ [Maria Callas's legacy and tragic life]
- ↑ [Ο ΜΕΝΕΓΚΙΝΙ μιλάει για ΚΑΛΛΑΣ και ΩΝΑΣΗ, Δημήτρης Λυμπερόπουλος) Video, Youtube.com]
- ↑ [ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ εξομολόγηση (ντοκουμέντο)]
- ↑ [Η Υακίνθη (Τζάκι) για πολλά χρόνια διατηρούσε ερωτική σχέση με τον εφοπλιστή Μίλτο Εμπειρίκο, μοναχογιό του Ανδρέα Εμπειρίκου. Μετά από τον θάνατό του παντρεύτηκε τον εθνικστή γιατρό Ανδρέα Σταθόπουλο, που λάτρευε την όπερα. Ο Σταθόπουλος, που κληρονόμησε την Υακίνθη μετά το θάνατο της, υπήρξε στενός φίλος και προσωπικός γιατρός του Δημητρίου Ιωαννίδη και στη συνέχεια μέλος και χρηματοδότης του εθνικιστικού κινήματος Χρυσή Αυγή του Νικόλαου Μιχαλολιάκου.]
- ↑ [Το Maddrax είναι εξαιρετικά εθιστικό φάρμακο, που αποτελείται από μεθακουαλόνη και αντιισταμινική διφαινυδραμίνη. Είναι ισχυρό ηρεμιστικό, που παρέχει στο χρήστη του τη βύθιση σε ύπνο. Ένα χάπι την ημέρα μεταβάλλει τη χημεία του σώματος και προκαλεί σωματική και ψυχολογική εξάρτηση σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ενώ η ξαφνική διακοπή του μπορεί να προκαλέσει πονοκεφάλους, σπασμούς, νεφρική ανεπάρκεια, αιμορραγίες στο στομάχι και αιφνίδιο θάνατο.]
- ↑ [Maria Callas: 43 χρόνια χωρίς τη μεγαλύτερη diva της όπερας]
- ↑ [Τριάντα χρόνια μετά η Φωνή νίκησε τον χρόνο Εφημερίδα «Η Καθημερινή», Ελένη Μπίστικα, 13 Σεπτεμβρίου 2007.]
- ↑ [Τριάντα χρόνια μετά η Φωνή νίκησε τον χρόνο Εφημερίδα «Η Καθημερινή», Ελένη Μπίστικα, 13 Σεπτεμβρίου 2007.]
- ↑ [Ο Νίκος Μιχαλολιάκος, έχει τα πνευματικά δικαιώματα τής Μαρίας Κάλλας esxatianasxesi.blogspot.com, Θεόδωρος Χατζηγώγος (Η αποκάλυψη τής Δεκαετίας για τον Πατριωτικό Χώρο)]
- ↑ [H μνήμη της Μαρίας Κάλλας απαιτεί περίσκεψη Εφημερίδα Η Καθημερινή, Ελένη Μπίστικα, 18 Σεπτεμβρίου 2002.]
- ↑ [Το πατρικό σπίτι της διάσημης ντίβας Μαρία Κάλλας στη Μεσσηνία, γίνεται Μουσείο akromolio.gr]
- ↑ [Το άγνωστο και άσημο πατρικό σπίτι της διάσημης Μαρίας Κάλλας Video, Youtube.com]
- ↑ [ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/1960/12 Ιανουαρίου 1998]
- ↑ [Με τα φτερά της «Μαρίας Κάλλας»! Εφημερίδα Η Καθημερινή, 7 Ιουνίου 2001.]
- ↑ [Στο ΕΣΠΑ η κατοικία στην Πατησίων]