Ελένη Παπαδάκη

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Ελένη Παπαδάκη, Ελληνίδα εθνικίστρια καλλιτέχνης, η κορυφαία Ελληνίδα ηθοποιός του Μεσοπολέμου στο Ελληνικό θέατρο, την οποία ο Γρηγόρης Ξενόπουλος είχε χαρακτηρίσει «..αδιαμφισβήτητη διάδοχο της Μαρίκας Κοτοπούλη», γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1903 [1] στην Αθήνα και δολοφονήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1944 από την Ο.Π.Λ.Α., τις ένοπλες συμμορίες της οργανώσεως του Ε.ΛΑ.Σ. που ανήκαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, [Κ.Κ.Ε.], στη διάρκεια των γεγονότων που είναι γνωστά ως «Δεκεμβριανά». Η σορός της βρέθηκε στον περίβολο των Διυλιστηρίων της Ούλεν, σ’ ένα λάκκο μαζί με άλλους σφαγιασμένους Έλληνες αντικομμουνιστές πολίτες. Κηδεύτηκε το πρωί της Κυριακής 25 Ιανουαρίου 1945, μετά την καταστολή του κινήματος των Δεκεμβριανών, από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Καρύτση και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

Η Ελένη Παπαδάκη ήταν άγαμη και δεν απέκτησε απογόνους.

Ελένη Παπαδάκη
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 4 Νοεμβρίου 1903
Τόπος: Αθήνα, Αττική (Ελλάδα)
Σύζυγος: Άγαμη
Τέκνα: Άτεκνος
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Ηθοποιός
Δολοφονία: 21 Δεκεμβρίου 1944
Τόπος: Διυλιστήριο ΟΥΛΕΝ, Γαλάτσι
Αθήνα (Ελλάδα)

Βιογραφία

Γονείς της Ελένης Παπαδάκη ήταν ο ευκατάστατος αστός Νικόλαος Παπαδάκης, τμηματάρχης της Ιονικής Τράπεζας και η Αικατερίνη Κωνσταντινίδη, κόρη του πανεπιστημιακού καθηγητή Στυλιανού Κωνσταντινίδη με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Η Ελένη είχε έναν αδελφό το Μιχάλη Παπαδάκη, που ήταν δύο χρόνια μικρότερος της. Η οικογένεια της κατοικούσε σε μία διώροφη νεοκλασική μονοκατοικία στη διασταύρωση Ιακωβίδη 28 και Ζερβού κοντά στον Άγιο Ελευθέριο στα Πευκάκια, στην περιοχή των Πατησίων στην Αθήνα. Παιδική φίλη και γειτόνισσα της ήταν η Μαρίκα [γνωστή ως Μπούμπα ή Μίνα] Κορυζή, κόρη του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή, το πατρικό σπίτι της οποίας ήταν δίπλα από αυτό της Παπαδάκη. Η Ελένη εκδήλωσε από μικρή τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες και συμμετείχε στις Κυριακάτικες εκδηλώσεις της οικογένειας της, στις οποίες ήταν πάντα καλεσμένος ο συνθέτης Δημήτριος Ρόδιος.

Σπουδές

Η Παπαδάκη τελείωσε το Γυμνάσιο Κρίκου και διδάχθηκε Γερμανικά σε βραδινά μαθήματα στη Γερμανική σχολή, ενώ μελέτησε Γαλλικά στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Αργότερα παρακολούθησε για δύο χρόνια ως ακροάτρια, τα μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πήρε μαθήματα αρχαίων Ελληνικών και αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας από το Νικόλαο Ποριώτη. Ολοκληρώνοντας τη Μέση Εκπαίδευση γνώριζε και μιλούσε άριστα τέσσερις γλώσσες, Γερμανικά, Γαλλικά, Αγγλικά και Ιταλικά, γνώση που της επέτρεπε να μελετά τους ρόλους της στο πρωτότυπο. Σε νεαρή ηλικία εξέφρασε τη διάθεσή της να ασχοληθεί με το Θέατρο και συνάντησε την σφοδρή αντίθεση όλων των μελών της οικογενείας της, όμως μπροστά στην επιμονή της, δέχθηκαν να παρακολουθήσει μαθήματα πιάνου και φωνητικής στο Ελληνικό Ωδείο, στην οδό Φειδίου 3, όπου τελειοποίησε την κλίση της στο τραγούδι, με δασκάλους τον Άλεκ Σκούφη και τον Κίμωνα Τριανταφύλλου και το πιάνο, με την Αργυρή Γκίνη, την Κούλα Παπαδιαμαντοπούλου και την Καίτη Παπαϊωάννου.

Θέατρο

Ερασιτέχνης ηθοποιός

Το 1923 η Ελένη αρρώστησε με πλευρίτιδα και μέχρι την αποθεραπεία της διέκοψε τα μαθήματα τραγουδιού και πιάνου, όμως άρχισε να παρακολουθεί μαθητικές θεατρικές παραστάσεις του Νικόλαου Παπαγεωργίου, ο οποίος ήταν διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Ελληνικού Ωδείου. Στις 6 Απριλίου 1924 εμφανίστηκε με το ρόλο της Κυρίας φον Χάλδορφ στο μονόπρακτο η «Μακρινή Πριγκίπισσα» του Χέρμαν Σούντερμαν, ενώ η τελευταία της εμφάνιση με το Ελληνικό Ωδείο έγινε στις 3 Ιουλίου 1924, στο ρόλο της Κυρίας Φαβαρόλι, στο έργο «Το αριστερό χέρι» του Πιέρ Βέμπερ.

Επαγγελματική παρουσία

Στις 10 Ιανουαρίου 1925, το «Θέατρο Ελληνικού Ωδείου» με την καλλιτεχνική διεύθυνση του Σπύρου Μελά, παρουσίασε στο Εθνικό θέατρο, το έργο «Πειρασμός» του Γρηγορίου Ξενόπουλου, στο οποίο πρωτοεμφανίστηκε η Παπαδάκη στο ρόλο της Αγγέλας Παπαστάμου και όπως ειπώθηκε «...η Μεταξά και η Παπαδάκη μπορούν να συναγωνισθούν με τας δοκιμωτέρας εξ επαγγέλματος ηθοποιούς.», ενώ ο Κωστής Μπαστιάς έγραψε στην εφημερίδα «Δημοκρατία», «..Η σκηνή απέκτησε μίαν μεγάλην ηθοποιόν..». Στις 22 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους εμφανίστηκε με το έργο του Λουίτζι Πιραντέλλο «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε», στο ρόλο της Κυρίας Σιρέλλι και ο Λίνος Καρζής σημείωνε «...η Παπαδάκη, ιδιοφυΐα, που θα μπορούσε με την επιμονή και τη μελέτη να δεσπόσει ως ερμηνεύτρια κοινωνικών έργων», ενώ ακολούθησε στις 25 Μαρτίου, το έργο «Σαλώμη» του Όσκαρ Ουάιλντ, στο οποίο είχε το ρόλο της Ηρωδιάδας. Όταν ο Σπύρος Μελάς ίδρυσε το «Θέατρο Τέχνης», αποφάσισε να συνεργαστεί μαζί του και στις 13 Απριλίου 1925, κρυφά από τους οικείους της, υπέγραψε το πρώτο επαγγελματικό της συμβόλαιο, ενώ μόλις το ανακοίνωσε τους βρήκε όλους αντίθετους, με τον πατέρα της να παθαίνει καρδιακή κρίση, τη μητέρα της να ξεσπά σε λυγμούς και να την παρακαλά να το ακυρώσει και τον αδελφό της να εκφράζει την αποδοκιμασία του. Παρά τις αντιρρήσεις τους εμφανίστηκε με το «Θέατρο Τέχνης» για πρώτη φορά στις 25 Μαΐου 1825, όμως πραγματικά πρωταγωνιστικό ρόλο ανέλαβε στις 24 Ιουνίου 1925 στο έργο «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του εθνικιστή Ιταλού συγγραφέα Λουίτζι Πιραντέλλο, στο οποίο κρατούσε το ρόλο της Προγονής.

Η φήμη της και οι άριστες κριτικές που συγκέντρωνε στο πρόσωπό της από ανθρώπους της Τέχνης, ανάγκασαν την Μαρίκα Κοτοπούλη, να στείλει την Αιμιλία Καραβία, έμπιστη της και δημοσιογράφο του συγκροτήματος Λαμπράκη να παρακολουθήσει την παράσταση της στο θέατρο «Αθήναιον», η οποία της μετέφερε τις καλλίτερες εντυπώσεις της. Το χειμώνα του 1925, η Παπαδάκη αποδέχτηκε την πρόταση της Κυβέλης και έπαιξε μαζί της από τις 15 Νοεμβρίου, το ρόλο της Λουκιανής Μπωρέλ, στο έργο «Η εξαδέλφη μου από τη Βαρσοβία», του Λουί Βερνέιγ, στο θέατρο «Διονύσια» στην πλατεία Συντάγματος. Στις αρχές του 1926 γνώρισε και στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον Αιμίλιο Βεάκη, από τις 22 Ιανουαρίου, στο έργο ο «Τριμπούνος» του Πωλ Μπουρζέ στο οποίο ερμήνευσε το ρόλο της Κυρίας Κλωντέλ. Συνεργάστηκε στο «Θίασο Νέων» μια συνεργασία που δε στέφθηκε από επιτυχία, καθώς το κεφάλαιο που διέθετε η Ελένη Χαλκούση εξανεμίστηκε και δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί ούτε στα έξοδα που απαιτούνταν για το στήσιμο του θιάσου. Η ίδια ως πρωταγωνίστρια τα κατάφερε να διακριθεί, όμως ο θίασος διαλύθηκε στα τέλη του Σεπτεμβρίου, όμως για το ζήτημα της αμοιβής της οδηγήθηκε σε δικαστική διαμάχη με την Ελένη Χαλκούση, γεγονός που οδήγησε τις σχέσεις τους σε οριστική ρήξη.

Στις αρχές Μαΐου 1927 παρακολουθώντας τις πρώτες Δελφικές εορτές, η Παπαδάκη γνωρίστηκε με την Εύα και τον Άγγελο Σικελιανό, ενώ τη θεατρική σεζόν 1927 -28, συμμετείχε στις παραστάσεις του θιάσου Αμηρά. Τα χρόνια 1929 και 1930 περιόδευσε ως πρωταγωνίστρια στη Θεσσαλονίκη, τα Τρίκαλα και το Βόλο, με την «Εταιρία Ελλήνων Καλλιτεχνών» και τους Περικλή Γαβριηλίδη, Νίκο Δενδραμή και Νίκο Παρασκευά, παρουσιάζοντας εναλλασσόμενο ρεπερτόριο που αποτελούνταν από Δράματα και κωμωδίες, ελληνικά και ξένα, παρουσιάζοντας συνολικά περίπου 40 έργα. Το 1931, συμμετέχοντας σε θίασο που ίδρυσε με το Δημήτρη Μυράτ και τον Περικλή Γαβριηλίδη, παρουσίασαν παραστάσεις στην Κωνσταντινούπολη, αποσπώντας το θαυμασμό του Τούρκου ποιητή Χαλίλ Φαχρί, που έγραψε «...αν και δεν γνωρίζω λέξη ελληνική, ...η φωνή, οι κινήσεις της, η μιμική, οι στάσεις της καλλιτέχνιδας αυτής με τη φλογερή ψυχή μου μιλούσαν με λόγια. Άξιον επαίνου η δυναμική της, που τόσο νέα μπορεί και αποδίδει μια ώριμη γυναίκα μάνα.». Επιστρέφοντας από την περιοδεία της συνεργάστηκε με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, με την οποία στις 24 Μαΐου 1932 υπέγραψε εξάμηνο συμβόλαιο και στις 4 Ιουνίου 1932, συμμετείχε με το ρόλο της Νίνας στην παράσταση ο «Γλάρος» του Αντόν Τσέχωφ.

Εθνικό Θέατρο

Η Παπαδάκη προσλήφθηκε, την 1η Δεκεμβρίου 1932, ως πρωταγωνίστρια στο Εθνικό Θέατρο που είχε ιδρυθεί από τις 3 Μαΐου 1930. Ο ανταγωνισμός της με την Κατίνα Παξινού και το σύζυγό της Αλέξη Μινωτή, που είχαν την αμέριστη συμπαράσταση, αρχικά του Φώτη Πολίτη ως το θάνατό του το 1934 και στη συνέχεια του Δημήτρη Ροντήρη, οδήγησε στον παραγκωνισμό της. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος θυμόταν «...όταν ήμουν μέλος της καλλιτεχνικής επιτροπής του Εθνικού Θεάτρου -επί Γρυπάρη και Φώτου Πολίτη- τι ετράβηξα με την αγαπητή μου Ελένη Παπαδάκη!.... όλοι είχαν την ιδέα πως στον κρατικό θίασο, τη στιγμή που υπήρχε μια Κατίνα Παξινού, αυτή ήταν μια περιττή πολυτέλεια. ... Πότε ήθελαν να την απολύσουν, πότε να της ελαττώσουν το μισθό, πότε να μην της δώσουν παρά ένα δυο ρόλους για όλη την επόμενη περίοδο...»

Το Μάιο του 1935, έπαιξε την Ερσίλια Γκρέυ στο έργο «Να ντύσουμε τους γυμνούς» του εθνικιστή συγγραφέα Λουίτζι Πιραντέλλο, ρόλος για τον οποίο οι κριτικοί τη χαρακτήρισαν ως την ιδανική ερμηνεύτρια των έργων του στο νεοελληνικό θέατρο. Στην κριτική του για την παράσταση του έργου, ο Αχιλλέας Κύρου έγραψε, «...Τα χειροκροτήματα ανήκον ιδίως εις την δεσποινίδα Παπαδάκη, η οποία απέδειξε προσόντα αληθώς ανωτέρου ηθοποιού». Στις 3 Οκτωβρίου 1936, συμπρωταγωνίστησε με την Κατίνα Παξινού, στο έργο «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, υποδυόμενη την Κλυταιμνήστρα, στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού και στις 22 Δεκεμβρίου 1936, υποδύθηκε την «Αγγέλα» στο έργο «Πειρασμός» του Γρηγορίου Ξενόπουλου, μαζί με τη Βάσω Μανωλίδου, ενώ στις 30 Μαΐου 1937 έπαιξε το ρόλο της Δυσδαιμόνας στο έργο «Οθέλλος» του Σαίξπηρ, μαζί με τον Περικλή Γαβριηλίδη και τον Αιμίλιο Βεάκη. Το Σεπτέμβριο του 1937, ο Ιωάννης Μεταξάς διόρισε διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, που στο μεταξύ είχε μετονομασθεί σε Βασιλικό Θέατρο, τον Κωνσταντίνο Μπαστιά και στις 8 Δεκεμβρίου 1937 δόθηκε η πρεμιέρα του έργου «Η βεντάλια της λαίδης Γουίντερμηρ» του Όσκαρ Ουάιλντ, όπου υποδύθηκε τη λαίδη, στο πλευρό των Παξινού και Μινωτή, ενώ το Φεβρουάριο του 1938, πρωταγωνίστησε στο έργο «Ψευτοσπουδαίες» του Μολιέρου, μαζί με τη Μιράντα Μυράτ. Τον ίδιο χρόνο με σκηνοθέτη τον Τάκη Μουζενίδη, ανέβηκε το έργο «Ζακυνθινή Σερενάτα» του Διονύση Ρώμα, όπου εμφανίστηκε στο ρόλο της Πριμαντόνας. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1938 εμφανίστηκε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας, στο έργο «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, πλάι στην Κατίνα Παξινού και ήταν η πρώτη φορά μετά την αρχαιότητα, παίχτηκε αρχαίο δράμα.

Στις 21 Οκτωβρίου 1938, είχε το ρόλο της Ρεγάνης, κόρης του βασιλιά, στο έργο «Βασιλιάς Ληρ», Σαίξπηρ μα πρωταγωνιστή τον Αιμίλιο Βεάκη και στις 14 Δεκεμβρίου 1938, υποδύθηκε τη λαίδη Τσίλτερν, στο έργο «Ο ιδανικός σύζυγος» του Όσκαρ Γουάιλντ, ενώ τον Ιανουάριο του 1939, ήταν η λαίδης Τηζλ στο έργο «Σχολείο κακογλωσσιάς» του Σέρινταν. Τον Μάρτιο του 1939, περιόδευσε με θίασο στον Κάιρο και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπως και τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, ταξίδεψε με θίασο στην Αγγλία, στο Cambridge και το Λονδίνο, και τη Γερμανία, στη Φρανκφούρτη και το Βερολίνο. Στις 31 Οκτωβρίου 1939 σε ιδιαίτερη τελετή τιμήθηκε από τον τότε Βασιλιά Γεώργιο Β' με βασιλικό έπαινο-ευαρέσκεια «...δια τας εις το ελληνικόν θέατρον εξαιρέτους αυτής υπηρεσίας και ιδιαιτέρως δια τας εν τω εξωτερικώ παρασχεθείσας τοιαύτας».

Ήδη η διαμάχη της με το ζεύγος Παξινού-Μινωτή είχε πάρει διαστάσεις και στις 30 Σεπτεμβρίου 1940, ο Τάκης Μουζενίδης της έδωσε το ρόλο της Αντιγόνης στην ομώνυμη αρχαία τραγωδία, παρά τις απειλές του καλλιτεχνικού ζευγαριού ότι θα παραιτηθεί. Στην παράσταση ερμήνευσε τη σκηνή του θρήνου με τα χέρια δεμένα πίσω στην πλάτη, δυσκολεύοντας τη σωστή απόδοση σε τραγούδι ή πρόζα και απέσπασε άριστες κριτικές από τους Άλκη Θρύλο και Μάριο Πλωρίτη. Στις 17 Μαρτίου 1942, έστειλε επιστολή στη διοίκηση του Εθνικού Θεάτρου και ζητούσε να τηρηθεί η ιεραρχία στην ανανέωση του συμβολαίου της και αρνήθηκε την πρόταση να εξισωθεί μισθολογικά με τους άλλους ηθοποιούς, προτάσσοντας θέμα ηθικής τάξεως. Μπροστά στην επιμονή της διοικήσεως στις 29 Μαρτίου 1942, υπέβαλλε την παραίτησή της, η οποία δεν έγινε δεκτή και στις 22 Μαΐου, υπέγραψε συμβόλαιο και προσλήφθηκε ως έκτακτη ηθοποιός. Η συμφωνία πρόβλεπε τη συμμετοχή της σε δύο έργα ως το τέλος του έτους, από τα οποία ένα θα ήταν αρχαία τραγωδία και το άλλο, έργο του Πιραντέλο, όμως στις 11 Αυγούστου με αφορμή τη ρύθμιση του ωραρίου για τις πρόβες, ήρθε σε ρήξη με το Μουζενίδη. Παρά τις μεσολαβητικές προσπάθειες του Γιοκαρίνη, οι επιθέσεις σε βάρος της συνεχίστηκαν και διέκοψε τη συμμετοχή της στις δοκιμές και τελικά στις 24 Αυγούστου 1942, με επιστολή της ανακοίνωσαν ότι θεωρούσαν λυμένη τη σύμβασή της με το Εθνικό και παράλληλα ζητούσαν την καταβολή ποινικής ρήτρας. Το διοικητικό συμβούλιο του Εθνικού αποφάσισε στις 26 Φεβρουαρίου 1943 την εκ νέου πρόσληψη της και την 1 Μαρτίου υπογράφηκε τρίμηνο συμβόλαιο για να παίξει τη Σελιμένη στο έργο «Μισάνθρωπος» του Μολιέρου, ενώ την 1 Ιουλίου 1943, υπέγραψε 11μηνο συμβόλαιο με το νέο διευθυντή Άγγελο Τερζάκη.

Κινηματογράφος

Η Παπαδάκη ήταν πρωταγωνίστρια στην βωβή ταινία του 1931, με τίτλο

  • «Στέλλα Βιολάντη, η ψυχή του πόνου» [2].

Η ταινία κατά τη γνώμη της ήταν μάλλον αποτυχημένη, και αυτό την οδήγησε στην απόφαση να εγκαταλείψει το σινεμά και να αφιερωθεί στο Θέατρο. Η υπόθεση της βασίστηκε στο ομώνυμο έργο του Γρηγόριου Ξενόπουλου και σκηνοθέτης της ήταν ο Ιωάννης Λούμος, η μουσική του σάουντρακ ήταν του Κ. Λαζαρίδη σε στίχους του Πώλ Μενεστρέλ και η παραγωγή έγινε από την εταιρεία «Ελλάς Φιλμ» του Τάκη Μαργαρίτη.

Στερνή εμφάνιση

Στην κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, πρωταγωνίστησε στις 13 Δεκεμβρίου 1943, υποδυόμενη την «Εκάβη» και μετά την παράσταση ο Άγγελος Σικελιανός αφού της φίλησε το μέτωπο και τα χέρια, της είπε πως «...προσκυνά την ίδια τη βασίλισσα της Τροίας» και συμπλήρωσε «…Τώρα δεν έχεις άλλη κορφή ν’ ανέβεις πιο ψηλά», ενώ ενθουσιασμένος έγραψε για πρώτη φορά θεατρική κριτική και εντυπώσεις από την παράσταση. Όμως η τελευταία εμφάνιση της ζωής της μπροστά στο κοινό, ήταν στις 7 Φεβρουαρίου 1944, στη συναυλία στη μνήμη του ενός χρόνο από το θάνατο του ποιητή Κωστή Παλαμά, όπου στο τέλος του πρώτου μέρους εμφανίστηκε ντυμένη στα μαύρα, και απάγγειλε Στέλλα Βιολάντη με υπόκρουση, μουσική του Μανώλη Καλομοίρη.

Επανεμφανίστηκε στη σκηνή μετά το τέλος της απαγγελίας της κι απάγγειλε την τελευταία στροφή από το «Δωδεκάλογο του γύφτου»,
«Και μη έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθειά
στου Κακού τη σκάλα,
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αισθανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
Τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου, τα μεγάλα!»

Για τον τελευταίο ρόλο της ζωής της, έγραψε ο Λίνος Καρζής, «....{...}... Την έχω παρακολουθήσει από τα πρώτα υποσχετικά βήματα της πάνω στη σκηνή. Την είδα να μαραίνεται στο περιθώριο αδυνατώντας να εξανθήσει την πλούσια θεατρική της ιδιοφυΐα. Την ένιωσα στα δεσμά αντιτραγικών σκηνοθετικών αντιλήψεων που είχαν τη δύναμη από εξωκαλλιτεχνικούς λόγους να την κρατούν στα πλαίσια τους ανίκανη ν’ αποδώσει την τραγική που μέσα της ανυπομονούσε ν αναδυθεί έξαρση. Έπρεπε να’ ρθει η ώρα που οι σκηνοθετικές αντιλήψεις στα χέρια διστακτικών επιγόνων θα’ χαναν την επιβολή τους. Οι κλίκες θα σκορπίζονταν. Και ιδού η εξάνθηση των ικανοτήτων, η θαυμαστή αποκάλυψη ...{...}...». Η Παπαδάκη είχε τιμηθεί με «βασιλικό έπαινο–ευαρέσκεια» στις 31 Οκτωβρίου του 1939, σε ιδιαίτερη τελετή από τον Βασιλέα, «δια τας εις το ελληνικόν θέατρον εξαιρέτους αυτής υπηρεσίας και ιδιαιτέρως δια τας εν τω εξωτερικώ παρασχεθείσας τοιαύτας».

Σχέσεις με Ιωάννη Ράλλη

Η οικογένειά Παπαδάκη διατηρούσε φιλικές σχέσεις -από την εποχή πριν τον πόλεμο- με τον τελευταίο κατοχικό πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη, ο οποίος ήταν αδελφικός φίλος του πατέρα της, όμως η γνωριμία μαζί του παρουσιάστηκε -από τον ελεγχόμενο από το ΚΚΕ τύπο όμως δυστυχώς και από συντηρικούς ή και εθνικιστικούς κύκλους, ως γεροντικός έρωτας του πρωθυπουργού, ενώ η ίδια κατηγορήθηκε ως «η πόρνη-φιλενάδα» του, και αποδέκτρια ακριβών δώρων. Μάλιστα σε μια πλέον προχωρημένη κατηγορία σε βάρος της δημοσιεύθηκε στον τύπο ότι ήταν η τέταρτη σύζυγος του, με πολιτικό γάμο. Σύγχρονοι της ηθοποιοί καταθέτουν ότι ο Ράλλης, ήταν ερωτευμένος μαζί της, η ίδια δεν ανταποκρίθηκε ποτέ, όμως η φιλική τους σχέση, της επέτρεπε να ζητά χάρες από τον πρωθυπουργό, και να σώζει από τον θάνατο Έλληνες πατριώτες, αλλά και κομμουνιστές αντάρτες ή Εβραίους καταζητούμενους. Στις 15 Οκτωβρίου 1943 η εθνικιστικών κατευθύνσεων αντιστασιακή εφημερίδα «Ελληνικόν Αίμα» [3] δημοσίευσε άρθρο για την «ψευδοκυβέρνηση των Αθηνών», τον πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη και την Παπαδάκη, στο οποίο ανέφερε ότι «...Ο πρωθυπουργός, κερδοσκοπήσας στο χρηματιστήριο, εδώρησε στον γεροντικό του έρωτα μία ζώνη από πλατίνα αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων», ενώ το άρθρο χαρακτήριζε την Παπαδάκη ομοφυλόφιλη. Η ίδια έλεγε ότι γοητευόταν και από άνδρες και από γυναίκες, λόγος για τον οποίο της χρέωναν μια σχεδόν ανοικτή ερωτική σχέση με την Αιμιλία Καραβία.

Το τέλος

Η διαγραφή της

Λίγες μέρες μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, η Ελένη Παπαδάκη στοχοποιήθηκε από το κομμουνιστικό Ε.Α.Μ., που εξαπέλυσε κυνήγι κεφαλών εναντίον καλλιτεχνών που δήθεν συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, όμως στην ουσία, απλά δεν ανήκαν ιδεολογικά και πολιτικά στις τάξεις του ΚΚΕ και κατηγορήθηκε για οριζόντιο δωσιλογισμό. Τον Οκτώβριο του 1944 με πρωταγωνιστές τους Αιμίλιο Βεάκη, Μάνο Κατράκη, Τίτο Βανδή, Δήμο Σταρένιο, Δημήτρη Μυράτ, Αλέξη Δαμιανό, Ζώρζ Σαρρή, Νίκο Τζόγια, Καίτη Ντιριντάουα και άλλους, αρχίζουν διαγραφές από τον Σύλλογο Ελλήνων Ηθοποιών. Η επικύρωση των ονομάτων έγινε στις 18 Οκτωβρίου, στο θέατρο «Διονύσια» της Πλατείας Συντάγματος. Η Ελένη Παπαδάκη έστειλε επιστολή με τον δικηγόρο της, στην οποία έγραφε:

«...Κατά πόσον η όλη στάσις μου κατά το διάστημα της κατοχής υπήρξε «αντεθνική, αντισυναδελφική, εγωιστική και απρεπής», δύνανται καλλίτερον από εμέ να διαφωτίσουν την Συνέλευσιν πολλοί εκλεκτοί συνάδελφοι, οι οποίοι, ασφαλώς θα παρίστανται εις αυτήν, αλλά και πολλοί επίσης διακεκριμένοι συνάδελφοι μη προς εμέ φιλικά διακείμενοι, θα ευρεθούν έστω και κατ’ ιδίαν σκεπτόμενοι ότι εις πολλάς περιπτώσεις η στάσις μου υπήρξε κάθε άλλο παρά αντισυναδελφική ή εγωιστική…».

Απόφαση διαγραφής

Στις 20 Οκτωβρίου στη συνεδρίαση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών ο κομμουνιστής ηθοποιός Σπύρος Πατρίκιος κατόπιν διαταγής του Κομμουνιστικού Κόμματος, μίλησε στους ηθοποιούς που μαζεύτηκαν στα γραφεία του Σωματείου τους, στην οδό Σατωβριάνδου 52α:

«....Θλιβερό καθήκον μας αναγκάζει να μιλήσουμε για τη στάση ωρισμένων, ευτυχώς ελαχίστων, ηθοποιών που πολλοί απʼ αυτούς δεν είναι ευτυχώς Έλληνες, που πρόδωσαν τον τίμιον αγώνα με πράξεις κακές και που το παράδειγμά τους θα ʼχε ανυπολόγιστες συνέπειες και συμφορές αν δεν ήσαν ευτυχώς τόσο λίγοι. Προτείνω να διαγραφούν από το Σωματείο και να στερηθούν κάθε δικαιώματος να εργάζονται στο ελληνικό θέατρο και να γίνη για κάθε προτεινόμενο αμέσως συζήτησις και να παρθή απόφασις». 

Η απόφαση αφορούσε τους ηθοποιούς: Βεργή Έλσα, Δαδοκαρίδου Έλλη, Ζαμάνου Χαρ., Θάνος Διονύσιος, Ιακωβίδης Μιχάλης, Πόπολα Αγγέλα, Κόππολα Αλφρέδος, Μοσχούτης Δ., Μπέλλα Σμάρω, Παπαδάκη Ελένη, Παυλόφσκαγια Νίνα, Ραμασόφ Ροβέρτος, Φελίτσης Δημήτριος και Αγγελική Κοτσάλη [4]. Την απόφαση υπογράφει το προεδρείο του Σωματείου, δηλαδή οι: Αιμίλιος Βεάκης, Θεόδωρος Μορίδης, Σπύρος Πατρίκιος, Χρήστος Τσαγανέας, Πάνος Καραβουσάνος.

Τη «δίκη» την παρακολούθησε η Παπαδάκη με δυο-τρεις φίλους της, κρυμμένη στο γραφείο του Κώστα Θεοδωρίδη, στα «Διονύσια» της Πλατείας Συντάγματος. Η διοίκηση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, [Σ.Ε.Η.], αν και η πλειοψηφία της ανήκε στη συντηρητική παράταξη, τη διέγραψε με την αναπόδεικτη κατηγορία ότι υπήρξε ερωμένη του κατοχικού πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη ενώ ακούστηκαν φωνές «Θάνατος στην πουτάνα».

Ενέργειες μετά τη διαγραφή της

Μετά τη διαγραφή της η Παπαδάκη απέστειλε επιστολή, στις 7 Νοεμβρίου 1944, στον υπουργό Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, στην οποία αναφέρει:

«...Μία απόφασις τοιούτου περιεχομένου μη κοινοποιηθείσα δε εις τους ενδιαφερομένους και ήτις απόφασις θα έδει να ληφθή μόνον κατόπιν τηρήσεως ωρισμένων νομίμων τύπων και γνωστοποιήσεως ημίν… με αναγκάζει να προσφύγω εις Υμάς και να διαμαρτυρηθώ εντονότατα..». Παράλληλα απέστειλε επιστολή και προς το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών: «...Δια των εφημερίδων επληροφορήθην ότι διεγράφην από το ημέτερον Σωματείον. Παρακαλώ υμάς όπως εναρεστηθήτε να μου γνωρίσητε εγγράφως επί τη βάσει τίνων στοιχείων, μαρτυριών ή άλλων αποδείξεων ελήφθη η ανωτέρω απόφασις». 

Ο υπουργός Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, αρμόδιος για τα καλλιτεχνικά, έστειλε επιστολή στο Σωματείο και ζητούσε εξηγήσεις, όμως το Σωματείο δεν απάντησε σε κανέναν από τους δύο. Έτσι στις 24 Νοεμβρίου η Παπαδάκη στέλνει δεύτερη επιστολή, στην οποία γράφει:

«...Νομίζω ότι πάσα άμυνα επί τόσον αναρμόστως συντεταγμένου εγγράφου, πλήρους αορίστων και αβασίμων εναντίον μου στοιχείων και συκοφαντικών δυσφημίσεων, οικοδομήματος ασυστόλων κατηγοριών βασιζομένων μόνον επί «εντυπώσεων», ως ρητώς αναφέρει το απόσπασμα των πρακτικών μία τοιαύτη άμυνα, θʼ απετέλει ύβριν εναντίον εμού της ιδίας, απρεπούς ήδη δια της αποφάσεως καθυβρισθείσης και δια τρόπου απάδοντος, ως φρονώ εις Σωματείον ευσεβούμενον εαυτό και τας αποφάσεις του. ...{...}.... Κατά πόσον η όλη στάσις μου κατά το διάστημα της κατοχής υπήρξεν «αντεθνική, αντισυναδελφική, εγωιστική και απρεπής» δύνανται καλλίτερον από εμέ να διαφωτίσουν την Συνέλευσιν πολλοί εκλεκτοί συνάδελφοι..{...}... Οπωσδήποτε η Συνέλευσις υμών ας αποφασίση ό,τι νομίζει. ...{...}... Μετά πάσης τιμής».

Η δολοφονία της

Τι προηγήθηκε

Η «πριγκίπισσα της μοναξιάς», όπως την αποκαλούσαν, κατά τη διάρκεια της Κατοχής λόγω των διασυνδέσεων της με τον Ιωάννη Ράλλη, ο οποίος ήταν στενός φίλος του πατέρα της, αλλά και με τον Άγγελο Έβερτ, τότε Αστυνομικό Διευθυντή Αθηνών, είχε καταφέρει να σώσει πολύ κόσμο, μεταξύ των οποίων τον γιο του γνωστού βιβλιοπώλη Ελευθερουδάκη και τον γιατρό Γιώργο Μουστρούφα, κατοπινό στέλεχος του Υπουργείου Υγείας υπό τον Πέτρο Κόκκαλη στην Κυβέρνηση των συμμοριτών, ύστερα από παράκληση της συγγραφέως Λιλίκας Νάκου. Ο Δημήτρης Μυράτ περιέγραψε μια τυχαία συνάντησή τους:

«....Τη μέρα που ξέσπασε το Δεκεμβριανό κίνημα του 1944, ήταν μια Κυριακή. Ξεκίνησα ποδαρόδρομο ως τα Πατήσια- είχαμε συνηθίσει στην Κατοχή την έλλειψη συγκοινωνιακών μέσων- να πάω στην παράσταση του «ΡΕΞ». Δεν είχαμε μάθει πως το πρωί στο Σύνταγμα είχε χυθεί το πρώτο αίμα. Φτάνοντας στο μακαρίτικο θέατρο «Παπαϊωάννου» άκουσα κάτι συναδέλφους να μου φωνάζουν «...Που πάς, δεν υπάρχουν παραστάσεις». Γύρισα πίσω,φυσικά με το ίδιο συγκοινωνιακό μέσο. Στην οδό Ιακωβίδου όπου μέναμε κι οι δυο, απάντησα την Ελένη έξω απ'το σπίτι της. Της είπα τα νέα: «...Πήγαινε κάπου να κρυφτείς, φοβάμαι μη σε βρεί κακό». Έγινε θηρίο ανήμερο. Πρώτη φορά την είδα έτσι στα τόσα χρόνια της στενής μας φιλίας «...Είσαι και συ από κείνους που με λένε δωσίλογη...», φώναξε με την κρυστάλλινη φωνή της, που δεν έχανε την μαγεία της ακόμα κι όταν ήταν οργισμένη. Δεν τόλμησα να της αντιμιλήσω. Λίγες μέρες πριν, στο θέατρο «Διονύσια», της Πλατείας Συντάγματος είχε οργανωθεί από το Σωματείο των ηθοποιών μια γενική συνέλευση με σκοπό την δίκη των δωσίλογων ηθοποιών....».

Όταν ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά, οι φίλοι της Παπαδάκη, μεταξύ τους ο γνωστός Αθηναίος δικηγόρος Ν. Θηβαίος, τη συμβούλευσαν να φύγει από τα Πατήσια και να καταφύγει στην συνοικία του Κολωνακίου, στο κέντρο της Αθήνας. Η ίδια είπε:

«Μα γιατί να φύγω; Τι έχω κάμει; Επείραξα ποτέ κανένα; Επειδή έσωσα ανθρώπινες ζωές στην Κατοχή, είναι ποτέ δυνατόν να έχω τον παραμικρότερο φόβο;» «Ας με πιάσουν, και να δούμε τι κακό έκαμα. Εξάλλου όταν περάσουν αυτές οι ταραγμένες μέρες, θα μου δοθεί ασφαλώς η ευκαιρία να βάλω πολλά πράγματα στη θέση τους. Θα μείνω να ξεκαθαρίσω αυτή την κατάσταση, να ιδώ τι έχουν μαζί μου. Γιατί να φύγω λοιπόν;».

Σύλληψη και δολοφονία

Την Παπαδάκη συνέλαβαν δύο πολιτοφύλακες της Οργανώσεως Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών, [Ο.Π.Λ.Α.], στις 17:30 το απόγευμα της 21ης Απριλίου 1945, ο Κώστας Μπιλιράκης, τότε φοιτητής της Ιατρικής και μετέπειτα γνωστός γιατρός των Αθηνών και ο άλλοτε αστυνομικός Θεόδωρος Μιχαλακόπουλος, οι οποίοι την αναζήτησαν στο πατρικό της σπίτι, στην οδό Ιακωνίδου 28, στάση Σωτηριάδου, κοντά στο τέρμα Πατησίων. Η Ελένη έλειπε κι έτσι η σύλληψη της έγινε στο σπίτι του συναδέλφου και υποτιθέμενου φίλου της Δημήτρη Μυράτ, γραμματέα του Ε.Α.Μ. Καλλιτεχνών και την οδήγησαν στα γραφεία της Πολιτοφυλακής, με τη συνοδεία του Μυράτ και της φίλης της δημοσιογράφου Αιμιλίας Καραβία, η οποία αρνήθηκε να εγκαταλείψει μόνη της την Παπαδάκη. Έπειτα από σύντομη ανάκριση και αφού έδιωξαν τους συνοδούς της, τη μετέφεραν στο διυλιστήριο της ΟΥΛΕΝ στο Γαλάτσι. Οι μελλοθάνατοι περνούσαν μπροστά από τον «καπετάν Ορέστη», επικεφαλής των ανδρών του κομμουνιστικού ψευδεπίγραφου Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, [Ε.Λ.Α.Σ.], που τους αφαιρούσε τα πολύτιμα αντικείμενα. Από την Παπαδάκη αφαίρεσε δυο δαχτυλίδια κι έπειτα ρώτησε τους άλλους: «Πώς είπε αυτή ότι τη λένε; Παπαδάκη; Δεν είναι αυτή που καταδίκασε το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών;»

Ο Ορέστης έδωσε εντολή να τη σκοτώσουν. Της πήραν τα ρούχα, τη γύμνωσαν και αφού βιάστηκε από ομάδα κομμουνιστών ανταρτών, της έκοψαν τα άκρα και τα στήθη, και την κακοποίησαν σωματικά, τη δολοφόνησαν με χτύπημα από τσεκούρι στο κεφάλι. Στη συνέχεια ο «καπετάν Ορέστης», της έδωσε τη χαριστική βολή πυροβολώντας την στο αυχένα. Ο Μάνος Ελευθερίου έγραψε το μυθιστόρημα «Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές» το οποίο έχει ως θέμα του την αποτρόπαιη δολοφονία της Παπαδάκη, από τους εκδοροσφαγείς του ΚΚΕ. Ο Ελευθερίου, που δέχθηκε σφοδρή κριτική από την αριστερά, σε συνέντευξή του στο περιοδικό της εφημερίδας «Το Βήμα της Κυριακής», με τίτλο «από την αριστερή κριτική θα μου ’ρθει κατακεφαλιά», αναφέρει τα εξής για την δολοφονία της Παπαδάκη:

«Την σκότωσαν στο Γαλάτσι, εκεί όπου ήταν η Ούλεν. Οι Ελασίτες εκτελούσαν με τσεκούρι συνήθως. Λέγανε στον κρατούμενο να λύσει τα κορδόνια των παπουτσιών του και μόλις έσκυβε τον χτυπούσαν με τσεκούρι. Έγιναν τότε μαζικές εκτελέσεις από Περιστέρι, Πατήσια, Γαλάτσι μέχρι Καισαριανή, Βύρωνα και Παγκράτι». Στην απορία της δημοσιογράφου «και γιατί δεν τους εκτελούσαν με πολυβόλο, ...Δεν είναι υπερβολικό να γίνεται με τσεκούρι;», ο Ελευθερίου εξήγησε: «Για να μη γίνεται θόρυβος. Οι εκτελέσεις γινόντουσαν κυρίως νύχτα και δεν έπρεπε να δίνεται στόχος. Τους θάβανε σε μαζικούς τάφους». Και ολοκληρώνει την συνέντευξη ως εξής: Οι Άγγλοι και οι υπηρεσίες τους ήταν άθλιοι. Αλλά αυτό δεν μπορεί να καλύψει και τα εγκλήματα που γίνανε από την πλευρά του ΕΛΑΣ. Πρέπει να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε την αλήθεια. Από το ’43 άρχισαν οι μεμονωμένες εκτελέσεις, αλλά στα Δεκεμβριανά είχαμε μαζικές εκτελέσεις από την πλευρά του ΕΛΑΣ. Αυτή είναι η μαύρη αλήθεια».

Για δύο μήνες κανείς δεν γνώριζε τι απέγινε η Παπαδάκη και η απελπισία συγγενών και φίλων άγγιζε το ζενίθ. Η μητέρα της, ο αδελφός, η νύφη και οι φίλοι της προσπάθησαν να ανακαλύψουν έστω ένα σημείο ζωής, ενώ η Αιμιλία Καραβία ζήτησε από την Μαρίκα Κοτοπούλη να μεσολαβήσει στον Ελβετό Λαμπέρ, του Ερυθρού Σταυρού, προκειμένου να διαλευκανθεί η υπόθεση. Η σορός της Παπαδάκη βρέθηκε σε ομαδικό τάφο στις 26 Ιανουαρίου 1945 και ο προϊστάμενος του Β' Νεκροταφείου στα Πατήσια ειδοποίησε τον Σαμ Μπράντενμπουργκ, τον Εβραϊκής καταγωγής εραστή της και μουσικό της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, ότι κατά την εκταφή πτωμάτων που είχε αρχίσει στον περίβολο των Διυλιστηρίων της Ούλεν, βρέθηκε η σορός της, την οποία πρώτος ο Σαμ αναγνώρισε.

Η ανεύρεση της σορού της

Η Παπαδάκη ήταν σε κοινό όρυγμα με τρεις-τέσσερις άλλους δολοφονημένους από τους κομμουνιστές αντάρτες, σε μια κατηφόρα φυτεμένη με πεύκα. Με μια κομπιναιζόν ανασηκωμένη γύρω από τον θώρακα, ζωσμένη με τις ζαρτιέρες, η Ελένη αναγνωρίστηκε αμέσως. Μία σφαίρα στον αυχένα με διέξοδο στην αριστερή μετωπική χώρα είχε δώσει τέλος στο μαρτύριο της. Η βοηθός του καθηγητή Γεωργιάδη που έκανε την ιατροδικαστική εξέταση θυμόταν, «...Έχω δή πολλά ως εκ του επαγγέλματος μου, αλλά τέτοια φρικτή κατάσταση δεν έχω ξαναδή....». Μόλις διαδόθηκε το νέο, μαθητές και μαθήτριες της Δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου προσήλθαν και κάλυψαν τη σορό της με κλαδιά. Δολοφόνοι της ήταν, ο φυσικός αυτουργός και εκτελεστής της Βλάσσης Μακαρώνας, μπακάλης από τους Ποδαράδες, ενώ τη δολοφονική ομάδα συμπλήρωναν οι Στέφανος Λιόλιος, Πέτρος Τζογανάκης και Ιωάννης Κουκούτσης, μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος.

Από φωτογραφίες που διασώθηκαν, προκύπτει πως μέλη της αποστολής του Σερ Ουόλτερ Σιτρίν και του Βρετανού Λοχαγού Μπλάκνερ, επισκέφτηκαν -συνοδευόμενοι από τους ιατροδικαστές Δημήτριο Καψάσκη και Αθανάσιο Ψιμάρα- τα Διυλιστήρια της Ούλεν όπου βρέθηκε έπειτα από ένα μήνα η σορός της και διαπιστώθηκε ότι είχε βασανιστεί και κακοποιηθεί βάναυσα. Στην νεκρώσιμη ακολουθία της παρέστησαν η Μελίνα Μερκούρη, ο Βασίλης Λογοθετίδης, ο Δημήτρης Χόρν, ο Σάμ Μπράντενμπουργκ, η Άννα Καλουτά, ο Ανδρέας Φιλιππίδης, δεκάδες άλλοι ηθοποιοί και πολλές χιλιάδες ανώνυμων Αθηναίων πολιτών. Στον επικήδειο που εκφώνησε ο Θεόδωρος Ανδρουδής είπε μεταξύ άλλων, «Ξέρουμε καλά πως ο τόσο άδικος χαμός σου οφείλεται σε καλλιτεχνικό φθόνο» ενώ ο Αχιλλέας Μαμάκης συμπλήρωσε «Είσαι θύμα ενός χυδαίου και άπρεπου καλλιτεχνικού φθόνου...Τους έσβηνες από τη σκηνή με την εμφάνισή σου και σε σβήσανε από τη ζωή για να μη σ’ έχει το κοινό σου ως μέτρο συγκρίσεως και υπεροχής».

Τι ακολούθησε

Οι δολοφόνοι της Παπαδάκη συνελήφθησαν μήνες αργότερα, χάρις στην παρατηρητικότητα επιβάτη Αθηναϊκού τραμ, που αναγνώρισε ότι το πουλόβερ που φορούσε ο τροχιοδρομικός υπάλληλος ανήκε σε συγγενή του που εκτελέσθηκε. Στα τέλη του Μαρτίου 1945, έγινε η αναπαράσταση των εγκλημάτων στον τόπο των εκτελέσεων. Η ιατροδικαστική έρευνα, έδειξε ότι το πτώμα της έφερε μια μαχαιριά στον λαιμό και πλήγματα από τσεκούρι στο σώμα, ενώ τα χέρια της ήταν γαντζωμένα στα μαλλιά, σε μια ενστικτώδη προσπάθεια να προφυλάξει το κεφάλι της από τα κτυπήματα και τα μάτια της -που είχαν χαρακτηρισθεί «τα πιο όμορφα του ελληνικού θεάτρου»- ήταν ορθάνοικτα και αποτύπωναν τον τρόμο των τελευταίων της στιγμών. Με βάση τη μαρτυρία του επιβάτη, οι δολοφόνοι της συνελήφθησαν, δικάστηκαν και εκτελέστηκαν για τα εγκλήματά τους [5], ενώ εντύπωση προκάλεσε η κατάθεση του Βλάσση Μακαρώνα, ο οποίος δήλωσε ότι μετάνιωσε, όχι για την εκτέλεση, αλλά γιατί την γούνα της ηθοποιού την πήρε ο «καπετάν Ορέστης» κι όχι ο ίδιος.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος δια του αρχηγού του Νίκου Ζαχαριάδη, παραδέχθηκε αργότερα, στη 12η Ολομέλεια, τον Ιούνιο του 1945 [6], πως η δολοφονία της Παπαδάκη, καθώς και οι δολοφονίες των καθηγητών του Πολυτεχνείου, ήταν «ανοησία» [7]. Προσπαθώντας να δικαιολογήσει τη δολοφονία, υποστήριξε ότι τέσσερις μέρες μετά το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, έπειτα από ανακρίσεις του Νίκου Ανδρικίδη [8], δίκασε και καταδίκασε σε θάνατο τον «καπετάν Ορέστη» με την κατηγορία του «πράκτορα των Εγγλέζων», ο οποίος διέπραξε το έγκλημα για να δυσφημήσει το κομμουνιστικό κίνημα. Η παραδοχή του Νίκου Ζαχαριάδη πάσχει ως προς το δεύτερο σκέλος της, αυτό της δίκης, της καταδίκης και της εκτελέσεως του «καπετάν Ορέστη», καθώς από καμία μαρτυρία δεν προκύπτει τίποτε σχετικό που να επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του. Η σύλληψη του «καπετάν Ορέστη» έγινε αργότερα, χωρίς όμως να προσδιορίζεται η ημέρα, σε ένα μικρό διαμέρισμα, όπου βρίσκονταν με τους δύο βοηθούς του και τρεις γυναίκες κι όχι σε τρία διαφορετικά σπίτι, όπως αναφέρουν έκτοτε τα στελέχη του Κομμουνιστικού κόμματος. Απροσδιόριστη επίσης ήταν η ημερομηνία της υποτιθέμενης δίκης τους στο Περιστέρι, καθώς και της εκτελέσεως τους η οποία δεν έγινε δημόσια στην Πλατεία Κολιάτσου, όπως αναφέρει η μυθολογία του κόμματος, αλλά στην περιοχή του Γαλατσίου και χωρίς την παρουσία κόσμου [9].

Μνήμη Ελένης Παπαδάκη

Ο σφαγιασμός της Παπαδάκη, που διατυμπάνιζε ότι, «...η λέξις που περικλείει τα περισσότερα πράγματα, τα πάντα θα έλεγα, είναι η λέξις «ΖΩΗ», αποτελεί το αποκορύφωμα της θηριωδίας των κομμουνιστικών εγκλημάτων στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 1944. Η Παπαδάκη εικονογραφήθηκε σαν Αγία Ελένη από τον Φώτη Κόντογλου, ενώ ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός για το τραγικό τέλος της έγραψε τους στίχους,
«...Μνήσθητι Κύριε:
Για την ώρα που η λεπίδα του φονιά άστραψε
κι όλος ο θεός της Τραγωδίας εφάνει.
Μνήσθητι Κύριε:
για την ώρα που άξαφνα, κι οι εννιά αδελφές εσκύψαν
να της βάλουνε των αιώνων το στεφάνι....»
.

Γράφει ο Ιωάννης Σιδέρης, ο ιστορικός του νεοελληνικού θεάτρου ότι «Είναι καταφανής η αδικία της από τους σκηνοθέτες...Μου είναι αδύνατον να καταλάβω πώς η Παπαδάκη κάνει τόσο λίγες εμφανίσεις στη σκηνή, ενώ αποδεικνύεται πως είναι η μοναδική γυναίκα του Εθνικού κι από τις καλύτερες του ελληνικού θεάτρου...Είναι αδικημένη η Παπαδάκη που κάθε ίνα της, κάθε κύτταρό της είναι παλμός, ορμή, ουσία, τέχνη». Ο Θεόδωρος Ανδρουδής γράφει για την Παπαδάκη ότι «Ξέρουμε καλά πως ο τόσο άδικος χαμός σου οφείλεται σε καλλιτεχνικό φθόνο. Αυτοί που σε ζήλευαν το έκαναν καθ' υπόδειξη. Σε φάγανε, γιατί δεν μπορούσαν να σε φθάσουν.» Ο Αχιλλέας Μαμάκης αναφερόμενος στο θάνατο της θεωρεί ότι η Παπαδάκη υπήρξε «....θύμα ενός χυδαίου και άπρεπου καλλιτεχνικού φθόνου. Και έφθασε ώς τη δολοφονία για να γλιτώσει από την συντριπτική σου υπεροχή. Τους έσβηνες απ' την σκηνή με την εμφάνισή σου, και σε σβήσανε απ' την ζωή για να μην σ' έχει το κοινό που σε λάτρευε, μέτρο σύγκρισης και υπεροχής. Επωφελήθηκαν αυτή την τραγική αναστάτωση άνθρωποι που θέλουν να λέγονται καλλιτέχνες, για να ικανοποιήσουν μονάχα προσωπικά ελατήρια.» Στις 28 Νοεμβρίου 1945 ο Αλέξης Σολωμός γράφει πως «...Χρειάζεται να φανούμε μεγάλοι, να φανούμε τέλειοι (....) για να μπορέσουμε να ονομαστούμε χωρίς τύψεις, συνάδελφοι της Ελένης Παπαδάκη (...). Χάσαμε ένα απ’ το πιο τρανά κι απ’ τα πιο σπάνια καυχήματα της ελληνικής σκηνής-χάσαμε έναν καλό φίλο κι έναν ωραίο άνθρωπο (....). Κοιμήσου ειρηνικά, αγαπημένη φίλη...Ίσαμε επάνω δεν φτάνουν μήτε η αρρώστια μιας εποχής, μήτε μιας φυλής η παραφροσύνη. Μια λέξη ακόμα: συγχώρεσέ μας...». Ο Αλέξης Σολωμός το 1964, ανεβάζοντας το έργο «Να ντύσουμε τους γυμνούς» αφιέρωσε την πρώτη του έργου του στη μνήμη της και κράτησε κενό το κάθισμα 2 της πρώτης σειράς.

Ότι έμεινε από την Παπαδάκη είναι λίγες, σύντομες σε χρονική διάρκεια, ηχογραφήσεις μιας φωνής εξαιρετικά ερατεινής και φωτογραφίες «ψευδοαπεικόνισης» μιας εντυπωσιακής γυναίκας μ' έλλειψη φωτογένειας, μα με παρουσία εμβληματική στο νεοελληνικό θέατρο που δεν τόλμησε να την τιμήσει ούτε σε μια του Σκηνή ή σ' ένα Φεστιβάλ που να φέρει το όνομα της. Υπήρξε μεγάλη ηθοποιός, εφάμιλλη κι ίσως καλλίτερη της Κυβέλης και της Μαρίκας Κοτοπούλη, όμως σπάνια ακούμε ή διαβάζουμε γι' αυτήν. Η επίσημη ιστορία έχει καλύψει το όνομα της με μια εκκωφαντική σιωπή, καθώς κάθε αναφορά σ' αυτήν θα θυμίζει στους νεότερους τις ντροπές και τα λάθη του παρελθόντος, την ιδεολογική τύφλωση, το μίσος, το φθόνο, το φανατισμό και τη βαρβαρότητα των κομμουνιστικών εγκλημάτων σε βάρος του Ελληνισμού. Η τηλεοπτική σειρά «Ασθενείς και Οδοιπόροι», που προβλήθηκε από την κρατική τηλεόραση, έμμεσα αναφέρεται στη ζωή της Παπαδάκη. Τον ρόλο της ερμηνεύει η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και το σενάριο βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Θεοτοκά, το οποίο διασκευάστηκε σε σενάριο από τον Γιάννη Τζιώτη. Η σειρά είναι σκηνοθετημένη από το σκηνοθέτη Χρήστο Παλλιγιαννόπουλο και η διεύθυνση φωτογραφίας είναι του Νίκου Καβουκίδη.

Τη Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019 ο Δημήτρης Λιγνάδης καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού, σε συνέντευξη Τύπου, ανακοίνωσε ότι με απόφαση του το Διοικητικό Συμβούλιο ονοματοδότησε την τρίτη αίθουσα του ισογείου του «Ρεξ», στο κτίριο του Εθνικού Θεάτρου στην οδό Πανεπιστημίου, σε Σκηνή «Ελένη Παπαδάκη» [10] [11]. Στην απόφαση αντέδρασε με ανακοίνωση της η Διοίκηση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών [ΣΕΗ], του οποίου η πλειοψηφία ελέγχεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος. Η ανακοίνωση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών καταλήγει με την επισήμανση: « ....απαιτούμε την άμεση ανάκληση της απαράδεκτης απόφασης του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου» [12] [13].

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βιβλιογραφία

  • «Ελένη Παπαδάκη-η σκιαγραφία μιας ξεχωριστής θεατρικής ιδιοφυΐας», Μιχαήλ Παπαδάκης, Εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας»
  • «Ελένη Παπαδάκη-Μια φωτεινή πορεία με απροσδόκητο τέλος», Πολύβιος Μαρσάν, Εκδόσεις «Καστανιώτης», 2001
  • «Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές», Μάνος Ελευθερίου

Παραπομπές

  1. [«Ελένη Παπαδάκη-Μια φωτεινή πορεία με απροσδόκητο τέλος», Πολύβιος Μαρσάν]
  2. [Ελένη Παπαδάκη, η ηθοποιός elenipapadaki.blogspot.gr]
  3. [Η αντιστασιακή εφημερίδα «Ελληνικόν Αίμα» κυκλοφόρησε την 1η Ιουνίου 1942 από τους εθνικιστές Λάζαρο Πηνιάτολου, Κωνσταντίνο Βοβολίνη και Ιωάννη Μήλιο, οι οποίοι ίδρυσαν στις αρχές Μαΐου του 1941 και την ομώνυμη αντιστασιακή οργάνωση. Η εφημερίδα εξέδωσε 67 παράνομα φύλλα ως το 1944 και προσφέρονταν δωρεάν με την παραίνεση για μη φύλαξη της αλλά για προώθησή της σε άλλους αναγνώστες. Στην προμετωπίδα της έφερε, διαφορετικά κάθε φορά, δίστιχα ή αποσπάσματα από ποιητές, λογοτέχνες, πολιτικούς, κάτω από τον τίτλο της, ημερομηνία και ημέρες του Ελληνικού πολέμου και μήνες της σκλαβιάς –αριστερά- και ποικίλα συνθήματα ή σημαντικές ειδήσεις. Εξέδιδε δύο 4σέλιδα φύλλα ανά μήνα, την περίοδο της απελευθερώσεως και μετά πρωινά ημερήσια δισέλιδα. Κυκλοφόρησε για περιορισμένο χρονικό διάστημα και δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή όπως άλλες συντηρητικές εφημερίδες, κυρίως η «Ακρόπολις» και η «Εστία». Τον Οκτώβριο του 1944 υιοθέτησε τον υπότιτλο «Η αρχαιοτέρα του Μετώπου της Εθνικής Αντιστάσεως» και συνέχισε να εκδίδεται και μετά τις 15 Οκτωβρίου 1944, δηλαδή μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος και την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής. Από τον Μάρτιο του 1948 ως το κλείσιμο της στη διεύθυνση βρισκόταν ο Σπύρος Βοβολίνης μαζί με τους άλλους δύο ιδρυτές. Έως τον Ιούνιο του 1948, η εφημερίδα κυκλοφόρησε με τετρασέλιδα, εκτός από την περίοδο 4 Οκτωβρίου 1947 ως 24 Μαρτίου 1948, κατά την οποία υπήρξε διακοπή κυκλοφορίας για «ριζικήν αναδιοργάνωσιν» έως τον Ιούνιο του 1948. Κυκλοφόρησαν και ορισμένες έκτακτες εκδόσεις, όπως για την απελευθέρωση και για την προεκλογική εκστρατεία του «Νέου Κόμματος» του Σπύρου Μαρκεζίνη, καθώς και μια περίπτωση συνεκδόσεως, τον Αύγουστο του 1946, με άλλες αθηναϊκές εφημερίδες υπό την επωνυμία «Ηνωμένος Τύπος». Οι εκλογές του 1946, για το «Ελληνικόν Αίμα» αποτελούσαν το πρώτο βήμα για την επικράτηση του Λαϊκού Κόμματος του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη έναντι του κομμουνισμού και των συνοδοιπόρων του, αλλά και για την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β' στην Ελλάδα.]
  4. [Τα ονόματα των ηθοποιών δημοσιεύθηκαν στις 25 Οκτωβρίου 1945 στην εφημερίδα «Απελευθερωτής» υπό τον τίτλο «Οι προδόται ηθοποιοί» και χωρίς κανένα άλλο σχόλιο.]
  5. [Οι ΕΛΑΣιτες της Ούλεν-Η δίκη για την εκτέλεση της Ε.Παπαδάκη και 37 ανδρών της Χωροφυλακής που συγκλόνισε την Ελλάδα. pronews.gr]
  6. [Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 1η Ιουλίου 1945.]
  7. [«..Γιατί το Κόμμα μας έχει το θάρρος να διακηρύξει ότι τέτοιες περιπτώσεις, όπως του Κορώνη είτε της ηθοποιού Παπαδάκη, δεν μπορούν να βρούν δικαίωση, και πρέπει να καταδικαστούν ανοικτά..»]
  8. [Ο ληστοσυμμορίτης Νίκος Ανδρικίδης του Ευαγγέλου και της Καλλιόπης που γεννήθηκε στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, επέζησε από τον συμμοριτοπόλεμο. Ο Ανδικίδης σε κατάθεση του στις 28 Απριλίου του 1945, τότε κατοικούσε στην οδό Νοταρά 40 στην περιοχή των Νέων Σφαγείων και ήταν ηλικίας 31 ετών, παραδέχθηκε ότι εστάλη στην περιοχή του κέντρου της Αθήνας, με εντολή της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε., τρεις ημέρες πριν την σύλληψη της Παπαδάκη και ενήργησε ως επόπτης και κατά την σύλληψη της και κατά την εν συνεχεία εκτέλεση της. Αργότερα μετοίκησε και ως το τέλος της ζωής του κατοικούσε στον αριθμό 40 στις εργατικές πολυκατοικίες της Κηφισιάς.]
  9. [«Ελένη Παπαδάκη Τραγωδία & Μύθος», Δημοσθένης Κούκουνας, εκδόσεις «Ariston Books», Αθήνα 2019.]
  10. [Δημήτρης Λιγνάδης: Έτσι θα είναι το Εθνικό-το νέο στίγμα του Θεάτρου. Μυρτώ Λοβέρδου, Εφημερίδα «Το Βήμα», Ηλεκτρονική έκδοση.]
  11. [Γενναία απόφαση του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου: Αίθουσα “Ελένη Παπαδάκη” προς τιμήν της δολοφονημένης από το ΚΚΕ ηθοποιού!]
  12. [Για την απόφαση του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου]
  13. [To Σωματείο Ηθοποιών αντιδρά στην απόφαση για Σκηνή «Ελένη Παπαδάκη».]