Τζέιμς Μπέρναμ

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Τζέιμς Μπέρναμ, [James Burnham], Αμερικανός συντηρητικός, παραδοσιοκράτης φιλόσοφος, Πανεπιστημιακός καθηγητής, ένας από τους πλέον πρωτότυπους και διεισδυτικούς πολιτικούς στοχαστές και συγγραφείς, αντικομμουνιστής, θεωρητικός και πνευματικός πατέρας της αμερικανικής Νέας Δεξιάς, δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής, γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1905 στο Σικάγο της πολιτείας του Ιλινόις των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και πέθανε [1] την Τρίτη 28 Ιουλίου 1987, από καρκίνο των νεφρών και του ήπατος στο σπίτι του, στην πόλη του Κεντ στην πολιτεία του Κονέκτικατ. Η κηδεία του τελέστηκε την 1η Αυγούστου 1987, στο Κεντ, όπου και ενταφιάστηκε στο εκκλησιαστικό κοιμητήριο [2].

Το 1934 παντρεύτηκε με την Marcia Lightner-Burnham και τον ίδιο χρόνο, μετά το γάμο του, μετακόμισε από το το Greenwich Village στο Sutton Place. Από τον γάμο αυτό έγινε πατέρας τριών γιών, μεταξύ τους ο James B. Burnham, και παππούς επτά εγγονών.

Τζέιμς Μπέρναμ (James Burnham)
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 22 Νοεμβρίου 1905
Τόπος: Σικάγο, Ιλλινόις (Η.Π.Α.)
Σύζυγος: Marcia Lightner-Burnham
Τέκνα: James B. Burnham & δύο ακόμη γιοι.
Υπηκοότητα: Αμερικανική
Ασχολία: Φιλόσοφος, Πανεπιστημιακός
Θάνατος: 28 Ιουλίου 1987
Τόπος: Κεντ, Κονέκτικατ (Η.Π.Α.)

Βιογραφία

Ο Τζέιμς κατάγονταν από εύπορη οικογένεια του Ιλινόις. Πατέρας του ήταν ο Άγγλος Claude George Burnham, που γεννήθηκε κοντά στο Peterborouth και μετανάστευσε στην παιδική του ηλικία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Claude ήταν αντιπρόεδρος της εταιρείας σιδηροδρόμων Burlington και πέθανε το 1928 από πνευμονία, ενώ μητέρα του Τζέιμς ήταν η Mary May Gillis-Burnham. Ο Claude George Burnham που ήταν Προτεστάντης στο θρήσκευμα, ξεκίνησε να εργάζεται ως διανομέας-πωλητής εφημερίδων από πολύ νεαρή ηλικία, ενώ η Mary May Gillis-Burnham ήταν αυστηρή Καθολική και ο Τζέιμς που ήταν ο πρωτότοκος από τους τρεις γιους της οικογένειας, μεγάλωσε ως Ρωμαιοκαθολικός. Οι Burnhams ήταν καλλιεργημένη οικογένεια. Η τέχνη και η λογοτεχνία ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητος τους και οι γιοι της οικογένειας έπαιζαν μουσική, όπως και η μητέρα τους που σε όλη τη ζωή της έπαιζε πιάνο.

Ο Τζέιμς, όπως και ο αδελφός του ο Δαβίδ, φοίτησε στο ιδιωτικό καθολικό οικοτροφείο του Canterbury στο New Milford του Κονέκτικατ. Στη συνέχεια ο Τζέιμς σπούδασε αγγλική λογοτεχνία και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον [Princeton], όπου είχε καθηγητές τους J.R.R. Tolkien και Martin D’Arcy. Το 1927, αποφοίτησε πρώτος στο έτος σπουδών του και εκφώνησε την αποχαιρετιστήρια ομιλία του στη Λατινική γλώσσα. Έως το 1929, παρακολούθησε μεταπτυχιακά μαθήματα στο κολέγιο Balliol του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και τον ίδιο χρόνο του προτάθηκε μια θέση διδασκαλίας στο τμήμα φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, [«New York University»], την οποία αποδέχθηκε και το 1930 εντάχθηκε ως καθηγητής στο τμήμα φιλοσοφίας του «Washington Square College» του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Τον Ιανουάριο του 1930, συμμετείχε στην ομάδα των συντακτών του περιοδικού «Συμπόσιο», όπως και ο Έζρα Πάουντ, ο μεγάλος εθνικιστής διανοούμενος.

Κομμουνιστική περίοδος

Ο Τζέιμς εργάστηκε σε πολλά αριστερά περιοδικά μικρής εμβέλειας. Με την προτροπή του Gerry Allard, ο Μπέρναμ εντάχθηκε αρχικά στο «Αμερικανικό Εργατικό Κόμμα», [«A.W.P.»], το οποίο ιδρύθηκε το Δεκέμβριο του 1933, με ηγέτη τον Αβραάμ Μίστ [Abraham Muste]. Λίγο καιρό αργότερα προσχώρησαν και οι ηγέτες του «Κομμουνιστικού Συνδέσμου Αμερικής», [«C.L.A.»], μιας ομάδος που υποστήριζε τις απόψεις του Λέοντα Τρότσκι, οι οποίοι πρότειναν τη συγχώνευση των δύο κομμάτων, και το Δεκέμβριο του 1934, επήλθε συμφωνία. Με τη σειρά του το «Αμερικανικό Εργατικό Κόμμα» διαλύθηκε το 1936, όταν αποφασίστηκε ότι τα μέλη του έπρεπε να ενταχθούν στο «Σοσιαλιστικό Κόμμα Αμερικής», [S.P.A.»]. Η απόφαση προκάλεσε διάσπαση στο «Αμερικανικό Εργατικό Κόμμα» και το 1937, ο Νόρμαν Τόμας, ο ηγέτης του κόμματος, αποφάσισε να απομακρύνει τους τροτσκιστές. Έτσι ο Μπέρναμ και μαζί του οι Τζέιμς Κάνον, Μαξ Σάχτμαν και Μάρτιν Άμπερν συμμετείχαν στην ίδρυση του «Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος», [«S.W.P.»], στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Η υπογραφή του Συμφώνου μη επιθέσεως μεταξύ της εθνικιστικής Γερμανίας και της κομμουνιστικής Σοβιετικής Ενώσεως, τον Αύγουστο του 1939, το γνωστό Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ, γκρέμισε την πίστη του Τζέιμς στον κομμουνισμό και τον γέμισε απογοήτευση. Τα συναισθήματα του εντάθηκαν, όταν ο Σοβιετικός στρατός εισέβαλε στην Πολωνία, το Σεπτέμβριο του 1939, και τη Φινλανδία, το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου. Σε αντίθεση με τον Τζέιμς Κάνον που εξακολούθησε να υποστηρίζει την πολιτική του Ιωσήφ Στάλιν και τον Τρότσκι που υποστήριξε την υπογραφή του Συμφώνου μη επιθέσεως και πίστευε ότι η Σοβιετική Ένωση είναι απλώς ένα εκφυλισμένο κράτος εργατών, ο Μπέρναμ υποστήριζε ότι ο Στάλιν είναι η έκφραση του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη. Στην Τέταρτη Διεθνή ο Μπέρναμ είχε αντιπαρατεθεί σφοδρά με τον Λέοντα Τρότσκι, για τον οποίο έτρεφε απεριόριστο θαυμασμό [3].

Ο Μπέρναμ παραιτήθηκε στις 21 Μαΐου, 1940, με επιστολή του προς την Εθνική Επιτροπή του Εργατικού Κόμματος. Στην επιστολή του κατέστησε σαφές ότι διέρρηξε τους δεσμούς του όχι μόνο με τον τροτσκισμό αλλά και γενικά με τον μαρξισμό γράφοντας μεταξύ άλλων: «…όπως γνωρίζετε απορρίπτω τη φιλοσοφία του μαρξισμού, το διαλεκτικό υλισμό…{…}… Η γενική θεωρία του Μαρξ αυτή της «παγκόσμιας ιστορίας», στο βαθμό που δεν έχει κανένα εμπειρικό περιεχόμενο, μου φαίνεται να διαψεύδεται από τη σύγχρονη ιστορική και ανθρωπολογική έρευνα…{...}… Η Μαρξιστική οικονομία μου φαίνεται ως επί το πλείστον είτε ψευδής ή παρωχημένη ή η εφαρμογή της δίχως νόημα σε σύγχρονα οικονομικά φαινόμενα. …{…}… Όχι μόνο δεν πιστεύω ότι έχει νόημα να πούμε ότι «ο σοσιαλισμός είναι αναπόφευκτος» αλλά είναι και ψευδές ότι ο σοσιαλισμός είναι «η μόνη εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό». Θεωρώ ότι με βάση τα στοιχεία που τώρα έχουμε στη διάθεση μας μια νέα μορφή εκμεταλλευτικής κοινωνίας (που εγώ αποκαλώ «διοικητικής κοινωνίας») δεν είναι δυνατή μόνο, αλλά είναι μια πιο πιθανή έκβαση της παρούσας από τον σοσιαλισμό. …{…}… Σε κανένα ιδεολογικό, θεωρητικό ή πολιτικό έδαφος, τότε, μπορώ να αναγνωρίσω, …{…}… κάθε δεσμό ή υποταγή στο Εργατικό Κόμμα (ή σε οποιοδήποτε άλλο μαρξιστικό κόμμα). …{…}… και δεν μπορώ πια να προσποιούμαι γι’ αυτό, είτε για τον εαυτό μου είτε για τους άλλους….».

Μετά την παραίτηση του άρχισε να γράφει για το περιοδικό «Partisan Review» [4], το κορυφαίο περιοδικό της μη-κομμουνιστικής αριστεράς. Ως συνεπής Τροτσκιστής αρχικά αντιτάχθηκε στη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών στον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο.

Συντηρητική περίοδος

Η θέση του για την συμμετοχή της Αμερικής στον πόλεμο μεταβλήθηκε μετά την Ιαπωνική επίθεση στον Αμερικανικό στόλο του Ειρηνικού που ναυλοχούσε στο Περλ Χάρμπορ κι από τη μια μέρα στην άλλη ο Μπέρναμ μετατράπηκε σε φανατικό υποστηρικτή της Αμερικανικής συμμετοχής στον πόλεμο εναντίον των δυνάμεων του Άξονα.

Ο Μπέρναμ αφού αποκήρυξε τον κομμουνισμό, μετακινήθηκε στη συντηρητική δεξιά και σταδιακά αναδείχθηκε σε στρατηγό του Ψυχρού Πολέμου. Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την απομάκρυνση του από τους Τροτσκιστές και τη ρήξη του με τον Μαρξισμό, ο Μπέρναμ διατύπωσε στο έργο «Η επανάσταση των διευθυντών», την «επιστήμη της πολιτικής» του και άρχισε να παρατηρεί τον κόσμο μέσα από το δικό του γεωπολιτικό πρίσμα. Την Άνοιξη του 1944, με άδεια από το Πανεπιστήμιο, συνεργάστηκε με το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών των Η.Π.Α., [O.S.S.], πρόδρομη υπηρεσία της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, μετά από σύσταση του George F. Kennan, όπου του ανατέθηκε η διεύθυνση «Πολιτικής και Ψυχολογικού Πολέμου» που ήταν τμήμα του Γραφείου Συντονισμού της Πολιτικής, ένα ημιαυτόνομο τμήμα του οργανισμού. Εκεί εργάστηκε στη σύνταξη μιας μελέτης σχετικά με τους στόχους της πολιτικής της Σοβιετικής Ενώσεως μετά τον πόλεμο, η οποία ήταν έτοιμη και χρησιμοποιήθηκε από την αμερικανική αντιπροσωπεία στη Διάσκεψη της Γιάλτας.

Κίνημα του Ελληνικού Ναυτικού

Στη μελέτη του, η οποία παρουσιάζει και ιδιαίτερο Ελληνικό ενδιαφέρον, ο Μπέρναμ προσδιόρισε ως κομμουνιστικής εμπνεύσεως το κίνημα στο Ελληνικό Ναυτικό στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, τον Απρίλιο του 1944, κίνημα που ο ίδιος προσδιορίζει ως το σημείο ενάρξεως αυτού που αποκάλεσε «Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο». Η ανταρσία γρήγορα καταπνίγηκε από τους Βρετανούς, όμως ο Μπέρναμ είδε μεγαλύτερες δυνάμεις πίσω από την εξέγερση. Οι στασιαστές ήταν μέλη του Ε.Λ.Α.Σ., που ελέγχονταν από το Ε.Α.Μ., τη στρατιωτική πτέρυγα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, [Κ.Κ.Ε.], το οποίο με τη σειρά του κατευθύνονταν από τη Σοβιετική Ένωση. Ο Μπέρναμ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το περιστατικό ήταν ουσιαστικά μια σύγκρουση μεταξύ της Βρετανίας και της Σοβιετικής Ενώσεως, το διάστημα που ήταν φαινομενικά σύμμαχοι, καθώς διαρκούσε, ακόμη, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Για τον Μπέρναμ αυτό σήμαινε ότι η ανταρσία στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό αποτελούσε μια αψιμαχία σ' έναν άλλο και διαφορετικό πόλεμο, ότι ήταν «...οι ένοπλες αψιμαχίες ενός νέου πολέμου που έχει αρχίσει πριν ολοκληρωθεί ο παλαιός πόλεμος..». Για τον Μπέρναμ ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια συστηματική σύγκρουση που θα τελείωνε μόνο όταν το ένα ή το άλλο σύστημα αλλάξει ή νικηθεί.

Αντικομμουνιστική δράση

Ο Μπέρναμ υποστήριξε τις έρευνες του γερουσιαστή Τζόζεφ Μακάρθυ, [Josef McCarthy] καθώς σε αντίθεση με πολλούς Αμερικανούς διανοούμενους, πίστευε ότι υπήρχαν κατασκοπευτικές δραστηριότητες της Σοβιετικής Ενώσεως στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1930 και 1940. Έτσι υποστήριξε τις έρευνες του Κογκρέσου εναντίον του εγχώριου κομμουνισμού και μάλιστα κατέθεσε ενώπιον των αρμόδιων διερευνητικών επιτροπών, ενώ ζήτησε την απαγόρευση της λειτουργίας του Κομμουνιστικού Κόμματος των Ηνωμένων Πολιτειών. Εκτός από τη συγγραφή βιβλίων και άρθρων σχετικά με τον Ψυχρό Πόλεμο, ο Μπέρναμ δίδαξε στην Εθνική Σχολή Πολέμου, στη Ναυτική Σχολή Πολέμου, στη Σχολή Προηγμένων Διεθνών Σπουδών, και στη Σχολή Πολέμου της Αμερικανικής Αεροπορίας. Ήταν σύμβουλος της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και φημολογείται ότι στις αρχές του 1950, συνέβαλε στο πετυχημένο σχέδιο για την ανατροπή του Μοχάμεντ Μοσαντέκ, [ Mohammad Mosaddegh], και την εγκατάσταση του Σάχη Ρεζά Παχλαβί στην εξουσία της Περσίας [Ιράν].

Στρατηγικές μελέτες

Τζέιμς Μπέρναμ (James Burnham)

Ο Μπέρναμ υποστήριξε ότι η μόνη εναλλακτική λύση απέναντι στην πιθανή κατάκτηση του κόσμου από τους κομμουνιστές και τη Σοβιετική Ένωση, ήταν η δημιουργία μιας αμερικανικής παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Το 1953, όταν ολοκλήρωσε τις ακαδημαϊκές του παραδόσεις στο «New York Univercity», συνεργάστηκε για λίγο καιρό με την Αμερικανική Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών [C.I.A.] στην Ουάσιγκτον, την οποία βοήθησε να οργανώσει αντικομμουνιστικά πνευματικά κινήματα στο εξωτερικό. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έκρινε την ζωή και το έργο του Τρότσκι υπό το πρίσμα της δικής του ιδεολογικής αφοσιώσεως στον παγκόσμιο αγώνα εναντίον του Μαρξισμού και το 1955, έκανε μία ανασκόπηση του έργου «Οπλισμένος Προφήτης», τον πρώτο τόμο της βιογραφίας του Λεβ Νταβίντοβιτς ή Λέοντα Τρότσκι. Σε κάποια από τα γραπτά του πρότεινε τη χρήση πυρηνικών ή χημικών όπλων στον πόλεμο του Βιετνάμ, ενώ αν και δεν τάσσονταν εναντίον του Ισραήλ, πρότεινε μια πιο ισορροπημένη πολιτική των Η.Π.Α. στη Μέση Ανατολή, και διατύπωσε τη γνώμη ότι αν οι Αμερικανοί είχαν να επιλέξουν μεταξύ του πετρελαίου και του Ισραήλ πρέπει να επιλέξουν το πετρέλαιο.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, έγραψε για το φαινόμενο της «διεθνοποιήσεως της τρομοκρατίας» και σημείωσε τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων τρομοκρατικών ομάδων, εκτιμώντας την ανάλυση του φαινομένου, πολλά χρόνια πριν την εμφάνιση του και με τον πλέον λεπτομερή τρόπο. Τον Μάρτιο 1962 προέβλεψε την ήττα των Αμερικανών στην Ινδοκίνα και επέκρινε την πολιτική του προέδρου Κένεντι σχετικά με τον περιορισμό των στρατιωτικών δραστηριοτήτων στο Νότιο Βιετνάμ, αν και θεωρούσε αυτό τον πόλεμο «παράλογη σφαγή» και το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου επέκρινε την ιδέα της κλιμακώσεως του του πολέμου, που αποτέλεσε μια βασική πτυχή της αποτυχημένης πολιτικής του πολέμου στο Βιετνάμ. Τον Σεπτέμβριο του 1962, εκτίμησε, με επιτυχία, ότι οι Σοβιετικοί είχαν εγκαταστήσει πυρηνικούς πυραύλους στην Κούβα και επέκρινε την τακτική της πολιτικής «υφέσεως», του ελέγχου των εξοπλισμών και των εμπορικών συμφωνιών για παραχωρήσεις.

Το Σεπτέμβριο του 1964, υποστήριξε ότι οι Αμερικανοί είχαν δύο επιλογές στον πόλεμο του Βιετνάμ, ή να χρησιμοποιήσουν ικανή δύναμη ή μια κατάλληλη στρατηγική για την έξοδο τους. Το 1966, επέκρινε τον πρόεδρο Λίντον Τζόνσον ότι θυσίαζε ζωές Αμερικανών, απαγορεύονταν στα στρατεύματα να χρησιμοποιήσουν τα κατάλληλα όπλα και τις απαραίτητες μεθόδους, με τις οποίες θα μπορούσαν να κερδίσουν τον πόλεμο. Λίγο πριν τις εκλογές του 1972 υποστήριζε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν χάσει τον πόλεμο εφαρμόζοντας την πολιτική της αποσύρσεως και ότι οι Ρίτσαρντ Νίξον και Κίσινγκερ ζητούσαν μια «έντιμη ειρήνη», η οποία δεν ήταν τίποτα λιγότερο από μια ήττα, ενώ τον Απρίλιο του 1972, προέβλεψε ότι το Νότιο Βιετνάμ δεν θα επιβιώσει ως ανεξάρτητο κράτος.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η κυβέρνηση του Ρόναλντ Ρήγκαν διαμόρφωσε και υλοποίησε μια επιθετική γεωπολιτική στρατηγική με στόχο να υπονομεύσει την Σοβιετική Ένωση. Η κυβερνητική στρατηγική αποτελούνταν από επί μέρους πολιτικές προτάσεις που είχε διατυπώσει ο Μπέρναμ. Ο Ρήγκαν ξεκίνησε μια έντονη ιδεολογική αντιπαράθεση και προπαγάνδα προσβολών κατά των Σοβιετικών, αποκαλώντας του Σοβιετικούς ηγέτες ψεύτες και απατεώνες, πρόβλεψε σύντομη διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως και προκάλεσε τον ηγέτη της να προχωρήσει στο γκρέμισμα του τείχους που χώριζε την πόλη του Βερολίνου. Ο Ρήγκαν βοήθησε και ενθάρρυνε το κίνημα «Αλληλεγγύη» του Λεχ Βαλέσα στην Πολωνία, την εξέγερση των Αφγανών ανταρτών και δύο κινήματα αντιστάσεως στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ενώσεως. Αναδιοργάνωσε και ενίσχυσε τις στρατιωτικές δυνάμεις των Η.Π.Α., ανέπτυξε συστοιχίες πυρηνικών πυραύλων στην Ευρώπη, ανακοίνωσε το σχέδιο για την ανάπτυξη της Στρατηγικής Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, δημιουργώντας επιπρόσθετη οικονομική πίεση στη Σοβιετική οικονομία, πείθοντας τους Σοβιετικούς ότι δεν μπορούν να επικρατήσουν σε μια κούρσα εξοπλισμών με τις Ηνωμένες Πολιτείες και οδηγώντας στην διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως. Ο σχεδιασμός απέδειξε το δίκαιο των προβλέψεων του Μπέρναμ, ο οποίος υποστήριζε ότι η αυτοσυγκράτηση δεν ήταν αρκετή για να κερδίσει τον Ψυχρό Πόλεμο, ότι μια επιθετική γεωπολιτική στρατηγική μπορούσε να υπονομεύσει τη σοβιετική εξουσία και η Ανατολική Ευρώπη ήταν το κλειδί για την επικράτηση στον «Ψυχρό Πόλεμο».

«The National Review» [5]

Το 1955, ο Μπέρναμ από κοινού με τον William F. Buckley Jr., ο οποίος πρωτοδιάβασε τα έργα του Μπέρναμ ως μεταπτυχιακός φοιτητής, αποφάσισαν και προχώρησαν στην έκδοση του περιοδικής συντηρητικής επιθεωρήσεως «The National Review». Στην επιθεώρηση εκπροσωπούσε τη διοίκηση στις συγκεντρώσεις των συντακτών της, είχε την επιμέλεια μιας τακτικής στήλης για ζητήματα εξωτερικών υποθέσεων, έγραψε πολλά ανυπόγραφα άρθρα και πληροφορίες στη στήλη «The Week», ήταν ο υπεύθυνος για την έκδοση του δεκαπενθήμερου ενημερωτικού δελτίου «The National Review», και είχε την ευθύνη της εκδόσεως στη διάρκεια των συχνών ταξιδιών του Buckley. Έγραψε πολλές επιστολές και σημειώματα για την εσωτερική στρατηγική και τη διαχείριση. Σύμφωνα με τον Buckley ο Μπέρναμ, «...αφιέρωσε, για μια περίοδο 23 ετών, περισσότερο χρόνο και σκέψη σε περισσότερα προβλήματα, μεγάλα και μικρά, από ότι φαίνεται δυνατό για έναν που διαμένει στο Κεντ του Κονέκτικατ, ο οποίος βρίσκονταν στη Νέα Υόρκη μόνο για δύο ημέρες την εβδομάδα». Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα ο Buckley Jr ομολογούσε ότι «Πέρα από κάθε αμφισβήτηση, υπήρξε (σ.σ. ο Μπέρναμ) η κυρίαρχη πνευματική επιρροή στην ανάπτυξη του περιοδικού».

Τα τελευταία του χρόνια

Στις αρχές Νοεμβρίου του 1978, ο Μπέρναμ υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, που επηρέασε την υγεία και τη μνήμη του, από το οποίο ποτέ δεν ανέκαμψε πλήρως. Το 1982, πέθανε η σύζυγος του Marcia, με την οποία ο γάμος του διήρκησε 47 χρόνια. Το τελευταίο άρθρο του Μπέρναμ δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «The National Review» και ήταν μια ανάλυση των πιθανών επιπτώσεων της συμφωνίας Ισραήλ και Αιγύπτου στο Καμπ Ντέιβιντ, στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και Σοβιετικής Ενώσεως στο χώρο της Μέσης Ανατολής. Ο Μπέρναμ, ο οποίος σε νεαρή ηλικία εγκατέλειψε την καθολική θρησκεία και δήλωνε άθεος, επέστρεψε στον καθολικισμό λίγο καιρό πριν το θάνατό του. Πέθανε το 1987, δύο χρόνια πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, τέσσερα χρόνια πριν από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως και το κλείσιμο του «Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου», όραμα στο οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή του και δεν πρόλαβε να το δει να γίνεται πραγματικότητα.

Διακρίσεις

Στις 23 Φεβρουαρίου 1983, ο Ρόναλντ Ρήγκαν, τότε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, τον τίμησε με την απονομή του Προεδρικού Μεταλλίου της Ελευθερίας, για τη συμβολή του στην αμερικανική συντηρητική σκέψη, καθώς ο Μπέρναμ είχε οραματιστεί τη στρατηγική για την Αμερικανική επικράτηση στη μάχη του Ψυχρού πολέμου, σχεδόν σαράντα χρόνια πριν. Στην εισηγητική έκθεση για την απονομή του μεταλλίου από τον Αμερικανό πρόεδρο, αναφέρονταν ότι «....Ως λόγιος, συγγραφέας, ιστορικός και φιλόσοφος, ο James Burnham έχει επηρεάσει βαθιά τον τρόπο που βλέπει η Αμερική τον εαυτό της και τον κόσμο. Από τη δεκαετία του 1930, ο κ. Burnham έχει διαμορφώσει τον τρόπο σκέψεως των ηγετών του κόσμου, οι παρατηρήσεις του έχουν αλλάξει την κοινωνία και τα γραπτά του έχουν γίνει κατευθυντήρια φώτα στην αναζήτηση της αλήθειας από την ανθρωπότητα. Σε αυτόν τον αιώνα, ελάχιστες μεγαλύτερες προσωπικότητες είχαν η Ελευθερία, ο λόγος και η ευπρέπεια, σε αυτόν τον αιώνα, από τον James Burnham...». Τον ίδιο χρόνο τιμήθηκε με το βραβείο του Ιδρύματος «Ingersoll» για τη συμβολή του στη συντηρητική κίνηση.

Απόψεις

Ο Μπέρναμ υπήρξε πρώην κομμουνιστής, τροτσκιστής, απολογητής της νέας τάξεως των διευθυντών, βραβευμένος από τον Αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ Ρήγκαν και κόκκινο πανί για τους φιλελεύθερους προασπιστές της δημοκρατίας. Θεωρούσε ότι η δημοκρατική κοινωνία δεν υπήρξε ποτέ ούτε θα υπάρξει, κι ότι η ανθρώπινη κοινωνία είναι από τη φύση της ολιγαρχική και η εξουσία της ολιγαρχίας επιβάλλεται με τη βία και τον δόλο. Επίσης ότι ο λόγος περί δημοκρατίας, ισότητας, αδελφότητας, όλα τα επαναστατικά κινήματα, όλες οι εκφάνσεις της ουτοπίας, της «αταξικής κοινωνίας» και του «Βασιλείου των Ουρανών» είναι απατηλός κι απλώς υποκρύπτει τις φιλοδοξίες κάποιων νέων τάξεων που σπρώχνονται για να ανέλθουν στην εξουσία. Επίσης, ότι η «διακυβέρνηση από τον λαό» είναι αδύνατη, η κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν είναι παρά ένας ακόμα μηχανισμός εξουσίας της μειοψηφικής ελίτ και η επανάσταση δεν πρόκειται να γίνει και αν γίνει θα δημιουργήσει νέους δυνάστες.

Ο Μπέρναμ αποτελεί παράδειγμα πνευματικού θάρρους, διότι αν και ξεκίνησε από την εξτρεμιστική πτέρυγα της τροτσκιστικής Τετάρτης Διεθνούς, διαχώρισε τη θέση του και ερμήνευσε κοινωνιολογικά το γερμανικό εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα καθώς και την σταλινική περίοδο μ' εντελώς πρωτότυπο τρόπο. Ο Μπέρναμ ξεκινά από την θεωρία του Βιλφρέντο Παρέτο περί ηγουμένων μειοψηφιών. Γι' αυτόν η σοσιαλιστική κοινωνία είναι αδύνατη. Μία καινούργια μειοψηφία γεννιέται στο κόσμο. Η μειοψηφία των διευθυντών, των διοικητικών και ειδικά καταρτισμένων δηλαδή στελεχών. Μ' αυτό τον τρόπο κατέρριψε πέρα για πέρα τις μαρξιστικές κοινωνιολογικές δοξασίες. Με μία βαθιά κριτική απέδειξε την μεταφυ­σική μονομέρεια της διαλεκτικής και τόνισε την ανάγκη για μία δυναμική μέθοδο έρευνας, που θα έδινε σε κάθε φαινόμενο όχι μία μοναδική προοπτική, αλλά μία σειρά από εναλλακτικές λύσεις.

Ο Μπέρναμ έγραφε ότι «...το ζήτημα της αλήθειας ή του ψεύδους μιας ιδεολογίας είναι σε κάθε περίπτωση ήσσονος σημασίας. Τα ανθρώπινα όντα πιστεύουν μια ιδεολογία, κατά κανόνα, όχι επειδή είναι πεπεισμένοι λογικά ότι είναι αλήθεια, αλλά επειδή ικανοποιεί ψυχολογικές και κοινωνικές ανάγκες και εξυπηρετεί, ή φαίνεται να εξυπηρετεί, ατομικά ή ομαδικά συμφέροντα..». Δεν απέκλειε την πιθανότητα ενός πυρηνικού πολέμου μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ενώσεως και παράλληλα προειδοποιούσε για την ύπαρξη μιας Σοβιετικής «πέμπτης φάλαγγος» η οποία δραστηριοποιούνταν στις Δυτικές δημοκρατίες. Ο Christopher Hitchens αποκάλεσε τον Μπέρναμ «...πραγματικό πνευματικό ιδρυτή του νεοσυντηρητικού κινήματος...» στην Αμερική κι ότι «....ήταν ο πρώτος σημαντικός μαρξιστής που αποστάτησε προς τα δεξιά...», ενώ θεωρεί ότι «...δεν ήταν ένας περιθωριακός. Υπήρξε πρωτοπόρος».

Λίγα χρόνια μετά τις συναντήσεις του με τον Franck Wisner, διευθυντή του προγράμματος «Stay-behind network» της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, [C.I.A.] και του βοηθού του, Carmel Offie, ο Μπέρναμ μετατράπηκε σε ένθερμο υποστηρικτή της πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, τις οποίες θεωρούσε ως το μόνο ανάχωμα στην κομμουνιστική βαρβαρότητα [6]. Σύμφωνα με τον Μπέρναμ «...επειδή ο κομμουνισμός, σε δημοκρατικά έθνη, κάνει χρήση της ελευθερίας του λόγου, ώστε να καταργήσει την ελευθερία του λόγου, η δική του ελευθερίας του λόγου έπρεπε να περικοπεί...».

Ο Μπέρναμ θαύμαζε τον Σαρλ Ντε Γκωλ, [Charles de Gaulle], όμως στράφηκε εναντίον του όταν ο De Gaulle αποδέχθηκε την ανεξαρτησία της Αλγερίας. Μετά από αυτό η συμπάθεια του στράφηκε στους Γάλλους στρατηγούς που προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν. Σύμφωνα με τον Samuel Francis, τη δεκαετία του 1960, ο Μπέρναμ υπερασπίστηκε το διαχωρισμό λευκών και μαύρων για λόγους ρεαλιστικούς και συνταγματικούς κι όχι ξεκάθαρα φυλετικούς, ενώ ήδη από τη δεκαετία του 1970, είχε προτείνει τον πραγματικό φυλετικό διαχωρισμό των μαύρων σε μια περιοχή που θα αναγνωρίζονταν ως «περιορισμένης κυριαρχίας». Επίσης υπερασπίστηκε τόσο το καθεστώς της Ροδεσίας όσο κι εκείνο της Νότιας Αφρικής, καθώς και άλλα κράτη με δεξιές κυβερνήσεις. Στην πραγματικότητα, ο Μπέρναμ φέρεται να σκέφτηκε ότι το σύστημα του απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο για την Αμερική.

Υποστήριζε ότι ο Φιλελευθερισμός είναι αυτοκτονική τάση, είναι η ιδεολογία της δυτικής αυτοκτονίας που επιτρέπει στον πολιτισμό της Δύσεως να συμβιβαστεί με τη διάλυση. Είτε πρόκειται για τη Σοβιετική Ένωση, τους κομμουνιστές αντάρτες του Τρίτου Κόσμου, τους επαναστάτες φοιτητές, τους Αγιατολάχ του Ισλάμ, τους αδελφούς Κάστρο, ή τη Χαμάς, τους εμπόρους εμπόρων ναρκωτικών, την πορνογραφία, ο φιλελευθερισμός βρίσκει λόγους για να τους δικαιολογήσει, να συμπάσχει και να κατευνάσει τους πράκτορες της βίας, των ταραχών και της παρακμής. Ενεργεί σαν ναρκωτικό, που επιτρέπει στο νου να αγνοεί την πραγματικότητα και να καταφεύγει στον κόσμο της ιδεολογίας του, όπου οι τίγρεις εμφανίζονται ως γάτες που δείχνουν τα νύχια τους στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.

Συγγραφικό έργο

Τα δύο σημαντικότερα και πλέον διάσημα βιβλία του είναι τα,

  • «The Managerial Revolution: What is Happening in the World.», «Η Επανάσταση των Διευθυντών», το 1941, κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Κάλβος», το 1970, σε μετάφραση, εισαγωγή & σχόλια του καθηγητή Παναγιώτη Κονδύλη.

Το έργο υπήρξε το μανιφέστο του «Congress for Cultural Freedom». Ο Μπέρναμ το εμπνεύστηκε από τις ομοιότητες που διαπίστωσε μεταξύ του Αδόλφου Χίτλερ και του Ιωσήφ Στάλιν κι αποτελεί μια μελέτη στην οποία ο Μπέρναμ διατύπωσε τη θεωρία ότι ο κόσμος ήταν μάρτυρας της αναδύσεως μιας νέας άρχουσας τάξεως, που την αποτελούσαν διευθυντικά στελέχη, οι οποίοι θα αντικαθιστούσαν σύντομα, τόσο το κράτος των καπιταλιστών όσο κι εκέινο και κομμουνιστών. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακά τολμηρό βιβλίο, το οποίο, όπως παραδέχθηκε αργότερα και ο Μπέρναμ, είναι γεμάτο από «απομεινάρια του μαρξισμού καθώς και το καταθλιπτικό άρωμα του οικονομικού ντετερμινισμού».

Το βιβλίο μεταφράστηκε στη Γαλλική γλώσσα με τον τίτλο «L’Ètre des organisateurs» και απασχόλησε τον Τζορτζ Όργουελ, ο οποίος δημοσίευσε ένα επικριτικό άρθρο και στη συνέχεια κυκλοφόρησε ένα ξεχωριστό φυλλάδιο με τίτλο «Δεύτερες Σκέψεις σχετικά με τον Τζέιμς Μπέρναμ», ενώ πολλοί μάλιστα υποστηρίζουν πως το έργο «1984» του Όργουελ είναι επηρεασμένο από την κοινωνία που ο Μπέρναμ περιέγραφε στα βιβλία του.

  • «The Machiavellians», «Οι Μακιαβελιστές», το 1943, κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Κέδρος», το 2009, σε μετάφραση της Μαρίας-Αριάδνης Αλαβάνου.

Το έργο έχει ως θέμα τον παραλογισμό των ιδεολογιών υπό το πρόσχημα της δημοκρατίας κι ασχολείται με τη σκέψη του Νικολό Μακιαβέλι αλλά και τεσσάρων συνεχιστών ττου, των κοινωνιολόγων Γκαετάνο Μόσκα, Βιλφρέντο Παρέτο, Ρόμπερτ Μίχελς και του Ζορζ Σορέλ.

Έγραψε και δημοσίευσε, ακόμη, τα έργα,

  • «Introduction to Philosophical Analysis», [Εισαγωγή στη φιλοσοφική ανάλυση] το 1932, φιλοσοφικό δοκίμιο,
  • «The People's Front: The New Betrayal», [Το Λαϊκό Μέτωπο: Η νέα Προδοσία] το 1937, pamphlet)
  • «The Struggle for the World», [«Αγώνας για τον κόσμο»] το 1947,
  • «The Coming Defeat of Communism», [«Η επερχόμενη ήττα του Κομμουνισμού»] το 1950,
  • «Containment or Liberation? An Inquiry Into the Aims of United States Foreign Relations», [Συγκράτηση ή Απελευθέρωση; Έρευνα σχετικά με τους στόχους των Εξωτερικών σχέσεων των Ηνωμένων Πολιτειών] το 1953,
  • «The Web of Subversion: Underground Networks in the U.S. Government», [Υπόγεια Δίκτυα στην κυβέρνηση των ΗΠΑ] το 1954,
  • «Congress and the American Tradition», [«Το Κογκρέσσο και η Αμερικανική παράδοση»], το 1959,
  • «Suicide of the West. An Essay on the Meaning and Destiny of Liberalism» [«Η αυτοκτονία της δύσεως»], το 1964.
  • «The War We Are In: The Last Decade and the Next», το 1967.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [JAMES BURNHAM IS DEAD AT 82; FOUNDER OF NATIONAL REVIEW «New York Times» on line.]
  2. [Congregational Cemetery Kent, Ct.]
  3. [«....Πρέπει να σταθώ για λίγο με θαυμασμό, μπροστά στην τεχνική τελειότητα της φραστικής δομής που έχετε δημιουργήσει, την ρωμαλέα κίνηση του λόγου σας, την φλογερή έκφραση της ακατανίκητης αφοσίωσης σας στο σοσιαλιστικό ιδεώδες, τις απρόσμενες, πνευματώδεις και λαμπερές μεταφορές που απαστράπτουν μέσα στις σελίδες σας....»] Απόσπασμα από επιστολή του Μπέρναμ στον Λέοντα Τρότσκι.
  4. [Το «Partisan Review», ήταν πρώην ορθόδοξα κομμουνιστικό και μετά τροτσκιστικό όργανο κάτω από την επίδραση των διανοουμένων της Νέας Υόρκης. Η αποχώρηση του προκάλεσε το θυμό του Τρότσκι που τον αποκάλεσε «σχολαστικό μικροαστό» και «σνομπ», ενώ και ο Μπέρναμ από την πλευρά του συγκέντρωσε την αλληλογραφία του με τον Τρότσκι την αλληλογραφία του με τον Τρότσκι και την έκανε στάχτη στον αποτεφρωτήρα. Το 1952, ο Henry Luce, ο επικεφαλής της αυτοκρατορίας των περιοδικών «Time-Life» κατέθεσε 10.000 δολάρια μέσω του Daniel Bell για να αποτρέψει το κλείσιμο του περιοδικού. Την ίδια χρονιά, το «Partisan Review» οργάνωσε Συμπόσιο, του οποίου το θέμα μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: «Σήμερα, η Αμερική είναι ο πάτρονας του δυτικού πολιτισμού». Από το 1953, οι νεοϋρκέζοι διανοούμενοι κυριάρχησαν στο «Congress for Cultural Freedom», το περιοδικό χρηματοδοτούνταν από τον «Λογαριασμό Εκδηλώσεων» της Αμερικανικής Επιτροπής για την Πολιτισμική Ελευθερία.]
  5. [The National review magazine]
  6. [....Είμαι αντίθετος με τις βόμβες που συσσωρεύονται σήμερα στη Λιβερία ή στον Καύκασο και που έχουν ως στόχο την καταστροφή του Παρισιού, του Λονδίνου, της Ρώμης (...) και όλου του δυτικού πολιτισμού (...), στηρίζω όμως τις βόμβες που συσσωρεύονται στο Los Alamos (...) και οι οποίες, εδώ και πέντε χρόνια, είναι η άμυνα, η μοναδική άμυνα, των ελευθεριών της δυτικής Ευρώπης....] Απόσπασμα από δήλωση του Μπέρναμ.