Βασίλης Λογοθετίδης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Βασίλειος Λογοθετίδης Έλληνας εθνικιστής και υποστηρικτής του θεσμού της Βασιλείας, ένας από τους κορυφαίους και πλέον αγαπητούς στο κοινό κωμικούς ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου, γεννήθηκε το 1895 ή το 1896 [1], όμως δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία γεννήσεως του- στο Μυριόφυτο ένα χωριό έξω από την Ανδριανούπολη στην Ανατολική Θράκη και απεβίωσε από καρδιακή συγκοπή στις 17:45' το απόγευμα του Σαββάτου 20 Φεβρουαρίου 1960 στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο Αττικής. Η κηδεία του έγινε με δημόσια δαπάνη, μετά από κυβερνητική απόφαση, στις 16:00' μετά το μεσημέρι την Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου από τον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αθηνών και ακολούθως η σορός του τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών./

Βασίλης Λογοθετίδης
Βασίλης Λογοθετίδης.jpeg
Γέννηση: 1895 ή 1896
Τόπος: Μυριόφυτο, Αδριανούπολη (Ανατολική Θράκη)
Σύζυγος: Μαρία (α' γάμος), Αμαλία (β' γάμος)
Τέκνα: Άτεκνος
Υπηκοότητα: Τουρκική, Ελληνική
Ασχολία: Ηθοποιός
Θάνατος: 20 Φεβρουαρίου 1960
Τόπος: Παλαιό Φάληρο, Αττική (Ελλάδα)

Παντρεύτηκε, στην Κωνσταντινούπολη, σε πρώτο γάμο με την Άννα [2] με την οποία χώρισαν το 1922 όταν βρίσκονταν στην Αθήνα, και σε δεύτερο γάμο με την Αμαλία Λογοθετίδου [3], την οποία χώρισε μετά την αποκάλυψη της σχέσεως της με ιδιοκτήτη σχολής οδηγών στον οποίο είχε προστρέξει για να αποκτήσει δίπλωμα οδηγήσεως. Ο Λογοθετίδης που αργότερα συνήψε μακροχρόνια ερωτική σχέση με την ηθοποιό Ίλια Λιβυκού, δεν παντρεύτηκε ξανά και δεν απέκτησε απογόνους.

Βιογραφία

Η καταγωγή της οικογένειας του ήταν από τον Πόντο. Πατέρας του ήταν ο εκπαιδευτικός, δάσκαλος, Μανασής Λογοθετίδης και μητέρα του η Ελένη. Ο Βασίλης που είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια, τρεις αδελφούς, ο ένας έζησε στην Κωνσταντινούπολη και ο άλλος έζησε και πέθανε στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, καθώς και μία αδελφή, την Αγγελική, που κι αυτή μετανάστευσε, έζησε και πέθανε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, έζησε μετά τα τέσσερα πρώτα χρόνια της ζωής του, με την οικογένεια του, στην Κωνσταντινούπολη. Ο Βασίλης στα παιδικά του χρόνια επιθυμούσε να γίνει ιερωμένος [4], προφανώς εμπνευσμένος από το κλίμα μέσα στο οποίο μεγάλωνε και την ιδιαίτερα καλή φωνή του που τον είχε οδηγήσει να ψέλνει στην εκκλησία της περιοχής όπου είχε δάσκαλο τον Ζαχαρία Κωνσταντινίδη, πατέρα του δημοσιογράφου Κώστα Πολίτη.

Παρακολούθησε τα μαθήματα της Δημοτικής και της Μέσης εκπαιδεύσεως και το 1915 αποφοίτησε από το Ζωγράφειο Γυμνάσιο και γράφτηκε στην Γαλλική Ακαδημία του Αγίου Ιωσήφ στην Κωνσταντινούπολη όπου εκδήλωσε την επιθυμία να γίνει ηθοποιός, που ήταν η δεύτερη επιθυμία του την οποία του είχαν εμπνεύσει οι αλλεπάλληλες σχολικές παραστάσεις που διοργάνωνε ο εκπαιδευτικός πατέρας του. Η επιθυμία του αυτή είχε την συγκατάθεση του πατέρα του έτσι ο Βασίλης μετά την αποφοίτηση του από την Γαλλική Ακαδημία άρχισε τις εμφανίσεις του στο ερασιτεχνικό θέατρο και παράλληλα εργάστηκε, για τα προς το ζην, ως πωλητής σε μεγάλο κατάστημα της Κωνσταντινουπόλεως.

Καλλιτεχνική καριέρα

Το 1916 ο Βασίλης εμφανίσθηκε ερασιτεχνικά σε θεατρική σκηνή στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με τον φίλο και συμμαθητή του Βασίλη Κασαπάκη, μετέπειτα δημοσιογράφο και κριτικό του Θεάτρου, προκαλώντας εντύπωση στο κοινό της ομογένειας. Καθοριστική για την οριστική στροφή του στο θέατρο στάθηκε η συνάντηση του με τον Τηλέμαχο Λεπενιώτη, ηθοποιό που είχε ακολουθήσει τον θίασο της Κυβέλης στις εμφανίσεις του στην Κωνσταντινούπολη όπου αποσχίστηκε από το θίασο της λόγω των διαφωνιών του μαζί της. Ο Λεπενιώτης ίδρυσε θίασο στην Κωνσταντινούπολη και προσέλαβε τον Λογοθετίδη, ο οποίος χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Βασίλης Ταυλαρίδης [5], για θεατρική περιοδεία στην Ελληνική ομογένεια των Βαλκανικών χωρών. Στη Ρουμανία ο θίασος χρεωκόπησε και όλοι όσοι συμμετείχαν επέστρεψαν μέσω Σμύρνης στην Αθήνα [6], ο Λογοθετίδης με το φορτηγό πλοίο '«Ήρα», όπου κατέλυσε το ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος» στην Ομόνοια.

Σύμφωνα με την εκδοχή της κινηματογραφικής εταιρείας «Φίνος Φίλμ» [7], ο Λογοθετίδης εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη μαζί με την σύζυγο του την Άννα, αφού οι γονείς τους ήταν αντίθετοι στη σχέση τους και κατέφυγαν στην Αθήνα όπου αναζήτησαν εργασία στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, της εθνικίστριας ηθοποιού και κορυφαίας πρωταγωνίστριας της εποχής, που αναζητούσε ηθοποιούς για τις παραστάσεις της. Διαφορετική εκδοχή αναφέρει σχετικά με την εγκατάσταση του Ταυλαρίδη στην Ελλάδα ο εθνικιστής κορυφαίος θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος Αλέκος Σακελλάριος. Σύμφωνα μ' αυτήν η Κοτοπούλη παρακολούθησε τον Βασίλη σε ερασιτεχνική παράσταση στην Κωνσταντινούπολη, του πρότεινε συνεργασία και εκείνος, «...πήρε το βαλιτσάκι του» και την ακολούθησε στην Αθήνα. Ο ίδιος ο Λογοθετίδης σε συνεντεύξεις του εξήγησε πως έφτασε στην Αθήνα από την Ρουμανία μέσω Σμύρνης μια περίοδο που υπήρχε απεργία των ηθοποιών και η Κοτοπούλη, όπως και η Κυβέλη, αναζητούσαν νέους ηθοποιούς που δεν ανήκαν στο Σωματείο καθώς οι δύο αυτοί θίασοι δεν συμμετείχαν στην απεργία ούτε είχαν αναστείλει τις παραστάσεις τους.

Θέατρο

Το 1919 ο Λογοθετίδης πραγματοποίησε το επαγγελματικό ντεμπούτο του όταν εμφανίστηκε και παρουσιάστηκε στο Ελληνικό θεατρικό κοινό στο πλευρό της Μαρίκας Κοτοπούλη, που τον επέλεξε μέσω της γνωριμίας του με τον Τηλέμαχο Λεπενιώτη, με τον θίασο της οποίας συνεργάστηκε έως τον Δεκέμβριο του 1934. Έκτοτε και για μία μόνο θεατρική περίοδο δημιούργησε ο ίδιος θίασο συνεταιρικά με την Αλίκη (Θεοδωρίδου) και τον Κώστα Μουσούρη όπου συμμετείχε σε τρία έργα ως τον Οκτώβριο του 1935. Αμέσως μετά επανήλθε στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Με την επιστροφή του, ανάλαβε καθήκοντα καλλιτεχνικού διευθυντή του θιάσου, θέση στην οποία παρέμεινε έως το 1946. Τη θερινή περίοδο του 1947 συνεργάσθηκε με την Κατερίνα (Ανδρεάδη) και τον χειμώνα του ίδιου έτους συγκρότησε δικό του θεατρικό σχήμα. Στη διάρκεια των χρόνων της καριέρας του στο θέατρο συμμετείχε σε πάνω από 110 Ελληνικές κωμωδίες και σε περισσότερα από 200 ξένα θεατρικά έργα. Ερμήνευσε εκατοντάδες ρόλους του κλασσικού και σύγχρονου ρεπερτορίου, κωμικούς και δραματικούς μεταξύ τους οι:

  • «Όπως αγαπάτε» του Σαίξπηρ,
  • «Όρνιθες» του Αριστοφάνους, ως Πεισθέταιρος, το 1929,
  • «Πιο χαρούμενη ώρα» του Σαρόγιαν,
  • «Δόκτωρ Κνοκ» του Ζιλ Ρομέν,

Στο έργο, δόθηκε στον Λογοθετίδη η δυνατότητα να ερμηνεύσει για πρώτη φορά και με τεράστια επιτυχία, το είδος χαρακτήρα που του ταίριαξε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον και τον καθιέρωσε: αυτού του ανθρώπου που εύκολα γίνεται τραγικός μέσα από κωμικές καταστάσεις, που μελαγχολεί και γίνεται μίζερος, βγάζοντας γέλιο.

  • «Βολπόνε» του Μπεν Τζόνσον,
  • «Αρσενικό και παλιά δαντέλα» του Κέσερλινγκ,
  • «Το μπουρίνι»,
  • «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται»,
  • «Μας ήρθε απ’ το φεγγάρι», του Μαρσέλ Ασάρ, το καλακαίρι του 1935 στο θέατρο «Αλίκης»,
  • «Το Μεράκι του Άρχοντα» του Νίκου Κατηφόρη, το 1939,
  • «Άνθρωπος είμαι κι εγώ», Μάιος 1940, θίασος Μαρίκας Κοτοπούλη και Βασίλη Λογοθετίδη, θέατρο «Λυρικό».

Θίασος Λογοθετίδη

Τον Μάιο του 1947 δημιούργησε προσωπικό θίασο που μπορεί να θεωρηθεί, αν όχι ο πιο πετυχημένος, σίγουρα ένας από τους πιο πετυχημένους θιάσους της συγκεκριμένης περιόδου. Σταθεροί συνεργάτες του Λογοθετίδη ήταν η Ίλια Λιβυκού, ο Ευάγγελος Πρωτόπαππας και η Νίτσα Τσαγανέα, ενώ στον θίασο συμμετείχαν και οι Νίκος Βασταρδής, Στέφανος Στρατηγός, Λαυρέντης Διανέλλος, Κ. Αγαγιώτου, Χρήστος Τσαγανέας και Άννα Κυριακού. Το ρεπερτόριο του επικεντρώνεται αποκλειστικά σε νεοελληνικές και ξένες κωμωδίες και φαρσοκωμωδίες, περιλαμβάνοντας από νεοελληνικές επικαιρικές πολιτικές σάτιρες. Στη διάρκεια των χρόνων, ως το θάνατο του, έπαιξε έργα όπως:

  • «Ένας ήρωας με παντούφλες», το 1947, στο θέατρο «Κεντρικόν»,
  • «Ούτε Γάτα Ούτε Ζημιά» (1951-52), των Αλέκου Σακελλάριου-Χρήστου Γιαννακόπουλου
  • «Ένα βότσαλο στην λίμνη» (1951-52) των Αλέκου Σακελλάριου-Χρήστου Γιαννακόπουλου
  • «Δελησταύρου και Υιός» (1951-52), των Αλέκου Σακελλάριου-Χρήστου Γιαννακόπουλου
  • «Η Ζωή είναι Ωραία» (1952), του Δημήτρη Ψαθά,
  • «Η Ρένα εξώκειλε» (1952-53), του Δημήτρη Ψαθά,
  • «Ο Φώτης Φαγκρής και η Τσικίτα Λόπεζ» (1952-53),
  • «Τρίτη και 13» (1954-55),
  • «Ένας βλάκας και μισός», του Δημήτρη Ψαθά, τον Ιανουάριο του 1956 στο θέατρο «Αθηνών»,
  • «Ευτυχώς τρελάθηκα», το 1956,
  • «Θα σε Κάνω Βασίλισσα», το 1956,
  • «Προς θεού μεταξύ μας»,
  • «Φαταούλας» του Δημήτρη Ψαθά,
  • «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», στο οποίο είχε συμμετάσχει και το 1947, λίγο πριν τη δημιουργία του προσωπικού του θιάσου, στο Θέατρο «Ρεξ» με Νίτσα Τσαγανέα, Κάκια Παναγιώτου, Βίλμα Κύρου και Ντίνο Ηλιόπουλο.
  • «Δεσποινίς ετών 39»,
  • «Οι δικοί μας άνθρωποι»,
  • «Η Γυνή να φοβήται τον Άνδρα», το 1958, του Γιώργου Τζαβέλλα,
  • «Ο Ηλίας του 16ου», τον Αύγουστο του 1958 στο θέατρο «Παρκ».

Στη διάρκεια μια παραστάσεως του έργου επισκέφθηκε τον Λογοθετίδη στο καμαρίνι του, ο αυθεντικός Ηλίας του 16ου, ένας αστυνομικός που λεγόταν Ηλίας και υπηρετούσε στο πραγματικό 16ο Αστυνομικό Τμήμα. Το Τμήμα αυτό εξακολουθεί να λειτουργεί, ως τις μέρες μας, στα Πατήσια.

  • «Ο Γαμπρός μου ο Δικηγόρος», το 1959,
  • «Κάθε Πράγμα στον Καιρό του», το 1959,
  • «Ο τελευταίος τίμιος», το 1959.

Συμμετέχοντας στον θίασο της Κοτοπούλη είτε με τον προσωπικό του θίασο περιόδευσε σε όλη την Ελλάδα αλλά και παντού όπου υπήρχαν οργανωμένες Ελληνικές κοινότητες στο εξωτερικό. Η κορύφωση της καλλιτεχνικής του δράσεως στο εξωτερικό ήλθε το 1957 όταν πραγματοποίησε τη δεύτερη καλλιτεχνική του περιοδεία στις Η.Π.Α. και στον Καναδά δίνοντας θριαμβευτικές παραστάσεις σε οκτώ πόλεις για το πολυάριθμο κοινό Ελλήνων μεταναστών που βρίσκεται εκεί.

Κινηματογράφος

Ο Λογοθετίδης ήταν ένας από τους πρώτους ηθοποιούς που εμφανίστηκαν σε ταινίες του Ελληνικού κινηματογράφου. Αν και εμφανίστηκε σε μόλις δώδεκα [8] κινηματογραφικές παραγωγές, σε όλες επιλέχθηκε να κρατήσει στον ρόλο του πρωταγωνιστή καθώς στην ουσία πρόκειται για κάποιες από τις θεατρικές του επιτυχίες που μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο. Κορυφαία στιγμή του θεωρείται ο ρόλος που ερμηνεύει στο κωμικό δράμα «Η Κάλπικη Λίρα» του Γιώργου Τζαβέλα , ταινία που διακρίθηκε διεθνώς και θεωρείται μία από τις καλλίτερες, διαχρονικά, ταινίες του Ελληνικού κινηματογράφου. Σε αρκετές από τις ταινίες του συμπρωταγωνιστούσε η αιώνια ερωμένη του, Ίλια Λιβυκού, με την οποία καθιερώθηκαν ως ένα από τα πιο κορυφαία ζευγάρια του Ελληνικού κινηματογράφου. Γνωρίστηκαν το 1948, λίγο πριν εκείνος γίνει θιασάρχης. Ο Λογοθετίδης ξεκίνησε την καριέρα του στον κινηματογράφο με την ταινία:

Αισθηματική ταινία που γυρίστηκε στην Κωνσταντινούπολη και σήμερα θεωρείται χαμένη. Τη σκηνοθέτησε ο Τούρκος Ερτογρούλ Μουσχίν η ταινία γυρίστηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν βασισμένη σε ομώνυμο έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Ακολούθησαν οι,

  • «Μαντάμ Σουσού», του Δημήτρη Ψαθά, το 1948, σε σκηνοθεσία των Τάκη Τσιφόρου και Τάκη Μουζενίδη και σενάριο του Νίκου Τσιφόρου. Στην ταινία υποδύθηκε τον καλοκάγαθό Παναγιωτάκη όμως κι από αυτή τη ταινία δεν έχει διασωθεί ούτε μια κόπια.
  • «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται», (σκηνοθεσία Αλέκος Σακελλάριος, το 1948), Η ταινία θριάμβευσε εισπρακτικά συγκεντρώνοντας 136.033 θεατές.
  • «Ένα Βότσαλο στη Λίμνη», (σκηνοθεσία Αλέκος Σακελλάριος, το 1952), με την Ίλια Λιβυκού,
  • «Σάντα Τσικίτα», (σκηνοθεσία Αλέκος Σακελλάριος, το 1953), με την Ίλια Λιβυκού.

Η ταινία γυρίστηκε στην Αίγυπτο στο στούντιο Ναχάς (Nahas) του Καΐρου. Προβλήθηκε στις αίθουσες την περίοδο 1953-54 και έκοψε συνολικά 89.572 εισιτήρια, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση ανάμεσα σε είκοσι ένα ταινίες εκείνης της περιόδου.

  • «Δεσποινίς Ετών 39», (σκηνοθεσία Αλέκος Σακελλάριος, το 1954), γυρίστηκε στην Αίγυπτο στο στούντιο Ναχάς (Nahas) του Καΐρου,
  • «Ούτε Γάτα Ούτε Ζημιά», (σκηνοθεσία Αλέκος Σακελλάριος, το 1955),
  • «Ιστορία μιας κάλπικης Λίρας», ή «Κάλπικη Λίρα», όπως έγινε γνωστή (σκηνοθεσία Γιώργος Τζαβέλλας, το 1955), με την Ίλια Λιβυκού. Η πιο πετυχημένη εισπρακτικά ταινία του έκοψε 208.410 εισιτήρια κατακτώντας την πρώτη θέση εκείνη τη χρονιά.
  • «Ο Ζηλιαρόγατος», (σκηνοθεσία Γιώργος Τζαβέλλας, το 1956), με την Ίλια Λιβυκού, γυρίστηκε στην Αίγυπτο στο στούντιο Ναχάς (Nahas) του Καΐρου,
  • «Δελησταύρου και Υιός», (σκηνοθεσία Αλέκος Σακελλάριος, το 1957, με την Ίλια Λιβυκού,
  • «Κάτω από τους Ουρανοξύστες», το 1958, και
  • «Ένας Ήρως με Παντούφλες», (σκηνοθεσία Αλέκος Σακελλάριος, το 1958), με την Ίλια Λιβυκού, η τελευταία κινηματογραφική του παρουσία.

Τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε δεν του επέτρεψαν να πρωταγωνιστήσει στην κωμωδία «Ο Ηλίας του 16ου», ρόλο τον οποίο πήρε τελικά ο Κώστας Χατζηχρήστος.

Τιμητικές διακρίσεις

Ο Λογοθετίδης ήταν Πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου και Γενικός Γραμματεύς της Π.Ε.Ε.Θ. '[Πανελλήνια Ένωση Ελευθέρου Θεάτρου]. Τιμήθηκε με:

  • το έπαθλο Γρηγορίου Ξενόπουλου το 1952
  • Χρυσό Κλειδί της Αμερικανικής πόλεως του Πίτσμπουργκ, το 1957, από τον Δήμαρχο της πόλεως στη διάρκεια της περιοδείας του εκεί.
  • τον Χρυσούν Σταυρό του Βασιλικού Τάγματος του Φοίνικος, το 1957, τον οποίο του απένειμε ο ίδιος ο Βασιλιάς Παύλος Α', για ...τη συμβολή του στην πρόοδο της θεατρικής τέχνης και την παρουσία αυτής σε διεθνές κοινό. Αστειευόμενος ο Λογοθετίδης είπε στον βασιλιά: «...Το παράσημο Μεγαλειότατε, θα παίξει ρόλο στη σύνταξή μου; Θα τη μεγαλώσει;»

Ύστερα χρόνια

Ήδη από το 1957 ο Λογοθετίδης αντιμετώπισε σημαντικά προβλήματα υγείας, είχε υποστεί διπλό έμφραγμα καρδιάς, για το οποίο είχε εισαχθεί και νοσηλευτεί στην κλινική Σμπαρούνη. Παρά τις συστάσεις των γιατρών του ο ίδιος συνέχισε απτόητος την εντατική ενασχόληση του με το Θέατρο, περιορίζοντας μόνο το κάπνισμα. Τις ελεύθερες ώρες στο καμαρίνι του, εκτός από το διάβασμα, τις περνούσε με το σκάκι στο οποίο είχε αντίπαλο τον ηθοποιό, κουμπάρο και φίλο του, Ευάγγελο Πρωτοπαπά, τον οποίο είχε παντρέψει και βαπτίσει το γιό του, τον Δημήτρη Πρωτοπαπά.

Ο θάνατος του

Στις 19 Φεβρουαρίου 1960, μαζί με τον Πρωτοπαπά, πήγαν στον κινηματογράφο «Πάλλας», απέναντι από το θέατρο «Αθηνών» που έπαιζαν τον «Τελευταίος Τίμιος», όμως αισθανόταν κουρασμένος και αδιάθετος. «Αν πεθάνω να με θυμάσαι, μου φέρθηκες σαν παιδί μου» ήταν τα λόγια που είπε εκείνο το βράδυ στον Πρωτοπαπά. Το απόγευμα του Σαββάτου 20 Φεβρουαρίου 1960 ο Λογοθετίδης ετοιμαζόταν να μεταβεί στο θέατρο όπου ως επικεφαλής δικού του θιάσου παρουσίαζε το έργο «Ο τελευταίος τίμιος». Στις 17:45 το σούρουπο εκείνης της μέρας κατέρρευσε, εξ αιτίας καρδιακής ανακοπής, την ώρα που ξυρίζονταν στο μπάνιο της οικίας του στην οδό Αίαντος 10 στο Παλαιό Φάληρο Πειραιώς. Η κυρία που φρόντιζε τον ίδιο και το σπίτι έτρεξε σε βοήθεια του, ακούγοντας τον θόρυβο που προκάλεσε η πτώση του κι αμέσως ειδοποίησε το γιατρό του όμως όταν έφτασε κείνος ο δημοφιλής κωμικός ήταν ήδη νεκρός.

Οι ηθοποιοί που συμμετείχαν στην παράσταση εκείνο το απόγευμα της 20ής Φεβρουαρίου 1960 πήγαν στο θέατρο όπου ειδοποιήθηκαν το τραγικό γεγονός. Μια λιτή ανακοίνωση γραμμένη σε ένα κομμάτι χαρτί στο οποίο έγραφε: «Η αποψινή παράσταση δεν θα γίνει λόγω αιφνίδιου θανάτου του Βασίλη Λογοθετίδη» αναρτήθηκε το ίδιο βράδι στο τζάμι του θεάτρου Λογοθετίδη. Η είδηση συγκλόνισε τους θαυμαστές του αλλά έμοιαζε κι απίστευτη σε βαθμό που κάποιος έσχισε το χαρτί συμπληρώνοντας: «Τι σιχαμένο αστείο». Η τελευταία παράσταση στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Λογοθετίδης μεταφέρθηκε αργότερα στον κινηματογράφο με τον τίτλο «Άλλος για το εκατομμύριο και πρωταγωνιστή τον Μίμη Φωτόπουλο.

Νεκρώσιμη ακολουθία

Η γνωστοποίηση του θανάτου του προκάλεσε την άμεση ευαισθητοποίηση του Υπουργείου Πολιτισμού. Η σορός του ηθοποιού εκτέθηκε σε προσκύνημα στο παρεκκλήσιο της Μητροπόλεως, τον Άγιο Ελευθέριο, το πρωί της 22ας Φεβρουαρίου 1960 ενώ με εντολή του τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή αποφασίστηκε η κηδεία του [9] να γίνει με δημόσια δαπάνη από τον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών. Η ταφή του έγινε σε σε τάφο που παραχώρησε τιμής ένεκεν ο Δήμος Αθηναίων. Στην νεκρώσιμη ακολουθία, στην οποία συνόδευσαν τον ηθοποιό περισσότερες από 50.000 άτομα, εκφωνήθηκε επικήδειος λόγος από τον τότε Υπουργό Παιδείας Δημήτριο Βογιατζή. Παρέστησαν, επίσης, εκπρόσωπος του Βασιλιά Παύλου Α' καθώς και εκπρόσωποι της Κυβερνήσεως και του πολιτικού κόσμου της χώρας, μεταξύ τους ο Θεόδωρος Τουρκοβασίλης και ο Γεώργιος Παπανδρέου.

Πολιτικές & Ιδεολογικές απόψεις

Ο Λογοθετίδης, βαθιά συντηρητικός και υποστηρικτής των παραδόσεων, φανατικός καθημερινός μελετητής της εφημερίδος «Εστία» δεν ξεκινούσε τη μέρα του δίχως αυτήν και την είχε παρέα του ακόμη και στα διαλλείματα των παραστάσεων. Υπήρξε θερμός υποστηρικτής του θεσμού της βασιλείας και διατηρούσε εξαιρετικές σχέσεις με τα Ανάκτορα και τους Έλληνες εστεμμένους, κάτι που ήταν πολύ γνωστό μεταξύ των ηθοποιών. Η σχέση αυτή ήταν αμφίδρομη και ο Λογοθετίδης από την πλευρά του ήταν υπερήφανος για την αγάπη και την εκτίμηση που εισέπραττε από την Ελληνική Βασιλική Οικογένεια, μέλη της οποίας παρακολουθούσαν κάθε νέα καλλιτεχνική του προσπάθεια.

Ενδεικτικό των απόψεων του Λογοθετίδη είναι το περιστατικό που καταγράφηκε κάποιο βράδυ, σε αθηναϊκή ταβέρνα, όπου βρέθηκαν -από σύμπτωση?- ο Βασίλης Λογοθετίδης, ο Βασίλης Αργυρόπουλος, ο Βασίλης Αυλωνίτης και ο θεατρικός επιχειρηματίας Βασίλης Μπουρνέλης. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε στην ταβέρνα με την παρέα του ο κομμουνιστής ηθοποιός Αιμίλιος Βεάκης. Βλέπει την παρέα του Λογοθετίδη και λέει στους δικούς του, δυνατά για να ακουστεί: «Παιδιά, πάμε να φύγουμε. Εδώ απόψε έχουν συνάθροιση οι Βασιλόφρονες!». Η πολιτική του ένταξη δεν τον τύφλωσε ποτέ και είναι χαρακτηριστικό πως στη διάρκεια της θριαμβευτικής περιοδείας του στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όταν ο δήμαρχος του Πίτσμπουργκ του παρέδωσε το χρυσό κλειδί της πόλεως που συνοδεύονταν από ένα μετάλλιο ο Λογοθετίδης με το ενίοτε δεικτικό και σκωπτικό χιούμορ που τον διέκρινε, τα δάγκωσε λέγοντας: «Άσε να δω αν είναι από χρυσό, γιατί οι σύμμαχοι πολλές φορές κάνουν και λάθη...».

Μεγάλος θαυμαστής του Λογοθετίδη ήταν ο Κωνσταντίνος Β', τότε διάδοχος και μετέπειτα βασιλιάς της Ελλάδος, ο οποίος λέγεται ότι παρακολούθησε ιδιωτικά την ταφή του με τη συνοδεία του φίλου του και μετέπειτα υπασπιστή του Μιχάλη Αρναούτη. Την παρουσία του επιβεβαίωσε η Ίλια Λιβυκού η οποία αποκάλυψε σε συντροφιά φίλων της, στο σπίτι του ζωγράφου Μπότη Θαλασσινού στην Πατησίων:

«...Επειδή το πρωτόκολλο, δεν επέτρεπε σε μέλη της βασιλικής οικογένειας να παραστούν σε κηδείες, ο νεαρός διάδοχος Κωνσταντίνος συγκινημένος από το χαμό του, μαζί με τον φίλο του Μιχάλη Αρναούτη, πήγε χωρίς να γίνει αντιληπτός. Παρακολούθησε την τελετή της ταφής από τον μικρό λοφίσκο και όταν ο κόσμος έφυγε, κατέβηκε στον τάφο κι άναψε ένα κεράκι. Τον εθαύμαζε, τον εκτιμούσε, θα έλεγα τον ελάτρευε τον Λογοθετίδη, όπως φυσικά κι εκείνος».

Μνήμη Βασίλη Λογοθετίδη

Ύστερα από τον θάνατο του Λογοθετίδη η αστυνομία σφράγισε το σπίτι του γιατί δεν βρήκε συγγενικό του πρόσωπο να του το παραδώσει. Σύμφωνα με τον φίλο του τον Δημήτρη Μυράτ ο Λογοθετίδης κυριαρχούνταν από μια έντονη θρησκευτικότητα. Γράφει [10] ο Μυράτ:

«...Μεγαλωμένος στην Πόλη, στην χριστιανική της ατμόσφαιρα, που χρησίμευε σαν πανοπλία μέσα στο εχθρικό περιβάλλον, ήξερε όλα τα τροπάρια και όλα τα κοντάκια, και τα στιχηρά και τα ιδιόμελα, κι όταν τύχαινε, σε κάπως παλιότερα χρόνια, να πάμε μαζί στην εκκλησία, τον άκουγα να σιγοψέλνει τις υπέροχες βυζαντινές μελωδίες, με μια κατάνυξη που μόνο εκείνοι που είχαν ζήσει στις χώρες του αλύτρωτου ελληνισμού μπορούσανε να νιώσουν. {...} Μια φορά είναι βέβαιο πως δεν κοιμήθηκε ποτέ νύχτα χωρίς να προσευχηθεί. Και δεν ήταν η προληπτική συνήθεια ή η συναλλαγή που επιζητούν πολλοί άνθρωποι με το θείο, αλλά ήταν η προσευχή ενός θρησκευόμενου ανθρώπου που θέλει στο τέλος της ημέρας να ξεφορτώσει τη βαρημένη ψυχή του...».

Τον Βασίλη Λογοθετίδη, που έγινε γνωστός και πέρασε στην ιστορία του Ελληνικού καλλιτεχνικού στερεώματος, διέκρινε πλούσιο ταλέντο, σπάνια υποκριτική ικανότητα, απαράμιλλη εργατικότητα που τελικά στάθηκε καταστροφική για την ίδια τη ζωή του, και παραδειγματική ευσυνειδησία. Σεμνός, συνεσταλμένος και φύσει ευγενής. Τα λόγια του ελάχιστα και οι κινήσεις του συγκρατημένες. Ζούσε ήρεμα και απόφευγε τις κοσμικότητες. Υπήρξε εργασιομανής και δούλευε ακατάπαυστα από την εφηβεία του. Σύμφωνα με μαρτυρίες στενών συνεργατών του αλλά κυρίως των ηθοποιών που συνεργάστηκαν μαζί του ήταν άριστος εργοδότης και απολύτως συνεπής στις υποχρεώσεις του. Ήταν μανιώδης καπνιστής και γερός πότης, σχεδόν αδιαφορούσε για την υγεία του, αλλά και εξαιρετικός φαρσέρ, συνήθεια του που συχνά πλήρωνα=ν οι στενοί του φίλοι και συνεργάτες του.

Όταν το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών πέτυχε να καθιερωθεί η αργία της Δευτέρας στα θέατρα ο Λογοθετίδης δήλωσε ότι δεν είχε τι να κάνει εκείνη την ημέρα. Είπε σε συνέντευξή του ο συνεργάτης του, ο ηθοποιός Βύρων Πάλλης:

«...Είχε γίνει έξαλλος με την αργία της Δευτέρας. Όταν πετύχαμε την αργία της Δευτέρας, δεν ήξερε τι να κάνει τις Δευτέρες. Πήγαινε στο θέατρο κι έφτιαχνε τις γλάστρες, τα καθίσματα και την Τρίτη που πηγαίναμε με φώναζε:
-«Πάλλης!»
-«Μάλιστα, αρχηγέ».
-«Δε μου λες, σε παρακαλώ, ξεκουράστηκε ο Μεσολογγίτης;», (Μεσολογγίτης ήταν ο πρόεδρος του σωματείου που είχε πετύχει την αργία) «γιατί αυτός έχει κουραστεί πολύ».
-«Μα γιατί, βρε άνθρωπε του Θεού, δε θέλεις να ξεκουραστείς μια μέρα;»
-«Ποτέ, ποτέ, ποτέ!»

Στην αρχή της καλλιτεχνικής του καριέρας πίστευε ότι οι ιδανικοί ρόλοι που ανταποκρίνονταν στο ταλέντο και την προσωπικότητα του ήταν οι δραματικοί, όμως με την επιμονή του Μήτσου Μυράτ και της Μαρίκας Κοτοπούλη αποδέχθηκε να ερμηνεύσει κωμικούς ρόλους, πρώτος του σχετικός στο «Πανσιόν Μαρινιάν», και οι ρόλοι αυτοί ήταν που τον καθιέρωσαν και τον επέβαλλαν. Το ενδιαφέρον του για τα έργα Ελλήνων συγγραφέων και οι επιλογές των ρόλων του οδήγησαν στην καταξίωση σημαντικούς Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς, όπως ο Δημήτρης Ψαθάς, ο Γιώργος Τζαβέλας, ο Γεώργιος Ρούσσος, και κυρίως το δίδυμο Αλέκου Σακελλάριου-Χρήστου Γιαννακόπουλου.

Ο Λογοθετίδης δίδασκε τους νεότερους ηθοποιούς ότι: «...δεν υπάρχει κωμικός και δραματικός ηθοποιός, αλλά υπάρχει ηθοποιός! Δεν υπάρχει μικρός και μεγάλος ρόλος αρκεί να παίξεις σωστά τον ρόλο κι αν είναι κωμικός ή δραματικός θα βγει. Αλλιώς αν προσπαθήσεις να τον κάνεις κωμικό, απλώς θα είσαι γελοίος». Όπως έγραψε ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, ο Λογοθετίδης: «...υπήρξε ο άνθρωπος του λαού, που ένιωσε τον λαό και που έπαιξε για τον λαό» ενώ ο Δημήτρης Χορν ανέφερε «..Αν δεν υπήρχε το εμπόδιο της γλώσσας, θα είχε αναγνωριστεί από όλο τον κόσμο ως ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της εποχής μας». Μετά τον θάνατο του δεν βρέθηκαν χρήματα ή άλλη κινητή περιουσία παρά μόνο δύο διαμερίσματα ιδιοκτησίας του. Το δημοτικό συμβούλιο Αθηναίων, την εποχή του θανάτου του, με ομόφωνη απόφαση του έδωσε το όνομα του Λογοθετίδη σε μία οδό της πόλεως. Το 1997 η μορφή του αποτυπώθηκε σε γραμματόσημο των 10 δραχμών από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Ο ίδιος ο Λογοθετίδης σε συνέντευξη που παραχώρησε στις αρχές του 1929, περιοδικό «Εβδομάς» τεύχος 68ο της 26ης Ιανουαρίου 1929, το οποίο διηύθυνε ο εθνικιστής δημοσιογράφος και θεατρικός κριτικός Φώτος Γιοφύλλης, λέει πως ήταν 33 ετών, συνεπώς είχε γεννηθεί το 1895 ή και το 1896.]
  2. [Η πρώτη σύζυγος του Λογοθετίδη προβάλει κληρονομικά δικαιώματα Εφημερίδα «Ταχυδρόμος» Αλεξάνδρειας, Δευτέρα 01 Μαρτίου 1960, σελίδα 1η.]
  3. [Το μικρό όνομα της τότε συζύγου του προκύπτει από τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Λογοθετίδης στις αρχές του 1929, περιοδικό «Εβδομάς» τεύχος 68ο της 26ης Ιανουαρίου 1929, το οποίο διηύθυνε ο εθνικιστής δημοσιογράφος και θεατρικός κριτικός Φώτος Γιοφύλλης.]
  4. [O Βασίλης Λογοθετίδης ονειρεύονταν να γίνη Δεσπότης Φάνης Κλεάνθης εφημερίδα «Ταχυδρόμος» Αλεξάνδρειας, Δευτέρα 7 Μαρτίου 1960, σελίδα 2η.]
  5. [Εδώ κι εκεί Εφημερίδα «Ταχυδρόμος» Αλεξάνδρειας, Δευτέρα 9 Μαρτίου 1960, σελίδα 3η.]
  6. [O Βασίλης Λογοθετίδης ονειρεύονταν να γίνη Δεσπότης Φάνης Κλεάνθης, εφημερίδα «Ταχυδρόμος» Αλεξάνδρειας, Δευτέρα 7 Μαρτίου 1960, σελίδα 2η.]
  7. [Βασίλης Λογοθετίδης finosfilm.com]
  8. [Vasilis Logothetidis(1898-1960) imdb.com]
  9. [50.000 λαού αποχαιρέτισαν τον Βασίλην Λογοθετίδην Εφημερίδα «Μακεδονία», 23 Φεβρουαρίου 1960, σελίδα 1η.]
  10. [Βασίλης Λογοθετίδης Δημήτρης Μυράτ, Εφημερίδα «Ελευθερία», 28 Απριλίου 1963, σελίδες 4η & 8η.]