Μαρίκα Κοτοπούλη

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Μαρία-Βασιλική (Μαρίκα) Κοτοπούλη, Ελληνίδα εθνικίστρια, κορυφαία ηθοποιός, φανατική υποστηρίκτρια του Βασιλικού θεσμού, μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες και η κορυφαία τραγωδός του Ελληνικού θεάτρου τόσο σε έργα ξένων όσο και Ελλήνων κλασικών συγγραφέων αλλά και με πληθωρικό κωμικό ταλέντο, ηθοποιός που σπούδασε το Θέατρο στη Μεγάλη Σχολή της σκηνής, η τρίτη και τελευταία μιας οικογένειας ηθοποιών, γεννήθηκε στις 3 Μαΐου 1887 στην Αθήνα όπου και πέθανε [1] το Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 1954 στις 5:30 το πρωί από ανακοπή καρδιάς. Η κηδεία της έγινε στις 17:30 το απόγευμα της Κυριακής 12ης Σεπτεμβρίου από το Μητροπολιτικό ναό Αθηνών, με δημόσια δαπάνη και τάφηκε στον χώρο εξεχόντων ανδρών του Α' Νεκροταφείου Αθηνών, η μόνη Ελληνίδα γυναίκα σε αυτόν τον χώρο του Κοιμητηρίου.

Το 1924, τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη με τον οποίο διατηρούσαν σχέση και συζούσαν, ως την δολοφονία του από τους Βενιζελικούς, σε σπίτι της οδού Ξενίας στην Αθήνα, παντρεύτηκε τον Αιγυπτιώτη επιχειρηματία Δημήτριο Χέλμη άνθρωπο του θεάτρου, με τον οποίο έζησε ως το τέλος της ζωή της, χωρίς να αποκτήσουν παιδιά.

Μαρίκα Κοτοπούλη
Μαρίκα Κοτοπούλη.jpg
Γέννηση: 3 Μαΐου 1887
Τόπος: Αθήνα, Αττική (Ελλάδα)
Σύζυγος: Δημήτριος Χέλμης
Τέκνα: Άτεκνος
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Ηθοποιός
Θάνατος: 11 Σεπτεμβρίου 1954
Τόπος: Αθήνα (Ελλάδα)

Βιογραφία

Η καταγωγή της οικογένειας Κοτοπούλη είναι από την Νότιο Ήπειρο, συγκεκριμένα από το χωριό Τσεπέλοβο της περιοχής του Ζαγορίου. Η ίδια σε επίσκεψή της στα Γιάννενα, στις 23 Δεκεμβρίου του 1936, αναφέρθηκε στην περιοχή ως πατρίδα της [2]. Μέλη της οικογένειας, πιθανόν ο ηθοποιός παππούς της Ιωάννης Κοτοπούλης, μετανάστευσαν στην Κωνσταντινούπολη όπου εγκαταστάθηκαν.

Οικογένεια Δημ. Κοτοπούλη

Πατέρας της Μαρίκας ήταν ο ηθοποιός Δημήτριος Ιωαν. Κοτοπούλης, που γεννήθηκε το 1848 στην Κωνσταντινούπολη, γνωστός ως «ο μορφωμένος άσσος του θεάτρου», θιασάρχης και επικεφαλής του Δραματικού Θιάσου «Πρόοδος», ο οποίος πέθανε το 1919 στην Αθήνα. Μητέρα της ήταν η δασκάλα, απόφοιτος του Αρσακείου, και καρατερίστα-ηθοποιός Ελένη Σιλιβάκου που γεννήθηκε το 1851 στη Σύρο και και πέθανε το 1926 στην Αθήνα. Η οικογένεια Συλιβάκου κατάγονταν κατά το ήμισυ από την περιοχή του Ρεθύμνου στην Κρήτη, όπως προκύπτει από μαρτυρία της Μαρίκας Κοτοπούλη [3]. Ο Δημήτρης και η Ελένη γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου περιόδευσε η Ελένη, πιθανόν με τον θίασο του Διονύσιου Ταβουλάρη, τον ηθοποιό που την έβγαλε στη θεατρική σκηνή.

Η Μαρίκα γεννήθηκε παρ' ολίγον πάνω στο θεατρικό σανίδι, όταν η μητέρα της, παίζοντας στην ιταλική κωμωδία «Οι Μυλωνάδες», «...καταληφθείσα επί σκηνής από τας ωδίνας του τοκετού», όπως περιέγραφε μια εφημερίδα της εποχής, καθώς «...μετεφέρθη κακώς έχουσα εις την οικίαν της (σ.σ. στην οδό Λεωνιδίου στη συνοικία του Μεταξουργείου), ένθα έφερεν εις φως τον τελευταίον γόνον των Κοτοπούληδων». Λίγες ώρες αργότερα ο πατέρας του κοριτσιού γράφει πίσω από το εικόνισμα της Παναγίας: «Σήμερα, 3 Μαΐου 1887, γεννήθηκε η Μαρίκα μας». Αδελφές της ήταν η Αντιόπη (Πόπη) μετέπειτα ηθοποιός, που την απέκτησαν με υιοθεσία οι γονείς της και ηλικιακά ήταν μεγαλύτερη από όλες και ακολούθησαν οι δίδυμες Χρυσούλα Κοτοπούλη, μητέρα επτά παιδιών, μεταξύ τους του μετέπειτα ηθοποιού Δημήτρη Μυράτ, και η Φωτεινή Κοτοπούλη, σύζυγος του ηθοποιού Λουδοβίκου Λούη. Αδελφή της Ελένης Σιλιβάκου ήταν η επίσης ηθοποιός Στέλλα Συλιβάκου, ο σύζυγός της Νίκος Νικολάου και τα δύο παιδιά τους, ο Πέτρος Νικολάου και η Ελένη Νικολάου-Λεπενιώτου, ηθοποιοί που συνεργάστηκαν με την ξαδέρφη τους τη Μαρίκα.

Παιδική ηλικία / Σπουδές

Η παιδική ηλικία της Μαρίκας δεν υπήρξε ευτυχισμένη. Απέκτησε αποσπασματική μόρφωση, κι αυτή ύστερα από δική της επιμονή, αφού οι συνεχείς μετακινήσεις των ηθοποιών γονιών της δεν της επέτρεπαν κανονική φοίτηση στο σχολείο. Μόλις μεγαλώνει διαβάζει και, χωρίς να το ξέρουν σπίτι της, δίνει εξετάσεις στο Αρσάκειο, όταν συνόδεψε ως εκεί τις αδερφές της. Κατά λάθος, σαν εξεταζόμενη, πέτυχε, αφού απάντησε σωστά σε ό,τι ρωτήθηκε. Δυο μήνες έμεινε στην πρώτη ελληνικού και τρεις στη δεύτερη. Το ταξίδι του θιάσου των γονιών της στη Σμύρνη υποχρεώνει σε διακοπή των μαθημάτων, γιατί πρέπει να την πάρουν μαζί τους, αφού δεν έχουν πού να την αφήσουν. Αργότερα η Μαρίκα φοίτησε στο Αρσάκειο, την εποχή που ήταν διευθύντρια του η Αικατερίνη Βαρουξάκη, μαθαίνει γαλλικά και αγγλικά ενώ παρά τις συχνές απουσίες της λόγω των περιοδειών του θιάσου της οικογένειας Κοτοπούλη αναδείχθηκε σε αριστούχο μαθήτρια [4]ενώ υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής τόσο ανάμεσα στις συμμαθήτριές της όσο και στους δασκάλους της. Δάσκαλος της στου δημοτικούς χορούς ήταν ο Στέφανος Γρανίτσας.

Η Κοτοπούλη διηγείται:

«...Δεν θυμούμαι πώς έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Στο δημοτικό δεν φοίτησα διόλου. Είχα μάθει το αλφάβητο σχεδόν μόνη μου, και ύστερα έμαθα να διαβάζω. Ο πατέρας μου με έκπληξη παρακολούθησε αυτή μου την πρόοδο. Στο Αρσάκειο έδωσα εξετάσεις κρυφά από τους γονείς μου. Ήταν παράξενο γιατί πήγα ως συνοδός των αδελφών μου που ήταν να εξεταστούν και εξετάστηκα κι εγώ. Απάντησα ό,τι με ρώτησαν και με πέρασαν και με πήραν χωρίς να πληρώσουμε. Πήγαινα σχολείο και έπαιζα στο θέατρο. Μετά από λίγους μήνες πήγαμε στη Σμύρνη, εκεί δεν πήγα σχολείο, είχα μια δασκάλα» [5]. 

Οι αναμνήσεις των παιδικών χρόνων της Κοτοπούλη διασώθηκαν χάρις στον Ίωνα Δραγούμη στο έργο του «Φύλλα ημερολογίου», όπου περιέχονται πληροφορίες για τη βάναυση μητέρα της. Διηγείται η Κοτοπούλη:

«...Πολύ μικρή οι βίαιες σκηνές που είχε ο πατέρας μου και η μητέρα μου, το ξύλο που έπεφτε αλύπητα σε μικρούς και μεγάλους με είχαν τρομοκρατήσει. Μικρή δε θυμάμαι ποτέ να μου έδειξε ξεχωριστεί συμπάθεια ή καν κάποια φροντίδα ξέχωρη για την ανάπτυξή μου. Με είχαν αφήσει κάπως παραπεταμένη. Η Φωτεινή και η Χρυσούλα (σ.σ. η μετέπειτα 2η σύζυγος του Μήτσου Μυράτ) είχαν παντού τα πρωτεία. Όχι μόνο στη σπουδή, μα και στα ρούχα ακόμη ως μια ηλικία δε μου είχαν αγοράσει δικό μου πράμα. Απόκτησα δικό μου καπέλο αφού είχα φάει ξύλο αλησμόνητο...».

Καλλιτεχνική σταδιοδρομία

Η Κοτοπούλη αφηγείται: «Γνώρισα τήν σκηνή τής Ομονοίας όταν ήμουν... 40 ηµερών! (...) Σ' ένα έργο, Ο Αμαξηλάτης τον Άλπεων πρέπει να βγει στην πρώτη πράξι ένα μωρό. Συνήθως έβγαζαν ένα ψεύτικο. Η μητέρα όμως, όταν µ' απέκτησε εκαινοτόμησε. Έτσι µ' έβγαλε εις τήν σκηνή σαράντα μόλις ημερών.» Έκανε την πρώτη επίσημη εμφάνιση της σε ηλικία πέντε χρόνων στον ρόλο του Έρωτα στο έργο του Καλοστύπη «Προμηθεύς εν Ολύμπω», «Λίγο απ' όλα» όπου υποδύθηκε μια μικρή μαθήτρια στην πρώτη ελληνική επιθεώρηση των Μίκιου Λάμπρου και Λάμπου Αστέρη, στις 30 Αυγούστου, και την μαθήτρια Αδιαφορίδου στο «Παρθεναγωγείον» του Δεληκατερίνη στις 4 Οκτωβρίου. Μέχρι τα δέκα της χρόνια είχε υποδυθεί, ακόμη, το τέκνο του λοχία Γουλιέλμου στους «Δύο Λοχίας» των Ντομπινί, Μποντουέν και Μαγιάρ και το φάντασμα στον σαιξπηρικό «Μάκβεθ». Στα 13 της χρόνια εγκαταλείπει το θίασο του πατέρα της, όταν εκείνος τη χαστουκίζει.

Βασιλικό Θέατρο

Τον Μάιο του 1902 προσλήφθηκε στο «Βασιλικόν θέατρον» όμως υπήρξαν αντιδράσεις στην πρόσληψη της εξαιτίας του νεαρού τής ηλικίας της ενώ η σκηνική της πείρα και το εμφανές ταλέντο της είναι υποδεέστερα της Άννας Φραγκοπούλου, που προσλαμβάνεται ταυτόχρονα στο θίασο και φέρεται πως ήταν η ευνοούμενη της διοικήσεως. Τα επόμενα χρόνια ό ανταγωνισμός της Φραγκοπούλου με την Κοτοπούλη, που τόσο ο Θωμάς Οικονόµου, όσο και οι κριτικοί θεωρούν καλλιτεχνικά υπέρτερη, εκδηλώνεται συνεχώς. Η πρώτη αναγνώριση του ταλέντου της Κοτοπούλη ήλθε στις 28 Απριλίου 1903, όταν εμφανίστηκε στο «Βασιλικόν θέατρον». Το ντεμπούτο της ήταν ο ρόλος του Πουκ στο Όνειρο θερινής νυκτός και συνέχισε με ανάλογες επιλογές από το κλασικό ρεπερτόριο, όπως της Ιφιγένειας στο έργο Ιφιγένεια εν Ταύροις του Γκαίτε και της Μαργαρίτας στο «Φάουστ» του ιδίου.

Σημαντική στιγμή για την εξέλιξη της καριέρας της υπήρξε η συμμετοχή της, την 1η Νοεμβρίου 1903, στο ρόλο της θεάς Αθηνάς στην τριλογία «Ορέστεια» του Αισχύλου, το 1903, όπου η απαγγελία για πρώτη φορά αρχαίου δράματος και του ποιήματος «Χαίρε της τραγωδίας» του Κωστή Παλαμά, στη δημοτική γλώσσα έφερε αναστάτωση στα θεατρικά και κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Οι οπαδοί της καθαρεύουσας, με την καθοδήγηση καθηγητή του Πανεπιστημίου Γεώργιου Μιστριώτη, αντέδρασαν και στις 16 του μήνα προκλήθηκαν επεισόδια με τραυματίες και έναν νεκρό εφημεριδοπώλη (τα αποκαλούμενα «Ορεστειακά» γεγονότα) και οι παραστάσεις διακόπηκαν. Γενικώς, η Κοτοπούλη αντιμετώπισε σημαντικά προβλήματα κατά την παραμονή της στο Βασιλικό Θέατρο, όπως και ο Θωμάς Οικονόμου, λόγος που την οδήγησε να αποχωρήσει την άνοιξη του 1906, ενώ λίγο νωρίτερα είχε αποχωρήσει ο Οικονόμου. Την Άνοιξη του 1905 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ο Ίων Δραγούμης στο θέατρο «Ζιζίνια» παρακολουθεί την Ορέστεια του Αισχύλου. Κοντά του κάθεται η Πηνελόπη Δέλτα και δίπλα του ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Η παράσταση ξεκινά και η Ηλέκτρα εμφανίζεται μαυροφορεμένη, θηρίο ασυγκράτητο, γεμάτο πάθος για εκδίκηση. «Το δίκαιο, θεοί! το δίκαιο», φωνάζει για να εκδικηθεί την Κλυταιμνήστρα που σκότωσε τον πατέρα της. Η φωνή της εντυπωσιάζει τους θεατές. Το βλέμμα του Δραγούμη είναι μαγνητισμένο στην Ηλέκτρα. Στη Μαρίκα Κοτοπούλη.

Θιασάρχης

Τον Οκτώβριο του 1906 η Κοτοπούλη ταξίδεψε στο Παρίσι, συνοδευόμενη από τον εξάδελφό της ηθοποιό Πέτρο Νικολάου. Στη γαλλική πρωτεύουσα παρέμεινε επί τετράμηνο, όπου παρακολούθησε πλήθος παραστάσεων κι ενημερώθηκε για τις τρέχουσες θεατρικές εξελίξεις. Αμέσως μετά την επάνοδό της στην Αθήνα εμφανίσθηκε για είκοσι μέρες στη Σύρο με τον θίασο της μητέρας της, παίζοντας μεταξύ άλλων στα έργα «Μάγδα» του Ζούντερμαν, «Κυρά της Θάλασσας» του Ίψεν και «Αρχισιδηρουργός» του Ονέ, αλλά και στην Εύβοια υπό την καθοδήγηση του Οικονόμου. Αμέσως μετά την επιστροφή της οι δύο τους συγκρότησαν σχήμα, το όποιο στεγάστηκε στο Παλαιό Βαριετέ υπό την επωνυμία «Θίασος Θωμά Οικονόμου» και μαζί του σημείωσε τις πρώτες επιτυχίες της, ως «Φλοριζέρ» στο «Χειμωνιάτικο Παραμύθι» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ και ως «Βιόλα» στη «Δωδέκατη Νύχτα».

Δεκαετία του '10

Το 1907 η Κοτοπούλη είναι ήδη μέλος στο Σύλλογο Eλλήνων Hθοποιών, ανάμεσα σε 50 γυναίκες και 70 άνδρες. Το καλοκαίρι αυτού του χρόνου συνεργάστηκε με τον θιασάρχη Ευτύχιο Βονασέρα στο θέατρο της Πλατείας Συντάγματος. Τον Οκτώβριο του 1907 περιόδευσε με το θίασο της στη Γαλλία και έδωσε παραστάσεις στο Παρίσι, ενώ παράλληλα άντλησε πείρα, κατατοπίστηκε στα μυστικά του θεάτρου και έφερε θεατρικά έργα κατάλληλα για την ίδια και το θέατρό της. Περιόδευσε στο εξωτερικό, παντού όπου υπήρχαν Έλληνες, στο Κάιρο, τη Βράιλα, την Αλεξανδρούπολη, το Βουκουρέστι, την Κωνσταντινούπολη, σε πόλεις της Γερμανίας και της Ιταλίας. Στη συνέχεια ο Οικονόμου αποχώρησε καθώς ήρθε σε σύγκρουση με τον Δημήτρη Κοτοπούλη. Τον χειμώνα του 1907-08 η Κοτοπούλη ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Αγγέλου Βλάχου και επέστρεψε στο Βασιλικό Θέατρο, στη διάρκεια τής τελευταίας περιόδου τής λειτουργίας του. Το 1908 συμμετείχε στην επιθεώρηση-οπερέτα «Παναθήναια» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, όταν τραγουδούσε το «Εγώ είμαι η νέα γυναίκα, που θα καπνίζω και θα ψηφίζω» σε στίχους των Γιώργου Τσοκόπουλου-Μπάμπη Άννινου.

Το καλοκαίρι του ίδιου έτους εγκαταστάθηκε στο θέατρο της Νέας Σκηνής, στην Ομόνοια, συνθιασάρχης μαζί με τον κωμικό ηθοποιό Κωνσταντίνο Σώγιερ και παρουσίασαν το έργο του Μπράκο «Μητέρα», ενώ το χειμώνα του ίδιου έτους συνεργάστηκε µε τους Εδμόνδο Φύρστ και Τηλέμαχο Λεπενιώτη. Στη συνέχεια ο θίασος πηγαίνει περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί στις αρχές του 1909 απορρίπτει την πρόταση γάμου που της κάνει ο καθηγητής της Χειρουργικής Γεράσιμος Φωκάς, την οποία συνοδεύει με ένα ταξίδι στο Παρίσι για θεατρική μαθητεία δίπλα στη Σάρα Μπερνάρ, η οποία βρίσκονταν εκείνη της εποχή στην Κωνσταντινούπολη κι είχε ήδη δεχθεί «να τη διδάξει να παίξει στο γαλλικό θέατρο». Ακολούθως ανέβασε τη «Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγόρη Ξενόπουλου στις 10 Ιουνίου 1909, το μονόπρακτο του Παύλου Νιρβάνα «Όταν σπάση τα δεσμά του», τον Αύγουστο του 1909 και «Τα χαμίνια» του Δεληκατερίνη, τον Σεπτέμβριο του 1909. Τον χειμώνα του ίδιου χρόνου, ο θίασός της περιόδευσε στην Κωνσταντινούπολη, τη Σύρο και τον Βόλο.

Δεκαετία του '20

Το 1911 η Κυβέλη προσκαλεί σε συνεργασία την Κοτοπούλη όμως η πρόταση μένει δίχως αποτέλεσμα. Γράφει σχετικά ο Δραγούμης:

«Η Κυβέλη πάντα τής κάνει αντιπολίτευση. Παίζει τους ρόλους πού παίζει καί εκείνη. Ενώ αύτη ποτέ δέ θέλει νά παίζει τους ρόλους πού παίζει ή Κυβέλη· δέ θέλει να τήν αντιπολιτευτεί· το θεωρεί άσκηµο (...) Καί µαζύ της θα έπαιζε, στον ίδιο θίασο, αν δεν τύχαινε από οικογενειακούς λόγους να µήν µπορεί. [Ή αδελφή της] έχει πάρει άντρα τον πρώτο άντρα τής Κυβέλης (...)» [6] εξηγώντας πρωθύστερα το λόγο που εμπόδισε τη συνεργασία του 1911. 

Στις 14 Μαΐου του ίδιου χρόνου η Κοτοπούλη άρχισε τις παραστάσεις της στο νέο θέατρο «Αττικόν» της οδού Σταδίου όπου, σε συνεργασία με τον κωμικό ηθοποιό του μουσικού θεάτρου Ιωάννη Παπαϊωάννου, παρουσίασε την «Ηλέκτρα» του Χόφμανσταλ. Το 1912 συνάπτει συμβόλαιο µε τους ιδιοκτήτες του θεάτρου Ομονοίας για την υπενοικίαση της Νέας Σκηνής. Ο θίασος της εγκαθίσταται εκεί από την άνοιξη του 1912 και το θέατρο παίρνει το όνομα «Μαρίκα Κοτοπούλη» και με δικό της θίασο ερμήνευσε την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, τον «Οθέλλο» του Σαίξπηρ, τη «Φαύστα» του Βερναρδάκη.

Το 1913 η Κοτοπούλη, όπως και η Κυβέλη (Αδριανού), διαγράφηκε από τον Σύλλογο Ελλήνων Ηθοποιών για μη απόδοση ποσοστού συνδρομής, άρνηση της που αφορούσε στη διεκδίκηση του δικαιώματος στο «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» των γυναικών ηθοποιών. Το 1918 η Κοτοπούλη έκανε δήλωση «περί αποτάξεως» της επιθεωρήσεως, αυτού του ιδιαίτερου τύπου θεατρικού έργου, καθώς δεν ήθελε τη συσχετίζουν με αυτήν, αν και είχε σημαντική παρουσία στο είδος στα νεανικά χρόνια της. Στις 30 Ιουλίου 1920 μετά την απόπειρα δολοφονίας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι πλήθος βενιζελικών βγήκε στους δρόμους καταστρέφοντας και λεηλατώντας τα γραφεία του αντιπολιτευόμενου Τύπου, θέατρα -ανάμεσά τους και το θέατρο της Κοτοπούλη, στα επεισόδια που ονομάστηκαν «Ιουλιανά» και κατέληξαν στην άγρια δολοφονία του Δραγούμη.

Δεκαετία του '30

Στη δεκαετία του ’20 συμπράττει με τον Αιμίλιο Βεάκη σε μια σειρά σαιξπηρικών παραστάσεως στις οποίες υποδύεται την Λαίδη Μακμπέθ, την Μαργαρίτα στο Ριχάρδο Γ' και την Αντιγόνη στον Ηρώδειο. Τον Απρίλιο του 1921 ταξίδεψε στην Ιταλία και στη συνέχεια ανταποκρίθηκε σε πρόσκληση των Ελληνικών συλλόγων της Κάτω Ιταλίας και επισκέφθηκε για λίγες ημέρες τις Συρακούσες, όπου διέμεινε στο ξενοδοχείο Cavour Grand Palace και συμμετείχε στις γιορτές τους πραγματοποιώντας απαγγελίες. Το καλοκαίρι του 1924, όταν ο Χαϊλέ Σελασιέ επισκέφθηκε ως αντιβασιλέας της Αιθιοπίας την Ελλάδα, η Κοτοπούλη και ο θίασος της επιλέχτηκαν για την παράσταση του Αγαμέμνονα που δόθηκε προς τιμήν του στο Ηρώδειο. το 1926 το ζεύγος Κοτοπούλη-Χέλμη έκτισε το εξοχικό τους στην περιοχή του Ζωγράφου, εκεί που σήμερα στεγάζει του Μουσείο Μαρίκας Κοτοπούλη.

Το 1926 η Κοτοπούλη περιλαμβάνονταν στους ιδρυτές του Εθνικού Ωδείου, το οποίο στεγάστηκε στην οδό Ηρακλείτου, και υπήρξε μια από τους συνεταίρους του Μανώλη Καλομοίρη, όπως επίσης η Σοφία Σπανούδη, ο Διονύσης Λαυράγκας, ο Φρειδερίκος Βολωνίνης και άλλοι σημαντικοί καλλιτέχνες. Τον Μάρτιο του 1927 ταξίδεψε στην Κύπρο με τον θίασο της για μια σειρά παραστάσεων και στις 18 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους δόθηκε η παράσταση του έργου «Εκάβη» του Ευριπίδη, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, σε μετάφραση του ποιητή Αποστόλη Μελαχρινού και με την σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη, ο οποίος έγραψε τότε:

«Η παράσταση της Εκάβης, οφείλεται αποκλειστικά στο μεγάλο ενθουσιασμό της Μαρίκας Κοτοπούλη και στη θερμή αγάπη της για την αρχαία τραγωδία. Μία τόσο εξαιρετική καλλιτέχνις δεν είναι δυνατό, παρά να νοιώθη βαθειά, πως τελικός προορισμός της είναι να ζωντανεύη τις αρχαίες ηρωίδες».

Στις 31 Μαρτίου του 1929, έπειτα από τη σύμπραξη του θιάσου Κοτοπούλη με τον εθνικιστή θεατρικό συγγραφέα, δημοσιογράφο και σκηνοθέτη Σπύρο Μελά δημιουργήθηκε ο θίασος «Ελευθέρα Σκηνή». Εκείνη την ημέρα η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Μήτσος Μυράτ και ο Μελάς υπέγραψαν μονοετές συμβόλαιο και μια κοινή διακήρυξη αρχών, το «μανιφέστο» της «Ελευθέρας Σκηνής» ως αντίβαρο στην επικείμενη σύσταση του Εθνικού Θεάτρου. Η Κοτοπούλη εισήγαγε, μέσα από την «Ελευθέρα Σκηνή», το θεσμό του σκηνοθέτη και του ενδυματολόγου στο Eλληνικό θέατρο. Η παρουσία στο σχήμα αυτό του Σπύρου Μελά εξασφάλιζε στο θίασο φιλικές σχέσεις με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και εξασφάλιζε συμμαχίες στο χώρο του Αθηναϊκού Τύπου είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στην πρώτη παράσταση του θιάσου ήταν παρών ο Βενιζέλος. Ο θίασος ξεκίνησε με δύο πρωτοποριακές για την εποχή παραγωγές, τη θρησκευτική εβραϊκή τραγωδία Ντιμπούκ του Αν-Σκι και το νεοσυμβολιστικό ψυχολογικό δράμα Σιμούν του Ανρύ Λενορμάν. Στις 22 Ιανουαρίου 1930 ο θίασος αναχώρησε για την Πάτρα όπου υπογράφηκε και η πράξη της διαλύσεως του καθώς αποχώρησε ο Σπύρος Μελάς.

Δεκαετία του '40

Από τις 31 Οκτωβρίου 1930 και τους πρώτους μήνες του 1931 παρουσίασε στη Νέα Υόρκη και στη συνέχεια περιόδευσε στη Βοστόνη, το Σικάγο και σε άλλες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, με το έργο «Μαυριτανία» του Κιούναρ Λάιν, αλλά και τα «Ερωτόκριτος», «Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», «Ηλέκτρα», «Ιφιγένεια εν Ταύροις» και «Στέλλα Βιολάντη» κ.ά. Οι Τάιμς της Νέας Υόρκης έγραψαν για την παράσταση «Ηλέκτρα»: «Μολονότι η κ. Κοτοπούλη, αδράχνει τον ρόλο της με σφοδρότητα, είναι πάντοτε κυρίαρχος όλων των θυελλωδών συγκινήσεών της». Τον Ιανουάριο του 1932 επέστρεψε στην Ελλάδα

Το ίδιο έτος ιδρύθηκε το Εθνικό Θέατρο, και με την Κυβέλη αποφασίζουν να συνεταιριστούν για να αντιμετωπίσουν τη μεγάλη πρόκληση. Σ' αυτή την πρώτη συνεργασία τους παρουσίασαν τη «Μαρία Στιούαρτ» του Σίλλερ, με την Μαρίκα Κοτοπούλη στο ρόλο της Ελισάβετ και την Κυβέλη στο ρόλο της Μαρίας Στούαρτ με σκηνικά που φιλοτέχνησε ο Δημήτρης Πικιώνης. Η συνεργασία τους διήρκησε έως το 1934 και παρουσίασαν, μεταξύ άλλων, το έργο του Μπέρναρ Σο «Το επάγγελμα της κυρίας Ουόρεν», η πρώτη απόπειρα της Κοτοπούλη σε κωμικό ρόλο και «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα».

Τα Χριστούγεννα του 1936 η Κοτοπούλη αποφάσισε να μεταβεί για επίσκεψη-προσκύνημα στο πατρογονικό της σπίτι στο Τσεπέλοβο, που σώζονταν ακόμα και με την ευκαιρία αυτή η Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων παρέθεσε δεξίωση προς τιμήν της, στις 23 Δεκεμβρίου 1936, στη Μεγάλη αίθουσα της [7]. Στο Τσεπέλοβο σώζονταν ακόμη τότε, σε ερειπωμένη κατάσταση, το σπίτι της οικογένειας Κοτοπούλη, για το οποίο εκδήλωσαν συναισθηματικό ενδιαφέρον η Μαρίκα και οι αδελφές της. Η Μαρίκα Κοτοπούλη τότε, δεν κατάφερε να φτάσει στο Τσεπέλοβο λόγω της σφοδρής χιονοπτώσεως, κι έτσι διέμεινε στο χωριό Σωποτσέλι όπου φιλοξενήθηκε στο σπίτι του γιατρού Μιχαηλίδη.

Η Κοτοπούλη συμμετείχε από κοινού με τους Αλέξανδρο Κανελλόπουλο, Κεντρικό Επίτροπο της Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας, και το συνθέτη Πέτρο Πετρίδη, στην επιτροπή βραβείων των καλλιτεχνικών αγώνων Νεολαίας που διοργάνωνε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Στις 2 Φεβρουαρίου του 1937 στον «ουρανοξύστη του Ρεξ» (16 μέτρων), στην οδό Πανεπιστημίου στο κέντρο της Αθήνας, εγκαινιάστηκε το θέατρο που έφερε το όνομα της [8]. Το 1939 γιορτάστηκε η τριακονταετία της θιασαρχικής της διαδρομής και αναγορεύθηκε ο θίασος της ημικρατικός κάτι που της εξασφάλισε κρατική επιχορήγηση, αλλά και το κύρος που απέρρεε από την αντίστοιχη αναγνώριση.

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

Τον καιρό του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν στο θέατρο της, το «Rex», ανέβηκε η επιθεώρηση «Πολεμικά Παναθήναια», για να υπογραμμίσει το θαύμα που επιτελούσε ο στρατός μας στα βουνά της Αλβανίας η Κοτοπούλη εμφανιζόταν στο φινάλε επικεφαλής του θιάσου. Κατέβαινε μια μεγάλη σκάλα, ντυμένη με τη στολή της Ε.Ο.Ν. («Εθνική Οργάνωση Νεολαίας»). Φορούσε μπλε ποδιά με άσπρο γιακά και μανσέτες, άσπρα σοσόνια και μαύρη γόβα. Στο κεφάλι το μπλε δίκοχο με το σήμα της οργανώσεως. Κατέβαινε θριαμβευτικά τα σκαλοπάτια, χτυπώντας ρυθμικά ένα μικρό τύμπανο στηριγμένο στην άσπρη λουστρινένια εξάρτυση, και μπροστά σε δύο τεράστιες φωτογραφίες του βασιλιά Γεωργίου Β' και του Πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά τραγουδούσε το θούριο που τους εξυμνούσαν οι τελευταίοι στίχοι του:

«Με αυτούς τους δυο μας αρχηγούς,
θα 'μαστε μια μέρα νικηταί,
όποιος έχει τέτοιους οδηγούς
δεν θα νικηθεί ποτέ».

Το Φεβρουάριο του 1941 η Κοτοπούλη μαζί με τους Παντελή Πρεβελάκη, Τάκη Μπαρλά, Μιχάλη Αργυρόπουλο, Θ. Ν. Συναδινό, Μανώλη Καλομοίρη, Αιμίλιο Βεάκη, Ειρήνη η Αθηναία, Πέτρο Χάρη, Μίτια Καραγάτση και Πέλο Κατσέλη, υπέγραψε το αφιέρωμα στον Ιωάννη Μεταξά, του περιοδικού «Νέα Εστία» [9], το οποίο κυκλοφόρησε λίγες ημέρες μετά το θάνατο του ηγέτη του καθεστώτος της «4ης Αυγούστου», έχοντας ως εξώφυλλο: «..Δεν δύναται να υπάρξη μία φυλή αν δεν δημιουργήση πολιτισμόν ιδικόν της», Ιωάννης Μεταξάς. Τεύχος αφιερωμένο στον Ιωάννη Μεταξά. Φίλο και προστάτη των Γραμμάτων και των Τεχνών».

Δεκαετία '50

Στη διάρκεια της Κατοχής της Ελλάδος απείχε συνειδητά από τις θεατρικές παραστάσεις. Τον χειμώνα του 1941 εκποίησε τα κοσμήματα της, τα οποία κατέληξαν σε κάποιο γνωστό μαυραγορίτη της Κατοχής, και την επόμενη άνοιξη σε μουσική κωμωδία στο Rex τα είδε τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια της στα χέρια μιας νόστιμης ντιζέζ, της Ζαννίνας, δώρο αυτού του πλούσιου μαυραγορίτη. Μετά την εξαφάνιση και καθώς για διάστημα δύο μηνών κανείς δεν γνώριζε τι απέγινε η Ελένη Παπαδάκη, η μητέρα της, ο αδελφός, η νύφη και οι φίλοι της μάταια προσπάθησαν να ανακαλύψουν έστω ένα σημείο ζωής. Τότε η Αιμιλία Καραβία ζήτησε από την Κοτοπούλη να μεσολαβήσει στον Ελβετό Λαμπέρ, του Ερυθρού Σταυρού, προκειμένου να διαλευκανθεί η υπόθεση. Τελικά λίγο καιρό αργότερα ανακαλύφθηκε το φρικτά παραμορφωμένο σώμα της Παπαδάκη που σφαγιάστηκε από τις συμμορίες του ΚΚΕ. Μετά την απελευθέρωση η Κοτοπούλη διορίστηκε πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου, το οποίο μετονομάστηκε σε Βασιλικό, το 1946, αμέσως μετά την παλινόρθωση της βασιλείας. Συμμετέχοντας σε κλιμάκιο του Βασιλικού Θεάτρου ερμήνευσε το ρόλο της Κλυταιμνήστρας στις παραστάσεις της «Ορέστειας» του Αισχύλου, που δόθηκαν το 1949 στο Ηρώδειο και την ίδια χρονιά παρέδωσε τα ηνία του θιάσου της στον ανιψιό της Δημήτρη και η ίδια περιορίστηκε σε έκτακτες εμφανίσεις.

Ύστερα χρόνια

Στις 20 Ιανουαρίου του 1952 η Κοτοπούλη επισκέφθηκε για δεύτερη φορά τα Ιωάννινα, στα πλαίσια καλλιτεχνικής περιοδείας. Στο αεροδρόμιο της πόλεως την υποδέχθηκε αντιπροσωπεία Ζαγορίσων συμπατριωτών της και την προσφώνησε ο Τσεπελοβίτης Α. Βάντζιος ο οποίος, μεταξύ άλλων, είπε: «...Σας παρακολουθεί περισσότερον το περικαλλές Ζαγόριον και το μαγευτικόν Τσεπέλοβον, το οποίον από συναισθήσεως βαθείας εκτιμήσεως ενετοίχησεν εις την πατρώαν σας οικίαν την πρέπουσαν αναθηματικήν πλάκαν». Ανταποδίδοντας τον χαιρετισμό η Κοτοπούλη είπε: «.....Τούτον είναι πολύ, δεν είμαι παρά μια Ελληνοπούλα, αλλά είμαι υπερήφανη διότι ο Θεός με ηξίωσεν να έλθω και πάλιν εις τον τόπον καταγωγής μου δια να προσκυνήσω τους τάφους των προγόνων μου. Μην λησμονείτε μιαν πατριώτισσάν σας, η οποία δεν θα πάψει να σας αγαπά»

Η τελευταία της εμφάνιση της στην Αθήνα έγινε στη σκηνή του Rex, το ίδιο έτος, στο έργο του Αλφρεντ Ζερύ «Έκτο πάτωµα» ενώ η τελευταία της εμφάνιση στο θέατρο πραγματοποιήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου, τον Μάρτιο του 1953, όπου έπαιξε την παλιά της επιτυχία «Η σκιά» του Νικόντεμη.

Κινηματογράφος

Η Κοτοπούλη εμφανίστηκε, για πρώτη και τελευταία φορά στη μεγάλη οθόνη, στην ταινία:

  • «Ο Κακός δρόμος» [«Fena Yol»] το 1933, της οποίας τα ίχνη έχουν χαθεί προς το παρόν και σώζεται μόνο απόσπασμα ελάχιστης διάρκειας [10],

Το σενάριο στηρίχτηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γρηγόριου Ξενόπουλου και σκηνοθέτης ήταν ο Ερτογρούλ Μουχσίν βέης. Συμπρωταγωνιστούσε η Κυβέλη, ο Βασίλης Λογοθετίδης και άλλα στελέχη του θιάσου Κοτοπούλη. Τα γυρίσματα έγιναν στο στούντιο των αδελφών Ιπεκτσή στην Κωνσταντινούπολη, όπου «αι ηνωμένοι πρωταγωνίστριαι» βρίσκονταν σε περιοδεία. Πρόκειται για μία απόπειρα του συζύγου της Μαρίκας Γιώργου Χέλμη και του συζύγου της Κυβέλης Κώστα Θεοδωρίδη να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους στον παρθένο χώρο του κινηματογράφου. Έτσι, τα κεφάλαια της ταινίας «διετέθησαν από όμιλον, εις τον οποίον μετέχουν αι εταιρείαι Ιπέκ και Ίρις φιλμ, οι θιασάρχαι κ.κ. Χέλμης και Θεοδωρίδης και ο κ. Μαδράς υιός. Ανήλθον δε τα κεφάλαια αυτά εις πέντε εκατομμύρια ελληνικός δραχμάς έως τώρα» [11].

Κοτοπούλη & Ίων Δραγούμης

Η Κοτοπούλη και ο εθνικιστής πολιτικός και στοχαστής Ίων Δραγούμης συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 1905 στην Αλεξάνδρεια. Το 1908, την εποχή που συναντήθηκε και δημιούργησε ερωτική σχέση µε τον Δραγούμη, η Κοτοπούλη είναι μόλις είκοσι ενός χρονών, όμως µε μεγάλη θεατρική δραστηριότητα και ήδη θιασάρχης. Τοι χειμώνα εκείνου τους έτους η Κοτοπούλη βρισκόταν για θεατρική περιοδεία και παραστάσεις στην Κωνσταντινούπολη ενώ ο Δραγούμης υπηρετούσε στην Πόλη ως Α' Γραμματέας της Ελληνικής Πρεσβείας. Ούτε ο Δραγούµης ούτε η ίδια αναφέρουν την ακριβή ημερομηνία της συναντήσεως τους. Ωστόσο, η παράσταση του θιάσου της, στις 5 Νοεμβρίου του 1908, αναφέρεται ως «Διπλωματική εσπερίς», σύμφωνα µε το πρόγραμμα, κι αυτή είναι -πιθανότητα- η ημερομηνία της συναντήσεως τους.

Ο Δραγούμης διακρίνει διακρίνει στην Κοτοπούλη μια σειρά από ελληνικές ιδιότητες και προβάλλει πάνω της ιδέες πού έχουν για τον ίδιο ξεχωριστή σημασία, ιδιαίτερα καθώς η Κοτοπούλη εμφανίζεται στις στήλες του τύπου σαν αστέρι πρώτου μεγέθους, που μπορεί να προσφέρει πολλά και σημαντικά στην προώθηση των εθνικών καλλιτεχνικών ιδανικών, όχι µόνο ως αξιοσέβαστη προσωπικότητα, αλλά και ως πνευματικός-πολιτιστικός παράγοντας. Η ταύτιση της µε γνήσιες ελληνικές αξίες αναφέρεται και από τον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη: «Η Μαρίκα Κοτοπούλη µου αρέσει γιατί αντιπροσωπεύει το Ρωµέϊκο τέλεια, είναι σαν την εικόνα του Ρωµέϊκου ή ψυχή της» [12].

Η Κοτοπούλη ερωτεύτηκε τον Δραγούμη και οι δυο τους έγιναν εραστές. Σύμφωνα με το ημερολόγιο του ανιψιού της Δημήτρη Μυράτ:

«Σαν τέλειωσαν οι παραστάσεις στην Πόλη, ο Ίων και η Μαρίκα φύγανε για ερωτικό ταξίδι. Στη Βιέννη πρώτα. Η Μαρίκα ήθελε να δει την Ντούζε σε παραστάσεις του Μπουργκτεάτερ, κρατικού θεάτρου της αυστριακής πρωτεύουσας. Δεν πρόλαβε. Η τουρνέ του ιταλικού θιάσου είχε τερματισθεί την παραμονή και η μεγαλύτερη ηθοποιός όλων των αιώνων έφυγε για την ωραία της πατρίδα το πρωί που έφτασε η Μαρίκα. Απογοητευμένη η δική μας Μεγάλη του μικρού μας θεάτρου ζήτησε να της δώσουν το ίδιο δωμάτιο στο ξενοδοχείο και εκεί μέσα, κοιτάζοντας ολόγυρα με δέος το χώρο που έζησε, ανάσανε, κοιμήθηκε η μεγάλη της συνάδελφος, ανακάλυψε κάπου σε μια γωνιά μια φουρκέτα. Πιστεύοντας ότι ανήκε στην Ντούζε -μπορεί να 'τανε και καμιάς καμαριέρας- τη φύλαγε σαν ιερό κειμήλιο, ώσπου κάποτε, με τις πολλές μετακινήσεις από σπίτι σε σπίτι, χάθηκε. 
Έπειτα τράβηξαν για τη Ρώμη, ανέβηκαν στο Πίντσιο και χάραξαν τα ονόματα τους στο μάρμαρο της μπαλαούστρας που βλέπει στην Πιάτσα ντελ Πόπολο, όπως συνηθίζουν από αιώνες οι ερωτευμένοι. Μετά το ζευγάρι πήγε στη Λόντρα -έτσι άρεσε και στους δύο να λένε το Λονδίνο-, όπου ο Δραγούμης είχε αποσπασθεί στην πρεσβεία. Η Μαρίκα γύρισε μόνη στην Αθήνα.» 

Γράφει για τον Δραγούμη η ηθοποιός μερικά χρόνια αργότερα:

«Κάθε φορά που πλάγιαζα μαζί του, ένιωθα ότι πλάγιαζα με τον Ερμή» ενώ εκείνος γράφει: «Στην αρχή φανταζόμουν αλλιώτικο τον έρωτά μου για την γυναίκα αυτήν. Πιο ομαλό, πιο ήσυχο, ίσως πιο κοινό. Μα, είναι τραγικός». 

Με κοινή τους απόφαση περνούσαν μεγάλα διαστήματα χωριστά και δεν είχαν απαιτήσεις ο ένας από τον άλλον. Όπως έλεγε η Κοτοπούλη:

«Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε για να αλλάξω τον Ίωνα, όπως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να αλλάξει εκείνος εμένα». Οι επιστολές που της έστελνε ο Δραγούμης, όταν ήταν εξόριστος στην Κορσική φανερώνουν το πάθος του για εκείνη. «Ξέρω ότι σε αγαπώ με πάθος, σαν το ζώο» κι η Κοτοπούλη του απαντούσε: «Σε γνώρισα την ίδια μέρα που γνώρισα και τη μορφίνη. Ευτυχώς τη μορφίνη την έκοψα. Δεν μπορώ να κάμω το ίδιο και μ’ εσένα». 

Αντιδράσεις

Η σχέση της με τον Δραγούμη υπήρξε θυελλώδης, ασύμβατη με την εποχή της και αποτέλεσε αντικείμενο κοινωνικού σχολιασμού. Οι δυο τους αποφάσισαν να συγκατοικήσουν σε σπίτι που αγόρασαν από κοινού. Η είδηση της συγκατοικήσεως της ηθοποιού με τον γιο ενός πρώην πρωθυπουργού που είχε προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες δημιούργησε σκάνδαλο. Ο Δραγούμης που ως τότε συγκατοικούσε με την οικογένεια του βρέθηκε αντιμέτωπος με πολλαπλά οικογενειακά προβλήματα καθώς χρησιμοποίησαν διάφορους τρόπους για να τον μεταπείσουν. Ο πατέρας του συζήτησε μαζί του εμμένοντας στην επιθυμία του να διακόψει αυτή τη σχέση ενώ ανάλογη επιθυμία εξέφρασαν και οι αδελφές του την ώρα που η μητέρα του χρησιμοποιούσε το κλάμα και τις πάσης φύσεως ανησυχίες της. Κάποια στιγμή ανάλογο ρόλο ανέλαβε και η Πηνελόπη Δέλτα τη γνώμη της οποίας, αν και είχαν χωρίσει, φαίνεται πως υπολογίζει ο Δραγούμης. Είναι χαρακτηριστικό ότι αν και οι γονείς του Ίωνα δεν συνάντησαν ποτέ την Κοτοπούλη αυτός παρέμεινε μαζί της έως το τέλος της ζωής του. Κάποια στιγμή ο Δραγούμης κατηγορήθηκε δημόσια ότι αποκάλυψε μυστικά του Ελληνικού κράτους στην Κοτοπούλη κι αυτή τα πούλησε στους τούρκους ή ότι καταχράσθηκε χρήματα του Μακεδονικού Αγώνα ενώ διάφοροι απειλούν τον Δραγούμη, με ανώνυμα γράμματα, ότι θα τον κακοποιήσουν δημοσία και ο Τύπος που ελέγχεται από τους Βενιζελικούς του επιτίθεται με λιβέλους [13].

Δολοφονία Δραγούμη

Το ζευγάρι Κοτοπούλη-Δραγούμης συζούσε από τον Απρίλιο του 1912 έως τον Αύγουστο του 1920, στην κατοικία της οδού Ξενίας στην Πλατεία Μαβίλη, χωρίς να παντρευτούν. Μετά την απόπειρα κατά του Βενιζέλου, οπαδοί του Βενιζέλου, κατέστρεψαν το θέατρο της Κοτοπούλη στην Ομόνοια. Όταν ο Ίων Δραγούμης δολοφονήθηκε από υποστηρικτές του Ελευθέριου Βενιζέλου, της έκρυψαν το γεγονός για 23 μέρες, και της έλεγαν πως ο Δραγούμης ήταν εξόριστος, κατάσταση στην οποία βοηθούσε και η απαγόρευση δημοσιεύσεως ειδήσεων σχετικά με την δολοφονία του Ίωνα. Μόνο όταν η Κοτοπούλη εκδήλωσε την επιθυμία να επισκεφθεί το Βενιζέλο, ζητώντας του εξηγήσεις, ο Γεώργιος Βλάχος της είπε ότι ο Ίων δολοφονήθηκε. Η Μαρίκα έπεσε στο πάτωμα κι άρχισε να το γδέρνει με τα νύχια της φωνάζοντας «Ίων! Ίων! Ίων!». Μετά από πολλά χρόνια, λίγο πριν πεθάνει, είπε στον Μυράτ: «Ξέρεις, εκείνη τη στιγμή τι σκέφτηκα; Άραγε όταν πέφτω χάμω και κλαίω τον Ορέστη, έτσι σωστά το κάνω; Όπως κλαίω τώρα τον Ίωνα;».

Γράφει ο Δημήτρης Μυράτ:

...μετά τη δολοφονία του Δραγούμη, η Μαρίκα έρημη πια αποζητά να ξαναζήσει εκείνες τις ευτυχισμένες ώρες. Θέλει στη Ρώμη να γλυκάνει τον πόνο, εκεί που έζησε τον έρωτα μαζί του. Ανέβηκε στο Πίντσιο, στάθηκε στο ίδιο σημείο όπως τότε, έψαξε, βρήκε τα σκαλισμένα ονόματα τους, έγειρε στο μάρμαρο κι έκλαψε με αναφιλητά».

Ιδεολογικές απόψεις

Βαθιά πολιτικοποιημένη η Κοτοπούλη συνήθιζε να λέει: «Δεν υπάρχει για μένα παρά πατρίδα και θέατρο». Στις πολιτικές της πεποιθήσεις ήταν υποστηρικτής της θεσμού της βασιλείας, θεωρώντας πως ήταν θεσμός ιερός. Τον Ιούλιο του 1915, κατά την παράσταση που παρουσίαζε, τα «Παναθήναια», προκλήθηκαν επεισόδια από οπαδούς της Αντάντ οι οποίοι διακωμωδούσαν την Κοτοπούλη ψάλλοντας τον Γερμανικό εθνικό ύμνο και στη συνέχεια τον Γαλλικό, ενώ αστυνομικές δυνάμεις προστάτευαν το κοινό του θεάτρου από τους «μαγκουροφόρους ανταντικούς». Δήλωσε τότε σε επιστολή της, που δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες, η Κοτοπούλη:

«...Είμαι γυναίκα. Δεν έχω εκλογικό βιβλιάριο. Δεν πηγαίνω εις τας διαδηλώσεις. Δεν πολιτεύομαι. Και ενόμιζα ότι το σχήμα μου αυτό επερίσσευε δια να με προστατεύη από κάθε παρεξήγησι κομματική. Οι Μπενακικοί δεν θα με έλεγαν Μερκουρίζουσαν, όταν μια σκηνή που εσατίριζε τον νέον δήμαρχον, ούτε οι Μερκουρικοί Μπενακίζουσα όταν ο Τζανέτος έλεγε ένα τετράστιχο πειραχτικό για τον κ. Μερκούρην {..} Εφέτος η Επιθεώρησις ήτο επόμενον να στολισθή με σκηνάς από τον ευρωπαϊκόν πόλεμον. Και οι συγγραφείς με την ίδια, όπως πάντοτε, αμεροληψία εσατίρισαν τα γεγονότα. {...} μεταξύ των ζωηροτέρων διαδηλωτών διέκρινα κάθε βράδυ γνωστούς δημοσιογράφους, οι οποίοι με τον υπερβολικόν ενθουσιασμόν τους υπέρ της Γερμανίας ή της Γαλλίας ετάραζαν την αρμονίαν του ακροατηρίου μας {...}διότι άλλως και δια τα τετράστιχα τα βενιζελικώτατα που απαγγέλλει κάθε βράδυ ο Τζανέτος, πρέπει να κατηγορηθεί ότι τα απαγγέλει δωροδοκούμενος με “τας κορόνας” της δεσποινίδος Κολλυβά...» [14]. 

Τo 1919 η σφόδρα αντιβενιζελική Κοτοπούλη και ο πατέρας της διαφώνησαν σε πολιτική συζήτηση και ο Δημήτρης Κοτοπούλης αποχωρώντας εκνευρισμένος φώναξε, διερχόμενος από την πλατεία του κατάμεστου θεάτρου, δείχνοντας προς τη σκηνή: «Τι την φυλάτε αυτή τη ρουφιάνα, τη βασιλικιά και δεν τη χώνετε μέσα;». Οι πολιτικές αντιλήψεις της Κοτοπούλη, την ωθούν να μετατρέψει το σαλόνι του σπιτιού της σε πολιτικό στέκι, με τον Δραγούμη να διατηρεί εκεί το γραφείο του, ώστε να δέχεται τους φίλους του και να συνεδριάζει η Ηνωμένη Αντιπολίτευση. Η Κοτοπούλη διατηρούσε βαθιά πίστη στην ιδέα του Έθνους και θαύμαζε τον εκάστοτε βασιλιά και τον Ιωάννη Μεταξά. Οι προσωπικές σχέσεις της δεν καθορίζονταν από τις ιδεολογικές της απόψεις κι είναι ενδεικτική η μαρτυρία του εθνικιστή κορυφαίου ζωγράφου και στενού συνεργάτη της Γιάννη Τσαρούχη, ότι στη διάρκεια της Κατοχής προστάτεψε και βοήθησε κομμουνιστές συναδέλφους της, παρεμβαίνοντας στις αρχές, με το πρόσχημα ότι τους χρειαζόταν κοντά της, «....καμουφλάριζε την ανθρωπιά της, με τη δικαιολογία του θεάτρου». Την περίοδο του συμμοριοπολέμου έσωσε από βέβαιο θάνατο την ηθοποιό Ολυμπία Παπαδούκα, που ήταν μέλος των συμμοριών του Ε.Α.Μ., κι όταν εκείνη πήγε να της πει ευχαριστώ η Κοτοπούλη της απάντησε: «εγώ πρέπει να σου πω ευχαριστώ που με βοήθησες να κάνω το καθήκον μου». Χάρις στο επίπεδο των προσωπικών της σχέσεως με υπουργούς των μετακατοχικών κυβερνήσεων συχνά ζητούσε την απελευθέρωση κομμουνιστών εξορίστων.

Τιμητικές διακρίσεις

Η Κοτοπούλη τιμήθηκε με:

  • το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου του Α' το 1921,
  • το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας το 1924,
  • για την προσφορά της από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων το 1939,
  • Ειδικό χρυσό μετάλλιο Κλυταιμνήστρας και καθιερώθηκε ο θεσμός της απονομής «Επάθλου Κοτοπούλη»
  • το παράσημο του Ταξιάρχη το 1950, από τον βασιλιά Παύλο Α',
  • Αναθηματική Πλάκα στην πατρογονική της εστία στο Τσεπέλοβο.

Το 1949, με αφορμή τη (μοναδική) συνεργασία της με το Εθνικό Θέατρο στο ανέβασμα της «Ορέστειας» από τον Δημήτρη Ροντήρη, συνάδελφοι της ηθοποιοί της απένειμαν ειδικό χρυσό μετάλλιο, με χαραγμένη τη μορφή της ως Κλυταιμνήστρας. Μέσα από αυτήν την κίνηση καθιερώθηκε, με πρωτοβουλία της ίδιας, ο θεσμός της απονομής του «Επάθλου Κοτοπούλη» σε αξιόλογες Ελληνίδες ηθοποιούς. Τελευταία βραβευμένη με το έπαθλο υπήρξε η ηθοποιός Ρένα Πιττακή, η οποία δεν επέστρεψε ποτέ το ολόχρυσο έπαθλο με αποτέλεσμα να ατονήσει ο θεσμός.

Το τέλος της

Η Κοτοπούλη αισθάνθηκε αδιαθεσία την Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου και κλήθηκε ο γιατρός της ο οποίος της έκανε ένεση και επανήλθε. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε μια φορά ακόμη και στη συνέχεια έπεσε για ύπνο. Μετά τα μεσάνυχτα της Παρασκευής αισθάνθηκε έντονο πόνο και κλήθηκε εκ νέου ο γιατρός της που μόλις έφτασε την βρήκε αναίσθητη, σύμφωνα με τον σύζυγο της, όμως ο γιατρός που την εξέτασε απλώς διέγνωσε τον θάνατο της. Η σορός της ταριχεύθηκε και ο γλύπτης Φαληρέας έλαβε εκμαγείο του προσώπου και των χεριών του. Εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα από τις 06:00' το πρωί της Κυριακής 12 Σεπτεμβρίου έως την ώρα της κηδείας της, στο παρεκκλήσιο της Μητροπόλεως Αθηνών. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη και στην κηδεία της παραβρέθηκαν χιλιάδες ανώνυμοι πολίτες, ενώ επικήδειους λόγους ο τότε Υπουργός Παιδείας Γεροκωστόπουλος και εκπρόσωποι των θεατρικών οργανώσεων.

Στην Αττική, στη «Βίλα Κοτοπούλη» [15], το οίκημα που ήταν το γαμήλιο δώρο του Γεωργίου Χέλμη, στεγάζεται και λειτουργεί το Μουσείο Μαρίκα Κοτοπούλη, στην οδό Αλέξανδρου Παναγούλη στο Δήμο Ζωγράφου. Το Αρχείο της Ε.Ρ.Τ. τιμώντας τη μνήμη της, ψηφιοποίησε και παρουσίασε τη ραδιοφωνική συνέντευξή της στην εκπομπή του Ε.Ι.Ρ. «Το θέατρο στο μικρόφωνο», το 1952 και την ταινία Επικαίρων με το ρεπορτάζ από την κηδεία της, στις 12 Σεπτεμβρίου 1954. Το 1955, ένα έτος μετά τον θάνατο της, επί δημαρχίας στο Δήμο Αθηναίων, Παυσανία Κατσώτα εγκρίθηκε η ταφή της στο χώρο που προορίζεται η ταφή εξεχόντων ανδρών στο Α' Νεκροταφείο κι είναι η μοναδική γυναίκα που τάφηκε εκεί. Ο δημοτικός σύμβουλος Σφέτσος εισηγήθηκε την ταφή σε αυτόν τον χώρο επειδή η νεκρή τίμησε την Ελληνική τέχνη και επειδή ο σύζυγος της θα έφτιαχνε μαυσωλείο που θα κοσμούσε το νεκροταφείο.

Θεατρική προσφορά

Η Κοτοπούλη κατόρθωσε να επιβάλλει μια σειρά από ηθοποιούς, συγγραφείς και σκηνογράφους. Υπό τη διδασκαλία, την προστασία και την προσωπική καθοδήγησή της αναδείχθηκε μια γενιά Ελλήνων σημαντικών ηθοποιών του 20ού αιώνα, όπως η εθνικίστρια Ελένη Παπαδάκη που όταν έπαιξε την Εκάβη δήλωσε γι' αυτήν ότι «τώρα σβήστηκε η δική μου (σ.σ.: Εκάβη). Να γράψετε ότι η Παπαδάκη είναι σπουδαιότερη από μένα. Γιατί αυτό είναι δίκαιο», η Κατίνα Παξινού, η Κατερίνα Ανδρεάδη, η Μαίρη Αρώνη, η Άννα Συνοδινού και η Μελίνα Μερκούρη, ενώ είχε συμβολή στην ανάδειξη των Βασίλη Λογοθετίδη, Γ. Γληνού, Αιμιλίου Βεάκη, Δημήτρη Μινωτή και του Δημήτρη-Ελευθέριου Χορν, το οποίο είχε βαπτίσει η Κυβέλη (Αδριανού). Όταν, το 1942, το Εθνικό Θέατρο είχε απορρίψει ως ακατάλληλους τη Έλλη Λαμπέτη και την Ντίνο Ηλιόπουλο, ίδρυσε τη «Δραματική Σχολή Μαρίκας Κοτοπούλη», όπου θα φοιτήσουν όχι μόνο αυτοί αλλά και άλλοι σπουδαίου, μετέπειτα, ηθοποιοί όπως η Άννα Συνοδινού και η Έλλη Λαµπέτη. Λόγω της Κατοχής, η σχολή λειτούργησε µόνο για δυο χρόνια. Για να προβάλει το ταλέντο της Λαμπέτη και να την καθιερώσει στο θέατρο ανέβασε το έργο «Η Χάνελε πάει στον παράδεισο» στο οποίο συμμετείχε και η ίδια σε ένα πολύ μικρό ρόλο.

Έλεγε η Κοτοπούλη:

«Σχεδόν δεν υπάρχει κανένας ηθοποιός του ελεύθερου θεάτρου που να μην βγήκε από τα χέρια μου ή να μην έπαιξε μαζί μου. Θα μπορούσα ν' απαριθμήσω με μεγαλύτερη ευκολία εκείνους που δεν έτυχε ποτέ να βρεθούν δίπλα μου. Μετριούνται στα δάκτυλα».

Παράλληλα ανέδειξε συγγραφείς της γενιάς της και νεώτερους όπως οι Γρηγόριος Ξενόπουλος, Παντελής Χορν, Δημήτρης Μπόγρης, Αλέκος Λιδωρίκης, Δημήτρης Ιωαννόπουλος, Άγγελος Τερζάκης, Δημήτρης Ψαθάς και το συγγραφικό δίδυμο Αλέκος Σακελλάριος–Χρήστος Γιαννακόπουλος. Η ερμηνεία της σε έργα σύγχρονων συγγραφέων θεωρείται ανεπανάληπτη αν και δεν διακρινόταν για την εξωτερική της εμφάνιση, κέρδιζε το θαυμασμό του κοινού με τη γοητεία που εξέπεμπε, καθώς και με τη σπιρτάδα του μυαλού και τη δημιουργικότητα της σκέψεως της.

Μνήμη Μαρίκας Κοτοπούλη

Η Κοτοπούλη, στην εξωτερική της εμφάνιση ήταν άσχημη και κοντή, αφιέρωσε τη ζωή της στο θέατρο στο οποίο κυριάρχησε επί πενήντα ολόκληρα χρόνια ενσαρκώνοντας ηρωίδες των αριστουργημάτων της Ελληνικής και ξένης φιλολογίας, των κλασικών συγγραφέων, όπως «Κυρά της θάλασσας», «Αρχισιδηρουργός», «Στέλλα Βιολάντη», «Φάουστ» και άλλες. Διακρίνονταν για τον αυτοσαρκασμό και το καυστικό της χιούμορ ενώ ήταν εξαιρετικά αθυρόστομη και άμεση στις απαντήσεις της. Όταν ο εθνικιστής συγγραφέας, κι όχι μόνο, Κωστής Μπαστιάς της ζήτησε να προλογίσει σε μια εκδήλωση το βιβλίο του «Μηνάς ο ρέμπελος» εκείνη του είπε: «...βρε Κωστή τι να πω για ένα βιβλίο που ο ήρωας στις μισές σελίδες πυροβολεί και στις άλλες μισές γ@@αει, τι να πω, αιματοχυσία και ψωλοβρόντι στο Αιγαίο;» Στα πρώτα μεταπολεμικά καλλιστεία, όταν η Νταίζη Μαυράκη κατέκτησε τον τίτλο της «Σταρ Ελλάς», η Μαρίκα ήταν μέλος της επιτροπής. Μια στιγμή ρώτησε την υποψήφια: -«Πόσων χρόνων είσαι, παιδί μου;». Την απάντηση:-«Δεκαεφτά, κυρία Μαρίκα», ακολούθησε με πονηριά στο μάτι η απορία: -«Υπάρχει, χρυσό μου, αυτή η ηλικία;» Για χρόνια η μεγάλη της αντίπαλος ήτανε η Κυβέλη, ενώ στα τελευταία χρόνια της ήταν η Παξινού με το Μινωτή τους οποίους δεν εκτιμούσε καλλιτεχνικά. Λίγο πριν πεθάνει η Κοτοπούλη, ο Χέλμης μίσθωσε το Ρεξ στην Παξινού και το Μινωτή για να παίξουν εκεί, κι εκείνη είπε: «Μάλιστα, είχαμε 6 απόπατους στο Ρεξ, τώρα έχουμε 8».

Για την Κοτοπούλη δεν διασώθηκε κανένα ηχητικό ή οπτικό τεκμήριο και ότι γνωρίζουμε γι' αυτήν είναι από μαρτυρίες των συγχρόνων της, κριτικών και διανοουμένων. Από τα πρώτα της βήματα, σε νεαρότατη ηλικία, απέσπασε την δικαιολογημένη εύνοια των κριτικών και κατάφερε να διατηρήσει την αίγλη της μεγάλης ηθοποιού όχι µόνο κατά τη μακρόχρονη θεατρική της σταδιοδρομία, άλλα και ως τις μέρες µας ώστε σχεδόν πενήντα χρόνια μετά το θάνατο της εξακολουθεί να κρατά την πρώτη θέση αν και το άφθονο άλλα διάσπαρτο υλικό που την αφορά δεν έχει συλλέγει και αξιοποιηθεί με συστηματικό τρόπο. Η προσωπική της ζωή υπήρξε θυελλώδης, ιδιαίτερα στα νεανικά της χρόνια, και φέρεται πως ήταν εξαρτημένη από τη μορφίνη μέχρι την εποχή που γνώρισε και συνδέθηκε ερωτικά με τον Ίωνα Δραγούμη. Γι' αυτήν κυκλοφορούσε η φήμη πως επεδίωκε και διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με γυναίκες ηθοποιούς, μικρότερες σε ηλικία, προτού αυτές αναδειχτούν. Λίγο μετά την πρόσληψή της στο Βασιλικό Θέατρο, συγκεκριμένα το 1904, σύναψε ερωτικό δεσμό με τον σκηνοθέτη Θωμά Οικονόμου, ο οποίος ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε αμέσως το ταλέντο της και βοήθησε στην καθιέρωσή της.

Η παρουσία της στο Ελληνικό θέατρο προκάλεσε τεράστια εντύπωση για τις υποκριτικές της ικανότητες και οι κριτικοί της εποχής, όπως ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος, ο Άριστος Καμπάνης και ο Ιωάννης Κονδυλάκης, την αποθέωσαν με κολακευτικά σχόλια. Τη χαρακτήρισαν «δόξα της ελληνικής σκηνής», «θαύμα σκηνικής σαγήνης», «αληθινή ενσάρκωση της μεγάλης τέχνης και ιδανικόν της ελληνικής σκηνής» και «μοναδική της Ελλάδος τραγωδό». Ο Άγγελος Τερζάκης όταν πέθανε η Κοτοπούλη έγραψε: «...θεώρησα πάντα εθνική ευτυχία να υπάρχουν τέτοια πρόσωπα υψωμένα σε σύμβολα. Αυτές είναι οι μορφές που βγάζουν τους λαούς από την ανωνυμία. Συμπυκνώνουν το δυναμισμό του, προβάλλουν τους πόθους του, ενσαρκώνουν τα κρυμμένα και αδιάπλαστα πριν ιδανικά του… Η ψυχοσύνθεση της Μαρίκα Κοτοπούλη, η τόσο ρωμαίικη κόψη της, η σπιρτάδα της, η περιλάλητη ελευθεροστομία της, οι ενθουσιασμοί της και η τραχύτητα που είχε ώρες ώρες συνέχιζαν, διαιώνιζαν τον τύπο του αγωνιστή που μας έδωσε το ’21 μεταφερμένον σε άλλο επίπεδο...».

Το 1956 οι αθηναϊκές εφημερίδες έγραψαν ότι ο ηθοποιός Δημήτρης Μυράτ, εκτελώντας την τελευταία θέληση της «Μεγάλης Ελληνίδας ηθοποιού Μαρίκας Κοτοπούλη αποφάσισε να αγοράσει την πατρογονική οικία στο Τσεπέλοβο για να χρησιμοποιηθεί για κάποιο κοινωφελή σκοπό». Τελικά το πατρογονικό της οικογένειας Κοτοπούλη πωλήθηκε και ξαναπωλήθηκε σε τρίτους και δεν υπάρχει πλέον τίποτα απ' αυτό γιατί χτίστηκαν απάνω του καινούριες οικοδομές. Μια από τις τελευταίες επιθυμίες και προσφορές της Κοτοπούλη, υπήρξε η «Έπαυλις του Ηθοποιού» στη Βούλα για τη θερινή διαμονή των παιδιών των καλλιτεχνών και για χειμερινό αναπαυτήριο των συνταξιούχων [16].

Μουσείο Μαρίκας Κοτοπούλη

Το Μουσείο Μαρίκας Κοτοπούλη [17] εγκαινιάστηκε στις 9 Μαΐου του 1990 και αποτελεί ένα λειτουργικό μουσείο σύγχρονης τέχνης, ικανό να φιλοξενεί σημαντικές εκθέσεις. Το κτίριο είναι εξοχική κατοικία που κτίστηκε το 1926, από την μεγάλη ηθοποιό του Ελληνικού Θεάτρου Μαρίκα Κοτοπούλη και τον σύζυγο της Γεώργιο Χέλμη. Την περίοδο της γερμανικής κατοχής, έγινε επίταξη της κατοικίας στην οποία στεγάστηκε αργότερα το ΛΑ' Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής Ζωγράφου. Ο εκεί δήμος με τη συμπαράσταση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, ανέλαβε την αναπαλαίωση του κτιρίου, το οποίο κηρύχθηκε διατηρητέο, αναδεικνύοντας την αρχιτεκτονική του φυσιογνωμία και τους θαυμάσιους εσωτερικούς του χώρους, όπου σήμερα φιλοξενούνται εκδηλώσεις υψηλής πολιτιστικής εκφράσεως και δημιουργίας. Το Μουσείο δεν διαθέτει εκθέματα της Κοτοπούλη, είναι απολύτως μουσειακό, φιλοξενεί καλλιτεχνικές εκθέσεις και στεγάζει μόνιμα την καλλιτεχνική συλλογή του Κωνσταντίνου Ιωαννίδη.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Διαβάστε τα λήμματα

Παραπομπές

  1. [«Η Κοτοπούλη απέθανε χθες εκ συγκοπής» Εφημερίδα «Ελευθερία», 12 Σεπτεμβρίου 1954, σελίδα 1η.]
  2. [Σε δεξίωση που έγινε προς τιμήν της στις 23 Δεκεμβρίου του 1936 στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων, η Κοτοπούλη απευθύνεται με την προσφώνηση «αγαπητοί μου συμπατριώτες» στους καθηγητές και παρακάτω αναφέρει: «...Μα θέλω να πιστεύετε πως ανάμεσα στις όσες χαρές φώτισαν τη ζωή μου, ανάμεσα στους όσους χτύπους κρατούν ζωντανή την καρδιά μου, πάντα ξεχωριστά θα φεγγοβολά η σημερινή ημέρα και το πέρασμά μου από τα Γιάννενα, την Ήπειρο, την πατρίδα μου».]
  3. [Η Μαρίκα Κοτοπούλη στις 28 Φεβρουαρίου 1953 έπαιξε στο θέατρο «Ολύμπια» του Ρεθύμνου. Ο Πολύβιος Τσάκωνας με τον Γιάννη Δαλέντζα την επισκέφθηκαν στο καμαρίνι να τη συγχαρούν κι αυτή τους είπε: «Αγαπητοί μου Ρεθεμνιώτες, κατάφερα να φτάσω εκεί που έφτασα γιατί έχω μια φλέβα Ρεθεμνιώτικη. Η γιαγιά μου ήταν Ρεθεμνιωτοπούλα».]
  4. [Μαρίκα κοτοπούλη-Φυσιογνωμίαι τινές αρσακειάδων: επ' ευκαιρία της εκατονταετηρίδος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Αιμιλία Καραβία, σελίδες 118η-121η.]
  5. [Περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα», αφιέρωμα του εθνικιστή διανοούμενου Κωστή Μπαστιά, «Η Μαρίκα Κοτοπούλη: Τα ωραιότερα επεισόδια της ζωής της».]
  6. [Ίωνος Δραγούμη, «Φύλλα Ημερολογίου», σελίδα 35η, 28 Ιανουαρίου 1909.]
  7. [Η Μαρίκα Κοτοπούλη στη Ζωσιμαία Σχολή (1936) zosimaia.gr]
  8. [Mαρίκα Κοτοπούλη: Όταν άνοιξαν οι πόρτες του ιστορικού θεάτρου της στο REX Εφημερίδα «Τα Νέα», 2 Φεβρουαρίου 2022.]
  9. [Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 340ο, 16η Φεβρουαρίου 1941.]
  10. [«Ο κακός δρόμος» (1933) Μαρίκα Κοτοπούλη Video, Youtube.com]
  11. [Το ελληνικόν θέατρον, τεύχος 165ο, 1η Μαρτίου 1933.]
  12. [Ίωνος Δραγούμη, «Φύλλα Ημερολογίου», σελίδα 101η.]
  13. [Ίωνος Δραγούμη, «Φύλλα Ημερολογίου», σελίδες 127η-132η.]
  14. [«Η ζωή των θεάτρων. H δις Μ Κοτοπούλη περί της ουδετερότητος… του θεάτρου της», εφημερίδα «Ακρόπολις», 30 Ιουλίου 1915.]
  15. [Βίλα Κοτοπούλη: Το γαμήλιο δώρο που θυμίζει σαλέ «Εφημερίδα των Συντακτών», Χαρά Τζαναβάρα, 14 Μαρτίου 2015.]
  16. [«Τα Κοτοπουλάκια»: Ένα θεατρικό φαινόμενο Επανάσταση στο σανίδι από την οικογένεια πριν από 100 χρόνια mikros-romios.gr]
  17. [Μουσείο Μαρίκας Κοτοπούλη Υπουργείο Πολιτισμού]