Κυβέλη (Αδριανού)

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Κυβέλη Αδριανού, Ελληνίδα παραδοσιοκράτης, διαχρονικά σταθερή και συνεπής πολέμια του μαρξισμού, μια από τις μεγαλύτερες Ελληνίδες ηθοποιούς στη διάρκεια του 20ου αιώνος που κυριάρχησε επί σειρά δεκαετιών σε κωμικούς και δραματικούς (commedienne) ρόλους, εφάμιλλη της εθνικίστριας Μαρίκας Κοτοπούλη, οπαδός του Ελευθερίου Βενιζέλου στα χρόνια της νεότητας της αλλά και υποστηρίκτρια του Γεωργίου Παπαδόπουλου και της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου 1967, γεννήτορας και δημιουργός μιας καλλιτεχνικής δυναστείας, γεννήθηκε στις 13 Ιουλίου 1888 (σύμφωνα με άλλες πηγές το 1884 ή το 1887) στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας, όμως πιθανόν και στην Αθήνα όπου πέθανε [1] στις 26 Μαΐου 1978. Η νεκρώσιμη ακολουθία της τελέστηκε [2] στις 18:30' του Σαββάτου 27 Μαΐου στον Ιερό Ναό των Αγίων Θεοδώρων στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών και ακολούθως ενταφιάστηκε σε χώρο του κοιμητηρίου ο οποίος διατέθηκε δωρεά, τιμής ένεκεν, από το Δήμο Αθηναίων.

Κυβέλη (Αδριανού)
Κυβέλη Αδριανού.jpeg
Γέννηση: 13 Ιουλίου 1888
Τόπος: Σμύρνη, Μικρά Ασία
Σύζυγος: Μήτσος Μυράτ (α' γάμος)
Κώστας Θεοδωρίδης (β' γάμος)
Γεώργιος Παπανδρέου (γ' γάμος)
Τέκνα: Αλέξανδρος & Μιράντα Μυράτ
Αλίκη Νικολαΐδη-Θεοδωρίδη
Γεώργιος Γ. Παπανδρέου
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Ηθοποιός
Θάνατος: 26 Μαΐου 1978
Τόπος: Αθήνα (Ελλάδα)

Η Κυβέλη παντρεύτηκε, στις 3 Νοεμβρίου 1903, σε πρώτο γάμο με τον ηθοποιό Μήτσο (Δημήτρη) Μυράτ, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Αλέξανδρο και την μετέπειτα ηθοποιό Μιράντα Μυράτ, σε δεύτερο γάμο -την 1η Οκτωβρίου 1908- με τον θεατρικό επιχειρηματία Κώστα Θεοδωρίδη, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, την μετέπειτα ηθοποιό Αλίκη Νικολαΐδη-Θεοδωρίδη (σύζυγο του Πωλ Νορ-Νίκου Νικολαΐδη), και σε τρίτο γάμο, mεταξύ των ετών 1939-1941, με τον μετέπειτα Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου (δεύτερος γάμος για τον ίδιο). Ο γάμος τους έγινε στη Βέρνη της Ελβετίας και απ' αυτόν είχε ήδη αποκτήσει έναν γιο, τον Γιώργο (αδερφός του οποίου, από προηγούμενο γάμο του πατέρα τους, ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου). Η Κυβέλη απέκτησε συνολικά τέσσερα παιδιά, τρία εγγόνια, έξι δισέγγονα και πέντε τρισέγγονα [3].

Βιογραφία

Οι βιολογικοί γονείς της Κυβέλης δεν είναι γνωστοί καθώς ήταν καρπός παράνομου έρωτα και η βιολογική της μητέρα την εγκατέλειψε σε ένα καλάθι με ένα κόσμημα στο λαιμό, όπου ήταν χαραγμένο το όνομά της, Κυβέλη. Φέρεται πως καταγόταν από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, ωστόσο δεν είναι ξεκάθαρο αν γεννήθηκε εκεί ή στην Αθήνα.

Πρώτα χρόνια

Η μετέπειτα θετή της οικογένεια, ο υποδηματοποιός Αναστάσης Ανδριανός, που εργάζονταν στο γνωστό εκείνη την εποχή υποδηματοποιείο του Μπέη, και η σύζυγος του η Μαρία Αδριανού, την πρωτοαντίκρισαν στην πόρτα του σπιτιού τους στον Άγιο Παντελεήμονα Αχαρνών, με κόσμημα στο λαιμό και χαραγμένο επάνω του το όνομα Κυβέλη. Με τη συμβουλή φιλικού τους προσώπου την παρέδωσαν στο Βρεφοκομείο Αθηνών όπου έγινε η εισαγωγή της στις 24 Ιουνίου 1889 και καταγράφηκε ότι ήταν ήδη δύο ετών. Ο Αναστάσης και η Μαρία Αδριανού tην υιοθέτησαν σε ηλικία περίπου τριών ετών με τη βοήθεια του Δημητρίου Λεονάρδου, δικηγόρου-ανώτερου δημόσιου υπαλλήλου [4], στο σπίτι του οποίου η Μαρία Αδριανού εργάζονταν ως παραδουλεύτρα.

Οι θετοί γονείς της αφότου έχασαν το γιο τους στη Βραζιλία έπαιρναν ζωή από την μικρή «Κυβελίτσα» και της παρείχαν την καλλίτερη ανατροφή, με τη στήριξη της οικογένειας Λεονάρδου. Στις 26 Δεκεμβρίου του 1894 οι διαδικασίες της υιοθεσία ολοκληρώθηκαν γεγονός που επέτρεψε η περίπου οκτάχρονη Κυβέλη να μεταφερθεί νόμιμα από το αρχοντικό των Λεονάρδων στην οδό Ηπίτου της Πλάκας στο σπίτι των Αδριανών στην οδό Μιχαήλ Βόδα στον Άγιο Παντελεήμονα. Η Κυβέλη παρακολούθησε μαθήματα στο παρθεναγωγείο Χιλ, όπου διακρίθηκε για την ευφυία της. Στο σπίτι του ζεύγους Λεονάρδου γνώρισε τη μικρή Κυβέλη ο καθηγητής ορθοφωνίας και απαγγελίας Μάρκος Σιγάλας, Ο δημοφιλέστερος κοσμικός δάσκαλος απαγγελίας της εποχής, ο οποίος, αφού της παρέδωσε μια σειρά μαθημάτων, την παρουσίασε στις 17 Μαρτίου 1901 σε επίδειξη μαθητών και μαθητριών του, μεταξύ τους η δεκαεξάχρονη Θεώνη Δρακοπούλου και ο μαθητής Αιμίλιος Βεάκης, στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», όπου τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο, που μοιράστηκε με την Έμμα Καλοστύπη, το οποίο της παρέδωσε ο μετέπειτα Πρωθυπουργός Σπυρίδων Λάμπρος. Η βράβευση της στάθηκε αφορμή για να αλλάξουν τα σχέδια των θετών γονέων της οι οποίοι σχεδίαζαν να την κάνουν μοδίστρα έτσι το ίδιο έτος εντάχθηκε ως μαθήτρια στη δραματική σχολή του Βασιλικού Θεάτρου την οποία είχε δημιουργήσει ο Βασιλιάς Γεώργιος Α' για την εκπαίδευση των μελών του μελλοντικού θιάσου του Βασιλικού θεάτρου.

Καλλιτεχνική καταξίωση

Τρεις μήνες μετά, το Σεπτέμβριο του 1901, η σχολή έκλεισε, όμως στο μεταξύ η Κυβέλη ήρθε σε επαφή με το θεατρικό κείμενο μέσα από μαθήματα δραματολογίας και με τη σκηνική τέχνη μέσα από τα μαθήματα μιμικής του ομογενή εκ Βιέννης δάσκαλου, Θωμά Οικονόμου. Τότε ήταν που ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος προσέλαβε την Κυβέλη στο θεατρικό σχήμα της «Νέας Σκηνής», που άρχισε τότε να καταρτίζεται από νεαρούς ερασιτέχνες, μεταξύ των οποίων ήταν ο Σωτήρης Σκίπης, ο Μήτσος Μυράτ, ο Διονύσης Δεβάρης, ο Άγγελος Σικελιανός και η αδελφή του Ελένη Πασαγιάννη. Στην πρώτη εμφάνιση της «Νέας Σκηνής», στη θεατρική παράσταση που δόθηκε στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών προς τιμή Ρουμάνων φοιτητών του Πανεπιστημίου, η Κυβέλη εμφανίζεται για πρώτη φορά στον πρωταγωνιστικό ρόλο ως Ιουλιέτα, στη πασίγνωστη σκηνή του κήπου του γνωστού έργου του Σαίξπηρ, «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Στον θίασο γνωρίστηκε με τον ηθοποιό Μήτσο Μυράτ με τον οποίο παντρεύτηκε το 1903, με προτροπή της μητέρας της και για να μην εγκαταλείψει το θέατρο όπως την απειλούσαν οι γονείς της. Αμέσως μετά την γέννηση της Μιράντας η Κυβέλη κινδύνευσε να χάσει την ζωή της καθώς ασθένησε από επιλόχειο πυρετό. Το φθινόπωρο του 1906, τρία χρόνια μετά το γάμο τους, χώρισε επεισοδιακά με τον Δημήτρη Μυράτ.

Την επιτυχία της εκείνη ακολούθησαν οι εμφανίσεις της στην «Άλκηστη» του Ευριπίδη ως θεραπαινίδα, στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν ως Εδβίγη, στη «Λοκαντιέρα» του Κάρλο Γκολντόνι ως θεατρινούλα κατακτώντας την γενική αναγνώρισε τόσο του κοινού όσο και των κριτικών του θεάτρου. Έκτοτε η Κυβέλη (Αδριανού) έγινε η αγαπημένη πρωταγωνίστρια του Χρηστομάνου, αποτέλεσε κύριο πρόσωπο της «Νέας Σκηνής» και με τον ρόλο «του κακόμοιρου» που υποδύθηκε στο έργο του Αλφόνς Ντωντέ «Αρλεζιάνα», στις 28 Ιουλίου 1902, άρχισε να μεσουρανεί στη θεατρική σκηνή και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα από την πρώτη της εμφάνιση κατέκτησε μια από τις πρώτες θέσεις μεταξύ των Ελληνίδων ηθοποιών. Την περίοδο από το 1901 μέχρι το 1906 πρωταγωνίστησε σε σημαντικές παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας.

Τον Σεπτέμβριο του 1906, ήδη έγκυος από τον Κώστα Θεοδωρίδη, εγκατέλειψε τον σύζυγο και τα μωρά παιδιά της και αν και είχε συγκροτήσει δικό της θίασο με τον Κώστα Σαγιώρ, τον διέλυσε και έφυγε με τον Θεοδωρίδη για το Παρίσι ενώ ο Τύπος της εποχής έγραφε για πραγματική απαγωγή. Με την επιστροφή της τον Ιούλιο του 1907, δέκα μήνες μετά, και μετά από μικρή συνεργασία με τον Σαγιώρ δημιούργησε αποκλειστικά δικό της θίασο και επανεμφανίστηκε στη σκηνή. Ο Θεοδωρίδης αναλαμβάνει τα διοικητικά και τα οικονομικά του θιάσου για μια εικοσαετία και διατηρεί την ευθύνη των οικονομικών του ακόμα και μετά το διαζύγιό τους. Ο Τύπος της εποχής της επιτίθεται με άγριο τρόπο:

«Τω καιρώ εκείνω υπήρχε γυνή τις ονόματι Κυβέλη [...] και εγκαταλείψασα τον σύζυγον και τα τέκνα, μετέβη μετά του ερωμένου αυτής εις Παρισίους. Και επανακάμψασα εκείθεν μετά δέκα μήνες, καλεί σήμερον το φιλοθεάμον κοινόν ίνα και πάλι θαυμάση αυτήν (...) Αλλ’ ω άνθρωποι, διατί αυτή η εκστρατεία προς διαπόμπευσιν, και η αντίπαλος εκστρατεία npos θαυμασμόν και συγγνώμην;» [5].

Μετά τη διάλυση της «Νέας Σκηνής», η Κυβέλη θα ξεκινήσει, το 1907, δική της επιχειρηματική περιπέτεια, καθώς ως θιασάρχισσα ανεβάζει τη «Νόρα» του Ίψεν, έργο που πήρε σταθερή θέση στο ρεπερτόριο του θιάσου της, και την ανέδειξε σε ερμηνευτικό αστέρι. Αμέσως μετά τη λήξη της καλοκαιρινής σεζόν στην Αθήνα αναχώρησε, στα τέλη του Οκτώβρη του 1907, για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία της με θίασο που έφερε αποκλειστικά την επωνυμία της για περιοδεία στους Έλληνες ομογενείς της Κωνσταντινουπόλεως, της Οδησσού και των πόλεων γύρω από την Αζοφική θάλασσα. Το 1908 ζήτησε από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο να διασκευάσει για το θέατρο το διήγημά του «Κόκκινος Βράχος», επειδή της άρεσε η βασική ηρωίδα, «Φωτεινή Σάντρη». Ο Ξενόπουλος δέχθηκε την πρόταση της και έτσι υποδύθηκε τη Φωτεινή. Η ερμηνεία της εντυπωσίασε τον συγγραφέα, ο οποίος ως το 1925 έγραψε έργα αποκλειστικά για εκείνη με ένα καινούριο κάθε χρόνο όπως «Ραχήλ», «Πειρασμός», «Ψυχοσάββατο», «Χερουβείμ» και πολλά ακόμα. Το 1913 η Κυβέλη, όπως και η Κοτοπούλη, διαγράφηκε από τον Σύλλογο Ελλήνων Ηθοποιών για μη απόδοση ποσοστού συνδρομής, άρνηση της που αφορούσε στη διεκδίκηση του δικαιώματος στο «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» των γυναικών ηθοποιών.

Επίστρατοι

Στις 21 Οκτωβρίου 1916, λίγο καιρό πριν στο ξέσπασμα των Νοεμβριανών γεγονότων, καταγράφηκε η άρνηση της Κυβέλης να συμμετάσχει με τον θίασό της σε τιμητική παράσταση, του Περικλή Γαβριηλίδη, η οποία τελούσε υπό την προστασία του βασιλιά στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών. Στα Νοεμβριανά γεγονότα του 1917 η Κυβέλη, γνωστή για την ζεστή σχέση που διατηρούσε διαχρονικά με τον Ελευθέριο Βενιζέλο [6] σε συνδυασμό με την πρόσφατη άρνηση της στην έμμεση βασιλική πρόσκληση, συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Φρουραρχείο, όπως ακριβώς είχαν πράξει νωρίτερα με την περίπτωση της Κοτοπούλη οι βενιζελικοί. Οι οπαδοί του βασιλιά Κωνσταντίνου Α' κατεβάζουν το όνομά της από τη μαρκίζα του θεάτρου της και της απαγορεύουν να παίζει. Στη συνέχεια εγκατέλειψε την Ελλάδα και κατέφυγε στο Παρίσι, καθώς εκεί σπούδαζαν τα δυο της παιδιά από τον πρώτο της γάμο. Μετά την τελική επικράτηση του κινήματος Βενιζέλου, την εκδίωξη του Κωνσταντίνου Α' αλλά και την κήρυξη του πολέμου στις Κεντρικές Δυνάμεις, η Κυβέλη ανασύστησε τον θίασό της και ξεκίνησε την εργασία της από το τέλος του Ιουνίου του 1917 στο θέατρο Ολύμπια και από τα μέσα του Ιουλίου στο θερινό θέατρό της.

Σχέση με Γεώργιο Παπανδρέου

Το Ιούνιο του 1920, στη διάρκεια μιας περιοδείας του θιάσου της στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, η Κυβέλη αποφάσισε να επισκεφθεί τη Χίο για ένα τριήμερο παραστάσεων. Στο λιμάνι την υποδέχθηκε ο Παντελής Χορν, θεατρικός συγγραφέας και αξιωματικός του Ναυτικού που παρεπιδημούσε. Ο Χορν με τον οποίο η Κυβέλη είχε αναπτύξει ιδιαίτερη φιλία, τόση που του βάφτισε τον γιο του, τον Δημήτριο-Ελευθέριο Χορν, την ενημέρωσε ότι το ρεπερτόριο των παραστάσεων του θιάσου της υπέστη λογοκρισία και ήταν αδύνατον να παρουσιάσει όλα τα έργα, προκειμένου να μην εξάψει τα πολιτικά πάθη.

«Ποιος υπαγορεύει κάτι τέτοιο;», ρώτησε η Κυβέλη. 
«Ο Γεώργιος Παπανδρέου», της απάντησε ο αξιωματικός. 
«Και ποιος είναι ο Γεώργιος Παπανδρέου;» ρώτησε η Κυβέλη και απαίτησε να τον συναντήσει. 

Η πρώτη συνάντηση τους έγινε σε ένα υπαίθριο θέατρο όπου η ηθοποιός έπαιζε την «Ανθή» του Αντρέγιεφ. Καθώς στο νησί δεν υπήρχε ηλεκτρικό η παράσταση ξεκινούσε το απόγευμα κι αν χρειάζονταν, συνεχίζονταν υπό το φως λαμπών πετρελαίου. Αυτή η συνάντηση υπήρξε η αρχή μιας παρανόμου ερωτικής σχέσεως ώσπου, τον Ιούνιο του 1927, να αποκτήσουν το μοναχογιό τους Γεώργιο στην Ελβετία, όπου με δικά της έξοδα νοσηλεύονταν από το καλοκαίρι του 1926, στο σανατόριο «Αρόζα» ασθενής από φυματίωση ο Παπανδρέου. Η γέννησή του παιδιού ανακοινώθηκε το 1928 όταν χώρισαν και οι δύο και παντρεύτηκαν τον επόμενο χρόνο. «Αν δεν είχα συναντήσει τον Γιώργη δεν θα είχα μάθει ποτέ τι πράγμα είναι ο έρωτας», ομολογούσε η ίδια. Όταν ρωτήθηκε τι την είχε θέλξει στον πολιτικό, εκείνη απάντησε: «Με τον Παπανδρέου αγαπάμε τον ίδιο ποιητή. Ξέρει τον Γρυπάρη απ’ έξω, όσο κι εγώ...». Σύνφωνα με τον γιο τους, τον Γεώργιο Γ. Παπανδρέου η Κυβέλη επέβαλλε στον πατέρα του την άποψη της ώστε εκείνος να αρνηθεί την πρόταση της ηγεσίας των κομμουνιστών δολοφόνων του Ε.Α.Μ. ώστε να αναλάβει πολιτικός αρχηγός του, πρόταση την οποία αρχικά εκείνος προσέγγισε με θετικό τρόπο.

Δεκαετίες 1930-40

Μετά την ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου, το Νοέμβριο του 1920, η Κυβέλη, έδωσε την τελευταία της παράσταση επί ελληνικού εδάφους πριν αποσυρθεί από την θεατρική ζωή της Αθήνας για τα επόμενα δυόμισι χρόνια, έως τον Μάιο του 1923, όμως οι θεατρικές της επιχειρήσεις συνέχισαν να λειτουργούν με τη φροντίδα του διαχειριστή τους Κώστα Θεοδωρίδη. Στο τέλος του 1925, η Κυβέλη προσέλαβε στον θίασό της ηθοποιούς όπως η Ελένη Παπαδάκη και ο Κώστας Μουσούρης προκειμένου να στηρίξει το εμπορικό ρεπερτόριο του θιάσου της.

Μέχρι το 1932 η Κυβέλη ως θιασάρχης και πρωταγωνιστής παρουσίασε πολλά και σημαντικά έργα επιφανών συγγραφέων, Ελλήνων και ξένων, μεταξύ των οποίων των Γρηγόρη Ξενόπουλου, Σωτήρη Σκίπη, Σπυρίδωνος Μελά (που εμπνεύσθηκε από την Κυβέλη και επιβλήθηκε χάρη σε αυτήν της έδωσε, μεταξύ άλλων, τα έργα του «Κόκκινο πουκάμισο», «Χαλασμένο σπίτι», «Το άσπρο και το μαύρο», «Μια νύχτα μια ζωή»), Δημητρίου Κορομηλά, Δημητρίου Ταγκόπουλου, Πρίγκιπα Νικολάου, Θεόδωρου Συναδινού, Παντελή Χορν, Ιωάννη Πολέμη, Δημητρίου Μπόγρη, Αριστομένη Προβελέγγιου, Νικολάου Ι Λάσκαρη, Μιλτιάδη Λιδωρίκη, Ίψεν, Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο, Μαίτερλιγκ, Γκόργκυ. Το 1932 και το 1934 συνεργάσθηκε με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, σε μια από κοινού αντίδραση τους στη δημιουργία του Εθνικού Θεάτρου, που είχε ιδρύσει ο τότε Υπουργός Παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου, με την οποία ανέβασαν έργα, όπως «Ο Γυρισμός» του Ο’ Νηλ ή «Το επάγγελμα της κυρίας Γουόρεν» του Σω. Το φθινόπωρο του 1935 η Κυβέλη προσκλήθηκε τιμητικά στο 3ο ετήσιο φεστιβάλ Σοβιετικού θεάτρου και επισκέφθηκε τη ρωσική πρωτεύουσα. Εκεί στη Μόσχα, στην κομμουνιστική Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, παγίωσε την αρνητική θέση της απέναντι στον κομμουνισμό.

Απόσυρση από το θέατρο

Το 1930 η Κυβέλη και ο Γεώργιος Παπανδρέου πήραν διαζύγιο από τους γάμους τους και παντρεύτηκαν. «Η ψυχή μου είναι γεμάτη από αγανάκτηση, θλίψη και αγάπη. Τερμάτισε το ταχύτερο την αντιπαθητική κωμωδία και γύρισε. Το Καστρί λαχταρά την επιστροφή σου. Μην αργείς», της γράφει ο Παπανδρέου σε ένα γράμμα του. Το 1934 η Κυβέλη αποσύρθηκε από τη σκηνή, επικαλούμενη οικογενειακούς λόγους όμως αιτία ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου που δεν επιθυμούσε την παρουσία της στο θέατρο. Επιστρέφοντας από την περιοδεία της αποσύρθηκε μέχρι το '49, με μια μικρή διακοπή το 1941, σχεδόν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Το 1939, η Κυβέλη, ο γιος της Γεώργιος και η κόρη της Αλίκη Θεοδωρίδη, ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη. Τέλη Ιουλίου του ίδιου χρόνου οι τρεις τους ήταν στην Λισαβόνα και στις αρχές Αυγούστου επέστρεψαν στην Αθήνα.

Κατοχή / Διαφυγή / Επάνοδος

Η σχέση της Κυβέλης με τον Παπανδρέου είχε αρχίσει να κλονίζεται σοβαρά και το 1941, διαρκούσης της κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα, οδηγήθηκε σε σοβαρή ρήξη και έγινε λόγος περί διαζυγίου. Είναι προφανές ότι στη διάσταση της με τον Παπανδρέου οφείλεται μια έκτακτη επανεμφάνισή της στη σκηνή το φθινόπωρο εκείνου του έτους με το έργο του Σπύρου Μελά «Πίσω στη Γη». Αμέσως μετά δημοσιεύθηκε η είδηση περί της τιμητικής σου συνταξιοδοτήσεως [7]. Τον Απρίλιο του 1943, με την βοήθεια της Intelligence Service, διέφυγε με καΐκι από την Κερατέα ακολουθώντας το σύζυγό της Γεώργιο Παπανδρέου αρχικά στον Λίβανο και στη συνέχεια στην Αίγυπτο. Το 1944 διέμειναν στο Κάιρο, πριν και κατά τη διάρκεια της Κυβερνήσεως των «Τριάντα ημερών» και στη συνέχεια στην ιταλική πόλη Cava dei Tirreni, όπου μεταφέρθηκε η εξόριστη κυβέρνηση της Ελλάδος. Μετά τη Συμφωνία της Καζέρτας στα τέλη του Σεπτεμβρίου στη Νότιο Ιταλία η Κυβέλη συνόδευε τον πρωθυπουργό σύζυγό της, έχοντας μαζί τους και τον γιό τους, κατά την άφιξη της Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος στην Αθήνα, στις 18 Οκτωβρίου του 1944, αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανικών στρατευμάτων και την απελευθέρωση της πόλεως.

Συμμοριοπόλεμος

Στις 12 Ιουνίου του 1945, τις πρώτες πρωινές ώρες εκείνης της ημέρας, εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο πρώην Διονύσια από την οποία κάηκε η στέγη, η σκηνή και το μεγαλύτερο μέρος της πλατείας. Αν και επιχειρήθηκε να αποδοθεί η πυρκαγιά σε ατύχημα πυρκαγιά από μαρτυρία [8] προκύπτει ότι ήταν έργο κομμουνιστικών συμμοριών. Με το ξέσπασμα του συμμοριοπολέμου η Κυβέλη και ο γιός τους μεταφέρθηκαν για λίγο στο Κάιρο ενώ από το 1946 έως το 1949 η Κυβέλη ασχολήθηκε με τα ζητήματα υγείας του μικρότερου παιδιού της ταξιδεύοντας στην Ελβετία, τη Γερμανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Δεκαετία του '60

Από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής με τηλεγράφημα της ζήτησε από τον Παπανδρέου να αποχωρήσει από το σπίτι τους. Σύμφωνα με την δισεγγονή της, την Βαλεντίνη Ποταμιάνου:

«Μ' ένα τηλεγραφικό γράμμα σταλμένο από την Αμερική, σε κοινό φίλο, για να 'ναι εκτεθειμένοι και οι τρεις "Να φύγει από το σπίτι µου" τον χώρισε. Το γράμμα που εκείνος της έστειλε σαν απολογία για κάποια ερωτικά παραπατήματα, το φύλαξε δεκαπέντε χρόνια. Το διάβασε μετά το θάνατό του. Έπρεπε ίσως να το είχα ανοίξει πιο πριν, είπε μετά τον θάνατο του..». 

Αν και ο γάμος τους διαλύθηκε περί το 1950, δεν ζήτησαν ποτέ την έκδοση διαζυγίου. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου συνεργάστηκε με την Μαρίκα Κοτοπούλη στο έργο «Τα παιδιά του Εδουάρδου», ακολούθως με το Εθνικό Θέατρο στο έργο «Δάφνη Λορεόλα» και το 1952 ξαναεμφανίστηκε με την Μαρίκα Κοτοπούλη στο έργο του Ζαν Κοκτώ «Τρομεροί γονείς». Μετά το 1950 συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο αλλά και με ιδιωτικούς θιάσους, όπως της κυρίας Κατερίνας ή των Λαμπέτη-Χορν, αλλά και με τη θεατρική εταιρία της επίσης ηθοποιού κόρης της Αλίκης Θεοδωρίδη-Νορ. Στη δεκαετία του 1960 συνεργάστηκε με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και από το 1962 έως το 1965 ήταν σταθερό του μέλος. Αμέσως μετά τις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964, όταν ο Παπανδρέου εξελέγη Πρωθυπουργός, διόρισε την Κυβέλη αντιπρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου.

Αποχώρηση από τη σκηνή

Η Κυβέλη συνέχισε τις θεατρικές της παραστάσεις μέχρι το 1965 όταν αποσύρθηκε από τη σκηνή με την τελευταία παράσταση της στη χέρσο Ελλάδα. Το 1967, το Εθνικό Θέατρο επαναλαμβάνει το «Μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας», το οποίο παρουσιάζεται και στην Κύπρο με αφορμή τα εγκαίνια του «Δημοτικού Θεάτρου Λευκωσίας». Εμφανίζεται εκ νέου σε θεατρική σκηνή στην Ελλάδα την περίοδο 1970-71 σε παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, όπου είναι και η τελευταία φορά που τα φώτα ανάβουν για την Κυβέλη. Σχετικά είπε η ίδια:

«Αληθινά είναι περίεργο αυτό που μου συμβαίνει με τον Ξενόπουλο. Έπαιζα όλα τα κοριτσάκια του, που είχε γράψει για μένα και τα ‘παιζα βέβαια με μεγάλη επιτυχία, αυτό είναι γνωστό, αλλά έπαιξα κι ένα έργο του που δεν το ξέρει, δεν το υποπτευότανε, για γριά. Πού να φανταστεί ότι το κοριτσάκι το τότε, η Φωτεινή Σάντρη, η Μονάκριβη, θα έφτανε να παίξει την Κοντέσσα Βαλέραινα με τέτοια επιτυχία».

Ο Γεώργιος Παπανδρέου στη διαθήκη του αναφέρεται αρνητικά σ' αυτήν κατηγορώντας την ότι εγκατέλειψε τη συζυγική τους στέγη, αναφορά που προκάλεσε την αντίδραση της δισέγγονη της Βαλεντίνης Ποταμιάνου η οποία είπε: «Και νεκρός κατάφερνε να εξευτελίζει την κυρία Κυβέλη». Σύμφωνα με την Βαλεντίνη Ποταμιάνου ο Παπανδρέου εγκατέλειψε την Κυβέλη για μια άλλη γυναίκα και συγκεκριμένα για τη Ροζίτα Σεράνο, την Μαρία Μάρθα Έστερ Αλντουνάτε ντελ Κάμπο όπως ήταν το πραγματικό όνομα της, μια εντυπωσιακή τραγουδίστρια από τη Χιλή η οποία, εκείνη την εποχή, εργάζονταν στην Αθήνα.

Κινηματογράφος

Η Κυβέλη εμφανίστηκε ως πρωταγωνίστρια στα έργα:

  • «Κακός δρόμος», το 1933, γυρίστηκε στην Κωνσταντινούπολη με τον Τούρκο σκηνοθέτη Ερντογούλ Μουχσίν και την συμμετοχή της Μαρίκας Κοτοπούλη. Η ταινία προβλήθηκε την άνοιξη του 1933 στην Αθήνα, στην Πάτρα καθώς και στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια δίχως επιτυχία.
  • «Αστέρω» το 1937, με την κόρη της, Αλίκη Θεοδωρίδου-Νορ,
  • «Η άγνωστος» το 1954, ως Λίνα Φλεριανού.

Πρόκειται για την μεταφορά στον κινηματογράφο ενός θεατρικού του Αλεξάντερ Μπισόν το οποίο είχε παίξει, το 1911, στο θέατρο «Βαριετέ» που επονομάστηκε αργότερα «Θέατρο Κυβέλης» στην αρχή της οδού Μητροπόλεως, λίγο πριν από την συμβολή της με την οδό Φιλελλήνων. Η ταινία, που σκηνοθέτησε ο Ορέστης Λάσκος, είναι παραγωγή της εταιρείας «Φίνος Φιλμ» με πρωταγωνίστρια την ίδια ενώ συμμετέχουν οι εγγονές της, Κυβέλη Θεοχάρη και Βάνα Φιλιππίδου-Θεοχάρη.

21η Απριλίου 1967

Μετά την αναγγελία του θανάτου του Γεωργίου Παπανδρέου ο αντιβασιλεύς Γεώργιος Ζωιτάκης και ο Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπαδόπουλος εξέφρασαν τα συλλυπητήρια τους στην Κυβέλη, την οποία επισκέφθηκε εκ μέρους τους ο υφυπουργός Κωνσταντίνος Βοβολίνης, ο οποίος της ανήγγειλε ότι η κηδεία του θα γίνει δημοσία δαπάνη με τιμές τέως Πρωθυπουργού ενώ είχε ληφθεί απόφαση την Κυβέρνηση να εκπροσωπήσει ο υφυπουργός οικονομικών Σιώρης. Η Κυβέλη δεν δέχτηκε να κηδευθεί δημοσία δαπάνη και ζήτησε να αναλάβει η ίδια την σχετική δαπάνη. Η κηδεία του Παπανδρέου τελέστηκε στις 3 Νοεμβρίου 1968 και υπολογίζεται ότι παρέστησαν περίπου 300.000 άνθρωποι μέοος των οποίων εκδήλωσε με συνθήματα την αντίθεση του στο Επαναστατικό καθεστώς της 21ης Απριλίου.

Είκοσι ημέρες αργότερα, στις 23 Νοεμβρίου, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Ελεύθερος Κόσμος» του Σάββα Κωνσταντόπουλου δημοσιεύθηκε δακτυλογραφημένη επιστολή που έφερε ιδιόχειρη υπογραφή της Κυβέλης, υπό τον τίτλο:

«Η κ. Κυβέλη καταδικάζει την ανίερον πολιτικήν εκμετάλλευσιν της κηδείας του Γ. Παπανδρέου». 
«Αξιότιμον κύριον Πρόεδρον»: 
...Εάν παρεκάλεσα την Εθνικήν Κυβέρνησιν να μου επιτρέψη να καταβάλω εγώ, και όχι το Κράτος, τας δαπανάς της εκφοράς του Γεωργίου Παπανδρέου, και όπως η κηδεία περιορισθή εις τα στενά πλαίσια της οικογενείας, τούτο το έπραξα διότι επίστευον ότι είχον ψυχικόν καθήκον να εκδηλώσω διά μίαν υστάτην φοράν τα αισθήματα αγάπης άτινα επί μακρότατα έτη έτρεφον διά τον μεταστάντα. Ατυχώς τα ιδικά μου αγνά αισθήματα ηθέλησαν να καταδολιευθούν άγνωστα εις εμέ άτομα ως και ομάδες ανθελληνικώς ενεργούσαι. 
Μάλιστα, μερικοί μεταξύ των οποίων και συγγενείς -και αυτό το γράφω μετά βαθύτατης θλίψεως- ασεβούντες εις την μνήμην του και εις το θείον μυστήριον της ταφής, επωφελήθησαν της ιεροτελεστίας και επεδίωξαν ανίερον πολιτικήν εκμετάλλευσιν. Ούτω ευρέθην προ μιας πλεκτάνης, εις την οποίαν βεβαίως δεν ήτο δυνατόν να μετέχω εγώ ουδέ επί ελάχιστον και ουδέ καν να την διανοηθώ ηδυνάμην, πλεκτάνη την οποίαν μετά βδελυγμίας αποκηρύσσω. 
Ήτο τοιαύτη η αγανάκτησίς μου, ώστε όταν είδον θορυβοποιούς τινάς φέροντας επιδεικτικώς εις την κηδείαν του Γεωργίου Παπανδρέου ερυθρούς λαιμοδέτας και ερυθρά μανδήλια, κρατούντας δε ερυθρά άνθη, και ασέμνως φωνασκούντας, ήνοιξα το παράθυρον του αυτοκινήτου μου και διεμαρτυρήθην κατά τον εντονότερον τρόπον (...). 
Θα σας παρεκάλουν όμως, εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε, όπως μου επιτρέψητε ίνα, επωφελούμενη της παρούσης ευκαιρίας, σας διατυπώσω και ωρισμένας ειδικωτέρας σκέψεις μου, σκέψεις μιας Ελληνίδος ήτις έζησεν εντόνως και πλειστάκις ενεργώς τον πολιτικόν βίον της χώρας μας από πολλών ήδη δεκαετιών. 
Αισθάνομαι δε την ανάγκην όπως διακηρύξω απεριφράστως ότι είμαι μαζί σας, διότι η Επανάσταση της 21ης Απριλίου 1967 έσωσε την Ελλάδα από τον μετά βεβαιότητος επερχόμενον κομμουνιστικόν κίνδυνον. Και επειδή είμαι μητέρα, μάμμη, προμαμμή και δισπρομάμμη, επιθυμώ να ζήσουν και τα τέκνα μου, και οι εγγονοί μου και οι δισέγγονοι μου και οι τρισέγγονοι μου ως ελεύθεροι Έλληνες και όχι ως δούλοι μιας ερυθράς δικτατορίας. 
Ιδού διατί από της πρώτης στιγμής ετάχθην υπέρ της Επαναστάσεως, γεγονός το οποίο ουδόλως απέκρυπτον εις όλας τας συζητήσεις μου. Τούτο, σήμερον, μου δίδεται η ευκαιρία να διακηρύξω και δημοσία με πάσαν της ψυχής μου δύναμιν, και να εκφράσω, ως Ελληνίς, την απεριόριστον ευγνωμοσύνην μου προς τον Εθνικόν μας Στρατόν και προς υμάς προσωπικώς, εντιμότατε κύριε Γεώργιε Παπαδόπουλε. 
Προχωρείτε απερίσπαστος, κύριε Πρόεδρε της Εθνικής Κυβερνήσεως, και με την βοήθειαν και συμπαράστασιν όλων μας δημιουργείτε την νέαν και ισχυρά Ελληνικήν Ελλάδα (...). Ο Θεός ας ευλογή κάθε στιγμήν το σωστικόν έργον σας και ας μας προστατεύη εις κάθε βήμα σας. 
Είθε δε τούτο να συνεχισθή επί μακρά-μακρότατα έτη, διά να ζήση η Ελλάς και διά να ευημερούν οι Έλληνες. 
Σας ευχαριστώ και σας δίδω την ευχήν μου.
Κυβέλη Γεωργίου Παπανδρέου».

Ο γιος της, Γιώργος Γεωργ. Παπανδρέου, ισχυρίστηκε αργότερα ότι η Κυβέλη δέχθηκε να υπογράψει επειδή φοβόταν για τον ίδιο, διότι ο Κωνσταντίνος Βοβολίνης της διαμήνυσε ότι θα τιμωρούνταν όσοι ευθύνονταν για τον πολιτικό χαρακτήρα που πήρε η κηδεία. Με τη σειρά της η η εγγονή της, Βάνα Φιλιππίδη είπε: «Ας μην καταδικάσουμε μια γυναίκα που σε όλη της τη ζωή υπερασπίστηκε με πάθος τη Δημοκρατία και στα τελευταία χρόνια της ζωής της έκανε ένα λάθος». Το 1994 άγνωστοι κακοποίησαν το άγαλμα της Κυβέλης, δωρεά των Γιάννη και Δημήτρη Χορν, που είχε στηθεί έξω από Θεατρικό Μουσείο στην οδό Ακαδημίας. Τότε ο Γιάννης Χορν, με επιστολή του στην ημερήσια Αθηναϊκή εφημερίδα «Τα Νέα», εξηγούσε ότι η Κυβέλη ήταν 86 ετών όταν υπέγραψε την επιστολή, ενώ ο τότε διευθυντής του Θεατρικού Μουσείου Εμμανουήλ Κορρές δήλωσε στην εφημερίδα «Βήμα» ότι: «Είναι φανερό ότι το γράμμα αυτό γράφηκε από άλλον και η Κυβέλη -90 ετών τότε- υπέγραψε χωρίς να ξέρει το περιεχόμενο, ούτε τη σκοπιμότητα». Η αλήθεια είναι πως το 1968 η Κυβέλη ήταν σε άριστη κατάσταση υγείας, όπως προκύπτει από τις φωτογραφίες της στην κηδεία του Παπανδρέου και διάνυε το ογδοηκοστό έτος της ηλικίας της.

Διακρίσεις / Βραβεύσεις

Η Κυβέλη Αδριανού τιμήθηκε με:

  • το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος [9] το 1919, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο Παρίσι για την έως τότε καλλιτεχνική προσφορά της,
  • το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών,
  • τον Ανώτερο Ταξιάρχη Ευποιΐας,
  • το Γαλλικό Μετάλλιο Ακαδημαϊκών Δαφνών,
  • το μετάλλιο της πόλεως της Ρόδου και
  • το χρυσό μετάλλιο Τιμής του Δήμου Θεσσαλονίκης.

Το τέλος της

Στις 20 Ιουλίου του 1977, σχεδόν δέκα μήνες πριν τον θάνατο της, η Κυβέλη υπέστη σοβαρότατο εγκεφαλικό επεισόδιο [10] εξ αιτίας του οποίου υπέστη ελαφρά πάρεση στη δεξιά πλευρά του σώματος της από την οποία σταδιακά επανέρχονταν όμως τον Μάρτιο του 1978, λίγες ημέρες μετά τον θάνατο της Σοφίας Βέμπο, υπέστη νέο εγκεφαλικό από το οποίο απώλεσε το κέντρο του λόγου και έκτοτε δεν κατόρθωσε να μιλήσει. Όλο αυτό το διάστημα νοσηλεύτηκε στο δωμάτιο 1012 του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», όπου άφησε την ύστατη πνοή της λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Παρασκευής 26 Μαΐου 1978. Σύμφωνα με απόφαση της κυβερνήσεως του Κωνσταντίνου Καραμανλή η κηδεία της [11] τελέστηκε με δημόσια δαπάνη και κατά την επιθυμία της ενταφιάστηκε στο πλάι του συζύγου της Γεωργίου Παπανδρέου.

Μνήμη Κυβέλης Αδριανού

Σχετικά με τους βιολογικούς γονείς της Κυβέλης αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες μία από τις οποίες αναφέρει ότι ήταν εξώγαμο τέκνο του βασιλιά Γεωργίου Α'. Η θετή μητέρα θεωρούσε συμφορά την ενασχόληση της Κυβέλης με την υποκριτική τέχνη. Την Κυβέλη την ονόμασαν Μεγάλη Κυρία του Θεάτρου, το αντίπαλο δέος της Μαρίκας Κοτοπούλη, η γυναίκα που προκαλούσε θαυμασμό, πάθος, πόθο και αντικείμενο κουτσομπολιού σε μια Αθήνα που την λάτρευε όσο και την αντιπαθούσε. Ήταν η ηθοποιός που κυριάρχησε σε ρόλους τόσο κωμικούς όσο και δραματικούς για περίπου επτά δεκαετίες κι αυτό που την έκανε να ξεχωρίζει ήταν ότι όσο καθηλωτική ήταν η ερμηνεία της στις τραγωδίες τόσο ήταν και στις κωμωδίες. Υπήρξε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στον χώρο του Ελληνικού θεάτρου και μέχρι σήμερα η μνήμη της παραμένει αναλλοίωτη καθώς με την μόρφωση, την γοητεία και την ομορφιά της προκάλεσε παράφορα πάθη. Υπήρξε απόλυτο συνώνυμο του ταλέντου, της χάρης και της μεγάλης υποκριτικής τέχνης, μια εξαιρετικά καλλιεργημένη ηθοποιός με διαχρονικά έντονη πολιτική δράση που λατρεύθηκε για το πνεύμα και την ομορφιά της.

Η Κυβέλη, όπως και η Κοτοπούλη, ήταν ένα πολιτιστικό και κοινωνικό φαινόμενο. Ως το 1934 οι βενιζελικοί συνωστίζονταν να την παρακολουθήσουν ενώ οι βασιλόφρονες θαύμαζαν την Κοτοπούλη. Οι δύο πλευρές δημιουργούσαν συχνά επεισόδια κάθε φορά που συναντιόντουσαν στους αθηναϊκούς δρόμους. Διατηρούσε αλληλογραφία με τον Γάλλο συγγραφέα Αλμπέρ Καμί τον οποίο έδειχνε να συμπονά καθώς ήταν κι αυτός χτυπημένος από τη φυματίωση όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου, και του έγραφε: «...Αυτή η αρρώστια του χάριζε διαύγεια, ερωτισμό κι έναν πυρετώδη οίστρο. Αλμπέρ, η ψυχή δεν σκέφτεται χωρίς φαντάσματα, κι εσείς κι εγώ περάσαμε όλων των μορφών τις τυραννίες, το ρήγμα σημασίας και νοήματος». Ο Μάριος Πλωρίτης αναφέρει: «Η Κυβέλη... Μνημείο της ιστορίας του θεάτρου μας ... μνήμη πρώτα μιας πρωτοπορίας -της “Νέας Σκηνής”- ... μνήμη, έπειτα μιας εποχής όπου η προσωπικότητα, η γοητεία, το ταλέντο του ηθοποιού αποτελούσε τα άπαντα του Θεάτρου. Και η Κυβέλη τα είχε αυτά άφθονα, ως το τέλος της.»

Ινστιτούτο Κυβέλη [12]

Το Ινστιτούτο, ιδρύθηκε το 1999 από τη δισέγγονη της Κυβέλης την Βαλεντίνη Ποταμιάνου, αποτελεί έναν πολιτιστικό φορέα που στοχεύει στην έρευνα σχετικά με την Ελληνική θεατρική ιστορία, αναδεικνύοντας παράλληλες διεργασίες στον ευρωπαϊκό και στο διεθνή χώρο. Με αφετηρία την περιπέτεια της οικογένειας της Κυβέλης που απλώθηκε στο θέατρο, στην πολιτική και στην τέχνη στον 20ο αιώνα, οργανώνει πολιτιστικές συνεργασίες και προωθεί τον Ελληνικό πολιτισμό. Σκοπούς του Ινστιτούτου αποτελούν η διάσωση, η έρευνα, η αξιοποίηση και η ανάδειξη ιστορικού υλικού που αφορά το ελληνικό κι ευρωπαϊκό θέατρο του 20ου αιώνα, με αφορμή τη ζωή και το έργο της Κυβέλης και της οικογένειάς της.
Η Οικία Κυβέλη στην Ερμούπολη της Σύρου είναι ένα αστικό σπίτι του 1870 στην ενορία του Αγίου Νικολάου, σ' ένα δρόμο πίσω από το θέατρο Απόλλων. Αποφασίστηκε να γίνει Μουσείο γιατί εκεί πρωτόπαιξαν η Κυβέλη και ο Μήτσος Μυράτ, στο ίδιο θέατρο, το 1904. Στην οικία στεγάζεται το μουσείο στην μνήμη της Κυβέλης. Έπιπλα, κοστούμια, αντίκες, προσωπικά αντικείμενα, φωτογραφίες από παραστάσεις και ταξίδια στις πόλεις της ελληνικής διασποράς, αφηγήσεις και επιστολές, όπως οι περίπου 350 επιστολές μεταξύ της Κυβέλης και του Παπανδρέου που καλύπτουν τη χρονική περίοδο 1920-47, videos και αναμνηστικά, παρουσιάζουν την ταυτότητα μιας γοητευτικής, περιπετειώδους ζωής. Το αρχείο της Κυβέλης ανήκε αρχικά στο Ινστιτούτο Κυβέλη όμως πλέον βρίσκεται στην κατοχή του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Διαβάστε τα λήμματα

Παραπομπές

  1. [Πέθανε η Κυβέλη Εφημερίδα «Μακεδονία», 26 Μαΐου 1978, σελίδες 1η & 11η.]
  2. [Η Κυβέλη κηδεύτηκε Εφημερίδα «Μακεδονία», 28 Μαΐου 1978, σελίδα 23η.]
  3. [Πλήρης γενεαλογία των οικογενειών της Κυβέλης kyveli.eu]
  4. [Η Μαρία Αδριανού κατάφερε να υιοθετήσει την μικρή από το βρεφοκομείο, αξιοποιώντας την γνωριμία της με τον Μήτσο Λεονάρδο, ανώτερο υπάλληλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, γνωστό οπαδό του Χαρίλαου Τρικούπη και ευυπόληπτου μέλους της κοινωνίας των Αθηνών.]
  5. [Εφημερίδα «Νέον Άστυ», φύλλο 28ης Ιουλίου 1907.]
  6. [Η πρώτη παρουσία του Ελευθέριου Βενιζέλου στην πλατεία του θεάτρου Κυβέλης πραγματοποιήθηκε στις 2 Ιουνίου 1911 στην Φωτεινή Σάντρη του Γρηγορίου Ξενόπουλου.]
  7. [«Δια τα άπορα των ηθοποιών», εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», φύλλο 28ης Μαρτίου 1942.]
  8. [Ο Παραμυθάς πετάει ακόμη Νίκος Πιλάβιος, popaganda.gr]
  9. [«Η παρασημοφορία της Κυβέλης», εφημερίδα «Εστία», 24 Ιουνίου 1919.]
  10. [Βαριά άρρωστη η Κυβέλη Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 24 Μαΐου 1978, σελίδα 4η.]
  11. [Σαν μεγάλη κυρία αποχώρησε η Κυβέλη. Εφημερίδα «Μακεδονία», 27 Μαΐου 1978, σελίδα 5η.]
  12. [Ινστιτούτο Κυβέλη]