Γεώργιος Στρέιτ

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Γεώργιος Στρέιτ, Έλληνας νομομαθής και καθηγητής του Δημόσιου και Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου, ακαδημαϊκός και πολιτικός, γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1868 στην Πάτρα και πέθανε στις 27 Δεκεμβρίου 1948 στην Αθήνα.

Ήταν παντρεμένος από το 1898 με την Ιουλία {Λιλή} Καραθεοδωρή, αδελφή του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή, κορυφαίου μαθηματικού και κόρη του Στέφανου Καραθεοδωρή, πρεσβευτή της Τουρκίας στο Βέλγιο και απέκτησαν δύο παιδιά, το 1903 τη Δέσποινα, μετέπειτα σύζυγο Ιωάννη {Χανς} Γερουλάνου, και το 1910 το Στέφανο, μετέπειτα σύζυγο της Λουκίας Μαυρομάτη. Δισέγγονος του είναι ο Παύλος Γερουλάνος, υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση του Γιώργου Ανδρέα Παπανδρέου.

Γεώργιος Στρέιτ

Βιογραφία

Γονείς του ήταν ο Στέφανος Στρέιτ και η Βικτωρία Λόντου, κόρη του Ανδρέα Χριστόδουλου Λόντου, αγωνιστή της Ελληνικής επαναστάσεως του 1821. Παρακολούθησε τα μαθήματα στοιχειώδους και μέσης εκπαιδεύσεως στο Παιδαγωγείο του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων [1], στο Ελληνικό Λύκειο του Σιμόπουλου και στο Βασιλικό Γυμνάσιο της Λειψίας. Στη συνέχεια φοίτησε στη Νομική σχολή της Αθήνας και στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας όπου το 1892, ανακηρύχθηκε διδάκτορας με θέμα στην διδακτορική διατριβή του «Περί αντιστάσεως κατά της Αρχής». Ο Στρέιτ διετέλεσε προσωπικός καθηγητής του τότε Διαδόχου Κωνσταντίνου Α'.

Ακαδημαϊκή καριέρα

Το 1894 ανακηρύχθηκε υφηγητής [2], το 1897 τακτικός και το 1938 επίτιμος καθηγητής του Δημοσίου και Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών. Ήταν μέλος της επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων από το 1896 ως το 1906. Εργάστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών ως σύμβουλος & διευθυντής του και το 1910 διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στη Βιέννη. Με τη δράση και τη νομική του κατάρτιση αναδείχθηκε σε μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες της ελληνικής νομικής επιστήμης και συμμετείχε σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές για την εκπόνηση και αναθεώρηση του Αστικού Κώδικα, ενώ διετέλεσε νομικός σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών και αντιπροσώπευσε επανειλημμένα τη χώρα σε διεθνείς συναντήσεις.

Το 1913 σε συνάντησή του στο Βερολίνο με τον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή αποδέχτηκε την πρόταση για την ίδρυση Πανεπιστημίου στην Θεσσαλονίκη και υποστήριξε με συνέπεια και επιμονή την εθνική ανάγκη ιδρύσεως του στην Θεσσαλονίκη, καθώς πίστευε ότι θα συντελούσε στην εξέλιξη της σε εθνικό και πολιτισμικό κέντρο, ενώ συνέταξε σχέδιο οργανισμού για το υπό ίδρυση Πανεπιστήμιο. Ήταν μέλος της Ακαδημίας του Διεθνούς Δικαίου και μέλος του Διαρκούς Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου στη Χάγη. Το 1927 εκλέχτηκε τακτικό μέλος [3] της Ακαδημίας Αθηνών και το 1931 πρόεδρός της [4] , χωρίς να ασκήσει ποτέ τα καθήκοντά του.

Πολιτική δράση

Τον Ιούλιο του 1910 ήταν έκτακτος απεσταλμένος και πληρεξούσιος υπουργός στη Βιέννη και εργάστηκε για τη βελτίωση των Ελληνοαυστριακών σχέσεων, ενώ τον Δεκέμβριο του 1912 διορίστηκε, μέχρι τον Ιούνιο του 1913, έκτακτος απεσταλμένος πληρεξούσιος υπουργός της Ελλάδος στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης [5] στο Λονδίνο. Τον Δεκέμβριο του 1913 διορίστηκε εξωκοινοβουλευτικός υπουργός Εξωτερικών, ως πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης των Βασιλιά Κωνσταντίνου Α' και του πρωθυπουργού στην κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Υποστήριξε εξωτερική πολιτική αυστηρής ουδετερότητας της Ελλάδας έναντι των δύο συνασπισμών, καθώς θεωρούσε ότι η χώρα δεν έπρεπε να θέσει σε κίνδυνο τα εδαφικά κέρδη της από τους Βαλκανικούς πολέμους. Η στάση του θεωρήθηκε Γερμανόφιλη, και προκάλεσε διάσταση απόψεων, μεταξύ πρωθυπουργού και βασιλιά, οδηγώντας τον σε παραίτηση από την θέση του τον Αύγουστο του 1914, για να μην διαταραχθούν οι πολιτικές ισορροπίες.

Σύμφωνα με την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» [6]:

«..Ο Κωνσταντίνος, αντίθετα, ο κυριότερος πολιτικός του σύμβουλος και υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Στρέιτ και το Γενικό Επιτελείο, πεπεισμένοι για την τελική νίκη της Γερµανίας και ιδεολογικά προσανατολισμένοι προς το κοινωνικοπολιτικό της σύστημα, υποστήριζαν πολιτική διαρκούς ουδετερότητας, αφού η ευπρόσβλητη από τη θάλασσα Ελλάδα δεν ήταν δυνατό να πάρει το μέρος των Κεντρικών ∆υνάμεων. Η βασική αυτή διαφορά απόψεων έγινε για πρώτη φορά φανερή σε σύσκεψη του υπουργικού συμβουλίου στις 24 Ιουλίου / 6 Αυγούστου 1914, στην οποία ο Στρέιτ υποστήριξε την πολιτική «διαρκούς ουδετερότητας». Ο Βενιζέλος, ολοένα και περισσότερο ενοχλημένος από τη στάση του Στρέιτ, υποστήριξε ότι η ουδετερότητα θα πρέπει να είναι προσωρινή και να εγκαταλειφθεί σε περίπτωση που η Βουλγαρία εξαπέλυε επίθεση κατά της Σερβίας ή σε περίπτωση που οι δυνάμεις της Αντάντ έκαναν ικανοποιητικές προτάσεις στην Ελλάδα για την έξοδό της στον πόλεµο στο πλευρό τους. Συνέπεια αυτής της διαφωνίας ήταν να υποβάλει ο Στρέιτ την παραίτησή του. Ο Βενιζέλος όµως, που ήθελε να κερδίσει χρόνο και να προλάβει κυβερνητική κρίση αρνήθηκε να την αποδεχτεί». 

Την περίοδο του Διχασμού ήταν βασιλικός σύμβουλος, και το 1917 ακολούθησε τη βασιλική οικογένεια στην εξορία της στην Ελβετία, αναπτύσσοντας δραστηριότητα για την προβολή των θέσεων της βασιλικής παράταξης στο εξωτερικό. Το 1922, ως αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών, ανέλαβε πρωτοβουλίες για τη σωτηρία των προσφύγων. Μετά το 1922 έπαψε την ανάμιξη του στην πολιτική και τη σύνδεσή του με τον βασιλιά, ενώ δραστηριοποιήθηκε εκ νέου μετά το 1934, όταν φάνηκε να πλησιάζει η πιθανότητα της Παλινόρθωσης του στέμματος στην Ελλάδα και υπήρξε σύμβουλος του Βασιλιά Γεωργίου Β, ως την κήρυξη του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου από τον Ιωάννη Μεταξά, με το οποίο ήταν αντίθετος, ενώ το 1933 εξελέγη αριστίνδην γερουσιαστής. Προσωπικές του επιλογές και εισηγήσεις ήταν η πρωθυπουργοποίηση του Κωνσταντίνου Δεμερτζή, μετά τις εκλογές του 1936, η τοποθέτηση του Θ. Αγγελόπουλου ως αρχηγού του πολιτικού γραφείου του Βασιλιά και η τοποθέτηση του Σπύρου Μαρκεζίνη ως βασιλικού νομικού συμβούλου.

Διακρίσεις

Ήταν μέλος της Διεθνούς Ναυτικής Ενώσεως, νομικός σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, της Ανώνυμης Εταιρείας Υδάτων Αθηνών-Πειραιώς-Περιχώρων και της εταιρείας Lake Copais Cο. Διετέλεσε μέλος συλλόγων και εταιρειών και τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις. Το όνομα του περιλαμβάνεται μεταξύ των επιφανών Ελλήνων Τεκτόνων και ήταν μέλος της στοάς «Πυθαγόρας» [7]

Εργογραφία

Σημαντικότερα νομικά έργα του θεωρούνται τα

  • «Σύστημα Διεθνούς Ιδιωτικού Δικαίου», [τόμος 1, βιβλίο Α΄ Αθήνα, εκδ. Σακελλαρίου 1906]
  • «Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο», [συνεργασία με τον Π. Γ. Βάλληνδα, 2 τόμοι, Αθήνα, Πυρσός, 1937]
  • «Το κρητικό ζήτημα από διεθνούς απόψεως»,
  • «Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου εισαγωγή»,
  • «Η θέσις των Μεγάλων Δυνάμεων από απόψεως Διεθνούς Δικαίου»,
  • «Η εν Χάγη συνδιάσκεψις της ειρήνης»,
  • «Η ναυτική συνδιάσκεψις του Λονδίνου».

Τήρησε λεπτομερές ημερολόγιο για την εποχή του Εθνικού Διχασμού, ενώ το προσωπικό του Αρχείο που φυλάσσεται στο Ε.Λ.Ι.Α. είναι πολύ σημαντικό εργαλείο για την κατανόηση των Βασιλικών θέσεων. Το ημερολόγιο του:

  • «Γεωργίου Στρέιτ, Ημερολόγιον–Αρχείον», [Αθήνα 1964, 1965, 1966, 2 τόμοι], που καλύπτει την περίοδο από 1 Αυγούστου 1914 έως 23 Σεπτεμβρίου 1915 έχει δημοσιευτεί από ομάδα επιστημόνων υπό τον Παναγιώτη Πιπινέλη.

Παραπομπές