Νικήτας Σταματελόπουλος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

O Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς, γνωστός με το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος», Έλληνας εθνικός ήρωας και αγωνιστής της Επαναστάσεως του 1821, που χρημάτισε αρχιστράτηγος, γενικός αρχηγός, αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού, γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου του 1782 [1] στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα [2] των Πίσω Χωριών του Μυστρά, στο σημερινό χωριό Νέδουσα [3] Φαλαισίας του Νομού Μεσσηνίας, στην Πελοπόννησο και πέθανε [4] στις 6 το πρωί της 25ης Σεπτεμβρίου 1849 στo σπίτι του στην Καστέλα του Πειραιώς. Η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε στον Ιερό ναό της Αγίας Ειρήνης επί της οδού Αιόλου στην Αθήνα και τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο Νεόφυτος Βάμβας. Ο Νικηταράς τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, δίπλα στον τάφο του θείου του, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, όπου τον επιτάφιο λόγο [5] εκφώνησε ο λογοτέχνης και ποιητής Παναγιώτης Σούτσος.

Νικηταράς (Ελαιογραφία)
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 2 Ιανουαρίου 1782 [6]
Τόπος: Μεγάλη Αναστάσοβα, Μυστράς,
Πελοπόννησος (Ελλάδα) [7]
Θάνατος: 25ης Σεπτεμβρίου 1849
Τόπος: Καστέλα, Πειραιάς, (Ελλάδα)
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Εθνικός ήρωας και αγωνιστής

Ήταν παντρεμένος με την Αγγελίνα Ζαχαριά, την κόρη του πρωτοκαπετάνιου Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη [8] με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, την Σοφία, που τρελάθηκε μετά την φυλάκιση του πατέρα της, την Ρεγγίνα, η οποία παντρεύτηκε στην Ύδρα τον Γιαννίτση και έζησαν στο Ναύπλιο, στο παλιό σπίτι του Νικηταρά, και δεν απέκτησαν απογόνους, καθώς και τον Γιάννη Νικηταρά-Σταματελόπουλο [9] που ακολούθησε καριέρα στρατιωτικού έφτασε ως το βαθμό του Ταγματάρχη κι έζησε με την σύζυγο του στην Πελοπόννησο.

Βιογραφία

Ο Νικήτας καταγόταν από οικογένεια οπλαρχηγών. Πατέρας του ήταν ο Σταματέλος Τουρκολέκας, αρματωλός στο Λιοντάρι και στη Σαμπάτσικα, μπατζανάκης του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και μητέρα του η Σοφία, δευτερότοκη θυγατέρα της οικογένειας του Δημητρίου Καρούτσου, προεστού από το χωριό Άκοβος του Λεονταρίου. Αδελφές της μητέρας του ήταν η Αικατερίνη, σύζυγος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και και η Μαρία, συζύγος του Γιωργάκη Μεταξά από τον Άκοβο, καθώς και της συζύγου του Δημητρίου Κάρτσωνα από τα Αρφαρά, το όνομα της οποίας είναι προς το παρόν άγνωστο. Από τα αδέλφια του Νικήτα Σταματελόπουλου είναι γνωστά μόνο ο Ιωάννης Τουρκολέκας [10] [11], καθώς και ο Νικόλαος Σταματελόπουλος, ο οποίος σκοτώθηκε στην πολιορκία του Ναυπλίου. Ο Νικηταράς μεγάλωσε στο χωριό Τουρκολέκα της Επαρχίας Μεγαλοπόλεως στο σημερινό νομό Αρκαδίας στην Πελοπόννησο και έτσι η παράδοση, όπως εκφράζεται από τους στίχους ενός Δημοτικού τραγουδιού, τον θέλει Τουρκλεκιώτη [12].

Πολεμική δράση

Ήταν ανιψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και με την αξία του κατέκτησε την δεύτερη θέση στην ιεραρχία της οικογένειας αμέσως μετά τον θείο του. Ο Νικηταράς σε ηλικία 11 χρονών εντάχθηκε ως κλέφτης στην ομάδα του πατέρα του, όταν τουφέκισε έναν Τούρκο στο χωριό Λεοντάρι Μεγαλοπόλεως και στη συνέχεια εντάχθηκε στο σώμα του πρωτοκλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη αλλά και του θείου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Δύο χρόνια αργότερα, το 1805, μετέβη στη Ζάκυνθο όπου κατατάχθηκε στο Ρωσικό στρατό που πολεμούσε στην Ιταλία με τους Γάλλους του Ναπολέοντα. Μετά τη μάχη του Αούστερλιτς, όταν οι Γάλλοι νίκησαν τους Ρώσους, ο Νικηταράς επέστρεψε στα Επτάνησα που υποτάχθηκαν το Ναπολέοντα με την συνθήκη του Τίλσιτ και μαζί με τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, που εκείνη την εποχή ασκούσε το επάγγελμα του ζωέμπορου και χασάπη, υπηρέτησαν στο Γαλλικό στρατό. Στη συνέχεια όταν τα Επτάνησα πέρασαν στην κυριαρχία των Άγγλων ο Νικηταράς κατατάχθηκε στον Αγγλικό στρατό σαν εθελοντής αξιωματικός στα ελληνικά τάγματα, υπό τις διαταγές του κατοπινού αρχιστράτηγου του ελληνικού στρατού Ριχάρδου Τσουρτς. Το 1816 οι Τούρκοι συνέλαβαν στα Βάτικα, στην περιοχή της σημερινής κωμοπόλεως Νεάπολη του Νομού Λακωνίας, τον πατέρα, τον αδελφό και τον κουνιάδο του Νικηταρά, τους οποίους αποκεφάλισαν κι έστειλαν τα κεφάλια τους στον Τούρκο διοικητή της Πελοποννήσου στην Τρίπολη.

Εθνεγερσία του 1821

Στις 18 Οκτωβρίου του 1818 στην Καλαμάτα ο Νικηταράς έγινε μέλος στη «Φιλική Εταιρεία» κι ορκίστηκε στους σκοπούς της από τον Φιλικό Ηλία Χρυσοσπάθη. Μαζί με τον Αναγνωσταρά και αργότερα τον Δημήτριο Πλαπούτα περιόδευσε την Πελοπόννησο κατηχώντας πολλούς και ετοιμάζοντας τον λαό για τον επερχόμενο ξεσηκωμό. Τον Φεβρουάριο του 1821 ο Νικηταράς αποβιβάστηκε στη Μάνη, όπου λίγο καιρό πριν είχαν αποβιβαστεί ο Κολοκοτρώνης, ο Παπαφλέσσας και ο Αναγνωσταράς και προετοίμαζαν τον ξεσηκωμό του γένους. Στις 22-23 Μαρτίου του 1821 με δυο χιλιάδες στρατό, οι Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Παπαφλέσσας, Πετρόμπεης, Μούρτζινος κλπ. και ξεκίνησαν την Επανάσταση, ενώ παράλληλα ο Νικηταράς στρατολογούσε πολεμιστές στα χωριά του Λεονταρίου στην περιοχή Σκορτσινού, τους οποίους συντηρούσε με δικά του έξοδα.

Στις 7 Μαΐου του 1821 ο Κολοκοτρώνης αποφάσισε να στείλει στο Ναύπλιο τον Νικηταρά, όμως του έδωσε εντολή να μαζέψει κριθάρι για τα στρατεύματα και μολύβι από τα άφθονα τζαμιά της επαρχίας. Ο Νικηταράς παρέλαβε 150 Καρυτινούς μαζί με το αδελφό του Νικόλαο, και αφού ενώθηκε με τον Κωνσταντίνο Αλεξανδρόπουλο και τους 58 Στεμνιτσιώτες του αναχώρησε για το Ναύπλιο. Στις 24 Μαΐου του ίδιου χρόνου ο Νικηταράς συμμετείχε στη νικηφόρα μάχη στο Βαλτέτσι, όπου 2.000 Έλληνες με οπλαρχηγούς Κολοκοτρώνη, Νικηταρά, Μαυρομιχαλαίους, Αναγνωσταρά, Κεφαλά, νίκησαν 7.000 Τούρκους, που στρατοπεδεύαν στην Τρίπολη [13]. Μετά το Βαλτέτσι, o Κολοκοτρώνης ανέθεσε στον Νικηταρά την απελευθέρωση του Ναυπλίου. Περνώντας με το στράτευμά του από τα Δολιανά, ζήτησε από τους Δολιανίτες να του δώσουν ένα κρασί για τους πολεμιστές του κι αυτοί αρνήθηκαν. Πριν ο Νικηταράς φτάσει στο Άργος αγγελιοφόρος σταλμένος από τα Δολιανά, τον ενημέρωσε ότι έρχονται Τούρκοι και οι κάτοικοι ζητούν τη βοήθεια του. Οργισμένος ο αδελφός του Νικηταρά απάντησε: «Ένας να μην μείνει. Εμείς σας ζητήσαμε ένα φόρτωμα κρασί και δεν μας δώσατε ούτε ένα ποτήρι», όμως ο Νικηταράς επέπληξε τον αδελφό του: «Τι είναι αυτά που λες; Εμείς πάμε στ’ Ανάπλι να πολεμήσουμε τους Τούρκους και τώρα που έρχονται αυτοί σε μας θα τους αφήσουμε;» Στην επιστροφή του στα Δολιανά ο Νικηταράς κατατρόπωσε τα Τουρκικά στρατεύματα κι όπως καταγράφηκε από τη μούσα του Ελληνικού λαού: «Πόλεμος στα Δολιανά σκούζουν μάνες και παιδιά. Ο καπετάν Νικηταράς πολεμάει σαν πασάς».

Ο Νικηταράς διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην απελευθέρωση της Τρίπολης και μετά την κατάληψη της πόλεως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης του ανέθεσε να επιτηρήσει την κατάπαυση της σφαγής των Τούρκων και των Εβραίων συνεργατών τους, η οποία κράτησε τρεις μέρες. Στις 9 Δεκεμβρίου 1821 η Πελοποννησιακή Γερουσία εξέλεξε τους πρώτους τέσσερις στρατηγούς: τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Νικηταρά, τον Β. Πετμεζά και τον Π. Γιατράκο. Όταν πήρε εντολή από τον Ιωάννη Κωλέττη να συναντήσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στον Παρνασσό, έστειλε κρυφά αγγελιοφόρο στον Οδυσσέα ο Ιωάννης Κωλέττης και τον ειδοποίησε ότι έρχεται ο Νικηταράς δήθεν να τον σκοτώσει και να πάρει το στράτευμα. Μαθαίνοντας αυτό ο Ανδρούτσος έστησε μπλόκο και συνέλαβε τον Νικηταρά, τον οποίο διέταξε να οδηγήσουν στη σπηλιά που έμενε. Μόλις αντίκρυσε τον Οδυσσέα του είπε: «Τι καμώματα είναι αυτά Δυσσέα;» κι αυτός του διηγήθηκε τι του διαμήνυσε ο Κωλέττης. Τότε του είπε ο Νικηταράς: «Επειδή και στο μέλλον θα επιχειρήσουν τα ίδια, εγώ προτείνω να γίνουμε αδελφοπιτοί». Ο Οδυσσέας τον κοίταξε. Παίρνει ο Νικηταράς το γιαταγάνι του και χαράζει το χέρι του να τρέξει αίμα. «Αν με πιστεύεις κάνε και συ το ίδιο», του λέει. Τότε ο Οδυσσέας χαράζει το χέρι του και το βάζει πάνω στο χέρι του Νικηταρά κι έγιναν αδέλφια.

Τον Δεκέμβριο του 1821 ο Νικηταράς συμμετείχε στην πολιορκία του Ναυπλίου όπου κινδύνευσε να αιχμαλωτισθεί από τους Τούρκους, ενώ τον Απρίλιο του 1822 με 700 παλικάρια πήρε μέρος στην μάχη της Στυλίδας και της Αγίας Μαρίνας στο πλευρό του Ανδρούτσου. Στην μάχη στα Δερβενάκια, στην καταστροφή του στρατεύματος του Δράμαλη, ο Νικηταράς απόκτησε το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος», καθώς έσπασε τρία γιαταγάνια, το δε τρίτο όπως ήταν σπασμένο έκαναν προσπάθεια οι στρατιώτες του να του το βγάλουν από το χέρι του, το οποίο είχε μουδιάσει και δεν άνοιγε. Μετά τη μάχη οι πολεμιστές άρχισαν να μοιράζουν τα λάφυρα κι αναζήτησαν τον Νικηταρά που είχε αποτραβηχτεί να ξεκουραστεί. Τον ρώτησαν τι θέλει κι αυτός τους είπε: «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη», όμως μετά από την επιμονή των συμπολεμιστών του, πήρε μια σέλα, μια ταμπακέρα ξυλόγλυπτη κι ένα σπαθί. Την σέλα χάρισε αμέσως σε συμπολεμιστή και φίλο του. Την ταμπακέρα, την έστειλε στην γυναίκα του Αγγελίνα με το σημείωμα « Την στέλνω σε σένα που αγαπώ ύστερα από την Πατρίδα. Λάβε την για να με θυμάσαι». Το ξίφος το έστειλε στην Ύδρα για τις ανάγκες του στόλου. Οι πρόκριτοι όμως του νησιού, το επέστρεψαν λέγοντας ότι το σπαθί αυτό, μόνον όταν το κρατεί το χέρι του Νικηταρά έχει αξία. Αργότερα ο Νικηταράς χάρισε ένα μικρόσωμο και δίχως ουρά άλογο στον λαϊκό ποιητή Παναγιώτη Κάλα, γνωστό ως «Τσομπανάκος» [14] που θεωρήθηκε «Τυρταίος» ή «Πίνδαρος» της Εθνεγερσίας του 1821. Ο Νικηταράς πρόσφερε το σπαθί του στον έρανο της Πελοποννησιακής Γερουσίας για να αγοραστούν καύσιμα προκειμένου να κινηθεί ο Ελληνικός στόλος για τον ανεφοδιασμό του Μεσολογγίου.

Στις εμφύλιες διαμάχες του 1823, ο Νικηταράς τάχθηκε με το μέρος του Κολοκοτρώνη και κατά της κυβερνήσεως του Γεωργίου Κουντουριώτη. Στις 24 Ιουλίου 1825 ο Νικηταράς ήταν ένας από εκείνους που αρνήθηκαν να υπογράψουν το «Ψήφισμα της Υποτέλειας», που αναγνώριζε ως μοναδική προστάτιδα δύναμη της Ελλάδας τη Μεγάλη Βρετανία. Ο νέος κυβερνήτης Ιωάννης Κωλέττης, κάλεσε τον Γκούρα από την Ρούμελη να κατέβει με στρατό στην Πελοπόννησο για να επιβάλει τον κυβερνητικό νόμο και την τάξη. Ο Νικηταράς έστειλε επιστολή στον Γκούρα να μην αποτολμήσει τέτοια επαίσχυντη πράξη, όμως εκείνος αδιαφόρησε, έφτασε στην Πελοπόννησο με 4000 άνδρες και επιτέθηκε στον Νικηταρά, που αποτραβήχτηκε στα Καλάβρυτα μετά στην Ηλεία και στη συνέχεια με καΐκι πέρασε στην Δυτική Στερεά και πήγε στο Μεσολόγγι. Εκεί εντάχθηκε στην υπηρεσία του Δημητρίου Μακρή και τον Ιούλιο του 1825 πολέμησε στο πλευρό των υπερασπιστών της πόλεως στην δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου. Μετά την χορήγηση αμνηστίας έλαβε επιστολή από την προσωρινή κυβέρνηση να κατέβει στην Πελοπόννησο όπου έσπερναν τον τρόμο οι ορδές του Αιγύπτιου Ιμπραήμ Πασά. Τότε οι προύχοντες της πόλεως του Μεσολογγίου, μετά από συνέλευση, απηύθυναν επιστολή στον Νικηταρά στην οποία ανέφεραν μεταξύ άλλων: «Πρός τον Γενναιότατον στρατηγόν Νικήταν Σταματελόπουλον.
Επειδή αναγκάζεσαι να αναχωρήσεις από το πολύπαθο Μεσολόγγι, εμείς και οι κάτοικοι του Μεσολογγίου σ’ ευχαριστούμε για τις υπηρεσίες που προσέφερες, την γενναιότητα σου, τα γενναία σου φρονήματα…
Λυπούμαστε αφάνταστα για την στέρησιν της ηρωικής σου και φιλογενούς ψυχής σου. Γι’ αυτό να κρατήσεις την επιστολή αυτή με τις υπογραφές μας.
Εν Μεσολογγίω τη 29 Ιουλίου 1825.
Την επιστολή υπογράφουν «Οι πατριώται κάτοικοι του Μεσολογγίου Αναστάσιος Παλαμάς, Χρήστος Καψάλης», ενώ ακολουθούν άλλες 131 υπογραφές Μεσολογγιτών. Ο Νικηταράς, όταν έφθασε στον Πύργο, στις 6 Αυγούστου του 1825, έστειλε γράμμα, με αγγελιοφόρο, στο Μεσολόγγι στο οποίο τους τόνιζε: «....να προσέχετε την πόλη μου, που κι εγώ αγάπησα, και να ξέρετε ότι είναι δύσκολο να σας βοηθήσουν λόγω του Ιμπραήμ.
Εκ Πύργου τη 6 Αυγούστου 1825.
Ο ειλικρινής αδελφός σας Νικήτας Σταματελόπουλος».

Τον Οκτώβριο του 1826 ο Νικηταράς με 800 αγωνιστές προσέτρεξε σε βοήθεια του Γεωργίου Καραϊσκάκη στη Ρούμελη, όπου συγκεντρώθηκαν περί τους 3.000 πολεμιστές από τη Στερεά, την Πελοπόννησο και την Ήπειρο. Στη συνέλευση των αρχηγών οι Ηπειρώτες πρότειναν τριμελή συναρχηγία από τους Νικηταρά, Γεώργιο Καραϊσκάκη και Μάρκο Μπότσαρη. Ο Καραϊσκάκης αντέδρασε και αντέτεινε λέγοντας ότι στη μάχη «...ένας κάνει κουμάντο», άποψη με την οποία συμφώνησε ο Νικηταράς, που πρόσθεσε είπε ότι δεν έχει πρόβλημα, κι αποτελεί τιμή του να πολεμήσει υπό τις διαταγές του Καραΐσκάκη. Στη μάχη της Αράχοβας στο τέλος του Νοεμβρίου του 1826, ο Νικηταράς αναφέρεται δεύτερος στην ιεραρχία των καπεταναίων, όπως προκύπτει από την σχετική επιστολκή προς την Κυβέρνηση [15]. Τον Απρίλιο του 1827 ο Νικηταράς πολεμούσε το Φάληρο υπό τις διαταγές του Γεωργίου Καραϊσκάκη και πήρε μέρος στη σύσκεψη στο καράβι του ναυάρχου Κόχραν, στη σύσκεψη για την απελευθέρωση των Αθηνών, την οποία κατείχε ο Κιουταχής πασάς. Ο Καραϊσκάκης απέρριψε την Αγγλική πρόταση επιθέσεως, όμως ο Νικηταράς απέσπασε τον θαυμασμό των Άγγλων αξιωματικών για το παράστημα του και το θαυμασμό τους για την πολεμική του κατάρτιση. Μετά την δολοφονία του Καραϊσκάκη ο Νικηταράς, τραυματίας από τη μάχη του Φαλήρου, ζήτησε να οριστεί αρχηγός ο Κίτσος Τζαβέλλας, τον οποίο αποδέχθηκαν οι πολεμιστές, όμως αρνήθηκε την πρόταση ο ίδιος. Ακολούθησε η διάλυση του στρατοπέδου του Πειραιά και ο Νικηταράς επέστρεψε στην Πελοπόννησο με τους πολεμιστές του. Με την επιστροφή του ο Νικηταράς διορίστηκε, με επιστολή [16] του Κολοκοτρώνη, υπεύθυνος στης στρατολογήσεως πολεμιστών στη Μεσσηνία, ώστε να αντιμετωπίσουν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ.

Ο Φωτάκος, ο γραμματέας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ένας από τους πιο έγκυρους ιστοριογράφους της Ελληνικής Επαναστάσεως, καταγράφει πως όταν ξέσπασε ο Εμφύλιος μεταξύ Πελοποννησίων και Ρουμελιωτών πολιτικάντηδων, ο Νικηταράς συγκέντρωσε στο Ανάπλι (Ναύπλιο) τους βουλευτές που πλακωνόντουσαν εξαιτίας του μετέπειτα πρωθυπουργού Ανδρέα Μεταξά στους οποίους είπε: «....Το Γένος θέλει ό,τι θέλομεν εμείς οι Στρατιωτικοί και πάρετε τα μέτρα σας οι Πολιτικοί. Δεν υποφέρεσθε πλέον διά την διχόνοιάν σας, με την οποίαν θέλετε να αφανίσετε το Γένος. Από αυτά που ακούω και βλέπω, θα γίνει αφεύκτως Γκοβέρνο Μιλιτάρε (ελληνιστί= Στρατιωτική Κυβέρνησις)»! Γράφει [17]. Ο εθνικιστής δημοσιογράφος Θεόδωρος Χατζηγώγος: «...Ο Νικηταράς είναι προφανές ότι χρησιμοποιεί την λέξη «Γένος» με την αρχαιοελληνική έννοια της λέξεως, δηλαδή της «Φυλής», του «Έθνους εξ αίματος», και ουχί με την έννοια του «Ορθοδόξου Χριστιανού» που χρησιμοποιούν σήμερα οι θεολόγοι, αποκαλώντας τον Βαρθολομαίο «Αρχηγό του Γένους» των Ρωμηών. Η διαφορά είναι τεραστία: Ένας Αφρικανός που βαφτίζεται Ορθόδοξος και μένει στην Ελλάδα, συγκαταλέγεται αυτόματα στο «Γένος» του Βαρθολομαίου, αλλά όχι και στο «Γένος» του Νικηταρά, που να χτυπιέται κάτω {...} Αυτή την φράση του Νικηταρά προς τους πολιτικάντηδες είχε υπόψιν του ο Μέγας Στυλιανός Παττακός και έλαβε το κουράγιο να κάνει την 21η Απριλίου. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε Νικηταράς, ούτε Παττακός να κάνει «Γκοβέρνο Μιλιτάρε», διότι οι Έλληνες αξιωματικοί έχουνε γίνει φοβισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι...».

Μετεπαναστατικά

Μετά την απελευθέρωση ο Νικηταράς εντάχθηκε στο κόμμα των Ρωσόφιλων (Ναπαίων). Ο πρωθυπουργός Ιωάννης Καποδίστριας αμέσως μετά την έλευση του στην Ελλάδα διέλυσε τον στρατό για ν’ ασχοληθεί ο λαός με ειρηνικά έργα, όμως διατήρησε τρία συντάγματα, στα οποία όρισε διοικητές τους Νικήτα Σταματελόπουλο, Γενναίο Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, υπό τη γενική διοίκηση του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Το 1829 ο Νικηταράς, με συνέταιρο τον Αρχιμανδρίτη Πύρρο τον Θετταλό, ίδρυσαν χαρτοποιείο στο Κεφαλάρι, καταβάλλοντας 3.000 γρόσια ο καθένας, στο οποίο κατασκεύασαν περί τα χίλια φύλλα χαρτιού. Τα χρήματα τους όμως τελείωσαν κι έτσι οι εργασίες σταμάτησαν, λόγος για τον οποίο απευθύνθηκαν στον Καποδίστρια. Ο Πύρρος δεν συμπαθούσε τον κυβερνήτη και είχε εκφραστεί εναντίον του, όμως πίστευε ότι θα τους βοηθήσει χάριν της φιλίας του με τον Νικηταρά. Ο Καποδίστριας δεν απαντά καθόλου στο αίτημα των δύο συνεταίρων και ο Νικηταράς μεταφέρει τις μηχανές στο σπίτι του, στο Άργος. Τον Μάρτιο του 1829, ο Νικηταράς με την ιδιότητα του Γενικού Αρχηγού της Πολιτικής Φρουράς Πελοποννήσου συνόδευσε τον Καποδίστρια στην πρώτη περιοδεία του στην Πελοπόννησο και τον ίδιο χρόνο συμμετείχε στην Δ' Εθνοσυνέλευση του Άργους ως πληρεξούσιος του Λεονταρίου. Το 1830 ο Νικηταράς διορίστηκε Γενικός Αρχηγός της Πολιτικής Φρουράς Πελοποννήσου, το 1831 Πρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου των Ελαφρών και το 1832 Γενικός Αρχηγός του Στρατοπέδου Κορίνθου και έπειτα Αρχηγός της Μεσσηνίας. Μετά την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο, στις 25 Ιανουαρίου του 1833, ο Νικηταράς και ο Πύρρος απηύθυναν αίτημα ζητώντας την συνδρομή του για την επανεκκίνηση των εργασιών του χαρτοποιείου, όμως ο βασιλιάς Όθωνας στάθηκε αρνητικός στο αίτημα τους. Το 1834 ο Νικηταράς προήχθη στο βαθμό του Συνταγματάρχη και διορίστηκε στρατιωτικός νομοεπιθεωρητής όμως τον Αύγουστο του ίδιου έτους, μετά το κίνημα της Μεσσηνίας, τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν.

Ο Βλαδίμηρος Δαβίδοβ, Ρώσος αρχιτέκτονας και μέλος της Ακαδημίας Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης, στο έργο «Οδοιπορικές Σημειώσεις», το οποίο είναι γραμμένο αρχές του 1835, περιγράφει μια κοσμική δεξίωση στο μέγαρο Βλαχούτση, όπου παραβρίσκονταν και ο Νικηταράς:«......Χθες εσπέρας ο καγκελλάριος είχε πολυπληθή εσπερίδα ως συνήθως έχει τοιαύτας δις της εβδομάδος. Αι αίθουσαι έγεμον κυρίων και κυριών. Εκ των ανακτόρων μέχρι της οικίας του κόμιτος Αρμανσπέργου κατεσκευάσθη λεωφόρος αμαξητή…Σχεδόν άπασα η ομήγυρις συνίστατο εκ διπλωματών Βαυαρών και Ελλήνων. Μεταξύ των τελευταίων διεκρίνετο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος και έταιροι γνωστοί εκ της ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως...Ωσαύτως λίαν περίεργον είναι να διέλθη τις μίαν εσπερίδα παρά τω Ελλήνι καγκελλαρίω, εάν επιθυμεί να λάβει μικράν τουλάχιστον ιδέαν περί της ποικιλίας της εγχωρίου κοινωνίας». Ανάλογη μνεία κάνει ο ιστορικός και πολιτικός Σπυρίδων Μαρκεζίνης που διατέλεσε Πρωθυπουργός, στο έργο του «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος» [18] δίχως ν' αναφέρει ημερομηνία για τη δεξίωση.

«Φιλορθόδοξος Εταιρεία»

Το 1839 ο Νικηταράς συμμετείχε ως ιδρυτικό μέλος στην «Φιλορθόδοξο Εταιρεία», η οποία είχε σκοπό την απελευθέρωση των εδαφών της υπόδουλης Ελλάδος. Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, η αγγλική πολιτική, με τους ψευδομάρτυρες Εμμ. Παππά, και Τσάμη Καρατάσο, (που ως πράκτορας των Άγγλων και των Υδραίων συμμετείχε στο πραξικόπημα του 1831 κατά του Ιωάννη Καποδίστρια), «αποκάλυψε» την αποκαλούμενη «συνωμοσία της Φιλορθοδόξου Εταιρείας». Εμπλεκόμενοι φέρονταν πως ήταν ο Γεώργιος Καποδίστριας, αδελφός του δολοφονηθέντος κυβερνήτη, ο Νικόλαος Ρενιέρης, ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς ο Τουρκοφάγος καθώς και ο τότε υπουργός Εσωτερικών και Εκκλησιαστικών Γεώργιος Γλαράκης [19]. Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματα» γράφει: «Το 1839 Δεκέμβριον μήνα ξεσκέπασαν μίαν εταιρείαν ολέθρια διά την πατρίδα και Βασιλέα. Δούλευε εδώ-μέσα εις το κράτος κ' έξω εις την Τουρκιά-κ' εδώ εις την πρωτεύουσα ήταν οι αρχηγοί της. Ένας από τους εταιρίστας, έβαλε τον Τζάμη Καρατάσιο και πρόδωσε τα μυστήριά τους και τους πιάσαν τα έγγραφά τους και κατήχησές τους και βούλες τους. Η εταιρεία αυτείνη ονομάζεται Φιλορθόδοξος. Αρχηγός αυτεινής πιάστη ο αδελφός του Καποδίστρια ονομαζόμενος Τζορτζέτος, εκεί στο σπίτι του βρέθηκαν πολλά έγγραφα. Ήταν κι ο Νικήτας, ο Κολαντρούζος κι΄ άλλοι αρχηγοί. Τους φυλάκωσαν τον Τζορτζέτο και Νικήτα κι΄ άλλους. Στο μυστικόν ήταν κι΄ ο υπουργός Γλαράκης, ο Οικονόμος, Μιχάλβοντας, Μεταξάς, και η συντροφιά, στρατιωτικοί και πολιτικοί. Αγροικιώνταν παντού και την πρωτοχρονιά τ΄ Αϊβασιλιού θα κάναν το κίνημά τους εις την εκκλησία να βαρέσουν τον Βασιλέα κι΄ άλλους πολλούς και ν΄ ακολουθήσουνε αυτό παντού. Τότε εγώ ήμουν αστενής, ήρθαν οι πολίτες με πήραν άρρωστον. Κατέβηκα εις την χώρα, συναχτήκαμεν, όλοι οι νοικοκυραίγοι και είπαμεν όλων των πολιτικών και ήμαστε έτοιμοι να προτρέξωμεν διά την πατρίδα μας και βασιλέα μας. Έβγαλαν τον Γλαράκη κι΄ οπαδούς τους από τις υπηρεσίες.» [20].

Σύλληψη-Καταδίκη-Φυλάκιση

Τα μέλη της εταιρείας συνελήφθησαν στις 22 Δεκεμβρίου του 1839 μετά από εντολή του βασιλιά Όθωνα και ο Νικηταράς κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε συνωμοσία κατά του βασιλιά Όθωνα κι ότι σχεδίαζε πραξικόπημα για την ανάρρηση στον ελληνικό θρόνο Ρώσου πρίγκιπα καθώς ήταν υποστηρικτής του Ρωσικού κόμματος. Προφυλακίστηκε για έξι μήνες στο φρούριο του Παλαμηδίου υπό άθλιες συνθήκες κρατήσεως, όπως η υπερβολική υγρασία στο κελί, η απαγόρευση κάθε επικοινωνίας, οι καθημερινοί ξυλοδαρμοί από τους δεσμοφύλακες και η πεισματώδης άρνηση του Βαυαρού γιατρού να δώσει άδεια μεταφοράς του σε νοσοκομείο, προκάλεσαν ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία του. Ο Νικηταράς δικάστηκε στις 11 Ιουλίου του 1840 και παρουσιάστηκε στο δικαστήριο κάτισχνος λόγω της ασιτίας και της ασθένειας του, λόγος για τον οποίο οι δικαστές του επέτρεψαν να απολογηθεί καθισμένος. Το δικαστήριο τον αθώωσε στις 11 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, λόγω ελλείψεως στοιχείων, όμως τον έθεσε υπό επιτήρηση και τον εξόρισε στην Αίγινα όπου παρέμεινε δεκατέσσερις μήνες. Ο Νικηταράς αφέθηκε ελεύθερος στις 18 Σεπτεμβρίου του 1841 μετά από εισηγήσεις στον βασιλιά Όθωνα και με προσωπική παρέμβαση του Ιωάννη Μακρυγιάννη, επέστρεψε με βάρκα στο λιμάνι του Πειραιά. Η περιπέτεια αυτή στάθηκε αφορμή να τον αποκαλούν «Νικήτα Μακεδονικό». Όταν ο Νικηταράς αποβιβάστηκε από την βάρκα, τυφλός και αδύνατος καθώς έπασχε από διαβήτη και δεν το γνώριζε, η μια του κόρη δεν άντεξε στη θέα του πατέρα της και τρελάθηκε.

Τελευταία χρόνια

Ασθενής και ταλαιπωρημένος ο Νικηταράς έφτασε στο Άργος, όπου ήταν το σπίτι του και διατηρούσε ένα αγρόκτημα στην θέση Σερεμέτι, κοντά στα όρια του Άργους προς το Ναύπλιο και την σημερινή Νέα Κίο, που τότε δεν είχε ακόμη δημιουργηθεί [21]. Ο Βασιλιάς Όθωνας απένειμε στον Νικηταρά το βαθμό του Υποστρατήγου, που συνοδεύονταν από μια μικρή σύνταξη, αυτή όμως του αφαιρέθηκε από τους συνταγματικούς «μεταρρυθμιστές», από τον Μαυροκορδάτο, και τον Μακρυγιάννη, μετά την απομάκρυνση του Όθωνα. Παρά τις προσπάθειες του Νικηταρά και της οικογένειας του, αλλά και τις εντολές της Κυβερνήσεως για αναστολή των διώξεων λόγω χρεών, το κτήμα στο Σερεμέτι εκποιήθηκε λόγω χρεών που προέκυψαν από δάνεια για την αξιοποίηση του. Μετά το Άργος ο Νικηταράς βρέθηκε σε απόλυτη ένδεια και εγκαταστάθηκε σε σπίτι στην Καστέλα στον Πειραιά και ο τότε Υπουργός Στρατιωτικών του έδωσε άδεια να ζητιανεύει κάθε Παρασκευή στον Ιερό Ναό της Ευαγγελίστριας του Πειραιώς.

Πρέσβης μιας από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής στάλθηκε από την κυβέρνηση του εκεί που επαιτούσε. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο μάζεψε το απλωμένο χέρι του. «Τι κάνετε στρατηγέ;» τον ρώτησε ο πρέσβης. «Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα» απάντησε υπερήφανα ο ήρωας. «...Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος στον δρόμο;» επέμενε ο ξένος. «Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πως περνάει ο κόσμος» απάντησε ο Νικηταράς. Ο πρέσβης φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες. Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και του φώναξε: «Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις..». Όταν τον ρώτησε ο Γεώργιος Τερτσέτης γιατί έμεινε φτωχός και δεν πήρε ποτέ του λάφυρα από τις μάχες, ο Νικηταράς απάντησε: «Πραματευτής δεν ήμουνα. Η μοίρα μου το θέλησε να γίνω καπετάνιος. Μα δε θα ήτανε σωστό να κάμω πραμάτεια το καπετανιλίκι μου για να καζαντίσω!»

Ο θάνατος του

Το απόβραδο της 24ης Σεπτεμβρίου του 1849, ο Νικηταράς ζήτησε από την γυναίκα του Αγγελίνα να τον βγάλει στο λιακωτό ν’ αντικρίσει για τελευταία φορά το ηλιοβασίλεμα και η Αγγελίνα που ήξερε από χρόνια ότι ήταν τυφλός του απαντά: «Μα τι να δεις Νικήτα μου, αφού δεν βλέπεις;» Και εκείνος της απάντησε: «Να νιώσω το τελευταίο ηλιοβασίλεμα στην θάλασσα». Στις 6 ώρα το πρωί της 25ης Σεπτεμβρίου ο Στρατηγός Νικήτας Σταματελόπουλος άφησε την τελευταία του πνοή στο υπόγειο φτωχικό του σπίτι στην Καστέλα του Πειραιά, «δεινώς πάσχων, αφήσας εις την οικογένειάν του μέγα όνομα και μεγάλην δυστυχίαν», όπως είπε σε ομιλία του στην Ακαδημία Αθηνών ο Δημήτριος Καμπούρογλου. Παρά την επιθυμία του Νικηταρά να ταφεί στην Πελοπόννησο, επικράτησε η επιθυμία της οικογενείας του, των συμπολεμιστών του και των γερουσιαστών της εποχής και ο Νικηταράς τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Τον Δεκέμβριο του 1867 πέθανε η Αγγελίνα Ζαχαριά-Σταματελοπούλου και το 1898 πέθανε ο γιος τους Ιωάννης Σταματελόπουλος, δίχως να αποκτήσει τέκνα, όπως και η κόρη τους Ρεγγίνα,, η τελευταία απόγονος του Νικήτα Σταματελόπουλου, η οποία ήταν κι αυτή άτεκνη.

Ο Όθωνας διέταξε να τηρηθεί πένθος για το θάνατο του Νικηταρά από όλους τους Αξιωματικούς ξηράς για δύο ημέρες. Ο Μάρκος Μπότσαρης τον αποχαιρέτισε χρησιμοποιώντας την προσφώνηση: «Ο αδελφός σου» και ο Πανουργιάς τον αποκάλεσε: «Αδελφέ μου Νικήτα». Το Εκτελεστικό Σώμα της Ελλάδος του απηύθυνε τον ακόλουθο χαιρετισμό: «Στρατηγέ! Η Ελλάδα σε προσκαλεί να την βοηθήσεις... {...{...}... Νικήτα! Εις αυτήν την κρίσιμον περίστασιν η Ελλάς επί σε έχει προσηλωμένους τους οφθαλμούς της…{...}... Το Εκτελεστικόν Σώμα προς τον πατριώτην Στρατηγόν Νικήταν Σταματελόπουλον… τάχυνου για την αγάπη του έθνους σου, τάχυνου για να φθάσεις τα δέοντα». Ο Δημήτριος Καμπούρογλου που αναζήτησε τον τάφο του Νικηταρά στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών το 1927, διαπίστωσε με απογοήτευση πως δεν υπήρχε. Ο τάφος του καταστράφηκε και με την πάροδο του χρόνου χάθηκαν τα οστά του Εθνικού ήρωα, καθώς όπως φαίνεται οι συχνές μετακινήσεις της οικογένειας, ο θάνατος της γυναίκας του Αγγελίνας, τον Δεκέμβριο του 1867, και των παιδιών του, το 1898 πέθανε ο γιος του Ιωάννης, άτεκνος, κι αργότερα η κόρη του Ρεγγίνα και αυτή άτεκνη, αλλά και η έλλειψη στενών συγγενών και άμεσων απογόνων στάθηκε αφορμή να μην ενδιαφερθεί κανένας για την τύχη του.

Τιμητικές διακρίσεις

Για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην Ελληνική Εθνεγερσία, ο Νικηταράς μετά την ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους έλαβε τις ακόλουθες τιμητικές διακρίσεις :

  • Ο βαθμός του Συνταγματάρχη του Τακτικού Στρατού το 1834, όατν διορίστηκε Στρατιωτικός Νομοεπιθεωρητής.
  • Στις 18 (30) Σεπτεμβρίου 1835, του απονεμήθηκε ο Αργύρους σταυρός του Αγώνα (Αργυρό Αριστείο). Το σχετικό δίπλωμα υπογράφηκε από τη Βασίλισσα Αμαλία και τέθηκε η ανάγλυφη Μεγάλη του Κράτους Σφραγίδα, στις 20 Φεβρουαρίου (3 Μαρτίου) του 1836. Το Πρωτότυπο του Διπλώματος φυλάσσεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
  • Στις 23 Ιανουαρίου 1835 με Βασιλικό Διάταγμα [22] τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό των Ταξιαρχών του Τάγματος του Σωτήρος .
  • Την 1η Ιανουαρίου 1838 με Βασιλικό Διάταγμα [23] τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό των Ανωτέρων Ταξιαρχών του Τάγματος του Σωτήρος.

Μνήμη Νικήτα Σταματελόπουλου

Ο Νικηταράς άνοιξε την αυλαία της Εθνεγερσίας του 1821 και υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές της. Τη νύκτα της 16ης προς 17η Μαρτίου 1821 συνεπλάκη με μια ομάδα Τούρκων έξω από την Καλαμάτα. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 έριξε τους τελευταίους πυροβολισμούςτου Αγώνα στην Πέτρα της Βοιωτίας. Στη νεκρολογία η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αιών», αναφέρθηκε ότι οι μάχες στις οποίες συμμετείχε ξεπερνούσαν σε αριθμό τα χρόνια της ηλικίας του. Ο Νικηταράς εκτός από τις μεγαλύτερες και αποφασιστικότερες μάχες του Αγώνα (Βαλτέτσι, Δολιανά, Δερβενάκια, Αράχωβα, Μεσολόγγι, Φάληρο κλπ.) συμμετείχε και σε δεκάδες άλλες. Στους τέσσερις μόνο μήνες, από τις αρχές του Μαΐου μέχρι τις 23 Σεπτεμβρίου 1821, συμμετείχε σε περισσότερες από είκοσι μάχες και συμπλοκές γύρω από την Τριπολιτσά. Σύμφωνα με μαρτυρίες συμπολεμιστών του ο Νικηταράς εξολόθρευσε περισσότερους από 300 Τούρκους, αριθμός λογικός σε σχέση με τον αριθμό των μαχών στις οποίες συμμετείχε με τρομακτική ορμητικότητα και ιδιαίτερη μαχητική ικανότητα. Ο ίδιος σε μια συνάντησή του με τον Γερμανό φιλέλληνα C. F. Bojons του είπε πως είχε εξολοθρεύσει 300 Τούρκους μέσα σε ένα εξάμηνο.

Η λαϊκή μούσα ύμνησε τον Εθνικό ήρωα τραγουδώντας το όνομα και τις αρετές του με τα παρακάτω λόγια: «Νικηταρά, Νικηταρά που ‘χεις στα πόδια σου φτερά και στην ψυχή σου ατσάλι. Γειά σου ορέ Νικηταρά που ’χουν τα πόδια σου φτερά, μες στους κάμπους πας κοιμάσαι και κανέναν δε φοβάσαι». Ο Νικηταράς ήταν ψηλός, μελαχρινός, πρώτος στο πήδημα, γρήγορος στο τρέξιμο και ακούραστος. Ντυνόταν απλά και φτωχικά. Υπήρξε ανιδιοτελής κι έμεινε στην ιστορία για το θάρρος και την τιμιότητα του η οποία, όπως διηγείται ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, δεν είχε μέτρο. Από την αρχή της Εθνεγερσίας του 1821 βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή ξεχωρίζοντας για την ανδρεία και την ευρωστία του κι αναδείχθηκε σ’ έναν από τους μεγαλύτερους οπλαρχηγούς του 1821. Αποτέλεσε πρότυπο παλικαριάς και αρετής, φίλος και συμπολεμιστής με τους σημαντικότερους οπλαρχηγούς του 21, διακρίθηκε για την στρατιωτική του ιδιοφυΐα, καθώς και το ήθος του. Τήρησε μετριοπαθή στάση και δεν πήρε μέρος στις εμφύλιες μάχες προσπαθώντας με τις παρεμβάσεις του, να συμφιλιώσει τα πράγματα. Στις 22 Δεκεμβρίου του 1823, στην διάρκεια του πρώτου εμφυλίου, έγραψε στον Κουντουριώτη: «…Αδελφοί η Ελλάς πάσχει και κινδυνεύει να χαθεί όχι βέβαια από τους εχθρούς της αλλά από την ασυμφωνία των τέκνων της».

Την εποχή που το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα, υπό τον στρατηγό Μαιζόν, αποβιβάστηκε στο Πεταλίδι της Μεσσηνίας με αποστολή την επιτήρηση της αποχωρήσεως του στρατού του Ιμπραήμ, ο Νικηταράς καθόταν στη σκηνή του τυλιγμένος με την κάπα του τρέμοντας από τον πυρετό. Μοναδική του τροφή ήταν λίγες ελιές μέσα σε ένα πήλινο δοχείο. Όταν τον επισκέφθηκαν οι Γάλλοι αξιωματικοί έκρυψε τις ελιές κάτω από την κάπα του, ενώ ο Μαιζόν, όταν του το ανέφεραν, θέλησε να περιποιηθεί τον Νικηταρά όπως του άρμοζε, όμωςο οπλαρχηγός αρνήθηκε λέγοντας ότι δεν του έλειπε τίποτα. Μετά την δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και την πεισματική άρνηση των δικαστών Τερτσέτη και Πολυζωίδη να τον καταδικάσουν, ο Νικηταράς που τους συνάντησε στον περίπατο τους είπε δακρυσμένος στον Πολυζωίδη: «Πρόεδρε με την ηρωική σου διαγωγή μου πήρες τις δάφνες των Δερβενακίων».

Όταν έμενε στην Καστέλα και την ημέρα που γίνονταν ο πλειστηριασμός του σπιτιού του πήγε εκεί και ο Νικηταράς, υποβασταζόμενος και σχεδόν τυφλός. Μόλις μπήκε στην αίθουσα επικράτησε σιωπή. Ο Νικηταράς ανέβηκε στο βήμα, έβγαλε από την θήκη το σπαθί που πήρε στα Δερβενάκια και είπε: «Τελευταίος πλειοδότης το σπαθί του Νικηταρά». Κανείς δεν τόλμησε να κάνει άλλη προσφορά και έτσι δεν πέθανε στον δρόμο. Ο Νικηταράς είχε «δανείσει» στο Έθνος 12.225 φοινίκια και 105.000 γρόσια, τα οποία διεκδικούσε ο ίδιος και διεκδίκησε και η οικογένειά του μετά το θάνατό του, όμως ποτέ δεν τους επεστράφησαν. Μετά το θάνατο του Νικηταρά εκδόθηκε απόφαση συνταξιοδοτήσεως της «….Αγγελικής χήρας μετά του Ιωάννου 20ετούς ορφανού του ποτέ στρατηγού της φάλαγγος Νικήτα Σταματελόπουλου». Η σύνταξη χορηγήθηκε στις 26 Αυγούστου 1854 και το ποσό ήταν 111 δραχμές.

Προτομή του Νικηταρά υπάρχει στο Πεδίον του Άρεως στην «Λεωφόρο των Ηρώων» [24], στην πόλη των Αθηνών. Εγκαινιάστηκε στις 25 Μαρτίου του 1937, και αποτελεί δημιουργία του Έλληνα γλύπτη και ζωγράφου Γεωργίου Ζευγώλη. Παρουσιάζει τον ήρωα σε ώριμη ηλικία, με παχύ μουστάκι και γιλέκο. Ανάλογο μνημείο υπάρχει και στην Καλαμάτα, στην «Πλατεία 23ης Μαρτίου». Στο προαύλιο του Αγίου Γεωργίου, πολιούχου του χωριού των Δολιανών, έχει στηθεί αναμνηστική στήλη για τον Νικηταρά, αφιέρωμα των απανταχού Δολιανιτών. Στον τόπο που έγινε η μάχη, στην χαράδρα του Τσάκωνα, απέναντι από τα σπίτια του Χριστοφύλη όπου είχαν ταμπουρωθεί ο Νικηταράς και ο Καραμήτρος, δημιουργήθηκε πλατεία με το όνομα του Νικηταρά και στήθηκε η προτομή του.

Το μνημείο του Νικήτα Σταματελόπουλου στο Ναύπλιο βρίσκεται στο νότιο άκρο της πλατείας Δικαστηρίου [25]. Αποτελεί δημιουργία του γλύπτη Αντωνίου Σώχου, ανιψιού του Λάζαρου Σώχου. Ανεγέρθηκε το 1926 από την Ασπασία Ποταμιάνου και έχει τη μορφή αναθηματικής στήλης. Στη βάση της στήλης εικονίζεται ανάγλυφη σκηνή μάχης με τον Νικηταρά να φονεύει με μαχαίρι έφιππο Τούρκο πολεμιστή. Η σκηνή μάλλον αντλεί έμπνευση από αντίστοιχη σκηνή τοιχογραφίας του Πέτερ φον Ες με θέμα τη μάχη των Δερβενακίων. Στην πίσω όψη του μνημείου είναι χαραγμένοι στίχοι του Κωστή Παλαμά αφιερωμένοι στο Νικηταρά:
«Εδώ στην πέτρ’ ασάλευτος ο στρατηγός Νικήτας,/Ο τουρκοφάγος αθλητής, του γένους νέος Ακρίτας./Πάντ’ ανθισμένη ας την κρατά τη δάφνη των Ελλήνων/Και στων πολέμων την ιερή φωτιά και στων κινδύνων.»

Στα κειμήλια του ιερού ναού Παναγίας Ναυπλίου ο ιερέας ανακάλυψε μια σπάνια εικόνα του Αγίου Αντωνίου με ιδιόχειρη υπογραφή του Νικηταρά Σταματελόπουλου. Η εικόνα του Αγίου Αντωνίου -της Φωτιάς και του πολέμου- δώρο του Νικηταρά δόθηκε στον Ιερό Ναό Γενεσίου της Θεοτόκου Ναυπλίου- δωρήθηκε σε ανάμνηση της ιστορικής μάχης και νίκης στο Βαλτέτσι. Η ιερή εικόνα σήμερα φυλάσσεται στον ναό ως τις μέρες μας. Δίπλα από τον Ναό, στην Πλατεία Συντάγματος, σώζεται το αρχοντικό που παραχώρησε στον Νικηταρά ο Ιωάννης Καποδίστριας.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Ως προς το έτος γεννήσεως του Νικηταρά οι απόψεις διίστανται. Άλλες πηγές αναφέρουν το έτος 1782, άλλες το 1784 ή και την 2α Φεβρουαρίου του 1787.]
  2. [Στη σελίδα 13 των «Απομνημονευμάτων» του, τα οποία οποία κατέγραψε ο Γεώργιος Τερτσέτης τον Χειμώνα του 1836, ο Νικηταράς αναφέρει: «....Εγεννήθηκα εις ένα χωριό Μεγάλη Αναστασίτσα (Αναστάσοβα) αποδώθε από του Μυστρά προς την Καλαμάτα. Ο προπάππος μου ήτον Προεστός και ο πατέρας μου έφυγε δεκαέξι χρόνων και επήγε με τα στρατεύματα τα Ρούσικα στην Πάρο και ήτον πολεμικός. Τον εσκότωσαν εις την Μονεμβασιά μαζί με έναν αδελφό και μ' έναν κουνιάδο μου. Από ένδεκα χρόνων, μαζί με τον πατέρα μου, έσερνα άρματα. Ετουφέκισα ένα Τούρκο στο Λεοντάρι....».]
  3. [ H Νέδουσα Μεσσηνίας βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Ταΰγετος 25 χιλιόμετρα από την πόλη της Καλαμάτας.]
  4. Σαν σήμερα πέθανε τυφλός και ο πάμφτωχος ο Νικηταράς. elkosmos.gr
  5. [Μια παράγραφος από τον επιτάφιο λόγο που εκφώνησε ο Παναγιώτης Σούτσος αναφέρει: «Ω σεις Αίαντες, Διομήδαι, Αγαμέμνονες, Οδυσσείς και Νέστορες του ελληνικού αγώνος, οι συνοδεύοντες εις το έσχατον αναπαυτήριον του νέου ΑΧΙΛΛΕΑ του Τουρκομάχου Ελλάδος Νικήταν τον Τουρκοφάγον».]
  6. [Ως προς το έτος γεννήσεως του Νικηταρά οι απόψεις διίστανται. Άλλες πηγές αναφέρουν το έτος 1782, άλλες το 1784 ή και την 2α Φεβρουαρίου του 1787.]
  7. [Στη σελίδα 13 των «Απομνημονευμάτων» του, τα οποία οποία κατέγραψε ο Γεώργιος Τερτσέτης τον Χειμώνα του 1836, ο Νικηταράς αναφέρει: «....Εγεννήθηκα εις ένα χωριό Μεγάλη Αναστασίτσα (Αναστάσοβα) αποδώθε από του Μυστρά προς την Καλαμάτα. Ο προπάππος μου ήτον Προεστός και ο πατέρας μου έφυγε δεκαέξι χρόνων και επήγε με τα στρατεύματα τα Ρούσικα στην Πάρο και ήτον πολεμικός. Τον εσκότωσαν εις την Μονεμβασιά μαζί με έναν αδελφό και μ' εναν κουνιάδο μου. Από ένδεκα χρόνων, μαζί με τον πατέρα μου, έσερνα άρματα. Ετουφέκισα ένα Τούρκο στο Λεοντάρι....».]
  8. [Ο καπετάν Ζαχαριάς, (Ζαχαρίας Μπαρμπιτσιώτης), υπήρξε ο δάσκαλος της Κλεφτουριάς και κορυφαίοι πολεμιστές του 1821 όπως ο Μητροπέτροβας, ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς και άλλοι. Ο Μπαρμπιτσιώτης γεννήθηκε στην Μπαρμπίτσα στις 22 Οκτωβρίου 1759 από την οικογένεια Παντελάκου. Πατέρας του ήταν ο Θοδωρής. Το 1775, οι Τούρκοι έσφαξαν τον αδελφό του Παντελή και αυτό τον οδήγησε να βγει στο βουνό σαν κλέφτης για να εκδικηθεί τον άδικο θάνατό του. Το 1780 παντρεύτηκε την αδελφή του Αντώνη Νικολόπουλου, με την οικογένεια του οποίου αργότερα έγινε άσπονδος εχθρός. Είχε δύο κόρες, την Αγγελίνα την οποία παντρεύτηκε ο Νικηταράς, την Κωνσταντίνα, καθώς και δύο γιους.]
  9. [Όταν πέθανε ο Στρατηγός Νικηταράς ο γιος του Ιωάννης -που είχε το όνομα του αδελφού του Νικηταρά- ήταν 20 χρονών. Ο Ιωάννης δεν κράτησε το οικογενειακό όνομα Σταματελόπουλος αλλά το αγαπημένο προσωνύμιο του πατέρα του Νικηταράς. Παντρεύτηκε την Βασιλική, το γένος Τσίπη, κόρη γνωστής οικογένειας του Άργους. Έζησε στο Άργος, στο σπίτι της σημερινής οδού Νικηταρά 5, που σήμερα μεν δεν υπάρχει αλλά που πήρε το όνομα της ακριβώς από αυτό το γεγονός. Ο Ιωάννης και η Βασιλική δεν απέκτησαν παιδιά. Αυτό δεν τους εμπόδισε να αποτελέσουν υπόδειγμα ζεύγους και κόσμημα για την πόλη του Άργους που πάντα με την συμπεριφορά τους, υπενθύμιζαν το ήθος και την φυσιογνωμία του Νικηταρά. Ο Ταγματάρχης Ιωάννης Νικηταράς, πέθανε 60 χρονών και ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η σύζυγός του Βασιλική πέθανε σε μεγάλη ηλικία το 1942 και τάφηκε στον ίδιο τάφο.]
  10. [Ο Ιωάννης Τουρκολέκας, ο αδελφός του Νικηταρά, θανατώθηκε βάναυσα από τους Τούρκους το 1816 μαζί με τον πατέρα του τον Σταματέλο στην Μονεμβασιά και αγιοποιήθηκε αργότερα από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι γνωστός ως «Άγιος Ιωάννης ο Τουρκολέκας». Η μνήμη του εορτάζεται στις 24 Οκτωβρίου ημέρα του αποκεφαλισμού του. Στο χωριό Τουρκολέκα του Δήμου Φαλαισίας, της επαρχίας Μεγαλουπόλεως, του Νομού Αρκαδίας υπάρχει ναός αφιερωμένος στη μνήμη του.]
  11. Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΤΟΥΡΚΟΛΕΚΑΣ (αδελφός του Νικηταρά του Τουρκοφάγου).
  12. [«.....Ποιος είν’ αυτός όπου ’ρχεται στης Μαρμαριάς τον κάμπο;/Αυτός είν’ ο Νικηταράς από το Τουρκολέκα»
  13. [«Γειά σου ορέ Νικηταρά που ‘χουν τα πόδια σου φτερά, μες στους κάμπους πας κοιμάσαι και κανέναν δε φοβάσαι».] Στίχοι δημώδους που είναι αφιερωμένο στον Νικηταρά
  14. [Ο Παναγιώτης Κάλας γνωστός ως «Τσοπανάκος» ήταν φτωχός και δεν είχε τα μέσα για να συντηρήσει το άλογο. Έτσι έγραψε ένα πολύ ωραίο στιχούργημα το οποίο απέστειλε στο Νικηταρά: «Το δώρο σου Νικηταρά είν’ άλογο χωρίς ουρά ή μου στέλνεις και κριθάρι ή σου στέλνω το τομάρι». Μετά απ’ αυτό, ανέλαβε η Πελοποννησιακή Γερουσία και του έδινε τα έξοδα να συντηρείται αυτός και το άλογό του.]
  15. [«Εκ του στρατοπέδου της Ράχοβας 26 Νοεμβρίου 1826, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Νικήτας Σταματελόπουλος….».
  16. [«Προς τον Γενναιότατον στρατηγόν Νικήταν Σταματελόπουλον.
    Διορίζεσαι άμα λάβης την παρούσαν μου να παραλάβης υπό την οδηγίαν σου ενταύθα στρατιώτας, και στρατολογήσης μ’ όλην την δυνατήν ταχύτητα όσους οπλοφόρους μπορείς…
    Θέλεις δε μου γράφεις συχνά και κάθε συμβάν περίεργον προς οδηγίαν μου.
    5 Ιουνίου 1827 Άργος.
    Ο Γενικός Αρχηγός των Πελοποννησιακών Στρατευμάτων Θ. Κολοκοτρώνης».
  17. Ο Νικηταράς προειδοποιούσε τους πολιτικούς με Γκοβέρνο Μιλιτάρε Θεόδωρος Χατζηγώγος, εφημερίδα «Στόχος», Πέμπτη 24 Μαρτίου 2021, σελίδα 9η.]
  18. [Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», Εκδόσεις «Πάπυρος», 1ος Τόμος, σελίδα 131η.]
  19. [Ο Γεώργιος Γλαράκης που ήταν Φιλογενής Καποδιστριακός, ήταν ένας από τους ηγέτες των «Ναπαίων», μαζί με τους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Ανδρέα Μεταξά. Σε μυστική έκθεσή του ο Γάλλος πρόξενος Πισκατορύ τον χαρακτήριζε ως «εμπαθή και επικίνδυνο ρωσόφιλο». Ο σπουδασμένος στο Γκέτινγκεν Φιλογενής, Γεώργιος Γλαράκης διορίστηκε υπουργός εξωτερικών και ναυτικών στις κυβερνήσεις του Καποδίστρια. Ως γερμανομαθής, το 1837 διορίστηκε υπουργός εσωτερικών και εκκλησιαστικών, και υπέβαλε στον Όθωνα διάταγμα, που υπογράφηκε στις 3 Απριλίου 1838 και δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ ύπ’ αριθμό 12/11.4.1838, «Περί ἀνεγέρσεως Ναοῦ τοῦ Σωτῆρος εἰς Ἀθήνας», και επειδή ο Μαξ Ροτσιλντ που επέβλεπε τα δημόσια οικονομικά ως εκπρόσωπος «των δανειστών», αντιδρούσε ο Οθωνας εξουσιοδοτούσε τον Γλαράκη, « την Ἡμετέρα ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.τ.λ. Γραμματεία τῆς Ἐπικρατείας νά δώσῃ τάς ἀναγκαίας ὁδηγίας τόσον εἰς τούς Ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς τοῦ Κράτους, καί τάς δημοτικάς Ἀρχάς, ὅσον καί εἰς τούς Ἡμετέρους Πρέσβεις καί Προξένους διά νά συνάξωσι τάς ἑκουσίας συνδρομάς, τάς διά τόν σκοπόν τοῦτον προσφερθείσας». Με την αποκάλυψη από τους αγγλόφιλους της «Φιλορθοδόξου Εταιρίας» στα τέλη του 1839, ο Γλαράκης απομακρύνθηκε από τα δημόσια αξιώματα καθώς θεωρήθηκε αντικαθεστωτικός, αλλά δεν συνελήφθη όπως έγινε με τον Νικηταρά και τον Γεώργιο Καποδίστρια.]
  20. Ο Νικηταράς, πέθανε επαίτης, επειδή οι Ρόστιλντ, Μαυροκορδάτος, και Μακρυγιάννης του έκοψαν την Σύνταξη που του είχε δώσει ο Όθωνας
  21. [Όπως αναφέρεται στους «Μύλους της Αργολίδας» του Γιώργου Αντωνίου, ο οποίος επικαλείται κείμενο του Θεόδωρου Δ. Γιαννακόπουλου στα «Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΙΙ 1998», «...ο Νικηταράς είχε τρεις υδρόμυλους στο Κεφαλάρι Άργους (σύμφωνα με την διαθήκη της συζύγου του Αγγελικής, 197/1863 του συμβολαιογράφου Ναυπλίας Ι. Σαριγιάννη»]
  22. [Φ.Ε.Κ. 1 Α /23 Ιανουαρίου 1835.]
  23. [Φ.Ε.Κ. 1 Α /1η Ιανουαρίου 1838.]
  24. Νικηταράς-Γλυπτά της Αθήνας.
  25. [Το μνημείο του Νικηταρά στο Ναύπλιο είναι ένας μαρμάρινος οβελίσκος που καταλήγει σε μια ορθογώνια βάση. Στην πρόσοψη της βάσεως αναπαρίστανται ανάγλυφα στιγμές από την πολεμική ζωή του Εθνικού ήρωα, όπως το να επιτίθεται σε έναν έφιππο Τούρκο, προσπαθώντας να του αφαιρέσει το όπλο από τη ζώνη. Στα πόδια του υπάρχουν νεκροί άντρες, ενώ στο φόντο υπάρχουν πολεμιστές με άλογα που συγκρούονται μεταξύ τους. Το μνημείο είναι γλυπτό του Αντώνιου Σώχου και χορηγία του Ηλία Ποταμιάνου, Έλληνα πολιτικού του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. H θέση του μνημείου Νικηταρά παλιότερα ήταν στο κέντρο της πλατείας Δικαστηρίων, μπροστά από την δυτική είσοδο του Δικαστικού Μεγάρου, αλλά αργότερα μετακινήθηκε στη γωνία της πλατείας.]