Γεώργιος Σαραντάρης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Γιώργος Σαραντάρης, Έλληνας εθνικιστής, ένας απ’ τους πιο σημαντικούς διανοουμένους του ελληνικού εθνικοκοινωνισμού [1], λογοτέχνης, αισθαντικός ποιητής, φιλόσοφος και συγγραφέας φιλοσοφικών δοκιμίων, πρωτοπόρος της «Γενιάς του Τριάντα», το έργο του οποίου διακρίνεται από τον δοξολογικό-ευχαριστιακό και εσχατολογικό χαρακτήρα της Ορθοδόξου χριστιανικής παραδόσεως, γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1908 στην Κωνσταντινούπολη, αν και στα επίσημα χαρτιά του φαινόταν γεννημένος στον Πειραιά και ήταν γραμμένος στα Μητρώα του ομώνυμου Δήμου, και πέθανε από κοιλιακό τύφο λόγω ελλείψεως φαρμάκων, στις 25 Φεβρουαρίου 1941 στην Αθήνα. Η κηδεία του Γιώργου Σαραντάρη τελέστηκε στο Α' νεκροταφείο Αθηνών, όπου και τάφηκε [2], παρουσία συγγενών, ελαχίστων προσωπικών του φίλων του ποιητή καθώς και φίλων της οικογένειας του.

Συνοπτικές πληροφορίες
Γιώργος Σαραντάρης
Γεώργιος Σαραντάρης2.png
Γέννηση: 20 Απριλίου 1908
Τόπος: Κωνσταντινούπολη (Μικρά Ασία)
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Διανοούμενος, ποιητής,
μεταφραστής, φιλόσοφος.
Θάνατος: 25 Φεβρουαρίου 1941
Τόπος: Αθήνα, Αττική (Ελλάδα)

Βιογραφία

Οι πρόγονοί του ζούσαν από τα χρόνια των Παλαιολόγων και για αιώνες στο ορεινό χωριό Πραστός [3], που βρίσκεται στον Πάρνωνα, σε υψόμετρο 740 μέτρων, όπου σώζεται ο πατρογονικός πύργος των Σαραντάρηδων από την εποχή της Τουρκοκρατίας, καθώς και ο πύργος της οικογένειας της γιαγιάς του από τη πλευρά της μητέρας του, Ελένης Γούνελου ή Γούλελου. Οι ρίζες της οικογένειας Σαραντάρη φθάνουν ως το Βυζάντιο. Οι οικογένειες των πάππων του και των γιαγιάδων του, κι απ’ τις δύο πλευρές, ήταν από τις σημαντικότερες και παλαιότερες της περιοχής.

Στον κλάδο της οικογένειας του ανήκε ο αγωνιστής της Εθνεγερσίας του 1821, ο Γιαννάκης Σαραντάρης. Μετά την πυρπόληση του οικισμού από τον Ιμπραήμ πασά και τα στρατεύματά του το 1826, η οικογένεια κατέβηκε κι εγκαταστάθηκε στην παραθαλάσσια κωμόπολη Λεωνίδιο Τσακωνιάς [4] του Νομού Αρκαδίας, όπου σώζεται το πατρογονικό σπίτι, το οποίο κατοικείται από τους κληρονόμους του εξαδέλφου του ποιητή, του Παναγιώτη Ιω. Σαραντάρη. Κάποιοι από τους προγόνους του ποιητή ήταν ευκατάστατοι αστοί, έμποροι και μικροεφοπλιστές ενώ αρκετοί από τους συγγενείς της οικογένειας κατοικούσαν από το 1809 στην Ιταλία, με πρώτο τον Κωνσταντίνο Σαραντάρη, όπου στο νεκροταφείο του Μονταπόνε υπάρχουν οι τάφοι του πατέρα του και του θείου του Παναγιώτη, που ήταν ευκατάστατος επιχειρηματίας.

Οικογενειακή κατάσταση

Ο πατέρας του ποιητή, ο Δημήτριος Σαραντάρης, γεννήθηκε το 1879 στον Πειραιά, από γονείς Λεωνιδιώτες, το Γιώργο Σαραντάρη και την Ελένη, κόρη του γιατρού Γεωργίου Παπαδόπουλου, που κατάγονταν επίσης από αρχοντική οικογένεια από τον Άγιο Ανδρέα Κυνουρίας, κι ήταν γραμμένος στα Μητρώα του Δήμου Πειραιώς. Ο πατέρας του ποιητή εγκαταστάθηκε στην Ιταλία στο τέλος του 19ου αιώνα και παράλληλα διατηρούσε στον Πειραιά μια εταιρεία χημικών προϊόντων καθώς και την «Εταιρία Εορτών» για διοργάνωση εκδηλώσεων, στην οδό Νοταρά, όμως συχνά ταξίδευε για εμπορικούς λόγους στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, όπου γνώρισε και παντρεύτηκε τη μητέρα του ποιητή, τη Ματθίλδη ή Ματίλδα Κωνσταν. Γούλελου το γένος Σωτηρίου ή Σωτήρου, που η οικογένεια της καταγόταν επίσης από το Λεωνίδιο της Κυνουρίας. Ο Γιώργος Σαραντάρης, που είχε μία μικρότερη αδελφή, την Ελένη [Λέλα] Σαραντάρη-Μιχοπούλου, μετέπειτα σύζυγο του Τάσου Μιχόπουλου, διευθυντή στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, η οποία γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου είχε επιστρέψει η έγκυος μητέρα της, προκειμένου να βρίσκεται κοντά στη μητέρα της και στις τέσσερις αδελφές της.

Εγκατάσταση στην Ιταλία

Το 1912 η οικογένεια του ποιητή μετακόμισε οριστικά στην Ιταλία, ύστερα από πρόσκληση ενός εμπόρου θείου του πατέρα του, ενώ το 1920 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο ερειπωμένο σήμερα αρχοντικό της, στο χωριό Μονταπόνε κοντά στην Ανκόνα. Ο Σαραντάρης μεγάλωσε στην Ιταλία και παρακολούθησε μαθήματα στο Ιταλικό καθολικό Collegio di San Luigi, δίπλα στο σπίτι του στη Μπολόνια, στο Gimnasio Galvani και στο Liceo Galvani, όπου πήρε ιταλική και αρχαία ελληνική παιδεία. Οι επιδόσεις του στα μαθήματα ήσαν μέτριες ενώ δεν του άρεσε η μαθητική του ζωή λόγω του καθολικισμού και του συντηρητισμού τους. Από έξι χρονών παίζει και πιάνο και στο κολέγιο φτάνει να δίνει ρεσιτάλ. Ο ποιητής μεγάλωσε στην Μπολόνια και όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα στην επιχείρηση μετοίκησε, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας του, στο Μονταπόνε. Σε ηλικία 16 ετών διάβαζε Όμηρο, άλλους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς, ενώ ασχολήθηκε με τους συγγραφείς του Μεσαίωνα και της Αναγεννήσεως. Στο σπίτι της οικογένειας του, στο Μονταπόνε και στη βιβλιοθήκη του, βρέθηκαν πολλά ελληνικά βιβλία λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, καθώς και λεξικά ελληνικής γλώσσης με τα οποία η οικογένεια του τον βοήθησε να αναπτύξει την ελληνικότητα του.

Ο θάνατος του Ανατόλ Φρανς του εμφύσησε το πάθος για τη λογοτεχνία και ξεκίνησε δημοσιεύοντας ποιήματα στον Τύπο της Ιταλίας, ενώ λίγο αργότερα έγινε μέλος της Ιταλικής Εταιρείας Νέων Λογοτεχνών. Έγραψε τους πρώτους στίχους του, στα Ιταλικά και στα Ελληνικά και δημοσίευσε ποιήματα στην Ιταλική και τη Γαλλική γλώσσα. Στην ίδια ηλικία είχε αναδειχθεί σε άριστο σκακιστή και συνθέτη σκακιστικών προβλημάτων, που δημοσιεύθηκαν σε περιοδικά της Ιταλίας. Το 1926 γράφηκε στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια όπου σπούδασε Νομικά για τρία χρόνια και μετά το 1930 και την οικονομική χρεοκοπία του πατέρα του συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Ματσεράτα, κοντά στο σπίτι του στο Montappone [5], όπου το Νοέμβριο του 1930 απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα με διατριβή που είχε τίτλο, «Το δίκαιο ως τεχνικός κανόνας», [«Il diritto comme norma tecnica»], και αναγορεύθηκε Dottore di Giurisprudenza.

Εγκατάσταση στην Ελλάδα

Μετά τις πανεπιστημιακές του σπουδές ο Σαραντάρης ήρθε στην Ελλάδα, το Μάρτιο του 1931, για να υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό, όπως όλα τα αρσενικά µέλη της οικογένειας στην Ιταλία, απαραίτητη προϋπόθεση για να διατηρήσει την Ελληνική του υπηκοότητα. Παράλληλα, εγγράφεται και παρακολουθεί για λίγο μαθήματα στο Τµήµα Πολιτικών Επιστημών της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπηρετεί το στρατιωτικό του και στη συνέχεια εγκαθίσταται στο σπίτι της θείας του, Ευαγγελίας Σαραντάρη-Μίχα και της οικογένειάς της, στην οδό Κοδριγκτώνος 42Α. Προσπάθησε να εξασκήσει κάποιο επάγγελμα, όμως δεν κατάφερε ποτέ να εργαστεί, αν και κάποιες φορές του προσφέρθηκαν θέσεις μισθωτού σε τράπεζα και ιδρύματα, τις οποίες αρνήθηκε. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα απασχολήθηκε ως ασκούμενος δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο ενός φίλου του πατέρα του, όμως εγκατέλειψε γρήγορα το δικηγορικό επάγγελμα. Αποφάσισε να ζήσει με μοναδικό εισόδημα τα ενοίκια από ακίνητα της οικογένειάς του στην Αθήνα, γεγονός το οποίο αποτελούσε αιτία τριβής µε τον πατέρα του.

Στην Αθήνα εργάστηκε ως δημοσιογράφος και συνεργάστηκε με την εφημερίδα «Καθημερινή» δημοσιεύοντας κριτικά λογοτεχνικά σημειώματα και δικούς του στίχους, ενώ συνδέθηκε με τον ιδεοκρατικό φιλοσοφικό όμιλο των Κωνσταντίνου Τσάτσου και Παναγιώτη Κανελλόπουλου, με την ομάδα του εθνικοσοσιαλιστή Ιωάννη Συκουτρή και του Δημοσθένη Δανιηλίδη καθώς και με το περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα» του Ανδρέα Καραντώνη. Στο αρχείο του έχουν βρεθεί επιστολές και επιστολόχαρτα του εθνικιστικού «Εθνικού Παμφοιτητικού Συλλόγου», ενώ διατηρούσε στενή σχέση με τον Ν.Γ. Πεντζίκη, την ποιήτρια Μελισσάνθη [6] και τη Ζωή Καρέλη. Σύμφωνα με το Γιώργο Μαρινάκη, έναν από τους μελετητές του έργου του, που συγκέντρωσε και επιμελήθηκε τα κείμενα του Σαραντάρη, ήταν βαριά μύωπας, καχεκτικός και φιλάσθενος, ταλαιπωρούνταν ψυχικά από το γεγονός ότι τον θεωρούν «αργόσχολο», καθώς πεισματικά επιβίωνε με ένα μικρό εισόδημα, ποσοστό από κληρονομιά ενοικίων, ενώ δεν έδινε την παραμικρή σημασία στο ντύσιμο και στην υπόδηση του. Ασχολήθηκε κυρίως, με τη λογοτεχνία και την ποίηση και το 1932 έγινε ο πρώτος που μετέφρασε στα ιταλικά, τα ποιήματα

  • «Ζωγραφισμένα»,
  • «Εν πόλει της Οσροηνής» και
  • «Στου καφενείου την είσοδο», του Κωνσταντίνου Καβάφη, τα οποία δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Cronache» [7].

Το 1934 γνωρίστηκε και έγιναν φίλοι, με τον Οδυσσέα Ελύτη. Στην Ιταλία πραγματοποίησε δύο σύντομα ταξίδια το 1934 και το 1935, όταν πέθανε ο πατέρας του.

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

Για την επιστράτευση του στον διαφαινόμενο Β' Παγκόσμιο πόλεμο και το πώς την αντιμετώπισε γράφει [8] ο Ανδρέας Καραντώνης, ένας από τους σημαντικότερους κριτικούς του περασμένου αιώνα: «.....Το Σεπτέμβριο του 1940 ένα Διάταγμα του Υπουργείου των Στρατιωτικών, κάλεσε στα όπλα την κλάση του 1930 -σ’ αυτήν ανήκε στρατολογικά ο Σαραντάρης- και τον έστειλε να φυλάξει τα σύνορα που φοβέριζε ο Ιταλικός φασισμός. Τον είδα για τελευταία φορά στην πλατεία Κάνιγγος, ανάμεσα στο πλήθος των επιστρατευμένων εφέδρων που πολιορκούσαν την πόρτα του Στρατολογικού Γραφείου. Το πρόσωπό του ήρεμο και χαμογελαστό πάντα, ήταν ολότελα αποπνευματωμένο. <Φεύγω μου λέει, φίλε μου, πάω φαντάρος>. Αποχαιρετιστήκαμε με συγκίνηση. Τον είδα να χάνεται μέσα στο πλήθος, κάνοντας μελαγχολικές σκέψεις καθώς συλλογιζόμουν πώς θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τις δυσκολίες και τις τραχύτητες της στρατιωτικής εμπόλεμης ζωής, αυτός ο καθόλου στρατιώτης. Κι όμως ακολούθησε καρτερικά τη μοίρα του, με τη συναίσθηση ότι δίνει και αυτός, όπως όλοι οι άλλοι, το παρών του στο κάλεσμα της Πατρίδας».

Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σαραντάρης εκδηλώνοντας την έντονη φιλοπατρία του, αδυνατισμένος, ασθενικός και με δεκαπέντε βαθμούς μυωπίας, συμμετείχε ως στρατιώτης στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου. Σύμφωνα με τον συστρατιώτη του και συγγραφέα Θεμιστοκλή Αθηνογένη αναχώρησαν από την Αθήνα στις 5 Οκτωβρίου 1940.

«....μια μέρα που ήταν χαρά Θεού, τάχα για να ασκηθούμε στα όπλα... Μετά από δυο μέρες μας πήραν μ’ αυτοκίνητα στρατιωτικά και μας μετέφεραν στο Καστράκι -ένα θαυμάσιο χωριό έξω από την Καλαμπάκα. .. Κάποτε πήγαμε μαζί σε μια ταβέρνα. ... Μείναμε ως αργά τη νύχτα. Εκείνος δεν ήπιε κρασί. Είχε όμως μεθύσει από τα ίδια του τα λόγια που έρχονταν μετρημένα σε στίχους κι απλώνονταν κάτω απ’ τον γυμνό άξονα του αιθέρα. Ήταν παράξενα και γοητευτικά ν’ ακούς τη φωνή του Σαραντάρη ν’ απαγγέλλει σ’ ένα ταβερνάκι στη Θεσσαλία ποιήματά του, πότε στα Ελληνικά, πότε στα Ιταλικά... Μείναμε στο Καστράκι ως το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου. ... Κάποια στιγμή, ξημερώματα, σήμαναν οι σειρήνες του συναγερμού και μεις βρεθήκαμε στην πλατεία του χωριού περιμένοντας τον ταγματάρχη μας Παπαδημητρίου να μας πει τι συνέβαινε και να μας δώσει διαταγές... Εμφανίστηκε ο ταγματάρχης: Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο. .... Πρέπει να σπεύσομε να ενισχύσομε τα παιδιά του 4ου Συντάγματος Λαρίσης που αντιμετωπίζουν τις Ιταλικές φάλαγγες της Μεραρχίας Julia. ... Άρχισε η πορεία. Η πορεία κράτησε 40 ώρες.- Τότε τον έχασα (Σημ. Τον Σαραντάρη).... Τη νύχτα με πλησίασε ο διμοιρίτης μου. Με διέταξε να φύγω από το λόχο μου και να ακολουθήσω τον 3ο λόχο, γιατί το δικό τους οπλοπολυβόλο είχε αχρηστευθεί και έπρεπε να αναπληρώσω το κενό εγώ με το δικό μου. ... Σε λίγο βρισκόμουν στο λόχο του Γιώργου Σαραντάρη. Ήταν ο λόχος ο δικός του, ο 3ος λόχος...» [9].

Ο Σαραντάρης θυσιάστηκε ακολουθώντας την πίστη του πως:

«...Όταν .... νιώσεις την αναγκαιότητα της θυσίας σαν μόνο τρόπο επιτυχίας της ύπαρξης του Ανθρώπου, τότε ο ηρωισμός θα σου φανεί, όπως είναι, ο λογικός και αναπότρεπτος βίος του συνειδητού ατόμου τού ηθικού εγώ...». 

Ο ποιητής με την ασθενική κράση και το αδύναμο σώμα, παραπαίει στα βουνά της Ηπείρου έχοντας χάσει τα χοντρά μυωπικά γυαλιά του και μην μπορώντας να ακολουθήσει την υπόλοιπη φάλαγγα, ενώ οι κακουχίες δρουν επιβαρυντικά, ώσπου αρρώστησε από τύφο και μεταφέρθηκε αρχικά στο Στρατιωτικό νοσοκομείο Ιωαννίνων και στη συνέχεια σε κλινική των Αθηνών στην οδό Τροίας, με τη μεσολάβηση του γαμπρού και συζύγου της αδελφής του. Η μαρτυρία της ποιήτριας Μελισσάνθης [10], που τον επισκέφθηκε στην κλινική, δίνει την τελευταία εικόνα του ποιητή: «..αποσαρκωμένος σαν βυζαντινός άγιος», «....άνθρωπος κάποιου άλλου κόσμου».

Το τέλος του

Το τέλος του Σαραντάρη, σύμφωνα με τη μαρτυρία της αδελφής του, της Λέλας Σαραντάρη-Μιχοπούλου, ήταν συνέχεια των σκέψεων και των απόψεων που διακήρυσσε στη καθημερινότητά του, «...Εμείς, οι συγγενείς και οι φίλοι, περιτριγυρίζαμε το κρεβάτι του και κλαίγαμε βουβά. Μας είδε και με το γλυκύ του χαμόγελο, γεμάτος ειρήνη και πίστη, άρχισε εκείνος να μας παρηγορεί και να μας ενδυναμώνει, παροτρύνοντας μας να μην κλαίμε, διότι η ζωή δεν τελειώνει στον κόσμο αυτόν, διότι η ζωή είναι αιώνια και συνεχίζεται, διότι μετά τον θάνατο του θα ζήσει μιαν άλλη, μεγαλύτερη χαρά....». Ο ποιητής απεβίωσε στις 25 Φεβρουαρίου του 1941 κι ο ουρανός, «η ζεστή μας πατρίδα», που «...θα μιλήσει για μας / Όταν εμείς θα πιούμε το τραγούδι του θανάτου..», τον πήρε κοντά του, καθώς υπέκυψε στην ασθένεια του εξαιτίας ελλείψεως αντιβιοτικών.

Πολιτικές & Κοινωνικές απόψεις

Ο Σαραντάρης εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Περικλή Γιαννόπουλο για τον οποίο θεωρούσε ότι στάθηκε «...ο πιο θερμός, ο πιο ενθουσιώδης κι ο πιο πειστικός υποστηρικτής της ανωτερότητας της ελληνικής φυλής...» κι ότι «... πιο γνήσια από κάθε άλλο νεοέλληνα στον αιώνα μας αντιμετώπιζε θεωρητικά το πρόβλημα του νεοελληνισμού. Προπάντων η αντιευρωπαϊκή του θέση, μ' όλο το βάρος της ευθύνης που σηκώνει, θα σταματήσει την προσοχή και της δικής μας και των γενεών που θα έρθουν όταν από τη βάση ατενίζεται ο προορισμό τους έθνους...». Εξαιρετική ήταν η άποψη του Σαραντάρη για τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο. Ο Γεώργιος Σαραντάρης υπήρξε ο µόνος εκπρόσωπος των ποιητών της γενιάς του 1930 που ασχολήθηκε µε τον Ιταλό εθνικιστή ποιητή και φιλόσοφο Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο, δημοσιεύοντας άρθρο στο Ιταλόφωνο περιοδικό «Olimpo» [«Rivista di cultura mediterranea»] [11]. Σε επιστολή του το 1932, στον Γκαετάνο Αρκάντζελι, ποιητή από την Μπολόνια, γράφει, «....Οι καλλίτεροι ποιητές του αιώνα μας είναι ο Ουνγκαρέττι και ο Καρνταρέλλι». Μεταφράσεις ποιημάτων του Φασίστα Ουνγκαρέττι δημοσιεύθηκαν ήδη από το 1935 στο λογοτεχνικό περιοδικό «Κύκλος». Στο εισαγωγικό σημείωμα του ο Σαραντάρης γράφει, «... ο Ουνγκαρέττι είναι ανάμεσα στους τρεις (Ουνγκαρέττι, Μοντάλε, Σάμπα) κατά την γνώμη μας, ο μόνος που μπορεί να ονομαστεί Ευρωπαίος ποιητής. Το όνομα του δικαιούται να περάσει τα σύνορα της πατρίδας του. Βέβαια η ποίησή του δεν έχει το πλάτος, την γενναία εκείνη ευρύτητα που απαντάμε σε άλλους μεγάλους ποιητές της εποχής μας. Είναι στεγνός όπως ο δικός μας Καβάφης, αλλά η απαισιοδοξία του αγγίζει κάποτε τα βάθη ενός Λεοπάρντι. Είναι άγνωστη σε εμάς τους Έλληνες και ίσως χρειάζεται να την γνωρίσουμε...».

Ο μεγαλοαστός, μαρξιστής ποιητής και κριτικός, Νίκος Κάλας είχε αναφέρει σε συνέντευξή του [12]: «...ήμουν πολύ εναντίον του Σαραντάρη, έβλεπα ότι ήταν πολύ εξαρτημένος από το φασισμό. Άκουσα τελευταία τον Μάριο Βίττι στο Παρίσι, σε μια ομιλία του για την ελληνική ποίηση, να λέει ότι ο Σαραντάρης «είχε τη λόξα να θαυμάζει τον Μουσολίνι». Δεν ήταν λόξα καθόλου, ήταν απολύτως μέσα στην ιδεολογία του...». Ο Κάλας, που δυσανασχετούσε με την κατακύρωση του έργου του Σαραντάρη στις συνειδήσεις του πνευματικού κόσμου, είχε και έναν φιλολογικό διαξιφισμό με τον τελευταίο, ενόσω εκείνος ζούσε, στον τύπο της εποχής, όπου τον κατηγορούσε για μίμηση του ύφους του Ουνγκαρέττι [13], οι σχέσεις του οποίου με το Φασιστικό καθεστώς ήταν γνωστές. Γράφει για τον Σαραντάρη ο Θεσσαλονικιός ποιητής Γιώργος Θ. Βαφόπουλος: «Καθόταν στην πολυθρόνα της «Αστόριας» ήρεμος και σεμνός, με την αφέλεια ενός μικρού παιδιού. Η όλη εμφάνισή του κι ο τρόπος της ομιλίας του δημιουργούσαν μια σκωπτική διάθεση στον απληροφόρητο συνομιλητή του. Όμως δεν αργούσε κανείς να αντιληφθεί, πόση διάσταση υπήρχε ανάμεσα σ’ εκείνη την απλοϊκή εμφάνιση και στο πάθος με το οποίο ανέλυε τις ιδέες του» [14]

Ο Σαραντάρης θεωρούσε παρακμιακές ιδεολογίες το μαρξισμό και το φροϋντισμό, για τις οποίες πίστευε ότι «...θυσιάζουν τον άνθρωπο στο θάνατο, και δεν το γνωρίζουν. είναι διαστροφές που γεννήθηκαν από έναν αχαλίνωτο ηδονισμό.. στην επιφάνεια χαρίζουν το μίσος στο βάθος την πεποίθηση του θανάτου...η ηδονή του θανάτου, του θανάτου όλου του κόσμου, τις διατρέχει. Γι' αυτό η πίστη μας στην ύπαρξη οφείλει να γίνει κοσμοθεωρία...γιατί δεν αρκεί ν’ αναγκάσεις στη σιωπή τους ανθρώπους προορισμένους στο θάνατο, αλλά και τις θεωρίες τους, τις τόσο φλύαρες, πρέπει να εξουδετερώσεις και ύστερα ν’ αντικαταστήσεις...». Υποστήριζε την ιδέα της λεγόμενης οργανικής κοινωνίας και αντιτάχθηκε στον ηδονισμό, τον υλιστικό προσανατολισμό της ζωής, τον ατομισμό και τον κερματισμό-διάσπαση του ανθρωπίνου προσώπου, τη γνωσιοκρατία και τον εμπειρικό σχετικισμό. Η φιλοσοφική σκέψη του είναι υποστασιακή και άμεσα εθνοκοινωνική. Επηρεάστηκε από τον Πλάτωνα, τον χριστιανικό υπαρξισμό του Κίρκεγκορ, αλλά και τον Φρειδερίκο Νίτσε, τον Τζιοβάνι Τζεντίλε και τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, διακηρύσσει την πίστη του στην αιωνιότητα της ύπαρξης του ανθρώπου και τη δυνατότητα να φτάσει στο απόλυτο. Βασικός άξονας της σκέψεως του είναι ο αντιδυτικισμός και θεωρούσε ότι «...Η φιλοσοφία της Ευρώπης είναι φτωχή και ανεπαρκής για την τωρινή νεότητα ακριβώς γιατί σα φιλοσοφία δε νίκησε το φόβο του θανάτου”, θα πει και θα τονίσει την ανεπάρκεια του δυτικού πολιτισμού...». Κινήθηκε στα πλαίσια της αναζήτησης του απολύτου ενάντια στη φθορά της ανθρώπινης υπόστασης, εκφρασμένης μέσω της κατάργησης της παραδοσιακής ποιητικής φόρμας και γλωσσικής έκφρασης. Δέχτηκε επιδράσεις από τη σκέψη των Τζουζέπε Ουνγκαρέτι, Φρειδερίκου Νίτσε, του Δανού φιλόσοφου Σαίρεν Κίρκεργκαρντ, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Σεστώφ και Μπερντιάγιεφ.

Ο Σαραντάρης το 1938, σε άρθρο του στο Ιταλόγλωσσο περιοδικό της Θεσσαλονίκης «Olimpo», εκθειάζει το ύφος και την στιχουργία, τον ψυχικό κόσμο του Ουνγκαρέτι, πράγματα που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από αυτό που χαρακτηρίζεται σαν κλασικό. Σε άρθρο του σε Αθηναϊκή εφημερίδα γράφει [15]:

«..Όποιος ατενίζει την Αρχαία Ελλάδα και παραμερίζει τον Χριστό, είναι σα να μην υποπτεύεται πως είμαστε προορισμένοι στην αιωνιότητα και σα να θέλει να επαναλάβει το έργο πολιτισμού των Αρχαίων Ελλήνων, που ήταν η προετοιμασία μιας άρτιας θνητής υπόστασης, για να τη δεχτεί ο Χριστός και να την κάμει αθάνατη. Για τούτο σ’ εμάς, τους τωρινούς Έλληνες, δεν μαθαίνουν υποστασιακά τίποτε οι διάφορες Αναγεννήσεις της Δύσης και μάλλον μας προσφέρουν μια περιττή και συχνά βλαβερή τροφή. {...}... Μονάχα εμείς, από όλους τους λαούς της γης, μπορούμε, χωρίς ν’ αφήσουμε τον τόπο μας, να διατρέξουμε υποστασιακά την απόσταση που χωρίζει τη φύση από τον άνθρωπο. Λέμε τούτο, γιατί και στον Χριστιανισμό πλησιάζουμε αβίαστα με την ελληνική μας παιδεία και την ελληνική μας γλώσσα. Διαβάζουμε τα γνήσια Ευαγγέλια, που μας μιλούν ενδόμυχα κι έτσι μπορούμε να κρίνουμε πιο εύκολα και σχεδόν πιο υπεύθυνα από κάθε άλλο λαό, ποιος είναι ο αληθινός Χριστιανισμός...».

Εργογραφία [16]

Το έργο του Σαραντάρη διακρίνεται από τον δοξολογικό-ευχαριστιακό και εσχατολογικό χαρακτήρα της ορθόδοξης παραδόσεως [17]. Ο ποιητής που αποτέλεσε πρότυπο Ορθόδοξου στοχαστή και ποιητή γράφει ότι η παιδεία πρέπει να αρχίσει από την Καινή Διαθήκη και τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, «...τον πιο χριστιανό συγγραφέα του 19ου αιώνα, που δημιούργησε παραδείγματα για τις επόμενες γενιές, μιας ζωής που δεν είναι ηδονιστική». Σημειώνει πως όταν ο ηδονισμός γίνεται η μοναδική βίωση του ανθρώπου, τον οδηγεί να απολυτοποιήσει τη γνώση, κάτι που υπαρξιακά δεν μπορεί να δικαιώσει τον άνθρωπο, παρά μονάχα επιφανειακά, διότι η γνώση, η ηδονή, η ύλη, η φύση δεν αποτελούν τα πραγματικά απόλυτα. Θεωρεί πως ο Θεάνθρωπος δεν θα επιτύχει να διαμορφώσει τη ζωή των ανθρώπων και να είναι παρών στις πράξεις τους, όταν αυτοί έχουν στις φλέβες τους το δηλητήριο του ηδονισμού. Ο Σαραντάρης προσθέτει ότι καμία δύναμη δεν μπορεί να σβήσει την ιστορία ή το παράδειγμα του Χριστού.

Ασχολήθηκε με την ποίηση και τη φιλοσοφία από νεαρή ηλικία κι εμφανίστηκε στους φιλολογικούς κύκλους, αρχικά της Αθήνας και στη συνέχεια της Θεσσαλονίκης, στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ξεκίνησε τη λογοτεχνική του διαδρομή ως οπαδός των θεωριών του Φρειδερίκου Νίτσε για τη δύναμη, τελικά όμως τάχθηκε στο πλευρό της χριστιανικής ορθοδοξίας και του μυστικισμού. Συνεργάστηκε με τα λογοτεχνικά περιοδικά «Il libro gel giorno», «Cronache», «Olimpico», «Νέα Ζωή», «Ιδέα», «Ο κύκλος», «Νέα Γράμματα», «Νέα Φύλλα», «Εργασία», «Προπύλαια», «Νέα Εστία», «Κρητικές Σελίδες», «Καθημερινή» και «Μακεδονικές Ημέρες» της Θεσσαλονίκης. Ανήκει ως μέλος της γενιάς του τριάντα, όμως ακολούθησε ανεξάρτητη προσωπική διαδρομή κι άφησε πλούσιο λογοτεχνικό έργο, που το αποτελούν πέντε ποιητικές συλλογές, τα τρία φιλοσοφικά δοκίμια και αρκετές δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και περιοδικά. Μεγάλο μέρος του έργου του εκδόθηκε μετά το θάνατό του, ενώ σημαντικό τμήμα παραμένει ανέκδοτο και τα πρωτόλεια του είναι γραμμένα στα ιταλικά.

Ο Σαραντάρης ανέδειξε [18] και επηρέασε τον Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος έγραψε για το Σαραντάρη ότι ήταν «...ο αιρετικός της ύλης αλλ’ ομόθρησκος των αετών...», σε ποίημα αφιερωμένο στη μνήμη του. Ο Ελύτης έγραψε για τον ποιητή, «...Δεν έχω γνωρίσει, θάθελα να το διακηρύξω, μορφή πνευματικού ανθρώπου αγνότερη από τη δική του. Άπραγος, αδέξιος, ανίκανος για οτιδήποτε πρακτικό, ζούσε με το τίποτε και δεν του χρειαζότανε τίποτε άλλο έξω από την ποίηση. Δηλαδή το αντίθετο ακριβώς απ' αυτό που ονειρεύονται οι αστοί για τα παιδιά τους. Έτσι όμως είχε φτάσει ως το σημείο να μπορεί να υψώνει τα μεγάλα του ασθενικά μάτια ως τις Πλατωνικές Ουσίες. Η παρουσία του την εποχή εκείνη, νομίζω, ήταν καίρια…». Το έργο του Σαραντάρη αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης του διανοούμενου Ζήσιμου Λορεντζάτου, που εξέδωσε ένα δίτομο έργο, αφιερωμένο στον Σαραντάρη. Ο Λορεντζάτος υποστηρίζει ότι «ο Σαραντάρης ήταν ο πρώτος και ο μόνος στοχαστής που κατέθεσε μια ολοκληρωμένη φιλοσοφική πρόταση από υπαρξιακή χριστιανική άποψη» [19] καθώς το πρόσωπο και η ζωή του Ιησού Χριστού απασχολούσαν έντονα τον ποιητή που έλεγε: «Ο Χριστός είναι το παράδειγμα που μας δεσμεύει όλους, το πραγματοποιήσιμο ιδανικό» [20].

Ο Σαραντάρης άφησε έναν τεράστιο όγκο ανέκδοτου έργου. Τα χειρόγραφα του περισυνέλεξε η εξαδέλφη του Λούλα Μίχα-Καλοδίκη από το σπίτι της θείας του όπου ζούσε ο ποιητής, και τα παρέδωσε στο φίλο του Γιώργο Μαρινάκη, ο οποίος τα διαφύλαξε ως το θάνατό του. Το αρχείο του ποιητή φιλοξενείται στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη του Ηρακλείου, όπου το παρέδωσε η σύζυγος του Μαρινάκη μετά το θάνατο του συζύγου της. Το 2013 θεσπίστηκε βραβείο στη μνήμη του Σαραντάρη, από τον Οίκο της Ποιήσεως του Κιαμπερλέ, το οποίο θα απονέμεται κάθε χρόνο σε ένα Γάλλο ποιητή.

Λογοτεχνική διαδρομή

Ο Σαραντάρης δανείστηκε υφολογικά στοιχεία από την ποίηση ενώ και η στιχουργία του δεν έμεινε άθικτη από τις επιδράσεις του Ιταλού εθνικιστή ποιητή Τζουζέπε Ουνγκαρέτι. Ο στίχος του ξεφεύγει από τους αυστηρούς κανόνες του μέτρου και της ρυθμικής χωρίς τις ακρότητες του Ιταλού ποιητή, ενώ ταυτίζει την αθωότητα με τα παιδικά χρόνια, εκείνη την περίοδο της ζωής, όπου ο άνθρωπος είναι αγνός σε πολύ μεγάλο βαθμό. Όταν όμως ενηλικιώνεται αναζητά εναγώνια αυτή την αθωότητα των παιδικών του χρόνων, στον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του.

Σε ηλικία 23 ετών ο Σαραντάρης έγραψε και δημοσίευσε στα Ιταλικά το έργο

  • «Οι γνωριμίες και η φιλία. Σημειώσεις για τις Αναμνήσεις που δε θα γράψω ποτέ». Η μετάφραση του βιβλίου στα Ελληνικά έγινε από τον Ζήσιμο Λορεντζάτο και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό». Η επιμέλεια και οι σημειώσεις είναι της Σοφίας Σκοπετέα.

Ο ποιητής εμφανίστηκε στην Ελληνική λογοτεχνία το 1933, μέσα από το περιοδικό «Νέα Ζωή», όπου δημοσίευσε το διήγημα

  • «Μάρθας βίος», με το οποίο εισήγαγε στον ελληνικό χώρο το είδος του γαλλικού αντι-μυθιστορήματος, [antiroman].

Εξέδωσε επίσης το πεζογράφημα

  • «Γράμματα σε μια γυναίκα».

Tο σύνολο του έργου του που το αποτελούσαν οι ποιητικές του συλλογές, τα ανέκδοτα ποιήματα του 1940 και όλα του τα κείμενα, εκδόθηκε αρχικά το 1961 σε έναν τόμο, ενώ τα ποιήματα που έγραψε στα Ιταλικά και Γαλλικά κυκλοφόρησαν σε ξεχωριστό τόμο, όμως έγινε ευρύτερα γνωστός μετά το 1987, όταν εκδόθηκαν σε πέντε τόμους τα ποιητικά του

  • «Άπαντα».

Ποιητικό έργο

Ο Σαραντάρης υπήρξε ένας από τους πρώτους ανανεωτές Έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου. Ασχολήθηκε με το φιλοσοφικό δοκίμιο και τις ποιητικές μεταφράσεις. Ήταν οπαδός της μοντέρνας τεχνοτροπίας στην ποίηση, ένας από τους ανανεωτές ποιητές του μεσοπολέμου και ένας από τους πρώτους εισηγητές του υπαρξισμού στην Ελλάδα.

Η πρώτη του ποιητική συλλογή είχε τίτλο

  • «Οι αγάπες του χρόνου», και δημοσιεύθηκε το 1933.
  • «Το αίσθημα του ονείρου»,
  • «Η Ευφροσύνη».

Παρουσίασε ακόμη, τις ποιητικές συλλογές,

  • «Ουράνια», το 1934,
  • «Αστέρια», το 1935,
  • «Στους φίλους μιας άλλης χαράς», στις αρχές του 1940, η οποία προκάλεσε ευμενή σχόλια από το Μήτσο Παπανικολάου.

Φιλοσοφικά δοκίμια

Με τα φιλοσοφικά του δοκίμια, που κυκλοφόρησαν στην β' εκδοσή τους από το λογοτεχνικό περιοδικό «Κύκλος» του Αποστόλη Μελαχρινού,

  • «Συμβολή σε μια φιλοσοφία της υπάρξεως», το 1937, εκδόσεις Τυπογραφείον «Ροδάκη», Παλλάδος 18, Αθήνα,
  • «Η παρουσία του ανθρώπου», το 1938, εκδόσεις «Κύκλος»,
  • «Δοκίμια της λογικής ως θεωρία του απολύτου και του μη απολύτου», το 1939, εκδόσεις «Αντωνοπούλου», Σωκράτους 73, Αθήνα,

ο Σαραντάρης έγινε εισηγητής στην Ελλάδα του χριστιανικού κλάδου της υπαρξιακής φιλοσοφίας.

Μνήμη Γεωργίου Σαραντάρη

Στα δέκα χρόνια από τον θάνατο του Σαραντάρη ο «Αθηναίος» της εφημερίδας «Καθημερινή», ο Σταύρος Αγγ. Βλάχος, αδελφός του ιδιοκτήτη Γεωργίου Βλάχου, έγραψε: «.... Ο Σαραντάρης επίστευεν, ήτο ένας γνήσιος Χριστιανός, ή τουλάχιστον η πίστις του ήτο η υψηλοτέρα και πλέον σταθερά επιδίωξίς του. Υποπτεύομαι μάλιστα, εάν κρίνω από την ζωηράν αντιπάθειαν που ησθάνετο δια τον σκεπτικισμόν και από την φανεράν προτίμησιν που έδειχνε δια την υπαρξιακήν φιλοσοφίαν, και ιδιαιτέρως δια τον Δανόν φιλόσοφον Κίρκεγκωρντ και τον σύγχρονον θρησκευτικόν στοχαστήν Μπερντιάεφ, ότι ο πραγματικός πνευματικός και ψυχικός χώρος του Σαραντάρη δεν ήτο η βεβαιότης της πίστεως, αλλ’ η εναγώνιος αναζήτησις της βεβαιότητος. Ως ποιητής είχεν επηρεασθή από τον σύγχρονον Ιταλόν ομότεχνόν του, τον Ουγκαρέτι, τον οποίον συχνά ανέφερεν εις τας συνομιλίας του, ...{...}... Τα υψηλά καλλιτεχνικά και πνευματικά ιδεώδη του Σολωμού ασφαλώς δεν άφησαν ανεπηρέαστον τον Σαραντάρην κατά τα τελευταία έτη της ζωής του. Ήτο ένας γνήσιος και συμπαθέστατος πνευματικός άνθρωπος, σεμνός, εγκάρδιος, απλός, δοσμένος ολόκληρος εις το ανθρώπινον δράμα του, το οποίον εζούσε με έντασιν και αλήθειαν εις το έργον του. Και ήτο και ο πρώτος λογοτέχνης που έπεσεν εις τον αγώνα της πατρίδος του δια την ελευθερίαν».

Σε άρθρο του ο Τάκης Βαρβιτσιώτης γράφει για τον Σαραντάρη: '«....Για τον Σαραντάρη, που ήταν σφοδρός πολέμιος κάθε ωφελιμιστικής και ηδονιστικής αντίληψης, η ποίηση δεν αποτελούσε μια πρόσθετη τέρψη για την καλοπέραση των αστών, αλλά ένα μέσο, έναν αγώνα για να βιώσουμε την αλήθεια του ανθρώπου, μια λύση, την μόνη δυνατή και σωτήρια λύση, τον μόνο τρόπο να διαφύγουμε από την αθεράπευτη αθλιότητα της ανθρώπινης μοίρας, να νικήσουμε την αγωνία του θανάτου και τη βεβαιότητα του μηδενός, τη μόνη κατάφαση της αθανασίας...» [21].

Για το τέλος του Σαραντάρη ο εθνικιστής κοινωνιολόγος καθηγητής Δημήτριος Τσάκωνας γράφει [22]: «...Ο Σαραντάρης ανήκε στις σπάνιες εκείνες ανθρώπινες υπάρξεις που περνούν από τούτη τη γη σαν υπνοβάτες, που ολόκληρος ο βίος τους, είναι μια συνεχής απόσπαση από την ύλη, in spiritu homo constitutus, που και αυτή ακόμα η εν σώματι παρουσία τους, από την έξαρση του πνευματικού και την κλίση προς την υπέρβαση, είναι μάλλον μια πρόσκληση προς την απουσία. .. Άλλοι δεν θα πλησιάσουν τον Σαραντάρη, γιατί την επαφή μαζί του θα την αποκλείσει ο φόβος μήπως η πρωτοτυπία εκείνου αποκαλύψει πιο πολύ (στα ίδια τους τα μάτια) την κοινοτοπία του δικού τους λόγου. Όσοι κάθονται άνετα και ξένοιαστα δε θέλουν να χάσουν την ισορροπία που επικρατεί στην πνευματική νωθρότητά τους. Αλλά κι από τους λίγους κι άξιους οι περισσότεροι θ’ αποφύγουν να πλησιάσουν το Σαραντάρη, γιατί δεν τους μοιάζει στην άξια έστω ατομικότητά τους». Παράλληλα ο ίδιος γράφει για το τέλος του ποιητή: «Στρατιώτης ο Σαραντάρης στο Αλβανικό Μέτωπο έχασε τα γυαλιά του και το σακίδιό του, κοιμόταν γυμνός στο αντίσκηνό του και μολονότι <οδοιπόρησε με τους ποιμένες της Πρεμετής> διεκομίσθη άρρωστος στην Αθήνα, για να υποκύψει στη μοίρα του, στις αρχές του 1941. Ο μόνος σύντροφος που τον συνόδευσε στο διάστημα της τελευταίας του περιπέτειας ήταν το Ευαγγέλιο. Από τον κύκλο των πνευματικών ανθρώπων ήταν ο πρώτος νεκρός του πολέμου» [23].

Ο Οδυσσέας Ελύτης χαρακτήρισε το θάνατό του Σαραντάρη «..σχεδόν δολοφονία...» ενώ κατήγγειλε ότι «...Ήταν η μόνη και πιο άδικη απώλεια. ...{...}... το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χροντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφθάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της...» [24].

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Γιώργος Σαραντάρης ideapolis.info, (ανακτήθηκε στις 5 Μαρτίου 2020).
  2. [Σύμφωνα με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, «Διόσκουροι», Εκδόσεις «Δόμος», Αθήνα, 1997, σελίδα 324η, ο τάφος του Γιώργου Σαραντάρη βρίσκεται στον αριθμό 329 του Δ' τμήματος στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.]
  3. Ένας Ποιητής από τη Τσακωνιά.
  4. [Η Τσακωνιά είναι δύσβατη περιοχή στα σύνορα των νομών Αργολίδος, Αρκαδίας και Λακωνίας στην Πελοπόννησο.]
  5. [Στον πύργο του Μονταπόνε πέθανε το 1935 ο πατέρας του ποιητή Σαραντάρη. Η μητέρα του ποιητή έζησε κλεισμένη εκεί µε μοναδική παρέα μια οικιακή βοηθό, ως το 1973, οπότε επέστρεψε ασθενής και πέθανε στην Αθήνα, δίχως να την ενημερώσουν ποτέ το θάνατο του γιου της, που συνέχισε να τον περιμένει ως το θάνατο της. Το αρχοντικό της οικογένειας Σαραντάρη ανήκει πλέον κατά το ένα τρίτο στην Κοινότητα του Μονταπόνε και το υπόλοιπο σε συγγενείς του Σαραντάρη.]
  6. [Η ποιήτρια Μελισσάνθη, φιλολογικό ψευδώνυμο της Ήβης Κούγια-Σκανδαλάκη, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1907 και απεβίωσε στην ίδια πόλη το 1990. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1930 εκδίδοντας την πρώτη ποιητική της συλλογή «Φωνές εντόμου» και αμέσως μετά, τη δεύτερη συλλογή της «Προφητείες» που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση. Το 1932 παντρεύτηκε τον Ιωάννη Σκανδαλάκη, δικηγόρο και πολιτικό που διατέλεσε βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος κι ήταν συγγραφέας φιλοσοφικών δοκιμίων. Η Μελισσάνθη συνδέονταν με στενή ερωτική φιλία με τον Σαραντάρη, σχέση η οποία εκφράσθηκε σε επιστολές τους, μάρτυρες μιας ερωτικής φιλίας, η οποία, τουλάχιστον για τον Σαραντάρη, ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Ο ποιητής σε μία από τις επιστολές του, μετά από μια προσπάθεια της Μελισσάνθης να διακόψει την τόσο στενή επικοινωνία, της γράφει: «..αν πάψω να σε δω, θα βλέπω το τίποτα μπροστά μου».]
  7. [Περιοδικό «Cronache», τεύχος 11-12, Μπέργκαμο, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1932-ΧΙ, σελίδα 7η.]
  8. [ Αντρέας Καραντώνης, «Νεοελληνική Λογοτεχνία-Φυσιογνωμίες», Β' Τόμος, Εκδόσεις «Δημ. Ν. Παπαδήμα», Αθήνα, 1977, σελίδα 86η.]
  9. [Η μαρτυρία του Θεμιστοκλή Αθηνογένη περιλαμβάνεται στο βιβλίο της Ολυμπίας Καράγιωργα, «Γιώργος Σαραντάρης, ο Μελλούμενος», Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα, 1995, σελίδες 363η-369η.]
  10. [Η ποιήτρια Μελισσάνθη, φιλολογικό ψευδώνυμο της Ήβης Κούγια-Σκανδαλάκη, συνδέονταν με ερωτική φιλία με τον Γιώργο Σαραντάρη, σχέση η οποία εκφράσθηκε κυρίως διαμέσου της αλληλογραφίας τους.]
  11. [Το Ιταλόφωνο περιοδικό «Olimpo» [«Rivista di cultura mediterranea»] κυκλοφορούσε στη Θεσσαλονίκη μεταξύ 1936 και 1940, είχε προπαγανδιστική αποστολή και επιχορηγούνταν από το αρτισύστατο Ιταλικό Υπουργείο λαϊκής μορφώσεως. Η ύλη του περιοδικού περιλάμβανε κατά τα τρία τέταρτα ιταλικά κείμενα. Το τεύχος του Μαΐου 1938, λόγω του θανάτου του ήταν αφιερωμένο στον Ντ’ Ανούντσιο, ενώ υπήρχε και μια μετάφραση κειμένου του.]
  12. [Περιοδικό «Η λέξη», τεύχος 6ο, Ιούλιος-Αύγουστος 1981.]
  13. Γιώργος Σαραντάρης και Τζιουζέππε Ουγκαρέττι: μια συγκριτική προσέγγιση των έργων τους Macrì Gabriella
  14. [Γιώργος Θ. Βαφόπουλος, «Σελίδες Αυτοβιογραφίας», τόμος 2ος, σελίδα 36η.]
  15. [Εφημερίδα «Καθημερινή, 5 Ιουνίου 1939.]
  16. Άφθαρτη και φθαρτή γλώσσα του Γιώργου Σαραντάρη Νίκος Λεβέντης, Περιοδικό «Πλανόδιον», τεύχος 29ο, σελίδες 41η-47η.
  17. [Γεώργιος Σαραντάρης: Ο στοχαστής και ποιητής. Μια Ορθόδοξη διαλεκτική προσέγγιση του βίου και του έργου του.] Πατήρ Χρήστος Μαρίνης, Διπλωματική εργασία, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, σελίδα 50η.
  18. [Το 1935 ο Σαραντάρης γνωρίστηκε κι έγινε φίλος με τον φέρελπι ποιητή Οδυσσέα Αλεπουδέλη τον οποίο έφερε σε επαφή με τη λογοτεχνική συντροφιά, που εξέδιδε το πρωτοποριακό περιοδικό «Νέα Γράμματα». Την συντροφιά αυτήν αποτελούσαν, μεταξύ άλλων, οι Γιώργος Σεφέρης, Γιώργος Θεοτοκάς, Γιώργος Κατσίμπαλης και Ανδρέας Καραντώνης. Στα «Νέα Γράμματα» θα δημοσιευτεί το πρώτο δόκιμο ποίημα του Αλεπουδέλη με τίτλο «Του Αιγαίου», με την υπογραφή: Ελύτης.]
  19. [Ζήσιμου Λορεντζάτου, «Διόσκουροι-Γιώργος Σαραντάρης, Δημήτριος Καπετανάκης», Αθήνα, εκδόσεις «Δόμος», 1997, σελίδες 11η-12η.]
  20. [«Γιώργος Σαραντάρης-Ο Μελλούμενος», επιμέλεια Ολυμπία Καράγιωργα, Αθήνα, εκδόσεις «Δίαυλος», 1995, σελίδα 35η.]
  21. [Τάκης Βαρβιτσιώτης, Περιοδικό «Διαγώνιος», Αθήνα 1958.]
  22. [ Δημήτριος Τσάκωνας «Ιδεαλισμός και Μαρξισμός στην Ελλάδα», Εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα, 1988 σελίδα 258η.]
  23. [ Δημήτριος Τσάκωνας «Ιδεαλισμός και Μαρξισμός στην Ελλάδα», Εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα, 1988 σελίδα 258η-259η.]
  24. [Οδυσσέας Ελύτης «Ανοιχτά χαρτιά», σελίδες 392η-393η.]