Περικλής Γιαννόπουλος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Περικλής Γιαννόπουλος, Έλληνας εθνικιστής διανοητής [1], μεταφραστής, δοκιμιογράφος, λογοτέχνης και δημοσιογράφος, κύριος και διαπρύσιος εκφραστής της αισθητικής αναγεννήσεως του Ελληνισμού, γεννήθηκε το Φεβρουάριο του 1871 στην Πάτρα και αυτοκτόνησε [2] στις 8 Απριλίου 1910, στη θαλάσσια περιοχή του Σκαραμαγκά στην Αθήνα. Η εξόδιος ακολουθία και η ταφή του έγιναν στο νεκροταφείο της Ελευσίνας.

Ήταν άγαμος και δεν απέκτησε απογόνους. Κατοικούσε σε οικία στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου, δίπλα στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο, στο κτίριο Βάϊλερ, εμπρός στην Ακρόπολη και το θέατρο του Διονύσου.

Περικλής Γιαννόπουλος

Βιογραφία

Πρόγονοι του Γιαννόπουλου, από την πλευρά της μητέρας του, ήταν η οικογένεια Χαιρέτη, μέλη της οποίας μετέφεραν στην Κέρκυρα, μετά την Άλωση, ανάμεσα σε άλλα, το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνα και της Αγίας Θεοδώρας. Η οικογένεια Χαιρέτη ήταν κρητικής καταγωγής με βυζαντινές ρίζες. Ο προπάππος του, ο Κηρύκος Χαιρέτης, ιατροφιλόσοφος και προσωπικός ιατρός του Σουλτάνου Μαχμούτ Β', έπαθε αποπληξία το 1824, όταν ο ίδιος ο σουλτάνος του διάβασε έναν κατάλογο μελών της Φιλικής Εταιρείας στον οποίο περιλαμβάνονταν και το όνομα του. Ο παππούς του, Θεόφραστος Χαιρέτης, μαζί με τον αδερφό του είχαν πρωτοστατήσει και χρηματοδοτήσει με την οικογενειακή τους περιουσία την Επανάσταση του 1841 στην Κρήτη, ενώ ο άλλος αδελφός του ο Αριστείδης σκοτώθηκε το 1866 στο Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου.

Η οικογένεια Χαιρέτη βρέθηκε στην Πάτρα το 1855, όταν ο παππούς Θεόφραστος ανέλαβε διευθυντής στο νεοϊδρυθέν υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, θέση-αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα, μετά την τετράχρονη παραμονή του την περίοδο 1866-1870 στην Κωνσταντινούπολη όπου εργάστηκε ως έμπορος ή τραπεζικός υπάλληλος. Η οικογένεια Χαιρέτη παρέμεινε ισχυρή και διασταυρώθηκε με άλλους «επώνυμους οίκους» στην Πάτρα του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, όπως οι οικογένειες Γερούση, Πετιμεζά, Πικραμένου, ακόμα και Μαυρομιχάλη. Τον Νοέμβριο του 1870, λίγους μήνες μετά την γέννηση του Περικλή, ο παππούς του Θεόφραστος αυτοκτόνησε με περίστροφο, στον νάρθηκα του μοναστηριού του Προφήτη Ηλία. Ο Π. Χαλκιόπουλος εκφώνησε τον επικήδειό του και μεταξύ άλλων είπε: «...το σώμα ενόσησε, και η ψυχή ενόσησε, και το πνεύμα εσκοτίσθη» [3].

Οικογένεια

Πατέρας του Περικλή ήταν ο γιατρός Ιωάννης Γιαννόπουλος, με καταγωγή από το Μεσολόγγι και μητέρα του η Ευδοκία Χαιρέτη, κόρη της γνωστής οικογένειας των Κρητών αγωνιστών, μέλη της οποίας όπως ο παππούς του Θεόφραστος, έδωσαν τό όνομα τους στην Κρητική επανάσταση του 1841, τη γνωστή ως επανάσταση Χαιρέτη. Ο Περικλής είχε έναν αδελφό και τρεις αδελφές, μεταξύ τους την Πανωραία, μετέπειτα σύζυγο Σχίζα και την Ευγενία, μετέπειτα σύζυγο Μαυροκορδάτου. Ο Περικλής φοίτησε για ένα χρόνο στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια για δύο χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, όπου έζησε την «Μπελ Επόκ» και εξελίχθηκε σε γλεντοκόπο, ενώ συναναστράφηκε με τον Ζαν Μορεάς και άλλες σημαντικές προσωπικότητες της εποχής. Διέκοψε τις σπουδές του λόγω του θανάτου του πατέρα του, που εικάζεται ότι του προκάλεσε νευρικό κλονισμό ο οποίος τον επηρέασε στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του και νοσηλεύθηκε στο νοσοκομείο της Salpetriere. Με κλονισμένη υγεία, εγκατέλειψε τη Γαλλική πρωτεύουσα και βρέθηκε για οκτώ μήνες στο Λονδίνο, όπου έζησε μαζί με τον έμπορο αδερφό του και μελέτησε αγγλική και γαλλική λογοτεχνία, ενώ γνώρισε τα ρεύματα του συμβολισμού και του αισθητισμού.

Επιστροφή στην Ελλάδα

Επιστρέφοντας στην Αθήνα το 1893, γράφτηκε στη Νομική Σχολή, την οποία εγκατέλειψε για να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία. Μελέτησε την αρχαιοελληνική γραμματεία, όμως, κυρίως, παρατήρησε και μελέτησε την αισθητική της αττικής γης. Αναγεννήθηκε και έκτοτε διέθεσε τη ζωή και τις δυνάμεις του στην προσπάθεια της επανελληνοποιήσεως του λαού, στο κτύπημα της ξενομανίας και στη δημιουργία μιας κοινωνίας όπου θα ήταν κανόνας το «..Ζην κατά φύσιν ελληνικήν». Οι ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα, αλλά και η ιδιορρυθμία των μοναχικών του περιπάτων, αλλά και η προσπάθεια να αποβάλλουν οι Έλληνες το φερμένο από τη Δύση πέπλο του ευδαιμονισμού αλλά και την ξενομανία που τους χαρακτήριζε, έγιναν έκτοτε, τα κύρια ενδιαφέροντά του. Έζησε στερημένη ζωή, στηριγμένος στα ελάχιστα περιουσιακά του στοιχεία, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε και δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά, επηρεασμένος από τον αγαπημένο του θείο Μανουήλ Χαιρέτη, απόστολο του Ελληνικού εθνισμού.

Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1894, με δημοσιεύσεις μεταφράσεων, έργων των Κάρολου Ντίκενς, του Μπωντλαίρ, του Όσκαρ Ουάιλντ, του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, αλλά και δεκαπέντε πεζά ποιήματα, από το Μάιο 1894 έως το Σεπτέμβριος 1904, σε εφημερίδες και περιοδικά. Ασχολήθηκε με την πολιτική, γεγονός που είναι ελάχιστα γνωστό και σπάνια αναφέρεται από τους βιογράφους του, αρχικά ως υποστηρικτής του Χαρίλαου Τρικούπη, τον οποίο εγκατέλειψε ως ξιπασμένο ευρωπαϊστή και αργότερα ως σύμβουλος του Ελευθέριου Βενιζέλου. Έγραφε αρχικά στη δημοτική, πριν στραφεί σε μια λογιότερη γλώσσα, με έντονη προσωπική σφραγίδα. Έγραψε κριτικά άρθρα και δοκίμια πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού, κυρίως μετά το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 και στην πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα.

Μετά το 1899 έκανε έντονη την παρουσία του από τις σελίδες εφημερίδων όπως η «Ακρόπολις», το «Άστυ», η «Εστία» αλλά και στα περιοδικά «Νουμάς», «Παναθήναια» και «Κριτική», χρησιμοποιώντας τα ψευδώνυμα «Λωτός», «Απολλώνιος», «Νεοέλλην», «Μαίανδρος», «Θ. Θάνατος». Τα καλύτερα λογοτεχνικά του κείμενα είναι «Αι Νύμφαι του Αιγαίου» και «Νύκτωμα» το 1901 και «Αιγαίου Εσπερινός» το 1904. Τα δημοσιεύματά του και γενικότερα οι ιδέες του, προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις στην Αθήνα της εποχής και κάποιοι τον θεωρούσαν απλά ρομαντικό, άλλοι υβριστή, ενώ άλλοι εμπνεύστηκαν από την πρωτοτυπία του. Σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων, των τεχνών και της πολιτικής όπως Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Άριστος Καμπάνης, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Σπύρος Μελάς, και ο Άγγελος Σικελιανός, δημοσιεύουν εγκωμιαστικές κριτικές για το έργο του, ενώ ο αδελφικός του φίλος Ίωνας Δραγούμης, πρωταγωνιστεί να γίνουν πολιτική πράξη τα οράματά του. Μάχονταν υπέρ της υγιεινής, για άνδρες και γυναίκες, όπως ο Ίων Δραγούμης και ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, οι οποίοι αντιδρούσαν στην ευρωπαϊκή επίδραση στο ανδρικό και γυναικείο ένδυμα με την αιτιολογία ότι το κλίμα της Ελλάδας δεν επέτρεπε ενδυμασία που είχε σχεδιαστεί για το ψυχρό κλίμα των βορειοευρωπαϊκών χωρών. Επιπλέον, τέθηκε και το ζήτημα κατά πόσο η ευρωπαϊκή αισθητική μπορούσε να εκφράσει την Ελλάδα. Ο Γιαννόπουλος επανειλημμένα εκφράστηκε κατά των σκούρων χρωμάτων των βορειοευρωπαίων, τα οποία δεν άρμοζαν στο λαμπερό ήλιο της Αττικής.

Η σχέση του με τη Σοφία Λασκαρίδου

Από τις αρχές του 20ου αιώνα, διατηρούσε σχέση, με τη σημαντική Ελληνίδα ζωγράφο Σοφία Λασκαρίδου, που όπως γράφει στο ημερολόγιό της, ανηφόριζαν με τα πόδια προς το λόφο του Φιλοπάππου, «...μέσα από ειδυλλιακά τοπία με πλούσια βλάστηση..» ή περνούσαν τον Ιλισό, «...πηδώντας τις στρογγυλές πέτρες των καθαρών νερών του..». Ο έρωτάς τους δεν κατέληξε σε γάμο καθώς η Σοφία απέρριψε την πρόταση γάμου που της έκανε ο Γιαννόπουλος, ώστε να ακολουθήσει το δρόμο της στη ζωγραφική κι εκείνος αρνήθηκε να την ακολουθήσει στην Ευρώπη, μένοντας πιστός στον Ελληνοκεντρισμό του. Στις 7 Απριλίου 1910, ο Γιαννόπουλος της έγραψε το τελευταίο του γράμμα και εκείνη, σαν από διαίσθηση, επέστρεψε βιαστικά από το Βερολίνο μήπως και τον προλάβει, αλλά έφτασε αργά. Βρέθηκε όμως στο νεκροταφείο της Ελευσίνας, στόλισε και μύρωσε το νεκρό του σώμα και παρακολούθησε διακριτικά την τελετή της ταφής του. Το μυστικό και το μυστήριο της σχέσης τους επιβεβαίωσε η ίδια. Όπως γράφηκε στο περιοδικό «Νέα Εστία» [4],

«Σας τα χαρίζω, μου είπε [η Σοφία Λασκαρίδου], αυτά τα γράμματα για να με θυμάστε». [...] Διέγνωσα κι από τον τόνο της φωνής κι από τη χειρονομία της, πως επιθυμία της ήταν να γίνει λόγος για τον έρωτά της και ύστερ’ από το θάνατό της. Η ίδια, άλλωστε, στα ογδόντα πέντε χρόνια της, τύπωσε ένα βιβλιαράκι με τον τίτλο «Μια μεγάλη αγάπη» όπου είχε περιγράψει [sic] την ερωτική της περιπέτεια με τον «Περικλή της» και το μοίρασε στους φίλους της..». Το 1960 εξέδωσε το «Από το ημερολόγιό μου. Συμπλήρωμα: Μια αγάπη μεγάλη», σαν «..ευλαβικό μνημόσυνο για τα πενήντα χρόνια από την αυτοκτονία του Περικλή Γιαννόπουλου..», ωραιοποιώντας τον έρωτά της, σε σχέση με την προγενέστερη αφήγηση στην «Εστία». Τα τελευταία χρόνια της ζωής της είχε επιλέξει και «..ζούσε ολοκληρωτικά σχεδόν μέσα σ’ αυτόν τον αναδρομικό έρωτα..» με τύψεις για το χαμό του Γιαννόπουλου, ενισχύοντας ταυτόχρονα, τον προσωπικό της μύθο.

Το τέλος του

Την Τετάρτη 9 Απριλίου πήγε στον κινηματογράφο, με παρέα το ανδρόγυνο Κωνσταντίνου Κατσίμπαλη, γονείς του Γεωργίου Κατσίμπαλη, και κατόπιν μπήκαν σε ένα μικρό κέντρο για να πιούν μια μπύρα, όπου τους διάβασε το μεταφρασμένο από τον ίδιο ποίημα του Όσκαρ Ουάιλντ, «Τριαντάφυλλο και το αηδόνι». Τότε τους είπε, -«Αύριο θα κάνω μια εκδρομή».

Ψώνισε μπύρα και φαγητό κρύο για την εκδρομή και έσφιξε στην αγκαλιά του, το φίλο του και το βράδυ έγραψε γράμμα, που έφτασε ύστερα από λίγες ημέρες στο Μόναχο

Χειρόγραφο Περικλή Γιαννόπουλου

«Σοφία μου. Σου στέλνω ένα ύστατο χαίρε από την Αττική γη, που αφήνω για πάντα. Με άπειρα γλυκύτατα φιλιά. Χαίρε, Σοφία μου». Έφθασε με άμαξα, υπό καταρρακτώδη βροχή στο Σκαραμαγκά, με ένα ακόμη άλογο, αυτό με το οποίο συνήθιζε να κάνει ιππασία. Στο φυλάκιο κάθισε, έφαγε, ήπιε μπύρα, έλυσε το άλογο του και άφησε τον χαρτοφύλακά του, το αδιάβροχο του, το καπέλο του και το καλαθάκι του φαγητού. Φορούσε κοστούμι, λευκή φανέλα, γκλασέ γάντια και στεφανωμένος με αγριολούλουδα, μέσα στη νεροποντή, ρίχτηκε έφιππος στη θάλασσα, όπου, κατά τον Παύλο Νιρβάνα, αυτοκτόνησε με πυροβολισμό στο μέρος της καρδιάς και το άψυχο κορμί του χάθηκε μέσα κύματα. Χρησιμοποίησε το περίστροφο της Σοφίας Λασκαρίδου η οποία ήταν ερωμένη του, όπως αποκάλυψε η ίδια τριάντα χρόνια αργότερα, όταν έδωσε και δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Νέα Εστία», [5] δύο από τις πολλές επιστολές του Περικλή Γιαννόπουλου.

Στην ακτή, κοντά στο φυλάκιο, βρέθηκαν και δύο επιστολές, η πρώτη στον ανιψιό του, επίλαρχο Κωνσταντίνο Κρίτσα, στην οποία του έλεγε ότι φεύγει για «..μακρινό ταξίδι», αποκαλύπτοντας έτσι τον θάνατό του, του άφηνε παραγγελία για τα πράγματα του και τον παρακαλούσε να ξαναρίξει το πτώμα του στη θάλασσα, αν είχε εκβρασθεί, και την άλλη σε εκείνους που θα τα έβρισκαν. Μόλις ο Κρίτσας πήρε την επιστολή κατευθύνθηκε με ατμάκατο από τον Πειραιά προς το Σκαραμαγκά και άρχισε την έρευνα στην περιοχή του φυλακίου, χωρίς να ανακαλύψει κάτι. Το πτώμα του βρέθηκε στην ακτή της Ελευσίνας στις 22 Απριλίου σαν να ήταν αρχαίος κούρος, αφού βρισκόταν σε νεκρική ακαμψία. Το ρολόι του έδειχνε 11 και 3 λεπτά, την ώρα του θανάτου του, ενώ σε μια του τσέπη, βρέθηκε ένα νόμισμα, ο οβολός που θα έδινε στον βαρκάρη Χάροντα για να τον περάσει από την Αχερουσία λίμνη στα Ηλύσια Πεδία, όπου αναπαύονται οι εκλεκτοί.

Η εξόδιος ακολουθία

Ο αστυνομικός Ελευσίνος, [το επώνυμό του ήταν Γκίνος], διέταξε να μεταφερθεί το πτώμα στην εκκλησία. Στο διάστημα που μεσολάβησε ως την εξόδιο ακολουθία «…διεπιστώθη ότι το πτώμα είχον ήδη περιποιηθεί χείρες αβραί, οι οποίαι είχαν αποθέσει επί της κεφαλής του στέφανον ανθέων εξαιρετικών και είχαν χύσει επ’ αυτού μύρα. Ο αστυνόμος εξήγησεν ότι με το πρωινόν τραίνον, κατήλθαν εξ Αθηνών δύο κυρίαι του εξωτερικού, οι οποίαι μετέβησαν εις την εκκλησίαν και απέθεσαν επί του πτώματος πλήθος ανθέων τα οποία έφεραν εξ Αθηνών και το εμύρωσαν. Ακολούθως, έφυγον χωρίς να καταστήσουν γνωστά τα ονόματά των». [6]. Η μία από τις γυναίκες ήταν η, μετέπειτα ζωγράφος, Σοφία Λασκαρίδου, πλούσια και όμορφη νέα της οποίας η οικογένεια δεχόταν, στο σπίτι τους στην Καλλιθέα ως επισκέπτη τον βασιλέα Γεώργιο, για την οποία ο Γρηγόριος Ξενόπουλος είχε πει, πως όταν έγραφε τη «Στέλλα Βιολάντη» είχε στο νου του το μελαχρινό της κεφάλι.

Με το μεσημεριανό τραίνο έφτασαν στην Ελευσίνα από την Αθήνα, οι συγγενείς του, ο παππούς του Εμμανουήλ Χαιρέτης, θείος της μητέρας του ή οποία είχε πεθάνει πριν την ανατολή του 20ου αιώνα, ο επίλαρχος Κρίτσας και ο επιστήθιος φίλος του Κωνσταντίνος Κατσίμπαλης, ο πατέρας του Γεωργίου Κατσίμπαλη, οι οποίοι ανεγνώρισαν το πτώμα. Είχε ουλή στο δεξιό κρόταφο και στον αριστερό οφθαλμό, σημεία όπου βλήθηκε από τη σφαίρα του περιστρόφου. Την ώρα της ταφής του ο επίλαρχος Κρίτσας απήγγειλε το παραμύθι του βασιλέως της Θούλης, ο οποίος πριν κλείσει τα βλέφαρά του εμπιστεύτηκε το χρυσό ποτήρι της ευτυχίας του στο μυστήριο των κυμάτων.

Το Φεβρουάριο του 1964 στα πλαίσια του «Έτους Περικλέους Γιαννόπουλου», διοργανώθηκε από την «Πανελλήνια Ένωση Αγωνιζομένων Νέων» [«Π.Ε.Α.Ν.»] φιλολογικό μνημόσυνο στον Άγιο Δημήτριο Λουμπαρδιάρη στην Πνύκα της Αθήνας, στο οποίο συμμετείχαν επιφανείς προσωπικότητες των Γραμμάτων και των Τεχνών, που υπέγραψαν διακήρυξη προς την ελληνική νεολαία, τονίζοντας την εθνική σημασία του έργου του Περικλή Γιαννόπουλου. Πρωτεργάτης ήταν ο εθνικιστής Μάνος Φαλτάιτς, γιος του εθνικιστή διανοούμενου Κώστα Φαλτάιτς, και το κίνημα που είχε δημιουργήσει για την Ελληνική Πνευματική Αναγέννηση. Μεταξύ αυτών που παραβρέθηκαν ήταν ο Αρκάδιος, ο Δημήτρης Πικιώνης, η Έλλη Αλεξίου, ο Ιωάννης Χατζηφώτης, ο ποιητής Νίκος Σταμπολής, ο Λίνος Καρζής, ο κοινοτιστής Κωνσταντίνος Καραβίδας, ο Γιάννης Τσαρούχης και άλλοι.

Έγραψαν

Ο Βλάσης Γαβριηλίδης, εκδότης της εφημερίδας «Ακρόπολις», σημείωσε μόλις έμαθε για την αυτοκτονία του:

«Δια το πλήθος των Ρωμιών ήτο ένας άγνωστος. Δια το άνθος των ημιμαθών μας ένας περίεργος. Δια μερικούς λογίους χαμάληδες ένας λιβελογράφος… Είναι ο εξοχώτερος των Νέων Ελλήνων, ο ένας, ο μοναδικός, πρωτόζωος, ο πρωτάνθρωπος… ο Άτλας μιας ιδέας, μιας φιλοσοφίας μιας Αναγεννήσεως, μιας μεταμορφώσεως του Έθνους...Τίς ήτο ο Περικλής Γιαννόπουλος ο θαλασσοκτονήσας; Τίς δύναται νά τό ειπή; Ο γράφων, όστις τόν εγνώρισε από εικσαετίας, τόσον ήτο εις θέσιν νά τόν καταλάβη, όσον ένας γάϊδαρος γκαρίζων δύναται νά αντιληφθή Μπετόβεν. Δι' εμέ ήτο ο εξοχώτερος τών νέων Ελλήνων». . 

Παράλληλα συμπλήρωσε αναφερόμενος στο θάνατο του Περικλή Γιαννόπουλου:

«..Διατί απέθανε; Διότι δεν τον ήθελεν η Γη η Ελληνική. Δεν τον εσήκωνεν η Κοινωνία η Ελληνική. Τον απηχθάνετο η Ζωή η Ελληνική. Τον έτρεμε ως πολύ άγριον χειρουργόν η Φθίσις η Ελληνική. Τον εμίσει τον ερίγδουπον Ποσειδώνα η Τελματίτις η Ελληνική. Μεταξύ αυτού του Μεγάλου και της συγχρόνου Ελληνικής Μικρότητος, γέφυρα δεν ηδύνατο να ζευχθή...».

Χαρακτηριστικά είναι τα γραπτά του Γρηγορίου Ξενόπουλου:

«Υπήρξεν ο μεγαλύτερος ως τώρα, ο ευγλωττότερος και ο φωτεινότερος απόστολος του κατά φύσιν Ελληνικήν ζην. Επίστευεν ακραδάντως εις το μεγαλείον και την αθανασίαν της Φυλής. Το έργον του είναι αφ' ενός η επίκρισις, η σάτιρα, το κουρέλιασμα, η κατάλυσις της συγχρόνου ελληνικής ζωής εις όλας της τας εκδηλώσεις -Τέχνη, φιλολογία, Γλώσσα, Θρησκεία, πολίτευμα, ενδυμασία, κλπ.- και αφετέρου αναδρομή εις τας γνησιωτέρας, τας καθαρωτέρας πηγάς του Ελληνισμού, προς υπόδειξιν των στοιχείων και κανόνων, δια των οποίων θα ηδυνάμεθα να δημιουργήσωμεν μίαν νέαν ζωήν, αληθινά ελληνικήν, εις όλας της επίσης τας εκδηλώσεις... για τούς ιδεολόγους του μέλλοντος κάθε φράσις τού Γιαννόπουλου είναι ικανή να γεννήσει ολόκληρον βιβλίον». 

Ο Κωστής Παλαμάς αναφέρει:

«Μια πνοή πνέει μέσα του πλατειά, συνθετική. Ανοίγει παράθυρα, δείχνει ορίζοντες, σπέρνει στοχασμούς, υποβάλλει ιδέες, κυρύχνει αλήθειες, ξυπνάει την Ιστορία, γαργαλίζει την περιέργεια, τεντώνει τα μάτια της Κριτικής», 

ενώ του αφιερώνει τους ακόλουθους στίχους:

«Πάει κι ο Αντίνοος έφηβος κι ο πιό λαμπρός που ζούσε
μέ τό όραμα ημερόφαντον ανάστασης ως πέρα
μιάς ομορφιάς Ελλήνισσας, απάνου από τά λόγια,
καί που γοργά τή ζήση του που ζούσε ανάμεσό μας,
καί ξαφνικά, τήν τράβηξε μέσ' από μάς καί φεύγει,
καθώς τραβάς τό χέρι σου νά μή σού τό μολέψη
τό χέρι κάποιου ανάξιου μέ τό χαιρετισμό του.»

Ο Άγγελος Σικελιανός γράφει:

«το πορφυρό όραμά του, στην αισθητική του φύση, έγινε μοχλός για να σηκώσει τον Αγώνα, με μια ακράτητη ορμή, όταν πήρε το μαστίγιο του να διώξει τους εμπόρους μέσα από το ναό και να ανεβάσει, αν ήταν δυνατό, το χρώμα της ντροπής σε λίγα πρόσωπα»,

μαζί με λίγους στίχους:

«..Κι έφερε η φήμη (ας ήταν μέ τού στίχου
μονάχα τήν ευγένεια νά σηκώση
τού θανάτου τόν πέπλο) πώς καταίβη
σέ άλογο απάνω, στό καθάριο κύμα
καί πώς τό στόλισε μ' ανθούς,
κι εκείνος πώς μ' αγριολούλουδα νεκροστολίστη.
Καί μπροστά στού πελάγου τά ζαφείρια
καί μπροστά στήν αρίθμητην ανάσα,
τού αρμυρού καί ηλιόλουστου αγέρα,
τό άλογο εκέντησε μπροστά στό κύμα,
σά μπρός σ' εμπόδιο, π' άλλαζε τού ανέμου
η πλήθια πνοή καί που όσο άν απλωνόταν
συντριμμένο στόν άμμο, ολόρτο πάλι,
φουσκωμένον ανέβαινεν ορμώντας.
Κλάψτε τον ώριο Ίππόλυτον! Ώ νιάτα.
που κρατάτε καθάρια μιαν Ελλάδα
σκαλισμένη στα μάρμαρα ή της Πάρου η της Πεντέλης.
στης γυμνής Αθήνας το φως
ή μες στης πλούσιας Ολυμπίας τα νερά
και τα δέντρα εδώ ζυγιάστε..»
.

Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης γράφει:

«..Τώρα σ' ευλάβεια μνήμης, ω Απολλώνιε ζήσε,
Νέος μαζί κι Αρχαίος - μιά λύπη, μιά χαρά -
Σάν απ' τόν Πραξιτέλη μαρμαρωμένος νά είσαι
Καί σάν ζωγραφισμένος απ' τό Λα-Γκανταρά.»

Τέλος ο Ίων Δραγούμης:

«...μου φάνηκε σαν τον βοριά τον παγωμένο που μανιασμένος σαρώνει τους βρώμιους από μικρόβια αέρηδες και από κάθε βρώμα ή σκουπίδι καθαρίζει τον κόσμο... Σ' αυτού τον ρυθμό τη ζωή μου τονίζω.».

Ο Άριστος Καμπάνης, αναφερόμενος στη γνωριμία τους γράφει:

«..Ο νέος ήταν ξανθός, μέ διακριτικά μουστάκια, ψαρά μαλλιά πάνω στους νεανικούς κροτάφους του. Ένα κομ­μάτι κρέμ ύφασμα σκεπάζει τό λαιμό του αντί γραβάτας. Φορούσε γάντια. Καί κρατούσε ατά χέρια τον ένα μπα­στούνι. Ό­μως, ό,τι καί νά φορούσε ωμιλούσεν επάνω του. Πάνω α' ένα κάθισμα είχε αφή­σει ένα μπουκέτο από αγριολούλουδα. Κρατούσε έναν στυλογράφο και σημεί­ωνε πάνω σ' ένα σημειωματάριο, ενώ τό βλέμμα του είχε καρφωθεί α' ένα δέντρο πού βρισκόταν στον ανηφορικό δρόμο προς τήν Ακρόπολη..».

Σύμφωνα με τον Άριστο Καμπάνη:

«...Ωργίζετο δια τα κακοκαμωμένα σπίτια των νεοπλούτων παντοπωλών της οδού Κηφισίας, την ρινοφωνίαν των ψαλτών, την ασέβεια των λατόμων επι των ιερών Αττικών λόφων, την ιταλικήν και γερμανικήν μουσικήν, τα αρ νουβώ σαλόνια και έπιπλα, τους καθαρολόγους αλλά και τους ψυχαριστές... Το ρόδινον σπίτι με τον μικρόν κήπον του κ. Νικολαϊδου, (το όπισθεν του ανακτορικού κήπου και σιμά εις το ανάκτορον του Διαδόχου ευρισκόμενον), του ήρεσεν υπερβολικά. Του ήρεσαν ακόμη τα ολίγα απλά νεοελληνικά σπίτια των Αθηνών, το Οφθαλμιατρείον του μόνου αξίου λόγου καλλιτέχνου του κ. Καυταντζόγλου. Του ήρεσαν πράγματα εις τα οποία η μύωψ αίσθησις των αρχοντομπακάληδων δεν εύρισκε τίποτε ωραίον.. ...{...}... Ο Γιαννόπουλος ήτο ο τύπος του Έλληνος κωζέρ. Ο φίλος του Ιωάννης Ζυγομαλάς τύπος ωραιολήπτου έλληνος, ο οποίος δεν γράφει αλλά πονεί, αλλά συναισθάνεται, αλλά παρατηρεί ως εκλεκτότατος αισθητιστής και παρατηρητής υπομονετικότατος, μία ψυχή υπερόχως αριστοκρατική, η περισσότερον αγαπήσασα και περισσότερον εννοήσασα και περισσότερον συμπονέσασα τον Γιαννόπουλον, ο φίλος αυτός της διαρκούς νεότητος του Γιαννοπούλου, μου έλεγεν το προχθεσινόν μεσημέρι: -Μόνον ο Αναστάσιος Γεννάδιος, ο τύπος αυτός του ρήτορος, αντικείμενον δε θαυμασμού του Γιαννοπούλου, ηδύνατο να ισοφαρίσει τον κωζέρ φίλον μας. Έτρεφεν μεγάλην εκτίμησιν προς ένα νέον ζωγράφον ο οποίος σπουδάζει τώρα εις την Γερμανίαν τον κ. Πικιώνην. Μου έλεγεν: Εάν ζήσει αυτό το παιδί ωρισμένως το καλλιτεχνικόν ζήτημα εις την Ελλάδα ελύθη.. Ήτο φιλήδονος. Αλλ' ήτο και λιτός άλλοτε. Μπορούσε να γευματίσει μ ένα αυγό. Αλλ' είχεν ανάγκην και ηδονής εκάστοτε. Μου έλεγε: -Η πηγή πάσης αισθητικής συγκινήσεως ευρίσκεται εις τα γενετήσιά μας όργανα...Εάν δεν διαχυθώμεν φυσιολογικώς με μίαν γυναίκα, δεν δυνάμεθα αν αισθανθώμεν την ωραιότητα κανενός πράγματος... Κάποτε πάλι μου είπεν: -Δεν πιστεύω να έχετε την ευρωπαϊκήν αντίληψιν του έρωτος; -Δηλαδή, τι θέλετε να πείτε; -Νά. απήντησε φαιδρώς: κυρία μου, (πόσον σας) αγαπώ, ω πόσον αγαπώ, το παπουτσάκι σας, το τακουνάκι σας, το δακτυλιδάκι σας, το φιογκάκι σας, κλαίω, πεθαίνω, και τα λοιπά.. Τέτοιαν διαφθοράν της ψυχής δεν πρέπει να έχουν οι έλληνες. Ο έρως είναι φυσική, τίποτε περισσότερον. Είναι φυσιολογικόν, σωματικόν φαινόμενον....».

Έγραψαν γι' αυτόν κι άλλοι πολλοί, όπως ο Ανδρέας Λασκαράτος, η Μυρτιώτισσα, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Δημήτριος Ταγκόπουλος, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Γεράσιμος Βώκος, ενώ ο Σπυρίδων Μελάς τον περιέγραψε με τα παρακάτω λόγια:

«..ένας ωραιότατος νέος, λεβέντης κυπαρισσόκορμος, αλαβάστρινος, με θαυμάσια σαγηνευτικά, γαλανά μάτια, ένας αρχαίος Έλληνας με περιβολή δανδή, δικής του συνθέσεως, ζακέττα γκρί-πέρλ, χιονάτο, πλαστρόν, πού διετηρείτο πάντοτε άσπιλο και, αντί άνθους, ένα... γαϊδουράγκαθο στην κομβιοδόχη. Ήταν μια εμφάνιση άφθαστα κομψή, φυσικά εντυπωσιακή και παρ' όλη τήν ιδιορρυθμία της αντρίκια και επιβλητική. Και σπανίως ψυχή ήταν τό­σον εναρμονισμένη με το εξωτερικό του άνθρωπου, όπως η δική του: Αγνός, ανεπίληπτος, υψηλόφρων, ευγενής και αβρός, ποιητής στην κάθε στιγμή και την πιο καθημερινή της ζωής του, πέ­θανε με την ομορφιά πού είχε ζήσει, για να μην επιτρέψει στην ασχήμια να εισβάλει στον υπερήφανο πύργο του...».

Το έργο του

Διακρίθηκε για την ακατάστατη γραφή του, που στόχευε απευθείας τη νοσηρή πραγματικότητα της εποχής του. Υπήρξε κήρυκας της αναγεννήσεως της Ελλάδος, σφοδρός κατήγορος της ξενομανίας και έγινε γνωστός από την κίνησή του για την αναμόρφωση του νέου ελληνισμού. Στις αντιλήψεις του για τη διακυβέρνηση του κράτους, καταλήγει, μάλλον, εις τον τύπο της «ολιγαρχικής αριστοκρατίας». Στο Παρίσι γνώρισε το Ζαν Μορεάς και συνδέθηκε με στενή φιλία μαζί του, εκείνος τον μύησε στον κόσμο των συμβολιστών, οι οποίοι τον επηρέασαν σημαντικά. Όταν γύρισε στην Ελλάδα, αποκήρυξε καθετί ξενικό και άρχισε εκστρατεία για την επιστροφή στη φύση και τις ελληνικές παραδόσεις.

Μετέφρασε και δημοσίευσε έργα των Ντίκενς, Πόε, Μπωντλαίρ, γρήγορα όμως στρέφεται στη μελέτη των Ελλήνων κλασικών και της ελληνικής ιστορίας στα περιοδικά «Νουμάς», «Παναθήναια», στο «Νέον Άστυ» και στην εφημερίδα «Ακρόπολις», έχοντας ως σκοπό την παρότρυνση των Ελλήνων να αποβάλλουν την ξενομανία, να ελληνοποιήσουν την ζωή τους, να συνειδητοποιήσουν τη δύναμή τους και να οδηγηθούν στην Εθνική Αναγέννηση.

  • «H σύγχρονος ζωγραφική», Εφημερίδα «Ακρόπολις» Δεκέμβριος 1902,
  • «Ξενομανία», Περιοδικό «Νουμάς» 16 Ιανουαρίου 1903,
  • «Προς τους καλλιτέχνας μας ζωγράφους, γλύπτας, αρχιτέκτονας και μουσικούς», Περιοδικό «Ανατολή» Φεβρουάριος 1903,
  • «Ελληνικη Γραμμή», Μάρτιος 1903,
  • «Προς την Ελληνικην Αναγέννησιν», Εφημερίδα «Ακρόπολις» 11-13 Μαρτίου 1903,
  • «Τηλεφωνήματα», 1903,
  • «Και περί Ελληνικής Μουσικής τίποτε;», Περιοδικό «Το Άστυ» 18 Ιουλίου 1904,
  • «Ελληνικήν Μουσικήν εμπρός», Περιοδικό «Το Άστυ» 25-28 Ιουλίου 1904
  • «Ελληνικόν Χρώμα», Περιοδικό «Το Άστυ» 3-11 Σεπτεμβρίου 1904,
  • «Νέον Πνεύμα» το 1906,
  • «Έκκλησις προς το Πανελλήνιον Κοινόν» το 1907,
  • «Η ελληνική γραμμή και το ελληνικό χρώμα», Εφημερίδα «Εστία» 12 Απριλίου 1910.

Δοκίμια

  • «Νέον Πνεύμα», Αθήνα, τυπογραφείο Π.Δ.Σακελλαρίου το 1906.

[Συλλογή από άρθρα με τα οποία κήρυσσε την ελληνική πνευματική επανάσταση και την αναγέννηση της Ελλάδος και του Ελληνισμού η οποία «…πρέπει να έχη ως Σύμβολον τελειωτικόν: Η ΕΛΛΑΣ Η ΤΕΦΡΑ!», ίδιο περίπου με αυτό των ηρώων της Ελληνικής Εθνεγερσίας του 1821.].

  • «Έκκλησις Προς Το Πανελλήνιον Κοινόν», Αθήνα, Εκδόσεις Ι.Δ.Κολλάρος το 1907.

Το έργο αποτελεί την συμπυκνωμένη Ιστορία της Ελληνικής Φυλής, όπως την αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας, υπό το πρίσμα της ιδέας του ότι προορισμός του Έλληνα «…είναι ο εξανθρωπισμός της Οικουμένης». Η ιδέα, σύμφωνα με τον Γιαννόπουλο, αρχίζει από τον Μεγάλο Αλέξανδρο, ο οποίος αρχίζει την ελληνική Ιστορία, ενώ το Βυζάντιο αποτελεί την κιβωτό του Ελληνισμού. Η «Έκκλησις» του δεν έχει μόνο ιδεαλιστικό χαρακτήρα αλλά και εδαφική διάσταση, καθώς αποζητά τη λύτρωση των υποδούλων Ελλήνων, σε μια Ελλάδα που μόλις δέκα χρόνια νωρίτερα είχε ηττηθεί ατιμωτικά στον πόλεμο του 1897 και τα σύνορα της έφταναν μόνο ως τη Θεσσαλία και την Άρτα. Παράλληλα κατακρίνει την ευρωπαϊκή υποκρισία αλλά και το μιμητισμό των Ελλήνων, ενώ ασκεί δριμύτατη επίθεση στον ιουδαϊσμό του χριστιανισμού, αλλά και οξύτατη κριτική προς την Ελλαδική Εκκλησία και τον καλογερισμό.

Ο ιδιότυπος και ανατρεπτικός λόγος του βιβλίου, η καθημερινότητα του Γιαννόπουλου που κινήθηκε μακριά από κάθε καθωσπρεπισμό αλλά και το τέλος που έδωσε στη ζωή του, στάθηκαν αφορμή ώστε να χαρακτηρισθεί από κάποιους ερευνητές ως γραφικός και «...τρελός». Απαντώντας τους ο Ίωνας Δραγούμης έγραψε στις στήλες του περιοδικού «Νουμάς»:

«...Δεν ξέρω αν λέει σωστά πράγματα ή στραβά το βιβλίον του Γιαννοπούλου, μα όταν το διάβαζα ήταν σαν άνεμος να φυσομανούσε μέσα μου τρομαχτικά και να συντάραζε τον ελληνισμόν μου όλον και να με ελευθέρωνε και αφού το διάβασα μου φάνηκε σαν τον βορριά τον παγωμένο που μανιασμένος σαρώνει τους βρώμικους από μικρόβια αέρηδες και από κάθε βρώμα ή σκουπίδια καθαρίζει τον Κόσμο. Το βιβλίο του καθαρίζει τον Έλληνα που ξέρει να το διαβάση και ο Έλληνας είναι τόσο ψόφιος, είναι τόσον γεμάτος βρώμα και μικροπρέπεια που σκουλικιάζει. Μπορεί να τον είπαν τρελλό εκείνον που το έγραψε και όμως είναι πιο σωστός και πιο γνωστικός από κάθε Έλληνα σημερινόν. Η «φρονημάδα» είναι των πολλών, αυτή μας έφαγε και μας τρώει. Την «τρέλλα» θέλω εγώ, αυτή με καθαρίζει από τα τρισβαριά και βρώμικα κατακαθίσματα που αφίνει μέσα μου περνώντας η σημερινή, η ταπεινωμένη ελληνική ζωή και με φαρμακώνει. Η τρέλλα έχει μάτια και βλέπει. Η «φρονιμάδα» είναι τύφλα. Τρελλοί ήταν οι προφήτες και γνωστικά τα ξεπεσμένα πλήθη. Τον Ασυμβίβαστο ζητώ και τον Σκληρό, γυρεύω τον Τρελλό, τον Σιδερένιο, τον Αλύγιστο. Αυτού τα μάτια και τα λόγια και την κίνηση και τη σιωπή ακολουθώ. Σ’ αυτού τον ρυθμό τη ζωή μου τονίζω».

  • «Η ελληνική γραμμή και το ελληνικόν χρώμα», Αθήνα, έκδοση του περιοδικού «Νέα Γράμματα» το 1938 και νεώτερη αναθεωρημένη έκδοση, Αθήνα, Γαλαξίας, το 1961.

Συγκεντρωτικές εκδόσεις

Αποσπάσματα έργων του

«...και έρχομαι να κάμω την εικόνα της σημερινής ζωγραφικής διότι θέλω από των πραγμάτων αναχωρών και επί των πραγμάτων σκεπτόμενος και δια των πραγμάτων βαδίζων να ομιλήσω έπειτα με τας πρώτας αυτάς χονδροτάτας αναλύσεις, να ομιλήσω περί της ελληνικής ζωγραφικής. Η δε ελληνική ζωγραφική είναι τμήμα του ατόμου το οποίον θέλω να ζωγραφίσω. Ο θέλων να ομιλήσει περί ενός ζητήματος ελληνικού αδιάφορον ποίου, ευρίσκεται ενώπιον απείρου κι ανυπερβλήτου δυσχερείας. Ο λόγος είναι η σύγχρονος πνευματική κατάστασις του τόπου μας, δηλαδή η κατάπτωσις και η απερίγραπτος σύγχυσις των ιδεών όλων...» [7].

«Είναι αδύνατον να αρχίσει δημιουργία Ελληνικής ζωής ενόσω όλα τα πράγματα της ζωής από το πρώτον κουρέλι του λίκνου – και όλων των ιδεών – μέχρι του τελευταίου κουρελιού του τάφου, είναι ξένα. Το κτύπημα της ξενομανίας είναι το πρώτον κίνημα, ο πρώτος αγών των ποθούντων να αγωνισθούν διά μίαν αρχήν Ελλάδος. Η ξενομανία είναι χωριατιά. Είναι προστυχιά. Είναι κουταμάρα. Είναι αφιλοτιμία. Είναι αφιλοπατρία. Και είναι ξιππασιά. Και είναι αμάθεια. Αυτός ο ανώτερος, ο πλούσιος, ο ανεπτυγμένος, ο ταξιδευμένος, ο παντογνώστης, ο παντοκρίτης, ο ιατρός, ο δικηγόρος, ο πολιτικός, ο παππάς, ο δάσκαλος, ο καθηγητής, ο τραπεζίτης, ο έμπορος, ο άνθρωπος του πνεύματος, που επήγε εις την Ευρώπην και εγύρισε ξενομανής, είναι αμαθής. Επήγε κι εγύρισε κούτσουρον. Δι’ αυτό είναι ξενομανής. Επήγε και εγύρισε χωριάτης δι’ αυτό είναι ξενομανής. Ό,τι είδε, ό,τι έμαθε δεν του εχρησίμευσεν εις τίποτε. Δεν εδιόρθωσε το κεφάλι, το εχάλασε. Δεν εφωτίσθη, αλλά ετυφλώθη δια πάντα. Δι’ αυτό είναι ξενομανής...» [8].

«Όταν η ξετσίπωτη Γύφτισα – η τωρινή Ρωμηοσύνη – πετάξει τα παληοχρώματά της και φορέσει τα χρώματα της γης της, τότε θα υπάρξει χροϊκώς Ελλάς...» [9].

«Μη σας ξαφνίζει η χαμηλότης της γλώσσης. Κανένα γλωσσικόν κατέβασμα, δεν θα κατόρθωνε να ζωγραφίσει, την ποταπότητα των Ελλαδικών πραγμάτων… Η ιστορία του αιώνος αυτού εγράφη υπό την χατζάραν των Κλεπτών και υπό το τακούνι των Βουλευτών. Και με ψεύδη δεν δημιουργούνται έθνη...Πεθαίνετε διότι εσκοτώσατε το ΠΝΕΥΜΑ. Ενόσω δεν αναστηθή και αναστηλωθή το ΠΝΕΥΜΑ αδύνατον να αρχίση η υπάρχουσα Ζωντανή Ελλάς... Εσκοτώσατε την ελληνικήν νεότητα. Και έθνος χωρίς νεολαίαν είναι άνοιξις χωρίς άνθη... Κάτω η Ελλάς των ψήφων, των μισθών, των χαρτοπαικτών και των βουλευτών...» [10].

«Αν σκιάζεστε να σκεφθείτε ελεύθερα, αν φοβάστε να σταθείτε όρθιοι σαν άντρες, τότε ξαναβουτίσετε στο δασκαλοσυνταγματικό σας ροχαλητό... Ντροπή σας να συζητάτε με τον σκυλόφραγκο αν η μακεδονική σας γη είναι δική σας γη. Και να τον πείσεις, δεν τον πείθεις τον ληστή. Ή μόνος ή με σμπίρους βαλτούς θα προσπαθήσει να σας πάρει κάθε γη. Οι πολιτισμοί που σας έμαθαν οι δασκαλοτσούσιδες, να προσκυνάτε μπρούμυτα, σας καμπανίζουν κατάμουτρα με άγρια χαστούκια. Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΑΘΙ. Και είναι ανήθικον και άσκοπον και το να σας δώσουν και το να δεχθείτε τι. Και να σας δώσουν, αν είστε σάπιοι, ο πρώτος δυνατός θα σας το πάρει. Το ηθικόν είναι αν είσθε σάπιοι, να σας ξεπατώσουν και να καθαρίσουν τη γη.

Φυλάτε τη γη σας και την τιμή της, μόνο με σπαθί. Πάψετε σαπιοδάσκαλοι και σαπιορήτορες – αναφορατζήδες – να εξευτελίζετε τη Φυλή. Πάψετε παλιόγριες τις κλάψες, τα σάλια, τα μελάνια και πιάστε το σπαθί. Τα πάντα στη ζωή – η φύσις το λέει – κατακτώνται με το σπαθί. Και έτσι είναι και μόνο έτσι πρέπει να είναι...» [11].

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βιβλιογραφία

  • «Όσοι Ζωντανοί», Ίων Δραγούμης,
  • «Γιαννόπουλος Περικλής», Αναστάσιος Αθανασιάδης,
  • «Γιαννόπουλος Περικλής», Γεώργιος Κεχαγιόγλου,
  • «Γιαννόπουλος Περικλής», Παντελής Χορν,
  • «Περικλής Γιαννόπουλος: Πορτραίτο που κάηκε στο φως», Κωνσταντίνος Γιαννόπουλος.
  • «Άπαντα Περικλή Γιαννόπουλου», Εκδόσεις «Ελεύθερη Σκέψις», Αθήνα 1988,
  • «Άπαντα Περικλή Γιαννόπουλου», Εκδόσεις «Νέα Θέσις»
  • «Έκκλησις προς το πανελλήνιον κοινόν», Εκδόσεις «Νέα Θέσις», Αθήνα 1987,
  • «Με ιδεολογία ελληνική-Νεοέλληνες πνευματικοί ήρωες», Εκδόσεις «Πελασγός», Αθήνα 1998.

Παραπομπές

  1. [Ο καθηγητής Δημήτριος Βεζανής στο κείμενό του «Το μέγα μήνυμα του Περικλέους Γιαννοπούλου» το οποίο υπάρχει στα «Άπαντα» του Περικλή Γιαννοπούλου, εκδόσεις «Νέα Θέσις», γράφει: «...Από του Γιαννοπούλου χωρίζονται οριστικώς η απλή εθνικοφροσύνη από τον Εθνικισμόν. Εθνικόφρονες και πατριδολάτραι είναι όσοι απλώς αναγνωρίζουν την Ιδέαν της Πατρίδος. Εθνικισμός όμως είναι η δυναμική προσπάθεια της διαμορφώσεως του μέλλοντος συμφώνως με την Ιδέαν....».]
  2. Αυτοκτονία γνωστότατου λογίου Εφημερίδα «Εμπρός», 11 Απριλίου 1910, σελίδα 4
  3. [Εφημερίδα «Φοίνιξ», 26 Νοεμβρίου 1870.]
  4. [Tεύχος 924, 1966, σ.31: «Σοφία Λασκαρίδου. Με δύο ανέκδοτα γράμματα του Περικλή Γιαννόπουλου»
  5. [Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 26, 1η Ιουνίου 1939]
  6. [Εφημερίδα «Πατρίς» 22 Απριλίου 1910]
  7. [Πηγή: Η ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ]
  8. [Πηγή: Η ΞΕΝΟΜΑΝΙΑ]
  9. [Πηγή: ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΧΡΩΜΑ]
  10. [Πηγή: ΤΟ ΝΕΟΝ ΠΝΕΥΜΑ]
  11. [Πηγή: ΕΚΚΛΗΣΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ ΚΟΙΝΟΝ]