Θεόφιλος Χατζημιχαήλ

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ή Κεφαλάς ή Κεφάλας όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γνωστός απλά ως Θεόφιλος, Έλληνας και Ελληνολάτρης αυτοδίδακτος λαϊκός ζωγράφος, γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1873 [1] στο χωριό Βαρειά 3,5 χιλιόμετρα από τη Μυτιλήνη, όπου και πέθανε στις 22 Μαρτίου 1934, από καρδιακό νόσημα όπως έδειξε η νεκροψία στην οποία υπέβαλλαν τη σορό του, αν και πιθανότερη αιτία θανάτου του θεωρείται η τροφική δηλητηρίαση. Τάφηκε, σύμφωνα με το Γιάννη Τσαρούχη, με έξοδα του δήμου, στο νεκροταφείο του Αγίου Παντελεήμονος, όμως ο τάφος του δεν υπάρχει πλέον.

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ
Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (με τη μητέρα του)
Γέννηση: 25 Μαρτίου 1873
Τόπος: Βαρειά, Μυτιλήνη (Ελλάδα)
Σύζυγος: Άγαμος
Τέκνα: Άτεκνος
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Λαϊκός ζωγράφος
Θάνατος: 22 Μαρτίου 1934
Τόπος: Βαρειά, Μυτιλήνη (Ελλάδα)

Ο Θεόφιλος ήταν άγαμος και δεν άφησε απογόνους σε ευθεία γραμμή.

Βιογραφία

Οικογένεια

Πατέρας του Θεόφιλου ήταν ο τσαγκάρης Γαβριήλ Κεφαλάς ή Κεφάλας και μητέρα του η Πηνελόπη Χατζημιχαήλ, της οποίας ο πατέρας, ο Κωνσταντής Ζωγράφος ή Χατζημιχαήλ, ήταν αγιογράφος. Ο Θεόφιλος ήταν το μεγαλύτερο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας, τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια, μεταξύ τους ο Σταύρος, ο Παναγιώτης, η Σοφία μετέπειτα σύζυγος Μερέντζου και η Φωτεινή μετέπειτα σύζυγος Βερτούμη.

Σπουδές / Πρώτα χρόνια

Ο Θεόφιλος, που παρακολούθησε τα μαθήματα της βασικής εκπαιδεύσεως στη γενέτειρα του, ήταν μέτριος μαθητής όμως έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ζωγραφική, στην οποία ασκήθηκε κοντά στον παππού του. Έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια λόγω της καχεκτικής του κράσεως, της βραδυγλωσσίας και της αριστεροχειρίας του, γι’ αυτό και τον έλεγαν «σημαδεμένο», καθώς οι γονείς και οι δάσκαλοί του προσπάθησαν να του αλλάξουν χέρι γραφής. Ο Θεόφιλος δεν τα κατάφερνε σε πρακτικά ζητήματα. Τα προσβλητικά σχόλια που δέχονταν σε συνδυασμό με τις μάταιες προσπάθειες των γονιών του να τον φέρουν στην δεξιοχειρία, του δημιούργησαν συμπλέγματα μειονεξίας και κατωτερότητας. Ο Θεόφιλος εγκατέλειψε το Δημοτικό σχολείο στην 3η τάξη κι εργάστηκε ως βοηθός σε τσαγκαράδικο, όμως δεν τα πήγε καλά και τον πήρε στη δουλειά του ο αδελφός της μητέρας του, ο Γιώργης Ζωγράφος, που ήταν χτίστης, για να φτιάχνει λάσπη και να κουβαλά υλικά. Σε ηλικία δεκαέξι ετών εγκαταστάθηκε στη Μικρά Ασία, όπου πέρασε τα περισσότερα χρόνια της νεότητάς του, εργαζόμενος ως θυρoφύλακας [2] στο Ελληνικό προξενείο της Σμύρνης και ζωγραφίζοντας.

Πολεμική δράση

Ο Θεόφιλος επέστρεψε από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα για να καταταγεί εθελοντής με το ξέσπασμα του άτυχου πολέμου του 1897, και από δικό του σημείωμα μαθαίνουμε πως έφτασε στον Πειραιά φορώντας φουστανέλα, κρατώντας μια αυτοσχέδια σημαία και τραγουδώντας πολεμικά τραγούδια. Στην Αθήνα δεν τον δέχτηκαν ως εθελοντή, γιατί ήταν αγύμναστος και αριστερόχειρας κι έτσι ο Θεόφιλος πήγε στο Βόλο, όπου τον δέχτηκαν και πολέμησε στις μάχες του Βελεστίνου και Δομοκού.

Στο Πήλιο

Μετά τη λήξη του πολέμου, επέλεξε να εγκατασταθεί στο Πήλιο, όπου εργάστηκε ζωγραφίζοντας τους τοίχους μαγαζιών του Βόλου και του Πηλίου, με ελάχιστη αμοιβή, κερδίζοντας μόνο τα χρήματα για τη συντήρησή του. Του άρεσε να φοράει φουστανέλα και άσπρο πουκάμισο με σταυρωτό γιλέκο πάνω από τα ρούχα του, ενώ στο κεφάλι φορούσε σκούφο, στα πόδια του τσαρούχια και στις γάμπες του τουλούκια. Αγιογράφησε στις Μηλίες την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, στην Πορταριά ζωγράφισε το καφενείο Κάραβος που έχει κατεδαφιστεί, ένα καφενείο στη Μακρινίτσα, στο χωριό Άγιος Βλάσης το σπίτι του Γκέκα, το μύλο του Κοντογιάννη, το ελαιοτριβείο του Βαραλή, τον Άγιο Ονούφριο στο Μύλο του Κοντού, στην Άλλη Μεριά το φούρνο του Βελέντζα, το σπίτι του Γκουντέλια και άλλα. Στο Βόλο ζωγράφιζε τις παράγκες που έχτισαν οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής και σε διάφορους ελεύθερους χώρους με λουλούδια και πουλιά καθώς και διάφορες παραστάσεις στις προσόψεις των μαγαζιών, έργα τα οποία καταστράφηκαν το 1939 από την πυρκαγιά που κατέστρεψε την πόλη και το 1955, από τους καταστροφικούς σεισμούς που ισοπέδωσαν την περιοχή.

Το περίεργο ντύσιμό του, καθώς χρησιμοποιούσε τη φουστανέλα ως καθημερινό ένδυμα, ενώ στις Απόκριες ντύνονταν Μέγας Αλέξανδρος, με στολή δικής του επινοήσεως, τον μετέτρεψε σε στόχο αστεϊσμών και πειραγμάτων. Ο ίδιος διέθετε ανεπτυγμένη αίσθηση χιούμορ, και μια εποχή που ζωγράφιζε στον Άνω Βόλο ένα σώμα, λογαριάζοντας να κάνει τον Μέγα Αλέξανδρο, είχε αρχίσει από τα πόδια και προχωρούσε προς τα επάνω. Όταν έφτασε στο πρόσωπο, οι χωριάτες που τον παρακολουθούσαν ανυπόμονα, τον ρώτησαν ποιος θάναι τέλος πάντων ο ήρωας. «-Τα… μουστάκια θα το δείξουν», απάντησε αποφθεγματικά ο Θεόφιλος, «αν θάναι ο Μέγας Αλέξανδρος ή ο Κολοκοτρώνης!…» [3] [4]. Μια μέρα κάποιος του παράγγειλε να ζωγραφίσει στον εξωτερικό τοίχο του μαγαζιού του λιοντάρια. Ο Θεόφιλος τον ρώτησε αν τα θέλει δεμένα ή λυτά, ορίζοντας για τα πρώτα διπλάσια τιμή. Ο πελάτης προτίμησε τα λιοντάρια λυτά, γιατί έτσι ήταν φθηνότερα, όμως ο Θεόφιλος, ζωγράφισε τα λιοντάρια με νερομπογιές, με αποτέλεσμα, μια βροχή να ξεπλύνει τον τοίχο: «τα λιοντάρια, αφού ήταν λυτά, έφυγαν», απάντησε Θεόφιλος.

Στο Βόλο

Το 1900 ο Θεόφιλος εγκατέλειψε το Πήλιο και κατέβηκε στην πόλη του Βόλου. Οικονομικός του προστάτης εκείνη την περίοδο, ήταν ο πλούσιος κτηματίας Γιάννης Κοντός, για λογαριασμό του οποίου, ο Θεόφιλος πραγματοποίησε ζωγραφικά έργα από το καλοκαίρι του 1912, που γνωρίστηκαν στο πανηγύρι της Παναγίας, όπως την τοιχογράφηση του σπιτιού του, στο παλιό αρχοντικό Χατζηαναστάση μετέπειτα οικία Κοντού, που σήμερα αποτελεί το Μουσείο Θεόφιλου στην Ανακασιά του Βόλου [5], σκηνές από την Επανάσταση του 1821, αρχαίους θεούς και τοπία.

Στη Μυτιλήνη

Το 1926, ο Θεόφιλος, συγκέντρωσε τα λιγοστά υπάρχοντα του σε τρία μπαούλα κι επέστρεψε στη Μυτιλήνη, όπου εγκαταστάθηκε σε μια κάμαρα κοντά στη συνοικία του Αγίου Παντελεήμονα, μη αντέχοντας το γεγονός ότι κάποιοι Πηλιορείτες για να διασκεδάσουν τον έριξαν από μια σκάλα, όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε, κι έσπασαν δύο πλευρά του. Τον ίδιο χρόνο ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος, μίλησε για το Θεόφιλο στον τεχνοκριτικό κι έμπορο έργων τέχνης Στρατή Ελευθεριάδη-Teriade, με καταγωγή από τη Μυτιλήνη, ο οποίος το 1929 αγόρασε μια σειρά από πίνακες και παράγγειλε στον Θεόφιλο μια ακόμη σειρά έργων χωρίς χρονικό όριο, για να την εκθέσει στο Παρίσι. Η οικονομική άνεση που εξασφάλισε, επέτρεψε στο Θεόφιλο να δημιουργήσει περισσότερους από εκατόν είκοσι πίνακες τα επόμενα πέντε χρόνια.

Εργογραφία

Ο Χατζημιχαήλ υπέγραφε τα έργα του με το επώνυμο της μητέρας του και το μόνο έργο που φέρει το πραγματικό επώνυμο του είναι η εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο σκευοφυλάκιο του ιερού ναού των Ταξιαρχών στις Μηλιές Πηλίου, το οποίο έχει την υπογραφή «Έργο Θεόφιλου Γαβριήλ Κεφαλά». Τις μπογιές του τις έφτιαχνε μόνος του από διάφορα βότανα της γης, καρπούς, αυγά, ούρα και άλλα υλικά. Όταν τον ρωτούσαν για να μάθουν τον τρόπο που τις φτιάχνει, απαντούσε, «...Το μυστικό μου δεν θα το μάθετε ποτέ. Θα το πάρω μαζί μου..» [6].

Η μεγάλη καλλιτεχνική αξία του έργου του αναγνωρίστηκε μετά το θάνατό του, καθώς έζησε όλη του τη ζωή στην αφάνεια. Από τα έργα του τα περισσότερα είναι τοιχογραφίες και βρίσκονται σε παλιά αρχοντικά σπίτια του Πηλίου και της Μυτιλήνης. Η τεχνοτροπία του φέρει όλα τα γνήσια χαρακτηριστικά της λαϊκής τέχνης και διακρίνεται για την ειλικρίνεια και τον πλούσιο αυθορμητισμό. Τα θέματά του είναι όλα σχεδόν εμπνευσμένα από τους αρχαίους ελληνικούς χρόνους μέχρι το 1821, καθώς και από το χώρο της φιλολογίας, όπως: «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Ερωτόκριτος», «Αρετούσα», «O ατρόμητος Kατσαντώνης», που ξεκουράζεται στη σκιά ενός δέντρου παίζοντας ταμπουρά και βρίσκεται στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης στην Αθήνα και άλλα. Πίνακές του υπάρχουν στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης στην Αθήνα, στη Μυτιλήνη στο Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά, καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Το τέλος του

Στις πέντε το απόγευμα της Κυριακής 20 Μαρτίου 1934, ο Θεόφιλος πήγε στο σπίτι του αδερφού του Παναγιώτη. Η νύφη του Μαρία διαπίστωσε ότι ήταν χλωμός και αδιάθετος. Του πρόσφερε φαγητό κι ο Θεόφιλος έφυγε μετά από λίγη ώρα. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδαν ζωντανό. Η γειτόνισσά του, η κυρά-Σουλτάνα, ανησύχησε, γιατί είχε να τον δει δυο ημέρες, ενώ τη νύχτα της Κυριακής είχε ακούσει βογκητά. Τ' αδέλφια του κτύπησαν την εξώπορτα του σπιτιού του, όμως κανείς δεν αποκρίθηκε. Ο αδερφός του, ο Παναγιώτης, έσπασε το παράθυρο γιατί ο Θεόφιλος είχε κλειδώσει και τον βρήκε μπρούμυτα και νεκρό. Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ πέθανε τα ξημερώματα της 25ης Μαρτίου, σ' ένα νοικιασμένο σπίτι στην οδό Ιθάκης 17 στο Βουνάρι της Μυτιλήνης. Η σορός του είχε περιέλθει σε κατάσταση σήψεως. Σύμφωνα με τη μικρότερη από τ' αδέλφια του, την αδελφή του Φωτεινή, «...τονέ πήρε ο Δήμος άρον άρον και τον έθαψε. Δεν προκάναμε ούτε να τον ασπαστούμε, ούτε να τον δούμε».

Μεταθανάτια αναγνώριση

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1935 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα», συνέντευξη του Teriade με τίτλο «Μια καλλιτεχνική ανακάλυψη. Ένας άγνωστος μεγάλος Έλληνας λαϊκός ζωγράφος, ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ» και το 1936 οργανώθηκε από τον Teriade έκθεση έργων του στο Παρίσι. Ο Τάκης Μπαρλάς τον αποκάλεσε «Παπαδιαμάντη της ζωγραφικής». Το 1939 γράφηκε η πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη για το έργο του ζωγράφου, από το Βολιώτη λαογράφο Κίτσο Μακρή [7], που παρουσίασε άγνωστες πτυχές της τέχνης του ζωγράφου, ενώ το 1947 οργανώθηκε στο Βρετανικό Συμβούλιο Αθηνών έκθεση των έργων του Θεόφιλου, όπου οι Γιώργος Σεφέρης, Άγγελος Σικελιανός, Ηλίας Βενέζης, Σπύρος Βασιλείου, Ευάγγελος Παπανούτσος και ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, μίλησαν με ενθουσιασμό για το έργο και την προσφορά του. Εκεί, ο Γεώργιος Σεφέρης μίλησε για το Θεόφιλο και τον συσχέτισε με τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, τον εθνικό αγωνιστή και ήρωα της εθνεγερσίας του 1821. Στις 3 Ιουνίου 1961 διοργανώθηκε στο Μουσείου του Λούβρου στο Παρίσι, μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του Θεόφιλου. Ο Γιάννης Τσαρούχης ζωγράφισε το Θεόφιλο ντυμένο Μεγαλέξαντρο, έργο με λάδι σε μουσαμά διαστάσεων 2,22Χ1,31 μέτρα, το οποίο βρίσκεται στο Μουσείο Τεριάντ στη Βαρειά Μυτιλήνης. Το 1976 το ελληνικό κράτος χαρακτήρισε ολόκληρο το έργο του Θεόφιλου ως «...χρήζον ειδικής κρατικής προστασίας».

Μουσείο Θεόφιλου

Το Μουσείο Θεόφιλου στεγάζεται σε κτίριο που σχεδίασε και έχτισε το 1964 ο Λέσβιος αρχιτέκτονας Γιώργος Γιανουλέλης, με έξοδα του Μυτιληνιού τεχνοκριτικού Στρατή Ελευθεριάδη-Τεριάντ, που ενθάρρυνε το Θεόφιλο να ζωγραφίζει σε καμβάδες και ο ζωγράφος του παρέδωσε 125 έργα. Από τους καμβάδες αυτούς ο Τεριάντ, 86 παραχώρησε στο μουσείο Θεόφιλου, ενώ 37 άλλους τους τοποθέτησε σε αίθουσα με έργα του Θεόφιλου, στο άλλο μουσείο που έχτισε και δώρισε στο υπουργείο Πολιτισμού, στο Μουσείο-Βιβλιοθήκη Μοντέρνας Τέχνης Teriade. Το 1965 ο Τεριάντ δώρισε το Μουσείο Θεόφιλου στο Δήμο Μυτιλήνης, κι έκτοτε το μουσείο διαχειριζόταν η εκάστοτε δημοτική αρχή της Μυτιλήνης έως την κατάργηση του δήμου στις 31 Δεκεμβρίου 2010, λόγω της εφαρμογής του νόμου «Καλλικράτης» για την τοπική Αυτοδιοίκηση. Σήμερα το Μουσείο αποτελεί περιουσία του Δήμου Λέσβου. Μετά το 2010, το μουσείο στη Βαρειά Μυτιλήνης, παρουσιάζει σημάδια εγκαταλείψεως και τα 86 έργα του Θεόφιλου, κινδυνεύουν με ολοκληρωτική καταστροφή, από σκόνη και υγρασία [8].

Μνήμη Θεόφιλου Χατζημιχαήλ

Ο Θεόφιλος αγαπούσε κάθε τι που θύμιζε την Ελλάδα. Ο ηρωισμός, η γενναιότητα και οι φυσικές ομορφιές ήταν τα αγαπημένα θέματα της ζωγραφικής του. Ενοχλούνταν από τη δυτικότροπη συμπεριφορά, που ολοένα και περισσότερο κυριαρχούσε στην ελληνική κοινωνία της εποχής. Επιλέγοντας να ντύνεται με φουστανέλα, παρουσιάζει στους Έλληνες ένα σύμβολο λεβεντιάς και εξεγέρσεως, που οι ίδιοι απαρνήθηκαν και φανερώνει τα πατριωτικά του αισθήματα. Ποτισμένος με τη Μεγάλη Ιδέα, ζωγράφισε τον ηρωισμό και τη νοσταλγία του για τις ελληνικές παραδοσιακές αξίες, που έχουν λησμονηθεί, στις μορφές του Έκτορα και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Αθανάσιου Διάκου. Επιστρέφοντας στον τόπο της καταγωγής του, ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν έμεινε στη Χώρα της Μυτιλήνης, ήταν γιατί κυριάρχησε ο δυτικός τρόπος ζωής. Στο σπίτι, όπου ξεψύχησε ο Θεόφιλος, βρέθηκε μια κασέλα, που περιείχε σύνεργα ζωγραφικής, το προσωπικό του σημειωματάριο και άλλα βιβλία, ένα σελάχι, ένα κερί, λευκές κόλλες με κάρτες και διαφημιστικά χαλκομανίες. Ακόμη βρέθηκε το προσωπικό του σημειωματάριο, ένας μαύρος τόμος, με αυτοσχέδια βιβλιοδεσία και αντιγραφές από αγαπημένα του αναγνώσματα. Η κασέλα, που ήταν γεμάτη με ζωγραφιές, είχε στην μπροστινή όψη το έργο «ο Οδυσσέας φέρων την κόρη του Χρυσού ιερέως του Απόλλωνος Θεού». Στη δεξιά όψη «ο Θεόδωρος Γρίβας εν Καλαμπάκα μάχη» και αριστερά «ο Ήρως Μάρκος Μπότσαρης εν Καρπενησίω το 1821».

Το 1939, ο Βολιώτης λαογράφος Κίτσος Μακρής, έγραψε το βιβλίο «Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο». ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου έγραψε πως ο Θεόφιλος είχε πλήρη άγνοια των βασικών κανόνων της ζωγραφικής τέχνης, ο Κ.Θ.Δημαράς ήταν επιφυλακτικός, ενώ ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος έγραψε πως εύρισκε τα έργα του λαϊκού ζωγράφου ενδιαφέροντα «μονάχα από άποψη της πηγαίας ειλικρίνειας, σαν φανερώματα ακαταστάλαχτης ιδιοφυίας ...{...}... μεγάλη, πραγματική τέχνη δεν συγγενεύει μεταξύ τους. Είναι δυνάμει καλλιτεχνήματα. Τους λείπει η ενδελέχεια.» Σύμφωνα με τον εθνικιστή κορυφαίο δημοσιογράφο, Σπύρο Μελά:

«...Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ δεν είχε κανένα δάσκαλο, εκτός από τους δυο μεγάλους και αιώνιους δασκάλους όλων των αληθινά μεγάλων Ελλήνων ζωγράφων: την ελληνική παράδοση και την ελληνική φύση. Κανένας νεοέλληνας καλλιτέχνης, ούτε και αυτός Παπαδιαμάντης, στον πεζό λόγο, δε βγαίνει τόσο αυθόρμητα τόσο άμεσα τόσο ατόφια από τις δυο αυτές μεγάλες πηγές...» [9].

Ο Κίτσος Μακρής γράφει γι' αυτόν στο χρονικό της ζωής του Θεόφιλου στο Πήλιο:

«...Εδώ και σαρανταπέντε περίπου χρόνια (1894-1895) ένας παράξενος τύπος άρχισε να γυρίζει στους δρόμους του Βόλου. Κοντός με πρόσωπο μακρύ και υπερβολικές κινήσεις. Φορούσε μια φουστανέλλα και στο σελάχι του είχε περασμένα τα σύνεργα της ζωγραφικής: πινέλλα και μικρά σακκουλάκια με χρώματα, θάτανε τότε τριάντα περίπου χρονών αλλά έδειχνε πολύ μεγαλύτερος... οι περιπέτειες άφησαν επάνω του τα ίχνη τους. Μόνο ζωηρή αντίθεση αποτελούσαν τα χέρια του. Μακρυά, λεπτοκαμωμένα, με καλοσχηματισμένα δάκτυλα έδειχναν χέρια καλλιτέχνη. Στην περιορισμένη τότε κοινωνία του Βόλου μια τέτοια εμφάνιση είναι φυσικό να έκανε μεγάλη εντύπωση. Έτσι κι έγινε: “Η παρουσία του απ* την αρχή σημειώθηκε ως κάτι πράγμα σπάνιο κι’ επιθυμητό, που το ζητούσαμε απ' το Θεό κι’ ήρθε μονάχο του” γράψει ο (ίδιος) χρονογράφος. Γρήγορα μαθεύτηκε πως ήτανε Μυτιληνιός ζωγράφος και τ’ όνομά του: Θεόφιλος Γ. Χατζημιχαήλ».

Γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης για τον Θεόφιλο:

«Επιστρέφοντας από την Αμερική τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι. Και καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήτανε, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, η μεγάλη “αφίσα” της έκθεσης Θεόφιλου που είχε ανοίξει, ακριβώς εκείνη την εβδομάδα, στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε λοιπόν ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο. Στις μεγάλες αίθουσες του Λούβρου, καθώς τριγύριζα τώρα και ξανακοίταζα τα έργα αυτά, ένιωθα κοντά στο αίσθημα της υπερηφάνειας τ’ ομολογώ κι ένα άλλο αίσθημα ξεριζωμού, κάτι σαν αυτό που είχα νιώσει στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου με τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Και το άλλο βράδυ καθώς έτρωγα με τον Teriade το εξομολογήθηκα. Πήρε ένα ύφος παράξενο με κοίταξε στα μάτια κι αντί να μου αποκριθεί με ρώτησε αν είχα σκοπό τώρα που επέστρεφα στην Ελλάδα, να πάω στη Μυτιλήνη. Θα είχε μια θερμή παράκληση να μου κάνει: να πληροφορηθώ και να του γράψω αν ανάμεσα στη Χώρα και στη Βαρειά, βρισκότανε κανένα οικόπεδο κατάλληλο για Μουσείο. “Μουσείο;” ρώτησα ξαφνιασμένος. “Ναι, για το Μουσείο Θεόφιλου”. Μια μέρα, Ιούλιος του ’65 παραξενευτήκαμε κι οι ίδιοι που όλα είχαν τελειώσει. Έβλεπες τους τοίχους ντυμένους με τα ίδια χρώματα που έξω απ’ τα ανοιχτά παράθυρα υπήρχανε και απλώνονταν και ζούσανε πραγματικά, στις ελιές, στις ροδιές, στις στέγες, στον ουρανό, ένα πανηγύρι άξιο της ψυχής εκείνου που μας είχε συγκεντρώσει εκεί. Φωνάξαμε έναν παπά στο γειτονικό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής να λειτουργήσει. Στεκόμασταν αμίλητοι σα να ταξιδεύαμε. Η ιστορία ενός ανθρώπου είχε τελειώσει για μας κι άρχιζε για τους άλλους».

Ένας από τους πρώτους που αναφέρθηκε στο μεγαλείο της ζωγραφικής του Θεόφιλου ήταν ο Λέσβιος ζωγράφος Ορέστης Κανέλλης που γράφει γι' αυτό:

«Τα γαλάζια εκστατικά μάτια του Θεόφιλου, παιδικά ώσαμε τα γεράματα, μας έδωσαν ένα κόσμο γεμάτο λεβεντιά και δροσιά. Όταν βλέπουμε μια υπαίθρια σκηνή του Θεόφιλου, δεν έχουμε την αίσθηση πως βλέπουμε την αίσθηση από μακριά. Έχουμε την αίσθηση πως ζούμε μέσα στο τοπίο, πως το διασχίζουμε... όποια γωνιά της γης κι αν δει κανείς ένα έργο του Θεόφιλου, θα πει διατακτικά: Να ένα έργο ελληνικό». 

To 1938, ο εθνικιστής διανοούμενος Δημήτρης Πικιώνης οργάνωσε την «Α' Έκθεσιν, αφιερωμένην εις την τέχνην της νεοελληνικής παραδόσεως, ήτοι την αρχιτεκτονική, διακοσμητική, ζωγραφική, πλαστική, εικονογράφηση, καλλιγραφία του Ελληνικού Λαού», όπου ανάμεσα σε άλλα έργα τέχνης, παρουσιάστηκαν στο κοινό έργα του Θεόφιλου.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Ντοκιμαντέρ Μαρία Γουλή, «Δημοτική Βιβλιοθήκη και Λεσβιακή Άνοιξη», σελίδα 6η.]
  2. [Σε μια προσωπογραφία του έχει γράψει, «Θυροφύλαξ Προξενείου Σμύρνης»]
  3. [Γιάννης Μαμάκης, περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 220, 15 Φεβρουαρίου 1936]
  4. [Γιάννης Μαμάκης, περιοδικό «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ», τεύχος 220, 15 Φεβρουαρίου 1936, σελίδες 295η-296η.]
  5. [Οικία Κοντού - Μουσείο Θεόφιλου]
  6. [Ντοκιμαντέρ Μαρία Γουλή, «Δημοτική Βιβλιοθήκη και Λεσβιακή Άνοιξη», σελίδα 7ῆ.]
  7. [«..Αληθινό μουσείο του Θεόφιλου είναι το ιδιόρρυθμο αυτό σπίτι στην Ανακασιά. Ο νοικοκύρης του λυπήθηκε το φτωχό ζωγράφο που κατοικούσε σ’ ένα ερειπωμένο δωμάτιο και του παραχώρησε ένα σπιτάκι ανθρωπινότερο. Σύγχρονα τον βοηθούσε άλλοτε δίνοντάς του φαγητό κι άλλοτε χρήματα. Κι ο Θεόφιλος για να τον ευχαριστήσει του ζωγράφισε το σπίτι. Στο επάνω πάτωμα είναι ένα μεγάλο δωμάτιο που οκτώ παράθυρα ανατολικά, μεσημβρινά και δυτικά το γεμίζουν με άπλετο φως. Στο δωμάτιο εκείνο εργάστηκε ο Θεόφιλος και το γέμισε τοιχογραφίες...»] Κίτσος Μακρής, για το σπίτι Κοντού.]
  8. [Η εγκατάλειψη κατέστρεψε 86 έργα του Θεόφιλου tvxs.gr]
  9. [Σπύρος Μελάς, Αθηναϊκή εφημερίδα Ελεύθερο Βήμα», 21 Σεπτεμβρίου 1936.]